Σάββατο 13 Δεκεμβρίου 2025

Ο Ιερός Ναός Αγίου Σπυρίδωνος Πειραιώς

 

Δύο «Πειραιώτικα» του Νίκου Ι. Χαντζάρα

Για τον Ιερό Ναό του Αγίου Σπυρίδωνος

        Πολιούχου του Πειραιά

«Μετά το 1750 όμως το λιμάνι του Πόρτο Δράκο παρουσιάζεται κάποια μικρή κίνηση.  Ιδιαίτερα τα καλοκαίρια! Και τότε αυξάνουν τα πηγαινέλα των πλεούμενων. Κι οι άνθρωποι που μετακινούνται, λογιώ, λογιώ έμποροι, στρατιωτικοί, ναυτικοί, περιηγητές, αρχαιοκάπηλοι και αγιογδύτες, ρημαγμένοι ή και ναυαγισμένοι βλέπουν και το μοναστήρι. Το επισκέπτονται ή και παραμένουν φιλοξενούμενοι σ’ αυτό, κάποιες μέρες. Ή ακόμα σταθμεύουν για λίγο κι ύστερα βρίσκουν ζώα για ν’ ανέβουν στην Αθήνα.

          Συνάμα όμως μεγαλώνουν και οι κίνδυνοι μέσα στο λιμάνι για τη μονή και τους μοναχούς.

          Ο Πειραιάς όλους αυτούς τους καιρούς έμεινε ανυπεράσπιστος. Έρμαιος της ερημιάς του γινόταν συχνά πεδίο συγκρούσεων, επιθέσεων και λεηλασίας. Γι’ αυτό το μοναστήρι αναγκάστηκε να οργανωθεί και να ασφαλιστεί κατάλληλα από τις ξένες, αλλά και τις ντόπιες απειλές ληστών, πειρατών και ανένταχτων σαρικοφόρων Αγαρηνών. Οχυρώθηκε, λοιπόν, μ’ ένα τέτοιο τρόπο, ώστε να το λογαριάζει σοβαρά κείνος που θα αποφάσιζε ανομολόγητα να φέρει τη συμφορά στη μοναστική αυτή πολιτεία.

          Και καταρχήν ύψωσαν οι καλόγεροι παχύ τείχος ένα γύρω στη μονή με πύργους, πολεμίστρες και ισχυρή, θολωτή πύλη με διπλά θυρόφυλλα. Ανάμεσα μάλιστα στο διάκενο που σχημάτιζαν οι δυο βαριές πόρτες του και ψηλά στο θόλο, κατασκεύασαν οπή που λειτουργούσε ως ζεματίστρα. Από κει, δηλαδή, σε ώρα υψηλού κινδύνου (επίθεσης), οι καλόγεροι μπορούσαν να περιχύνουν τους πειρατές με ζεματιστό νερό, λάδι ή και λιωμένο μολύβι!...

          Το χτισμένο αυτό, σε σχήμα παραλληλόγραμμου πέτρινο τείχος, προστάτευε το μικρό καθολικό των πατέρων, τα κελιά και τους άλλους μοναστικούς χώρους, αφήνοντας έτσι απερίσπαστους τους μοναχούς στο πνευματικό τους έργο.

          Εξάλλου είναι βεβαιωμένο, ότι η εσωτερική, υπαίθρια αυλή της μονής, γύρω από το μικρό καθολικό, ήταν ευρύχωρη και ανοιχτή. Πολλές φορές μάλιστα, στα κατοπινά χρόνια, γέμιζε με κυνηγημένα ανθρώπινα πλάσματα από το λυσσασμένο τουρκομάνι που ζητούσαν προστασία.

          Το πιο παχύ και απόρθητο τείχος της μονής ήταν στην πλευρά της ανατολής! Και πίσω από κει, στον αφύλαχτο περίγυρο βρισκόταν το κοιμητήρι με το οστεοφυλάκιο κι ένα μικρό κτίσμα με ξύλινη στέγη. Ενώ στη νοτιοανατολική πλευρά, προς τους γυμνούς βράχους της πειραϊκής, ήταν το παραπόρτι της μονής. Από κει έβγαζαν τα ζωντανά για τη βοσκή, πήγαιναν στο διπλανό αγρό και τη μελισσομάντρα, φρόντιζαν τον κήπο κι έβγαζαν τους νεκρούς. Από το παραπόρτι αυτό, ένας στενός ανήφορος δρομίσκος οδηγούσε προς τη Βάρη (Πηγάδα), όπου βρισκόταν πηγή με άφθονο, καθαρό νερό κι όπου είχαν τις καλύβες τους κάμποσοι βοσκοί και κολίγοι. Οι τελευταίοι δούλευαν, κατά καιρούς, στους αγρούς και στα μεγάλα κτήματα της μονής. Αλλά και Οθωμανών, όπως του Τατάρ Αχμέτ και Αθηναίων γαιοκτημόνων, όπως του Κόλια Μαλαγάρη, του  Θανάση Σαρδελιά, του Τζίνη, των Μπενιζέλων και άλλων!»……

     Δημήτρης Φερούσης, Το μοναστήρι τ’ Αϊ- Σπυρίδωνα, σελ. 25-26. Από το βιβλίο του «ΠΕΙΡΑΙΑΣ ΘΡΥΛΟΣ ΚΑΙ ΚΛΗΡΟΝΟΜΙΑ» Περιδιάβασμα στο μύθο, στην ιστορία, στο χρόνο και στους χώρους της πατρίδας μου. εκδόσεις «Αστήρ»- Αλ. @ Ε. Παπαδημητρίου, Αθήνα, 11, 1990, σ.416, τιμή 1456 δρχ.

          Τα εκκλησιαστικά- θρησκευτικά δημοσιεύματα του πειραιώτη ποιητή και δημοσιογράφου Νίκου Ι. Χαντζάρα δεν είναι πολλά. Όσα έχει δημοσιεύσει στην «Φωνή του Πειραιώς» και γνωρίζω, αναφέρονται σε παλαιούς πειραιώτες μητροπολίτες, στους ιερείς της ενορίας του Αγίου Βασιλείου που βρίσκονταν η πατρική του οικία, στην περίπτωση του δραστήριου ιερέα Γεωργίου Μακρή. Στην λαϊκή εκκλησιαστική ευσέβεια της Υδραίισας μητέρας του, στην θρησκεύουσα φύση της που εμφύσησε και στον δικό του χαρακτήρα. Η μητέρα του συνήθιζε να τον παίρνει μαζί της από μικρό παιδί στις διάφορες επισκέψεις της στις θρησκευτικές εορτές και εκκλησιαστικές πανηγύρεις των τότε ιερών Ναών του Πειραιά και του ευρύτερου Πειραϊκού χώρου, μέχρι τα ριζά του Δήμου Κορυδαλλού. Υπάρχουν δύο «Πειραιώτικα» τα οποία θεωρώ ότι ενδέχεται να έχουν ιδιαίτερο ιστορικό ενδιαφέρον, (για να μην πω με βεβαιότητα) – να έχουν προσεχθεί και αυτά ή όχι, μαζί με άλλα πειραϊκά έγγραφα ως ιστορική πηγή σε ερευνητές και συγγραφείς, ιστοριοδίφες που ασχολούνται με την ιστορία της Μητρόπολης του Πειραιά, τη Ναοδομία της Πόλης, την οικοδόμηση των Εκκλησιών της και των αλλαγών που έχουν υποστεί μετά την ίδρυση του Δήμου Πειραιά, (1835), τους ιερείς και μοναχούς τους, τους ιεροψάλτες και επιτρόπους. Το παλαιό μοναστήρι που καταστράφηκε και χτίστηκε ο σύγχρονος ναός του Αγίου Σπυρίδωνα στην πρώτη του μορφή και κατόπιν στην επομένη του μετά την πρώτη καταστροφή της Εκκλησίας. Η Επισκοπή του Πειραιά στα πρώτα της βήματα, τα χρόνια της παλαιάς μονής του Αγίου Σπυρίδωνα ήταν κάτω από την διοικητική δικαιοδοσία του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως. Τον 20ο αιώνα ο νέος ιερός ναός και η ενορία του Αγίου Σπυρίδωνος στο λιμάνι, ήρθε στην δικαιοδοσία της Επισκοπής της πρωτεύουσας (στον επίσκοπο Ταλαντίου Νεόφυτο Μεταξά)- μέχρι την αυτονόμησή της σε ξεχωριστή Μητρόπολη. Παράλληλα, οι Πειραιώτες οι ασχολούμενοι με τις εκδόσεις και τα θρησκευτικά περιοδικά που κυκλοφόρησαν και καταγράφουν τις εορταστικές πανηγύρεις, χριστιανικές συγκεντρώσεις, πνευματικές εκδηλώσεις των ιερών ναών του Πειραιά ανατρέχουν στα παλαιά αρχεία του Δήμου ή των Εκκλησιών αναζητώντας τις ανάλογες πληροφορίες και στοιχεία. Διαβάζουν ημερολόγια παλαιών ελλήνων και ξένων περιηγητών, αναμνήσεις από το εδώ πέρασμά τους και εντοπίζουν τα αρχαία εκκλησιαστικά και ιστορικά στίγματα και κτίσματα. Κάθε Εκκλησία της Πόλης των πέντε γεωγραφικών διαμερισμάτων της, ανέπτυξε την δική της κοινωνική ή πνευματική δραστηριότητα. Ο Νίκος Ι. Χαντζάρας συνηθίζει να γράφει στις αναμνήσεις του για την παλαιά και νεότερη εκκλησία του Αγίου Βασιλείου της περιοχής της Φρεαττύδας- Πειραϊκή όπου βρίσκονταν η οικογενειακή του εστία, κάπως ελάχιστα για τους παλαιούς ιερείς ενώ μνημονεύει κυρίως τον γνωστό μας και δραστήριο ιερέα Γεώργιο Μακρή.

     Τα δύο δημοσιεύματα αναφέρονται όπως μας λέει και ο τίτλος τους στο παλαιό Μοναστήρι του Πειραιά τον Άγιο Σπυρίδωνα πολιούχο της Πόλης, που μετά από τις κατά χρονικά διαστήματα ιστορικές πολεμικές περιπέτειες που υπέστη ο Πειραιάς την περίοδο της Εθνεγερσίας και τις πολεμικές επιχειρήσεις ενάντια των Τουρκαλβανών-που είχαν καταφύγει στο καστρομονάστηρο- και τον βομβαρδισμό της παλαιάς μονής από τα δύο πολεμικά καράβια «Καρτερία» και «Ελλάς» του ναυάρχου Άστιγξ, πάνω στα ερείπια της μονής οικοδομήθηκε ο νέος ιερός ναός. Όπως μας λένε οι ειδικοί (αρχαιολόγοι, ιστορικοί) το παλαιό μοναστήρι ήταν χτισμένο πάνω στα ερείπια αρχαίου ιερού ναού της Θεάς Αφροδίτης. Γράφεται και υποστηρίζεται, ότι την παρουσία του οικήματος του παλαιού μοναστηριού την συναντάμε από τον 11ο με 12ο αιώνα μ. Χ. όπως αναφέρεται από τον γερμανό περιηγητή τον Gustav Hertzberg. Η πληροφορία αυτή επαναλαμβάνεται από κατοπινούς ερευνητές της ιστορίας της μονής και του μετέπειτα ιερού ναού που χτίστηκε-δύο φορές-πάνω στα ερείπια του Μοναστηριού και της πρώτης Εκκλησίας. Ο ερευνητής και συγγραφέας Χάρης Κουτελάκης έχει ασχοληθεί εκτενώς με την ιστορία των συνοικισμών του Πειραιά σε βιβλίο και την αρθρογραφία του, στην ανάρτησή του της 24/6/2021 στην ιστοσελίδα του και στο άρθρο του «Κριτική στο άρθρο του Γ. Πάλλη η Μονή του Αγίου Σπυρίδωνα» στην Κριτική των Δεδομένων αμφισβητεί την χρονολογική περίοδο στην οποία καταγράφεται για πρώτη φορά η παρουσία της μονής, μνημονεύοντας και τον παλαιό ιστορικό Παύλο Καρολίδη ο οποίος διασώζει το σχετικό απόσπασμα του ευρωπαίου επισκέπτη, καθώς και θέματα σχετικά με την αρχιτεκτονική της όψη. Την επιχειρηματολογία του συνοδεύει με ανάλογα σχέδια. Από την μεριά μας, δεν θα μπλέξουμε σε εκκλησιαστικής περιπέτειας πειραϊκά μονοπάτια που δεν γνωρίζουμε, ούτε θα εισέλθουμε σε αρχαιολογικών θεμάτων εδάφη. Σε αυτόν τον τομέα ειδικότερος ήταν ο ποιητής και συγγραφέας Δημήτρης Φερούσης ο οποίος ασχολήθηκε με Ιερούς Ναούς του Πειραιά στην αρθρογραφία του και εξέδωσε δύο βιβλία ειδικής θεματολογίας. Το βιβλίο του για τον «Ιερό Ναό του Αγίου Κωνσταντίνου και Ελένης» και τον Μητροπολιτικό Ναό της «Αγίας Τριάδος Πειραιώς». Να προσθέσουμε ακόμα δύο ηλεκτρονικές ιστοσελίδες οι οποίες κατά την κρίση μας, μας δίνουν μία πληρέστερη ιστορική- και σύγχρονη εικόνα της Εκκλησίας του Αγίου Σπυρίδωνα. Η μία είναι η ιστοσελίδα του ερευνητή και συγγραφέα Δημήτρη Κρασονικολάκη ο οποίος στις 2 Ιουλίου του 2016 με αφορμή την κυκλοφορία του βιβλίου του πρωτοπρεσβύτερου Βασιλείου Πόπη, «Το μοναστήρι του Αγίου Σπυρίδωνα και ο Όσιος Σεραφείμ ο Δαμβαϊτης» δημοσιεύει το κείμενό του «Άγιος Σπυρίδωνας Πειραιώς. Συμβολή στην ιστορία ανεγέρσεως του πρώτου ναού» φέρνοντας στο φώς πρωτογενή στοιχεία στηρίζοντας την επιχειρηματολογία του από το προσωπικό του Αρχείο. Αντικρούει τα όσα σχετικά αναφέρει ο ιερέας συγγραφέας στο βιβλίο του και εντοπίζει τις ελλείψεις και τα λάθη του. Αναρτά Επτά αριθμημένα Μονόφυλλα που διασώζει στο προσωπικό του Αρχείο, που εδώ και δεκαετίες συλλέγει σαν ερευνητής της Πόλης του Πειραιά και συλλέκτης. Ο Κρασονικολάκης επισημαίνει ότι επί δημαρχίας Δημητρίου Μουτζόπουλου γίνονται τα εγκαίνια του σημερινού ναού 18/5/1936. Μία άλλη ιστοσελίδα, αυτή της 13/12/2015 του MLP Blo- G- Spot (όπως βλέπουμε στο διαδίκτυο), ένας άλλος πειραιώτης ερευνητής πειραιολάτρης αναρτά εκτενές δημοσίευμα εμπλουτισμένο με φωτογραφικό παλαιότερο και σύγχρονο υλικό διαφόρων ημερολογιακών περιόδων και ώρας, «Το Μοναστήρι και ο Ναός του Αγίου Σπυρίδωνα». Τα προαναφερθέντα ιστολόγια αλλά και άλλα πειραιωτών συγγραφέων, όπως και της Μητρόπολης Πειραιά και του ιερού ναού του Αγίου Σπυρίδωνα καθώς και χριστιανικού περιεχομένου μπλοκ ανακυκλώνουν ή αν στέκει ο όρος «αναμεταφέρουν» εν συντομία τα υπάρχοντα ιστορικά στοιχεία και πληροφορίες που αποδεχόμαστε στις σύγχρονες πειραϊκές εργασίες μας οι υπόλοιποι. Τέλος, να υπενθυμίσουμε και τα εξής αρχινώντας από τα πιό σύγχρονα συγγραφικά τεκμήρια. Σε τεύχος του περιοδικού «Πειραϊκό Ορόσημο» του 2016 αν δεν με απατά η μνήμη, υπάρχει το άρθρο του Γ. Γάρδα, «Ο Ιερός Ναός του Αγίου Σπυρίδωνος». Ιστορικά στοιχεία και πληροφορίες αντλούμε από τα βιβλία και τις παλαιότερες εργασίες του πειραιώτη ποιητή και συγγραφέα Δημήτρη Φερούση. Από το γνωστό βιβλίο «Πειραϊκά» του ιστορικού Ιωάννη Μελετόπουλου. Από το βιβλίο του Δημήτρη Σπηλιωτόπουλου για τους πρώτους Δημάρχους του Πειραιά. Από το «Πειραϊκό Αρχείο» του Παρασκευά Ευαγγέλου, το «Λεύκωμα του Πειραιά» του Λώζου. Από το βιβλίο της Λίζας Μιχελή «Πειραιάς», από αυτό της ιστορικού Ματίνας Μαλικούτη «Πειραιάς 1834-1912», από διάφορα άλλα Πειραϊκά Λευκώματα και παλιότερα βιβλία πειραιωτών συγγραφέων, και Αθηναίων μελετητών και περιηγητών, όπως ο Δημήτριος Καμπούρογλου στην τρίτομη ιστορία των Αθηνών του.

    Εκείνο που διαπιστώνουμε είναι ότι το παλαιό Μοναστήρι, κατόπιν Ιερός Ναός του Αγίου Σπυρίδωνα πολιούχου της Πόλης, δεν ευτύχησε όπως άλλοι ιεροί ναοί της Μητροπόλεως Πειραιώς, πχ. Άγιος Βασίλειος, Αγία Τριάδα, Αγίου Κωνσταντίνου και Ελένης, Άγιος Νείλος κλπ. παρά την μακραίωνη ιστορική του πορεία και εκκλησιαστική παράδοση να κυκλοφορήσει μία αυτόνομη εκδοτική μελέτη για την δική του ιστορική πορεία μέχρι σήμερα. Ένα βιβλίο για την ιστορική διαδρομή και εξέλιξή του, μετεξέλιξή του από μοναστήρι σε ναό, την καταστροφή του, το γκρέμισμά του, την πρώτη ανέγερση πάνω στα παλαιά θεμέλιά του, του ιερού ναού, την δεύτερη ανέγερσή του, τις αλλαγές που επήλθαν στους εσωτερικούς και εξωτερικούς χώρους του, στις εξαιρετικές αγιογραφίες του, στον εικαστικό του εσωτερικό διάκοσμο που ανάγεται στο εικαστικό ρεύμα του 19ου αιώνα, αυτό των Ναζαρηνών, όπως σημειώνουν οι μελετητές της εικαστικής και βυζαντινής αγιογραφίας ιδιαίτερα. Να συνταχθεί ένα ονοματολόγιο με τους ηγουμένους του, -να αναφέρουμε εδώ ότι πρώτος ηγούμενος μνημονεύεται ο Διονύσιος (δεν διασώζεται το επώνυμό του), δεύτερος ο Νικηφόρος Γαβριήλ και τρίτος ο Συμεών Μαρμαροτούρης. Ο Δημήτρης Φερούσης, στο παραπάνω βιβλίο που αναφέρουμε, αφιερώνει όχι μόνο και άλλες του σελίδες για το μοναστήρι του Αγίου Σπυρίδωνος αλλά και ένα ειδικό κεφάλαιο για τον τελευταίο ηγούμενο της μονής. Το «Συμεών Μαρμαροτούρης ο Σπυριδωνίτης» σελ. 60-95 με παράθεση χρήσιμων ιστορικών πληροφοριών. Ο μοναχός Συμεών Μαρμαροτούρης είναι ο τελευταίος ηγούμενος της Μονής του Αγίου Σπυρίδωνος όπως μας διασώζουν οι πηγές. Ο μοναχός «διατηρούσε προσωπική ιδιοκτησία και μετά τη διάλυση του μοναστηριού, υπάρχει «ειδικό Βασιλικό Διάταγμα με ημερομηνία 22 Μαρτίου 1837, που φέρει την υπογραφή του Όθωνα και απευθύνεται στη γραμματεία των Εκκλησιαστικών…» βλέπε σχετικά και το βιβλίο του ιστορικού Βάσια Τσοκόπουλου, «Πειραιάς, 1835-1870. Εισαγωγή στην Ιστορία του Ελληνικού Μάντσεστερ», εκδ. Καστανιώτη Αθήνα 1984, σελ. 46…. Δεν έχουμε όπως προαναφέραμε ένα ξεχωριστό τομίδιο για τους (6) πρώτους μοναχούς του και κατόπιν, τους κατά καιρούς ιερείς, την ξύλινη εσωτερική του επίπλωση, τον στολισμό των στασιδιών του, τον άμβωνά του, τους επιτρόπους του, τους ευεργέτες τους (υπάρχει εντοιχισμένη πλάκα στην είσοδο με ονόματα), τέλος πέρα από τις γενικές αναφορές για τα πλούσια και μεγάλα- πάμπολλα μετόχια που ανήκαν στην ιερά μονή αυτά κοντά στο μοναστήρι αλλά και στην ευρύτερη πειραϊκή περιοχή. Ολόκληρη η πειραϊκή χερσόνησος και μέχρι την περιοχή του ύψους του μεγάλου Καραβά και των κτημάτων του Μελετόπουλου, των ριζών προς την μεριά του Περάματος ανήκε, ήταν ιδιοκτησία, μετόχια του παλαιού μοναστηριού του Αγίου Σπυρίδωνα. Τα περιουσιακά της βακούφια τα οποία κρατικοποιήθηκαν όταν η μονή έπαυσε να υφίσταται, κλείστηκαν επί βασιλείας Όθωνος και Αντιβασιλείας πανελλαδικά οι Μονές της Ελλάδος που δεν στελεχώνονταν από έναν αρκετό αριθμό μοναχών. Στην θέση της οικοδομήθηκε ο πρώτος ιερός ναός σε σχέδια του αρχιτέκτονα Σταμάτη Κλεάνθη και τροποποιητικό σχεδιασμό κατόπιν από τον Έντουαρντ Σάουμπερτ. Βλέπε και μία ακόμη Πειραιώτικη ιστοσελίδα του πειραιώτη δημοσιογράφου με ημερομηνία 17/11/2013, Βασίλη Κουτουζή κ.λ.π.

     Ο ιερός ναός του αγίου Σπυρίδωνα βρίσκεται στην παραλία κάτω από την οδό Φίλωνος παράλληλα, από την απέναντι πλευρά από τον μητροπολιτικό ναό της Αγίας Τριάδος- τους χωρίζει η λεωφόρος Βασιλέως Γεωργίου και ο Τινάνειος Κήπος (ή Θεμιστόκλειος), στην αριστερή πλευρά του Ναού όπως τον βλέπουμε, ενώ από την δεξιά του πλευρά είναι το «γιαχνί σοκάκι», που πήρε το όνομά του από τις ταβέρνες και εστιατόρια που υπήρχαν τα παλιότερα χρόνια στην περιοχή της Τρούμπας. Στον μικρό αυτό ναό της Πόλης το 1835 ορκίστηκαν οι πρώτες Δημαρχιακές Αρχές του Πειραιά και συνεδρίασε το πρώτο Δημαρχιακό συμβούλιο. Η όψη του ιερού ναού δεν ατένιζε πάντα το Λιμάνι, από την λεωφόρο της Ακτής Μιαούλη, μια και μετά τους αγώνες της εθνεγερσίας ο Ανδρέας Μιαούλης οικοδόμησε απέναντι από τον ναό την δίπατη κατοικία του που έκρυβε την θέα της εκκλησίας, Ο Μιαούλης δεν πρόλαβε να δει αποπερατωμένη την οικία του και να κατοικήσει σ’ αυτήν, πέθανε στις 11/6/1835. Διάφοροι θρύλοι ακούγονταν για την ενέργειά του να οικοδομήσει μπροστά στον ναό το σπίτι του. Στο διώροφο σπίτι του Ανδρέα Μιαούλη τα σύγχρονα χρόνια στεγάζονταν το ναυτικό πρακτορείο «ΑΔΑΜ» και στο πλάι του υπήρχε το Καφενείο «Κυκλαδικόν» του Μπαλαμπάνου. Το 1968, ο δοτός της επταετίας δήμαρχος του Πειραιά Αριστείδης Σκυλίτσης γκρέμισε το δίπατο σπίτι του Ανδρέα Μιαούλη απέναντι από τον ναό καθώς και το γνωστό κτίσμα «Χρηματιστήριο- Δημαρχείο», το «θρυλικό» «ΡΟΛΟΪ» με τα καφενεία του στο ισόγειο. Ο εξωτερικός προαύλιος χώρος του Αγίου Σπυρίδωνα διευρύνθηκε και απελευθερώθηκε η θέα του. Ο παραλιακός αυτός χώρος καθώς και το «Περιβολάκι» έχει υποστεί αρκετές αλλαγές μέχρι σήμερα, στην ρυμοτομία του Δήμου έχουν επέλθει δεκάδες αλλαγές σχεδόν σε κάθε νέα δημαρχιακή περίοδο. Υπήρχε μέχρι πρόσφατα ο ανδριάντας του αρχαίου Θεμιστοκλή δωρεάν του Ιωάννη Μελετόπουλου και ένα σιντριβάνι. Με τα έργα της έλευσης του Τραμ ο χώρος ανακατασκευάστηκε και αφαιρέθηκαν τα κάγκελα του Κήπου.

     Τα δύο δημοσιεύματα έχουν τίτλο:- 16/3/1945 «Το ιστορικό μοναστήρι του Αγίου Σπυρίδωνος και ο σημερινός ναός του- Ο κατάλογος του εράνου». Και,- 30/3/1945 «Το σχέδιον του ιερού ναού Α. Σπυρίδωνος. Τα ανταλλαγέντα έγγραφα».

          Οι νεότεροι συγγραφείς και ερευνητές, ιστορικοί και ιστοριοδίφες της ιστορικής διαδρομής και εξέλιξης του Δήμου μετά την μεταπολίτευση του 1974, γνώριζαν και εκτιμούσαν τον ταλαντούχο πεζογράφο και ποιητή Δημήτρη Φερούση. Ο Δημήτρης Φερούσης δεν ήταν μόνο ο συγγραφέας αρκετών μελετημάτων με ορθόδοξο χριστιανικό καθαρά περιεχόμενο αλλά και ο πειραιώτης ερευνητής που κατέγραφε στα άρθρα και τα βιβλία του την εκκλησιαστική ιστορία της Πόλης. Ότι ήταν ο Γιάννης Χατζημανωλάκης για την γενική ιστορία και πορεία του Δήμου Πειραιά ήταν ο Δημήτρης Φερούσης για την Εκκλησιαστική διαδρομή του. Τόσο στα δύο του βιβλία για τους εμβληματικούς ναούς της Πόλης, όσο και σε διάφορα πειραϊκά του δημοσιεύματα, δεν παρέλειπε να μας παράσχει και να αναδεικνύει τα ιστορικά στοιχεία και τις πληροφορίες για την Εκκλησία του Πειραιά. Ήταν πάντα ενήμερος και καταρτισμένος και διατηρούσε καλές και στενές σχέσεις με ιερείς και άλλους παράγοντες της Μητρόπολης Πειραιώς. Πληροφορούμενος εντελώς τυχαία πριν μερικές εβδομάδες τον θάνατό του, ανάρτησα ένα κείμενο στη μνήμη του μην κατορθώνοντας να εντοπίσω την ακριβή χρονολογία της απώλειάς του. Δυστυχώς σε όσους απευθύνθηκα δεν γνώριζαν ακριβώς πότε έφυγε από την ζωή, σαν να λησμονήθηκε από τον Πειραιά και τους αρμόδιους του πολιτισμού και της Μητρόπολης, παρά τις επανεκδόσεις αρκετών τίτλων βιβλίων του και την αναγνώριση του έργου του τις προηγούμενες δεκαετίες. Παραμένοντας ανοιχτό το θέμα της ακριβούς ημερομηνίας της απώλειάς του κράτησα προς δημοσίευση τα δύο παλαιά «Πειραιώτικα» του Νίκου Ι. Χαντζάρα αναφερόμενα στον Ιερό Ναό του Αγίου Σπυρίδωνος μέχρι το τωρινό σημείωμα. Από την πλευρά μας, πριν μία εικοσαετία, στις δικές μας εργασίες και έρευνες είχαμε καταγράψει ιερείς του Πειραιά και τους ιεροψάλτες των Ναών της Πόλης συνθέτοντας έναν από τους καταλόγους του βιβλίου του «Πειραϊκού Πολιτιστικού Πανοράματος» που εκδώσαμε το 2006. Ακόμα, βλέπουμε αν δεν κάνουμε λάθος και παρανοούμε τα λεγόμενα του Χαντζάρα ότι λείπουν από το «Αρχείο» του άλλα του συγγενικά δημοσιεύματα, ή δεν διασώθηκαν στην πρώτη τους καταγραφή.

     Μην έχοντας κάτι καινούργιο να προσθέσουμε, αντιγράφουμε τα δύο δημοσιεύματα του Νίκου Ι. Χαντζάρα για όσους και όσες ενδεχομένως δεν τα γνώριζαν προσθέτοντας ορισμένες ακόμα γνωστές πληροφορίες από βιβλία των οσάνω συγγραφέων που μνημονεύσαμε.

Το ιστορικό μοναστήρι του Αγίου Σπυρίδωνος και ο σημερινός ναός του.

          Ο κατάλογος του εράνου

Όταν ο Πειραιάς εκηρύχτηκε δήμος (1835), σ’ όλη την περιοχή του ένα μονάχα εκκλησάκι βρησκότανε:

          Το εκκλησάκι της μονής του αγίου Σπυρίδωνα, στην παραλία του λιμανιού, κοντά στο σημερινό πολύ όμορφο Βυζαντινό ναό του Πολιούχου.

          Την εκκλησούλα αυτή την αναφέρουνε ως ιστορική, γιατί συνδέεται με μεγάλες μάχες που έγιναν κοντά του και τριγύρω του κατά τον εθνικόν αγώνα για την ανεξαρτησίαν μας.

          Από το λιμάνι την εμπομπάρδισεν ο ναύαρχος Άστιγξ, γιατί είχανε καταφύγει εκεί Τουρκαλβανίτες.

          Ακόμη την κανονιοβόλησεν ο ναύαρχος Μιαούλης, που μπήκε στο λιμάνι με τα καράβια του.

          Αυτά έγιναν το 1827, κατά την πολιορκία των Αθηνών από τους Τούρκους, που έχασε η Ελλάδα και το μεγαλύτερο στρατηγό της τον Καραϊσκάκη.

          Από μερικά αντίγραφα πρακτικών του Δημοτικού Συμβουλίου Πειραιώς του 1836, παίρνω το κείμενο, των πρακτικών της 8ης συνεδριάσεως της 7ης Ιανουαρίου 1836, που αναφέρεται στην πρόταση του Δημάρχου για την οικοδόμηση νέου ναού του Αγίου Σπυρίδωνος.

    Αυτό είναι το πρακτικό:

«Το Δημοτικόν Συμβούλιον Πειραιώς, συγκείμενον παρά των Συμβούλων Εμμανουήλ Διακάκη, Προέδρου, Ιωάννου Διάκου, Γ. Λαμπρινίδου, παρόντος του Δημάρχου, του Δημοτικού Παρέδρου και του εφημερίου Ζαχαρία προς συζήτησιν της προταθείσης παρά του Δημάρχου νέας οικοδομής εκκλησίας εις την πόλιν ταύτην και περί της σημασίας αυτής, ωσαύτως και περί μεταθέσεως της εικόνας του Αγίου Σπυρίδωνος από την υπάρχουσαν εκκλησίαν.

          ΠΑΡΑΤΗΡΕΙ

Ότι η πρότασις του κ. Δημάρχου περί οικοδομής της νέας εκκλησίας είνε δικαία.

    Ότι η ήδη υπάρχουσα εκκλησία όχι μόνον δεν επαρκεί δια να ευλαβώνται εις αυτήν οι κάτοικοι της πόλεως, αλλά θεωρείται και ως διαλελυμένη, κατά συνέπειαν υψηλού Βασιλικού Διατάγματος.

-Ότι εντός του σχεδίου πόλεως είνε προσδιορισμένος ο τόπος διά την περί ου ο λόγος εκκλησίαν και

    Ότι δεν θέλει επιφέρει μηδεμίαν βλάβην, εάν μετατεθή η Αγία εικών της νυν Εκκλησίας εις την μέλλουσαν.

          Σκέπτεται:

   Ότι διά την έλλειψιν του Δημοτικού Χρηματικού Ταμείου είνε επάναγκες να διαπραγματευθή εν δάνειον εκ πεντακοσίων ταλλήρων με νόμιμον τόκον και ότι και δια δανείου και δια της βοηθείας των χριστιανών δύναται να τελειωθή το ιερόν τούτο αντικείμενον, το οποίον είνε προς πάντων επιθυμητόν.

          Αποφασίζει:

   Παραδέχεται την πρότασιν του κ. Δημάρχου, δίδεται η άδεια του δανείου των 500 ταλλήρων, επιτρέπεται να επικαλεσθή την βοήθειαν των χριστιανών να μετατεθή η εικών του αγίου Σπυρίδωνος εις την μέλλουσαν ν’ ανεγερθή εκκλησίαν και να ονομασθή αύτη άγιος Σπυρίδων.

          Εις τα αντίγραφα των πρακτικών του Δημοτικού Συμβουλίου Πειραιώς υπάρχει και αντίγραφον του υπ’ αριθ. 269 της 14 Μαϊου 1836 εγγράφου της Δημοτικής Αρχής μας δια της οποίας παρακαλεί τον επίσκοπον Αττικής Πανιερώτατον Νεόφυτον να κατέλθη εις τον Πειραιά και να λειτουργήση και να τελέση ακολούθως την θεμελίωσιν του νέου ναού του Πολιούχου.

          Επίσης βρίσκεται στα χέρια μου ένα αντίγραφο καταλόγου εράνων υπέρ του ναού από διαφόρους χριστιανούς.

          Προσέφεραν: Ο εξοχώτατος κ. Κατακάζης, πρεσβευτής του Αυτοκράτορος πασών των Ρωσιών δρχ. 1.000, ο δήμαρχος Πειραιώς δρχ. 250, Κωνσταντίνος Σκυλίτσης δρχ. 250, Εμμανουήλ Δικτάκης δρχ. 100, Ιωάννης Δράκου δρχ. 200, Γεώργιος Παπαδόπουλος δρχ. 300, Ι. Μπουρμπουράς δρχ. 200, Γ. Κανελλάς δρχ. 300, Γ. Λαμπρινίδης δρχ. 50, εφημέριος Χαρίσιος δρχ. 100, Αθαν. Σίμου δρχ. 100, Εμμ. Μερτενές δρχ. 150, Ι. Αποστόλου δρχ. 150, Βασίλ. Αργυριάδης δρχ. 150 και Μαστρογιάννης Κυπραίος πενήντα οκάδες σίδερο δουλεμένο.

          Αυτός ο κατάλογος εράνων για την ανοικοδόμηση του ναού είνε ο πρώτος.

          Εγίνανε και άλλοι πολλοί έρανοι ως που να τελειώση το χτίσιμο του ναού και να καλλωπιστή.

          Υπάρχει μιά πληροφορία, πώς το 1884 ετελείωσε ο πράγματι περικαλλής ναός του Πειραιά.

          Σχετικά με το θέμα μου είνε η περιγραφή των μαχών, που εγίνανε γύρω από την παλιά μονή καθώς και το κτηματολόγιο της ιστορικής μονής, πού ήτανε πολύ πλούσια σε κτήματα.

          Όπως έγραψα παραπάνω, άλλη εκκλησία δεν υπήρχε στον Πειραιά την εποχήν αυτήν από το εκκλησάκι του μοναστηριού του Αγίου Σπυρίδωνα.

          Εκεί λοιπόν έγινε και η πρώτη συνεδρίασις του δημοτικού συμβουλίου του Δήμου Πειραιέων την 23 Δεκεμβρίου 1835.

    Ο παπάς του αγίου Σπυρίδωνος ώρκισε τα μέλη και κατόπιν εξέλεξαν αυτά πρόεδρόν των τον κ. Εμμανουήλ Δεικτάκην και ώρισαν την κατοικίαν του προσωρινόν Δημαρχείον.

          Γενικός γραμματέας διωρίστηκε κατά την πρώτην αυτήν συνεδρίασιν του Δημοτικού Συμβουλίου ο Ν. Γ. Καλκαντής με μισθόν 120 δραχμών κατά μήνα.

16/3/1945

--

Το σχέδιον του ιερού ναού Α. Σπυρίδωνος.

     Τα ανταλλαγέντα έγγραφα.

Ο αναγνώστης των αρχείων του δήμου μας εις τα έγγραφα και τα πρακτικά του δημοτικού συμβουλίου συναντά διαρκώς να γίνεται λόγος δια την ανοικοδόμησιν της παλαιάς εκκλησίας του πολιούχου αγίου Σπυρίδωνος δια την εξαφάνισιν του τενάγους του λιμένος της Ζέας, δια την πύκνωσιν του πληθυσμού της πόλεως και δια την ορθοπόδησιν της αγοράς του Πειραιώς, η οποία έδειξε κάποιαν ζωηρότητα κατά το 1835 αμέσως δε κατόπιν ήρχισε να εκπίπτη.

     Εις προηγούμενα φύλλα της «Φωνής του Πειραιά» ανέφερα μερικάς ιστορικάς γραμμάς σχετικώς με τας διεξαγομένας μάχας εις την Αττικήν κατά το 1827.

          Συνεχίζομεν ήδη αναγράφοντες ό,τι νεώτερον στοιχείον συναντώμεν σχετικώς με την ιστορία της μονής του αγίου Σπυρίδωνος, θέμα ιδιαίτερα προσφιλές και στον υποφαινόμενον που εγεννήθηκε στα χώματα του Πειραιά.

          Κατά το 1827 όταν τα πλοία «Ελλάς» και «Καρτερία» εμπήκαν στο λιμάνι του Πειραιά προς καταδίωξιν των εχθρών, εκανονιοβόλησαν τους εν μονή του αγίου Σπυρίδωνος εχθρούς.

          Εκ του κανονιοβολισμού κατεδαφίσθη σχεδόν το ήμισυ του ιερού και δια βασιλικού διατάγματος εκηρύχθη διαλελυμένη η μονή.

          Έτσι η πόλις του Πειραιώς ευρέθη άξαφνα στερημένη ναού.

          Η δημοτική αρχή κατέβαλε προσπαθείας δια να δοθή άδεια από την κυβέρνησιν, όπως οικοδομήση νέον περικαλλή ναόν του Αγ. Σπυρίδωνος κοντά στον παλαιόν ναόν.

          Η άδεια εδόθη και η δημοτική αρχή έκαμεν έκκλησιν προς τους φιλανθρώπους να συνδράμουν στην ανοικοδόμησιν του  ναού. Αι συνδρομαί ωρίσθη να γίνωνται προς τους κ.κ. Εμμανουήλ Μεζινέαν, Βασίλειον Δασκαλόπουλον και Ιωάννην Αποστόλου, επιτρόπους του ανεγερθησομένου ναού.

          Εν τω μεταξύ η επαρχιακή διεύθυνσις Αττικής απέστειλε προς τον δήμαρχον Πειραιώς την 28ην Φεβρουαρίου 1836 το εξής έγγραφον:

          «Παρακαλείσθε κύριε δήμαρχε, να μας πληροφορήσητε πόσα τα διά της προς την επί των εκκλησιαστικών γραμματείαν υπ’ αριθ’ 144 αναφοράς σας ζητούμενα ιερά σκεύη και οποία και που ήδη ευρίσκονται και αν ανήκουσιν εις την διαλυθείσαν Μονήν; Σας παρακαλούμεν δε, ότι δια πάσαν αίτησίν σας- ν’ απευθύνεσθε πάντοτε προς ημάς.

     Ο διευθυντής

    (Γ.Σ.) Κ. Αξιώτης

          Η δημοτική αρχή ανακοίνωσεν εις την επαρχιακήν διοίκησιν Αττικής, ότι τα ιερά σκεύη ευρίσκονται εις χείρας του ηγουμένου της μονής του Αγίου Σπυρίδωνος Συμεών αρχιμανδρίτου. Τα ιερά σκεύη είναι: Το ευαγγέλιον με αργυρό περίβλημα, δύο σταυροί ασημένιοι, τέσσερα κανδήλια ασημένια, δύο πετραχήλια χρυσά, δύο φελώνια, ένα στοιχάριον, δύο ζευγάρια υπομάνικα, ένα επιγονάτιον και ένα θυμιατόν. Αυτά υπάρχουν εις την μονήν, αλλά δεν γνωρίζει ο κ. Δήμαρχος, αν ανήκουν εις την μονήν.

          Η επαρχιακή διεύθυνσις Αττικής απέστειλε προς τον δήμαρχον Πειραιώς το υπ’ αριθμόν 2056 από 19 Ιουνίου 1836 έγγραφον, δια του οποίου γνωρίζει προς αυτόν σχετικάς πληροφορίας προς το σχέδιον δια την ανοικοδόμησιν του νέου ναού του Αγ. Σπυρίδωνος. Αντιγράφω ολόκληρον το έγγραφον.

              «Βασίλειον της Ελλάδος

Η Επαρχιακή Διεύθυνσις Αττικής

    Προς τον Δήμαρχον Πειραιώς

   Το σχέδιον του αρχιτέκτονος κυρίου Σταματίου Κλεάνθους, διευθυνθέν προς την επί των εσωτερικών Βασιλικήν Γραμματείαν δια της από 29 Μαϊου 1836 αναφοράς καθυπεβλήθη εις τον πρωταρχιτέκτονα κύριον Σάουμπερτ. Ούτος εύρε τούτο πάρα πολύ μεγαλοπρεπές, πλούσιον και δαπανάλογον προς την παρούσαν χρηματικήν κατάστασιν του Δήμου. Όθεν και το ετροποποίησε κατά το επισυνημμένον νέον σχέδιον.

          Αντί των δύο καμπαναριών, τα οποία είναι θαμμένα επί της εκκλησίας, εσχεδιάσθη ένα μόνον, το οποίον δύναται να κτισθή, όταν αυξηθή ο πληθυσμός και τα χρηματικά μέσα του Δήμου.

          Το αρχιτεκτονικόν ύφος έγεινε πολύ απλούν και εζητήθη η ωραιότης της εκκλησίας μάλλον εις την ακριβή αναλογίαν, παρά εις τον πλούσιον στολισμόν, απεμακρύνθη κάθε είδος γλυπτικής και ανεπληρώθη η έλλειψίς της δια της βαφής κατά το ελληνικόν ύφος. Η δε διάταξις του εικονοστασίου (τέμπλου) έγινε κατά το έθος της γραικικής εκκλησίας.

          Το μέγεθός της έμεινε το αυτό και επί τη υποθέσει τριών ανθρώπων εις έκαστον τετραγωνικόν μέτρον, δύναται να περιλαμβάνη 800 έως 1000, μη περιλαμβανομένου του διορισμένου μέρους διά τάς γυναίκας, εις το οποίον εισέρχονται από τα δύο πλάγια της εκκλησίας διά δύο μικρών κλιμάκων.

          Έμπροσθεν της εκκλησίας δύναται να σχηματισθή μικρά αυλή, η οποία να περιφραχθή με κιγκλίδες.

          Τα έξοδα της οικοδομής της εκκλησίας ανέρχονται καθώς φαίνονται εις τον επισυναπτόμενον υπολογισμόν, εις δρχ. 23,546 και του καμπαναριού εις δρχ. 10.330, εις αυτάς δε τας ποσότητας δύναται ίσως να γίνη και ελάττωσις, διότι ο δήμος και οι ιερείς έχουν τα προς τούτο μέσα».

Ν. Ι. Χαντζάρας 30/3/1945

ΣΧΕΤΙΚΑ ΥΠΟΣΤΗΡΙΚΤΙΚΑ:

ΠΗΓΑΙ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΤΟΥ ΠΕΙΡΑΙΩΣ ΕΠΙ ΤΟΥΡΚΟΚΡΑΤΙΑΣ

Α΄ Η ΜΟΝΗ ΑΓΙΟΥ ΣΠΥΡΙΔΩΝΟΣ

          Περί της Μονής του Αγίου Σπυρίδωνος δεν είναι πολλά γνωστά, αλλά και από τα ολίγα παραδοθέντα, τινά δεν είναι και αυτά απολύτως εξηκριβωμένα.

    Ο Hertzberg λέγει, ότι ίσως κατά τον ΙΑ΄ ή ΙΒ΄ αιώνα ιδρύθη εν τη βορειοανατολική του Μεγάλου Λιμένος πλευρά το Μοναστήρι του Αγ. Σπυρίδωνος. Ο δε Φιλαδελφεύς εις την «Ιστορίαν των Αθηνών επί Τουρκοκρατίας» αναφέρει, ότι εις την Μονήν ταύτην ο όσιος Σεραφείμ επετέλεσε το κατά των ακρίδων θαύμα του περί την τελευταίαν δεκαετία του ΙΣΤ΄ αιώνος.

          Θρυλείται επίσης, ότι η Μονή ήτο οχυρά και ότι περιβάλλετο υπό τείχους παχέος φέροντας πολεμίστρας, ότι δε η πύλη, δι’ ης εισήρχοντο εις την Μονήν, ήτο θολωτή με διπλά θυρόφυλλα. Το μεταξύ τούτων διάκενον ήτο αδιάβατον καθ’ όσον εις το κέντρον του θόλου υπήρχεν οπή, δι’ ης οι καλόγηροι ηδύναντο να ραντίσουν με ζέον έλαιον τους πειρωμένους να διαβούν ή και να τους καταιονίζουν με άμμον ή και με τετηγμένον μόλυβδον ακόμη. Και επαναλαμβάνω, ότι αυτό λέγει ο θρύλος.

          Πάντως το γεγονός είναι, ότι ο τοίχος ήτο στερεώτατος, αφού δεν κατέρρευσε τελείως μετά τον σφοδρόν βομβαρδισμόν της «Καρτερίας», κατ’ Ιανουάριον και της «Ελλάδος» και του πυροβολικού της ξηράς επί διήμερον, κατ’ Απρίλιον του 1827.

          Τώρα άς ίδωμεν και τα ολίγα ιστορικώς εξηκριβωμένα.

    Γνωρίζομεν πρώτον τρείς ηγουμένους της μονής, τον Διονύσιον, αγνώστου επωνύμου, τον Νικηφόρον Γαβρίλην και τον Συμεώνα Μαρμαροτούρην.

          Προς κάποιον εξ αυτών ή ένα άλλον εκ των ηγουμένων της Μονής απηυθύνθη το κάτωθι σατυρικόν εξάστιχον:

          Γούμενε, σα μ’ αγαπάς

          τα ψαράκια που τα πάς;

          Πάνω στην ευλογημένη

          πούναι άρρωστη η καϋμένη.

          Γούμενε Σπυριδωνίτη

          ό,τ’ αρπάξης με τη μύτη(1)

(1)., Δημητρίου Γ. Καμπούρογλου, «Ιστορία των Αθηναίων» τόμ. Α΄, σ. 267.

          Και τον πρώτον των ανωτέρω ηγουμένων, τον Διονύσιον, συναντώμαι εις εν πωλητήριον συμβόλαιον του 1757, δι’ ού ούτος πωλεί αντί 5 ½ γροσίων εν οικόπεδον εις το παραθαλάσσιον με μάκρος βήματα δώδεκα και πλάτος βήματα εξ και το οποίον συνορεύει με την θάλασσαν.

          Τον δεύτερον Νικηφόρον ευρίσκομεν εις προικοσύμφωνον της αδελφής του Κρεούζης, όπερ άρχεται ούτω:

          «Είς δόξαν Χριστού 1766 Ιανουαρίου 31 Αθήνα. Η προικοπαράδωσις της νεονύμφου Κρεούζης θυγατρός του ποτέ Σάβρου Γαβρίλη όπου της παραδίδη η μήτηρ αυτής Καρού ομού και ο αδελφός της κύρ Νικηφόρος ηγούμενος του αγίου Σπυριδόνου διά προίκα και μερίδιον πατρικόν και μητρικόν τα κάτωθι (2).

2., Δημητρίου Γρ. Καμπούρογλου, «Μνημεία της Ιστορίας των Αθηνών» τόμος Γ΄, σ.81.

          Τέλος ο τρίτος Συμεών απαντάται εις πολλά προεπαναστατικά έγγραφα και εις την πράξιν εκλογής των δημογερόντων Νικολάου Λογοθέτου και Νικολάου Τυρναβίτου της 26 Φεβρουαρίου 1819 και εις το πρακτικόν ειρηνεύσεως των κατοίκων Αττικής της 4 Απριλίου 1819, όπου και υπογράφεται «ηγούμενος Σπυριδωνίτης Συμεών (3). Ούτως έζησε πολλά έτη μετά την επανάστασιν και εχρησίμευσεν ως οριοδείκτης των κτημάτων της διαλυθείσης πλέον Μονής του Αγ. Σπυρίδωνος, η δε μεγάλη πείρα του περί των Πειραϊκών εν γένει κτημάτων, έκαμε τον Κασομούλην ν’ απευθυνθή προς αυτόν δια τον καθορισμόν διαφόρων τοποθεσιών’ το αυτό έπραξε και ο ιστορικός των Αθηνών Διονύσιος Σουρμελής. Ο Συμεών είχε και ατομικά κτήματα εις τον Πειραιά, το δε 1837 είναι μέλος της επιτροπής του Δημοτικού σχολείου.

          Δεν γνωρίζομεν το ήθος και τον χαρακτήρα του ανθρώπου, γνωρίζομεν όμως ασφαλώς, ότι είχεν ωραίαν ανεψιάν, την Αικατερίνην Μαρμαροτούρη, δι’ ήν εγράφη και το δίστιχον:

          Κατίγκω του γιαλού- Μην αγαπάς αλλού.

          Ο γνωστός ιδρυτής της ομωνύμου Αθηναϊκής σχολής, Ιωάννης Ντέκας, είχε κατασκευάσει ιδία δαπάνη ένα αγωγόν δια την εις το Μοναστήριον διοχέτευσιν ύδατος. Διά δε της από 2 Νοεμβρίου 1757 διαθήκης του, συνταχθείσης ενώπιον του δημοσίου νοταρίου Βενετίας Μπονιφάτσιο, και αναγνωσθείσης προς του λειψάνου του την 27 Φεβρουαρίου 1762, ώριζε τα εξής όσον αφορά την μονήν: «….. Έτι αφήνω εις την Εκκλησίαν το μοναστήρι του Αγίου Σπυρίδωνος όν εν τη πόλει Αθήνη πατρίδι μου κείμενον εις το παραθαλάσσιον Πόρτο- Δράκο δουκάτα τετρακόσια κοινά δια να εξοδευθούν παρά των επιτροπών του ρηθέντος μοναστηριού προς απόκτησιν τινός υποστατικού, ήγουν με αυτά να αγοράσουν οι επίτροποι του ρηθέντος μοναστηριού ένα  υποστατικόν και από το εισόδημα του υποστατικού να εξοδιάζεται κατά καιρόν το χρειαζούμενον δια να φυλάττεται παστρικόν και σώον το σωληνάρι όπου φέρνει το νερόν εις το μοναστήρι το οποίον οικοδομήθη δια να φέρνεται το ύδωρ εις το μοναστήρι κατά τον παρελθόντα καιρόν με έξοδά μου και ότι μείνη από το εισόδημα του ρηθέντος υποστατικού να εξοδεύεται εις χρείαν και ευπρέπειαν της αυτής εκκλησίας του Μοναστηριού, συσταίνοντας εις εκείνον που έχει την επίσκεψιν να κυβερνά αυτό το νερόν να έχει την επιμέλειαν επειδή τούτο είναι πράγμα αναγκαίον προς κοινήν ανάπαυσιν και ωφέλειαν και ανίσως τινάς δεν ήθελεν ακολουθήση να τελειώση ταύτην μου την παραγγελίαν να έχη να δώση λογαριασμούς εις το φοβερόν κριτήριον του Θεού λέγω ως άνω δουκάτα τετρακόσια….».

          Ότε διελύθη η Μονή, απέμειναν εις χείρας του ηγουμένου αρχιμανδρίτη Συμεών αντικείμενά τινά ανήκοντα αυτή, δια τα οποία, λόγω μη παραδόσεώς των εις τον δήμαρχον, διεμείφθη ολόκληρος αλληλογραφία μεταξύ τούτου και Επαρχιακού Διευθυντού Αττικής, εν η αναφέρονται και τα αντικείμενα, άτινα ήσαν: 1 ευαγγέλιον αργυρούν, 2 σταυροί και 4 κανδήλαι ομοίως, 2 πετραχήλια χρυσά, 2 φελόνια, 1 στοιχάριον, 2 ζεύγη υπομάνικα, 1 υπογονάτιον και 1 θυμιατήριον. Όλα αυτά φαντάζομαι, ότι τελικώς θα περιήλθον εις την νυν εκκλησίαν του Αγίου Σπυρίδωνος………».

   ΙΩΑΝΝΟΥ ΑΛΕΞ: ΜΕΛΕΤΟΠΟΥΛΟΥ, ΠΕΙΡΑΪΚΑ, Αθήναι 1945,σελ. 18-20.

Ο Άγιος Σπυρίδωνας

    Η πρώτη εκκλησία της νεότερης πόλης αρχίζει να οικοδομείται στη θέση του μικρού παρεκκλησίου του ομώνυμου μοναστηριού το 1836. Σε οικόπεδο 380 τμ, η μικρή αυτή βασιλική, της οποίας η μορφή δεν είναι γνωστή, τοποθετείται με κλίση ως προς την οδό Φίλωνος, για λόγους  του καθιερωμένου προσανατολισμού του πολυγωνικού ιερού της.

          Η αρχική πρόταση του αρχιτέκτονα Κλεάνθη, για ένα μεγαλοπρεπή ναό με δύο καμπαναριά, πλούσιο γλυπτό διάκοσμο και χωρητικότητα 800-1000 ατόμων, αναθεωρείται και απλουστεύεται από τον Schaubert: περιορισμός του μεγέθους, ακριβείς αναλογίες, λιτή μορφολογία, ένα κωδωνοστάσιο και ζωγραφική διακόσμηση συνιστούν τα χαρακτηριστικά του τελικού σχεδιασμού (Μελετόπουλος, 1945: 65-66, 93).

          Η αποπεράτωση αυτού του μικρού ναού καθυστερεί, τόσο από τις οικονομικές δυσχέρειες του Δημοτικού Ταμείου, όσο και από τα προβλήματα που αναφύονται κατά την επίβλεψη (721). Το 1843, ανακαινίζεται μερικά και διακοσμείται με δωρεά του Ανέστη Χατζόπουλου, ενώ το 1847, γίνεται προσθήκη πέντε ισογείων δωματίων στον περίβολο, για τη φιλοξενία των προσκυνητών (722).

          Η περιορισμένη χωρητικότητα και το ευτελές της κατασκευής του οδηγούν στις ενέργειες για την ανέγερση νέου ναού στις αρχές της δεκαετίας του 1860. Για τον σκοπό αυτόν, το Εκκλησιαστικό Συμβούλιο του Αγίου Σπυρίδωνα αγοράζει και το γειτονικό οικόπεδο.

          Για τον σχεδιασμό του κεραμοσκεπούς κτιρίου, διαστάσεων 19Χ22 τμ., με γυναικωνίτη και ένα κωδωνοστάσιο, προκηρύσσεται αρχιτεκτονικός διαγωνισμός, με βραβεία 300 δρχ. για την καταλληλότερη λύση, και 100 δρχ. για την «προσεγγίζουσα». (723). Μέχρι τα τέλη του 1861 υποβάλλονται τρείς προτάσεις, από τις οποίες επιλέγεται αυτή του αρχιτέκτονα Κωνσταντίνου Κοκκίνη, ο οποίος ζει και εργάζεται στην Ερμούπολη. (724).

          Ενδιαφέρον παρουσιάζει η ανάπτυξη των απόψεών του και η τεκμηρίωση της επιλογής του αναγεννησιακού ρυθμού για τη σύνθεση του ναού. (725), τον κρίνει τον κατάλληλο για τη νεοελληνική αρχιτεκτονική, «ως ευχερώς εφαρμοζόμενον εις όλας τας περιστάσεις των αναγκών του ημετέρου βίου, ως συνάδοντα την πρόοδον των  φώτων του ημετέρου αιώνος και ως υπερετούντα πρεπόντως εις τας ανάγκας των παρ’ ημίν οικοδομημάτων», σε αντίθεση με τη βυζαντινή ή τη γοτθική μορφολογία, που θυμίζουν τις μακροχρόνιες ταλαιπωρίες του έθνους, «τάς αξιοδακρύτους εποχάς καταδρομής του Ελληνισμού», και αξιολογούνται ως «ανάρμοστοι απέναντι των λαμπρών λειψάνων της θαυμασίας ελληνικής τέχνης», τους κανόνες της οποίας θεωρεί «παραδεδειγμένους». Εξάλλου υποστηρίζει και ην ιδέα ότι κάθε έργο πρέπει να φέρει τη σφραγίδα της εποχής του.

          Τα σχέδια εφαρμογής της πρότασης του Κοκκίνη συντάσσονται από τον δημοτικό μηχανικό Γεράσιμο Μεταξά, με αρκετές τροποποιήσεις: (726).

-Ένα κομψό κωδωνοστάσιο, πάνω από την κεντρική είσοδο, αντικαθιστά τα προτεινόμενα δύο, που κρίνονται ογκώδη και δυσανάλογα.

-Τα τόξα του νάρθηκα σχεδιάζονται σε απόσταση 0,50μ. από τη ζώνη, αντί να εφάπτονται σ’ αυτήν. Αρχικά, προτείνεται η κατάργηση του τμήματος αυτού, για αύξηση του ωφέλιμου εμβαδού της εκκλησίας, όμως η αναθεώρηση αυτή παραλείπεται.

-Οι πύλες της κεντρικής εισόδου διαπλατύνονται.

          Οι εργασίες ανέγερσης διαρκούν πολλά χρόνια (727). Οι τοιχοποιία αποπερατώνεται το 1874, αλλά η κατασκευή του οικοδομήματος διαρκεί μέχρι το 1887, οπότε παίρνει την τελική μορφή του σε ελληνοβυζαντινό ρυθμό, με τα αρχικά σχεδιασμένα δύο κωδωνοστάσια. Παράλληλα διαμορφώνεται και ο εξωτερικός χώρος με βαθμίδες, ενώ η αγιογράφηση και ο εξωτερικός χρωματισμός εκτελούνται στο διάστημα 1892-1897.

          Στο μεταξύ, σημειώνονται δύο προσθήκες:

-Το 1866, η δυτική πλευρά της οικοδομής που έχει χαραχτεί σε περασιά με την οδό Αγίου Σπυρίδωνος, προεκτείνεται κατά 2,50μ για τη βελτίωση της χωρητικότητάς του, με αποτέλεσμα τη μείωση της μικρής πλατείας ανάμεσα στο κτίριο του ναού και την κατοικία του Ανέστη Χατζόπουλου.

-Το 1879, κατασκευάζονται μικρά κελιά στον περίβολο.

 ΣΤΑΜΑΤΙΝΑ  ΜΑΛΙΚΟΥΤΗ, ΠΕΙΡΑΙΑΣ 1834-1912. Λειτουργική συγκρότηση και πολεοδομική εξέλιξη. Έκδοση Πολιτιστικό Ίδρυμα Ομίλου Πειραιώς, Αθήνα 2004, σ. 244-245.

-Από τις τελευταίες πειραϊκές δημοσιεύσεις του Δημήτρη Φερούση είναι η συμμετοχή του με κείμενό του «Η αγιογράφηση του Ιερού Ναού Προφήτη Ηλία στην Καστέλλα από τον π. Σταμάτη Σκλήρη», σ.134-136 στο «Πειραϊκό Λεύκωμα» της εφημερίδας «ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ»-Στ. Καραμπερόπουλος, Πειραιάς 2010.

-Ο πρωτοπρεσβύτερος Γεώργιος Μακρής (1871-1942) υπήρξε μία από τις πλέον καλλιεργημένες προσωπικότητες στο χώρο της Πειραϊκής Εκκλησίας στην εποχή του. Εφημέριος στον άγιο Βασίλειο μνημονεύεται από πειραιώτες που άφησαν πειραϊκές αναμνήσεις. Μεταξύ άλλων του πνευματικών δραστηριοτήτων ήταν η έκδοση των περιοδικών «Χριστιανική Αλήθεια» και «Αναμόρφωσις». Οφείλουμε να μνημονεύσουμε και το όνομα του πρωτοπρεσβύτερου Γεωργίου Θ. Πυρουνάκη (1910- 1988) μία αξιόλογη και εμπνευσμένη μορφή ιερέα που έζησε στην πόλη μας. Ο πρώτος που δημιούργησε στην Ελλάδα, στην Πόλη μας νυχτερινά σχολεία για εργαζόμενους νέους και στην ευρύτερη πειραϊκή περιφέρεια παιδικές κατασκηνώσεις για εργαζόμενες οικογένειες.

-Το 1962 ιδρύεται η Μητρόπολη Πειραιά, με τοποτηρητή. Τρία χρόνια κατόπιν 17/11/1965 ενθρονίζεται ο πρώτος εκλεγμένος μητροπολίτης της πόλης, ο πρώην Αργολίδος, κυρός Χρυσόστομος Ταβλαδωράκης (1909-1977).

-Ο έμπορος Δημήτριος Αθ. Μουτζόπουλος (1812-1890), ήταν από τις πιο ενδιαφέρουσες και φωτισμένες προσωπικότητες στον Δημαρχιακό χώρο του Πειραιά. Γεννημένος στην Στεμνίτσα της Γορτυνίας εγκαταστάθηκε στον Πειραιά μαζί με τον αδερφό του το 1834 έναν χρόνο πριν την ίδρυση του Δήμου Πειραιά. Θεωρείται μαζί με τον Λουκά Ράλλη μία από τις εξέχουσες πειραϊκές φυσιογνωμίες της εποχής του και οι Δημαρχιακές του περίοδοι από τις  πιο επιτυχημένες. Ο Δημήτριος Α. Μουτζόπουλος έφερε τον άλλον Δημαρχιακό αέρα στα πράγματα της τότε αδιαμόρφωτης ακόμα εικόνας της Πόλης του Πειραιά. Οι προηγούμενοι από αυτόν Δήμαρχοι είχαν καταγωγή νησιώτικη, Ύδρα ή Χίος, ο Μουτζόπουλος κατάγονταν από την Γορτυνία, καθώς ο πληθυσμός των νέων δημοτών αύξανε από διάφορα γεωγραφικά διαμερίσματα της χώρας. Με την βοήθεια και άλλων σημαντικών παραγόντων ο Δ. Α. Μουτζόπουλος μαζί με τον αδερφό του Τρύφωνα κατόρθωσαν να σχηματίσουν δική τους δημαρχιακή παράταξη και να κυβερνήσουν συνολικά για μία εικοσιπενταετία. Κέρδισαν τις εκλογές του 1870, 1874 1879 1895, και του 1899. Ήταν ο πρώτος Πειραιώτης Δήμαρχος που εκλέχθηκε απευθείας από τους Δημότες του Πειραιά, από άμεσες εκλογές και όχι διορισμένος. Η προσφορά των αδερφών Μουτζόπουλων στην Πόλη είναι μεγάλη. Επί Δημητρίου Α. Μουτζόπουλου ο οποίος συνέχισε τα έργα οικοδόμησης της Πόλης του προκατόχου του Λουκά Ράλη, αποπερατώθηκε ο ιερός ναός του αγίου Σπυρίδωνα (1866-1870), το Τζάνειο Δημοτικό Νοσοκομείο Πειραιά, φωτίστηκε ο Δήμος με λάμπες πετρελαίου, δημιουργείται (1869) η πρώτη Δημοτική Φιλαρμονική της Πόλης. Ακόμα, κατασκευάστηκε η Δεξαμενή ύδατος της Πηγάδας, και επί Δημαρχίας του έχουμε την έναρξη λειτουργίας του ατμοκίνητου σιδηροδρόμου Αθηνών- Πειραιώς. Την περίοδο αυτή έχουμε την ανάπτυξη του εμπορίου και της βιομηχανίας και ευρύτερα της οικονομικής και ναυτιλιακής ζωής της Πόλης. Κάτι που καθιστά το Λιμάνι του Πειραιά όπως είπαν την «Θαλασσινή πύλη της Ελλάδας».

-Ο Σταμάτης Κλεάνθης (1797-1862) γεννήθηκε στο Βελβενδό της Μακεδονίας, ήταν ο σημαντικότερος αρχιτέκτονας της εποχής του. Μετά το πέρας των πανεπιστημιακών του σπουδών στο Βερολίνο επιστρέφει στην Ελλάδα το 1828. Δουλειές του συναντάμε στην Αίγινα, το Ναύπλιο και την πρωτεύουσα. Ο Σταμάτης Κλεάνθης μεταξύ άλλων του εργασιών σχεδίασε και το πρώτο σχέδιο της πόλης των Αθηνών δίχως όμως να εφαρμοστεί.

-Ο Εδουάρδος Σάουμπερ (1804-1860) ήταν Γερμανός αρχιτέκτονας και ανασκαφέας αρχαιοτήτων. Μαζί με τον Σταμάτη Κλεάνθη έρχεται στην Ελλάδα και συνεργάζονται σχεδιάζοντας διάφορα σχέδια πόλεων. Αίγινα, Ερέτρια, Πειραιάς κατά τον 19ο αιώνα, περίοδο του Ιωάννη Καποδίστρια και της ίδρυσης του πρώτου ελληνικού κράτους. Μετά το πέρας των συνεργασιών του με την ελληνική διοίκηση επιστρέφει στην ιδιαίτερη πατρίδα του, το Μπρεσλάου όπου και άφησε την τελευταία του πνοή, σε σχετικά νεαρή ηλικία δύο χρόνια πριν τον συνεργάτη του Σ. Κλεάνθη.

Γιώργος Χ. Μπαλούρδος

Πειραιάς

Σάββατο 13 Δεκεμβρίου 2025         

 

      

             

Πέμπτη 11 Δεκεμβρίου 2025

ΣΤΑΥΡΟΣ Γ. ΜΕΛΙΣΣΙΝΟΣ 10/9/1929-14/6/2025

 

ΣΤΑΥΡΟΣ Γ. ΜΕΛΙΣΣΙΝΟΣ (10/9/1929-14/6/2025)

     Ο Σανδαλοποιός ποιητής

          Έφυγε πλήρης ημερών το Καλοκαίρι που μας πέρασε ο σανδαλοποιός ποιητής και μεταφραστής Σταύρος Γ. Μελισσινός. Εγκατέλειψε τα εγκόσμια ευτυχισμένος, πλαισιωμένος από την οικογένειά του (παιδιά, εγγόνια…). Ο καλλιτέχνης σανδαλοποιός Σταύρος Γ. Μελισσινός γέννημα θρέμμα Πλακιώτης, είχε αποσυρθεί από την γνωστή τουριστική επιχείρηση που διατηρούσε πάνω από μισό αιώνα στο Μοναστηράκι κοντά στην κεντρική Πλατεία. Τα ηνία της επιχείρησης και την παλαιά παράδοση της τέχνης του σανδαλοποιού ανέλαβε και συνεχίζει ο γιός του Παντελής, ο οποίος κληρονομώντας την καλλιτεχνική φλέβα του ποιητή πατέρα του που με φαντασία και σχεδιαστική τέχνη κατασκεύαζε κάθε είδους, μορφής και μεγέθους σανδάλια, ασχολείται και με την μουσική. Στο διαδίκτυο είναι αναρτημένες οι πληροφορίες σχετικά με την τουριστική οικογενειακή τους επιχείρηση, ενός ελληνικού μαγαζιού με διεθνή προβολή στο Μοναστηράκι, με καλή εμπορική φήμη και τουριστική επισκεψιμότητα. Αναρτημένες είναι και σκηνές από θεατρικές παραστάσεις στις οποίες έλληνες ηθοποιοί φορούσαν σανδάλια κατασκευασμένα με μεράκι, αγάπη, πάθος ψυχής, έμπνευση και άνεση από τον Σταύρο Γ. Μελισσινό. Δημοσιεύεται ακόμα, το ιστορικό της καταγωγής της οικογένειας των Μελισσινών. Βίντεο που μιλά για την ζωή του ο ποιητής και καλλιτέχνης τεχνίτης, φωτογραφίες από παραστάσεις του Φεστιβάλ Αθηνών στις οποίες οι πρωταγωνιστές φορούσαν τα υποδήματα του αειθαλούς σανδαλοποιού. Επίσης έχουμε φωτογραφίες εξωφύλλων από τις τελευταίες ποιητικές του συλλογές, μια και μετά την συνταξιοδότησή του δεν έπαψε να γράφει ποιήματα να εκδίδει βιβλία.

       Η φήμη του Σταύρου Γ. Μελισσινού ως εξαιρετικού τεχνίτη και σχεδιαστή σανδαλιών είχε ξεπεράσει τα σύνορα της χώρας από το πρώτο μισό του προηγούμενου αιώνα. Ξένοι καλλιτέχνες, διασημότητες της τέχνης και πολιτικές φυσιογνωμίες ερχόμενοι ως ταξιδιώτες στην Ελλάδα δεν παρέλειπαν να επισκέπτονται το μαγαζί του, να αγοράζουν τα ποιοτικά και αισθητικής κομψότητας πάντα σανδάλια του, να φωτογραφίζουν το μαγαζί του και να απαθανατίζονται μαζί του. Όσοι είχαν επισκεφτεί το μαγαζί του θα θυμούνται τις φωτογραφίες με άτομα του διεθνούς τζετ σετ που υπήρχαν στους τοίχους. Μία διαδρομή στο διαδίκτυο θα μας ενημερώσει για γνωστά και διάσημα ονόματα αντρών και γυναικών καλλιτεχνών που πέρασαν από το ζεστό αυτό τουριστικό μαγαζί. Ο Σταύρος Γ. Μελισσινός υπήρξε κατά κοινή ομολογία- όπως ακούγονταν- ένα είδος πρεσβευτή της ελληνικής λαϊκής τέχνης στο εξωτερικό. Δεν ήταν απλά ένας λαϊκός καλλιτέχνης σανδαλοποιός ήταν ένας καλλιεργημένος σχεδιαστής και κατασκευαστής, παθιασμένος με την ελληνική λαϊκή παράδοση υποδηματοποιός την οποία υπηρέτησε με ειλικρίνεια, σεβασμό, ιστορική γνώση της καταγωγής της τέχνης του υποδήματος με πλούσια εμπειρία. Ανέδειξε την πατροπαράδοτη αλήθεια της τόσο στο ελληνικό αγοραστικό κοινό όσο και στους ξένους επισκέπτες στην χώρας μας που επιθυμούσαν να αγοράσουν κάτι από την Ελλάδα ως ενθύμιο.

Τις προηγούμενες δεκαετίες όπως πολλοί νέοι-από περιέργεια- είχα επισκεφτεί το κατάστημά του, μια και η φήμη του ήταν μεγάλη, είχα αγοράσει σανδάλια του και κουβεντιάσει μαζί του για την ποίησή του, ιδιαίτερα τα όσα αρνητικά εξέφραζε για τον μεγάλο Αλεξανδρινό ποιητή Κωνσταντίνο Π. Καβάφη, που εκείνη την περίοδο ήρθα σε επαφή πιο ουσιαστικά με το έργο του διαβάζοντας διάφορες γνωστές μελέτες. Πρόσχαρος και χαμογελαστός σαν άνθρωπος κάθονταν στο βάθος του μαγαζιού και εργαζόμενος συνομιλούσε μαζί σου. Εντύπωση μου έκαναν τα κάδρα με αποσπάσματα από δημοσιεύματα και κριτικές για τον ίδιο, την δουλειά του, τα βιβλία του, καθώς και οι φωτογραφήσεις του με ξένους και έλληνες καλλιτέχνες. Έκτοτε, όποτε βρισκόμουν στο Μοναστηράκι και περνούσα μπροστά από το μαγαζί του τον χαιρετούσα και περιεργαζόμουν τα εκατοντάδες σανδάλια που κρέμονταν στην είσοδο.

     Πέρα όμως από την τέχνη του σανδαλοποιού ο κυρ Σταύρος Γ. Μελισσινός διακόνησε τον ποιητικό λόγο και την μετάφραση με σχετική στα χρόνια του αναγνώριση από τις προηγούμενες γενιές Ελλήνων συγγραφέων, πριν το 1967. Τις δεκαετίες του 1950 και 1960 όταν η Ελλάδα άνθιζε τουριστικά και καλλιτεχνικά σε διάφορους τομείς της Τέχνης και η διεθνή προβολή της στο εξωτερικό έλκυε επισκέπτες από όλα τα μέρη της γης. Η πρώτη ποιητική του εμφάνιση στα ελληνικά γράμματα έγινε το 1954 με την συλλογή «Ψηφιδωτά». Τέσσερα χρόνια αργότερα, το 1958 εκδίδεται το ελεγείο του με τίτλο «Κύκνειον Άσμα», ενώ ένα χρόνο αργότερα, το 1959 κυκλοφορεί η συλλογή του «Περσικά Ρουμπαγιάτ», μία έκδοση που έτυχε της αποδοχής του κοινού αν λάβουμε υπόψη μας τις τρείς ανατυπώσεις της, 1965, 1968 και 1970. Οι ανατυπώσεις συνοδεύονταν και από την μετάφραση των «Ρουμπαγιάτ» στην αγγλική γλώσσα. Ακολούθησαν «Ο Λάμπρος», Αθήνα 1960 συμπλήρωμα στο Σολωμικό έργο, η Αγγλοαμερικάνικη Παιδική του Ανθολογία «Παιδικός Γαλαξίας» Αθήνα 1966 και το βιβλίο που τάραξε τα αναγνωστικά νερά «Καβάφης, ο λυρωδός με την μία χορδή», Αθήνα 1967. Ένα βιβλίο που προετοίμασε όπως έδειξαν τα πράγματα την κατοπινή του εκτενέστερη Καβαφική εργασία. Ασχολήθηκε επίσης με την συγγραφή θεατρικών έργων, βλέπε: «Ζώνη Ασφαλείας» (της… Αγνότητας) και «Η… Περικαυκαλέα του Οδυσσέα» και τα δύο Αθήνα 1961. Ακολούθησαν η κωμωδία του «Άχ, αυτός ο… Βοκάκιος» 1962/1967, το έργο «Λάουρα» 1969, Θεατρική διασκευή από το μυθιστόρημα του Γουίλκι Κόλλινς. Παραστάθηκε από τον θίασο Λιάνας Μιχαήλ στο Θέατρο «Φλώριντα» 1969, και «Ο Εραστής της Λαίδης Τσάτερλυ Αθήνα 1962 /1969. Στα συγγραφικά του ενδιαφέροντα περιλαμβάνονται και μεταφράσεις από «Τα Τραγούδια της Μάνας- Κουράγιο» του Γερμανού Μπέρτολτ Μπρέχτ, 1964, «Τα Τραγούδια από τον «Ματωμένο Γάμο» του Ισπανού Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα 1966, «Η Μπαλάντα της Φυλακής του Ρήντιγκ» του Ιρλανδού Όσκαρ Ουάϊλντ 1961/1967 (με κείμενο «Ουάιλδ και «Ουαϊλδοκαβαφισμός»). Ενώ παρέμειναν ανέκδοτες και αδημοσίευτες αρκετές ακόμα μεταφράσεις του, όπως «Το Κοράκι και άλλα ποιήματα» του αμερικανού Έντγκαρ Άλαν Πόε, «Ο Βιολιστής της Στέγης» του Ι. Στάιν από τα διηγήματα του Σαλώμ Αλέχεμ 1970 και άλλα, όπως διαβάζουμε στα «Έργα του Ιδίου» στο βιβλίο του «Τα Καβαφικά Ποιήματα», Αθήνα 1974 και τα «Λογοτεχνικά στοιχεία» των σελίδων 7-8 που αναφέρει ο συγγραφέας.

      Ας μας επιτραπεί η φράση, μεγάλος «ντόρος» έγινε γύρω από το όνομά του-εκτός από τα «Περσικά Ρουμπαγιάτ»- όταν κυκλοφόρησε μετά την συλλογή του «Καβάφης, ο λυρωδός με τι μία χορδή», ο διπλός τόμος με τα «Ποιήματα» του Κωνσταντίνου Π. Καβάφη, Αθήνα 1974. «ΚΑΒΑΦΙΚΑ Α΄- Β΄, Τα Ποιήματά του όπως δεν τα έγραψε ο Μεγάλος Αλεξανδρινός». Σελίδες 114+158 τιμή 150 παλαιές δραχμές. Ο δεμένος τόμος περιλαμβάνει τα: «Λογοτεχνικά στοιχεία», «Εισαγωγικό σημείωμα», Ποιήματα του αλεξανδρινού ποιητή και ορισμένα του Μελισσινού, ο πρώτος τόμος. Ο δεύτερος Καβαφικά ποιήματα, και το «Καβαφικό επίμετρο» με «Συνομιλίες μου με τον Καβάφη» που αρχινούν με απόσπασμα από την Ομηρική Ιλιάδα σε μετάφραση του πειραιώτη ποιητή Αλέξανδρου Πάλλη (που, αν η μνήμη δεν με απατά εκείνη την περίοδο διδάσκονταν στις σχολικές αίθουσες). Στο επίμετρο ο Σταύρος Γ. Μελισσινός προσπαθεί να δώσει εξηγήσεις για την πρόθεσή του να αποτολμήσει μία «παραποίηση» του Καβαφικού ερωτικού νοήματος των ποιημάτων του, αλλάζοντας το φύλο και το γένος του ειδώλου- προσώπου που ο αλεξανδρινός ποιητής αναφέρεται στο έργο του. Πολλά από τα αντρικά πρόσωπα-ονόματα ο Μελισσινός από αρσενικά τα μετατρέπει σε θηλυκά. Τους αλλάζει δηλαδή το ερωτικό πρόσημο του φύλου τους και την σχέση και το αίσθημα που απορρέει από την συνάντησή του καθώς η μνήμη επαναφέρει εκ των υστέρων παλαιότερες σκηνές ηδονής και ομοερωτικής επαφής. Δίνει επίσης μία κάπως «δεικτική» απάντηση στον Γιώργο Π. Σαββίδη (που όπως φαίνεται δεν του άρεσε το ριψοκίνδυνο τόλμημά του) του οποίου την δική του Καβαφική έκδοση των Απάντων έχει μπροστά του και ακολουθεί στα δικά του βήματα, ακόμα και στις περισσότερες σελίδες. Το βιβλίο συμπληρώνεται με απόψεις και κρίσεις ελλήνων και ξένων λογοτεχνών στους οποίους ο Σ. Γ. Μελισσινός έστειλε τα βιβλία του και τις λακωνικές ευγενικές απαντήσεις τους. Αναγνωρίζουμε τα ονόματα του Φώτου Γιοφύλλη, του Κώστα Στεριόπουλου, του Γιάγκου Πιερίδη, του Μιχάλη Περάνθη, του Όμηρου Μπεκέ, του Πέτρου Γλέζου, του Ι. Μ. Παναγιωτόπουλου, του Φοίβου Δέλφη, του Κούλη Αλέπη, του Ε. Παπανούτσου, του Θρασύβουλου Σταύρου, του Παντελή Πρεβελάκη, και ορισμένων άλλων, και φυσικά την τυπική ευγενική λακωνική απάντηση του Γ. Π. Σαββίδη. Με τις απαντήσεις ο Μελισσινός προσπαθεί να δικαιολογήσει την εργασία του και στα όσα μας λέει για τον ποιητή Κωνσταντίνο Π. Καβάφη που θεωρεί ότι δεν ήταν και τόσο καλός ποιητής, πέρα από την μη αποδοχή της ομοερωτικής πλευράς της ποίησής του. Έχει διαβάσει Καβαφικές μελέτες και στέκεται ιδιαίτερα σε δύο από αυτές. Στις γνωστές Καβαφικές εργασίες του Στρατή Τσίρκα και στις επίσης γνωστές του γεννημένου στον Πειραιά Τίμου Μαλάνου ο οποίος είχε γνωρίσει και συναναστραφεί από κοντά τον Καβάφη και ανήκε στον Αλεξανδρινό κύκλο των υποστηρικτών του έργου. Ο Τίμος Μαλάνος όπως γνωρίζουμε έχει δημοσιεύσει αρκετά άρθρα και εκδώσει βιβλία μιλώντας τόσο για το έργο του Καβάφη όσο και για την ζωή του. Κύριος όμως αποδέκτης των λεγομένων του Σ. Γ. Μελισσινού είναι ο καθηγητής Γ. Π. Σαββίδης. Τέλος, το βιβλίο κλείνει με τις σελίδες 135-158 με παραλλαγμένους στίχους και ποιήματα του Μελισσινού.

          Το τελευταίο διάστημα κυκλοφόρησε μία νέα βιογραφία του Κωνσταντίνου Π. Καβάφη, πρώην πρωθυπουργός ονόμασε το βιβλίο με τα απομνημονεύματα των πρωθυπουργικών του πεπραγμένων «Ιθάκη», μεγάλη εταιρεία χριστουγεννιάτικων παιχνιδιών διαφημίζει τα προϊόντα της με Καβαφικούς στίχους, και ο Αλεξανδρινός ποιητής ακούγεται από τα χείλη δημοσιογράφων στους ραδιοφωνικούς δέκτες. Έτσι, από την μεριά μας, τα Λογοτεχνικά Πάρεργα, σκέφτηκα να γράψω ένα Καβαφικό σημείωμα ακολουθώντας έναν παράδοξο τρόπο. Επέλεξα να μιλήσω όχι για κάποιο από τα εκατοντάδες βιβλία που έχουν γραφεί και κυκλοφορούν για το έργο του Καβάφη αλλά για ένα που τον αμφισβητεί παραλλάσσοντας μάλλον αυθαίρετα το ερωτικό κεντρικό μήνυμα των ποιημάτων. Αυτήν την ερωτική μαγεία των εικόνων, των παραστάσεων, των ηδονικών καταστάσεων, των σκηνών, των λέξεων που επιλέγει για να μας περιγράψει προσωπικές του στιγμές και επαφές της νιότης του που αναδύει ο λόγος του και τον κάνει έναν από τους σημαντικότερους εκπροσώπους του ελληνικού ποιητικού λόγου διαχρονικά και διεθνώς. Έναν μοντέρνο έλληνα ποιητή του Μέλλοντος. Κάτι φιλολογικά οξύμωρο αν σκεφτούμε ότι ο ίδιος ο ποιητής δεν ήθελε ή δεν ενδιαφέρονταν να δει συγκεντρωμένα τα Ποιήματά του να κυκλοφορούν στο εμπόριο. Έδενε με καρφίτσα τα χειρόγραφά του και τα μοίραζε στους φίλους του και τους λόγιους του αλεξανδρινού πνευματικού κύκλου της εποχής του. Ο ποιητής Κωνσταντίνος Π. Καβάφης και ο πεζογράφος κυρ Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης είναι από όσο γνωρίζουμε, οι δύο μεγάλες μας φτασμένες πνευματικές προσωπικότητες που δεν είδαν εν ζωή το έργο τους να κυκλοφορεί συγκεντρωμένο ως «Άπαντα» στο εμπόριο. Μετά τον θάνατό τους οι κοντινοί τους άνθρωποι και συνεργάτες φρόντισαν για αυτό. Ο Σκιαθίτης κυρ Αλέξανδρος μάλλον πέθανε κατά το κοινώς λεγόμενο στην «ψάθα». Ο Αλεξανδρινός, έχοντας χάσει τα περισσότερα μέλη της οικογένειάς του και άκληρος, άφησε κληρονόμο του ένα κοντινό του φιλικό πρόσωπο τον Αλέκο Σεγκόπουλο, που μετά τον θάνατό του, η γυναίκα του κυκλοφόρησε τα Καβαφικά Άπαντα.

     Ο ποιητής Σταύρος Γ. Μελισσινός έχοντας υπόψη του την γνωστή έκδοση των Καβαφικών ποιημάτων των εκδόσεων «Ίκαρος» στην φροντισμένη και φιλολογικά επιμελημένη δουλειά του κυρού καθηγητή Γιώργου Π. Σαββίδη, διαβάζει το Καβαφικό ποιητικό σώμα και επιφέρει ανατρεπτικές αλλαγές θεωρώντας ότι ο Αλεξανδρινός ποιητής δεν διέθεται το ποιητικό «τσαγανό» και μας παραδίδει ένα ποιητικό έργο μισοτελειωμένο, χωρίς άρτια τεχνική και μορφή, ενώ παράλληλα, διαφοροποιείται από την ομοερωτική περιγραφή και ατμόσφαιρα των ποιημάτων του διασκευάζοντάς τα. Το φύλο του ερωτικού προσώπου και το Σώμα του γένους που επιθυμεί και περιγράφει στις μνημονικές περιπλανήσεις του στο γήρας του ο Κωνσταντίνος Π. Καβάφης, εικονογραφεί αναπολώντας το στα ποιήματά του, εξομολογούμενος των νιάτων του ερωτικές επιλογές και ενθυμήματα αφηγούμενος αλλάζει γίνεται θηλυκό από τον Σταύρο Γ. Μελισσινό με αυθαίρετο τρόπο, το ίδιο κάνει και στα άλλα Καβαφικά ποιήματα που κινούνται σε φιλοσοφική ατμόσφαιρα, σε ιστορικό κλίμα, (της αρχαίας και βυζαντινής κληρονομιάς) και παιδαγωγικό εθνικό «διδακτισμό» ορθότερα αγωγή. Ο Μελισσινός, όπως προαναφέραμε, έχει υπόψη του Καβαφικές μελέτες, προγενέστερες εργασίες όπως του Στρατή Τσίρκα και του Τίμου Μαλάνου τις οποίες επικαλείται για να δικαιολογήσει τα ερμηνευτικά του συμπεράσματα, να δώσει ως νέα ποιητική πρόταση την δική του αντίστροφη ποιητική ετεροφυλόφιλη εκδοχή, να απαντήσει στην ουσία στον Γ. Π. Σαββίδη. Το ποιητικό πείραμα του Μελισσινού, πρωτόγνωρο στα Καβαφικά γράμματα, είναι εκτός από παράτολμο και αυθαίρετο και επικίνδυνο για την ίδια του την φήμη ως ποιητή και έλληνα λαϊκού λογίου. Αλλάζοντας τον ερωτικό προσανατολισμό των ποιημάτων του Αλεξανδρινού με τον οποίο έγινε γνωστός στο ευρύ κοινό τόσο στην Ελλάδα όσο και διεθνώς, αν το ποιητικό πείραμά του πετύχαινε (ας το θέσουμε ως υπόθεση εργασίας) θα οφείλαμε να επαναπροσδιορίζαμε ως αναγνώστες την θέση μας απέναντι στην αξία και ποιότητα της Καβαφικής ποίησης και την θέση του μέσα στην ελληνική και παγκόσμια γραμματεία. Όμως το αποτέλεσμα ήταν αρνητικό, οι ποιητικές αντοχές και δυνάμεις του σανδαλοποιού ποιητή δεν αρκούσαν για να αποκαθηλώσουν την εικόνα και την φήμη του Καβάφη εντός και εκτός Ελλάδος ως μοντέρνου σύγχρονου ευρωπαίου ποιητή.

     Τα Καβαφικά ποιήματα παραλλάσσονται στον βαθύτερο και κεντρικό τους πυρήνα της ερωτικής τους ουσίας ως δομή σύνθεσης, μηνυματικής πρόθεσης και ποιητικού αποτελέσματος. Το τι θέλει να μας πει ο ποιητής με τα ερωτικά ποιήματά του γίνεται τι αποφασίζει εκ των υστέρων να μας δώσει ο παραφραστής του στις δικές του ερωτικές επιλογές και προτιμήσεις. Το φύλο του ατόμου και το γένος του προσώπου που απευθύνονται τα εξαιρετικά αυτά ποιήματα του Καβάφη είναι αρσενικό, το ερωτικό σώμα είναι αρσενικό. Η Καβαφική μνήμη παλινδρομεί και επανέρχεται σε παλαιότερες ερωτικές εικόνες, ηδονικές επαφές και καταστάσεις της νιότης του, πρόσωπα υπαρκτά ή της φαντασίας του, των ερωτικών του περιπλανήσεων, αδιάφορα για άλλους ποιητές λαϊκά άτομα γίνονται κεντρικά σύμβολα και κυρίαρχες σωματικές φιγούρες του έργου του. «Θυμήσου Σώμα» επαναλαμβάνει συχνά, ενώ η μνήμη αρνείται να λησμονήσει, εγκαλεί με ηδονική πολυχρωμία τα περασμένα και φωτίζει τα μελλούμενα. Μεταλλαγμένοι στιχουργικά και θεματικά οι στίχοι των Καβαφικών ποιημάτων από τον Σταύρο Γ. Μελισσινό αυξομειώνονται και μεταπλάθονται σε μία ποιητική αισθητική άλλων ερωτικών προθέσεων, γυναικείων εικόνων- θηλυκών ερωμένων μιάς ατμόσφαιρας ξένης του Καβαφικού έργου. Το βάρος της ερωτικής μνημονικής στόχευσης αντιστρέφεται παντελώς, ξένης από αυτήν που πρέσβευε και επεδίωκε να μας δώσει ο Αλεξανδρινός ποιητής όταν έγραψε και δημοσίευε τα Ερωτικά του Ποιήματα. Ο Μελισσινός αγνοεί την Καβαφική επιδίωξη και ατομική μαρτυρία και δίνει κάτι εντελώς δικό του που ταιριάζει στην ατομική του ερωτική ιδιοσυγκρασία αντί να επιλέξει ορθότερα να συνθέσει δικά του ποιήματα. Καταπιάνεται με κάτι που τον ξεπερνά και οδηγείται σε προκλητικό αδιέξοδο, έστω και αν προσθέτει φήμη στο πρόσωπό του με την εργασία του αυτή. Μεγάλο το φορτίο της Ομοερωτικής Ερωτικής αίσθησης  και εικόνων ηδονής, καταστάσεων αποκλειστικά προσωπικών των Καβαφικών ποιημάτων, δίχως εξιδανικεύσεις συμβάντων όπως έχουμε στην ποίηση πχ. του Ναπολέοντα Λαπαθιώτη, ωραιοποιήσεις συμπεριφορών των λαϊκών αυτών τύπων. Το ερωτικό παιχνίδι είναι ξεκάθαρο τι μου δίνεις τι ζητάς από εμένα. Η Καβαφική μνήμη είναι εστιασμένη στο βιολογικό Σώμα του ποιητή που θυμάται στα χρόνια των γηρατειών του, επανέρχεται κάτω από την λάμπα του μοναχικού του δωματίου και με νοσταλγία αναπολεί εικόνες και πρόσωπα, ορέγεται θωπεύοντας θαυμαστικά, επιθυμεί το αντρικό Σώμα που κάποτε πλάγιασε στα γρήγορα μαζί του άγγιξε τυχαία, πλήρωσε στις ερωτικές του επαφές περιγράφοντας την αίσθηση που του άφησε και πώς αυτές οι ερωτικές σκηνές, τα αγγίγματα και τα φιλιά αισθηματοποιήθηκαν μέσα στο έργο του. Την τότε ηδονική ταραχή και ανατριχίλα στην μισοσκότεινη κάμαρα ενός λαϊκού ξενοδοχείου. Εξάλλου, η Αλεξάνδρεια υπήρξε από την αρχαιότητα μία πόλις των πάσης φύσεως ηδονών, μία ερωτική πόλη για όλα τα γούστα, μία πόλη που γέννησε φιλοσοφικές και θρησκευτικές αιρέσεις και ασκητών διαμάχες ενός άλλου κοσμοπολιτισμού, πνεύματος αέρα δίχως όρια και δεσμεύσεις. Μια ανοιχτή αγορά θρησκευτικών δοξασιών, φιλοσοφικής διαμάχης σχολών και ερωτικών προτιμήσεων. Μιάς τέτοιας ισχυρής ποιητικής «απόκλισης» ερωτικής προσωπογραφίας από τον ποιητή Καβάφη, δύσκολο τους προηγούμενους αιώνες να γίνει αποδεκτή από την ηθική αστών και μεγαλοαστών ακόμα και από τους προλετάριους, τους όπως γράφει ο ποιητής «φαιά φορούντες». Η ποιητική του εμφάνιση δημιούργησε αντιστάσεις, προκάλεσε αρνήσεις ακόμα και στους πνευματικούς κύκλους της εποχής του, που «υποτίθεται» διαθέτουν ανοιχτό πνεύμα αποδοχής παρόμοιων ερωτικών βιωμάτων και γνώριζαν άλλες παρόμοιες ποιητικές περιπτώσεις. Άλλο όμως να εκθέτεις πάνω στην λευκή σελίδα τις ερωτικές σου ιδιορρυθμίες και άλλο να τις πράττεις στην ιδιωτική σου ζωή εν κρυπτώ. Ακόμα και ο δάσκαλος της ποίησης Κωστής Παλαμάς δεν θίγει το Καβαφικό ζήτημα, μόνο μας δίνει ελάχιστες αρνητικές απόψεις του για την φόρμα και την τεχνική των ποιημάτων του, την στεγνότητα του ύφους του και την «παράξενη» γλώσσα του. Εξαίρεση ο θεατρικός συγγραφέας και διευθυντής της «Νέας Εστίας» Γρηγόριος Ξενόπουλος ο οποίος ήταν ο εισηγητής γνωριμίας του Αθηναϊκού κοινού με την Καβαφική γραφή και φυσικά επαινούσαν τα ποιήματά του λόγιοι και ποιητές του Αλεξανδρινού πνευματικού κύκλου που σύχναζε και γνώριζε ο Καβάφης, δημοσιεύοντας στα έντυπά τους. Οι όποιες ενστάσεις γλωσσικές κυρίως ή και θεματικές ξεπεράστηκαν όταν συνειδητοποίησε η ελληνική διανόηση και αρκετοί ποιητές και κριτικοί ότι εδώ κάτι διαφορετικό και ξεχωριστό συμβαίνει στα ελληνικά γράμματα, μια άλλη ποιητική φωνή από τον Ελληνισμό της Διασποράς έρχεται να κομίσει την δική του αισθητική, ερωτική πρόταση, να αναδείξει την ατομική της σωματική εμπειρία και μνήμη στην αρχή κάπως δειλά και κατόπιν ανοιχτά τον ομοερωτισμό της. Αυτές τις παλαιές ερωτικές μνήμες ηδονής μας αφηγείται με ξεχωριστή γοητεία ένας αριθμός ποιημάτων του Καβάφη. Των «ημιπαράνομων» ερωτικών επαφών, των κρυφών συναντήσεών του ο «αμαρτωλός» γέρων της Αλεξάνδρειας όπως τον χαρακτήρισε στο βιβλίο του ο δοκιμιογράφος και ανθολόγος Μιχάλης Περάνθης και μίλησαν για αυτόν δεκάδες άλλοι σχολιαστές και κριτικοί του. Όμως η Καβαφική ποίηση- σαν ποιητική πρόταση- άνοιξε δρόμους νέους, μοντέρνους, αχαρτογράφητους μέχρι τότε, σύγχρονου προβληματισμού στον μέχρι τότε ποιητικό λόγο και γλυκερή ερωτική θεματογραφία. Μια ερωτογραφία είτε ετεροφυλόφιλη είτε ελάχιστων εξαιρέσεων ομοφυλόφιλη που ήταν για τα εφηβικά κοριτσίστικα ή αγορίστικα ποιητικά λευκώματα με τα ξεραμένα φύλλα λουλουδιών στις σελίδες τους. Ο Καβαφικός λόγος έφερε την ρήξη, μίλησε για τις ερωτικές ανάγκες του σώματός του και πώς τις ικανοποίησε ανοιχτά στην δεύτερη χρονικά περίοδο της ποίησής του. Είπαν κριτικοί ότι τα αντρικά πρόσωπα τα φαντάστηκε, είπαν αρθρογράφοι ότι τα ονειρεύονταν στο σκοτεινό δωμάτιό του, παλαιές εικόνες των ονειρώξεων του έγραψαν συγγραφείς, είπαν ότι ήταν αποκύημα της αγάπης του για το πιοτό άλλοι, και τι δεν έγραψαν οι διάφοροι κριτές του θέλοντας να προσπεράσουν ή δικαιολογήσουν την όψη αυτή της ατομικότητάς του και πλευρά της ποίησής του που, δεν συνάδει όπως θεωρούσαν με τα άλλα του ποιήματα. Τιμητές με θετικό και αρνητικό πρόσημο του έργου του εμφανίστηκαν πολλοί, ένα όμως δεν μπορούσαν να παραβλέψουν- προσπεράσουν, την αλήθεια της προσωπικής του συγκλονιστικής ερωτικής μαρτυρίας όπως την έζησε και όπως αυτή εικονογραφείται σε ποιήματά του. Και η μαρτυρία αυτή έχει πρόσημο, έχει φύλο, έχει επιλογή αφορμής, έχει συγκεκριμένη αναφορά. Είναι το κάθε φορά διαφορετικό αντρικό ερωτικό πρόσωπο και σώμα που τυχαία ή όχι έχει δίπλα του, το αγγίζει, το ψαύει, το θαυμάζει, το παρατηρεί, αναζητά σημεία της ομορφιάς του, της ρώμης του και τα αναδεικνύει, τα φωτίζει, τα στολίζει με δυνατών χρωματισμών λέξεις. Πρόσωπο, μάτια, χείλη, σωματικά μέλη, στήθος, χέρια, μαλλιά… Ένα σαπφείρινο μαβί τα μάτια έτσι αποτυπώθηκαν στην μνήμη του και πέρασαν στην ποίησή του, έχει σημασία σε ποιο φύλο ανήκουν! Η εικόνα είναι τόσο επιβλητική τόσο χαρακτηριστική, πώς μπορεί να θέλουμε να την αλλάξουμε από την γενεσιουργό της αφορμή! Τα βέλη του έρωτα στον Καβάφη είναι στραμμένα πάντα στο αντρικό ποθούμενο σώμα με ό,τι αυτό συνεπάγεται για τις δικές μας ερωτικές αντιλήψεις και ερωτική ηθική και προτιμήσεις. Το ίδιο δεν συμβαίνει και με τους ποιητές που θαυμάζουν και υμνούν τα γυναικεία κάλλη, την σωματική γυναικεία ομορφιά; Αμιγώς ετεροφυλόφιλη δεν είναι η ποίηση του Ανδρέα Εμπειρίκου, του Οδυσσέα Ελύτη, του Γιώργου Σεφέρη και πλείστων άλλων ελλήνων και ξένων ποιητών; Θα τολμούσαμε έστω και πειραματικά να αντιστρέψουμε το ερωτικό τους πρόσημο; Δεν θα ήταν αυτό αισθητικό και ποιητικό λάθος; Μία αποτυχία; Άλλο να μην συμφωνούμε με την ομοερωτική διάθεση και ατμόσφαιρα, να μην πηγαίνει στα ερωτικά μας γούστα και επιλογές οι μαγευτικές περιγραφές της Καβαφικής ποίησης και άλλο να αρνούμαστε από πού προέρχεται η ποιητική έμπνευση, οι εξαιρετικές του συλλήψεις, οι εξαίσιες εικόνες του, η δροσιά της ποιητικής του τέχνης. Μιάς ποίησης σοφά οργανωμένης, με αρχιτεκτονική τεχνική, εσωτερική ρυθμολογία και μετρική, αρμονικό σχεδιασμό, ένας ποιητικός λόγος σύγχρονος, διαυγής ακόμα και με αυτήν την μεικτή μη καθαρά δημοτική γλώσσα που χρησιμοποιεί ο Καβάφης, την λαλιά του Αιγυπτιώτικου Ελληνισμού της εποχής του. Μια γλωσσική έκφραση όχι συνηθισμένη στο Αθηναϊκό κοινό που ακούγεται όμορφα με την εσωτερική της μελωδία αλλά παράξενα, με λέξεις που ηχούν ποιητικά ως εξωτικά πολύχρωμα πουλιά. Και αυτήν την ερμηνευτική παγίδα, αυτό το φιλολογικό λάθος δεν απέφυγε ο ποιητής Σταύρος Γ. Μελισσινός, μάλλον το προκάλεσε. Η ποίηση του Καβάφη εξάλλου δεν είναι μονοθεματική ούτε μορφικά ούτε θεματικά, έχουμε τα Ιστορικά του, τα Φιλοσοφικά του, τα Παιδαγωγικά του, (Το Μεγάλο Ναι ή το Μεγάλο Όχι) τα Αρχαιολογικά του, τα Διδακτικά του ποιήματα, από όλη αυτήν την ποικιλία μπορεί ο όποιος διαχρονικά αναγνώστης να διαλέξει. Και αυτό το λάθος κάνουν και όσοι κατά την κρίση μου περιορίζουν το έργο του Καβάφη μέσα στα στενά ομοφυλόφιλα καθαρά όρια, ο Καβάφης υπερβαίνει ακόμα και την ιδιαίτερη ατομική του ερωτική περίπτωση δίχως να την παραβλέπουμε.

       Στο Καβαφικό έργο έχουμε έντονο ηδονικό αισθησιασμό, ευρύτητα ερωτικού κλίματος, φιλοσοφική της αρχαίας ελληνικής κληρονομιάς ατμόσφαιρα, περιόδους του ελληνισμού της μετά Αλεξανδρινής ιστορίας, την θρησκευτική χριστιανική διάσταση της ποίησής του, κλίμακες εικονογραφίας του αρχαίου παγανιστικού ελληνισμού πνεύματος και κληρονομιάς, του βυζαντινού αυτοκρατορικού μεγαλείου. Μορφές όπως η Άννα Κομνηνή, ο παρεξηγημένος αυτοκράτορας Ιουλιανός, (γράφει 5 ποιήματα) ο ένδοξος Αχιλλέας και Τα Άλογά του, ο Νέρων και τόσα άλλα ιστορικά και της μυθολογικής παράδοσης πρόσωπα και φυσιογνωμίες περνούν από μπροστά μας στα διάφορα ποιητικά του εν εξελίξει πλάνα κατάθεσης των ατομικών του αφηγήσεων. Οι Μάσκες και τα προσωπεία κάθε φορά αλλάζουν αλλά ο ποιητής παραμένει ο ίδιος στο μεγαλείο και την πτώση του με μοναδικό κριτή του την πάντα ενεργή μνήμη του. Στο έργο του Καβάφη συναντάμε μία ποιητική αγωγή που υπερβαίνει τον ιστορικό χρόνο, την ερωτική περιπτωσιολογία, τον ηδονικό αισθησιασμό, την γεροντική εκ των υστέρων θύμηση, τα «παραπτώματα» της έκφυλης ζωής, την ατομική μοναξιά, την ανθρώπινη ίσως και σκηνοθετημένη ερημιά. Τα μισόσβηστα κεριά είναι πάντα εδώ παρόντα και φωτίζουν τον παρόντα χρόνο και την παρούσα κατάσταση μέσα στο σκοτεινό δωμάτιο με τα παλιά έπιπλα και τις βαριές κουρτίνες, τις σκιές των πεθαμένων ερώτων. Ο Καβαφικός χρόνος δεν είναι ευθύγραμμος, οδηγείται από την μνήμη ως τελεσθείσα εικόνα ζωής που εντυπώθηκε μέσα του ως διαρκές παρόν. Ένας μνημονικός χείμαρρος κατακλύζει τα ποιήματά του που παρασέρνει, παλαιά της ηδονής πρόσωπα, ερωτικά κορμιά, μάσκες και προσωπεία ως θεατρικό σκηνικό με σηκωμένη πάντα την αυλαία. Ποιητικά σωματικά της μνήμης μηνύματα, καινούργιες ποιητικές εντυπώσεις «πρωτόγνωρες» στους ποιητές της εποχής του, της ηθικής τους, που τον καθιέρωσαν στα Ελληνικά Γράμματα ως έναν από τους πρώτους μοντέρνους έλληνες ποιητές, σημαντικό ποιητικό κεφάλαιο παγκοσμίως. Ένας πρωτοπόρος Έλληνας μοντέρνος Ευρωπαίος ποιητής του περασμένου αιώνα που πέρασε τα χρονικά κράσπεδα της εποχής του και της πόλης που έζησε σ’ όλη του την ζωή, άφησε την τελευταία του πνοή και τον ανέδειξε από τα πνευματικά και ιστορικά σπλάχνα του πανάρχαιου Ελληνισμού της οικουμενικής διασποράς. Ο Σταύρος Γ. Μελισσινός τα αγνοεί όλα αυτά, παρεμβαίνει στο Καβαφικό έργο,-όχι μόνο στα ερωτικά του- αντιστρέφοντας την ποιητική του ερωτογραφία και συμβολισμό. Ο Μελισσινός σαν ποιητής αρνείται τις ποιητικές του διαστάσεις, αμφισβητεί την τεχνική της γραφής του παρεμβαίνει στο σύνολο έργο του και πέφτει πάνω στα βράχια.

     Ο γηγενής Αθηναίος σανδαλοποιός ποιητής αλλάζει ακόμα και τους κεντρικούς τίτλους των ποιημάτων, θεωρώντας ότι έτσι αντιπροσωπεύεται καλύτερα το ποίημα, ή άλλους που υιοθετεί τους ερανίζεται από Καβαφικούς στίχους. πχ. Η «ΑΝΝΑ ΚΟΜΝΗΝΗ» γίνεται «Ρείθροις δακρύων»,  «Ο ΔΑΡΕΙΟΣ» γίνεται «Ο ποιητής Φερνάζης», «ΤΟΥ ΠΛΟΙΟΥ» γίνεται «Θαλασσινό σκίτσο», «ΤΑ ΑΛΟΓΑ ΤΟΥ ΑΧΙΛΛΕΩΣ» γίνεται «Ο Θρήνος των Αθανάτων», ο τίτλος «ΤΕΙΧΗ» γίνεται «Εντειχισμένος», «ΤΑ ΠΑΡΑΘΥΡΑ» παρουσιάζονται ως «Σκοτεινά Δωμάτια», οι «ΘΕΡΜΟΠΥΛΕΣ» ως «Λεωνίδες», τον μονολεκτικό τίτλο «ΚΕΡΙΑ», ο Μελισσινός τον δίνει με περισσότερες λέξεις «Κεριά σβυστά, και τα αναμμένα», «Ο ΠΟΛΥΕΛΑΙΟΣ» ως «Ο Πολυέλαιος του πράσινου δωματίου». Το ποίημα «ΠΕΡΑΣΜΑ» «Με τους λιγοστούς», «ΤΟΥ ΜΑΓΑΖΙΟΥ» ως «Ατίμητα Άνθη», «ΤΑ ΕΠΙΚΙΝΔΥΝΑ» «Είπε ο Μυρτίας», το «ΘΥΜΗΣΟΥ, ΣΩΜΑ…» σε «Θυμήσου ακόμα» και ούτω καθ΄ εξής. Πόσο κακόηχοι ηχούν οι παραλλαγμένοι τίτλοι και πόσο θελκτικά μας φαίνονται ακόμα περισσότερο τα Καβαφικά ποιήματα, η θεματοσκόπηση των προσωπικών του στιγμών και οι τίτλοι που επέλεξε.  Όπως διαπιστώνουμε ο Μελισσινός αλλάζει τα πάντα θέλοντας ίσως να ξεριζώσει το Καβαφικό ποιητικό δέντρο, δεν αρκέστηκε ούτε καν να κλαδέψει τα κλαδιά του. Παράξενο αλήθεια ποιητικό πείραμα. Προσθέτει δικά του (;) ποιήματα που δεν συναντάμε στον Καβαφικό κανόνα που μας έδωσε ο Γ. Π. Σαββίδης, βλέπε τίτλους ποιημάτων των σελίδων: 61 («Νύχτες Δεκέμβρη»), 62 («Θεία Μουσική»), 85 («Θρύμματα απ’ Αστέρια»),93 («Γιατί»), 94 («Σεπτέμβρης»), 92β («Σίσυφος») ή είναι τόσο παραλλαγμένα που δεν μοιάζουν Καβαφικά. Αφαιρεί Καβαφικά μότο, ή συγχωνεύει αρχαία σπαράγματα, μεταφράζει ελεύθερα λέξεις και προτάσεις της αρχαίας ελληνικής γλώσσας που συναντάμε στα Καβαφικά ποιήματα ως προάγγελο του κεντρικού ποιητικού μηνύματος. Σε ένα του ποίημα μειώνει όπως φαίνεται από λάθος την ηλικία του θηλυκού προσώπου, βλέπε το Καβαφικό «ΜΕΡΕΣ ΤΟΥ 1908» ως «Μέρες Καλοκαιριού» στον Μελισσινό γίνεται «μέρες του Καλοκαιριού του 1907». Αλλάζει και αυξομειώνει Καβαφικούς στίχους. Και το τολμηρότερο και συζητήσιμο και όχι εύστοχο κατά την κρίση μας, μας παρουσιάζει 4 ποιητικές ερωτικές μονάδες της πρώτης Καβαφικής περιόδου και 13 ποιητικές μονάδες της δεύτερης όπου εντελώς αυθαίρετα αλλάζει το φύλο, το γένος του ερωτικού προσώπου. Έχουμε τα εξής ποιήματα:

-«ΖΩΓΡΑΦΙΣΜΕΝΑ», «ωραίο παιδί» του στίχου «Τι ωραίο παιδί’ τι θείο μεσημέρι το έχει/ παρμένο πια για να το αποκοιμίσει.-» γίνεται («Τι ωραία κόρη και τι θείο μεσημέρι: εκεί/ της έστρωσε, να την κοιμήσει, από άνθη προσκεφάλι.-»).

-Το γνωστό «ΛΑΝΗ ΤΑΦΟΣ», «Ο Λάνης που αγάπησες εδώ δεν είναι, Μάρκε», το συναντάμε κάτω από τον τίτλο «Μελίττα». «Η Μελίττα, που αγάπησες, δεν είναι μέσα εδώ,/ στον τάφο, που ώρες έρχεσαι και κλαίς,…».

-στο ποίημα «ΤΑ ΓΚΡΙΖΑ» ο Καβαφικός νέος που αγαπήθηκαν με τα «γκρίζα μάτια» και το «ωραίο πρόσωπο», στον Μελισσινό η Κόρη φεύγει για την Σμύρνη να την παντρέψουν. «Θα χάλασε-ακόμα αν ζει- το πρόσωπο τ’ ωραίο’/ θ’ ασχήμισαν τα μάτια της, τα γκρίζα σαν οπάλλι.».

-στο ποίημα «ΤΟ ΔΙΠΛΑΝΟ ΤΡΑΠΕΖΙ», ο νεαρός των «είκοσι δύο ετών» γίνεται με τίτλο «Μα το άλλο μένει», «Στα εικοσιδύο χρόνια της, θάναι δεν θάναι ακόμα.».

-στο ποίημα «Η ΑΡΧΗ ΤΩΝ» που δίνεται με τον τίτλο «Ρίζες στίχων», γράφει ο Μελισσινός: «Της έκνομης των ηδονής η εκπλήρωση έχει γίνει./ Τώρα πλέον σηκώθηκαν απ’ του έρωτος το στρώμα/ και βιαστικά, όσο ντύνονται, κοιτάζεται μ’ εκείνη/ χωρίς να βγάζει ούτε μια λέξη κανενός το στόμα.».

-Το ποίημα «ΕΝ ΑΠΟΓΝΩΣΕΙ» που γίνεται «Στιγματισμένη ηδονή», ο στίχος «τον έχασ’ εντελώς. Και τώρα πια ζητεί/ στα χείλη καθενός καινούργιου εραστή/ τα χείλη τα δικά του», διαβάζουμε: «Την έχασ’ εντελώς. Τα χείλη της ακόμα/ ζητεί τώρα σε κάθε καινούρια ερωμένη,/ στην ένωση με κάθε καινούρια, πώς προσμένει/ τα ίδια-εκείνης- χείλη….»

-Το ποίημα «ΤΕΜΕΘΟΣ, ΑΝΤΙΟΧΕΥΣ’ 400 Μ.Χ.», «Στίχοι του νέου Τεμέθου του ερωτοπαθούς./ Με τίτλον «Ο Εμονίδης»- του Αντιόχου Επιφανούς/ο προσφιλής εταίρος’ ένας περικαλλής/ νέος εκ Σαμοσάτων.». Με τίτλο «ΚΡΑΤΥΛΗ» έχουμε: «Ποίημα του Τεμέθου’ νέου ερωτοπαθούς/ με τίτλον «Η Κρατύλη», μιά θεία ερωμένη/ του εραστού του κάλλους.».

-Το Καβαφικό «ΤΟ 25ον ΕΤΟΣ ΤΟΥ ΒΙΟΥ ΤΟΥ», «Πηγαίνει στην ταβέρνα τακτικά/ που είχανε γνωρισθεί τον περασμένο μήνα.», γίνεται «Ολέθριο τέλος» και οι στίχοι: «Πηγαίνει στο ίδιο κέντρο, κάθε μέρα,/ που την είχε γνωρίσει- μήνας θάναι-,/ ρώτησε’ μα ποιά νάταν, δεν την ξέραν/ «να, βλέπεις… κι επαρχιώτισσες περνάνε…»».

-Ο τίτλος του ποιήματος «Η ΑΡΡΩΣΤΙΑ ΤΟΥ ΚΛΕΙΤΟΥ» γίνεται «Γιάνει, δεν γιάνει, ο Χριστιανός»- ο νεαρός ηθοποιός που «έπαυσε να τον αγαπά και να τον θέλει» (τον συμπαθητικό περίπου εικοσιτριών ετών Κλείτο), γίνεται «που κ’ η αγαπημένη του, μια νέα ηθοποιός,/ του στέρησε τον έρωτά της και τα’ ωραίο της σώμα.».

-Το ερωτικής απιστίας «ΜΕΣΑ ΣΤΑ ΚΑΠΗΛΕΙΑ-» Ο άπιστος εραστής Ταμίδης που μετά από δύο χρόνων σχέση παρατάει τον εραστή του, γίνεται «Μόνο, με σώζει, ως εμορφιά διαρκής που μ’ έχει μείνει/σαν άρωμα στην σάρκα μου, τα δύο χρόνια εκείνη/ που είχα δική μου’ τα ψυχή και σώμα, εκείνης-όλη-/κι όχι: για μια έπαυλη στο Νείλο ή μέγαρο στην πόλι.».

-Το «ΣΟΦΙΣΤΗΣ ΑΠΕΡΧΟΜΕΝΟΣ ΕΚ ΣΥΡΙΑΣ» γίνεται «ΑΝΘΙΣΤΙΣ» Ο ευειδής Μέβης γίνεται η φημισμένη Ανθιστίδα.

-Οι «ΜΕΡΕΣ ΤΟΥ 1896» αλλάζει τίτλο και γίνεται «Μέρες τους και νύκτες» αλλάζει και πάλι το φύλο του ζευγαριού. «Ηρνήθη η κοινωνία, κι αυτόν όσον κ’ εκείνη/ κι αποσυνάγωγοί της, παρίες, έχουν γίνει.».

-Το «ΔΥΟ ΝΕΟΙ, 23 ΕΩΣ 24 ΕΤΩΝ» αποκτά τον τίτλο «Νέοι» και τα φύλλα είναι δύο.

-Ο μακροσκελής Καβαφικός τίτλος «ΕΙΚΩΝ ΕΙΚΟΣΙΤΡΙΕΤΟΥΣ ΝΕΟΥ ΚΑΜΩΜΕΝΗ ΑΠΟ ΦΙΛΟΝ ΤΟΥ ΟΜΗΛΙΚΑ, ΕΡΑΣΙΤΕΧΝΗΝ» γίνεται «Από φίλην του Ομήλικον, Ερασιτέχνιδα».

-Ο τίτλος του ποιήματος «ΚΙΜΩΝ ΛΕΑΡΧΟΥ, 22 ΕΤΩΝ, ΣΠΟΥΔΑΣΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΓΡΑΜΜΑΤΩΝ (ΕΝ ΚΥΡΗΝΗ)» γίνεται «Κίμων και Μαρύλος» και ο «αχώριστος φίλος ο Ερμοτέλης» γίνεται «κι όταν η Ήριννα παντρεμένη…». Δεν θα γράψουμε ότι μας θυμίζει την αρχαία ποιήτρια αλλά «τι ντεκαντάνς»

-Ο τίτλος του «ΩΡΑΙΑ ΛΟΥΛΟΥΔΙΑ ΚΙ ΑΣΠΡΑ ΩΣ ΤΑΙΡΙΑΖΑΝ ΠΟΛΥ» κόβεται γίνεται «Ως ταίριαζαν πολύ» και πάλι ο φίλος γίνεται φίλη «που τρεμόπαιζε τα χείλη..».

-Τέλος ο τίτλος «Ο ΚΑΘΡΕΦΤΗΣ ΣΤΗΝ ΕΙΣΟΔΟ» γίνεται «Ο παλαιός καθρέφτης» και το «Ένα εμορφότατο παιδί, υπάλληλος σε ράπτη (τες Κυριακές, ερασιτέχνης αθλητής)…» γίνεται «Ένα κορίτσι, από το πλέον ωραία (κι ας είναι πενιχρότατα ντυμένη), ίσως ράπτριας υπάλληλος, η νέα…».

          Αυτές είναι οι άστοχες ποιητικές παρεμβάσεις του ποιητή Σ. Γ. Μελισσινού στο Καβαφικό έργο, που, φυσικά, το άφησαν αλώβητο στον χρόνο και δεν αμαύρωσαν την εικόνα του ούτε και αποψίλωσαν κατά τι την εικόνα της αναγνώρισης και αποδοχής του Αλεξανδρινού ποιητή.

     Το αρσενικό ερωτικό πρόσωπο-το αντρικό σώμα που θαυμάζεται στις στάσεις του και στην νωχέλειά του, το ερωτικό νεανικό υποκείμενο που θωπεύεται με ηδονική εκ των υστέρων λαχτάρα, αυτή η ερωτική Καλοκαιρινή κάψα του Αλεξανδρινού,- οι ηλικίες των Καβαφικών νέων, αυτά τα λαϊκά αντράκια των χαμαιτυπείων και των καφενείων είναι μεταξύ 22 ετών έως και 30 με σχηματισμένα τα καλλίγραμμα και γυμνασμένα «καλογραμμένα» μέλη τους, την εξαίσια μορφή του προσώπου τους, τα ερωτικά χαρακτηριστικά της εικόνας τους-του προσώπου τους που ομοιάζουν με αρχαία αιγυπτιακά φαγιούμ- μια αρχαία Αιγυπτιακή τέχνη εκπληκτικής γοητείας που τόσο θαύμαζε και ο πειραιώτης Γιάννης Τσαρούχης αλλά και κάθε ζωγράφος. Καβαφικές ερωτικές φωτοσκιάσεις, της πληρωμένης ηδονής απογειώσεις της φαντασίας, αναταράξεις της μνήμης, ενός πόθου που χάνεται στον χρόνο εμφανιζόμενος με δεκάδες ιστορικά προσωπεία, δηλώνοντας την παρουσία του ποιητικά, σταματώντας την φθορά που επιφέρει ο χρόνος και την όποια ηθική των ανθρώπων.

     Το Καβαφικό ποιητικό πορτραίτο το γνωρίσαμε από την φροντισμένη και επιμελημένη με σχολιασμούς φιλολογική έκδοση του κυρού καθηγητή Γιώργου Π. Σαββίδη, Κ. Π. Καβάφη, «ΠΟΙΗΜΑΤΑ (1896-1918)» και «ΠΟΙΗΜΑΤΑ (1919-1933)» εκδόσεις «Ίκαρος» Αθήνα 1963 και σε μεταγενέστερες φωτολιθογραφικές ανατυπώσεις των ετών 1963, 1965, 1966, 1968, 1969, 1970, 1972. Από την έκδοση του 1933 του κληρονόμου του ποιητή Αλέκου Σεγκόπουλου. Η τελευταία αυτή επανέκδοση του 1972 ήταν η πρώτη επαφή μας με το Καβαφικό ποιητικό έργο μετά την μεταπολίτευση του 1974 της δικής μου γενιάς. Δεν συμπεριλαμβάνω τα «Πεζά» του που μας έδωσε ο Παπουτσάκης και άλλες εκδόσεις δοκιμίων για τα ποιήματά του που είχαν προηγηθεί από τις αρχές της δεκαετίας του 1960. Ανοίγοντας μικρή παρένθεση να γράψουμε ότι την πρώτη Καβαφική έκδοση των ποιημάτων του, την είχα συναντήσει στο σπίτι του συγχωρεμένου ποιητή και φιλόλογου Σταύρου Βαβούρη, ο οποίος μου την δώριζε. Όμως δεν υπήρξα και ούτε είμαι συλλέκτης και αρνήθηκα την ευγενική φιλική χειρονομία του, ζητώντας του μόνο τεύχη παλαιά του περιοδικού «Διαγώνιος» του ποιητή Ντίνου Χριστιανόπουλου και ένα αφιέρωμα για τον ισπανό ποιητή Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα του περιοδικού «Θέατρο» που ο συγχωρεμένος Σταύρος μου πρόσφερε με χαρά.

     Τέλος, φιλοδοξώντας να ξαναγράψει, μεταποιώντας στιχουργικά και αλλάζοντας το φύλο του προσώπου που απευθύνονται τα Καβαφικά Ποιήματα ο ποιητής Σταύρος Γ. Μελισσινός είναι ίσως σαν να μάχεται με τους δικούς του ποιητικούς ανεμόμυλους και ποιητικές αντοχές. Οι δυό σκιές πλέον των ποιητών θα έχουν συναντηθεί δίνοντας η κάθε μία τις ατομικές της εξηγήσεις και θα χαμογελούν ακούγοντας τον «Μεγάλο Ερωτικό» του Μελωδού των Ονείρων μας Μάνου Χατζιδάκι.

Ας κλείσουμε το σημείωμα με ερωτική ποίηση του Κωνσταντίνου Π. Καβάφη

ΜΑΚΡΥΑ

Θάθελα αυτήν την μνήμη να την πω…

Μα έτσι εσβύσθη πιά… σαν τίποτε δεν απομένει-

γιατί μακρυά, στα πρώτα εφηβικά μου χρόνια κείται.

 

Δέρμα σαν καμωμένο από ιασεμί…

Εκείνη του Αυγούστου- Αύγουστος ήταν; η βραδυά…

Μόλις θυμούμαι πιά τα μάτια’ ήσαν θαρρώ, μαβιά…

Α ναι, μαβιά, ένα σαπφείρινο μαβί.

Του 1914

ΟΤΑΝ ΔΙΕΓΕΙΡΟΝΤΑΙ

Προσπάθησε να τα φυλάξης, ποιητή,

όσο κι αν είναι λίγα αυτά που σταματιούνται.

Του ερωτισμού σου  τα οράματα.

Βάλ’ τα μισοκρυμένα, μες στες φράσεις σου.

Προσπάθησε να τα κρατήσεις ποιητή,

όταν διεγείρονται μες το μυαλό σου

την νύχτα ή μες την λάμψη του μεσημεριού.

Του 1916

ΜΕΡΕΣ ΤΟΥ 1903

Δεν τα ηύρα πιά ξανά- τα τόσο γρήγορα χαμένα…

τα ποιητικά τα μάτια, το χλωμό

το πρόσωπο… στο νύχτωμα του δρόμου…

 

Δεν τα ηύρα πιά –τ’ αποκτηθέντα κατά τύχην όλως,

πού έτσι εύκολα παραίτησα’

και που κατόπιν με αγωνίαν ήθελα.

Τα ποιητικά τα μάτια, το χλωμό το πρόσωπο,

τα χείλη εκείνα δεν τα ηύρα πιά.

Του 1917

ΘΕΑΤΡΟΝ ΤΗΣ ΣΙΔΩΝΟΣ (400 Μ.Χ.)

Πολίτου εντίμου υιός-  πρό πάντων ευειδής

έφηβος του θεάτρου,  ποικίλως αρεστός,

ενίοτε συνθέτω   εν γλώσσα ελληνική

λίαν ευτόλμους στίχους,   που τους κυκλοφορώ

πολύ κρυφά, εννοείται-   θεοί! να μην τους δούν

οι τα φαιά φορούντες,   περί ηθικής λαλούντες-

στίχους της ηδονής   της εκλεκτής, που πιαίνει

πρός άγονην αγάπη   κι αποδοκιμασμένη.

Του 1923

ΕΠΗΓΑ

Δεν εδεσμεύθηκα. Τελείως αφέθηκα κ’ επήγα.

Στές απολαύσεις, που μισό πραγματικές,

μισό γυρνάμενες μες στο μυαλό μου ήσαν,

επήγα μές στην φωτισμένη νύχτα.

Κι’ ήπια από δυνατά κρασιά, καθώς

πού πίνουν οι ανδρείοι της ηδονής.

Του 1913

ΕΠΕΣΤΡΕΦΕ

Επέστρεφε συχνά και παίρνε με,

αγαπημένη αίσθησις επέστρεφε και παίρνε με-

όταν ξυπνά του σώματος η μνήμη,

κ’ επιθυμία παληά ξαναπερνά στο αίμα’

όταν τα χείλη και το δέρμα ενθυμούνται,

κ’ αισθάνονται τα χέρια σαν ν’ αγγίζουν πάλι.

 

Επέστρεφε συχνά και παίρνε με την νύχτα,

όταν τα χείλη και το δέρμα ενθυμούνται…

του 1912

ΘΥΜΗΣΟΥ, ΣΩΜΑ…                

Σώμα, θυμήσου όχι μόνο το πόσο αγαπήθηκες,

όχι μονάχα τα κρεββάτια όπου πλάγιασες,

αλλά κ’ εκείνες τες επιθυμίες που για σένα

γυάλιζαν μές στα μάτια φανερά,

κ’ ετρέμανε μές στην φωνή- και κάποιο

τυχαίον εμπόδιον τες ματαίωσε.

Τώρα που είναι όλα πιά μέσα στο παρελθόν,

μοιάζει σχεδόν και στές επιθυμίες

εκείνες σαν να δόθηκες- πώς γυάλιζαν,

θυμήσου, μές στα μάτια που σε κύτταζαν’

πώς έτρεμαν μές στην φωνή, για σε, θυμήσου, σώμα.

Του 1918

ΕΠΙΘΥΜΙΕΣ

Σαν σώματα ωραία νεκρών που δεν εγέρασαν

και τάκλεισαν, με δάκρυα, σε μαυσωλείο λαμπρό,

με ρόδα στο κεφάλι και στα πόδια γιασεμιά-

ετσ’ η επιθυμίες μοιάζουν που επέρασαν

χωρίς να εκπληρωθούν’ χωρίς ν’ αξιωθεί καμιά

της ηδονής μιά νύχτα, ή ένα πρωί της φεγγερό.

Του 1904

Γιώργος Χ. Μπαλούρδος

Πειραιάς

11 Δεκεμβρίου 2025.