Πέμπτη 16 Οκτωβρίου 2025

Ονοματοδοσίες των Πειραϊκών οδών

 

Οι πρώτες ονοματοδοσίες των Πειραϊκών δρόμων

ΠΕΙΡΑΙΩΤΙΚΑ

Αι οδοί και πλατείαι. Έτος 1836. Μέρος Α΄

του Νίκου Ι. Χαντζάρα

εφημ. «Φωνή του Πειραιώς», Σάββατον 31/3/1945

          Το δημοτικόν συμβούλιον συνήλθεν εις την 22αν συνεδρίασίν του την 11 Αυγούστου 1836 και συνεσκέφθη δια την ονομασίαν των οδών της πόλεως και την εγχάραξιν των ονομάτων αυτών.

          Το συμβούλιον έλαβεν υπ’ όψιν τας προπατορικάς ονομασίας των Ελλήνων, των κατοικησάντων ενταύθα, καθώς και την αξιομνημόνευτων εκείνην περίστασιν του 1827 έτους και τους υπέρ πατρίδος πεσόντας οπλαρχηγούς, προς τους οποίους ο λαός της Ελλάδος χρεωστεί αιωνίαν ευγνωμοσύνην, εκρίθη δε να ονοματισθούν αι μέχρι τότε τελειοποιούμεναι οδοί του Πειραιώς και να εγχαραχθούν τα ονόματα των ηρώων του 1827, των πολεμησάντων και αποθανόντων υπέρ πατρίδος, ως ακολούθως.

1), Ο δρόμος του Τραντζέτου να ονομασθή οδός του Βασιλέως Όθωνος προς αιωνίαν ανάμνησιν του πολυποθήτου Βασιλέως μας.

2), Ο λεγόμενος δρόμος της Αθηνάς να ονομασθή οδός του Καραϊσκάκη.

3), Ο προς μεσημβρίαν δρόμος του Ιωάννου Αντωνιάδη να ονομασθή οδός Νικολάου Ζερβουδάκη.

4), Ο προς ανατολάς δρόμος του Γεωργίου Λαμπρινίδου να ονομασθή οδός Δημητρίου Κουρμούλη.

5), Ο προς μεσημβρίαν δρόμος του Νικολάου Αποστόλου να ονομασθή Λάμπρου Βεϊκου.

6), Ο ακόλουθος προς μεσημβρίαν δρόμος του Φεράλδη να ονομασθή οδός Τζαβέλα.

7), Ο ακόλουθος προς ανατολάς δρόμος του Φεράλδη να ονομασθή Άστιγκος.

8), Ο προς δυσμάς δρόμος του Φεράλδη να ονομασθή οδός Αρχοντοπούλου.

9), Ο προς μεσημβρίαν δρόμος του Κ. Σερφιώτη να ονομασθή οδός Μπότσαρη.

10), Ο παραθαλάσσιος δρόμος να ονομασθή οδός Μιαούλη.

11), Ο προς του Νικολάου Κωνσταντίνου δρόμος της λίμνης να ονομασθή οδός Τομπάζη.

12), Ο προς δυσμάς του φαρμακοποιού Α. Μαϋ δρόμος να ονομασθή οδός Τσαμαδού.

13), Ο προς μεσημβρίαν δρόμος του φαρμακοποιού Μαϋ να ονομασθή οδός Κυριακούλη.

          Αι υπάρχουσαι πλατείαι του αριστερού μέρους της πόλεως, εντός δηλαδή των ορίων των Χίων, θέλουν ονομασθή ως ακολούθως:

1), Η πλατεία της εκκλησίας να ονομασθή πλατεία του Αγίου Σπυρίδωνος.

          Ν. Ι. ΧΑΝΤΖΑΡΑΣ

Σημειώσεις:

    Διαβάζω εκ νέου τα «ΠΕΙΡΑΙΩΤΙΚΑ» του πειραιώτη δημοσιογράφου και ποιητή Νίκου Ι. Χαντζάρα με μεγαλύτερη άνεση χρόνου και προσοχή τώρα που τα αποδελτίωσα και τα ανάρτησα στα Λογοτεχνικά Πάρεργα. Στέκομαι σε λεπτομέρειες από τις σημειώσεις που έχω κρατήσει, προσπαθώ να τα ομαδοποιήσω θεματικά, να βρω τα σημεία εκείνα των ρεπορτάζ του που επαναλαμβάνονται, να ανιχνεύσω ανετότερα σε ποιες χρονικές και ιστορικές περιόδους της Πειραϊκής ιστορίας γυρίζει η σκέψη του, να ιχνομυθίσω τις νεανικές του αναμνήσεις, να αισθανθώ τι θέλει να μας πει η γραφή του, τι απαντήσεις δίνει αν δίνει και σε ποιους, με ποια κείμενα άλλων Πειραιωτών συνομιλεί, που συμφωνεί και που διαφοροποιείται. Ποια πρόσωπα επανέρχονται συχνότερα στα γραπτά του απασχολούν το νου του την προβληματική του, διαμορφώνουν την ρητορική της φωνής του. Ποια ντοκουμέντα που μας παρουσιάζει παραμένουν ακόμα και στις μέρες μας αναμμένοι Φάροι της Πειραϊκής Ιστορικής παράδοσης.

Γράφω πάνω στις φωτοτυπίες και τα χειρόγραφα φύλλα τετραδίου που είχα τις προηγούμενες δεκαετίες φυλάξει παλαιά ονόματα Πειραιωτών άγνωστα τα περισσότερα στις νεότερες μεταπολιτευτικές γενιές Πειραιωτών ή είχαμε συναντήσει ορισμένα από αυτά χωρίς να ενδιαφερθούμε περισσότερο, παραδείγματος χάριν Δημάρχων, Δημοτικών Συμβούλων, ονόματα γηγενών και μη Πειραιωτών, οικογένειες εμπόρων και βιομηχάνων προερχόμενων από τα διάφορα γεωγραφικά διαμερίσματα της χώρας που εγκαταστάθηκαν στα Πειραϊκά χώματα και απόκτησαν με μόχθο και σκληρή δουλειά την συνείδηση του Πειραιώτη, κέρδισαν επάξια την ταυτότητα του. Προσπαθώ να τα ταυτοποιήσω με ονόματα που συνάντησα σε μεταγενέστερα διαβάσματά μου και αποδελτιώσεις μου ιστορικών βιβλίων, μελετών για την πειραϊκή ιστορία, λευκώματα και ημερολόγια πειραιωτών, πειραϊκές εκδόσεις, γραπτά και μαρτυρίες οι οποίες καταγράφουν συνοπτικά ή αναλυτικότερα την Ιστορική διαδρομή της Πόλης μας, στο τι μας κληροδότησε σαν σώμα η Πόλη και ο Πειραϊκός λαός. Σημειώνω επαγγελματικές τάξεις, ονόματα μαγαζιών, εμπορικά καταστήματα (καφενεία, ταβέρνες, μπακάλικα, μπαρμπέρικα, υαλοπωλεία, στέκια πώλησης ειδών καπνικών προϊόντων κλπ.), τοπόσημα της Πόλης και οδούς με τις παλαιές τους ονομασίες, παλαιά τοπωνύμια. Διαβάζω εκ νέου βιβλία δημοσιογράφων- συγγραφέων από τον όμορο Δήμο την Νίκαια- Νέα, Παλαιά Κοκκινιά, όπως ο έμπειρος Δημήτρης Λιάτσος, ο Στρατής Ευστρατιάδης, ο Γιώργος Πολιτάρχης και άλλων, όταν ακόμα τα γεωγραφικά και εν μέρει τα πνευματικά όρια του Δήμου Πειραιά και των άλλων γειτονικών Δήμων ήταν δυσδιάκριτα. Ο Πειραιάς-το Λιμάνι σαν χώρος και ατμόσφαιρα απλώνονταν και δικτυώνονταν σε περιοχές και πέραν του Πειραϊκού Δήμου. Δραπετσώνα, Παλαιά και Νέα Κοκκινιά- Νίκαια, Νεάπολη, Άσπρα Χώματα, Άγιος Ιωάννης Ρέντης, Κορυδαλλός, Πέραμα, Κερατσίνι, Άγιος Γεώργιος, ορισμένοι ερευνητές μνημονεύουν και την Σαλαμίνα, μέρος της Αγίας Βαρβάρας. Δήμοι που αν και αυτονομήθηκαν ως γεωγραφική περιφέρεια, απόκτησαν την διοικητική τους ανεξαρτησία και των γεωγραφικών ορίων τους αυτοτέλεια με νομοθετήματα της κρατικής εξουσίας, εξακολούθησαν όμως οι κάτοικοι να θεωρούν ότι ανήκουν στον ευρύτερο Πειραϊκό χώρο και ορισμένοι από αυτούς συνέχισαν να συμμετέχουν σε κοινές ποικίλες δράσεις και να αναζητούν λύσεις από την ελληνική πολιτεία κοινές με αυτές του Δήμου Πειραιά. Ορισμένοι ιστοριοδίφες μάλιστα, από λανθασμένες πηγές ορμώμενοι, συμπεριλαμβάνουν και τον Δήμο του Μοσχάτου, όμως ο όμορος αυτός Δήμος δεν ανήκε ποτέ στον Πειραιά, πέρα από τις αμοιβαίες πνευματικές συνεργασίες κύκλων καλλιτεχνών. Μπερδεύει ακόμα (;) ορισμένους η περιφέρεια του Φαλήρου μια και το Νέο Φάληρο έχει ως Δήμος «αποκοπεί» και έχει επανενωθεί στο χρόνο με τα υπόλοιπα Πειραϊκά διαμερίσματα.

Οφείλουμε να έχουμε υπόψη μας ότι οι πληθυσμιακές ή ομαδικές- οικογενειακές μετακινήσεις είναι πανάρχαιες και αναγνωρίσιμες, μια και συνήθως πάντα οι ανθρώπινες ομάδες, φυλές, εθνότητες, θρησκευτικές κοινότητες και πληθυσμοί μετακινούνται μέσα στην Ιστορία και τον Χρόνο αναζητώντας καλύτερες συνθήκες εργασίας και ζωής. Ιδιαίτερα όταν οι πληθυσμοί αυτοί είναι Προσφυγικοί, κλασικό παράδειγμα της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας του προηγούμενου αιώνα οι Έλληνες διωγμένοι, καταδιωκόμενοι Μικρασιάτες πρόσφυγες του 1922. Ο ξεριζωμένος Ελληνισμός της Μικράς Ασίας και της Τραπεζούντας που εγκαταλείποντας τα Μικρασιατικά πατρογονικά τους εδάφη κατέφυγαν στα νησιά του Αιγαίου απέναντι από τα παράλια της Μικράς Ασίας, την Βόρειο Ελλάδα, την Αττική. Κατέφυγαν ζητώντας προστασία στον Πειραιά και τις γύρω περιοχές και Δήμους, εγκαταστάθηκαν δημιουργώντας τη Νέα Κοκκινιά, τη Νέα Σμύρνη, τη Νέα Ιωνία, τη Νέα Κιλικία, τη Νέα Πέραμο περιοχές που συνέχιζαν την ιστορική τους μνήμη και παράδοση πριν τον διωγμό. Ο Ελληνισμός στην ιστορική διαδρομή του πάντα βρίσκονταν εν κινήσει από τότε που απόκτησε την αυτονομία και ελευθερία της φωνής του και την ιδιοπροσωπεία της ποικιλομορφίας του χαρακτήρα του.

Παρενθετικά να συμπληρώσουμε ότι η παιδική μνήμη θυμάται σαν παλαιός Νικαιώτης μια και το πρώτο ενοικιαζόμενο σπίτι μας με το μικρό ψιλικατζίδικο που διατηρούσαν οι γονείς μου βρίσκονταν στην οδό Ικονίου 120. Η βάπτιση μας έγινε στο Ναό της Οσίας Ξένης, τις πρώτες τάξεις του Δημοτικού τις τελειώσαμε στο Δημοτικό κοντά στην Μάντρα της Κοκκινιάς των Εκτελεσθέντων από τους Γερμανούς, η φοίτηση των πρώτων τάξεων Γυμνασίου ήταν στο Περιβολάκι κλπ., πριν μετακομίσουμε στον Πειραιά. Από τότε η αναμμένη μνήμη συγκρατεί παλαιές προσφυγικές μορφές να προτρέπουν δακρυσμένοι όσους νέους και νέες μεγαλύτερης ηλικίας αναζητούσαν δουλειά να πάνε να χτυπήσουν την πόρτα εργοστασίων που οι ιδιοκτήτες τους ήταν Μικρασιάτες, όπως πχ. το εργοστάσιο των κλωστών «Πεταλούδα», σε «Μπισκοτάδικα» «Σαπουνάδικα», «Τσιμπιδάδικα», «Υαλουργεία», «Υφαντουργεία», «Κεραμοποιεία», «Ξυλουργεία», «Μηχανουργικών εργασιών», «Χαλβαδοποιεία» και εργαστήρια «Ζαχαροπλαστικής» που ήταν στην ιδιοκτησία Μικρασιατών προσφύγων και προτιμούσαν το εργατικό δυναμικό τους να είναι από τα μέρη του Ξεριζωμού των αλησμόνητων πατρίδων.

Επανερχόμενος, όσοι και όσες σύγχρονοι ερευνητές και συγγραφείς ενδιαφέρονται για την αρχαιολογική ταυτότητα του Πειραιά πού στα προϊστορικά και αρχαία χρόνια ήταν Νησί, τα ιστορικά συμβαίνοντα της αρχιτεκτονικής του οικοδόμησης και εξάπλωσης στην διάρκεια των δύο τελευταίων αιώνων, όσους μελετούν την λογοτεχνική γηγενή πειραϊκή παράδοση και τους εκπροσώπους της, σχεδιάζουν τα ιστογράμματα του κοινωνικού και κοινωνιολογικού του προσώπου, αναζητούν να χαρτογραφήσου τα Δημοτικά καθέκαστα της Πειραϊκής Ιστορίας, να σταθούν στους εμπνευσμένους Δημάρχους του, γνωρίζουν ότι ο Πειραιάς διαχρονικά ήταν ένα Λιμάνι με την δική του ατμόσφαιρα και ιδιαίτερο «χαρακτήρα» διαφορετικό από εκείνο της κλασικοτραφούς Αθήνας. Ένας Δήμος- επίνειο της πρωτεύουσας σε διαρκή κίνηση και οργασμό δραστηριοτήτων. Μία φιλόξενη χοάνη ατόμων και ανθρώπινων επαγγελμάτων που έβρισκαν «καταφύγιο» οι ναυτικοί κάθε κατηγορίας και άλλων κατηγοριών της εργατικής τάξης που εργάζονταν στο Λιμάνι. Πειραιώτες του Δήμου και των όμορων Δήμων βρήκαν εργασία στα Καπνεργοστάσια του «Παπαστράτου», του «Κεράνη», στην Λευκοσιδηρουργία της «Έλσας», στο εργοστάσιο «Ελαϊς», στην Σοκολατοποιία της «Ίον», στο Υφαντουργείο- Κλωστήριο της Εταιρείας «Αιγαίον», στον ΟΛΠ, στα δεκάδες Ναυτιλιακά Πρακτορεία, Εφοπλιστικές και Ατμοπλοϊκές Εταιρείες εσωτερικού και εξωτερικού. Στις Βιομηχανικές και Εμπορικές μονάδες της Πόλης τις περιόδους που έσφυζε ο Πειραιάς από κίνηση και τροφοδοτούσε από εργατικό δυναμικό όλο το λεκανοπέδιο. Ο Πειραιάς δεν ήταν μία παραθαλάσσια πετρώδη έκταση κλεισμένη στον εαυτό της, το αρχαίο μεγαλείο ή τα κατά διαστήματα αδιέξοδά της. Ένας έρημος ανεμοδαρμένος χερσότοπος με ένα μισοερειπωμένο μοναστήρι (του Αγίου Σπυρίδωνα), μερικές ξεχαρβαλωμένες παράγκες ως αποθήκες με ένα Τούρκικο Τελωνείο και το σπίτι με τον περίφρακτο κήπο ενός Γάλλου έμπορα του Καϋράκ, που ζούσε με την κόρη και την φίλη του απομακρυσμένοι από την πολυβουία και την τύρβη του Κόσμου με «μόνη» συντροφιά την στήλη του Τάφου του αρχαίου οχυρωτή του, του ένδοξου Θεμιστοκλή κατά τα χρόνια της σκλαβιάς. Του Ελληνικού Λιμανιού όπως μας τον περιγράφουν οι ευρωπαίοι (άγγλοι και γάλλοι) ταξιδευτές και περιηγητές της εποχής. Ταξιδευτές όπως ο γάλλος διπλωμάτης και ρομαντικός συγγραφέας Φρανσουά Ρενέ ντε Σατωμπριάν (1768-1848), ο επίσης γάλλος περιηγητής, ιατρός και διπλωμάτης Φρανσουά Σαρλ Υγκ Πουκεβίλ (1770-1838), ο άγγλος Ριχάρδος Τσάντλερ (1764-1766) και τόσοι άλλοι ποιητές και εικαστικοί που απαθανάτισαν τα ερείπια και την έρημη εικόνα του Πειραιά. Οι δύο σειρές βιβλίων του πειραιώτη Παρασκευά Ευαγγέλου και του τρίτομου «Πειραϊκού του Αρχείου» και, το πολύτομο έργο του Κυριάκου Σιμόπουλου «Ξένοι Ταξιδιώτες στην Ελλάδα» είναι χαρακτηριστικά παραδείγματα μαρτυριών της όψης της Πόλης τα μεσαιωνικά χρόνια και τα χρόνια της επανάστασης. Πειραϊκά ιστορικά και αρχαιολογικά ντοκουμέντα ως συνέχεια του έργου του δικηγόρου πολιτευτή Ιωάννου Μελά για τον Πειραιά κατά την περίοδο της Αρχαιότητας. Ένα Λιμάνι που στους αιώνες της παρακμής του είχε απολέσει ακόμα και το αρχαίο του όνομα και όταν οι πρώτοι νησιώτες εποικιστές του (Υδραίοι, Χιώτες, Σπετσιώτες, Ψαριανοί κλπ.) θέλησαν να δημιουργήσουν έναν άλλον εμπορικό και ναυτιλιακό τόπο-κόμβο μεταναστεύοντας μετά τις καταστροφές των νησιών τους από τους Οθωμανούς, κάνοντας τον Πειραιά δεύτερη πατρίδα τους, σημαντικά Λιμάνια όπως αυτό της Ερμούπολης της Σύρου, της Θεσσαλονίκης κλπ. αντέδρασαν δυναμικά.

Μετά την κατάκτηση της Ελλάδας από τους Ρωμαίους το 146 μ.χ. ο ελληνικός χώρος ερήμωσε, έμεινε μόνο ο απόηχος των παλαιών του κλεών, τα ερείπια της κλασικής δόξας του, τα σπασμένα αγάλματα και οικισμοί των αρχαίων και προϊστορικών χρόνων. Ο απόηχος των Φιλοσοφικών του Σχολών, η παλαιά φήμη των Μαντείων του. Τα μαρμάρινα ερείπια και πέτρινα θραύσματα των αρχαίων των Εθνικών Ναών και προσκυνημάτων έγιναν πρώτη ύλη οικοδόμησης των ναών της νέας Χριστιανικής θρησκείας. Επιγραφικές πλάκες των Εθνικών Ελλήνων εντοιχίστηκαν σε ιερούς ναούς των χριστιανών που ακόμα κοσμούν Χριστιανικές Εκκλησίες δηλώνοντας την συνέχεια του Ελληνικού πνεύματος. Το Βυζάντιο και αυτοκράτορές του δεν ξερίζωσε εντελώς το αρχαίο κλασικό των Εθνικών Ελλήνων μεγαλείο και την θρησκευτική παράδοση και συνήθειες, τις μεταποίησε, τις μετέπλασε σε επανά- νοηματοδότηση του αρχαίου ελληνικού στοχασμού και μετονόμασε τις ροές των Ελληνικών Ιδεών σε νέους προσανατολισμούς και μεταφυσικούς ορίζοντες θρησκευτικής αντίληψης. Οι επεκτατικές βλέψεις των Δυτικών από την άλλη, κατά τα χρόνια της Φραγκοκρατίας επέτειναν το πρόβλημα, η παλαιά φήμη της Ελλάδος έμεινε στην μνήμη και τα γραπτά των Ρομαντικών ποιητών και περιηγητών από τα σχολικά τους διαβάσματα στα εκπαιδευτικά τους ιδρύματα και ταξιδιωτικές εξερευνήσεις. Κατά την περίοδο της Φραγκοκρατίας τον έρημο Πειραιά τον αποκαλούσαν οι Δυτικοί Πόρτο Λεόνε, στους δύσκολους αιώνες της Τουρκοκρατίας οι Οθωμανοί κατακτητές τον έλεγαν Ασλάν Λιμάνι ενώ οι Έλληνες τον ονόμαζαν Πόρτο Δράκο. Ορμώμενοι από το γνωστό ευμεγέθους μαρμάρινο Λιονταριού σύμβολο του Λεωσθένους με την Ρούνικη επιγραφή που έστεκε φύλακας βιγλάτορας στον μυχό του Λιμανιού σε στάση Σφίγγας και ο Βενετσιάνος Δόγης της Γαληνοτάτης Δημοκρατίας της Βενετίας πυρπολητής, που βομβάρδισε την Ακρόπολη ο περιβόητος Φραγκίσκος Μοροζίνης (1619-1694) το 1688 έκλεψε τον Πειραιώτικο Λέοντα και τον μετέφερε στην Βενετία που βρίσκεται μέχρι σήμερα (υπήρχε και ένα δεύτερο κοιμώμενο Λιοντάρι). Αιώνες αργότερα μία πειραιώτικη συντροφιά από λογίους, ιστορικούς, διανοούμενους, συγγραφείς, εκπροσώπους πολιτιστικών φορέων, επιχειρηματίες μαγαζάτορες και αρκετούς Πειραιώτες με την επαινετή πρωτοβουλία του συγγραφέα Απόστολου Δόμβρου, υπογράφουν την Έκκληση της επιστροφής. Διοργανώθηκε μία παμπειραϊκή κίνηση μιά πολυπληθή εκδήλωση και μία πορεία διαμαρτυρίας 3/6/1992 για την επιστροφή του Λιονταριού του Πειραιά απέβη όμως άκαρπη. Έμεινε ως ανάμνηση μόνο η συμμετοχή μας και ένα μικρό βιβλιαράκι δίγλωσσο, με τις πάνω από 700 υπογραφές με τις εκκλήσεις των πειραιωτών. Βλέπε: «Ο Λέων του ΠΕΙΡΑΙΩΣ» έκδοση Συντονιστικής Επιτροπής Επιστροφής του Λέοντος του Πειραιώς, Πειραιάς 1994. Ενώ το 2000 στον Πειραιά με την χορηγία της «Ελληνογαλλικής Σχολής Πειραιά- Άγιος Παύλος» κυκλοφόρησε το βιβλίο του αρχαιολόγου και ιστορικού Χάρη Μιχ. Κουτελάκη, «Το Πόρτο Λεόνε. Ο Λέων του Πειραιώς» Η απαγωγή του στη Βενετία και τα προβλήματα που σχετίζονται με το μνημείο και τη χρονολόγησή του. Σήμερα, μπροστά από μία καφετέρια έχει στηθεί ένα αντίγραφο (μία ρεπλίκα) του μαρμαρογλύπτη Γιώργου Μέγκουλα στην «μπούκα» του λιμανιού στο Χατζηκυριάκειο.

Σταθερά τους τελευταίους δύο ιστορικούς αιώνες ο Πειραιάς διαμόρφωνε και αναδιαμόρφωνε, εκσυγχρόνιζε την Εικόνα του νεοϊδρυθέντος Δήμου των πέντε πρώτων κατοίκων του. Άλλαζε ο ρυμοτομικός του σχεδιασμός με τόλμη, η οικοδομική του ανάπτυξη έστω και αλόγιστα εντάθηκε (εννοώ την οικοδόμηση πολυώροφων πολυκατοικιών στο λιμάνι της Ζέας, στο Πασαλιμάνι). Ο αρχιτεκτονικός του επανασχεδιασμός τροποποιούσε ακόμα και την αστική παλαιά όψη της Πόλης, την αστική αισθητική των πλούσιων Πειραιωτών των πρώτων δεκαετιών του προηγούμενου αιώνα, της τοπιογραφίας των ιχνών του, της επέκτασής του Δήμου από το 1835 και εντεύθεν στον ευρύτερο πειραϊκό χώρο. Η νέα πυξίδα της Πόλης έδειχνε και προς τα τέσσερα σημεία του ορίζοντα και είχαν δίκιο όσοι μίλησαν πρώτοι για το «Πειραϊκό θαύμα» και αυτό, δεν είναι ένας σοβινιστικός τοπικισμός, είναι μία ιστορική αλήθεια που υπερβαίνει τοπικές, εμπορικές ακόμα και ναυτιλιακές σκοπιμότητες. Όσο μελετούμε την ιστορία του Πειραιά και εμβαθύνουμε στα θαυμάσια «μυστικά» της τόσο αναρωτιόμαστε πώς αυτό το «λασποχώρι» που το κτυπούσαν τα φουρτουνιασμένα κύματα και οι θυελλώδεις άνεμοι μετατράπηκε σε ένα από τα μεγαλύτερα Λιμάνια της Μεσογείου. Αυτό το «Βουρκάρι», ο «Λιμνότοπος» έγινε το επίνειο της Πρωτεύουσας κατακτώντας επάξια την δική του σύγχρονη ιστορική και βιομηχανική, εμπορική δόξα, ξεπερνώντας άλλες πόλεις και κωμοπόλεις, ισχυρά κέντρα της πατρίδας μας. Πώς επήλθαν οι απαραίτητες και αναγκαίες βελτιώσεις αλλά και αλλοιώσεις της μορφής του στο πέρασμα του χρόνου από φωτισμένες αποφάσεις Δημοτικών αρχόντων και επιλογές Πολιτικών της ελληνικής πολιτικής σκηνής. Εθνάρχες όπως ο Ελευθέριος Βενιζέλος που συνδέθηκε με την ανάπτυξη και οικοδόμηση νέων κτηριακών συγκροτημάτων του ΟΛΠ, πολιτικοί που άφησαν το αποτύπωμά τους στα πειραϊκά χώματα. Εμπνευσμένοι και σπουδαγμένοι δάσκαλοι όπως ο αρχαιολόγος Ιάκωβος Δραγάτσης διευθυντής στο πρώτο Πειραϊκό Γυμνάσιο που φοιτούσε ο Νίκος Ι. Χαντζάρας. Σχεδόν σε όλα του τα «Πειραιώτικα» τον μνημονεύει ο επιμελής μαθητής του, θυμάται τις εκπαιδευτικές συμβουλές που έδινε στους μαθητές του. Ανεξάρτητα αν τον απέβαλε δια παντός ο αυστηρός γυμνασιάρχης, ενέργεια που του στέρησε την περαιτέρω εκπαιδευτική του μόρφωση. Όμως το ζιζάνιο της δημοσιογραφίας που έκρυβε μέσα του από μαθητής ο ποιητής Νίκος Ι. Χαντζάρας δεν τον πρόδωσε ποτέ του όπως φανερώνει η λαμπρή δημοσιογραφική του σταδιοδρομία, οι γνώσεις τους της γαλλικής και αρβανίτικης γλώσσας τα εκατοντάδες διαβάσματά του της ελληνικής και ξένης γραμματείας. Όμως ο Δήμος του Πειραιά και οι πρώτοι οικιστές του δεν ενδιαφέρθηκαν μόνο για το εμπόριο και τις άλλες επιχειρηματικές, οικονομικές δραστηριότητες αλλά και για την Παιδεία των Πειραιωτών, την Μόρφωση του φτωχού πειραϊκού λαού, της Πειραϊκής νεολαίας. Ίδρυσαν Σχολικές μονάδες τόσο για τα αγόρια όσο και για τα κορίτσια δίχως διάκριση, κάπως σπάνιο για τα ήθη και τα έθιμα της τότε ελληνικής κοινωνίας και εποχής, που οι γονείς απαιτούσαν από τα θηλυκά μέλη της οικογένειας να μην βγαίνουν έξω από τον της φαμελιάς τους «γυναικωνίτη». Σημαντικές φυσιογνωμίες της ελληνικής παιδείας και των γραμμάτων που μαθήτευσαν κοντά στον έλληνα διαφωτιστή και δάσκαλο του γένους Αδαμάντιο Κοραή, όπως ο επιστήμονας χιώτης Νεόφυτος Βάμβας, ο «Μικρασιάτης» ευπατρίδης Ιωννίδης, ο από το Άργος ιστορικός και νομισματολόγος, συλλέκτης Μελετόπουλος έγιναν μεγάλοι ευεργέτες της Πόλης χάραξαν τα ίχνη τους στην πειραϊκή εκπαίδευση βοηθώντας δυναμικά στην ίδρυση Σχολείων εντός των ορίων του Δήμου, δίδαξαν την αλληλοδιδακτική, έδωσαν την δυνατότητα σε παιδιά πειραϊκών φτωχών οικογενειών που είχαν έφεση στα γράμματα να σπουδάσουν, να προκόψουν και να μεγαλουργήσουν στην ζωή τους, να κατακτήσουν πανεπιστημιακές έδρες, να γίνουν σημαντικοί επιστήμονες, ακαδημαϊκοί πολίτες με προσόντα που τίμησαν και εξακολουθούν να τιμούν τον Πειραιά. Το Σχολείο που ίδρυσε ο Μελετόπουλος και λειτούργησε για τρία περίπου έτη, όπως μας λέει σε χρονογράφημά του ο Χαντζάρας αναφέροντας και το μαθητολόγιό του, είναι φανερά τα ίχνη του στην περιοχή της Αγίας Σοφίας στο ύψος της οδού Μαυρομιχάλη και Παλαμηδίου. Η Ιωνίδειος Σχολή ακόμα παραμένει ένα από τα σημαντικά πρότυπα της Πειραϊκής Εκπαίδευσης για την μαθητιώσα νεολαία πανελλαδικώς. Να θυμηθούμε τα άλλα δύο Σχολεία των Καθολικών του Δήμου, τα Ιδιωτικά Εκπαιδευτήρια που μόρφωσαν γενιές γενεών όπως «Ο Πλάτων». Την Τεχνική Εκπαίδευση και τις διάφορες Σχολές της «Αρχιμήδης», «Ηράκλειτος», «Πυθαγόρας», "Αναξαγόρας" κλπ. Επιβάλλεται να υπενθυμίσουμε ότι τα πρώτα πανελλαδικώς Νυχτερινά Σχολεία για εργαζόμενους μαθητές και μαθήτριες ιδρύθηκαν από τον επαναστάτη καθηγητή Παπά- Γιώργη τον Πυρουνάκη στην Πόλη μας ο οποίος δημιούργησε και τις πρώτες νεανικές κατασκηνώσεις. Δήμαρχοι χαρισματικοί όπως ο Δημοσθένης Ομηρίδης Σκυλίτσης, ο Λουκάς Ράλλης, ο Τάκης Παναγιωτόπουλος με όραμα και έμπνευση έβαλαν την σφραγίδα τους σε πολλά έργα της Πόλης. Όχι μόνο στην ίδρυση της Ραλλείου Σχολής με δωρεάν των αδερφών Ράλλη, αλλά και της ύδρευσης του Δήμου, της αποξήρανσης των βάλτων και των λασπότοπων, του ηλεκτροφωτισμού. Της χάραξης νέων οδών και λεωφόρων και της ονοματοδοσίας τους που άλλαζε σε κάθε πολιτειακή μεταβολή, βασιλεία, δημοκρατία και ξανά βασιλεία, ή σε νεότερες επετειακές μνημονεύσεις. Τα ονόματα των παλαιών αρχαίων Ελληνικών Θεών και Θεαινών,  Ήρωες και Ημίθεοι της ελληνικής αρχαίας ιστορίας, φιλόσοφοι που το όνομα και τα έργα τους κοσμούσαν τις Οδούς των Πειραϊκών συνοικιών. (Αθηνάς, Σωτήρος Διός, Σωκράτους, Πραξιτέλους…). Οι Δήμαρχοι σταδιακά με τις ιστορικές αλλαγές που επέρχονταν επέλεγαν να δώσουν στους δρόμους της Πόλης ονόματα Ηρώων και Μορφών της Ελληνικής Επανάστασης του 1821, της Ελληνικής Ανεξαρτησίας, της πρώτης βαυαρικής βασιλικής δυναστείας- Όθων, Αμαλία, Κολοκοτρώνης, Παπαφλέσσας, Μιαούλης, Καραϊσκάκης, Νικηταράς- της δεύτερης Βασιλικής δυναστεία του Γεωργίου του Α΄ και των κληρονομικών μελών της οικογένειάς του, Βασίλισσας Όλγας, Βασιλίσσης Σοφίας, Βασιλέως Κωνσταντίνου, Παύλου, Διαδόχου Κωνσταντίνου… στα ονόματα πολιτικών των χρόνων της Πρώτης Ελληνικής Δημοκρατίας και μετά πάλι Βασιλείας και των αγώνων του ελληνικού λαού ενάντια στο γερμανό κατακτητή. Αλέξανδρος Παπαναστασίου, Γ. Κονδύλη, Γ. Θεοτόκη, Ε. Βενιζέλου. Μέχρι τις πρόσφατες μετονομασίες της περιόδου της Μεταπολίτευσης. Ηρώων Πολυτεχνείου, αγωνιστών της αριστεράς Νίκου Μπελογιάννη κλπ. Ονομάτισαν δρόμους με το όνομα Ελλήνων Λογοτεχνών. Καινούργια ονόματα έρχονται να προστεθούν στα παλαιότερα, νέα τοπωνύμια και τοπόσημα προσδιορίζονται και συμπληρώνουν τα προηγούμενα, τις πρώτες ονομασίες των συνοικισμών και των περιοχών του ευρύτερου χώρου του Πειραιά που δόθηκαν από τα πρώτα χρόνια της ίδρυσης του Δήμου από τους πρόσφυγες και τους μέτοικους δημότες. Συνοικίες παίρνουν το όνομά τους από τις Εκκλησίες και τις ενορίες των Ιερών Ναών. Προφήτης Ηλίας, Άγιος Σπυρίδωνας, Άγιος Νείλος, Άγιος Βασίλειος, Ρόδο το Αμάραντο, Άγιος Φανούριος, Αγία Σοφία, Άγιος Δημήτριος και ούτω καθ’ εξής. Τοπωνύμια και Τοπόσημα που ακτινογραφούν την ιστορική πορεία της Πόλης και των Δημοτών.

    Διαβάζοντας τα «Πειραιώτικα» του Νίκου Ι. Χαντζάρα θα ανακαλύψουμε παλαιά ξεχασμένα τοπόσημα ή τοπωνύμια, λησμονημένες ονομασίες οδών και πλατειών που χάνονται στον χρόνο αλλά ακόμα βρίσκονται στα κιτάπια της μνήμης παλαιών γενεών, μεγαλύτερης ηλικίας Πειραιωτών υφίστανται ακόμα ως διπλές ονομασίες αναγνωρίσιμες. Ας δώσουμε σχετικά παραδείγματα:

«Κράκαρη», «Το Περιβολάκι», «Τερψιχόρη», «Το Αυγό», «Ο Βουρλοπόταμος», «Βρωμολίμνη», «Στάση Νερό», «Καστράκι», «Μνήμα του Γάλλου», «Βούρλα», «Μπαϊκούτση», «Ντάπια», «Παγόδα», «Τσιρλονέρι», «Πάνθεον», «Κωσταράκου», «Μεγάλο Βουρκάδο», «Ακτή Τζελέπη», «Τρούμπα», «Δεξαμενές», «Πλατεία Λουδοβίκου», «Κρεμμυδαρού», «του Καράμπαμπα», «Δεξαμενή», «Καραβάς», "Λόφος Βώκου", «Κοπή», «Λιπάσματα» και πολλά άλλα των πέντε διαμερισμάτων του Πειραιά και των γύρω όμορων Δήμων «Κουτσικάρι» (Κορυδαλλός) που υφαίνονται ομού οι ιστορίες των ανθρώπων και των τόπων αφηγήσεις.

Ορισμένους από τους καταγραφείς των παλαιών αυτών πειραιώτικων τοπωνυμιών, τοπόσημων και ονομάτων αναφέραμε στο προηγούμενο σημείωμά μας. Ας τα μνημονεύσουμε εκ νέου προσθέτοντας και άλλα: Ο Αθηναιογράφος Γιάννης Καιροφύλλας και το βιβλίο του για τα «Τοπωνύμια» και ο παλαιός συγγραφέας και φυσιολάτρης Δημήτριος Καμπούρογλους στο τρίτομο έργο του για την «Ιστορία των Αθηνών», οι αρχιτέκτονες Κώστας Μπύρης και ο αρχιτέκτονας και πολιτευτής Νίκος Μπελαβίλας που εξέδωσαν βιβλία τους για «Τα Τοπωνύμια» του Πειραιά και της Αθήνας. Ο τελευταίος ιστορικός του Πειραιά Γιάννης Ε. Χατζημανωλάκης σε αρκετά βιβλία του. Η ιστορικός και διευθύντρια του Ιστορικού Αρχείου του Δήμου και νυν Πολιτισμού Λίτσα Μπαφούνη στις δικές της εργασίες, και σε βιβλίο της για τον "Πειραιά" η ιστορικός Σταματίνα Μαλικούτη. Ο συλλέκτης- παλαιοπώλης που έγραψε για την περιοχή της Τρούμπας Βασίλης Πισιμίσης, το βιβλίο του σημείωσε εμπορική επιτυχία και επανεκδόθηκε. Ο συγγραφέας βιβλίων για Εκκλησίες του Πειραιά, («Αγία Τριάδα», «Άγιος Κωνσταντίνος») και ποιητής Δημήτρης Φερούσης. Ο δικηγόρος και δημοσιογράφος  Δημήτριος Σπηλιωτόπουλος που είναι ο πρώτος που έγραψε για τους «Δημάρχους του Πειραιά» των πρώτων χρόνων στην εποχή του, Ο ποιητής και θεατράνθρωπος Αλέκος Χρυσοστομίδης στις "θεατρικές του αναμνήσεις", ο ποιητής και δημοσιογράφος Νίκος Ι. Χαντζάρας, ο συγγραφέας Αντώνης Ν. Μανίκης, στο δεκαεξασέλιδό του "Πενήντα Πέντε Χρόνων Ιστορία του Πειραιώς (1765-1821)", Πειραιάς 1943. Ο έμπορος Γιάννης Σωτηρίου στα βιβλία του για την "Γειτονιά" του. Ο κομμουνιστής συγγραφέας Σίμος Μιχαηλίδης που έγραψε για το ΕΑΜ του Πειραιά και της Κοκκινιάς, όπως και ο Νίκανδρος Κεπέσης στο βιβλίο του "Ο Πειραιάς στην Εθνική Αντίσταση". Ο συγγραφέας και ερευνητής της πολιτιστικής ιστορίας της Νίκαιας, διηγηματογράφος Δημήτρης Λιάτσος, βλέπε το βιβλίο του "Κοκκινιά. Ένα όνομα μία πολιτεία", Νίκαια 1960. Η καθηγήτρια Αρχοντία Παπαδοπούλου που κυκλοφόρησε το βιβλίο της «Η Αττική Νίκαια», Η Ιστορία της προσφυγικής μεγαλούπολης, Νίκαια 2003. Ο Άγγελος Α. Κοσμής στα "Περασμένα κι' Αλησμόνητα", Αθήνα 1938. Ο Αντώνης Σ, Μαρμαρινός που μας διέσωσε τα πρώτα στάδια της Ιστορίας της Εκπαίδευσης στον Πειραιά, βλέπε: "Η Πειραϊκή Παιδεία μετά το 1836", Πειραιάς 1963, η ηθοποιός της ελληνικής χρυσής εποχής της Επιθεώρησης Σπεράντζα Βρανά με το βιβλίο της «Τρούμπα». Το δίτομο έργο των Σπύρου Παπαϊωάννου- Κώστα Βλησίδη, "Το φρικτόν τέμενος της αμαρτίας". Το πορνείο των Βούρλων Δραπετσώνας μέσα από γραπτές πηγές. Και Ιχνηλάτηση του τόπου και του χρόνου των "Βούρλων" της Δραπετσώνας, εκδόσεις Ι.Μ.Τ.Ι.Ι.Ε. Πειραιάς 2022. Ο Χάρης Μ. Κουτελάκης που ιδιαίτερα ασχολήθηκε με τον Δήμο Κερατσινίου. Ο ποιητής Παναγιώτης Τσουτάκος στην τρίτομη "Ιστορία του" και πολλοί Πειραιώτες δημοσιογράφοι διέσωσαν στα γραπτά και δημοσιεύματά τους παλαιά Τοπωνύμια, Τοπόσημα, αρχαία ονόματα συνοικιών και δρόμων. Τέλος, οι ερευνητές και συγγραφείς Μάρω Βουγιούκα (Αθήνα 29/6/1926-) και Βασίλης Μεγαρίδης (Θεσσαλονίκη 8/5/1930-) που συνεργάστηκαν και μας έδωσαν το χρήσιμο βιβλίο τους «Οδωνυμικά του Πειραιά» εκδόσεις Στρατή Φιλιππότη 1996, βλέπε και κριτική παρουσίαση του Στέλιου Ι. Αρτεμάκη, περ. "Πειραϊκά Γράμματα" τχ.12/7,9, 1997, σ.175-176 και ορισμένοι άλλοι που στις ημερολογιακές τους αναμνήσεις και τα βιβλία διέσωσαν παλαιά ονόματα δρόμων, πρώτες ονομασίες πλατειών, αρχικά ονόματα συνοικισμών και περιοχών. Πχ. «Γερμανικά», «Γέφυρα- Γαντζάκι», «Ρετσίνα», «Μελετοπουλέϊκα», συνοικία του «Τσίλερ». Ονομασίες δημοτών που έπαιρναν το όνομά τους από την περιοχή που διέμεναν, πχ. «Οι Βουρλιώτες», (Γούβα του Βάβουλα), «Οι Ευγενίτες» (περιοχή της Ευγένειας), «Δραπετσωνίτες» (Δήμος Δραπετσώνας- Κρεμμυδαρού), «Αγιασοφιώτες», «Αγιοδημητριώτες» από γνωστές Συνοικίες που έλκουν το όνομά τους από τις εκκλησίες της Αγίας Σοφίας, του Αγίου Δημητρίου, Προφήτη Ηλία κλπ. Θυμάμαι ακόμα τα πρώτα λόγια της πειραιώτισσας ποιήτριας Μαρίας Παπαλεονάρδου όταν πρωτομιλήσαμε στο τηλέφωνο που μου είπε ότι η οδός Ηρώων Πολυτεχνείου ονομάζονταν στην εποχή της «Σωκράτους». Παλαιές ονομασίες θυμόταν και ο πειραιώτης ποιητής και στιχουργός Γιάννης Κακουλίδης, η ηθοποιός Ελένη Σοφρά. Πειραιώτικοι Συνοικισμοί που πήραν το όνομά τους από την καταγωγή των νέων δημοτών και προσφύγων που προέρχονταν. «Μανιάτικα», «Κρητικά», «Χιώτικα», «Υδρέϊκα», «Καρπαθιώτικα», «Σπετσιώτικα», «Μικρασιάτικα», «Κιλικιανά», των «Ψαριανών», «Κωνσταντινουπολίτικα», «Επτανησιώτικα»… κλπ. Μικρό παιδί ακόμα το Σχολείο της Αικατερίνης Κατρανίδου και του Γιώργου Λαγογιάννη προσδιόριζε την περιοχή, όπως και το γαλατάδικο-ζαχαροπλαστείο του Μέγκουλη, ο φούρνος του Ντούρα στην πλατεία του αγίου Νικολάου αν θυμάμαι σωστά. Οι δύο θεόρατες Καμινάδες στην Λεύκα λίγο πριν το ερειπωμένο υφαντουργείο του Ρετσίνα ή αλλιώς «Οι γραμμές» από τις σιδηροδρομικές γραμμές των τρένων που πήγαιναν στην αφετηρία τους στον Άγιο Διονύση. «Τα Περιβόλια» στον Άγιο Ιωάννη τον Ρέντη. Το «Χαλβατζίδικο» του Κοσμίδη στην Δραπετσώνα κοντά στα «Ψυγεία». «Το Ρέμα» νυν οδός Τζαβέλα στη Νίκαια. «Η στάση Νερό» στην Χαλκηδόνα και τόσες άλλες παλαιές ονομασίες που ακούγαμε παιδιά από τους παλαιότερους και φυσικά τα «Προσφυγικά» στη Νεάπολη και την Παλαιά και Νέα Κοκκινιά. Ονόματα, Συνοικίες, Τοπόσημα, Περιοχές, δρόμοι και παράδρομοι, λεωφόροι, στέκια διασκέδασης και παλαιές Ταβέρνες όπως «Η Βασίλαινα», το μαγαζί του «Κεφάλα», του «Περιβόλα»  κινηματογράφοι- μουσικών εκδηλώσεων όπως ο «Έσπερος» και ο «Άλφα», το «Παλλάς», το «Ακροπόλ» και Μάντρες που παίζονταν παραστάσεις Θεάτρου Σκιών και Λαϊκές Επιθεωρήσεις. Πασίγνωστα λαϊκά φτηνά εστιατόρια όπως του «Γιαρούμα», του «Στρατηγόπουλου», των «Τεσσάρων αδερφών», ξακουστά Ουζερί της Πειραϊκής και θαλασσινάδικα της Ευγένειας, μακαρονάδικα που έδιναν το όνομά τους στην γύρω περιοχή. Ακόμα και το μπαράκι «Διαχρονικό» είχε «δανείσει το όνομά του στην περιοχή της Καστέλας και φυσικά το «Κάβο Ντόρο».

Ποιος θυμάται ότι η οδός Παναγιώτη Βλαχάκου (που χάθηκε στην κρίση των Ιμίων) λέγονταν «Αρτεμισίου», η λεωφόρος Χαριλάου Τρικούπη λέγονταν «Αρτέμιδος», η λεωφόρος ΙΙ Μεραρχίας που τέμνεται με την Ηρώων Πολυτεχνείου «Αιγέως». Η οδός Γλάδστωνος την άκουγα να την αποκαλούν και «Καζανόβα». Την Εθνικής Αντιστάσεως την λένε οι παλαιοί μαγαζάτορες ακόμα «Μιαούλη» και «Φεράλδη», την Ευαγγελιστρίας «Ομηρίδη Σκυλίτση» και «Διστόμου». Την Αλιπέδου την αναγνωρίζαμε ευκολότερα μια και την αποκαλούσαν «Πάροδος των Ηλεκτρικών Σιδηρόδρομων» αλλά και «Καραϊσκάκη». Η Δημητρίου Γούναρη λέγονταν «Μακράς Στοάς» στην Αγορά, αν και αρκετοί ακόμα την αποκαλούν και με το παλαιό και το νέο της όνομα. Η Βασιλέως Γεωργίου του Α΄ που φτάνει μέχρι το Άγαλμα της Μητέρας λέγονταν «Αθηνάς». Είναι αυτή που ενώνει την Ακτή Μιαούλη με την Ακτή Κουντουριώτη, στην πλαζ Βοτσαλάκια. Η δική μας γενιά από εκεί και πάνω μέχρι που διασταυρώνονταν στον περιφερειακό της Καστέλας την ονομάζαμε «Καλντερίμι». Ο πεζόδρομος Σωτήρος Διός με τα εμπορικά μαγαζιά και παλαιότερα τους κινηματογράφους λέγονταν «οδός Ρέπουλη». Την Ηρώων Πολυτεχνείου την πρόλαβα και ως «Βασιλέως Κωνσταντίνου» και οι παλαιότεροι ως «Σωκράτους». Την 34ου Πεζικού Συντάγματος στην είσοδο της πόλης όπως ερχόμαστε από τον σταθμό του Νέου Φαλήρου την άκουγα να την ονομάζουν και «Υδραγωγείου» είχε και την ονομασία «Ντενύ Κοσσέν». Την Αγίου Διονυσίου συνηθέστερα την αποκαλούσαμε «Κόνωνος». Την νυν Γρηγορίου Λαμπράκη την προλάβαμε και ως «Βασιλίσσης Σοφίας». Την άνοδο προς την Πόλη του Πειραιά λεωφόρος που περνά από το παλαιό κτήριο του «Κορασίδη» και το εργοστάσιο σχοινιών του «Κωνσταντίνου Βελλή» την παλαιά «Φαλήρου» την μετονόμασαν σε Ανδρέα Παπανδρέου, ενώ η έξοδος της Πόλης Ομηρίδη Σκυλίτση. Τοπόσημο διατηρητέο ως σήμερα η "στάση Καλαμάκι" Η πλατεία Καραϊσκάκη- Ακτή Τζελέπη λέγονταν «Απόλλωνος» αλλά και «Βασιλέως Όθωνος». Ότι η κεντρική πλατεία του Πειραιά μπροστά από το Δημαρχείο ονομάζονταν «Κόμητος Τσώρτσιλ», «Δημοτικού Θεάτρου», «Κοραή», «Ελευθερίου Βενιζέλου» και ένα της «τεταρτημόριο» «Παύλου Μπακογιάννη» και ούτω καθ’ εξής.

          Αναρτώ τις πρώτες ονομασίες πειραϊκών δρόμων όπως τις διασώζει και ο Νίκος Ι. Χαντζάρας, δυστυχώς ανατρέχοντας στις δικές μου πηγές δεν κατόρθωσα να ταυτοποιήσω ορισμένα παλαιά ονόματα.

ΥΓ. Σε παλαιότερη ανάρτησή μας στα Λογοτεχνικά Πάρεργα, 18 Μαϊου 2019 αποδελτιώσαμε οδούς του Πειραιά που φέρουν το όνομα Ελλήνων Λογοτεχνών.

Γιώργος Χ. Μπαλούρδος

Πειραιάς

16 Οκτωβρίου 2025.

 

 

 

Τρίτη 14 Οκτωβρίου 2025

Νίκος Ι. Χαντζάρας δύο χρονογραφήματα της Κατοχής

 

ΕΝΩ  ΧΤΥΠΟΥΝ  ΟΙ  ΚΑΜΠΑΝΕΣ

          Με το κλείσιμο της μεγάλης εορτής της Παναγίας ήρθε και η αναγγελία της παγκόσμιας ανακωχής. Τα ξίφη εμπήκανε υποχρεωτικά στις θήκες τους. Η ζωή θα συνεχιστή, με τις πίκρες της και τα βάσανά της, δεν θα μπορεί όμως ο καθένας να σου πάρη το κεφάλι, χωρίς καμιά διαδικασία, χωρίς τη μεσολάβηση ενός χρονικού διαστήματος ν’ ανασάνη το θέμα και να ξομολογηθή.

          Την ώρα που κοιτούσαμε χθες τη νύχτα τα βεγγαλικά και τις ρουκέτες του εορτασμού της γενικής ανακωχής και του τερματισμού του πολέμου, άξαφνα βρέθηκα πολιορκημένος από πέντ’ έξη συμπολίτες, πού μου έκαναν συλλογικό διάβημα έντονο. Πρέπει να γράφετε, - μου είχανε, με διατάξανε-ένα άρθρο να μας επιστραφούνε τα σπίτια μας, που πουλήσαμε την εποχή της κατοχής. «Ευτυχώς, εσύ, δεν είχες σπίτι-μου είπανε, - κι’ έτσι ξέφυγες… την πλήρη καταστροφή, που επάθαμε εμείς».

          Οι καλοί συμπολίτες μ’ εθεώρησαν ευτυχή θνητό, γιατί δεν είχα σπίτι να πουλήσω, ούτε χωράφι, ούτε οικόπεδο κι έζησα μόνο με το ξυλόψωμο και το κουκουτσάλευρο.

          Σ’ αυτούς εδόθηκε πολλές φορές η ευκαιρία να παραστήσουν τον πλούσιο με τα πληθωρικά λεφτά, την εποχή, που οι άλλοι δεν είχανε ούτε ένα χιλιάρικο, με τη μορφή του Μεγάλου Αλεξάνδρου, ν’ αγοράσουνε ένα τσιγάρο από τη μαύρη αγορά.

          Μου ξαναήρθανε στο μυαλό όλες οι εικόνες αυτές της εποχής της κατοχής, με τον εορτασμό του τερματισμού του πολέμου. Μου ξαναήρθανε στο μυαλό οι πλούσιοι αυτοί της μιάς και της μοναχής ημέρας, επειδή πούλησαν τη βέρα τους, της μιάς βδομάδας, επειδή πουλήσανε το σαλόνι τους, του ενός μηνός, επειδή πουλήσανε το σπίτι τους και μπόρεσαν ν’ αγοράσουνε μια φορεσιά από ύφασμα της εποχής εκείνης, ύφασμα κατασκευασμένο από χαρτί, που μπορέσανε ν’ αγοράσουνε ένα ζευγάρι παπούτσια χρώματος κανελί με γαρνιτούρα από πολλές μικρές τρύπες, σαν κέντημα στο ποντίνι ή και τριγύρω στο παπούτσι.

          Δε μου ξεφεύγουν από τη μνήμη τα υφάσματα αυτά, δε λησμονάω το ύφος, την πόζα, πόζα Λούντερτοφ των αρσενικών και των θηλυκών της εποχής εκείνης, με τα κανελλιά πατούμενα, που χτυπούσανε τα τακούνια τους στο πεζοδρόμιο.

          Είχαμε τότε τους βάρβαρους ξένους καταχτητές, είχαμε και τους εγχώριους τυράννους, τους σαλταδόρους, τους μαυραγορίτες κι’ αυτούς, που πουλούσανε τα σπίτια τους και τα οικόπεδά τους για να παραστήσουνε τον πλούσιο, να φορέσουν απάνω τους πράματα, που βρισκόνταν, σ’ εποχές ειρηνικές, μόνο στα πεθαμενατζίδικα.

          Μαζί με τάλλα, πώς μπορούν να λησμονηθούν κι’ οι τσάντες της κατοχής; Όσοι νομίζανε τον εαυτό τους λίγο «ραφινέ» και «κιουλτιβέ», επρομηθεύοντο πέτσινη τσάντα. Ο λαός κρατούσε τσουβαλάκια στο χέρι του. Όλοι βάζανε μέσα εκεί το τρόφιμά τους, τα μπιζέλια τους που επαίρνανε από τον μπακάλη ή από το συνεταιρισμό τους ή το καλαμπόκι τους.

          Για τους «σμαρτ» όμως και τους «ελίτ» μπορούσε κανένας να υποθέση, πώς είχανε μέσα εκεί εξασφαλίσει «κυανούς αδάμαντας». Όσοι σαλταδόροι αρπάξανε τέτοιες τσάντες, κλάψανε για την τέχνη τους. Τρόφιμα και ξεροκόμματα κρύβανε μέσα τους για ναν τα πουλήσουνε στο Κολωνάκι, στην αριστοκρατική συνοικία.

          Έγινε, επί τέλους, η επίσημη αναγγελία του τερματισμού του πολέμου. Όσοι δεν εχάσανε τη ζωή τους, στη διαδρομή των πέντε ετών του φοβερού πολέμου, επήρανε πολλά μαθήματα από αυτόν. Πολλοί είχανε γεννηθή κουτοί και γινήκανε έξυπνοι εξυπνήσανε βίαια, γιατί τους «έκαψε» ο μοναδικός τους φίλος, άλλοι γυρίσανε από την ομηρία, που τη χρωστάνε στη θεά των ονείρων τους, στην αθάνατη Εύα, που τους παράδωσε στους Γερμανούς, κι’ άλλοι γίνανε «ξεφτέρια» γιατί στην κατοχή εισέπρατταν τρίτοι για λογαριασμό τους χρήματα, χωρίς εκείνοι να είχανε καμμιά πληροφορία.

Την ώρα που γράφω αυτό το καθημερινό μου χρονογράφημα, χτυπάνε οι καμπάνες των εκκλησιών. Καλούνε τις αρχές και τον κόσμο σε δοξολογία για τον τερματισμό του παγκόσμιου πολέμου.

          Το πνεύμα του χριστιανισμού μας επιβάλλει όλα να τα λησμονήσουμε και να συγχωρέσουμε όλους εκείνους, που μας επίκραναν ή μας εκρεμάσανε και κόπηκε το σκοινί και σωθήκαμε. Να ρίξουμε στο ποτάμι της λήθης κι’ όσα κακά εκάνανε οι μαυραγορίτες κι’ οι μπακάληδες κι’ οι φουρναραίοι και να θυμόμαστε μόνο την εργασία. Αυτή θα μας σώση, αυτή μονάχα σώζει. Ας στηριχθούμε όλοι στα μπράτσα μας. Δεν υπάρχει άλλη σωτηρία.

   Εφημ. Η Φωνή του Πειραιώς 17 Αυγούστου 1945

          ΛΑΪΚΟΙ  ΡΑΨΩΔΟΙ

          Είχαμε στα παλαιότερα χρόνια τους λαϊκούς τραγουδιστάδες, αυτούς, πού γυρίζανε στους δρόμους και τραγουδούσανε και παίζανε το σουραύλι τους κι’ είχαν οδηγούς κάνα μορτάκι ή καμμιά γριά. Τα μορτάκια κ’ οι γριές μαζεύανε τις πενταροδεκάρες με το τασάκι τους από τους διαβάτες ή από τις νοικοκυράδες, που βγαίνανε στα παράθυρα, στις πόρτες, στα μπαλκόνια, ν’ ακούσουνε καλύτερα το πλανόδιο τραγουδιστή, με τα λυπητερά τραγούδια του και να ρίξουνε τον οβολό τους.

          Ο τραγουδιστής, στραβός ή ανάπηρος, σακατεμένος από τυχαίο δυστύχημα εφρόντιζε να κατασκευάζη ποιήματα, που να παρουσιάζουν τον εαυτό του ήρωα, πρωταγωνιστή σε πολλά πολεμικά επεισόδια, τραυματία, που χτυπήθηκε βαρειά από το βόλι του εχθρού.

          Οι παλιοί αυτοί αοιδοί όλο περιαυτολογούσανε, ετραγουδούσανε τα πάθια τους, τους καϋμούς τους. Και φυσικά βαριέται, κανένας ν’ ακούη διαρκώς να ψάλλουν προσωπικές περιπέτειες κι’ ατομικά ντέρτια.

          Οι νέοι πλανόδιοι τραγουδιστάδες διαπνέονται από αισθήματα όχι αποκλειστικά υποκειμενικά.

          Περιγράφουνε, ζωγραφίζουνε μπλόκα των Γερμανών και των Ιταλών κατακτητών, τουφεκισμούς, εμπρησμούς χωριών, αγριότητες, που έγιναν κατά της ζωής νηπίων, γερόντων, γριών, ασπρομάλληδων, παπάδων.

          Χτες το πρωί κάτω από τον φτωχόν ίσκιο μιάς πασκαλιάς, είχε στρωθή κάποιο γεροντάκι και μοιρολογούσε κι’ έπαιζε και το σουραύλι του.

          Τριγύρω του είχαν σταματήσει δυό τρείς μαυρομαντηλούσες. Εδάκρυζαν κι’ έπνιγαν τους αναστεναγμούς τους.

          Μάννα μου, που μ’ ανάστησες

          σαν κλήμα στην αυλή σου…

          Μιλούσε για ένα παιδί, που τόχασε έξαφνα η μάννα του. Το πιάσανε στο μπλόκο της Κοκκινιάς και το κλείσανε σε στρατόπεδο της Γερμανίας.

          Καμαρωτή κοπέλα μου,

          με μάτια μυγδαλάτα,

          παραμονεύει ο θάνατος,

          σ’ αυτήν εδώ τη στράτα.

 

          Χαμογελώντας πήγαινες,

          στ’ αρραβωνιάσματά σου.

          ο Γερμανός, κακός σκορπιός,

          βρέθηκε, στη χαρά σου.

 

          Κι’ αντίς γι’ ανθούς πορτοκαλιάς,

          με βόλια στο κεφάλι,

          σ’ αγκάλιασε η μαννούλα σου

          άχ! μην το πάθη κι’ άλλη!

Ο τραγουδιστής εύχεται το γεγονός αυτό να μην επαναληφθή, να μείνη μοναδικό και απομόναχο. Μα ήτανε καθημερινές αυτές οι ωμότητες του Χίτλερ και του Μουσολίνι.

          Βόλους επαίζαν στην αυλή

          τα δυό τ’ αρσενικά μου.

          Σκυλιά, κατασπαράξατε

          τους άγγελους μπροστά μου.

Θυμάμαι την εποχή των καθημερινών βομβαρδισμών του Πειραιά, οι Αρχές και οι μεγιστάνες είχανε τα μεταφορικά τους μέσα δίπλα στα γραφεία τους κι’ έτοιμοι για την Αθήνα.

          Με τον πρώτον ήχο του συναγερμού ετσακιζόντουσαν ν’ ανεβούνε στην Αθήνα και τ’ αφήσανε όλα σύξυλα.

          Αφήνανε και το λαό να δεχτή τις μπόμπες στο κεφάλι του, μέσα σε σαθρά καταφύγια, γιατί δεν είχε ο Πειραιάς καταφύγια της προκοπής.

          Αυτό το θέαμα της γενικής τρελλής ανόδου των Αρχών στην Αθήνα και των μεγιστάνων του πλούτου και της άγριας μαυραγοράς μου έκανε σφοδρή εντύπωση.

          Σφοδρή εντύπωση μου κάνανε χτες το πρωϊ και τα μοιρολόγια με τον πένθιμον αυλό συνοδεμένα του στραβού τραγουδιστή της οδού Πραξιτέλους του Πειραιώς.

          Κοινή φράση είχανε οι περισσότεροι στίχοι του. Τους εδυνάμωνε αρκετά το κλαψιάρικο αύλημα και ακόμα τους εδυνάμωνε το μιλιέ. Το περιβάλλον των μαυροφορεμένων γυναικών, που είχανε σταματήσει, κ’ είχανε τριγυρίσει τον τραγουδιστή του λαού, ραψωδό, τον αοιδό των αρχαίων. Ετρέχαν τα δάκρυα των γυναικών από τα μάτια τους και στενάζανε.

          Αυτή η τραγωδία των δύο παιδιών, που παίζανε βόλους στην αυλή τους και τα σκοτώσανε μπροστά στα μάτια της μάννας τους, πού να έγινε άραγε; Στον Πειραιά όχι, ούτε στην Αθήνα. Θάγινε σε κάνα χωριό. Για να μη σχολιαστή πολύ η θηριωδία των Γερμανών. Τα καϋμένα τα μικρά! Οι κακούργοι! Τους εκόψανε το παιχνίδι τους και τα ξεμπερδέψανε με τα περίστροφά τους. Και θα βάλανε φωτιά στο χωριό τους και θα τα κάνανε όλα στάχτη.

          Η μάννα τους θα δοκίμασε πολύ πιο βαθειά από τους άλλους τί είναι τα Γερμανικά θηρία.

   Εφημ. Η Φωνή του Πειραιώς 28/7/1945

Επετειακά

          Εορτάστηκε και φέτος-κάπως αθόρυβα- στις 12 Οκτωβρίου- η εκκένωση της πρωτεύουσας από τις Γερμανικές στρατιωτικές δυνάμεις κατοχής το 1944. Θεωρείται η μέρα που τερματίστηκε η Ξένη Κατοχή στην πατρίδα μας. Η Ημέρα του πανηγυρικού εορτασμού της Απελευθέρωσης. Οι Γερμανικές δυνάμεις Κατοχής όπως και στην υπόλοιπη υποδουλωμένη Ευρώπη που είχαν εισβάλει οι δυνάμεις του Άξονος, υποχωρώντας νικημένες από τις Συμμαχικές Δημοκρατικές απελευθερωτικές δυνάμεις και πολεμικές επιχειρήσεις της συνεργασίας Αμερικής, Αγγλίας, τότε Σοβιετικής Ένωσης και άλλων χωρών, κατέστρεφαν στην υποχώρησή τους κάθε τι από τα κράτη που είχαν κατακτήσει. Έκλεβαν τον εθνικό πλούτο κάθε χώρας, έκαιγαν χωριά, βομβάρδιζαν τοποθεσίες και λιμάνια,  ντουφέκιζαν αγωνιστές πατριώτες, σκότωναν γυναικόπαιδα, ακόμα και τους Έλληνες ταγματασφαλίτες συνεργάτες τους. Την μειοψηφία εκείνη των Ελλήνων που συνεργάστηκαν μαζί τους κατά τα χρόνια της Κατοχής προδίδοντας την πατρίδα τους και τους συμπατριώτες του στους εχθρούς.

Τον Οκτώβριο του 2018 αναρτήσαμε στα Λογοτεχνικά Πάρεργα τέσσερα χρονογραφήματα του πειραιώτη δημοσιογράφου και ποιητή Νίκου Ι. Χαντζάρα που είχαν θέμα τους προσωπικές του αναμνήσεις από την περίοδο του Πολέμου και της Κατοχής. Ο πάντα ενήμερος και επίκαιρος, διαβασμένος Ν. Ι. Χαντζάρας ακραιφνής Πειραιολάτρης και διαπρύσιος κήρυκας της παράδοσης της Πειραϊκής ιστορίας και ταυτότητας υπερηφάνειας του Δήμου, διαπραγματεύεται σε αρκετά από τα «ΠΕΙΡΑΙΩΤΙΚΑ» του κοινωνικά φλέγοντα ζητήματα, χαρακτηριστικές καταστάσεις οικονομικής εξαθλίωσης συνδημοτών του, πειραιώτικες αρνητικές συμπεριφορές της πειραϊκής αστικής και μεγαλοαστικής τάξης του Πειραιά που εγκατέλειψαν την Πόλη και κατέφυγαν στην Αθήνα και σε άλλες περιοχές, συμπεριφορές αντρών και γυναικών που τον πλήγωσαν, στιγμιότυπα δύσκολου βίου του απλού λαού, ατομικές του αναμνήσεις από την περίοδο του Πολέμου και της Κατοχής που αποτυπώθηκαν βαθειά μέσα στην συνείδησή του ανεξίτηλα. Θυμάται και στηλιτεύει-όχι με ακραίο φανατισμένο λόγο τους Μαυραγορίτες, τους φωτογραφίζει δίχως να τους κατονομάζει, τους εμπόρους που υπερκοστολογούσαν, πωλούσαν τα προϊόντα τους στην μαύρη αγορά. Τους μπακάληδες και άλλες πωλητές τροφίμων, τους λαδέμπορους και τους λιανέμπορους που εκμεταλλεύονταν την πείνα και την εξαθλίωση των φτωχών ανθρώπων του λιμανιού, τις οικογένειες και τα άτομα που τους αγόραζαν το πατρογονικό τους σπίτι, τα οικόπεδα, την όποια γονική περιουσία κυριολεκτικά για ένα πιάτο φαϊ, μία οκά όσπρια, ένα ντενεκέ λάδι, ένα σακί αλεύρι. Πόσες και πόσες περιουσίες που αποκτήθηκαν με μόχθο δεν άλλαξαν χέρια σε μία μέρα από την επείγουσα ανάγκη των ανθρώπων να επιβιώσουν, να μην πεθάνουν από την πείνα. Δεν χάθηκαν περιουσίες και οικογενειακά κειμήλια τα σκοτεινά εκείνα χρόνια της Κατοχής και του Πολέμου, της Σκλαβιάς. Πόσοι γηγενείς Πειραιώτες δεν καταστράφηκαν δεν πτώχευσαν, πόσα αρχοντικά και οικήματα δεν πέρασαν στα χέρια καινούργιων αεριτζήδων ιδιοκτητών. Ατόμων που έγιναν πλούσιοι από τον ξένο μόχθο εξαιτίας των όποιων συνεργασιών τους με τις δυνάμεις Κατοχής. Θυμάται τα Κατοχικά, τα πληθωρικά λεφτά που με μία τσάντα κατοχικά χαρτονομίσματα αγόραζες μία φρατζόλα ψωμί ή λίγο κρέας, μία μπομπότα, ένα χαρουπόψωμο. Και τι δεν θυμάται και γράφει ο Νίκος Ι. Χαντζάρας στα ρεπορτάζ του με τον ευαίσθητο χαρακτήρα και την σπινθηροβόλα σκέψη και καθαρή πένα του, την γραφή του το ήρεμο ύφος του. Υπενθυμίζει με τον τρόπο του και το χαμηλόφωνο ύφος του τον καίριο λόγο του, πώς αρκετοί συνδημότες του απόκτησαν την περιουσία τους, τα πλούτη τους, πλούτισαν εκμεταλλευόμενοι τον πόνο και την φτώχεια, την ανέχεια των συμπολιτών τους Πειραιωτών εκείνη την τραγική για την ελληνική ιστορία περίοδο. Αδίκησαν για να αυγατίσουν τον δικό τους μπεζαχτά. Είναι η δική του ανθρωπιστική απάντηση σε αυτές τις κοινωνικές παθογένειες της ελληνικής φυλής μας που εμφανίζονται σε στιγμές κρίσιμες σε ορισμένα άτομα, καταφερτζήδες, δουλόφρονες, οσφυοκάμπτες της κάθε εξουσίας. Τα άτομα της αρπαχτής και της παραμονευούσης ευκαιρίας να κερδίσουν, να αναδειχτούν με όποιο τίμημα πέρα από κάθε ηθικό φραγμό και συνειδησιακό ενδοιασμό, αυτούς που όπως λέει ο απλός θυμόσοφος Λαός πατούν επί πτωμάτων για ίδιον όφελος.

Ο Ν. Ι. Χαντζάρας γνωρίζει ότι όσα γράφει σχεδόν καθημερινά στις εφημερίδες σαν επαγγελματίας βιοπαλαιστής δημοσιογράφος που συνεργάζεται στα Πειραιώτικά του, τα διαβάζουν οι συνδημότες του, πολλοί τα έζησαν, τα κατέγραψαν και οι ίδιοι στις μνήμες τους ή σε ημερολογιακές τους ανέκδοτες σημειώσεις. Αληθεύουν τα γραφόμενα του Χαντζάρα έστω και αν πικραίνει και ενοχλεί η αλήθεια τους, εξάλλου, δεν έχει περάσει μεγάλο χρονικό διάστημα από αυτά που μας λέει στα χρονογραφήματά του. Τα ανθρώπινα και των πειραιώτικων οικογενειών παραδείγματα είναι μπροστά του. Οι Μαυραγορίτες και οι συνεργαζόμενοι με τον εχθρό επεβίωσαν μετά την Απελευθέρωση και κατέλαβαν κυβερνητικά και άλλα πόστα της δημόσιας κρατικής διοίκησης. Οι κατεστραμμένες οικογένειες και τα άτομα όφειλαν να ξεκινήσουν από την αρχή, ποτέ δεν πήραν τις περιουσίες τους πίσω, μεταπολεμική ελληνική πολιτική και δικαιοσύνη φρόντισαν για αυτό από κοινού. Εκείνο μόνο που σαν ρητορική απορία θα μπορούσαμε να εκφράσουμε είναι ότι ο Υδραίος την καταγωγή από την πλευρά της μητέρας του, ο φτωχός γιός ενός αραμπατζή που τα έτσουζε και είχε στεγάσει την φαμελιά του-δύο τσούπρες και ένα αρσενικό στον ερημότοπο της Φρεατίδας, στις βραχώδεις ακτογραμμές της Πειραϊκής, στο «χωριό μου» όπως πάντα μας λέει,-ενώ έζησε τα τραύματα του εμφύλιου σπαραγμού, την ελληνική διχόνοια και τα άγρια πάθη του εθνικού ιδεολογικού διχασμού δεν αναφέρεται-από τα δημοσιεύματα που έχω διαβάσει καθόλου σε αυτά. Και ιστορικά γνωρίζουμε ότι οι Εαμικές και άλλες Αντιστασιακές Οργανώσεις στον Πειραιά, την Παλαιά και Νέα Κοκκινιά, το Κερατσίνι, το Πέραμα είχαν έντονη παρουσία και δράση. Παρ’ ότι δημοκράτης ίσως οφείλεται στο γεγονός-της μη αναφοράς του σε επεισόδια και στιγμιότυπα του εμφύλιου σπαραγμού, καταστάσεις ανθρώπων κυνηγημένων- ό,τι του συνέβησαν μαζεμένα, σε μικρό χρονικό διάστημα αρκετά οικογενειακά προβλήματα, θάνατοι μελών της οικογένειάς του και ασφαλώς έχει αρχίσει η περίοδος της αρρώστιας του που τον οδήγησε τελικά στον θάνατο το 1949.

Εδώ επιπρόσθετα να συμπληρώσουμε ότι πολλοί Πειραιώτες ποιητές και συγγραφείς, δημοσιογράφοι του ευρύτερου Πειραϊκού χώρου που εντάχθηκαν στις τάξεις του αριστερού κινήματος, Πειραιώτες, Νικαιώτες- Κοκκινιώτες, Περαματιώτες, Δραπετσωνίτες, σαν τον ποιητή και κριτικό Στέλιο Γεράνη, τον ποιητή Παναγιώτη Τσουτάκο, τον θεατράνθρωπο και ποιητή Αλέκο Χρυσοστομίδη, τους ποιητές Κώστα Γαρίδη και Κώστα Θεοφάνους, τον Δημήτρης Λιάτσο, τον Σίμο Μιχαηλίδη, τον μικρασιάτη Νίκανδρο Κεπέση, τον επίσης μικρασιάτη συγγραφέα και ηθοποιό Γιώργο Μετσόλη, τον Δημήτρη Σέρβο και άλλους αγωνιστές πειραιώτες της Εθνικής Αντίστασης άφησαν Ημερολογιακές τους Αναμνήσεις, έγραψαν βιβλία σκιαγράφησαν τις προσωπικές τους συμμετοχές και πολιτικά ανδραγαθήματά τους τα τραυματικά Εκείνα χρόνια. Έγιναν οι τροβαδούροι ενός κομματιού της Πειραϊκής Ιστορίας. Οι συν-μέτοχοι του Πειραϊκού θαύματος όταν αυτό το εγκαταλειμμένο και ερημωμένο από ανθρώπους ψαροχώρι για αρκετούς αιώνες με τον Τάφο του αρχαίου οχυρωτή του Θεμιστοκλή να ατενίζει τα φουρτουνιασμένα νερά του Σαρωνικού έγινε όχι μόνο το απαραίτητο επίνειο της πρωτεύουσας αλλά και ένα από τα μεγαλύτερα εμπορικά και διαμετακομιστικά Λιμάνια της Μεσογείου.

Γιώργος Χ. Μπαλούρδος

Πειραιάς 14 Οκτωβρίου 2025           

     

Παρασκευή 10 Οκτωβρίου 2025

ΤΟ ΩΡΟΛΟΪ- ΤΟ ΔΗΜΑΡΧΕΙΟ

 

ΤΟ  ΩΡΟΛΟΪ

    Ο Δήμος ζητάει το Ωρολόϊ του, δηλαδή η Δημοτική αρχή θέλει να επανεγκατασταθή στο παλιό Δημαρχείο, που τώρα έχει στεγασθή άλλη υπηρεσία ενώ εκείνη έχει προσφύγει κοντά στο Γεροκομείο και τα γραφεία της έχουν εγκατασταθή σε δύο- τρία σπίτια.

          Η περιπέτειά της αυτή μου φέρνει στο μυαλό παλιές έρευνές μας για την ίδρυση του ωρολογιού και πώς το χτίριο τούτο στην αρχή εχρησιμοποιήθηκε και μου θυμίζει ακόμα τις πολλές και «θυελλώδεις» συζητήσεις στο δημοτικό συμβούλιο, επί δημάρχου Τάκη Παναγιωτόπουλου,  όταν επρόκειτο να πουληθή στην Τράπεζα της Ελλάδος από το δήμο το τμήμα της πλατείας του Θεμιστοκλέους για την ανέγερση των υποκαταστημάτων της Τραπέζης Ελλάδος και της Εκδοτικής.

          Η Δημοτική αρχή τότε είχε καταδικάσει το χτίριο του Δημαρχείου. Και πολύ λογικά. Δεν μπορούσε πιά να χωρέση συγκεντρωμένες τις υπηρεσίες της ο πύργος αυτός, που εχτίστηκε από το Δήμο το 1870 κ’ εχρησίμεψε πρώτα για Χρηματιστήριο και για Λέσχη των Εμπόρων.

          Οι γηγενείς δημοτικοί σύμβουλοι είχαν επιμείνει να διατηρηθή όπως είχε το χτίριο.

          Τώρα μαθαίνω πως η δημοτική αρχή ζητάει να επιστρέψη στην πρώτη φωλιά της, να μιμηθή το χελιδόνι.

          Μ’ αυτό κι’ αν γίνη, θα είνε προσωρινό μέτρο.

          Καθώς έχουμε ελπίδα όλοι οι Πειραιώτες, ο Πειραιάς γλήγορα θ’ ανακύψη από τα ερείπιά του. Θα ξαναχτιστή και θα μεγαλώση.

          Το παλιό Δημαρχείο μπορεί να μείνη όπως έχει για να θυμίζη στους παλιούς μιάν εποχή και μπορεί να γίνη ανθόκηπος. Μου φαίνεται, πώς δεν μπορεί να γκρεμιστή και να γίνη μεγαλύτερο και να χάση το Γοτθικό του ρυθμό, γιατί η σύμβαση της παραχώρησης του γηπέδου της πλατείας Θεμιστοκλέους στην Τράπεζα το αποκλείει.

          Ο δήμος μας κατ’ ουσίαν είνε άστεγος και θα ζητήση να στεγάση όλες τις υπηρεσίες του μαζί σ’ ένα καλλιτεχνικό από μάρμαρο επιβλητικό και κεντρικό μέγαρο. Κι’ αυτό σύντομα ή αργότερα, όταν το επιτρέψουνε οι περιστάσεις.

Δευτέρα 12 Φεβρουαρίου 1945.

          ΤΟ  ΔΗΜΑΡΧΕΙΟ

          Συνεχίζουμε σήμερα και τελειώνουμε την Ιστορία του Ωρολογιού, του παλιού Δημαρχείου μας.

          Η Δημοτική αρχή, προτού τελικά παραχωρηθή το οικόπεδο της πλατείας στην Τράπεζα, είχεν υποβάλει στο Δημοτικό Συμβούλιο μεγαλεπήβολο σχέδιο. Να χτιστή μεγάλο και επιβλητικό μέγαρο στο χώρο της Παιδαγωγικής Ακαδημίας και στα τριγύρω της μαγαζιά και να στεγασθούν σ’ αυτό όχι μόνο το Δημαρχείο, μα και άλλες δημόσιες υπηρεσίες, η Διεύθυνσις της Αστυνομίας, η Εισαγγελία, τα ανακριτικά γραφεία, οι οικονομικές  εφορίες και άλλα γραφεία.

          Δε θυμάμαι, αν στο πελώριο αυτό μέγαρο, που θα καταλάβαινε και μεγάλο μέρος της πλατείας της Παιδαγωγικής Ακαδημίας, θα εστεγαζότανε κι’ αυτή. Προέβλεπε και γι’ αυτή το μεγαλεπήβολο σχέδιο.

          Θυμάμαι μόνον πώς εσημειώθηκε εξέγερση των εκτελεστών της διαθήκης Ράλλη τότε, που σύμφωνα μ’ αυτή δεν επιτρεπότανε καμμιά μεταβολή.

          Ερίχτηκε τότε η ιδέα να καταργηθή ο Τινάνειος Κήπος και να γίνη οικόπεδα κι άρχισαν οι διαμαρτυρίες στις εφημερίδες, πώς δεν πρέπει να καταργηθή ο κήπος και να χάση ο Πειραιάς τον πνεύμονά του.

          Έπειτα παρουσιάστηκε η ιδέα να καταργηθούν όλοι οι κήποι της Τερψιθέας και να χτιστούν καλλιμάρμαρα μέγαρα, που θα εστέγαζαν και το Λιμεναρχείο και τον Οργανισμό του Λιμένος.

          Στους απάνω κήπους της Τερψιθέας επροβλεπότανε η ίδρυση της Δημοτικής Βιβλιοθήκης και η ίδρυση Δημοτικής Πινακοθήκης.

          Και η ιδέα αυτή επολεμήθηκε. Δεν έπρεπε ο Πειραιάς να χάση τα πλεμόνια του. Να καταργήση τους κήπους του.

          Περάσανε τα χρόνια και δεν έγινε τίποτα απ’ αυτά.

          Τί έγινε; Ο Πειραιάς καταστράφηκε από τον πόλεμο.

          Όταν έγραψα σχετικά, πώς το παλιό Δημαρχείο εχτίστηκε για Χρηματιστήριο κ’ έτσι ελειτούργησε τότε, θυμήθηκα το Αρχείο του Δήμου, που μπορούσε κανένας ναν το ερευνήση και ναν το συμβουλευτή, για να μη γράφη πράματα αόριστα.

   Μά το Αρχείο του Δήμου εσώθηκε από τον πόλεμο; Εσώθηκε όλο ή το μισό; Ή ένα μέρος του;

          Ο Πειραιάς την παλιάν εποχή έχασε και τ’ όνομά του, όταν καταστράφηκε από τους Ρωμαίους. Και πήρε τα ονόματα Πόρτο Λεόνε, Πόρτο Δράκο, Ασλάν Λιμάνι, όπως παρατηράει σ’ ένα βιβλιαράκι του ο φίλος ιστοριοδίφης κ. Αντώνης Μανίκης.

          Από την άλλη μεριά διαμαρτυρήθηκαν οι επίτροποι του ναού του πολιούχου Αγίου Σπυρίδωνος.

          -Στη στιγμή που ζητάμε- ετόνιζεν η διαμαρτυρία τους- να γκρεμιστούν μπροστά στην εκκλησία τα σπίτια, να φυτευθή ο χώρος με άνθια και θαμνοειδή φυτά μέχρι της προκυμαίας και ν’ αποκαλυφθή ο γραφικός ναός- εσείς προβάλλετε ως δημόσια ανάγκη την οικοπεδοποίηση του Τινάνειου κήπου για το χτίσιμο μεγάρων και ουρανοξυστών. Με την εκτέλεση τέτοιου σχεδίου, πάλι θάβεται ο ιστορικός ναός του πολιούχου του Πειραιά.

          Αυτές κι’ άλλες περιπλοκές και συγκινήσεις επροκάλεσαν στο παρελθόν τα μεγαλεπήβολα σχέδια.

          Η νέα Δημοτική Αρχή διακρίνεται και για τη σωφροσύνη της και για την ατσαλένια θέλησή της. Κι’ έχουμε την ελπίδα πώς όλα τα μεγάλα ζητήματα του Πειραιά θα τα διευθετήση.

          Αλλά, ανεξάρτητα και από την ιστορική επιταγή και από τη λαϊκή συνήθεια, και το γνωστό κτίριο της ακτής Μιαούλη, με το σημερινό μεγάλωμα του Δήμου και τον πολλαπλασιασμό των υπηρεσιών του θα ήταν αδύνατο να εξυπηρετήση με στεγαστική ενότητα τη δημοτική μας μηχανή. Μιά είνε η λύση, που θ’ αργήση, όμως, να δη το φώς: Η δημιουργία ενός δημαρχιακού μεγάρου αναλόγου με τη θέση και την ιστορία του Πειραιά.

          Και γι’ αυτό δεν θα τολμήσουμε να την προτείνουμε την λύση αυτή, καταλήγοντας στην αδάπανη και ανώδυνη σύσταση της υπομονής, που όλα τα δημιουργεί με τον καιρό κι’ όλα τα θεμελιώνει…

Τρίτη 13 Φεβρουαρίου 1945.

ΝΙΚΟΣ Ι. ΧΑΝΤΖΑΡΑΣ

--

Σημειώσεις:

«-Να σου πω μου είπε, που βρίσκεται το γιατρικό τουλάχιστον για τους βουλευτές, τους δημάρχους και τους κοινοτάρχες. Να μαυρίζεται κάθε υποψήφιο που θυμάται τον Πειραιά μόνο στις εκλογές ή ένα φεγγάρι μόνο πριν των εκλογών. Ο υποψήφιος πρέπει να έχει ζήσει μέσα στον Πειραιά, να έχει αισθανθεί τις ανάγκες του, τις ελλείψεις του, κ’ έπειτα να ζητήσει να πάρει τους ψήφους των Πειραιωτών.

          Όσον αφορά τις άλλες Αρχές, και για αυτές βρίσκεται  το αντιφάρμακο. Αν συνεννοηθούν οι Πειραιώτες και συσσωματωθούν.

          Έχουνε τη δύναμη να συμμορφώσουν καθένα, που λησμονάει τα καθήκοντά του και παίρνει τη ζωή του και τη δουλειά του  ερασιτεχνικά, όπως λένε.». Ν. Ι. Χαντζάρας, «Ερασιτέχνες». 

          Στις 8 Φεβρουαρίου 2014 και στις 12 Φεβρουαρίου 2014 αναρτήσαμε ένα ακόμα εκτενές σημείωμα στα Λογοτεχνικά Πάρεργα για το περιβόητο ΡΟΛΟΪ, το πρώτο Δημαρχείο του Δήμου Πειραιά. Ένα από τα ισχυρά τοπόσημα του Πειραιά με σημαντικό συμβολισμό στις μνήμες και συνειδήσεις των παλαιότερων γενεών γηγενών και μη δημοτών Πειραιωτών. Είχαμε επισκεφτεί το Ιστορικό Αρχείο της πόλης και είδαμε τα πρακτικά του Δημοτικού Συμβουλίου και την απόφαση της εποχής εκείνης, με την οποία ο δοτός δήμαρχος της επταετίας Αριστείδης Σκυλίτσης γκρέμισε το παλαιό αυτό κτηριακό οίκημα το οποίο βρίσκονταν μπροστά από τον ιερό ναό του Αγίου Σπυρίδωνος και τον Τινάνειο Κήπο στην ακτή Μιαούλη στο λιμάνι. Αντιγράψαμε στο μπλοκ μας την απόφαση, ποιοι μειοψήφησαν και ποιοι όχι από τους τότε δημοτικούς συμβούλους, καταφύγαμε σε εφημερίδες της εποχής και αντιγράψαμε τα ψηφίσματα φορέων και σωματείων που δέχτηκε η τότε δημαρχιακή αρχή για την απόφασή της να γκρεμίσει ΤΟ ΡΟΛΟΪ. Την εισηγητική έκθεση του πειραιώτη σεβάσμιου ευπατρίδη ιστορικού και συγγραφέα, ευεργέτη του Δήμου Ιωάννη Α. Μελετόπουλου, που ήταν υπέρ του γκρεμίσματος του παλαιού Δημαρχείου (του οποίου η γνώμη ακούγονταν) και ό,τι κατορθώσαμε να εντοπίσουμε στα φύλλα των Πειραιώτικων εφημερίδων. Παράλληλα στηριζόμενοι και σε άλλες διάφορες πηγές γραπτές και προφορικές (σε ερωτήσεις μας) εκφράσαμε την άποψή μας για το θέμα και αντιλαμβανόμενοι σαν Πειραιώτες τις σύγχρονες-μετά την μεταπολίτευση- ρυμοτομικές και κτηριακές ανάγκες της Πόλης, την στενότητα του Πειραϊκού τοπίου, συμφωνήσαμε με το γκρέμισμα του Ρολογιού. Η θέση μας αυτή δεν άρεσε και δημιούργησε έχθρες, όμως, πολλά από τα άλυτα προβλήματα του Δήμου διαχρονικά δεν λύνονται με παλαιούς συναισθηματισμούς και ατομικές αναμνήσεις αλλά, με την αποτελεσματικότητα που επιβάλλει η σύγχρονη πραγματικότητα των καιρών. Η λειτουργικότητα του κτηριακού συγκροτήματος παλαιό Ρολόϊ-Δημαρχείο με τα διάφορα Καφενεία όπως είχα ακούσει από Πειραιώτες που το πρόλαβαν και το αποτυπώνουν τα διάφορα καρποστάλ και οι φωτογραφίες, τα κινηματογραφικά πλάνα των ελληνικών ταινιών του προηγούμενου αιώνα δεν θα ήταν αποτελεσματική. Ο Πειραιάς αναπτύσσονταν και μαζί άλλαζε και η εικόνα του. Όσοι πειραιώτες και πειραιώτισσες πρόλαβαν ΤΟ ΡΟΛΟΙ έζησαν και περπάτησαν σε έναν άλλον Πειραιά με διαφορετικές προτεραιότητες και ανάγκες, εργασιακό περιβάλλον απαιτήσεις των δημοτών, συνθήκες και καταστάσεις. ΤΟ ΡΟΛΟΪ όπως είχαμε γράψει και στα προηγούμενα σημειώματα, "ενδύθηκε" έναν θρύλο, τυλίχτηκε σε μία αχλή υπερβολικού συναισθηματισμού ίσως επειδή γκρεμίστηκε από τον τότε δήμαρχο της δικτατορίας. Δεν μπορούμε να προβλέψουμε ποιες θα ήσαν οι κρίσεις μας, μια και την Ιστορία δεν μπορείς να την ερμηνεύσεις με υποθέσεις ούτε να την εξηγήσεις με αν γινόταν αυτή η κίνηση και όχι η άλλη, αν παιρνόταν αυτή η απόφαση και απορρίπτονταν άλλη, στο τι θα λέγαμε και θα γράφαμε αν ΤΟ ΡΟΛΟΪ το γκρέμιζε πειραιώτης δημοκράτης, εκλεγμένος πολιτικά Δήμαρχος. Αλλά τις ιστορικές συγκυρίες τις διαμορφώνουν και άλλοι παράγοντες πέρα από τις βουλήσεις των ανθρώπων. Πάντως, για αρκετές δεκαετίες-ενδέχεται και μέχρι σήμερα, εν έτη 2025 που η όψη του Πειραιά αλλάζει επί τα βελτίω από την σημερινή Δημαρχιακή αρχή του κυρίου Γιάννη Μώραλη και ανοίγεται στις καινούργιες προκλήσεις του μέλλοντος που έχουν οι σύγχρονες μεγαλουπόλεις στον παγκοσμιοποιημένον Κόσμο μας, να απασχολεί ακόμα το γκρέμισμα του ΡΟΛΟΓΙΟΥ. Αν και δεν ήταν το μόνο Ρολόϊ του Πειραιά-υπήρχαν άλλα πέντε-και δεν ήταν το μοναδικό κτηριακό στολίδι του. Αλλά η θέση μας, μπορεί λανθασμένη, παραμένει η ίδια που εκφράσαμε στα προηγούμενα σημειώματά μας και έχουμε αναρτήσει στα Λογοτεχνικά Πάρεργα, στην τότε έρευνα που διεξήγαμε. Σχετικές πληροφορίες δώσαμε και στην Βιβλιογραφία του Πειραιά που είχαμε κυκλοφορήσει.

          Ταξινομώντας και ευρετηριάζοντας τα ΠΕΙΡΑΙΩΤΙΚΑ του δημοσιογράφου και ποιητή Νίκου Ι. Χαντζάρα, συναντήσαμε και τα παραπάνω δύο χρονογραφήματά του που μιλούσαν για την περίπτωση του Ρολογιού και του Δημαρχείου. Σποραδικά και σε άλλα χρονογραφήματα στην εφημερίδα «Η Φωνή του Πειραιώς» μνημονεύει Το Ρολόϊ και την περιοχή στα ρεπορτάζ που κάνει. Κάτι εύλογο αν σκεφτούμε ότι το παλαιό Ρολόϊ βρίσκονταν στην ίδια γεωγραφική ακτίνα- "περιφέρεια" που ήταν ο Τινάνειος Κήπος, το άγαλμα του Θεμιστοκλή, το σπίτι του Μιαούλη, ο ναός του Αγίου Σπυρίδωνα, η δυσώνυμη περιοχή της Τρούμπας και άλλα πειραϊκά μέγαρα.

          Ο Νίκος Ι. Χαντζάρας όπως διαβάζουμε στα ειδησεογραφικά ρεπορτάζ του είναι πάντα ενήμερος σε ότι αφορά τον Δήμο και την ιστορία του Πειραιά, δεν ανατρέχει μόνο συστηματικά και συχνά σε πειραϊκά αρχεία και αυθεντικές πηγές για να αντλήσει τις πληροφορίες του αλλά έχει και γνώμη και κρίση και δεν διστάζει να την εκφράζει δημοσίως με ευγένεια και χαμηλούς τόνους γραφής ακόμα και αν διαφωνεί με Δημοτικές αποφάσεις ή επιλογές Δημάρχων. Τα κείμενα του Χαντζάρα είτε αυτά δημοσιεύονται στην «Φωνή του Πειραιώς» είτε σε άλλες πειραιώτικες και μη εφημερίδες και περιοδικά διακρίνονται για την εγκυρότητά τους, στο να πιάνουν τον σφυγμό της εποχής, να αφουγκράζονται τις ανάγκες των συνδημοτών του, να καθρεφτίζουν γνώμες και θέσεις Πειραιωτών που δεν είχαν πρόσβαση στις σελίδες των εφημερίδων. Ήταν πάντα ενήμερος στο τι γινόταν στον Δήμο και στον ευρύτερο Πειραϊκό χώρο και περιφέρεια. Θα γράφαμε ότι ήταν ένας άξιος βιοπαλαιστής πειραιώτης δημοσιογράφος με καλή πένα και δημοσιογραφική όσφρηση, ήξερε να αναδεικνύει περασμένα στοιχεία και ιστορικά ντοκουμέντα, να τα φέρνει στην επιφάνεια και με αυτά να οικοδομεί τα κείμενά του και τα συμπεράσματα του.

Το μικρό βιβλιαράκι που αναφέρει ο Χαντζάρας του φίλου του Αντώνη Μανίκη είναι το «Πενήντα πέντε χρόνων ιστορία του Πειραιώς (1765-1821) περιοδική έκδοση επαγγελματικής και οικοκυρικής σχολής θηλέων δήμου Πειραιώς. Πειραιάς αρ.1/11, 1943.

Γιώργος Χ. Μπαλούρδος

Πειραιάς

Παρασκευή 10/10/2025               

    

Τετάρτη 8 Οκτωβρίου 2025

Έφυγε ο ποιητής Τάσος Γαλάτης

 

Έφυγε ο ποιητής Τάσος Γαλάτης

ΤΑΣΟΣ  ΓΑΛΑΤΗΣ

Ποιητής, φιλόλογος.

Ψευδώνυμο του Αναστασίου Αρ. Παπαδόπουλου.

Ο αξιόλογος επτανήσιος ποιητής Τάσος Γαλάτης γεννήθηκε στο Αργοστόλι της Κεφαλονιάς το (;) /12/1937 και έφυγε από κοντά μας πριν λίγες ημέρες (;) /10/2025. Η ταφή του σύμφωνα με τις ειδήσεις έγινε στην ιδιαίτερη πατρίδα του την Κεφαλονιά. Διέμενε με την οικογένειά του στη Νέα Ιωνία Αττικής ενώ η καταγωγή του έλκει από τη Νέα Φιγαλεία του Νομού Ηλείας. Εργάστηκε ως καθηγητής στην δημόσια δευτεροβάθμια εκπαίδευση σε διάφορα σχολεία του εσωτερικού και του εξωτερικού όπου τερμάτισε την επαγγελματική του σταδιοδρομία. Στα ελληνικά γράμματα έκανε την εμφάνισή του σε νεαρή ηλικία. Το 1962 δημοσιεύονται ποιήματά του στο γνωστό δημοκρατικό έγκυρο περιοδικό «Πανσπουδαστική». Η συμμετοχή του και η δημοσίευση ποιήματός του στο περιοδικό, αποτέλεσε «τιμητική» και ενθαρρυντική «πρόκληση» για τον νεαρό φιλόλογο και ποιητή να συνεχίσει να ασχολείται με τον ποιητικό λόγο όπως και έπραξε στο υπόλοιπο του βίου του. (Θυμάμαι στην μία και μοναδική συνάντησή μας στο σπίτι του ποιητή Χρίστου Ρουμελιωτάκη και στην συζήτηση που ανοίξαμε, καθώς και κατόπιν όταν αποχωρήσαμε μαζί για να μεταβούμε στον Ηλεκτρικό Σταθμό και καθίσαμε σε έναν καφέ, το πόσο υπερήφανος ένιωθε μετά από τόσες δεκαετίες για την δημοσίευση της ποίησής του στο περιοδικό «Πανσπουδαστική»). Σεμνό και διακριτικό άτομο, σοβαρός σαν χαρακτήρας και επαρκής γνώστης της αρχαίας ελληνικής γραμματείας με εφόδια που ξεπερνούσαν τις ακαδημαϊκές του σπουδές, όπως μας φανερώνει περίτρανα και η θεματική ύλη των ποιητικών του συλλογών και η συλλογιστική ρητορική του. Η προβολή σύγχρονων ιστορικών και πολιτικών θεμάτων και κοινωνικών ζητημάτων σε ποιητικά μοτίβα και εικόνες, πρόσωπα και ονόματα με «ειδική» ξεχωριστή βαρύτητα στην συλλογική συνείδηση της καθόλου παράδοσης της ελληνικότητας προερχόμενα από την αρχαία ελληνική ποίηση, μυθολογία και γραμματεία.

Στην ιστορική εξέλιξη της διαδρομής της ελληνικής ποίησης-μέχρι σήμερα- συναντάμε ένα φανερό ή υπόγειο σταθερό πάντα ρεύμα της αρχαίας παιδείας και πνευματικής κληρονομιάς (ποίηση, τραγωδία, φιλοσοφία, στοχασμός, μύθος, σύμβολα, θρησκευτικές δοξασίες κλπ.) να τροφοδοτεί ρυάκια και παραποτάμους, ποταμούς του ελληνικού ποιητικού λόγου. Η αρχαία κληρονομιά ενσωματώθηκε ομαλά και ισορροπημένα μέσα στην προβληματική και την θεματική συμβολιστική, την πλούσια εικονογραφία των νεώτερων περιόδων του ελληνικού ποιητικού λόγου ως τα πρώτα ριζώματα και εκφράσεις ανάπτυξης της ελληνικής ποίησης, μαζί με την κατοπινή βυζαντινή υμνογραφία και υμνολογία τους χριστιανικούς συμβολισμούς της και την πριν και μετά την απελευθέρωση του ελληνικού κράτους από την οθωμανική σκλαβιά την ενσωμάτωση στους κόλπους της και την μορφολογία της, της Ηρωολατρείας των επαναστατών και αγωνιστών του 1821. Οι Ομηρικοί Ήρωες και τα κλέη τους συνομιλούν με ένδοξη αμοιβαιότητα με τις αγωνιστικές θρυλικές μορφές της ελληνικής παλιγγενεσίας (Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, Γεώργιος Καραϊσκάκης, Νικηταράς, Ιωάννης Καποδίστριας κλπ.) και οι ήχοι των λόγων και των ιδεών τους, των στοχασμών και των πράξεών τους φτάνουν μέχρι τα αγωνιστικά, θυσιαστικά χρόνια του Πολέμου και της Κατοχής του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου και την κατοπινή Εαμική περίοδο του προηγούμενου αιώνα. Βλέπε Άρης Βελουχιώτης, Νίκος Μπελογιάννης κλπ. Τις σύγχρονες δεκαετίες μετά το 1950 και μεταγενέστερα, ο ελληνικός ποιητικός λόγος των ελλήνων ποιητών και ποιητριών μπολιάστηκε και από ξένα επαναστατικά και αγωνιστικά πολιτικών και κοινωνικών αγωνιστών παγκόσμια σύμβολα και ονόματα όπως μεταξύ άλλων είναι ο Τσε Γκεβάρα, ο Χο Τσι Μινγκ, ο Σαλβαντόρ Αλιέντε, ο Εμιλιάνο Ζαπάτα, ο Μάρτιν Λούθερ Κινγκ, ο Αβραάμ Λίνκολ, ο Μεγάλος Τιμονιέρης και άλλες φυσιογνωμίες του παγκόσμιου πολιτικού στερεώματος που έγιναν ποιητικά μοτίβα της ελληνικής ποίησης εμψυχώνοντας τόσο τους ίδιους τους ποιητές όσο και τους αναγνώστες της. Ονόματα της πολιτικής που ενώθηκαν με ήρωες της ποιητικής και πεζογραφικής, καλλιτεχνικής μυθοπλασίας που σχεδιάστηκαν από σημαντικούς ξένους δημιουργούς όπως όπως ο Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι, ο Λέων Τολστόι, ο Ονόρε ντε Μπαλζάκ, ο Βίκτωρ Ουγκώ, ο Χέρμαν Έσσε, Τόμας Μάν (βλέπε Τάτζιο). Ακόμα και σκηνοθέτες του παγκόσμιου κινηματογράφου έγιναν δημιουργικά ποιητικά μοτίβα, ποιητική ύλη σε ελληνικές ποιητικές φωνές, βλέπε Αντρέϊ Ταρκόφσκι, Σεργκέι Αϊζενστάιν κλπ. Θεωρώ ότι μέσα σε αυτό το ρεύμα ελληνικότητας και οικουμενικότητας ταυτόχρονα, όπως μας δείχνει η ανάγνωση της Ποίησης του Τάσου Γαλάτη οφείλουμε να εντάξουμε και την δική του αξιοσημείωτη παρουσία. Η ποίηση του Τάσου Γαλάτη δεν διαπραγματεύεται μόνο ζητήματα αισθητικής, σωματικής και πνευματικής φθοράς,  σπαράγματα της ελληνικής ιστορικής τραυματικής πραγματικότητας στην διαδικασία της παρακμής της αλλά και πολιτικά συμβαίνοντα της εποχής του. Η ιστορία και τα πρόσωπά της, η αρχαία ελληνική φιλοσοφία και ο ποιητικός στοχασμός, ο γενέθλιος χώρος και το άγριο τοπίο του, οι μεταβολές του στις εποχές του χρόνου και οι μνήμες που γεννά στην παιδική του μνήμη, τα πολιτικά στίγματα των χρόνων του-άλλων χωρών- συμπλέκονται αρμονικά στη γραφή του. Μία γραφή ποιητική και ιστορική μαζί δίχως να επηρεάζει αρνητικά η μία φωνή την άλλη, δίχως να εξουδετερώνει η μία την άλλη. Ποίηση και Ιστορία συμβαδίζουν όπως στο Καβαφικό έργο προσφέροντάς μας ένα εξαίσιο ποιητικό αποτέλεσμα. Πρόσωπα και Προσωπεία της αρχαίας και της σύγχρονης Ιστορίας σε μία συνομιλία μεταξύ τους και τον χώρο. Όλα κάτω από την φιλοσοφική εποπτεία του σκοτεινού φιλόσοφου Ηράκλειτου. Αποσπάσματα του λόγου του προσδιορίζουν τον χρόνο της γραφής του και τις ζωές των ανθρώπων. Εκείνο που ξεχωρίζει την ποίηση του Τάσου Γαλάτη από την Καβαφική είναι-κατά την αναγνωστική κρίση μου- ότι ο Αλεξανδρινός στέκεται περισσότερο στην Ελληνιστική περίοδο, αυτή των Πτολεμαίων των επιγόνων του Μεγάλου Αλεξάνδρου- αγγίζει την μεταγενέστερη Βυζαντινή περίοδο ενώ ο Τάσος Γαλάτης προεκτείνει προς τα πίσω τα χρονικά του όρια αντλώντας από πηγές ελληνικού στοχασμού πχ. Ηράκλειτος,  οικογενειακούς κύκλους της αρχαίας τραγωδίας φέρνοντάς τους στην επιφάνεια με θαυμαστό τρόπο. Κάτι που πράττει μεταξύ άλλων και ο Σταύρος Βαβούρης στην ποίησή του, στην σύνθεση της «Τέταρτης Διάστασης» ο Γιάννης Ρίτσος και άλλοι. Δίνοντας στα αρχαία πρόσωπα σύγχρονη μορφή και πολιτική-ιστορική προοπτική και νοηματικές προεκτάσεις. Δεν περιορίστηκε στην Ορφική αντίληψη της όψης του Κόσμου όπως έπραξε ο Άγγελος Σικελιανός, δεν διαμερισματοποίησε σε ποιητικούς κύκλους την θεματική του όπως μας τους έδωσε ο Κωστής Παλαμάς, δεν ιδεολογικοποίησε ή κομματικοποίησε τον λόγο του (τουλάχιστον ένα μεγάλο μέρος του) όπως ο ποιητής της Ρωμιοσύνης Γιάννης Ρίτσος ή ο Κώστας Βάρναλης και άλλοι αριστεροί ποιητές και ποιήτριες των προηγούμενων ελληνικών ποιητικών γενεών, όταν η πολιτική και οικονομική ιδεολογία του Μαρξισμού και η προπαγανδιστική της δυναμική ήτανε στο φόρτε της παγκοσμίως. Ο ποιητής Τάσος Γαλάτης είναι ένας μοντέρνος έλληνας σύγχρονος ποιητής με όση βαρύτητα διαθέτει ο πυκνογραμμένος και άρτια δομημένος σοβαρός και υπεύθυνος ποιητικός του λόγος. Οι ποιητικές του συλλήψεις και συνθέσεις είναι κάτι το ανεπανάληπτο, οι εικόνες του φιλοτεχνούν το τοπίο στις αλλαγές του- ίσως κάπως υπερβολικά θα τονίζαμε- όπως δεν το έπραξε η πανσθενουργός Φύση, δίχως να τον εντάσσουμε στους φυσιολάτρες ποιητές μας, τους βουνίσιους όπως είναι ο Κώστας Κρυστάλης, ο Ιωάννης Πολέμης. Οι λέξεις που χρησιμοποιεί δεν λάμπουν επειδή προέρχονται από την γραφίδα ενός καλλιεργημένου καθηγητή με πείρα που γνωρίζει να διαχειρίζεται την ελληνική γλώσσα και διδάχτηκε να μεταδίδει τις γνώσεις του στους μαθητές του, δεν είναι λέξεις «εξαιρέσεις» από την εξεζητημένη καλλιέπεια ενός μοντέρνου- υπερρεαλιστή ποιητή που φωτίζουν νυχθημερόν τα κείμενά του αλλά δεν γίνονται αντιληπτές από το μεγάλο κοινό της ποίησης. Δεν δανείζεται τα πάντα από τον αρχαίο ποιητικό γλωσσικό λειμώνα και τα εύοσμα άνθη του, το λεξιλόγιο του Τάσου Γαλάτη διαθέτει το γλωσσικό λαϊκό άπλωμα και την ποιότητα που συναντάμε σε ένα παραμύθι, σε μία λαϊκή στιχουργική, μία λαϊκή παραμυθία, στο καθημερινό λακιρντί των απλών της ελληνικής υπαίθρου ανθρώπων ενίοτε και αγράμματων. Είναι η γλώσσα ενός αυθεντικού λαϊκού ποιητή-όπως οι ποιητικοί λυράρηδες πριν τον Όμηρο- με βάθος, μέγεθος, ποιότητα, ύψος νοημάτων ουσιαστικότητα και δωρικότητα έκφρασης και ύφους. Ορισμένες φορές ανακαλεί στην ποιητική μνήμη τον λόγο του ποιητή και στιχουργού Μιχάλη Γκανά. Μόνο που η ποίηση του Τάσου Γαλάτη έχει περισσότερα ρεύματα απαισιοδοξίας, ενσυναίσθηση της εσωτερικής φθοράς και της εξωτερικής παρακμής, αισθητικής ενατένισης δίχως να τερματίζει το κοντέρ της απαισιόδοξης ματιάς του όπως ο Κώστας Καρυωτάκης αλλά το σαρκάζει. «Σκόρπια σκουπίδια η ομορφιά του κόσμου…» μας λέει στο ποίημά του «Ο Κάλλιστος Κόσμος», σελ. 39. Με δύο λόγια θα γράφαμε ότι η ποίηση του Τάσου Γαλάτη ενώ προέρχεται από τις «κατακόμβες» του χρόνου του παρελθόντος οδεύει προς τις σήραγγες του μέλλοντος και αυτό δεν είναι υπερβολή. Θα μπορούσαμε να πούμε και εμείς όπως έγραψε ο Κωνσταντίνος Π. Καβάφης για την ποίησή του και τον εαυτό του ότι ο Τάσος Γαλάτης είναι ένας έλληνας ποιητής του Μέλλοντος.

Σημαντικοί κριτικοί της εποχής του πρόσεξαν και επαίνεσαν το έργο του, έγραψαν και την σχολίασαν όπως ο νομπελίστας μας ποιητής Οδυσσέας Ελύτης. Βραβεύθηκε από  την επίσημη πολιτεία και αρκετές ποιητικές ανθολογίες περιλαμβάνουν στις σελίδες τους ποιήματά του.

 Ο Τάσος Γαλάτης εμφανίστηκε εκδοτικά στο Ελληνικό ποιητικό στερέωμα με την ποιητική συλλογή «Μυθολογία του δάσους», Αθήνα 1962. Έξι χρόνια αργότερα, το 1968 εκδίδει την συλλογή «Τα παροράματα», Αθήνα, εκδόσεις Ιωλκός 1968. Ακολουθούν οι συλλογές «Τα χαράγματα» Αθήνα, Πλέθρον 1986, από τις εκδόσεις Γαβριηλίδης κυκλοφορούν δύο ποιητικές του συλλογές «Ανιπτόποδες και σφενδονήτες» 2005 και «Μέμνησο» Αθήνα 2017. Οι υπόλοιπες συλλογές του κυκλοφόρησαν από τις εκδόσεις Τυπωθήτω/ Gutenberg- Γιώργος και Κώστας Δαρδανός. «Ο σημειωμένος» 2005, «Κάθοδος» 2011, «Το φως του κόσμου», 2013, «Νυχτερινή Οξυγραφία», 2013, «Ο κάλλιστος κόσμος» 2020.

       Μικρό Ανθολόγιο από την συλλογή του «τα χαράγματα» την πρώτη του συλλογή που ήρθα σε επαφή με την ποίησή του και την αγάπησα.

Εκδόσεις «ΠΛΕΘΡΟΝ»- Ελληνική Λογοτεχνία, Αθήνα 1986. Σελ. 96 διαστάσεις 11.5Χ17. [Η ΣΥΛΛΟΓΗ ΠΟΙΗΜΑΤΩΝ ΤΟΥ ΤΑΣΟΥ ΓΑΛΑΤΗ ΣΤΟΙΧΕΙΟΘΕΤΗΘΗΚΕ ΣΤΟΝ ΠΟΛΙΤΗ ΚΑΙ ΤΥΠΩΘΗΚΕ ΤΟΝ ΜΑΡΤΙΟ ΤΟΥ 1986 ΣΤΟ ΤΥΠΟΓΡΑΦΕΙΟ ΤΟΥ ΑΓΓΕΛΟΥ ΕΛΕΥΘΕΡΟΥ ΣΕ ΧΙΛΙΑ ΑΝΤΙΤΥΠΑ ΓΙΑ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ ΚΑΙ ΤΩΝ ΕΚΔΟΣΕΩΝ ΠΛΕΘΡΟΝ]. ΜΑΚΕΤΑ ΕΞΩΦΥΛΛΟΥ ΒΑΣΩ ΑΒΡΑΜΟΠΟΥΛΟΥ. ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ ΕΞΩΦΥΛΛΟΥ Πύλινη πινακίδα με χαρακτά σημεία Από το Ανάκτορο του Νέστορος.

          «Ο Τάσος Γαλάτης γεννήθηκε στο Αργοστόλι της Κεφαλλονιάς το Δεκέμβριο του 1937 και κατάγεται από την Νέα Φιγαλεία της Ολυμπίας. Σπούδασε στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Ποιήματά του δημοσιευτήκαν για πρώτη φορά στο περιοδικό Πανσπουδαστική (Απρίλιος 1962). Το πρώτο του βιβλίο Μυθολογία του Δάσους (1962), χαρακτηρίστηκε από την κριτική «σαν μιά παρουσία από τις σπανιότερες μέσα στην παραγωγή των νεοτέρων» (περ. Διάλογος 2, Θεσσαλονίκη 1962). Για το δεύτερο βιβλίο του Τα παροράματα, (1968), ο Οδυσσέας Ελύτης παρατήρησε: «σπάνια το ποιητικό πρόβλημα αντιμετωπίζεται με τόση σοβαρότητα».

          Ο Τάσος Γαλάτης υπηρέτησε ως φιλόλογος σε διάφορα σχολεία του εσωτερικού και του εξωτερικού και τα τελευταία χρόνια εργάζεται στο δημόσιο Λύκειο Φιλοθέης».

     (από το Οπισθόφυλλο)

Η ποιητική ύλη του παρόντος βιβλίου χωρίζεται σε Έξι ενότητες: ΧΙΟΝΙΑ- ΠΕΤΡΟΠΟΛΕΜΟΣ- Ο ΚΑΛΛΙΣΤΟΣ ΚΟΣΜΟΣ- ΒΕΒΗΛΟΝ ΕΠΟΣ- ΚΑΤΑ ΤΩΝ ΙΛΙΣΟΝ- ΤΑ ΧΑΡΑΓΜΑΤΑ. Τα ποιήματα φέρουν ελληνικούς, λατινικούς και ξενόγλωσσους τίτλους. Σε κάθε ποιητική μονάδα αντιλαμβανόμαστε άμεσα το στίγμα της προέλευσής της και την αιτία της αποτύπωσής της πάνω στο χαρτί. Τίτλοι όχι συνηθισμένοι αλλά συμπεριληπτικοί της αφορμής τους. Ποιήματα ολιγόστιχα, συμπυκνωμένα γύρω από έναν αφετηριακό πυρήνα που διασπάται σε μνημονικές επισημάνσεις με σύγχρονες δηλώσεις προσώπων και τοπίων. Ένας σελαγισμός έρωτα προς κάθε τι που αγγίζει το βλέμμα του ποιητή και μία βαθειά αίσθηση υπευθυνότητας ως δασκάλου απέναντι σε μαθητές του. Υποστρώματα Πλατωνικής αισθητικής διάχυτες αισθήσεις ομορφιάς στις ανθίσεις και τον μαρασμό τους μέσα στο ποίημα. Φιλοσοφικός στοχασμός για την πορεία των πραγμάτων μέσω μιάς ποιητικής πνοής ίσως ορισμένες φορές αυτοαναφορικής που διαρκώς μετακινεί τους δείκτες του ρολογιού της ζωής του.

ΧΑΡΑΓΜΑΤΑ ΣΤΗΝ ΑΛΥΚΗ ΤΗΣ ΘΑΣΟΥ

ΩΡΑΙΑ είναι η Νικοβούλη στην Έφεσο

και όμορφος ο Φίλων,

η Κροκωτίς και η Μυρσίνη,

ο Δορυμένης και ο Δρόμων,

Διμύλος, Σίμος και Αριστογείτων

όλοι τους νέοι και καλοί.

 

Μάρτυρας αψευδής η αρχαία πέτρα

είχανε φίλους αφοσιωμένους

κι εραστές πιστούς.

Μακάριος ο ύπνος τους

άρωμα πεύκου και θαλασσινό αγέρι

άς μυρώνει πάντα τ’ όνομά τους

αυτοί, Θεέ μου, μοιράστηκαν την αγάπη…

--

ΝΟΝΑ

ΑΧ Θέ μου

που δε σε είδα ποτέ μου,

 

στέναζε συχνά πυκνά η νόνα μου η Κανέλλα

πότε στον αργαλειό ισιάζοντας το υφάδι

πότε στο λόγγο ζαλωμένη πουρναριές

στ’ αμπέλι, στο περβόλι, στις ελιές και στη νεροτριβή

κι όταν κατάκοπη τα βράδια

συνταύλιζε τα κούτσουρα στο τζάκι.

 

Μα εγώ που ολιγόπιστος

σ’ έψαχνα μάταια στον ουρανό

σε είδα και σε άγγιξα ακέριο Θέ μου

στον άγιο μόχθο της’

πώς ευωδίαζε σαν εκκλησία το σπίτι

όταν η μάνα απλώνει τα κιλίμια της.

--

ΤΟ ΑΝΕΛΠΙΣΤΟ

ΕΑΝ μη έλπηται-

 

Χρόνια με σταυρωμένη την ελπίδα

και τόσες πολιτείες θανάσιμα υπαρκτές

Αθήνα, Βουδαπέστη, Πράγα

Αθήνα ’67, Σαντιάγκο ‘73

και ο Μαρίνος στο πραιτώριο

κι ο Μίχος σφαδάζοντας μετέωρος

ανάμεσα ουρανού και γης.

 

Εάν μη έλπηται

εάν μη έλπηται

κι αυτός στο δόκανο αρπαγμένος

μην κυνηγάς το ανέλπιστο μου φώναξε-

 

Νυχτερινά τηλεγραφήματα εκ Σαϊγκόν’

ΑΝΕΛΠΙΣΤΟΝ ΟΥΚ ΕΞΕΥΡΗΣΕΙ.

--

ΤΟ ΜΑΘΗΜΑ

ΜΙΡΑΖ και Μίγκ σκίζουν τον ουρανό.

 

Η δεκαοχτούρα όμως το βιολί της

βαθιά χαράματα κι άρχισε ήδη

τους ακαταπόνητους λογαριασμούς της.

Πρέπει να υποβάλω αίτηση

να με προσλάβει λογιστή της

κι έχει ο θεός, μπορεί με τον καιρό

και την καλή τη δούλεψη

να βγούμε συνεταίροι.

 

Το αδιόδευτο ανέλπιστο του Ηράκλειτου.

--

ΤΟ ΓΕΡΑΣΜΑ

ΓΕΡΑΣΕ ο κόσμος κι άδειασε

η Ομορφιά κι εκείνη παζαρεύεται στους δρόμους’

άχ Νικοβούλη στη ρημαγμένη Έφεσο

τ’ αγέλαστα η μανιασμένη Σίβυλλα

πικρανασαίνει.

 

Πρόστυχοι στίχοι, ανήκουστες βλαστήμιες

ταπεινές αισχρολογίες

και συχνά διευθύνσεις και τηλέφωνα

στις πιό απροσδόκητες γωνιές

ακόμη και στις δημόσιες τουαλέτες.

 

Δεν έχει τέλος, δεν μερώνει

η αγριότητα της μοναξιάς.

--

ΤΟ ΒΑΣΙΛΕΙΟ ΤΩΝ ΠΟΥΛΙΩΝ

ΓΙΑ να γίνει ο θάνατος

βασίλειο των πουλιών

κι οι πέτρινοι σταυροί στα μνήματα

τα πιο αυθεντικά σημάδια

για τα χρόνια σου,

 

ώ αγάπη μου,

 

ήταν το χιόνι

που μας θάμπωσε

ή τάχα ένας αρχάγγελος

τίναζε τις φτερούγες του;

--

ΤΟ ΜΝΗΜΟΣΥΝΟ

Μ’ ένα βιβλίο ανοιχτό στα γόνατά τους

οι γέροι του χωριού σου πέθαιναν

καρφώνοντας τα μάτια τους

ψηλά στο πέτρινο καμπαναριό

με τους αγγέλους.

 

Την άλλη αυγή

ξεπλέναμε τα χέρια μας στα χιόνια

κι έτσι σωνόταν ο Φλεβάρης

ερχόταν άνοιξη θαρρώ

κι ο Μάρτης στο μνημόσυνο,

στη γειτονιά σου σκόρπιζε

μαύρα τα χελιδόνια…

--

MAX  ESTER

ΧΩΡΙΣ χρονολογία

σ’ ένα γειτονικό ανώφλι

με την ένδειξη versuch zum Lowen

το ύφος του χαράγματος

μαρτυρεί την ίδια εποχή

που σκάλιζε ο Poggi το δικό του όνομα.

 

Το ήξερες Max Ester

το είδες στο Δίστομο και στα Καλάβρυτα

η προαιώνια φρίκη

δεν χρονολογείται.

--

ΑΓΚΑΘΙ ΝΗΣΤΙΚΟ

ΜΑ σύ Μυλάοντα

που ξαναγυρνάς στη νιότη σου

όταν τα χιόνια λυώνουν,

 

δώσ’ μου να ξαναφτάσω το παιδί

που μάτωσε στον πετροπόλεμο

κι έτσι να περπατήσω ξέσκεπος

με κουρεμένα τα μαλλιά

κι άδειες τις τσέπες μου

 

Μεθύδριο, Βαλτεσινίκο και Μαγούλιανα,

 

και την καρδιά μου αγκάθι νηστικό

να γρατζουνάει τ’ άστρα.

--

Η ΝΟΣΟΣ ΚΑΙ ΤΟ ΦΑΡΜΑΚΟΝ

ΥΠΑΡΧΟΥΝ βέβαια πολλοί τρόποι

ν’ ανακαλύψει κανείς την ποίηση

έτσι κι αλλιώς μεγάλος ή μικρός ποιητής

κανένας δεν γλιτώνει,

θα νιώσει κάποτε στη σάρκα του

τα δόντια της αρπαγής

και τότε το παλιό βιολί του δύστυχου Πολέμη

βουβαίνεται και δε λαλεί

αν λάλησε κι αυτό ποτέ του.

 

Δεν έχει σημασία το δόκανο, το είδος της παγίδας

όσο το δάγκωμα, ο οίστρος που κυνηγάει την Ιώ

στα τέρματα της οικουμένης

και τώρα κλαίει και οδύρεται’

τί μήχαρ ή τί φάρμακον νόσου;

Μα δεν της είναι βολετό

μ’ ό,τι κι αν σοφιστεί

να ξεγελάσει τον Τύραννο.

 

Ούτε και η Ποίηση.

--

Γιώργος Χ. Μπαλούρδος

Πειραιάς

Τετάρτη 8/10/2025