Σάββατο 28 Ιουνίου 2025

Ο Χριστιανικός Μύθος στον Σικελιανό

 

Ο  ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΟΣ  ΜΥΘΟΣ  ΣΤΟΝ  ΣΙΚΕΛΙΑΝΟ (*)

          του Γιώργου Π. Σαββίδη

 

Το διεθνές πλαίσιο της δημιουργικής προσέγγισης του Άγγελου Σικελιανού στον Χριστιανικό Μύθο μας έχει δοθεί έμμεσα από τον Θεόδωρο Τσιολκόβσκι στο βιβλίο του Μυθιστορηματικές Μεταμορφώσεις του Ιησού (1). Φυσικά ο καθηγητής Τσιολκόβσκι δεν μνημονεύει τον Σικελιανό (τυπικά για τους ίδιους λόγους για τους οποίους δεν αναφέρει π.χ. τον Claudel), αλλά εξετάζει εκτενώς τον Καζαντζάκη, ιδιαίτερα τα δύο όψιμα μυθιστορήματά του, Ο Χριστός Ξανασταυρώνεται και Ο Τελευταίος Πειρασμός, που γράφτηκαν ανάμεσα 1948 και 1951, δηλ. μετά το τελευταίο σχετικό έργο του Σικελιανού, την τραγωδία που μας είναι γνωστή ως Ο Θάνατος του Διγενή (μολονότι ο κύριος τίτλος της είναι Χριστός Λυόμενος) και που γράφηκε το 1946.

          Πρόθεση τούτης της ανακοίνωσης είναι να δώσει μερικά στοιχεία για την μελέτη του ελληνικού πλαισίου της ποιητικής και δραματικής προσέγγισης του Σικελιανού στον Χριστιανικό Μύθο- προσέγγιση που πρωτοφανερώθηκε το 1917, όταν ο ποιητής έφτασε «στής ηλικίας το πλήρωμα… του Χριστού» (2), δηλ. στην σταυρική ηλικία των 33 ετών. Για λόγους μεθοδολογικής ευκολίας θα προσπαθήσω να απομονώσω τούτο τον Μύθο από τον Κλασικό (ακριβέστερα: τον Παγανιστικό) και τον Κοσμικό, με την προειδοποίηση ότι, στην πράξη, η απομόνωση αυτή δεν είναι πάντα εφικτή ούτε και σκόπιμη, γιατί έρχεται σε πλήρη αντίθεση με τον συγκρητισμό του Σικελιανού, όπως ήδη διαφάνηκε από τον τίτλο Χριστός Λυόμενος που βέβαια προϋποθέτει τον Προμηθέα Λυόμενο του Αισχύλου.

          Βασιζόμενοι στα δημοσιευμένα τεκμήρια, μπορούμε να διακρίνουμε δύο περιόδους στο δημιουργικό ενδιαφέρον του Σικελιανού για τον Χριστιανικό Μύθο. Η πρώτη περίοδος, όπως είδαμε, αρχίζει επίσημα το 1917, πρώτα με την έκδοση του τέταρτου τόμου του Προλόγου στη Ζωή, δηλ. με την Συνείδηση της Πίστης που αποτελείται από επτά άσματα: 1. «Η Μετάληψη του Ελευσίνιου Κυκεώνα», 2. «Θεογονία», 3. «Δύση Θεών», 4. «Αντρίκειο Βάφτισμα», 5. «Μάνα του Γιού του Ανθρώπου», 6. «Διόνυσος- Ιησούς», 7. «Δέκατη Μούσα».

          Στενά ειδωμένο, μόνο το έκτο από αυτά τα άσματα έχει σχέση με το θέμα μας: πρόκειται για μιά χαρακτηριστικά συγκριτική ταύτιση όχι μόνο Διονύσου και Ιησού αλλά και Ιάκχου και Απόλλωνος (στ. 242-243).

          Ωστόσο πρέπει να σημειώσουμε τουλάχιστον άλλα δύο θέματα: στο δεύτερο άσμα, το θέμα της Θεογονίας που πραγματοποιείται με ανθρώπινη βοήθεια- θέμα που βαθμιαία θα ωριμάσει στους Salvatores Dei (1927) του Καζαντζάκη ή «Σωτήρες του Σωτήρος» κατά την ειρωνική διατύπωση του Καρυωτάκη’ και στο πέμπτο άσμα, το θέμα της Παναγίας ως Μάνας του Γιού του Ανθρώπου- θέμα που ο Σικελιανός ανέπτυξε τον ίδιο εκείνο χρόνο (1917-19) σε ένα αριστούργημα «καθαρής ποίησης» με τίτλο Μήτηρ Θεού: παρά τον τίτλο, η Κοίμηση της Θεοτόκου, στο ποίημα αυτό, χρησιμεύει ως διπλή πρόφαση για ένα θρήνο στην μνήμη της αδελφής του ποιητή, Πηνελόπης Duncan, και για μιά δοξολόγηση της “natura naturans perpetuam divinitatem” (3).

          Η πρώτη περίοδος αποκορυφώνεται με μιάν άλλη φιλόδοξη σύνθεση, το Πάσχα των Ελλήνων. Το τύπωμά της, αρχινισμένο πρόωρα το 1918, διακόπηκε απότομα από τον ίδιο τον ποιητή για λόγους που παραμένουν αντικείμενο εικασίας, μα συνεχίστηκε ως το 1935 με σποραδικές δημοσιεύσεις. Στην σημερινή της μορφή, τούτη η ανολοκλήρωτη σύνθεση αποτελείται από έντεκα τελειωμένα άσματα και δύο πρώιμα αποσπάσματα.

          Το 1947, στην πρώτη έκδοση του Λυρικού Βίου, (Γ΄, σ.129), ο Σικελιανός ανακοίνωσε ότι «το φθινόπωρο του 1938… γυρίζοντας από το Πήλιο, έχασε ένα μεγάλο τετράδιο με ανέκδοτα Άσματα απ’ το Πάσχα των Ελλήνων». Όμως στον Πρόλογο του Λυρικού Βίου, γραμμένο «το χειμώνα του 1938» και δημοσιευμένο το 1942, μιλώντας για το Πάσχα των Ελλήνων, είπε πώς η ποίησή του «δεν μπορούσε βέβαια να υποταχθεί σε σχέδιο a priori οργανωμένο μιάς οιασδήποτε προσπάθειας ‘λογοτεχνικής’».

          Οπωσδήποτε, από τα έντεκα τελειωμένα άσματα, τα πρώτα τρία («Καθαρμοί», «Ο Ύμνος στην Ελένη» και «Το Τραγούδι των Αργοναυτών») δεν μας αφορούν άμεσα εδώ. Τα επίλοιπα οκτώ άσματα τιτλοφορούνται: 4. «Πέμπτο Ευαγγέλιο», 5. «Η Φυγή», 6. «Στον Ξενώνα της Βηθλεέμ», 7. «Η Γέννηση», 8. «Ο Δωδεκαετής», 9. «Ο Ιησούς στη Βηθανία», 10. «Μαγδαληνή», 11. «Ύμνος στην Παναγία» (5).

          Κατά τον Τσιολκόβσκι, η έκφραση «Το Πέμπτο Ευαγγέλιο» πρωτοχρησιμοποιήθηκε από τον Ερνέστο Renan το 1863. Κατά πόσο η Vie de Jesus και οι συνακόλουθες αντιδράσεις υπήρξαν μία από τις αφετηρίες του Σικελιανού, είναι ίσως αξιερεύνητο. Εκείνο που μου φαίνεται άμεσα αξιοσημείωτο είναι πώς ο Σικελιανός ένιωσε κατ’ εξαίρεση την ανάγκη να προλογίσει, από την πρώτη κιόλα δημοσίευση, τούτο το άσμα με το ακόλουθο κείμενο:

Αφού, στα πλάγια του Ελικώνα, ακούσει ο Ποιητής τις Μυστικές Ελληνικές φωνές πού στρέφουν την ψυχή του, καθώς στρέφεται ο μαγνήτης από το Βοριά, καθάρια, προς το Πάν, κ’ ενώ «σαν ο Ηγεσίας, αθλητής, ιερέας και προφήτης» ανεβαίνει το βουνό ολοένα, ακούει ξάφνου μιά μικρή καμπάνα που καλεί σε μακρινό χωριό, θαρρεί, για τους Χαιρετισμούς της Μάνας Θεού:

          Μικρή καμπάνα

          θαμπή κι ανάρια ανέβαινε στην αψηλήν ερμιά,

          δειλή φωνή, κ’ εφώναζε τρεμάμενη τον Πάνα…

Έτσι, στην γλυκύτατη ώρα, μπρός στον Ενιαίο Νόμο του Έρωτα φανερωμένο το «Πιστεύω» στην κορφή, που «παντελής και μεμυημένος» οργιάζει ο νους «κι από τα σπάρτα είναι χρυσός ως κάτου ο Ελικώνας», χύνεται σαν Ύμνος νικητήριος’ κι ο πεσμένος στα σκοτάδια Μύθος του Ιησού φωνάζει ως το πουλί πόχε γλιστρήσει απ’ τη φωλιά. Τότε ξεχειλίζει στην καρδιά του το Έλεος, αδελφός του Άθλου. Και, σηκώνοντας το Μύθο, παίρνει πάλι τον ανήφορο του θείου βουνού, για να τον ανεβάσει στην κορφή

          σαν ο Ηρακλής, τ’ Αρκαδικά τα δάση που περνώντας,

          μες στην απέραντη, μουγκή γαλήνη του βραδιού,

          άκουσεν άξαφνα φωνή που από βαθιά κινώντας

          κλάμα του εφάνη κ’ ήτανε μιανού μικρού παιδιού’

          και τρέχοντας με τ’ άκουσμα μες στα πυκνά, ολοίσα,

          τί μέσα του λαχτάρισε μιάν άγνωρη μιλιά,

          βρίσκει στα πόδια του μπροστά μικρό πουλάκι, κίσσα,

          οπού ‘χε πέσει, θέλοντας να φύγει, απ’ τη φωλιά’

 

          και τότε ο ίδιος, ψάχνοντας, βρίσκει τον κλώνο απ’ όπου

          είχε γλιστρήσει το πουλί, και μ’ έγνοια στοργική

          (μέσα του εχτύπαγε βαθιά πολύ η καρδιά του ανθρώπου)

          το παίρνει και, σκαλώνοντας, το ξαναβάνει εκεί…

 

Τότε αρχίζει να διηγείται στους ανθρώπους το Ευαγγέλιο-μέρος του έργου, - στους ξωμάχους και στους λιγοστούς (γιατί δεν είναι η Τέχνη για το «διαβασμένον όχλον» αλλά για τους Λίγους και για τη Φυλή, για τη Φιλία και για την Ανθρωπότητα), ιστορίζοντας όσο μπορεί «απλά, ατρεμή και ευδαίμονα» τα πρόσωπα που αιώνες ήταν και είναι ο μυστικός καθρέφτης των ψυχών. (6)

     Πέρα από τον μάλλον φανερό αριστοκρατικό λαϊκισμό αυτού του κειμένου, που περιλαμβάνει μιά σαφέστερη διατύπωση του θέματος των Salvatores Dei και εικονογραφεί την αδυναμία του Σικελιανού να στιχουργήσει ολόκληρο το ιδεολογικό του «σενάριο», νομίζω πώς αξίζει να υπογραμμίσουμε δύο γενικές παρατηρήσεις σχετικές με τα χριστιανικά άσματα του Πάσχα των Ελλήνων.

          α. ότι μόνο δύο από αυτά τα οκτώ άσματα («Ο Ιησούς στη Βηθανία» και «Μαγδαληνή», αμφότερα σύντομα αποσπάσματα μάλλον παρά ολοκληρωμένα άσματα) αναφέρονται σε επεισόδια της ανδρικής ηλικίας του Ιησού. Ωστόσο αξιόπιστη πηγή μας πληροφορεί πώς το σχέδιο του ποιητή περιλάμβανε «κάποια τμήματα για τη διδαχή του Χριστού στη Γαλιλαία, για την επί του Όρους ομιλία, για τα θαύματα, για το Πάθος και τη Σταύρωση. Θ’ ακολουθούσε το σχετικό με την Ανάσταση, κι από εκεί το ποίημα θα έκανε τη μετάβασή του προς τον παγκόσμιο μυθικό κύκλο» (7).

          β. Ότι, όποτε του δίνεται η ευκαιρία, ο Σικελιανός προτιμάει την παράδοση των Απόκρυφων Ευαγγελίων από εκείνη των Κανονικών. (8)

Για να κλείσω τούτη την αναγκαστικά λειψή παρουσίαση της πρώτης περιόδου, παραθέτω μερικά αποσπάσματα από τον Πρόλογο του Λυρικού Βίου (κείμενο γραμμένο κάπου είκοσι χρόνια αργότερα), στα οποία ο Σικελιανός σχολιάζει αναδρομικά το Πάσχα των Ελλήνων:

          Το «Πάσχα των Ελλήνων» είναι η πρώτη αυθόρμητή μου απόπειρα, λοιπόν, καθολικής μου, μ’ ένα τρόπον, επαφής με το θρησκευτικόν αυτό «υποσυνείδητο» … όπως το εκφράζονταν για μένα τότε, όχι το δόγμα ή η οργάνωση, αλλά ο γνήσιος Μύθος του Χριστιανισμού. Μύθος που οι ρίζες του βυθίζονται στην ιστορία της Ανθρωπότητας: μες σε όλες ανεξαίρετα τις τραγικές της περιπέτειες, μες σ’ όλο της τον προαιώνιο πόνο, και μες σ’ όλη τη βαθύτερη ελπίδα της κι απαντοχή. Αλλά και, γι’ αυτό ακριβώς το λόγο, Μύθος- «σκάνδαλο», τόσο από την εξωτερική «ιστορική» μορφή του, όσο κι απ’ τον εσωτερικό υπερβατικό δυναμισμό του αντίκρυ σ’ όλους τους τυποποιημένους εξ αιτίας του τρόπους είτε σκέψης είτε ρύθμισης της γύρα του ζωής. Με άλλα λόγια: Μύθος που ξανατοποθετεί τον άνθρωπο, με κάποια κίνηση συγκεντρική απαλότητα, στο κέντρο και της Ιστορίας και της Κοσμογονίας ακόμα ολόκληρης. Ως όν υπεύθυνο κ’ ελεύθερο και δημιουργό.

                   Το Μύθο αυτό λοιπόν, αδιασάφητο ακόμα ως σήμερα στην πιό βαθιά δημιουργική του πρόθεση, παρανοημένο, ή στρεβλωμένο, ή εκμεταλλευμένο απέραντα, κι απ’ τους πιστούς του κι από τους αντιπάλους συγχρόνως, ονειρεύτηκα να τον προσφέρω στην καθάρια ποιητική γραμμή και υπόστασή του, ξαναβάνοντάς τον μες στο πλαίσιο των αιώνιων κοσμικών διαστάσεών του… Σε τρόπο πού… να πραγματοποιήσω, τέλος, με το μύθο του Χριστιανισμού (αλλά τη φοράν ετούτη, όχι με την προβολή της καθαυτό προσωπικής μου εμπειρίας, όπως στη Μητέρα Θεού, αλλ’ επικά μαζί και λυρικά, καθώς σ’ αυτό θα με βοηθούσε αυτός ο ίδιος Μύθος), και την αρχική μου ιδέα της Φύσης ως Μητέρας οπού πάντοτε αγωνίζεται και «έχει εν γαστρί και βασανίζεται τεκείν», και την ιδέα του Ανθρώπου ως κοσμικού παράγοντος, όσον υπεύθυνου απέναντι της ίδιας ύπαρξής του και της ζωής του Όλου, άλλο τόσο ως «εξουσίαν έχοντος» κι ως «δημιουργού».

          Αλλά η συμπλήρωση μιάς γιγαντιαίας κοσμικής μορφής, καθώς εκείνη του Χριστού, όχι «κατά σάρκα» αλλά «δυνάμει», δεν είναι έργο ενός Ποιητή, αλλά και έργο της Ιστορίας.

          Και η Ιστορία, ακριβώς κατά τα χρόνια που έγραφα το Πάσχα των Ελλήνων, κι όπως βρίσκονταν στην κυοφορία μιάς συνολικής μεταμορφωτικής απόδοσής της, μ’ έκαμε ώστε, προς τα μέσα του Έργου, να στραφώ προς τα βαθιά και όχι ολότελα απροσδόκητα διδάγματά της, με σκοπό να συνεχίσω, αν μου χρειάζονταν, αργότερα την προσπάθειά μου, έχοντας στη σκέψη μου τα λόγια του Angelus Silesius: «ολοκληρωτικός Χριστός δεν φάνηκε στην γην ακόμα. Η θεϊκά ανθρώπινη εικόνα του έχει ανάγκη ακόμα να συμπληρωθεί» (9).

Το σχόλιο αυτό, που προϋποθέτει τις εμπειρίες της Οκτωβριανής Επανάστασης, της Μικρασιατικής Καταστροφής, της αποτυχίας της Κοινωνίας των Εθνών, της Δελφικής Προσπάθειας και της φασιστικής κλιμάκωσης προς τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, αλλά και της υπαρξιστικής φιλοσοφίας, ουσιαστικά προεισάγει την δεύτερη περίοδο δημιουργικής προσέγγισης του Σικελιανού στον Χριστιανικό Μύθο. Αλλά πριν στραφούμε στην επισκόπηση της δεύτερης αυτής περιόδου, επωφελούμαι από την παρέμβαση της Ιστορίας για να επισημάνω πώς δύο από τους μεγάλους συγκαιρινούς του Σικελιανού, ο Καζαντζάκης και ο Βάρναλης, επίσης δοκίμασαν, στα ίδια περίπου χρόνια, να δώσουν ποιητική έκφραση στον Χριστιανικό Μύθο.

Ο Καζαντζάκης, ανάμεσα 1915 και 1921, εν μέρει γοητευμένος από τον Σικελιανό, σχεδίασε ένα δράμα με τίτλο Χριστός. Το έργο αυτό εκδόθηκε το 1928, ένα χρόνο μετά την δημοσίευση της πρώτης μορφής του ηρωικού μηδενιστικού ή «μετακομμουνιστικού» ευαγγελίου του, του Salvatores Dei πού στην τελική μορφή του μας είναι γνωστό με τον τίτλο Ασκητική. Κατά τον Καζαντζάκη, το δράμα αυτό παρουσιάζει «το Χριστό ύστερα από την Σταύρωση, όταν η Μαγδαληνή και οι Μαθητές τον ξανάπλασαν μέσα στην καρδιά τους, και του έδωσαν το νέο του σώμα, το αθάνατο, ανασταίνοντάς τον» (10).

          Κατά την ίδια περίοδο, δηλ. από το 1919 ως το 1927, ο Βάρναλης, περνώντας βαθμιαία από τον αισθητικόν ιδεαλισμό στον μαρξιστικόν ανθρωπισμόν, δημοσίεψε τρείς άνισες ποιητικές συνθέσεις: πρώτα τον ελληνοχριστιανικό Προσκυνητή (άθελα επηρεασμένον από τον Σικελιανό)’ κατόπι (1922) Το Φώς που καίει, με μιά σατιρική αντιπαράθεση Ιησού και Προμηθέως, και δυό λυρικούς μονολόγους της Μάνας του Χριστού και της Μαγδαληνής, που αμφότεροι απευθύνονται σε έναν πάρα ανθρώπινο, κοσμικά φιλόδοξο Ιησού’ και τέλος (1927) τους Σκλάβους Πολιορκημένους, των οποίων το ένα τρίτο τιτλοφορείται «Το Θείο ήτοι Το Ανθρώπινο Πάθος» και στερεώνει με λυρικό είτε σατιρικό τρόπο την γήινη διαλεκτική θεώρηση του Χριστιανισμού, που διακρίνει τον Βάρναλη.

          Σύμφωνα με τα βιβλιογραφικά δεδομένα, περισσότερα από είκοσι χρόνια χωρίζουν την πρώτη και την δεύτερη περίοδο δημιουργικής προσέγγισης του Χριστιανικού Μύθου από τον Σικελιανό. (11). Το ίδιο σχεδόν ισχύει και για τον Καζαντζάκη-με την εξαίρεση ενός από τα είκοσι Κάντα ή Τερτσίνες που αφιέρωσε στους διάφορους «σωματοφύλακες της Οδύσσειας», ανάμεσα στους οποίους περιλαμβάνονται ο Βούδας, ο Μωάμεθ, ο Μωυσής και ο Χριστός. Το άσμα του Χριστού δημοσιεύτηκε το 1937, ένα χρόνο πρίν από την έκδοση της Οδύσσειας. Είναι αξιοσημείωτο πώς ο Χριστός κάνει μιά επεισοδιακή εμφάνιση στο Φ της Οδύσσειας, μεταμφιεσμένος σε παρθένο νέγρο ψαρά. Αντίθετα, ο Βάρναλης φαίνεται να εγκατέλειψε οριστικά τον Χριστιανικό Μύθο μετά το 1927- μολονότι συνέχισε να αναθεωρεί και να διορθώνει Το Φώς που καίει και τους Σκλάβους Πολιορκημένους ως τα βαθιά μα θαλερά του γεράματα.

          Τούτη η μακριά έκλειψη και επανεμφάνιση του Χριστιανικού Μύθου στους παράξενα παράλληλους βίους του Σικελιανού και του Καζαντζάκη θα άξιζε να εξεταστεί λεπτομερέστερα. Προσώρας, άς αρκεστούμε να σημειώσουμε πώς ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος φαίνεται να μην ήταν άσχετος προς την επιστροφή τους στον Χριστιανικό Μύθο (όπως άλλωστε και ο Α΄ Παγκόσμιος), και πώς η επιστροφή αυτή πραγματοποιήθηκε με καινούργια, για τον καθένα τους, λογοτεχνική μορφή: για τον Σικελιανό με δύο τραγωδίες, και για τον Καζαντζάκη με δύο μυθιστορήματα.

          Για την ακρίβεια, οφείλω να προσθέσω πώς ο Σικελιανός, το 1941 έγραψε και δύο ποιήματα άμεσα αναφερόμενα στον Χριστό: «Άγραφον» και «Διόνυσος επί λίκνω». Από τα δύο, το «Άγραφον» είναι το πιό πρωτότυπο και το πιό γνήσια ταπεινό: παραλληλίζει δραματικά τον Ιησού και τον «στερνό» μαθητή του, δηλ. τον ίδιο τον ποιητή, να αντιμετωπίζουν το κάπως μπωντλαιρικό ψοφίμι ενός σκύλου σε ένα σκουπιδότοπο, που μέσα στα σύγχρονα συμφραζόμενα συμβολίζει την αποσύνθεση του ευρωπαϊκού πολιτισμού, και να αντλούν καρτερία και ελπίδα από την θέα της λευκότητας των δοντιών του. Όπως δηλώνει ο τίτλος, ο μύθος του ποιήματος βασίζεται σε προφορική παράδοση- πολύ πιό σημαντικό βήμα απομάκρυνσης από την Καινή Διαθήκη από ό,τι ήταν τα Απόκρυφα. Το «Διόνυσος επί λίκνω» συνίσταται σε μιά ένθερμη νυκτερινή προσευχή την παραμονή των Χριστουγέννων και σε μιά επίσημη υπόσχεση υπεράσπισης του νεογέννητου θεού ενάντια στις δυνάμεις του σκότους. Μιά ώριμη πραγμάτωση του νεανικού νιτσεϊκού συγκρητισμού του Σικελιανού και του θέματος των Salvatores Dei.

Όμως, αλήθεια, η σημαντικότερη και πιο δημιουργική συμβολή του Σικελιανού στον Χριστιανικό Μύθο βρίσκεται στις δύο τραγωδίες που έγραψε το 1945 και το 1946- Ο Χριστός στη Ρώμη και Χριστός Λυόμενος ή Ο Θάνατος του Διγενή και οι οποίες πάντως αποτελούν το επιστέγασμα της παραγνωρισμένης ποιητικής δραματουργίας του, κυρίως γνωστής από την άνιση Σίβυλλα. Στις δύο αυτές τραγωδίες, ο Σικελιανός επιτέλους ξεπέρασε τον πειρασμό, του «πέμπτου Ευαγγελιστή» (που ακόμα υποφώσκει στον απελπισμένο μεσσιανισμό της Σίβυλλας), πειρασμό που ο Καζαντζάκης στάθηκε ανήμπορος να τον υπερνικήσει ως το τέλος.

          Ο Χριστός στη Ρώμη βασίζεται χαλαρά στις Πράξεις, αλλά πραγματικά αντιπαρατάσσεται τους πρώτους Χριστιανούς στον Καισαροπαπισμό του Νέρωνα, με τρόπο πολύ πιό αποτελεσματικό από ό,τι συμβαίνει με τους ειδωλολάτρες αδελφούς τους στην Σίβυλλα. Επίσης, τελείως εξαιρετικά για τον Σικελιανό, τούτη η τραγωδία δεν έχει ορατόν, ατομικό πρωταγωνιστή. Η Σταύρωση κυριολεκτικά αναπαριστάνεται από μιά ομάδα Μυστών, αλλά το Μυστήριο της Μετάληψης διακόπτεται απότομα από  το πεινασμένο πλήθος. Ως και το μαρτύριο του Πέτρου είναι απλώς ένα επεισόδιο στον συλλογικό αγώνα Εβραίων και Ελλήνων για μιά Έξοδο προς τα Νέα Ιεροσόλυμα.

          Οι ίδιες πνευματικές και πολιτικές εμπειρίες της Κατοχής χρησιμοποιούνται με ακόμη μεγαλύτερη δημιουργική ελευθερία στον Χριστό Λυόμενο. Ο παραδοσιακός μεσαιωνικός ήρωας Διγενής εμφανίζεται, σύμφωνα με τις ιστορικές εικασίες του βυζαντινολόγου Henri Gregoire, ως ο ηγέτης της αίρεσης των Παυλικιανών, πού απορρίπτουν την δολοφονική κοσμική εξουσία του αυτοκράτορα Βασιλείου Α΄ και το επίσημο δόγμα της Σωτηρίας διαμέσου μιάς αέναα επαναλαμβανόμενης Σταύρωσης. Ο Χριστός ταυτίζεται σιωπηρά με τον Προμηθέα και η πρόσφατη εμπειρία της λαϊκής αντίστασης ενάντια στον Φασισμό δίνει νέο νόημα στον ουσιαστικό ανθρωπισμό της αρχικής διδασκαλίας του Ιησού:

          … ζητάμε το Χριστό στον κόσμο

          να ξαναρθεί, στην γην απάνω, καθώς ήταν

          των τριάντα- τριώ χρονώ το κύμα την καρδιά του

          σα φούσκωνε ψηλό, τον τύραννο να πνίξει…

          Τόνε ζητάμε- ακούς;- τριάντα- τριώ χρονώ σα ήταν,

          πρίν ζωγραφίσατε στο πλάι του ένα γέρο,

          κι απάνωθέ του ένα πουλί, το Πνέμα, πού’ ναι

          για να σκορπάει το Λόγο από μιάν άκρη σ’ άλλη

          της γης, και πού τον κλείσατε σφιχτό ένα κόμπο

          στο Τετραβάγγελο, σε θήκη από βαρύ χρυσάφι,

          να σκύβει ο κόσμος το χρυσάφι να φιλεί και το δικό σας χέρι…

          Εμείς, ζητάμε το σταυρό να κόψουμε απ’ τη ρίζα,

          δέντρο ζωής στη θέση του τρανό ν’ ανέβει

          και να φουντώσει γύρα του ο παράδεισος τ’ Ανθρώπου…

          Τί ο κάθε Χριστιανός μπορεί ο Χριστός να γίνει,

          κ’ η κάθε Χριστιανή μιά Παναγιά…

                         (στ. 382-397)

Είναι νομίζω, πολύ  ικανοποιητικό να βλέπει κανείς τον Σικελιανό να κλείνει με τόση βιωμένην ωριμότητα τον κύκλο που άνοιξε με την συνείδηση της Πίστης: επιστροφή στη Μάνα του Γιού του Ανθρώπου, ενός ανθρώπου επιτέλους αυτοδύναμα ελευθερωμένου από τον φόβο, όχι απλώς του θανάτου αλλά και της μεταθανάτιας ζωής.

(*) Ελληνική απόδοση ανακοίνωσης που διαβάστηκε αγγλικά στις 30 Δεκεμβρίου 1979 στο Συμπόσιο της Modern Language Association στον Άγιο Φραγκίσκο. Το θέμα, προσδιορισμένο από την Modern Greek Studies Association, είχε κατανεμηθεί από τον προεδρεύοντα του Ελληνικού Τμήματος, καθηγητή Θανάση Μασκαλέρη, ως εξής: «Ο Κλασικός Μύθος στον Σικελιανό» (Edmund Keeley), «Ο Χριστιανικός Μύθος στον Σικελιανό» (Γ. Π. Σαββίδης) και «Κοσμικός Μύθος στον Σικελιανό» (Νάνος Βαλαωρίτης).

          Χρησιμοποίησα κάποιες απόψεις από μιά επιφυλλίδα μου δημοσιευμένη στο Βήμα της 10 Νοεμβρίου 1973 με τίτλο «Ο Πειρασμός του Ευαγγελιστή» (βλ. τώρα Εφήμερον Σπέρμα, Ερμής 1978, σ.σ. 43-48). Καθώς και στοιχεία από μιά παλαιότερη εργασία μου, «Βιβλιογραφικά στον Σικελιανό», περιοδικό Ηώς, Αφιέρωμα Εύας Σικελιανού, τεύχος 103-107, 1966, σ.σ. 309-310.

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

1., Theodore Ziolkowski, Fictional Transfigurations of Jesus, Princeton U. P. 1972.

2., Πάσχα των Ελλήνων, Ι «Καθαρμοί», στ. 2

3., Λυρικός Βίος, Α΄, Ίκαρος 1965, σ.34

4., Ο. π., σ.37

5., Ακριβέστερα, «Ο Ιησούς στη Βηθανία» η «Μαγδαληνή» και ο «Ύμνος στην Παναγία» χαρακτηρίζονται από τον ίδιο τον ποιητή ως αποσπάσματα. Βλ. Λυρικός Βίος, Γ΄, Οι Φίλοι του Βιβλίου, 1947, σ. 129.

6., Το κείμενο αυτό πρωτοδημοσιεύτηκε στο περ. Οι Νέοι, Μάιος 1919, σ.57 κ.ε. και αναδημοσιεύτηκε και στις δύο εκδόσεις του Λυρικού Βίου.

7., Θεοδώρου Ξύδη, Άγγελος Σικελιανός, Ίκαρος (2)1979, σ.135

8., Βλ. Ξύδη, ό.π., σ. 141 κ.ε.

9., Λυρικός Βίος, Α΄, Ίκαρος 1965, σ.σ. 35-37. Η τελευταία παράγραφος, αποκτά νέο, απροσδόκητο βάρος ύστερα από την ανακάλυψη και δημοσίευση των Γνωστικών Ευαγγελίων του Nag Hammadi.

10., Π. Πρεβελάκη, Ο ποιητής και το ποίημα της Οδύσσειας, Βιβλιοπωλείο της Εστίας, 1958, σ.310.

11., Π.χ. «Ο Ιησούς στη Βηθανία» και η «Μαγδαληνή», μολονότι δημοσιεύτηκαν το 1926, χρονολογούνται ρητά «Μάης του 1918». Βλέπ. Πρόχειρα Γ. Κ. Κατσίμπαλη, Βιβλιογραφία Α. Σικελιανού, 1946, λήμμα αρ. 118.

     ΓΙΩΡΓΟΣ Π. ΣΑΒΒΙΔΗΣ, σελ. 35-43.

Στον τόμο ΚΟΤΙΝΟΣ ΣΤΟΝ ΑΓΓΕΛΟ ΣΙΚΕΛΙΑΝΟ. ΤΡΙΑΝΤΑ ΧΡΟΝΙΑ ΑΠΟ ΤΟΝ ΘΑΝΑΤΟ ΤΟΥ. Δεύτερη έκδοση. ΤΕΤΡΑΔΙΑ ΕΥΘΥΝΗΣ Νούμερο 11/11, 1980.

Σχετικά

Πριν λίγες μέρες (26/6/2025) ανήρτησα στα Λογοτεχνικά Πάρεργα, το τρίτο κατά σειρά (20/6/2019) και (25/10/2024) σημείωμα για τον μείζονα ανάμεσα στους σύγχρονους έλληνες ποιητές Άγγελο Σικελιανό. Θεωρώ ότι δεν χρειάζονται συστάσεις για το ποιητικό μέγεθος, την ποιότητα και την ποιητική προβληματική του Ορφικού δημιουργού. Του Λευκαδίτη ποιητή ο οποίος όχι μόνο ξεπέρασε τα πνευματικά σύνορα της γενέθλιας νήσου του αλλά και της χώρας μας, σημαδεύοντας θετικά και δημιουργικά με τις εμπνευσμένες συλλήψεις του, τις καλλιτεχνικές δράσεις του, τον πεζό και ποιητικό λόγο του τα Ελληνικά Γράμματα τον προηγούμενο αιώνα. Ο διεθνώς αναγνωρισμένος και καταξιωμένος έλληνας ποιητής Άγγελος Σικελιανός-όπως και ορισμένοι άλλοι μεγάλοι μας ποιητές ο Διονύσιος Σολωμός, ο Αριστοτέλης Βαλαωρίτης, ο Κωστής Παλαμάς, ο Γιώργος Σεφέρης, ο Γιάννης Ρίτσος, ο Οδυσσέας Ελύτης κλπ., δεν υπήρξαν μόνο ενεργά και δυναμικά παρόντες με τις ατομικές τους πράξεις, τον λόγο και τα γραπτά τους, το έργο τους στα Ελληνικά Γράμματα, εμπλουτίζοντας την Ελληνική Γραμματεία με το υψηλό ήθος της συγγραφικής τους παρουσίας αλλά και ενεργά μετέχοντες στα φριχτά καθέκαστα και φοβερά και τραγικά γεγονότα που συντάραξαν την Ελληνική Ιστορία και Κοινωνία. Το έργο και τα δημοσιεύματά τους είναι η απάντηση που έδωσαν ως Εθνικοί Έλληνες Ποιητές στα γεγονότα και συμβάντα που ταλάνισαν και βασάνισαν την πατρίδα μας για μακρό χρονικό  διάστημα, της Ελλάδας, ως ελεύθερο και ανεξάρτητο κράτος μετά την απελευθέρωσή μας από τον Οθωμανικό Τούρκικο ζυγό. Παράλληλα, με την φωνή τους έδωσαν την προσωπική τους απάντηση, σαν έλληνες πολίτες, άτομα αυτής της πατρίδας στις εσωτερικές διαμάχες και εμφύλιους σπαραγμούς, πολιτικές κυβερνητικές ανακατατάξεις που υπέστη ο Ελληνικός Λαός μέχρι την μεταπολίτευση του 1974. Οι φωνές και τα γραπτά των ποιητών είναι η απάντηση των Νέων της γενιάς τους για όσα συνέβησαν τον τελευταίο αιώνα στο ελληνικό σώμα, ενώ, με ένα μέρος της πνευματικής και καλλιτεχνικής δημιουργίας τους έστησαν γέφυρες επικοινωνίας της ελληνικής ποιητικής παράδοσης, γλώσσας, μορφής, θεματολογίας με τις ποιητικές παραδόσεις άλλων λαών ιδιαίτερα των δυτικοευρωπαϊκών. Για να μπορέσουν όμως να αρθρώσουν οι έλληνες ποιητές έναν ισότιμο και άξιο λόγου εθνικό ποιητικό λόγο, όφειλαν να γνωρίσουν τις ρίζες τους, να έρθουν σε επαφή με τα ριζώματα και τα νάματα της παράδοσής τους, είτε λαϊκής είτε λόγιας. Η Ελληνικότητα δεν ήταν κάτι δεδομένο, έπρεπε να ανακαλυφθεί εκ νέου, να βρεθούν οι ιστορικοί της κόμβοι, τα έργα και τα ανθρωποβιώματα εκείνα που κράτησαν όρθια την εθνική της φυλής συνείδηση και όψη στα τετρακόσια χρόνια της σκλαβιάς. Τα πάσης φύσεως κληροδοτήματα της Αρχαίας Ελλάδας, η φιλοσοφική της όψη και προβληματική, η πολιτική της διακυβέρνηση-ως Εκκλησία του Δήμου- ο ποιητικός λόγος των διαφόρων γεωγραφικών διαμερισμάτων της χώρας εντός και εκτός (Ιωνία, η Μεγάλη Ελλάδα), τα έργα των αρχαίων τραγικών, κωμωδών, η οντολογική θεώρηση και μεταφυσικές της θρησκευτικές δοξασίες που αναπτύχθηκαν στα ελληνικά χώματα κατά την διάρκεια της πολιτικής της εξουσίας των Πόλεων-Κράτους έναντι των άλλων μεγάλων Πόλεων, το αισθητικό βλέμμα των ανθρώπων όπως καλλιεργήθηκε και αναπτύχθηκε στο κεντρικό τοπόσημο της αρχαιότητας την Αθήνα, διαμόρφωσαν την ιδιομορφία και την ιδιοπροσωπεία του Έλληνα Ανθρώπου στο ιστορικό του βάδισμα. Όμως, η Ελληνική Ιστορία, δεν σταμάτησε το 146 μετά την κατάληψή της από τους Ρωμαίους, συνεχίστηκε μέσα από άλλους διαύλους στο χρόνο. Η Αρχαία Κληρονομιά και οι αντιλήψεις των κατοίκων της χερσονήσου του Αίμου τροφοδότησε τα κατοπινά χρόνια την Βυζαντινή Αυτοκρατορία και την πολυπολιτισμική, πολυγλωσσική, εθνική της ταυτότητα ως κρατική οντότητα. Μπορεί μετά από πολλές εσωτερικές πολεμικές διαμάχες και συγκρούσεις εντός του αυτοκρατορικού βυζαντινού κρατικού ιστού να επεκράτησε η Νέα Θρησκεία, ο Χριστιανισμός όπως θεσμοθετήθηκε από τις Οικουμενικές Συνόδους και Αυτοκρατορικά διατάγματα, μπορεί να εκδόθηκαν απαγορευτικοί νόμοι που ζητούσαν από τους κατοίκους της αυτοκρατορίας την καταστροφή των παλαιών Εθνικών Ναών και Μνημείων, να απαγορεύονταν ελευθέρως και δημοσίως να λατρεύουν τους αρχαίους ειδωλολατρικούς Θεούς, όμως, οι παλαιές θρησκευτικές παραδόσεις και δοξασίες, οι Αρχαίοι Θεοί εξακολούθησαν να τροφοδοτούν και να εμπνέουν τις ζωές και τις συνειδήσεις των ανθρώπων. Το Βυζάντιο όπως έχει λεχθεί υπήρξε στο μεγαλύτερο χρονικό διάστημα που υφίστατο ως αυτοκρατορία ελληνόγλωσσο στην πανσπερμία των κατοίκων του αλλά όχι Ελληνικό. Οι παλαιοί Εθνικοί Θεοί των Ελλήνων και άλλων αρχαίων Λαών της Μεσογειακής λεκάνης που είχαν ενταχθεί στο Ελληνικό της Θεολογίας Πάνθεον πίστης και παράδοσης, των προ Ομηρικών και μετά Ομηρικών χρόνων, η Θεογονία και η Κοσμογονία τους διοχετεύτηκε άμεσα ή έμμεσα, φανερά ή υποδόρια στο νέο θρησκευτικό μοντέλο της ανθρωπογενούς οντολογίας της Χριστιανικής Μυθολογίας ως μεταφυσικής πρόταση, της Εικονογραφικής Μυθογραφίας των χριστιανών συγγραφέων και απολογητών-ομολογητών της νέας Πίστης στην φιλοδοξία εδραίωσής της. Σε αυτό βοήθησε το ελληνικό αλφάβητο. Η δοξαστική υμνογραφία των Αρχαίων Θεών, Ημιθέων και Ηρώων, όπως εκφράστηκε με την ελληνική γλώσσα μεταφέρθηκε ως ποιητικό-συγγραφικό πρότυπο για την περιγραφή του σκηνικού της θείας χριστιανικής οικογένειας των προσώπων της και των  αγίων της εικονογράφηση. Τα κοσμητικά επίθετα που υιοθετούσαν οι αρχαίοι Εθνικοί Έλληνες και κοσμούσαν τους παλαιούς Θεούς και Θεές στις λατρευτικές τους λειτουργίες και πρακτικές, μεταλαμπαδεύτηκαν ως προσφωνήσεις στο Χριστιανικό Αγιολόγιο αρμονικά, αλλάζοντας την ονοματολογία των αρχαίων της θρησκείας Συμβόλων. Ο Θεός Διόνυσος, ο Απόλλωνας, η παντοδύναμη μορφή του Δία, η Δήμητρα, η Περσεφόνη, ο Ποσειδώνας, η Αθηνά και άλλες μορφές του Εθνικού των Ελλήνων δωδεκαθέου και τα Ηρωικά τους κατορθώματα και δραστικές επεμβάσεις στις ζωές των ανθρώπων, συνεχίστηκαν εν ετέρα Χριστιανική μορφή και ονοματολογία στους Βυζαντινούς της Ελληνικής Ιστορικής περιπέτειας αιώνες. Παρά τις θρησκευτικές συμπλεύσεις των δύο θρησκευτικών διαμετρικά αντίθετων δοξασιών και κοσμοαντιλήψεων, ο κεντρικός αρχέγονος Μύθος της γέννησης, της αναγέννησης, του θανάτου και της ανάστασης των Θεών (ορισμένων τουλάχιστον από αυτούς, αυτούς που ονομάζουμε Θεούς της Βλάστησης, της εναλλαγής των Εποχών) παρέμεινε ακμαίος, ζωντανός, ανθηρός στις συνειδήσεις και ζωές των ανθρώπων, συνεχίστηκε με ποικίλους τρόπους και λαβυρίνθους επικοινωνίας, διοχετεύτηκε στο Χριστιανικό Πάνθεον. Μορφές των ριζών της Ελληνικότητας και της μακραίωνης παράδοσής της αντλήθηκαν μεν από την Αρχαία Κλασική Ελλάδα οικοδομήθηκαν δε κατά την κατοπινή Χριστιανική Βυζαντινή περίοδο.

Την αναζήτηση του διαχρονικού αυτού Σώματος, τα μέλη και τα ανθοφόρα κλαδιά του ιχνηλάτησαν μεταξύ άλλων οι έλληνες ποιητές, πεζογράφοι και ιδιαίτερα οι δημιουργοί της Γενιάς του 1930, της οποίας οι δημιουργοί ιχνομυθώντας έργα και φυσιογνωμίες θέλησαν να κατοχυρώσουν την ιστορική τους αυτοσυνειδησία ως Έλληνες και να μιλήσουν για την ταυτότητα του Νέου Ελληνισμού στους κατοίκους και τους κύκλους των διανοουμένων της Δύσης και των πολιτισμικών επιτευγμάτων της. Και ο κεντρικότερος όρος αναγνώρισης της πνευματικής αξίας και κληρονομιάς της Ελλάδας ως ενιαίο Σώμα της Ελληνικότητας στο χρόνο είναι η Παιδεία, τα Γράμματα και οι Τέχνες, ό,τι μας κληροδότησαν ή οικοδόμησαν, κατασκεύασαν ή έγραψαν, μίλησαν οι αρχαίοι κάτοικοι. Ό,τι περιβλήθηκε, εντάχθηκε στην σφαίρα του ζωοποιού Μύθου.

Ο ποιητής και οραματιστής Άγγελος Σικελιανός είναι η σημαντικότερη περίπτωση στον χώρο των Ελληνικών Γραμμάτων ο οποίος οραματίστηκε να συγχωνεύσει τον αρχαίο Μύθο με τον Χριστιανικό και το πέτυχε εκπληκτικά, και ενδέχεται, σε σχέση με άλλους έλληνες ποιητές ή ποιήτριες να είναι ο μοναδικός έλληνας ποιητής που σπούδασε τόσο επισταμένα και ενδελεχώς τα αρχαία κείμενα, μελετώντας την παράδοση της Θεογονίας και Κοσμογονίας των Αρχαίων Θεών. Το ίδιο έπραξε και με τα ιερά κείμενα της Χριστιανικής Θεολογίας και της παράδοσής της. Ίσως περισσότερο και από τον Νίκο Καζαντζάκη ο οποίος μπλέχτηκε στα δίχτυα της γλώσσας και της τάσης του να βιώσει και να μας μιλήσει για τα πάντα, προγενέστερά του και σύγχρονά του. Ο Άγγελος Σικελιανός, ο μεγαλόστομος, παρέμεινε κάτω από την σκέπη της διδασκαλίας των Ορφικών και αυτήν επεξεργάστηκε στις ποιητικές του συνθέσεις. Το αν κατόρθωσε στην ποιητική του κυριολεξία να ενώσει τους δύο κεντρικούς οικουμενικούς Μύθους του δυτικού πολιτισμού, τον Αρχαίο Μύθο με τον Χριστιανικό, τον Διόνυσο και τα ιερουργά Πάθη του με αυτά του Χριστού και τα ιερουργά μυστηριακά Πάθη του, τον Απόλλωνα με τον Ιησού είναι κάτι που δεν θα έδιναν καταφατική ή αποφατική απάντηση τα Λογοτεχνικά Πάρεργα, θα προτιμούσαν να θέσουν ερωτήματα, να εκθέσουν απορίες και θέσεων εκδοχές, να αναζητήσουν πηγές, να ψάξουν στην ανεύρεση στοιχείων και τεκμηρίων από προγενέστερες ερευνητικές φωνές και συγγραφείς. Όπως έπραξαν και με το εμπεριστατωμένο και επιστημονικά έγκυρο κείμενο του κυρού καθηγητή Γιώργου Π. Σαββίδη.

Το καλογραμμένο και ενδιαφέρον κείμενο του Γ. Π. Σαββίδη φιλολογικού επιμελητή των Απάντων του Άγγελου Σικελιανού που εκδόθηκαν και κυκλοφορούν από τις εκδόσεις «Ίκαρος» δεν θέλησα να το μεταφέρω στο προηγούμενο σημείωμα του «Κότινος στον Άγγελο Σικελιανό» των Τετραδίων Ευθύνης, θέλησα να το μεταφέρω ξεχωριστά μια και έχει την δική του ερμηνευτική διαπραγματευτική φιλολογική βαρύτητα και αξία, και προϋποθέτει εκτός από το αναγκαίο επίπεδο γνώσεων και πληροφοριών πάνω στην αρχαία ορφική και διονυσιακή θρησκεία και κοσμολογία των αρχαίων ελλήνων και μία σειρά βοηθημάτων πάνω στην χριστιανική θρησκευτική μυθολογία και οντολογία. Να σημειώσουμε μόνο ότι στην σειρά «Άρτος Ζωής» κυκλοφορούν μελέτες για τις αρχές του χριστιανικού κινήματος στον αρχαίο κόσμο. Ο κυρός θεολόγος και συγγραφέας Σάββας Αγουρίδης έχει εκδώσει σε δική του επιμέλεια «Τα Απόκρυφα Ευαγγέλια» και άλλα μελετήματα για τον Ιησού. Στα ελληνικά κυκλοφορούν εδώ και χρόνια τα βιβλία του γάλλου συγγραφέα Ερνέστου Ρενάν, του θιασώτη της θεωρίας του ιστορικού Χριστού.

     Όπως και νάχει το σίγουρο είναι ότι στην ελληνική και παγκόσμια φιλολογική γραμματεία ο Μύθος του Ιησού (ή όσων αποδέχονται την θεία φύση του), παρέμεινε παρών διαχρονικά μέσα στην Ιστορία, το πρόσωπό του και τα λόγια του έγιναν θεματική ύλη σε εκατοντάδες ποιητικά και πεζογραφικά έργα πλείστων συγγραφέων. Αν και από το σκηνικό της Χριστιανικής Μυθολογίας τα πρόσωπα στα οποία επικεντρώθηκε το ενδιαφέρον περισσότερο μάλλον, ήσαν αυτό της Μάνας Παναγίας και της Μαρίας Μαγδαληνής, διαχρονικά σύμβολα στις θρησκευτικές συνειδήσεις των πιστών. Όσον αφορά το σύγχρονο των ημερών μας πρόσωπο της Ελληνικότητας, των ριζωμάτων της Ελληνικής ταυτότητας, παρά τις ερμηνευτικές διασαφήσεις και επικεντρώσεις αρκετών ελλήνων δημιουργών σε έργα κόμβους, η πολυεκδοχικότητά της είναι η μοντέρνα και σύγχρονη πορεία της στον 21ο αιώνα όπως μας δείχνει η παρουσία των απανταχού Ελλήνων. Παρακινδυνευμένα θα γράφαμε ότι το σύγχρονο πρόσωπο της Ελληνικότητας το εκφράζει ο Ελληνισμός της διασποράς, σε αντίθεση με εμάς τους Ελλαδίτες που μείναμε «δέσμιοι» μιάς κρατικών προδιαγραφών Ελλαδικότητας.

Το εκκρεμές συνεχίζεται.

Γιώργος Χ. Μπαλούρδος

Πειραιάς

Σάββατο 28 Ιουνίου 2025

                                 

Πέμπτη 26 Ιουνίου 2025

ΚΟΤΙΝΟΣ ΣΤΟΝ ΑΓΓΕΛΟ ΣΙΚΕΛΙΑΝΟ

 

ΚΟΤΙΝΟΣ  ΣΤΟΝ  ΑΓΓΕΛΟ  ΣΙΚΕΛΙΑΝΟ

ΤΡΙΑΝΤΑ  ΧΡΟΝΙΑ  ΑΠΟ  ΤΟΝ  ΘΑΝΑΤΟ  ΤΟΥ

ΤΕΤΡΑΔΙΑ  ΕΥΘΥΝΗΣ  Νούμερο 11/11,1980, σ. 192

Δεύτερη  Έκδοση,  διαστάσεις 16.5Χ 25, δραχμές 500

[ΤΟ ΕΝΔΕΚΑΤΟ ΤΕΤΡΑΔΙΟ ΤΗΣ «ΕΥΘΥΝΗΣ» ΑΦΙΕΡΩΜΕΝΟ ΣΤΟΝ ΑΓΓΕΛΟ ΣΙΚΕΛΙΑΝΟ ΓΙΑ ΤΑ ΤΡΙΑΝΤΑ ΧΡΟΝΙΑ ΑΠΟ ΤΟ ΘΑΝΑΤΟ ΤΟΥ ΤΥΠΩΘΗΚΕ ΤΟΝ ΝΟΕΜΒΡΙΟ ΤΟΥ 1980 ΣΤΟ ΤΥΠΟΓΡΑΦΕΙΟ ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ Κ. ΠΑΡΙΣΙΑΝΟΥ ΣΤΗ ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΗ ΑΤΤΙΚΗΣ]

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

ΕΥΘΥΝΗ, 7-8, ΠΟΙΗΤΗΣ  ΚΑΙ  ΜΥΣΤΗΣ

                   ΠΟΙΗΤΗΣ  ΚΑΙ  ΜΥΣΤΗΣ

          Στο χρόνο που μας έρχεται συμπληρώνονται κιόλας 30 χρόνια από τότε που ο Άγγελος Σικελιανός σφάλισε τα μεγάλα μάτια του κι έφυγε ανηφορίζοντας στα ουράνια, απ’ όπου στα 1884 είχε κατέβει στη γη.

          Για τέτοιους αντρειωμένους του πνεύματος η μνήμη της θανής δεν φέρνει δάκρυα αλλά θάμβος στην ψυχή και στο νου έξαρση και φωτισμό. Με τέτοια αισθήματα και καθώς ο κηλιδωμένος αυτός αιώνας γέρνει προς τη δύση του, στεκόμαστε σ’ ένα καταράχι κι αντικρύζουμε πάλι τον Σικελιανό, φορτισμένοι με την πείρα πικρών ημερών και τη θανάσιμη αγωνία μιάς εποχής που σύντριψε πολλές βεβαιότητες της ψυχής και μας βύθισε στην ταπείνωση μιάς ανθρώπινης σχετικότητας των πάντων. Τον αντικρύζουμε τρισμέγιστο κι ολόφωτο, πνευματικά ακέραιο και ποιητικά εγκυρότατο, να συγκερνά, να συντήκει μέσα στο εύρος της τιτάνιας έμπνευσής του και στον τόνο του ποιητικού του λόγου ολόκληρο τον Ελληνισμό, από την αρχαιότητα ως τα νεώτερα χρόνια.

          Είναι ποιητής σπανίου διαμετρήματος, είναι μύστης και ιεροφάντης. Έφερε τον ποιητικό λόγο στα χείλη πυθικά, έφτασε την ελληνική παράδοση σε μιά ώρα που ξανάγινε επίκαιρη, βιώσιμη, κι έδειξε την αιώνια ειδή της μέσα στην πενιχρότητα μιάς ζωής, του τόπου μας, βασανισμένης από την Ιστορία.

          Σ’ αυτόν βρίσκουμε, σε κράση μοναδική, την ευρωστία του λόγου και την υψηλοφροσύνη του ήθους,  τον ένθεο οραματισμό και την συνείδηση της εθνικής αποστολής, τον βάρδο και τον απόστολο, τον Έλληνα και τον άνθρωπο, στην μεγαλοσύνη και το ακήρατο κάλλος τους.

          Ήταν και ε ί ν α ι  ο Άγγελος Σικελιανός ένα ανάστημα γιγάντιο, αξεπέραστο του πνευματικού μας βίου, μιά γενναιόδωρη ψυχή και μιά βαθιά φιλάνθρωπη καρδιά.

          Η «Ευθύνη», με το Τετράδιο αυτό, επιθυμεί να τον ορθώσει ως υπόδειγμα, στο σύνορο των καιρών, επικεφαλής των Νέων Ελλήνων: υπόδειγμα υψηλού έργου και νοηματισμένου βίου που εξαγίασε η αγάπη στην Ελλάδα και η πίστη στην ιερότητα του ποιητικού λόγου.

          Οι δάφνες πού τον σκεπάζουν θα παραμένουν αμάραντες στον αιώνα!

                                                Η «ΕΥΘΥΝΗ»

-ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΚΑΝΕΛΛΟΠΟΥΛΟΣ, 9-11, Ο «ΕΝΘΕΟΣ» ΑΓΓΕΛΟΣ ΣΙΚΕΛΙΑΝΟΣ

               Ο «ΕΝΘΕΟΣ» ΑΓΓΕΛΟΣ ΣΙΚΕΛΙΑΝΟΣ

     Ο Άγγελος Σικελιανός ήταν «ένθεος». Δεν ξέρω, αν μπορούμε να το πούμε για άλλο νεοέλληνα ποιητή. Ο χαρακτηρισμός δεν περιέχει αξιολόγηση με κριτήρια λογοτεχνικά. Με τη λέξη «ένθεος» (προτιμώ τον αρχαιότερο αυτόν τύπο) χαρακτηρίζω τον «άνθρωπο» Σικελιανό. Ήταν –όσοι τον γνώρισαν καλά θα συμφωνήσουν, νομίζω, μαζί μου- πλήρης θεού ή θεών. Τον κατείχε το Θείο σε κάθε στιγμή της ζωής του. Ήταν αδιάκοπα, χωρίς ανάπαυλα, ποιητής. Η ίδια η ανάσα του ήταν ποιητική.

          Αλλά ο «ένθεος» ποιητής ήταν και «ανθρώπινος, πολύ ανθρώπινος». ‘Έδινε πολλές φορές την εντύπωση, ότι ο Απόλλων και ο Διόνυσος, που και οι δυό τους κατοικούσαν μέσα του («ώ Απόλλων Διονυσόδοτε /και ώ Βάκχε Αθάνατε του νήφειν»!), τον είχαν απομακρύνει από τους απλούς ανθρώπους του καθημερινού μόχθου, από το λαό. Η εντύπωση αυτή δεν ανταποκρινόταν στη βαθύτερη αλήθεια του προσώπου του, του βίου του και του ποιητικού του έργου. Όχι μόνον ύστερ’ από το 1940, έτος που σημείωσε μιά μεγάλη καμπή στην ιστορία του λαού μας και στη δική του ζωή, αλλά και από τα πρώτα του βήματα και οράματα ο Άγγελος Σικελιανός ήταν πολύ κοντά στο λαό. Είκοσι χρονών έγραψε τον «Αλαφροΐσκιωτο», όπου διαβάζουμε τους στίχους: «Γύρα, στον κάμπο, στα βουνά, παντού ο αδρός αργάτης. Δίπλα στ’ αμπέκια ο πιστικός αγρύπναε κι ο δραγάτης. Ολούθε ο ιδρομέτωπος κυβέρναγε χωριάτης» Ο Άγγελος Σικελιανός, ο «ένθεος», ήταν πάντα, από τα νιάτα του, πολύ κοντά στο λαό. «Παντού ο λαός» και «ώ ο λαός αγαπημένος!», λέει ο εικοσάχρονος ποιητής. Η συντροφιά των χωρικών, των ανθρώπων του λαού γενικά, ήταν η πιό αγαπητή του συντροφιά. Υπερήφανος, μεγαλόστομος, λαμπρός μπροστά στους «μεγάλους», ήταν απλός και ταπεινός μπροστά στο «λαό». Τον αγάπησαν οι απλοί άνθρωποι του μόχθου. Από αυτούς προσδοκούσε ταπεινά αγάπη, όχι θαυμασμό Πάρα πάνω από τον Απόλλωνα κατοικούσε μέσα του ο Χριστός. Σωστότερα: Κατόρθωσε να ενώσει μέσα του σε ομοούσια τριάδα τον Απόλλωνα, τον Διόνυσο, τον Χριστό.

          Είχα την καλή τύχη να γνωρίσω πολύ νέος τον Άγγελο Σικελιανό. Με οδήγησαν κοντά του, στο 1924, οι αλησμόνητοι φίλοι μου αδελφοί Τουρνάκη, ο Γιάννης και ο Κώστας. Από τότε, ο δεσμός μου με τον ποιητή γινόταν όλο και πιό εγκάρδιος. Βρεθήκαμε, τον ίδιο χρόνο της πρώτης γνωριμίας μας, μαζί στην Ολυμπία. Εκεί του σύστησα έναν άλλο αλησμόνητο φίλο, που αφοσιώθηκε στον ποιητή, τον Γιώργο Καρανικολό. Έζησα θαυμάσιες ώρες και στην αητοφωλιά του, στους Δελφούς. Αργότερα, στο σπίτι του Κωστάκη και της Ιωάννας Τσάτσου (στην Πλάκα, Κυδαθηναίων, 9) βρεθήκαμε πολλές φορές μαζί. Σ’ ένα δοκίμιο, που δημοσιεύθηκε στη «Νέα Εστία» (Δεκέμβριος 1977) *, διηγήθηκα δύο χαρακτηριστικά περιστατικά του δεσμού μου με τον Άγγελο Σικελιανό: «Πήρε, το καλοκαίρι του 1939, από το υπουργείο Ασφαλείας την άδεια να με επισκεφθεί στο νησί της εξορίας μου, για να συστήσει στη γυναίκα μου και σε μένα τη δεύτερη σύζυγό του, την Άννα, και να μας απαγγείλει με την βροντερή φωνή του τα τελευταία ποιήματά του. Ήρθε, στα πρώτα έτη της Κατοχής (φθινόπωρο του 1941) στο σπιτάκι της στενής, τότε, οδού Αρδηττού- στέκεται ακόμα ανάμεσα σε πολυκατοικίες το σπιτάκι αυτό της γυναίκας μου- για να μας φέρει λίγα τρόφιμα (φρούτα). Έβρεχε. Από το παλιό ταβάνι περνούσαν πηχτές σταγόνες βροχής. Μας βοήθησαν να απλώσουμε και να στηρίξουμε ψηλά ένα σεντόνι».

          Η Κατοχή και η Αντίσταση δεν μεταμόρφωσαν, όπως νομίζουν ίσως πολλοί, τον Άγγελο Σικελιανό. Ο ποιητής-ο άνθρωπος- έμεινε ο ίδιος. Έζησε τα γεγονότα, τα μεγάλα, τα δραματικά, με την ίδια καρδιά, που είχε φυτέψει μέσα του- το όραμά της ήταν αδιάκοπα μπροστά του- η Μάνα του. Ο εικοσάχρονος λέει στον «Αλαφροΐσκιωτο»: «Εμέ, λεχώνα η μάνα μου, στη μπόρα τη μαρτιάτικη πούχε τα ουράνια ανοίξει, εσκιώθη και με πήρε στην αγκάλη της, τον πρώτο κεραυνό για να μου δείξει!» Είχε, λοιπόν, από την κούνια του, προετοιμαστεί για να υποδεχθεί στους κεραυνούς της Φύσης και της Ιστορίας. Τα μεγάλα γεγονότα τον έδειξαν ακόμα μεγαλύτερο. Αλλά ήταν πάντα μεγάλος. Και ο ποιητικός του λόγος ήταν μέγας. Περ’ από τα γνωστά είδη ποιητικού λόγου ή και από τις διάφορες «σχολές» και «μόδες», ο ποιητικός λόγος έχει πολλές ηχητικές βαθμίδες, που- από το pianissimo ως το fortissimo- αντιστοιχούν σε διαφορετικές ιδιοσυγκρασίες. Υπάρχει ο χαμηλόφωνος ποιητικός λόγος, που μπορεί νάναι κι’ αυτός βαθύς, πολύ βαθύς, και υπάρχει και ο ποιητικός λόγος, που χτυπάει στα τύμπανα της ακοής μας σαν τις καμπάνες της Αναστάσεως. Μεσ’ από τα ποιήματα του Άγγελου Σικελιανού- από τον «Αλαφροΐσκιωτο» ως τα δυό δραματικά μεγαλουργήματά του – «Ο Χριστός στη Ρώμη» και «Χριστός Λυόμενος (Ο θάνατος του Διγενή)», χτυπούν οι καμπάνες της Αναστάσεως.

     *Το δοκίμιο αυτό αναδημοσιεύθηκε στον τόμο: Π. Κανελλόπουλου, Δοκίμια και άλλα κείμενα σαράντα πέντε ετών (1935-1980) Θεσσαλονίκη, Εγνατία 1980, σελ. 318-326.

-Ι. Μ. ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΠΟΥΛΟΣ, 12-17, ΑΓΓΕΛΟΣ  ΣΙΚΕΛΙΑΝΟΣ (ένας χαρακτηρισμός)

-Ε. Π. ΠΑΠΑΝΟΥΤΣΟΣ, 18-21, ΣΙΚΕΛΙΑΝΟΣ

-Π. ΠΡΕΒΕΛΑΚΗΣ, 22-26, ΜΝΗΜΟΣΥΝΟ ΣΤΟ ΣΙΚΕΛΙΑΝΟ

-ΣΠΥΡΟΣ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ, 27-31, ΓΙΑ ΤΟΝ ΣΙΚΕΛΙΑΝΟ

-ΝΙΚΗΦΟΡΟΣ ΒΡΕΤΤΑΚΟΣ, 32-34, ΜΝΗΜΗ ΑΓΓΕΛΟΥ  ΣΙΚΕΛΙΑΝΟΥ

-ΓΙΩΡΓΟΣ Π. ΣΑΒΒΙΔΗΣ, 35-43, Ο  ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΟΣ  ΜΥΘΟΣ  ΣΤΟΝ  ΣΙΚΕΛΙΑΝΟ

-ΟΛΓΑ  ΒΟΤΣΗ, 44-50, Η  ΕΙΚΟΝΑ  ΣΤΗΝ  ΠΟΙΗΣΗ  ΤΟΥ  ΑΓΓΕΛΟΥ  ΣΙΚΕΛΙΑΝΟΥ

-ΝΙΚΟΣ Δ. ΚΑΡΟΥΖΟΣ, 51-53, Ο  ΕΜΠΕΔΟΚΛΕΙΟΣ  ΑΛΗΤΗΣ  ΜΕΣΑ  Σ’  ΕΝΑ  ΤΑΞΙ ΜΕ ΤΟΝ ΠΑΥΛΟ ΒΑΛΕΡΥ

            Ο ΕΜΠΕΔΟΚΛΕΙΟΣ ΑΛΗΤΗΣ

     ΜΕΣΑ Σ’ ΕΝΑ ΤΑΞΙ ΜΕ ΤΟΝ ΠΑΥΛΟ ΒΑΛΕΡΥ

    Δεν έχω την ανήλιαγη πρόθεση να ασκήσω κριτική. Δεν είναι για μένα κάτι τέτοια. Η κριτική σχετίζεται με επιφυλάξεις, το συνηθέστερο, χάνοντας απ’ τα μάτια της την ολικότητα. Η αίσθηση μονάχα υπάρχει στο δικό μου λογαριασμό. Πού ταυτίζεται με φ υ λ ά ξ ε ι ς του ορατού μέσα στο αόρατο και γνωρίζει, μόνη της, αυτή, να οδεύει προς το φώς του θανάτου. Τύπος αμύθητος της φυσικής μεταφυσικότητας αναδείχθηκε ο απρόσκλητος στο χώρο της παχυλότερης υλοφροσύνης Άγγελος Σικελιανός με την πενταθλητική καρδιά του, τελείως μπετοβενικός. Τί με νοιάζει εμένα το πώς είναι και φλύαρος και ανισότατος (και σ’ αυτό διαφέρει, ασφαλώς, από εκείνο το μεγάλο συνθέτη); Άς ξανάρθει εύκολα στον ίλιγγο της ζωής και της Ελλάδας μιά τόσο πελώρια αίσθηση… Δεν είναι κι άλλο του αίματος μυστικό. Η αίσθηση ή όπως ο ίδιος θάλεγε η αισθαντικότητα. Στην ομιλία που έκανε το 1936 για τον Παλαμά («Ο Παλαμάς ασκητής και μύστης») διαβάζουμε: «Τον προπερασμένο Σεπτέμβρη, πηγαίνοντας μιά μέρα με το Βαλερύ, (δεν θυμούμαι πιά καλά από ποιό δρόμο που ‘ναι πίσω από την Place Vendome) , μ’ ένα ταξί στο σπίτι του, συνεχίζαμε μιά κουβέντα για την εξαφάνιση από την πνευματική συνείδηση της εποχής μας ενός κεντρικού, ενός ουσιαστικά- έλεγα εγώ- θρησκευτικού κριτηρίου, που να φωτίζει με το γενικό του φώς και να διαστέλλει, και στις μέρες μας, την επίπλαστην αισθαντικότητα των αναρίθμητων «ναρθηκοφόρων» της Τέχνης, της Σκέψης και της Ζωής από την αισθαντικότητα των αυθεντικών δημιουργών, των καθαυτό «Βάκχων», ως το θέλει το Ορφικό ρητό του Πλάτωνα, από την αισθαντικότητα που, όπως το θέλει ο Γκαίτε κι ο Λεοπάρδι, αποτελεί, αυτή καθεαυτή, Αρετή.-Ναι, εκατάληξεν ελλειπτικά ο Βαλερύ, όλα κρέμονται από την αισθαντικότητα. (Oui, tout est suspendu a la sensibilite.)».

          Δεν είναι λίγες οι φορές που σκέφτηκα πώς ο Άγγελος Σικελιανός, βιγλάτορας της θεότητας, θάπρεπε να περνούσε κατά στιγμές ξαφνικές κι απροσμέτρητες σε εκείνη τη φώτιση της εκστατικής οντότητας, την ονομαζόμενη απ’ τη διδασκαλία του βουδισμού Ζεν: Satori. Στην πλήρη αποσυσχέτιση από κάθε σημάδι της ατομικότητας. Στο βαθύτερο υπαρκτικό γεγονός της ταυτότητας με το Όλο. Αυτό που ισχυρίζομαι το φανερώνει κατ’ επανάληψη το ποιητικό του έργο, μαρτυριέται όμως κι απ’ τη μεθυσμένη του καθημερινότητα.

          Ο Άγγελος Σικελιανός προέχει, κυρίως, ανάμεσα στους έλληνες ποιητές με το πιό καίριο και φλεγόμενο χαρακτηριστικό του: τη χλιδή της αιωνιότητας. Μιλώντας υπό τα δάκρυα  της έναστρης λύπης μου φαίνεται πώς κραυγάζει «αυτοδοξάζομαι» (*) τείνει πάντα ορθόκορμος με αδιάκοπη συνειδητότητα στου Απολύτου το δοξασμό και την άκλαυτη βίωση. Ας μου επιτρέψει ο αναγνώστης να κλείσω τη σημείωση τούτη με ένα ποίημα οπού πρίν από κάμποσα χρόνια δημοσίεψα στη «Νέα Εστία» με τίτλο «Άγγελος Σικελιανός».

          Χαντακωμένος μέσα στην απόλυτη του βίου σημασία

          μετάλαβε το θάνατο καθώς το σώμα και το αίμα.

          Πολύς καιρός τον περιμένει ξέσκεπος

          που θαλαμεύεται ψυχρά

          στη νοητή ευθεία του μέλλοντος.

          Αν όχι της ενότητας η άκρα ευδαιμονία

          τουλάχιστον ο έρωτας.

          Αν όχι ο θεός ολάκερος- τουλάχιστον η χάρη.

          Τί νάτανε λοιπόν αυτός ο αποφασισμένος λύτης;

          Άγριο φυλλοβόλι, ταπεινό νερό ή μέτωπο

          του αντίχρονου πολέμου;

          Συνταξιούχος αργοναύτης ή λεπτεπίλεπτος αετός

          έρημος εκκλησόκηπος ή πότης στην Ελευσίνα;

          Κ’ έχοντας την ορμή της επιείκειας

          μήπως ένας χριστιανός απ’ τους ρωμαίους;

          Ό,τι και νάτανε μαθήτεψε στη μεγαλοσύνη

          πλούσια ρημαγμένος.

          Ψαλίδιζε τις αστραπές μοίραζε τους ανέμους.

          Τάβαζε με τη λησμονιά ταυρίζοντας το Λόγο.

          Κι αν φύτευε αμπέλια έτσι θάτανε

          κι αν ξόδευε τη μοίρα στις παλαίστρες

          έτσι πάλι.

          Μονάχος έσυρε τον τράγο στο βουβό μαχαίρι.

          Μονάχος στάθηκε, νομίζω, και σ’ όλη τη ζωή του.

          Φέρνοντας ένα γύρο στην αμέτοχη ματιά

          κείνη που χάριζε τα νιόφυτα βιώματα.

          Γλυστρώντας ευόνειρος μεσ’ στα στήθη.

          Τώρα πλανιέται μακριά

          στη χαίτη των άστρων επιβάτης ακράτητος

          με το μαράζι του ήλιου.

          Γι’ αυτό κι ο θάνατος τον ασήμωσε

          μ’ ένα βαρύ τάλλαρο χρυσό

          των λαμπερών αγώνων.

(*) Με την έννοια που ο Ίμπν Μανσούρ, ο μεγάλος «σουφί» του δέκατου αιώνα, ονόμαζε τον εαυτό του Θεό, λέγοντας: Ana Al Haq (Είμαι η Αλήθεια).            

-ΧΡΗΣΤΟΣ  ΜΑΛΕΒΙΤΣΗΣ, 54-62, Ο  ΑΛΑΦΡΟΪΣΚΙΩΤΟΣ  ΣΙΚΕΛΙΑΝΟΣ

-ΠΕΤΡΟΣ ΧΡΟΝΑΣ, 63-71,  ΣΤΟ  ΣΤΑΘΜΟ  ΤΟΥ ΔΙΑΚΟΦΤΟΥ

-ΚΩΣΤΑΣ Π. ΜΙΧΑΗΛΙΔΗΣ, 72-84, ΟΙ  ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ ΣΤΗΝ ΠΟΙΗΣΗ ΤΟΥ ΑΓΓΕΛΟΥ ΣΙΚΕΛΙΑΝΟΥ

-ΚΩΣΤΑΣ ΓΕΩΡΓΟΥΣΟΠΟΥΛΟΣ, 85-89, Ο «ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΔΙΓΕΝΗ»  ΑΠΟΠΕΙΡΑ ΑΝΑΓΝΩΡΙΣΗΣ

          Ο «ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΔΙΓΕΝΗ» ΑΠΟΠΕΙΡΑ ΑΝΑΓΝΩΡΙΣΗΣ

     Ο Σικελιανός έγραψε το «Θάνατο του Διγενή» ανάμεσα στο 1945 και το Δεκέμβρη του 1947. Το τελευταίο όριο δηλώνεται στην έκδοση του Γαλλικού Ινστιτούτου που τύπωσε το έργο στο τυπογραφείο του Μηνά Μυρτίδη. Το πρώτο όριο λογικά πρέπει να προχωρήσει πιό μπροστά για δυό λόγους: όπως σημειώνει ο ποιητής στους «υπομνηματισμούς» του, στην ίδια έκδοση, το Νοέμβρη του 1944 έπεσε βαριά άρρωστος για πολλές μέρες και τότε συνέλαβε τον πυρήνα του έργου’ ο πρώτος αυτός λόγος οδηγεί στο δεύτερο’ η απόφασή του να γραφτεί ο «Θάνατος του Διγενή» πρέπει να τον οδήγησε στη συγκέντρωση βιβλιογραφίας’ και συναντήθηκε με τη μελέτη του Henri Gregoire που συνδέει τους Ακρίτες με την αίρεση των Παυλικιανών (1942, Αμερική). Ο Σικελιανός ομολογεί πώς διάβασε την μονογραφία του βέλγου βυζαντινολόγου «τρία χρόνια αργότερα», δηλαδή μέσα στο 1945.

          Καταλήγω στο συμπέρασμα πώς το 1946 είναι η χρονιά που συστηματικά ο Σικελιανός συνθέτει την «Τραγωδία» του. Τα γεγονότα που καλύπτουν τη σύνθεση είναι αυτό «που συνηθίσαμε να λέμε «απελευθέρωση», τα Δεκεμβριανά, η Βάρκιζα, ο θάνατος του Βελουχιώτη, το δημοψήφισμα, οι εκλογές και οι πρώτοι μήνες του εμφύλιου. Πρέπει να σημειώσω ακόμη πώς την ίδια πάνω κάτω περίοδο εγκυμονούνται, γράφονται, τυπώνονται ή παίζονται: το σχεδίασμα Τραγωδίας «Αντάρα στ’ Ανάπλι» του Θεοτοκά, τα «Ελληνικά νιάτα» (Τραγωδία) του Ρώτα και η τραγωδία «Καποδίστριας» του Καζαντζάκη.

          Οι παραπάνω παράλληλες πορείες δηλώνονται μόνο ενδεικτικά, μόλο που θα μπορούσαν να στηρίξουν μιάν ενδιαφέρουσα και διαφωτιστική αποδεικτική.

          Δε μου διαφεύγει επίσης ότι αυτήν την περίοδο εγκυμονείται η «Κίχλη» του Σεφέρη, ότι έχει λειτουργήσει βαθιά ο «Μπολιβάρ» του Εγγονόπουλου και ότι ο Εμπειρίκος έχει βιώσει την εμπειρία του «Δρόμου» στα Κρώρα (Δεκέμβρης ’44- κατάθεση Έκτορα Κακναβάτου).

          Δεν σκοπεύω να κάνω εδώ συγκρίσεις’ αναφέρω μονάχα κάποιες δ ι α δ ρ ο μ έ ς που ανιχνεύουν το νεοελληνικό πρόσωπο την ώρα που εξέρχεται καθημαγμένο από τη μεγάλη κρίση. Μ’ αυτήν την έννοια θεωρώ το «Θάνατο του Διγενή» έργο βαθιά και καίρια πολιτικό, απάντηση σε μιάν ορισμένη ιστορική πρόκληση. Ο Merlier προλογίζοντας την έκδοση του Ινστιτούτου το θεωρεί περίπου «έργο οργής», ανάλογης με την οργή του ομηρικού Αχιλλέα.

          Οπωσδήποτε ο «Θάνατος του Διγενή», είναι ένα έργο με θέση’ μιά θέση αιρετική και επαναστατική.

          Πρέπει να ομολογήσω ότι δεν είναι πάντα στον μελετητή εύκολη η ανίχνευση των ιδεολογικών δανείων του Σικελιανού’ όταν είναι βέβαιος ότι κρατάει στα χέρια του ένα κλειδί διαπιστώνει σε λίγο πώς είναι αδύνατο να προχωρήσει στη δεύτερη ή την Τρίτη θύρα του ιδεολογικού οικοδομήματος. Πάντως είναι ανιχνεύσιμα ψήγματα ουτοπικού σοσιαλισμού, αναρχισμού, μανιχαϊσμού, υπαρξισμού και περσοναλισμού. Πολιτικές και κοινωνικές ουτοπίες συμφέρονται με φιλοσοφικές ηθικές και ο υλοζωϊσμός απροσδόκητα ανταμώνεται με το Νίτσε, το Μόργκαν, τον Έγκελς κάτω από την σκέπη του Έγελου. Αυτή η πληθώρα των δανείων δεν προκαλεί καμιά σύγχυση ούτε στο νου του ποιητή ούτε στο ποίημα.

          Το έργο ισορροπεί στην περιοχή της Τέχνης και για την ισορροπία εγγυάται η ποιητική πρόθεση.

 Το έργο συλλαμβάνεται σε μιά περίοδο που οι κοινοί αγώνες, οι κοινοί σκοποί και τα κοινά όνειρα εγγυώνται μιά νέα ζωή. Στο Σικελιανό αυτό το όραμα της νέας ζωής περιέχει την απαίτηση ενός νέου ήθους. Το «ξαναχτίσιμο της χτίσης» έχει ανάγκη από μιά νέα συνείδηση για τον κόσμο’ μιά νέα χρήση του κόσμου.

Ο Σικελιανός φαίνεται πώς γοητεύτηκε από την ανακάλυψη του Gregoire που συνέδεε την αίρεση των Παυλικιανών με τους Ακρίτες, τους αγώνες τους και το βίο τους στη Μ. Ασία. Ο Παυλικιανισμός, που ίδρυσε κάποιος Κωνσταντίνος από τα Σαμόσατα, είναι μία νέα εκδοχή του Μανιχαϊσμού, της απόπειρας δηλαδή να συνδεθεί ο Χριστιανισμός με τη διδασκαλία των Ζωροάστρη’ κυριαρχεί στην περιοχή της Μ. Ασίας από το τρίτο αιώνα μ.Χ., όταν ο πέρσης αιρεσιάρχης Μανιχαίος πρωτοεισηγήθηκε μιά τέτοια σύνθεση. Ο Μανιχαίος δέχεται τον περσικό δυαλισμό μέσα στον Χριστιανισμό και θεμελιώνει ένα δόγμα και μιά ηθική πάνω στην ανειρήνευτη πάλη καλού και κακού. Οι Παυλικιανοί απορρίπτοντας την Παλαιάν Διαθήκη και την ιερή παράδοση αποδέχονται μόνο το Ευαγγέλιο του Ιωάννη και εν μέρει του Λουκά και τις επιστολές του Παύλου. Επιστρέφουν σε ένα πρωτόγονο χριστιανισμό με κοινωνικές ρίζες και διαπροσωπικές σχέσεις. Απορρίπτουν το ιερατείο, είναι εικονομάχοι και δε στέργουν τις τελετές, τις ακολουθίες και τα σύμβολα. Θρησκεύονται κατά φύσιν, όχι όμως με την έννοια που έδωσε στον όρο ο Δαμασκηνός που τους πολέμησε στο «κατά Μανιχαίων».

Στο κείμενο του Σικελιανού ένας σχολαστικός αναγνώστης θα βρει κοντά στα άλλα και επιδράσεις από την παράλληλη σλαβική παραλλαγή του Παυλικιανισμού, την αίρεση των Βογομίλων (αυτοί κυρίως απέρριπταν το σημείο του σταυρού, κύριο μοτίβο στο «Θάνατο του Διγενή»), αλλά και θέσεις του Πελάγιου’ η απόρριψη του προπατορικού αμαρτήματος και η απόλυτη προτεραιότητα της ελεύθερης βούλησης που ακούγεται συχνά μέσα στο έργο του Σικελιανού είναι βασικές δογματικές θέσεις του Πελαγιανισμού.

Σκοπός μου δεν είναι να εξαντλήσω ούτε την ιστορία των αιρέσεων βέβαια, ούτε να παρουσιάσω, τώρα κανένα Σικελιανό Θεολόγο. Ο ποιητής έφτασε στην αιρετική Μ. Ασία ακολουθώντας ανάστροφα την πορεία του Διονύσου’ ο δρόμος του είναι ελληνικός’ γι’ αυτόν ο Τμώλος και ο Ταύρος, ο Ευφράτης είναι οι συντεταγμένες που καθορίζουν τη γενέθλια γη του Βάκχου. Η ταύτιση Διονύσου και Χριστού έχει γίνει πολύ πρώιμα στο έργο του’ τώρα η ανακάλυψη του Gregoire του δίνει ένα ιστορικό πεδίο, τον ποιητικό χώρο, μιά αναφορά για να φανεί ο μύθος πού ευαγγελίζεται σ’ όλο το έργο του’ εξ άλλου η ταύτιση Διόνυσου και Άδη που έγινε πάλι από έναν μικρασιάτη, τον Ηράκλειτο, του προσφέρει μιάν διάσταση πρωτόφαντη, αυτή που ο ίδιος στους «υπομνηματισμούς» του τη θεωρεί υπαρξιστικό αξίωμα.

     Μ’ αυτό τον οπλισμό προσέρχεται στο μύθο του Διγενή. Το κεντρικό πρόσωπο του έργου είναι μιά ιδιοφυής σύνθεση ιστορικών μυθολογικών και ηθικών στοιχείων’ ο Διγενής είναι ο Μιχαήλ ο Δ΄, ο λεγόμενος» Μέθυσος», ο Ακρίτας του έπους, ο Χριστός, ο Διόνυσος, ο Προμηθέας και ο Άδωνις. Το σύμβολο αυτό προικίζεται από τον ποιητή με μιά κοινωνική διάσταση. Εδώ είναι που παρεμβαίνει η εμπειρία του μεταπολεμικού ανθρώπου. Το όραμα της νέας ζωής παραπέμπει στους κοινωνικούς αγώνες που συνδυάστηκαν με την αντίσταση στον Κατακτητή. Ο ποιητής είτε παγιδευμένος στους νόμους της αφαίρεσης και της σχηματοποίησης είτε γοητευμένος από το μύθο του αντάρτη, στηριγμένο πάνω στο στέρεο έδαφος της κλέφτικης και αρματολικής παράδοσης, προχωρεί στον κοινωνικό του μανιχαϊσμό’ λαός και εξουσία’ το καλό, το απόλυτο καλό και το απόλυτο κακό’ το κατά φύσιν και το κατά συνθήκη’ η αλήθεια και το ψεύδος’ η αγάπη και το μίσος. Ο Διγενής και ο λαός του ζώντας συντροφικά εγκαθιδρύουν το νέο Παράδεισο, εδώ και τώρα, το βασίλειο της Ελευθερίας, ξαναχτίζουν τη χτίση χωρίς ιεραρχίες, χωρίς προνόμια, χωρίς κάστες, χωρίς ιερατείο, χωρίς συμβολική, χωρίς αξιωματική γνώση’ ζουν με αυτάρκεια, δηλαδή χωρίς ανάγκες, αφομοιώνοντας το μεγάλο μάθημα της φύσης, δηλαδή αποδεχόμενοι το θάνατο. Ζουν πέραν του καλού και του κακού.

          Ο Βασίλειος ο Α΄ και οι επιτελείς του, το κακό, η εξουσία, ο αρματωμένος φόβος ζουν τη ζωή ως ιεραρχία, ως δειλία, και ως φόβος θανάτου. Αναπαράγουν ένα σύστημα συμβόλων για να ξεπεράσουν το αδιέξοδο της υπάρξεως. Σαν τον Σαταναήλ των Βογομίλων επαναστάτησαν και δημιούργησαν τον κόσμο ως κακό.

          Δε χρειάζεται βέβαια να πω ότι η σχηματοποίηση του Σικελιανού και αντιδιαλεκτική είναι και ανιστόρητη. Μιά τραγωδία όμως δεν είναι υποχρεωμένη, αν θέλετε, να υπακούσει σ’ αυτούς τους δύο όρους.

          Είναι όμως τραγωδία ο «Θάνατος του Διγενή»;

          Ο Σικελιανός κρατάει απροσχημάτιστα, έστω και στα εξωτερικά γνωρίσματα, στο έργο του τη δομή της αρχαίας τραγωδίας. Υπάρχει ένας διαλογικός πρόλογος, υπάρχει πάροδος, υπάρχουν επεισόδιο και στάσιμα’ υπάρχει ένας εξόδιος κομμός. Ιδιαίτερα τα στάσιμα για τη γέννηση του ήρωα, για το Μιχαήλ τον Δ΄ απηχούν τη φρεσκάδα και το ήθος του σοφόκλειου Αίαντα, του Φιλοκτήτη και των Βακχών του Ευριπίδη. Αυτή η τελευταία τραγωδία βρίσκεται στο βάθος του σχεδιασμού του «Διγενή». Κάπως βέβαια ανεστραμμένη. Πάντως ο Διόνυσος- Διγενής και ο Βασίλειος- Πενθέας αλλά και ο Ιλαρίων –Τειρεσίας (Κάδμος) εύκολα αναγνωρίζονται.

          Πού όμως βρίσκεται η ύ β ρ ι ς; Ο Βασίλειος έρχεται ως εξουσία να αμφισβητήσει τη νέα θρησκεία και φεύγει πανικόβλητος και γελοιοποιημένος’ ο Διγενής πέφτει θύμα ενός πανικόβλητου δειλού. Ύβρις δεν υπάρχει’ υπάρχει σ κ ά ν δ α λ ο, το οποίο όμως δικαιώνεται και θριαμβεύει. Δεν υπάρχει σε καμιά πλευρά μετάνοια, μετάγνωση. Οι δύο αρχές που συνέχουν τον κόσμο, το καλό και το κακό, θα συνεχίσουν την αιώνια πάλη τους. Αυτό που έγινε στο έργο ήταν ένα, μέσα στα πολλά, επεισόδιο αυτού του ανειρήνευτου αγώνα.

          «Ο Θάνατος του Διγενή» δεν είναι τραγωδία. Είναι μιά ηθολογία, μιά Moralite, η αναπαράσταση του αγώνα ενός μάρτυρα του πανανθρώπινου Μαρτυρολογίου. Εδώ όμως βρίσκεται μιά άλλη αντίφαση του Σικελιανού. Οι Παυλικιανοί μέσα στις άλλες τους απορρίψεις αρνιόντουσαν την αναπαράσταση, όποια αναπαράσταση. Απ’ όλες τις αιρέσεις του ίδιου κλίματος, Χριστιανικές και αραβικές, μόνο η αίρεση των Σιϊτών (στις Περσικές και τις Τουρκικές παραλλαγές της) έχει θέατρο, το «Ταζιγιέ», που αναπαριστά τα μαρτύρια των Ιμάμηδων, οι οποίοι διώκονται από την επίσημη εξουσία.

          Ο Σικελιανός ασφαλώς αγνοούσε αυτό το θέατρο. Δεν είχε άλλες φόρμες αναφοράς από την αρχαία ελληνική τραγωδία. Αυτή όμως η φόρμα δε λύνει προβλήματα μανιχαϊστικά. Η Ύβρις και η Άτη δεν είναι απλουστευτικά σχήματα του τύπου Κακό- Καλό.

          Έκανα στην αρχή του άρθρου έναν παρακινδυνευμένο υπαινιγμό. Αναφέρθηκα στο θάνατο του Βελουχιώτη. Την εποχή που γράφεται το έργο (και σήμερα ακόμη) αυτός ο θάνατος είχε αναχτεί στην περιοχή του μύθου. Φορτισμένος κατ’ εξοχήν με τα γνωρίσματα του λαϊκού ηγέτη, από τη λαϊκή φαντασία, άτεγκτος, σκληρός, αλλά συντροφικός χαρισματικός αρνείται να υποταχτεί στις αποφάσεις της συμφωνίας της Βάρκιζας’ συνεχίζει τον αγώνα του, ώσπου κυνηγημένος σκοτώνεται σε χωσιά. Τον κυνήγησε η επίσημη εξουσία, αλλά τον αποκήρυξε και η ιεραρχημένη εξουσία του κόμματός του.

          Ο Σικελιανός πέρασε μιά περίοδο έντονης συναισθηματικής συγγένειας με πρόσωπα και καταστάσεις της αντίστασης. Προσωπικά πιστεύω πώς δεν είναι χωρίς βάση ο συσχετισμός μου. Υπάρχουν πολλά εσωτερικά στοιχεία στο «Θάνατο του Διγενή» που τον στηρίζουν.

          Αν ο Σικελιανός έγραφε το «Διγενή» ύστερα από τον εμφύλιο, χωρίς ν’ αλλάξει βασικά το πρωτογενές υλικό, πιστεύω πως θα είχε κατορθώσει να γράψει μιά συνταρακτική τραγωδία.

-ΣΠΥΡΟΣ Α. ΕΥΑΓΓΕΛΑΤΟΣ, 90-91, Ο ΑΓΓΕΛΟΣ ΣΙΚΕΛΙΑΝΟΣ ΚΑΙ Η ΘΕΑΤΡΙΚΗ ΠΡΑΞΗ

          Ο ΑΓΓΕΛΟΣ ΣΙΚΕΛΙΑΝΟΣ ΚΑΙ Η ΘΕΑΤΡΙΚΗ ΠΡΑΞΗ

     Την ενασχόληση του Άγγελου Σικελιανού με την θεατρική πράξη εμείς οι νεώτεροι τη γνωρίζουμε μόνο από την ιστορία και την πανελλήνια απήχηση των Δελφικών Εορτών. Έχουμε ακούσει, έχουμε διαβάσει γι’ αυτές δει φωτογραφίες και κινηματογραφήσεις αποσπασμάτων των παραστάσεων. Ξέρουμε ακόμη πόσο χάραξαν την προσπάθεια διερεύνησης του αρχαίου δράματος σε μιά «καθυστερημένα πρώϊμη» για το νεοελληνικό θέατρο εποχή. Από εκεί ξεκινούν οι εντυπώσεις και οι σκέψεις μας.

Από τα παραπάνω γίνεται φανερό πώς δεν μπορούμε να ασχοληθούμε αναλυτικά με τη μορφολογική και υφολογική αντιμετώπιση των παραστάσεων και θα σταθούμε σ’ ένα μόνο σημείο: τη γενική σύλληψη.

          Είναι αδύνατο με σημερινά κριτήρια να σταθμίσουμε τις τεχνικές σκηνοθετικές ικανότητες του Σικελιανού. Όπως σοφά είχε πει ένας μεγάλος μου Δάσκαλος, ο Άγγελος Τερζάκης, η σκηνοθεσία είναι ένα πολύ «θολό» επάγγελμα. Υπάρχουν πράγματι σκηνοθέτες «οργανωτές παραστάσεων» και σκηνοθέτες «ποιητές». Ο συνδυασμός των δύο δίνει το μεγάλο σκηνοθέτη. Δυστυχώς ενώ «οργανωτές» σκηνοθέτες δεν έλειψαν απ’ το θέατρο μας ποτέ, οι «ποιητές» ήταν και είναι συντριπτικά λίγοι. Ο Σικελιανός ήταν ένας από τους ελάχιστους και, νομίζω, ο πρώτος «ποιητής» σκηνοθέτης του νεοελληνικού θεάτρου. Η γενική σύλληψή του, το όραμα της αναβίωσης του αρχαίου δράματος, το υπηρέτησε με επιβλητικό και ανεπανάληπτο «μέγεθος». Προσπάθησε να ξαναζήσει ο ίδιος-κι ο χώρος του- τις «δονήσεις» που οδήγησαν στις συνθέσεις των μεγάλων τραγικών έργων. Επιδίωξε μιά «φανταστική αναπαράσταση» μιάς εποχής και μ’ όλες τις εκδηλώσεις- παραστάσεις και τελετές πού τις συνόδευαν- πέτυχε να ζωντανέψει ένα μυθικό κόσμο, χαμένο στα βάθη της μνήμης μας και να προσδώσει στην αναβίωση αυτή τόνο προσωπικό. Ήταν μία μεγάλη στιγμή του νεοελληνικού θεάτρου.

          Οι νεώτεροι, μελετώντας τα στοιχεία που διαθέτουμε, είναι εύκολο να πέσουμε στο λάθος να κρίνουμε με σημερινά κριτήρια τη μορφή και το ύφος των Δελφικών Εορτών κι έτσι να τις βρούμε παλαιϊκές, μπαρόκ ή μελοδραματικές. Η μορφή και βέβαια ξεπερνιέται. Η μεγαλειώδης, δυναμική σύλληψη όμως καταξιώνει το εγχείρημα. Κι απ’ αυτή τη σκοπιά πιστεύω πώς ο Άγγελος Σικελιανός ήταν ένας μεγάλος «ποιητής της θεατρικής πράξης.»

-ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΦΩΤΕΑΣ, 92-97, ΑΓΓΕΛΟΣ ΣΙΚΕΛΙΑΝΟΣ ή τα ριζώματα πάντων

-ΓΙΑΝΝΗΣ ΑΝΑΓΝΩΣΤΟΠΟΥΛΟΣ, 98-116, ΜΙΑ ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΠΟΙΗΣΗ ΚΑΙ ΤΗΝ ΠΟΙΗΤΙΚΗ ΤΟΥ ΑΓΓΕΛΟΥ ΣΙΚΕΛΙΑΝΟΥ

-ΚΥΡΙΑΚΟΣ ΠΛΗΣΗΣ, 117-121, ΕΝΑΣ  ΜΥΗΜΕΝΟΣ

-ΤΑΚΗΣ ΔΗΜΟΠΟΥΛΟΣ, 122-140, ΟΙ ΠΗΓΕΣ ΤΗΣ  ΔΕΛΦΙΚΗΣ  ΙΔΕΑΣ

-ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΠΛΑΚΑΣ, 141-146, Η  ΣΙΒΥΛΛΑ  ΤΟΥ  ΣΙΚΕΛΙΑΝΟΥ

-ΡΙΤΣΑ  ΦΡΑΓΚΟΥ-ΚΙΚΙΛΙΑ, 147-160, ΤΡΙΑ ΣΟΝΕΤΑ ΤΟΥ ΣΙΚΕΛΙΑΝΟΥ ΚΑΙ Ο ΠΛΟΥΤΑΡΧΟΣ

-ΚΩΣΤΑΣ Ε. ΤΣΙΡΟΠΟΥΛΟΣ, 161-164,  ΦΩΤΟΛΟΓΙΑ  Σχόλιο στην ποίηση του Άγγελου Σικελιανού

-ΑΝΝΑ  ΣΙΚΕΛΙΑΝΟΥ,  165-178,  ΕΝΑΣ  ΜΥΘΟΣ  ΖΩΗΣ. Απόσπασμα από ένα βιβλίο

-ΑΓΓΕΛΟΣ  ΣΙΚΕΛΙΑΝΟΣ, 179,  ΕΠΙΣΤΟΛΗ ΣΤΟΝ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟ  ΤΣΑΤΣΟ

          ΕΠΙΣΤΟΛΗ ΣΤΟΝ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟ ΤΣΑΤΣΟ

                   Ανακοίνωση

                                      2.2.935.Αθήνα

                                      Σωτήρος 10

Ευγενικέ Φίλε.

     Στις 18 του Γενάρη του 1926 έχασα τη μητέρα μου. Είχα μείνει ολομόναχος μαζί της όλο το ύστερο πρωί κ’ ενώ μου κρατούσε το χέρι, είδα πώς «αγάλι- αγάλι, ο θάνατος τη σκέπασε σαν χιόνι». Ό,τι έζησα τότε ανήκει σ’ ένα κόσμο, που δεν μπορεί ποτέ ν’ αγγιχθεί καθώς πρέπει από τη λέξη. Ένιωσα μόνο κατάβαθα πως η ζωή της μητέρας μου δεν σταματούσε εκεί, αλλά έμπαινε στο πιό πλατύ στάδιο της στοργής της και της ενέργειάς της. Και το άγιό της λείψανο είταν για με το αισθητό σύμβολο αυτής της ίδιας ενέργειας, που την κινεί τέτοιος ρυθμός, που να μη μπορεί να συλληφθεί απ’ το βλέμμα μας παρά σαν κάτι ακίνητο, τόσο ο ρυθμός αυτός είναι πλούσιος και ταχύς. Κι’ αυτά δεν τα σκέφτηκα. Τάζησα. Ο «πόνος» έγινε για με κλειδί της «έκστασης», μιάς έκστασης που δεν μ’ ούδωσε τη λύτρωση λίγων στιγμών μονάχα, μα τη σταθερή στάση της ψυχής μου έκτοτε μπρός στο Μυστήριο.

          Έτσι βλέπω σήμερα και τη λειτουργική στοργή της Μητέρας Σας να δουλεύει επάνω στη μονάδα της ψυχής σας κ’ έτσι κινημένος σαν από την ίδια άναρχη δύναμη σιμώνω τον αγώνα της ψυχής Σας, που ξέρω πώς μες στα ίδια αυτά κύματα του πόνου που Σας κυκλώνει, ξαναβαφτίζεται απ’ τη ρίζα και δυναμώνει πάναγνα μέσα της την πρωταρχική της έφεση προς το μυστικόν ήλιο της Άναρχης Αγάπης.

                   Δικός Σας

                   Άγγελος Σικελιανός

-ΒΙΟΧΡΟΝΟΓΡΑΦΙΑ  ΤΟΥ  ΑΓΓΕΛΟΥ  ΣΙΚΕΛΙΑΝΟΥ, 181-187

--

          Μνήμη Άγγελου Σικελιανού

          «…. Ό,τι αγγίζει με το στοχασμό, το αίσθημα ή το λόγο, γίνεται αμέσως ιερό μ’ έναν τρόπο ξεχωριστό…».

     Στις 19 Ιουνίου 2025 συμπληρώθηκαν 74 χρόνια από την απώλεια του Ορφικού ποιητή εμπνευστή και διοργανωτή της «Δελφικής Ιδέας» «Δελφικών Εορτών (1927 και 1930)» Άγγελου Σικελιανού. Ενός από τους μεγαλύτερους έλληνας ποιητές του Νεότερου Ελληνισμού. Ο Άγγελος Σικελιανός γεννήθηκε στις 15 Μαρτίου (με το παλαιό ημερολόγιο) 1884 στην Λευκάδα και πέθανε στην Αθήνα στις 19 Ιουνίου 1951 σε ηλικία 67 ετών από συμφόρηση. Πατέρας του ήταν ο Ιωάννης Σικελιανός και μητέρα του η Χαρίκλεια, το γένος Στεφανίση η οποία είχε βαθμό συγγενείας με τον ποιητή και πολιτευτή Αριστοτέλη Βαλαωρίτη. Τελειώνοντας την δευτεροβάθμια εκπαίδευσή του έρχεται στην Αθήνα (1901) και εγγράφεται στη Νομική Σχολή Αθηνών. Την τριετία (1902- 1904) κάνει την πρώτη του εμφάνιση στα ποιητικά μας πράγματα δημοσιεύοντας ποιήματά του στα λογοτεχνικά περιοδικά «Διόνυσος», «Παναθήναια», «Νουμάς» κ.ά. Το (1905) στο σπίτι της αδερφής του Πηνελόπης, συζύγου του αμερικανού Ραϋμόν Ντόνκαν αδερφού της χορεύτριας και χορογράφου Ισιδώρας Ντόνκαν, γνωρίζεται με την αμερικανίδα Εύα Πάλμερ λάτρη της αρχαίας ελλάδας και της ελληνικής παράδοσης. Την ίδια χρονιά ταξιδεύει στην Βόρεια Αφρική- την Λιβύη- όπου γράφει μέσα σε μία εβδομάδα τον «Αλαφροΐσκιωτο». Βρισκόμενος στην Αμερική 9 Σεπτεμβρίου 1907 νυμφεύεται την πρώτη του σύζυγο Εύα Πάλμερ. Το 1909 εκδίδει τον «Αλαφροϊσκιωτο» ποιητική σύνθεση που έκανε μεγάλη αίσθηση στους φιλολογικούς κύκλους και το φιλότεχνο κοινό. Δημοσιεύει στο περιοδικό «Ο Νουμάς» την «Ωδή αποχαιρετισμού». Γεννιέται ο μοναχογιός του Γλαύκος. 1910 δημοσιεύει τον «Δελφικό Ύμνο». Μετέχει ως ενεργό μέλος στην ίδρυση του «Εκπαιδευτικού Ομίλου». 1911 ταξιδεύει με την Εύα Πάλμερ- Σικελιανού στο Παρίσι όπου το ζεύγος Σικελιανού διοργανώνει παραστάσεις του αρχαίου δράματος. Πεθαίνει ο πατέρας του. 1912 ταξιδεύει εκ νέου στη Γαλλία και γνωρίζεται με τον φημισμένο γλύπτη Αύγουστο Ροντέν. Την εμπειρία από την γνωριμία και τις συζητήσεις τους ο έλληνας ποιητής τις κάνει μία σειρά άρθρων «Ομιλίες με τον Ροντέν» και τις παρουσιάζει στο περιοδικό «Γράμματα» της Αλεξάνδρειας. Με την κήρυξη των Βαλκανικών Πολέμων ο Σικελιανός επιστρατεύεται ως απλός στρατιώτης. Την ίδια χρονιά δημοσιεύει στην εφημερίδα «Ακρόπολη» το ποίημα «Δέηση», ενώ στα τέλη της χρονιάς παρουσιάζει στο «Νεολόγο των Πατρών» την «Προσευχή στα Γιάννινα». 1913 δημοσιεύει στο περιοδικό των δημοτικιστών « Ο Νουμάς» τα ποιήματα: «Διθύραμβος», «Μνημόσυνο», «Παρηγορήτισσα», «Εισόδια». 1914 Δημοσιεύει μεταξύ άλλων τα ποιήματα «Παν», «Πρόλογος στον Πλήθωνα» κ.ά. Γνωρίζεται με τον συγγραφέα Νίκο Καζαντζάκη –πνευματικό αδερφό και συμπολεμιστή- ταξιδεύουν μαζί στο Άγιον Όρος. Η περιήγησή τους κρατά σαράντα μέρες. Επιθυμία των δύο συναθλητών η ίδρυση Νέας Θρησκείας. 1915 μαζί με τον Νίκο Καζαντζάκη περιηγούνται διάφορα μέρη της Ελλάδας «αναζητώντας τη συνείδηση της γης και της φυλής τους». Γράφει τη «Μάνα του Ντάντε», τον «Γιάννη Κητς» κλπ., αρχίζει την δημοσίευση «Πρόλογο στη ζωή». Το 1917 φεύγει από την ζωή η αδερφή του Πηνελόπη στο Νταβός της Ελβετίας. Ο Σικελιανός θρηνεί την απώλειά της στην σύνθεσή του «Μήτηρ Θεού». Επισκέπτεται το Μοναστήρι του Οσίου Λουκά, με τον Νίκο Καζαντζάκη επισκέπτονται την Μάνη. Συνεχίζει τις περιηγήσεις του σε διάφορα μέρη της υπαίθρου της Ελλάδας, Ολυμπία, Επίδαυρος κλπ. 1919 δημοσιεύει την «Παναγιά της Σπάρτης», την «Ουράνια Αφροδίτη», τον «Χαιρετισμό στον Νίκο Καζαντζάκη» και αποσπάσματα από την σύνθεσή του «Πάσχα των Ελλήνων». 1920 μαζί με την σύζυγό του Εύα Πάλμερ διαμένουν για ένα διάστημα στη Συκιά Κορινθίας. Στο περιοδικό «Οι Νέοι» δημοσιεύει το δεύτερο μέρος της σύνθεσής του «Πάσχα των Ελλήνων». 1921 Ταξιδεύει στην Παλαιστίνη. Διαμένει στα Ιεροσόλυμα και μελετά τα της ιστορίας του Πατριαρχείου. 1923 δίνει μία σειρά από 20 ομιλίες για τους φοιτητές στην αίθουσα της Νομικής Σχολής Αθηνών με θέμα «τους προδρόμους, παλιούς και σύγχρονους, της ιδέας της παγκόσμιας ελευθερίας και αδερφοσύνης των λαών». Δημοσιεύει στη «Νέα Πολιτική» μια σειρά άρθρων με τίτλο «Ομιλίες μου στους Αρίστους». 1925 Προσκαλεί και συγκεντρώνει Έλληνες και Ξένους διανοούμενους και ανθρώπους του πνεύματος για το Διεθνές Κέντρο των Δελφών. Φεύγει από τη ζωή η μητέρα του Χαρίκλεια και ενταφιάζεται στους Δελφούς. 9 και 10 Μαϊου 1927 πραγματοποιούνται με μεγάλη επιτυχία οι Δελφικές Εορτές. Την έμπνευση και υλοποίηση του μεγαλόπνευστου πνευματικού οράματος και την υλοποίησή του είχαν ο Άγγελος και η Εύα Πάλμερ Σικελιανού. 1929 δημοσιεύονται για πρώτη φορά στο περιοδικό «Ιόνιος Ανθολογία» σχόλια για την απονομή του Βραβείου Νόμπελ στον Άγγελο Σικελιανό. Η Ακαδημία Αθηνών απονέμει δύο αργυρά μετάλλια «εις το φοιβόληπτον ζεύγος Αγγέλου και Εύας Σικελιανού δια την γενναίαν προσπάθειαν προς ανασύστασιν των Δελφικών αγώνων». 1 Μαϊου του 1930 αρχίζουν οι δεύτερες Δελφικές Εορτές. Παρουσιάζονται μεταξύ άλλων ο «Προμηθέας Δεσμώτης» και οι «Ικέτιδες» του Αισχύλου. Η παγκόσμια προβολή της Δελφικής Ιδέας και του «κινήματος» των Δελφικών Εορτών από το ζεύγος Σικελιανού βρήκε συμπαράσταση πέρα από τον πνευματικό και καλλιτεχνικό κόσμο εντός και εκτός Ελλάδος και από τους πολιτικούς, πρώτο πρόεδρο της ελληνικής δημοκρατίας Αλέξανδρο Παπαναστασίου, Ανδρέα Μιχαλακόπουλο και άλλους. 8 Φεβρουαρίου 1931ιδρύεται η Δελφική Ένωση. 1932 Εκδίδεται η διακήρυξη προς τους εκπαιδευτικούς για τη Δελφική Ένωση, για ένα Διεθνές Δελφικό Πανεπιστήμιο. 1933 σε συν-σκηνοθεσία Άγγελου και Εύας Σικελιανού ανεβάζεται για δύο παραστάσεις η τραγωδία του Άγγελου Σικελιανού «Ο Διθύραμβος του Ρόδου». Το έργο εκδίδεται την επόμενη χρονιά (1934) με φιλολογικές αναλύσεις και επιλεγόμενα από τον φίλο και συγγραφέα του Σικελιανού Τάκη Δημόπουλου. Ο Τάκης Δημόπουλος είχε δημοσιεύσει μία σειρά άρθρων για το πνευματικό και μεταφυσικό σύμπαν του Σικελιανού και κυκλοφορήσει την μελέτη του αυτόνομα. 1935 Εκδίδονται «Τα Λυρικά» σε επιλογή και εκτενή πρόλογο του Άγι Θέρου. Γράφει την «Ιερά Οδό» και «Στου Οσίου Λουκά το Μοναστήρι». 1936 Ο Σικελιανός κυκλοφορεί την πεντάγλωσση διακήρυξη «για την οργάνωση των μελλοντικών Δελφικών Εορτών και του Δελφικού Πνευματικού Κέντρου.». 1937 Γράφει μεταξύ άλλων τα ποιήματα «Λιλίθ», «Αυτοκτονία του Ατζεσιβάνο» κ.ά.. 1938 Δίνει την Ομιλία με θέμα «Ο Ποιητικός Προφορικός Λόγος και η εποχή μας». Την ίδια χρονιά γνωρίζεται με την δεύτερη σύζυγό του Άννα Καραμάνη. 1939 γράφει το ποίημα «Μελέτη Θανάτου» ενώ ζητά την έγκριση της Εύας Πάλμερ για την σχέση του με την Άννα η οποία δίνει τις ευχές της. Στις 17 Ιουνίου του 1940 παντρεύεται την Άννα Καραμάνη στον αρχαιολογικό χώρο της Ελευσίνας. Συγγράφει το έργο του «Σίβυλλα». 1941 γράφει τα «Πέντε Ακριτικά Ποιήματα». Άνοιξη του 1942 κυκλοφορούν τα «Ακριτικά» σε χειρόγραφη βυζαντινή γραφή και ξυλογραφίες του εικαστικού Σπύρου Βασιλείου. Με την Άννα Σικελιανού ταξιδεύουν στην Αίγινα και συναντούν το ζεύγος Ελένη Σαμίου και Νίκο Καζαντζάκη. Στην Αίγινα ο Σικελιανός γράφει την τραγωδία του «Ο Δαίδαλος στην Κρήτη», το «Μέγιστο Μάθημα» και δημοσιεύει τον «Πρόλογο» στο «Λυρικό Βίο». 1943 στο περιοδικό «Νέα Εστία» προδημοσιεύεται ο «Δαίδαλος στην Κρήτη». Εκδίδεται μία επιλογή από τα Λυρικά του με τίτλο «Αντίδωρο». Στις 27 Φεβρουαρίου 1943 μέσα στην Κατοχή πεθαίνει ο ποιητής και δάσκαλος Κωστής Παλαμάς. Ο Άγγελος Σικελιανός εκφωνεί πάνω στο φέρετρο του ποιητή το αγωνιστικό ποίημα «Ηχήστε σάλπιγγες…». Στις 25 Μαϊου δίνει διάλεξη για τον Κωστή Παλαμά, ενώ τον Αύγουστο δίνει ομιλία για τον ποιητή Αριστοτέλη Βαλαωρίτη. Στο Κάϊρο -Αίγυπτος τυπώνεται το έργο του «Ακριτικά». Η πενταμερή ποιητική σύνθεση κυκλοφορεί και σε γαλλική μετάφραση από τον διευθυντή του Γαλλικού Ινστιτούτου Octave Merlier. Στις 11 Νοεμβρίου του 1944 η Άννα και ο Άγγελος Σικελιανός παντρεύουν στον ιερό ναό Αγίου Γεωργίου Καρύτσης την Ελένη Σαμίου με τον Νίκο Καζαντζάκη. Πρώτη εκδήλωση της αρρώστιας του. 1945 κυκλοφορεί σε δίγλωσση έκδοση η «Μήτηρ Θεού» σε γαλλική μετάφραση, εισαγωγή του Robert Levesque. Η Ακαδημία Αθηνών αρνείται να τον συμπεριλάβει στα μέλη της. 1946 Η Εταιρεία Ελλήνων Λογοτεχνών υποβάλλει αίτημα προς την Σουηδική Ακαδημία για απονομή του Βραβείου Νόμπελ στον έλληνα ποιητή. Στις 26 Μαϊου ο Άγγελος Σικελιανός και ο Νίκος Καζαντζάκης υποδέχονται στην Ελλάδα στο θέατρο «Αττικόν» τον γάλλο αντιστασιακό ποιητή Πώλ Ελυάρ. Υποβάλλεται δεύτερο αίτημα προς την Σουηδική Ακαδημία να δοθεί από κοινού το Βραβείο Νόμπελ στον Άγγελο Σικελιανό και το Νίκο Καζαντζάκη. Στις 10 Δεκεμβρίου ο Σικελιανός δίνει διάλεξη στο Βρετανικό Ινστιτούτο για τον άγγλο ρομαντικό ποιητή John Keats. 1947 από τις εκδόσεις των «Φίλων του Βιβλίου» κυκλοφορούν ο Α΄ και ο Β΄ τόμος του «Λυρικού Βίου». Μεταφράζεται και κυκλοφορούν στην Γαλλία ποιήματά του από τον Robert Levesque και στην Ιταλία Bruno Lavagnini. Προσκαλείται στο Montreux της Ελβετίας στο Συνέδριο για μια παγκόσμια ομοσπονδιακή οργάνωση. Ο γάλλος συγγραφέας Αντρέ Ζίντ, ο ποιητής Πωλ Κλωντέλ και άλλοι ευρωπαίοι συγγραφείς προτείνουν τον Άγγελο Σικελιανό για το Βραβείο Νόμπελ. 1948 εκδίδεται από τις εκδόσεις «Ίκαρος» η τραγωδία του «Ο Θάνατος του Διγενή». Στις 2 Φεβρουαρίου 1949 δίνει διάλεξη στην αίθουσα του Γαλλικού Ινστιτούτου με θέμα «Ιουδαϊσμός- Ελληνισμός». Την 1η Απριλίου μιλά στην αίθουσα του Βρετανικού Ινστιτούτου με θέμα «Η Τρικυμία του Σαίξπηρ», ενώ στις 20 Μαϊου στο θέατρο «Αλίκης» μιλά για τον Γεώργιο Βιζυηνό. Στην Σουηδία το περιοδικό “Prisma” δημοσιεύει μεταφράσεις ποιημάτων του και προλογικό σημείωμα για αυτά από τον Gullberg Hjalmar. 1950 εκδίδεται από το Γαλλικό Ινστιτούτο ο Α΄ τόμος της «Θυμέλης»: «Διθύραμβος του Ρόδου», «Σίβυλλα», ο «Δαίδαλος στην Κρήτη». Συνέντευξη του Άγγελου Σικελιανού στον Βασίλη Φράγκο στην εφημερίδα «Μάχη» με τίτλο «Ο Άγγελος Σικελιανός και το χρέος των πνευματικών ανθρώπων. Μια ομιλία με τον μεγάλο ποιητή». Τον Μάϊο του 1950 ο Άγγελος Σικελιανός προσβάλλεται από συμφόρηση. Πεθαίνει στις 19 Ιουνίου του 1951.

          Εν κατακλείδι, έχουν περάσει 45 χρόνια από την κυκλοφορία του αφιερωματικού τόμου των «Τετραδίων Ευθύνης» τόμος 11/11, 1980 «ΚΟΤΙΝΟΣ ΣΤΟΝ ΑΓΓΕΛΟ ΣΙΚΕΛΙΑΝΟ», και παρά τα δεκάδες βιβλία που έχουν κυκλοφορήσει έκτοτε για τον σημαντικό αυτόν έλληνα ποιητή, το έργο και την πορεία του, την κυκλοφορία και έκδοση των ανέκδοτων εργασιών του, ημερολογιακών του βιβλίων και της αλληλογραφίας του, εκατοντάδες άρθρα και δημοσιεύματα που έχουν γραφεί, τα αφιερώματα σύγχρονων λογοτεχνικών περιοδικών, την διοργάνωση Συνεδρίων, ο τόμος των «Τετραδίων Ευθύνης» παραμένει ακόμα χρήσιμος για τις Σικελιανικές σπουδές. Η Βιβλιογραφία για τον Άγγελο Σικελιανό από τον πρώτο του βιβλιογράφο Παλαμιστή Γιώργο Κατσίμπαλη είναι τεράστια και πολύπλευρη και βαίνει αυξανόμενη μέχρι των ημερών μας. Εκατοντάδες είναι και οι μεταφράσεις των ποιημάτων του. Ένα ποιητικό ρεύμα της σύγχρονης ελληνικής ποίησης και των σύγχρονων ελλήνων και ελληνίδων ποιητών και ποιητριών φέρει το Στίγμα των Οραματισμών του και της φιλοσοφίας του, των ιδεών του και των θέσεών του για την Δελφική Ιδέα και την οικουμενική αδελφοσύνη και ειρήνη των λαών. Η Αναβίωση του Αρχαίου Δράματος στην πατρίδα μας οφείλει τα πάντα στον Άγγελο και την Εύα Πάλμερ-Σικελιανού. Είναι οι εμπνευστές και οι διοργανωτές του στην σύγχρονη Ελλάδα σε καιρούς μάλιστα δύσκολους και σκοτεινούς. Λίγα χρόνια μετά την Μικρασιατική Καταστροφή και σε περιόδους έντονου πολιτικού διχασμού και στρατιωτικών κινημάτων που ταλαιπώρησαν την χώρα μας. Τεύχη του παλαιού περιοδικού «ΗΩΣ» είναι αφιερωμένα στην Δελφική Ιδέα την Εύα Πάλμερ και τον Άγγελο Σικελιανό.

Όλα τα κείμενα είναι μεστά και εμπεριστατωμένα και εξετάζουν πλευρές του έργου του Άγγελου Σικελιανού. Τέλος να θυμίσουμε, ότι δύο συγγραφείς προέρχονται από την πόλη του Πειραιά. Ο παιδαγωγός και συγγραφέας Ευάγγελος Π. Παπανούτσος και η ποιήτρια και μεταφράστρια Όλγα Βότση. Τα ΑΠΑΝΤΑ του Άγγελου Σικελιανού κυκλοφορούν εδώ και χρόνια [Ποίηση (Λυρικός Βίος)- Πεζά- Τραγωδίες (Θυμέλη)] συγκεντρωμένα, σε φιλολογική επιμέλεια του κυρού καθηγητή Γιώργου Π. Σαββίδη από τις γνωστές και αγαπητές εκδόσεις «ΊΚΑΡΟΣ» σε επανεκδόσεις, από το 1975 που της γνώρισε η δική μου ποιητική γενιά, γενιά του 1980. Επίσης, τα τελευταία χρόνια κυκλοφόρησαν στην ελληνική βιβλιο-αγορά και μονογραφίες που εξετάζουν την ζωή και τον ελληνικό οραματισμό της Εύας Πάλμερ την μεγάλη αγάπη της, τον θερμό ενθουσιασμό της για την ελληνική λαϊκή τέχνη και τον ελληνικό λαϊκό πολιτισμό.

          Η εισαγωγική γραμμή των σχολίων προέρχεται από το βιβλίο του Τάκη Δημόπουλου, «Σικελιανός Ο Ορφικός», εκδόσεις «Ίκαρος», Αθήνα 1981, δραχμές 200, σελ. 11. Το βιβλίο προλογίζει ο γιός του συγγραφέα Δημήτρης Π. Δημόπουλος και είναι μία επιλογή από την εκτενή αρθρογραφία του φίλου του Άγγελου Σικελιανού, του Τάκη Δημόπουλου για τον ποιητή που έφυγε την ίδια χρονιά.  

Γιώργος Χ. Μπαλούρδος

Πειραιάς

Πέμπτη 26 Ιουνίου 2025