Ο ΚΑΒΑΦΗΣ
ΕΠΙΘΥΜΗΤΟΣ
του ΧΑΡΗ
ΜΕΓΑΛΥΝΟΥ
Ο Καβάφης είναι η αμαρτωλή σκιά των
ελληνικών γραμμάτων: το μελάνι που ξοδεύτηκε για να τον σπιλώσει (μελάνι της
αριστεράς που πάντα μυρίζει μπαρούτι) και η φωτιά που ξεπήδησε για να τον
κάψει, δεν είναι πια πράγματα άξια λόγου, γιατί ο Καβάφης δεν έχει πλέον
εχθρούς.
Ο Καβάφης, εχθρός της ποίησης και του
ρητορικού της βασιλείου, ακμάζει στην εποχή μας που έχει απαρνηθεί την αξία της
αμαρτίας σαν ιδιοσυστασία της ανθρώπινης φύσης. Η αριστερή ιδεολογία και
κριτική είναι ακόμα και σήμερα πιο συνεπής οπαδός του καβαφικού κόσμου:
παραμένει ο πιο αξιόλογος χειροκροτητής όχι του Καβάφη, αλλά της αντίληψης που
δικαιώνει τον Καβάφη και τον κάνει απαραίτητο ως τις μέρες μας.
Δεν είναι περίεργο ότι η αστική κριτική (η
πιό αξιόλογη άλλωστε στο γνωστικό επίπεδο) συμπεριφέρεται ακόμα με άγχος και
ενοχή σε σχέση με τον Καβάφη: αυτή η χαμηλόφωνη ποίηση, ποίηση της αποτυχίας
και της ήττας, σαστίζει πιο πολύ τον ορθολογιστικό ιδεαλισμό παρά τον
ατράνταχτο υλιστικό επικαθορισμό.
Ο Καβάφης έχει την ίδια μοίρα που έχουν
όλοι οι ποιητές αναφοράς: σαν τέτοιος
δεν μπορεί να είναι απόλυτα επιτυχημένος, απόλυτα πρωτότυπος και προσωπικός,
παρά σε σχέση με κάτι άλλο. Η ποίηση που αξιώθηκε να κάνει ο Καβάφης είναι
πεισματικά ιδιόκτητη, όχι ιδιωτική όπως κατακρίθηκε. Γιατί τι άλλο εκτός από
μια θριαμβευτική χαρά της ιδιοκτησίας διακατέχει όλο αυτόν τον οχυρωμένο κόσμο,
τις δυσπρόσιτες πηγές, τις αλλοιωμένες χρονολογίες; Ειπώθηκε, με μια δόση
υπερβολής, ότι ο Καβάφης χρειάζεται γύρω του ένα συνεργείο ανθρώπων ανάλογο μ’
εκείνο του λόρδου Κάρναβον, όχι για να το στοιχειώσει με την κατάρα των Φαραώ,
αλλά απλούστατα να το υποδηλώσει στην γοητεία του. Για να έχουμε μπροστά μας
μια όσο γίνεται πιο καθαρή εικόνα αυτής της σχέσης, αρκεί να φέρουμε στο νου
μας τις γυμνές σελίδες αυτής της ποίησης, όπου η αλήθεια παίζει με το
πεπρωμένο, για να σχηματισθεί μπροστά μας, όχι ο γκρίζος ορίζοντας της
πολυμάθειας, αλλά ο ουρανός της εφηβικής ομορφιάς. Ο Καβάφης παραμένει μετά
τόσα χρόνια μια εγγυημένη μηχανή που παράγει επιθυμία και γνώση: το προϊόν
αυτής της μηχανής είναι ακούραστο κι αέναο σαν το χρόνο. Το ότι ο Καβάφης είναι
ο μόνος ποιητής σε παγκόσμιο επίπεδο που παράγει ακόμα αλλοτρίωση (άλλο μεγάλο
παράδειγμα είναι ο ρομαντισμός του Μπάϋρον), είναι μια παραπάνω απόδειξη ότι ο
καβαφισμός είναι μεγαλύτερος από τον Καβάφη τον ίδιο. Την επιβίωση και τον
δυναμισμό της αλλοτρίωσης την μετράμε καλύτερα και ασφαλέστερα πάνω στους νέους
παρά πάνω σε πιο κατεστημένες δομές, όπως είναι η κριτική ή η αρθρογραφία. Οι
νέοι ξεμυαλίζονται με την ποίηση του Καβάφη όχι γιατί τους εκφράζει (πώς είναι
δυνατόν;) αλλά γιατί τους κολακεύει. Ο Καβάφης δεν δικαιώθηκε μόνο απ’ την ιστορία των μορφών σαν ένας
καινοτόμος, αλλά και απ’ την ιστορία των γενεών: τον Καβάφη τον κράτησε ζωντανό
η ανθρώπινη ματαιοδοξία του να είναι αρεστός στους νέους. Αυτό το τετριμμένο
πάθος, ίδιο με την πρακτική του μακιγιάζ ή των βαμμένων μαλλιών, κάνει τον
Καβάφη κάτι περισσότερο από προνομιακό στις προτιμήσεις των νέων ποιητών, τον
κάνει επιθυμητό.
η
γυναικεία στάση
Υπάρχει η γυναίκα στον Καβάφη; Όσο θα ήταν
λάθος να δούμε στον Καβάφη μόνο μια ψυχολογική δομή όπου δεσπόζει η γυναίκα,
άλλο τόσο θα ήταν άτοπο να μην αναγνωρίσουμε ότι στον Καβαφικό κόσμο,
απουσιάζει η γυναίκα σαν αντικείμενο της τέχνης του.
Ο ίδιος στο περίφημο αυτοσχόλιό του
απέκλεισε τη γυναίκα σα θέμα από την ποίησή του: αυτό αν δεν είναι μια πρακτική
συνέπεια της ομοφυλοφιλίας του, είναι οπωσδήποτε μια επιλογή, που έχει
αισθητικές και φιλοσοφικές συνέπειες. Δεν ξέρουμε πότε ακριβώς ο Καβάφης
«απελευθερώθηκε» από τον διχασμό που βασανίζει το ομοφυλόφιλο εγώ και το
εμποδίζει να αυτοπραγματωθεί χωρίς αναστολές: εκείνο που ξέρουμε είναι ότι ο
Καβάφης κατανικώντας την φοβία της ομοφυλοφιλίας του, είχε κατανικήσει
ταυτόχρονα κι αυτό που τον εμπόδιζε να γίνει ένας αυθεντικός καλλιτέχνης.
Αυτή η ταυτόχρονη ωρίμανση στο
συγκινησιακό και στο καλλιτεχνικό επίπεδο, δίνει στον καβαφικό έργο μια
αναμφισβήτητη δύναμη και μια επικαιρότητα απαράμιλλη. Ο Καβάφης έγινε ο εαυτός
του ανθρώπινα και καλλιτεχνικά από την στιγμή που πραγματώθηκε συγκινησιακά.
Γιατί όμως εξακολουθεί να υπάρχει στην ποίησή του αυτό το κενό, αυτή η αίσθηση
της αποτυχίας, μερικές φορές όχι χωρίς κάποια μνησικακία; Αυτή την οδύνη, αυτό
το κενό, μπορούμε να το αποδώσουμε στην ομοφυλοφιλία του;
Ο Καβάφης μένει μόνος τους γιατί δεν θέλει
να πληρώσει το τίμημα να μείνει η γυναίκα στην ποίησή του; Ή μήπως πληρώνει το
τίμημα των αιμομικτικών ερώτων, που σαν ομοφυλόφιλος, δεν απαρνήθηκε ποτέ; Αυτά
τα ερωτήματα που μας παραπέμπουν στο φάσμα του Οιδίποδα, δεν μπορεί παρά να
μείνουν αναπάντητα. Αυτό που έχει σημασία για μας είναι πως ο Καβάφης κατόρθωσε
να δώσει μια πετυχημένη μορφή στην αίσθηση της αποτυχίας και του κενού.
Ο Καβάφης στην ωριμότητά του φαίνεται να
γνωρίζει πως μια ποίηση απλοϊκή, γεμάτη θάρρος και φαντασία, δηλαδή μια ποίηση
επική και ομηρική, δεν είναι η ποίηση που ταιριάζει στον μοντέρνο κόσμο, μια
ποίηση αντρική είναι μια ποίηση μ’ ένα μεγάλο, γαλήνιο σαν τη θάλασσα, θέμα.
Ο
Καβάφης λοιπόν δεν έπαψε και δεν θα πάψει ποτέ να υποφέρει μέσα απ’ τις γιορτές
και τις επετείους, υπάρχει ο τραγικός Καβάφης, ο Καβάφης της δυστυχίας, με το
συσπασμένο πρόσωπο και τα κατεβασμένα μάτια, τεκμήριο αυτής της φοβερής μοίρας
δεν είμαστε εμείς ούτε τα ποιήματά του, η τέχνη τους, αλλά το εσωτερικό τους, η
αντίθεση με το παρόν τους, η αναλλοίωτή του μοίρα.
Δεν έχουμε άλλη εκλογή ακόμα και στο
φωτεινό σήμερα, μέσα από τις ποικίλες ελευθερίες μας, δεν έχουμε λέω άλλη
εκλογή απ’ το να διαβάζουμε πάντα τον Καβάφη ένοχα και ψιθυριστά.
Ο
Καβάφης σαν κατηγόρημα
Ο καλός ποιητής μας κάνει να ξεχνάμε τα
επίθετά του, όχι γιατί δεν μπορεί να αναδυθεί ένας πραγματικός κόσμος από ένα
επίθετο παρά από ένα ουσιαστικό, αλλά γιατί τα επίθετα τα αποδίδουμε εμείς.
Όταν κλείνω ένα βιβλίο που αγαπώ είμαι
γεμάτος επίθετα. Αυτό με κάνει να γράφω τα πιο αυστηρά μου παράπονα, τις πιο
παράλογες ελπίδες μου το επίθετο με βοηθάει να προσεγγίσω το πραγματικό. Στα
επίθετα συναντιέμαι με ό,τι ονειροπολώ και ενώ με βοηθάνε να αναβάλλω συνέχεια
το πραγματικό, γίνονται το οχυρό απ’ όπου θα εκπορθήσω την πραγματικότητα. Ο
Καβάφης είναι ο ποιητής του ουσιαστικού, γιατί έχει πραγματοποιήσει σαν
δημιουργός εκείνο που συνέχεια αναβάλλει σαν αναγνώστης, ο Καβάφης δεν υπάρχει
σαν αναγνώστης του έργου του, δεν υπάρχει σ’ αυτόν εκείνη η αυνανιστική μέθη
του να παραμείνεις μόνο αναγνώστης του έργου σου. Η κριτική στάθηκε πάντα ένα
πελώριο, πότε αδιάκριτο, πότε εγκωμιαστικό, αλλά ποτέ αδιάφορο επίθετο για τον
Καβάφη. Η μόνη κριτική στο επίπεδο του ουσιαστικού που έγινε ποτέ στον Καβάφη,
έγινε από τους επικριτές του. Άρα η κριτική που καταλαβαίνει, η κριτική που
δημιουργεί, είναι η κριτική του επιθέτου. Ποίηση με λιγότερα επίθετα απαιτεί η
αυστηρή κριτική, ενώ μια ποίηση φειδωλή σε επίθετα είναι μια κριτική του εαυτού
της.
Ο Καβάφης είναι πανίσχυρος σαν ποιητής
επειδή είναι κριτής του έργου του’ απ’ τον Καβάφη συλλαμβάνουμε ό,τι είναι
πιστό στον εαυτό του’ απ’ τον Καβάφη δεν περισσεύει τίποτα, εκτός ίσως ο ίδιος
ο εαυτός μας.
Η ιστορία της σχέσης μας με τον Καβάφη
δεν αρχίζει πριν από δύο χιλιάδες χρόνια, μαζί με την συμβατική αλυσίδα της
ποίησης και της ελληνικής γλώσσας. Ο Καβάφης μας χρονολογείται από χθες, όχι
από χθές της ελληνικής γλώσσας, αλλά απ’ το χθές του εγώ μας, ο Καβάφης αξιώνει
ολόκληρο το εγώ μας, όπως και το εγώ μας
αξιώνει για λογαριασμό του ολόκληρο τον χρόνο και την ιστορία. Γι’ αυτό η
γεμάτη έκπληξη ανακάλυψη του Καβάφη δεν είναι ανακάλυψη της ποίησης καθεαυτής,
αλλά έκπληξη για τον εαυτό μας. Ο Καβάφης για την ποίηση είναι ένα τέρας, ένας
ποιητής ακόμα ανεύρετος’ όποιος πίνει νερό στο όνομα του Καβάφη είναι σαν να
εύχεται την διαφθορά και την εξαχρείωση της ποίησης.
ΧΑΡΗΣ
ΜΕΓΑΛΥΝΟΣ, σ.19-20
Περιοδικό
ΑΜΦΙ Β΄ περίοδος, τεύχος 16-17/ Άνοιξη- Καλοκαίρι 1984, σ. 19-20. Αφιέρωμα Κ.
Π. ΚΑΒΑΦΗ. ΕΞΗ ΚΕΙΜΕΝΑ ΓΙΑ ΤΟΝ ΚΑΒΑΦΗ.
Πρώτο σημείωμα για τον ποιητή Χάρη
Μεγαλυνό
Σε προηγούμενα, αρκετά σημειώματά μας
στα Λογοτεχνικά Πάρεργα, είχαμε αποδελτιώσει τα τεύχη του παλαιού περιοδικού
«ΑΜΦΙ» την χρονική διαδρομή και εκδοτική περιπέτεια του στα τέσσερα στάδια της
έκδοσης και κυκλοφορίας του από το 1978 που έκανε την εμφάνισή τους έως το 1996
(;) που τερμάτισε τον κύκλο του. Ένα πρωτοπόρο και πρωτόγνωρης ύλης για την
εποχή του έντυπο και τα κοινωνικά και πολιτικά δεδομένα της, τις παγιωμένες
θεσμικές και εθιμικές καταστάσεις και αξίες της παραδοσιακής Ελληνικής
Κοινωνίας. Τις ερωτικές συνήθειες των Ελλήνων και Ελληνίδων τα δημόσια ήθη των
συμπεριφορών τους, τις οικογενειακές
τους και θρησκευτικής κρατικής εκπαιδευτικής αγωγής διαπαιδαγώγησης αξίες, των
διαφόρων ταμπού της, την θέση της γυναίκας, των παιδιών, του άντρα μέσα στην
πυρηνική ελληνική οικογένεια μέχρι την δεκαετία 1970-1980. Των κατεστημένων παραδοσιακών
και αναγνωρίσιμων ρόλων του άντρα και της γυναίκας στην ελληνική κοινωνία όπως είχε
διαμορφωθεί στους ιστορικούς αιώνες της παράδοσής της. Στην ολιστική και
ατομική εικόνα των ρόλων τους, διαμορφωμένων από αντιλήψεις και συνήθειες
καταστάσεις και κοινωνικά προτάγματα βίου στο διάβα της χρονικής διαδρομής
ιστορικών στιγμών της χώρας μας στις εκδηλώσεις και εκφάνσεις των κατά
γεωγραφική περιφέρεια παραδόσεων του Ελληνισμού. Η Ελληνική Κοινωνία
συνειδητοποιούσαμε ότι άλλαζε ραγδαία και απότομα, εκρηκτικά και με μεγάλους
φανερούς και υπόκωφους θορύβους, εισέρχονταν σε νέες περιπέτειες, φιλοδοξούσε
και δικαίως να προφτάσει τα ανεπτυγμένα κράτη της δύσης, να βαδίσει πάνω στα
ίχνη που είχαν χαράξει οι σύγχρονες ευρωπαϊκές κοινωνίες και λαοί του δυτικού
κόσμου μετά το τέλος του δεύτερου παγκόσμιου πολέμου και την λαίλαπα της
καταστροφής που είχε επιφέρει στις ζωές και τις συνειδήσεις των ανθρώπων και
όσον είχαν εμπλακεί στην δύνη του. Το «ΑΜΦΙ» κυκλοφόρησε τέσσερα χρόνια μετά
την πτώση του επτάχρονου δικτατορικού καθεστώτος το 1974, σε μία κρίσιμη και
θυελλώδη περίοδο της ελληνικής κοινωνίας και της πατρίδας μας ολάκερης. Όλοι
και Όλες, Όλα βιάζονταν να αλλάξουν γύρω μας και μέσα μας στην φιλοδοξία μας να
κερδίσουμε της ζωής και των ονείρων μας χαμένο χρόνο. Στην ορμητική και
επαναστατική των νιάτων μας βούληση να ανατρέψουμε κάθε τι που προέρχονταν από
τα δεσμά του παρελθόντος. Δονκιχωτικοί «ήρωες», αμφισβητίες και αντισυμβατικοί,
πρωτόγονοι «ακτιβιστές» κοινωνικών δικαιωμάτων, αναρχίζουσες υπάρξεις και
ιδεολόγοι κάθε φιλοσοφικής και στοχαστικής ενατένισης και πιστεύω που
επιθυμούσαμε να απαλλαγούμε από τα πάντα, τους πάντες, κάθε τι που μύριζε
μούχλα και παλαιομοδίτικο κλίμα ζωής, νεοσσοί «ξερόλες» με αδιαμόρφωτες μέσα
μας ιδέες, φτερουγίσματα δειλά, κουραστικά, βεβιασμένα, όχι πάντα ισορροπημένης
αντίληψης για τον Κόσμο γύρω μας. Πολιτικά γλαροπούλια των νέων καιρών που
τρεφόμασταν με ότι βρίσκαμε και συναντούσαμε στα πετάγματά μας. Είμασταν η νέα
γενιά της μεταπολίτευσης, η Γενιά του 1980 που αναζητούσαμε οδοδείχτες «σοφίας»
καθώς ανέτειλαν οι καινούργιοι ορίζοντες και σταδιακά απαλλασσόμασταν από ένα
ανελεύθερο καθεστώς που μας είχε βάλει «στο γύψο». Πνέαμε υπερήφανοι, με
ζωντάνια και τόλμη, ριψοκίνδυνα σε ούριους ανέμους κοινωνικής και πολιτικής
ελευθερίας, ταξιδεύαμε σε άγνωστά λιμάνια πρωτόγνωρων εμπειριών και αισθήσεων,
σωματικών απολαύσεων και αγγιγμάτων τρυφερότητας και ευαισθησίας, σελαγίζαμε σε
μαγικά περάσματα της ενηλικίωσής μας. Βιαζόμασταν να μεγαλώσουμε, αγόρια και
κορίτσια πριν καλά-καλά απολαύσουμε, χαρούμε τα ξέγνοιαστα χρόνια της αθωότητας
της παιδικότητάς μας, της άγουρης και ταραγμένης εφηβείας μας. Είμασταν η
μικρομέγαλη γενιά της μεταπολίτευσης, αυτή που αρκετές φορές έσπευδε να σβήσει
τα ίχνη της πριν προλάβει να τα χαράξει στις αναθεωρητικές της βλέψεις και
προθέσεις.
Το περιοδικό «ΑΜΦΙ», ένα σύγχρονου κοινωνικού
προβληματισμού και νομικών και συνταγματικών διεκδικήσεων περιοδικό με
πολύχρωμο πολιτικό προσανατολισμό και ανένταχτη ύλη και περιεχόμενα, ένα έντυπο
ανοιχτών οριζόντων-ας το υπενθυμίζουμε-για την εποχή του σοβαρή και μιάς άλλης
προβληματική φωνή, ήταν έμπνευση και γέννημα μιάς μικρής-στην αρχή- φιλικής
ομάδας νέων Ελλήνων, διανοουμένων, λογίων, κινηματογραφιστών, καθηγητών,
ποιητών, μορφωμένων ατόμων και όχι μόνο (ορισμένα από τα πρόσωπα αυτά ήσαν
οικονομικά ευκατάστατα και ανεξάρτητα) σπουδαγμένων σε ξένα πανεπιστημιακά
ιδρύματα και σχολές της Εσπερίας, εμφορούμενα από ιδέες, θέσεις, απόψεις,
αντιλήψεις προερχόμενες από την εξέγερση της Νεολαίας του Γαλλικού Μάη του 1968
και των άλλων Ουτοπικών Κινημάτων, της Αριστερής και Αναρχίζουσας Νεολαίας στον
Δυτικό Κόσμο. Είχαν μπολιαστεί οι ιδέες τους από τα διάφορα επαναστατικά
πολιτικά και κοινωνικά ρεύματα των χρόνων εκείνων. Από τις Μαρξιστικές ιδέες
και την Μαοϊκή Επανάσταση, τον αντιαποικιακό αγώνα του Χο Τσι Μινγκ, τις Μαοϊκές
ιδέες της εποχής, τους αγώνες των Μαύρων στην Αμερικάνικη Ήπειρο, εναντίον του
Άπαρχ Χάιντ, τις ανατρεπτικές πολιτικές
μεταμαρξιστικές φιλοσοφικές θέσεις του Χέρμπερτ Μαρκούζε, του Βίλχελμ Ράιχ, του
Γκυ Ντε Μπωρ, του Ζαν Πωλ Σαρτ και τις φεμινιστικές θέσεις της συντρόφου του
Σιμόν ντε Μποβουάρ όπως αυτές εκφράζονται στο βιβλίο της το «Δεύτερο φύλο», του
Μάλκομ Χ και της Άντζελα Ντέηβις και αντιπολεμικές εκδηλώσεις ενάντια στον
πόλεμο του Βιετνάμ, την υποστήριξη του γάλλου ακτιβιστή ομοφυλόφιλου συγγραφέα
Ζαν Ζενέ στον αγώνα των Αλγερινών για απεξάρτηση από την Γαλλική κηδεμονία. Τις
εκατοντάδες ανατρεπτικές κινήσεις ατόμων και ομάδων στους χώρους των γραμμάτων,
των τεχνών, της παιδείας, της εκπαίδευσης, του πολιτισμού. Ο νέος γαλλικός
κινηματογράφος, τα νέα θεατρικά ρεύματα, τα μουσικά συγκροτήματα των Μπίτλς,
των Ρόλνγκ Στόουν, η οργάνωση του φεστιβάλ του Γούντστοκ, το ελληνικό Ροκ και
το Νέο Κύμα των Μπουάτ… Όλο αυτό το σύννεφο της πολιτικής και πολιτιστικής
Ουτοπίας που είχε αρχίσει μετά το τέλος του δεύτερου παγκόσμιου πολέμου να
απλώνεται πάνω στην Ευρώπη και καθώς γκρεμίζονταν ένα –ένα τα δικτατορικά
καθεστώτα και ο Κόσμος άλλαζε, ήσαν οι τροφοδότες πηγές ιδεών και αντιλήψεων,
φιλοσοφίες θεωρήσεις και προτάσεις της Νέας Ζωής των Ανθρώπων, ακηδεμόνευτης
και με περισσότερες, στερεότερες ατομικές και συλλογικές ελευθερίες, δίχως
πολιτικούς ή θρησκευτικούς, μεταφυσικούς πάτρωνες ήσαν ό,τι ενστερνίστηκαν και
αποδέχτηκαν και οι Έλληνες Νεολαίοι στον αγώνα τους ενάντια στην χούντα και
μεταγενέστερα για ένα κράτος δικαίου, ισότητας των πολιτών, εθνικής
ανεξαρτησίας, ανακατανομή του εθνικού πλούτου της χώρας μας, δικαίωσης των
λαϊκών αγώνων από την εποχή της εθνικής αντίστασης. Ο Ανδρέας Βελισσαρόπουλος,
ο Λουκάς Θεοδωρακόπουλος, ο Γιώργος Ράνος, ο Ανδρέας Αγγελάκης και ορισμένα
άλλα προοδευτικά άτομα αποτέλεσαν την πρώτη φλόγα έμπνευσης, οργάνωσης και
υλοποίησης ενός ελληνικής εκδοχής κοινωνικού κινήματος όπως ήταν το ΑΚΟΕ και το
περιοδικό που εξέφραζε τις ιδέες και απόψεις των τρομερών και τολμηρών Παιδιών
της οδού Ζαλόγγου. Την πρώτη αυτή δημόσια κίνηση και αγωνιστική προσπάθεια του
ΑΚΟΕ και του «ΑΜΦΙ» για την αναγνώριση των δικαιωμάτων την ισότιμη θέση τους
απέναντι στην ελληνική νομοθεσία και κοινωνία, τους κρατικούς θεσμούς των
Ελλήνων Ομοφυλόφιλων αντρών και γυναικών αποδέχτηκαν αμέσως και υποστήριξαν δυναμικά,
βγαίνοντας μπροστά στα φώτα της δημοσιότητας, σχεδόν «προπαγανδιστικά»,
εκατοντάδες άτομα μη ομοφυλόφιλα και των δύο φύλων από τους χώρους της
Επιστήμης και των Τεχνών, Πανεπιστημιακοί και των Ανωτάτων Εκπαιδευτικών
Ιδρυμάτων άτομα, τους χώρους της Φιλοσοφίας και Κοινωνιολογίας, Καλλιτέχνες και
Συγγραφείς αλλά και απλοί καθημερινοί ανώνυμοι έλληνες πολίτες, διεκδικώντας
μαζί με την κοινότητα των ομοφυλοφίλων το δικαίωμα στην ζωή, τον έρωτα, την
έκφραση, την επιλογή την κοινωνία. Τα προβλήματα και τα ζητήματα που αναφύονταν
στους σύγχρονους καιρούς ήσαν πλέον κοινά για όλους τα ίδια. Οι προσωπικές
χαρές και απολαύσεις όπως και τα βάσανα και τα αδιέξοδα του βίου επίσης. Εχθρός
μέσα στο υπάρχον πολιτικό και οικονομικό σύστημα ήταν η οικονομική εκμετάλλευση
του ανθρώπου από τον άνθρωπο και αυτή δεν αφορούσε μόνο και αποκλειστικά την
ετερόφυλη πλειοψηφία του ελληνικού λαού αλλά και τις κάθε κατηγορίας
μειοψηφίες. Σε αυτήν την πρώτη ομάδα του ΑΚΟΕ ανήκε και ο ποιητής Χάρης
Μεγαλυνός, όπως ο ίδιος έχει δηλώσει σε συνεντεύξεις του.
Στην δική μας αποδελτίωση του περιοδικού
καταγράψαμε τους γνωστούς και άγνωστους συνεργάτες του περιοδικού- με το όνομά
τους ή το ψευδώνυμο με το οποίο υπέγραφαν τα πεζά, τα ποιήματα, τις μεταφράσεις
τους κλπ. Αναρτήσαμε σε σημειώματά μας στα Λογοτεχνικά Πάρεργα την θεματολογία
και ειδησεογραφία του «ΑΜΦΙ», τα αφιερώματά του, τις ανταποκρίσεις του, τις
βιβλιοκριτικές του παρουσιάσεις για ελληνικούς και ξένους τίτλους βιβλίων,
συνήθως με ομοφυλόφιλο περιεχόμενο, τις συνεντεύξεις συνεργατών του περιοδικού
με πρόσωπα από τον χώρο του κινηματογράφου και του θεάτρου. Οργανώσαμε και
αναρτήσαμε ξεχωριστά τις συγγραφικές ή μεταφραστικές παρουσιάσεις γνωστών μας
σημαντικών και καταξιωμένων λογοτεχνών από διάφορα μέρη της ελλάδας, όπως ο Ντίνος
Χριστιανόπουλος, ο Ανδρέας Αγγελάκης, ο Γιάννης Παλαμιώτης, ο Γιώργος Ιωάννου,
ο Λουκάς Θεοδωρακόπουλος και άλλοι. Άτομα και καλλιτέχνες, συγγραφείς και
επιστήμονες, ιατροί που στελέχωσαν από τα πρώτα τεύχη του την ύλη του, βοήθησαν
στην προβολή και διάδοσή του. Προσπαθήσαμε να δώσουμε την πανοραμική εικόνα
αυτού του αξιόλογου και πρωτοπόρου περιοδικού στις διάφορες χρονικές περιόδους
και φάσεις της κυκλοφορίας του και των διαφορετικών υπευθύνων που ανέλαβαν την
επίσημη έκδοσή του. Για την ιστορία της δικής μου γενιάς και την εμφάνιση και
εξέλιξη των κοινωνικών κινημάτων στην χώρα μας μετά το 1974.
Σε ένα από τα τεύχη της Β΄ περιόδου του
«ΑΜΦΙ» για την απελευθέρωση της ομοφυλόφιλης επιθυμίας, στο διπλό τεύχος 16-17 Άνοιξη-
Καλοκαίρι 1984 έχουμε το ΑΦΙΕΡΩΜΑ στον αλεξανδρινό ποιητή Κωνσταντίνο Π.
Καβάφη. Δημοσιεύονται έξι κείμενα, των Λουκά Θεοδωρακόπουλου, Τίμου Μαλάνου,
Γιώργου Ιωάννου, Βασίλη Κούλη, Γιάννη Παλαμιώτη και Χάρη Μεγαλυνού. Το κείμενο
το είχαμε αναρτήσει το 2023 στην παρουσίαση των Περιεχομένων του περιοδικού. Το
αναδημοσιεύουμε εκ νέου δύο χρόνια μετά, μαζί με ένα μικρό ανθολόγιο ποιημάτων
του, καθώς συμπληρώνονται δύο χρόνια από την εκδημία του εστέτ ποιητή και
βιβλιοκριτικού Χάρη Μεγαλυνού.
ΑΦΙΕΡΩΣΕΙΣ ΤΟΥ ΧΑΡΗ ΜΕΓΑΛΥΝΟΥ
Από την
συλλογή του «Καλοκαίρια και Ενιαυτοί»
ΑΠΟ ΤΟΤΕ
Στον Μάνο
Χατζιδάκι
In memoriam
Από τότε που
σ’ έχασα
τα λιμάνια
είναι πιό ακατάστατα,
οι προβλήτες
πιό πολυσύχναστες
όλο αμάξια
που τρίζουν οι ρόδες τους και ρυμουλκά
που φτύνουν
αέρια και καπνό μεσ’ τις καρότσες τους.
Από τότε που
σ’ έχασα
τα σελοφάν
των συνοικιακών γλυκών
είναι πιό
πετρωμένα κι απ’ το φρουί γκλασέ των ζαχαροπλαστείων,
όχι
αναγκαστικά με τόσο σιρόπι κι αμύγδαλα
αλλά με τη
γλοιώδη οσμή του πράσινου πεπονιού
που λιώνει
σαν την καρδιά του γινωμένου βερίκοκου.
Από τότε που
σ’ έχασα
τα φύλλα
είναι πιό μαύρα,
οι κιθάρες
πιό γλυκές,
η γραμμή του
ορίζοντα δεν παραλλάσσει,
η θάλασσα
δεν φουσκώνει κάτω απ’ τα κιγκλιδώματα,
η αρμύρα δεν
φτάνει μέχρι τις άσπρες τέντες των ξενοδοχείων,
η μοίρα το
καλοκαίρι δεν είναι τόσο ζεστή
και τα
μαξιλάρια τον χειμώνα δεν είναι τόσο δροσερά.
Από τότε πού
σ’ έχασα,
αλλά και πιό
πριν,
το μέλλον
έρχεται κατευθείαν επάνω μου
φορτωμένο με
χαρτορίχτρες, σαλτιμπάγκους και γύφτισσες., σ.27
--
ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ ΚΑΙ
ΜΟΥΣΙΚΗ
Ειν’ όλ’ αυτά τα πράγματα πολύ παληά
Κ. Π. Καβάφης
Στον Γιώργο Χρονά
Μην νομίσεις
ότι πριν περάσει το καλοκαίρι
το μαύρισμα
θα έχει φύγει απ’ το σώμα σου
σαν μιά τύψη
πού θα έχει βάψει
με την ανάσα
της τον ανιαρό θόρυβο τόσων πολιτειών.
Μην νομίσεις
πιάνοντας τις χειρολαβές
ότι τα
δάκτυλά σου δεν θα έχουν μικρύνει
κι ότι σαν
τα φώτα των ακτών δεν θα τεντώνουν
την μνήμη
σου μέχρι εκεί πού δεν υπάρχουν
παρά μόνο
προβλήτες, αδέξιοι αποχαιρετισμοί
και ίσως
ανώριμα, παρανοημένα συναισθήματα
και
συνενοχές.
Μην νομίσεις
ότι το καλοκαίρι θα φεύγει για πάντα
για να έρθει
στη θέση του ένα καινούργιο
και πώς στο
πηδάλιο του παλιού χρόνου
θα υπάρχει
πάντοτε
εκείνη η
συγκεκριμένη καρέκλα
εκείνο το
συγκεκριμένο καφενείο
εκείνο το
συγκεκριμένο φιλί.
Όταν θα
μαζέψεις τον εαυτό σου
σαν μιά
βαλίτσα απ’ το πάτωμα
και όταν θα
έχεις κλείσει τη μουσική
τότε μπορεί
ν’ ακούσεις μεσ’ το ξημέρωμα
μέσα στην
κάμαρα που κοιμάσαι
να σε
διασχίζει μ’ αθόρυβα βήματα
το καλοκαίρι
πού δεν θα ξανάρθει ποτέ πιά., σ. 41
--
Η ΕΞΗΓΗΣΗ
ΤΗΣ ΜΑΣΚΑΣ
Στον Λουκά Θεοδωρακόπουλο
Εύκολα φεύγω
από εκεί που
βρίσκομαι.
Το στοργικό
χέρι του περαστικού
κι η δίνη
της ζωής
μου προκαλεί
τον εμετό
αυτών πού
συνήθισα.
Μου προξενεί
φρίκη
το
φιλντισένιο μου πρόσωπο
τα σαν άχυρα
μαλλιά
που η αυγή
τα φωτίζει.
Τα θερμά
λουτρά
με μαραίνουν
η γλίτσα και
τα πλακόστρωτα
σαν τη
Βενετία με πνίγουν.
Τα κρεβάτια
τα ηδονικά
στρώματα
σαν την πυρά
με φοβίζουν.
Οι
ασβεστωμένοι τοίχοι και το γιασεμί
η γαλάζια
θάλασσα
είναι η
δυστυχία μου.
Η προδοτική
μου φωνή
και τα λεπτά
μου χείλη
κάνουν τα
βιβλία τσέπης
να
κιτρινίζουν απ’ το κακό τους.
Τα
διαμορφωμένα μου αισθήματα
με κάνουν να
μένω παιδί
εκεί που οι
άλλοι κοροϊδεύοντας μεγαλώνουν.
Οι ανθρώπινοι
συνωστισμοί
είναι και
συνωστισμοί των ονείρων μου.
Το αχυρένιο
μου παρελθόν
και το άδειο
μου μέλλον
μπορεί πιό
εύκολα να με βάλουν
μέσα στον
φωτεινό στρόβιλο της αγάπης., σελ. 50
--
ΤΟ ΚΑΦΕΤΙ
ΑΠΟΠΛΥΜΑ
Στον Τάκη Σπετσιώτη
Ο τόνος, η
φωνή, τα αιτήματα
-γιατί και η
ποίηση έχει αιτήματα
όπως και η
ζωή-
μ΄ έχουν από
πολύ καιρό πείσει
ότι δεν
ωφελεί στα κεφάλαια της ζωής μου
να
χρησιμοποιώ εκείνα τ’ ακατάλληλα κλειδιά
που
ταιριάζοντας σε κάθε πόρτα
άλλο τίποτα
δεν κάνουν
όπως οι
άσσοι κι οι βαλέδες
παρά να
δείχνουν
τα λάθος
κρεβάτια
που πάνω
τους πλάγιασα
και τις
πόρτες
που δεν
εξασφαλίζουν τίποτα πιά.
Κι όπως ο
τόνος
έχει το δικό
του τέμπο
έτσι κι η
φωνή
σαν το
καφετί απόπλυμα
μέσ’ το θολό
του τζάμι
θα κάνει τις
φοβερές προβλέψεις της.
Κι αν δεν με
θέλγουν πιά
τα θήτα και
τα ύψιλον,
ένας μακρύς
κατάλογος
από καρρά
και κούπες,
ένα
κατάστιχο
από βαρείς
καφέδες
έτσι που
κρύοι κι άνοστοι
πηγαινοέρχονται
μεσ’ τις
ζωές μας,
πάντα θα
συγκινούν.
Είναι αυτό
που είπα παραπάνω
κάτι για
τόνο στη φωνή,
και για
αιτήματα
πού μεσ’ τη
ζωή περνούνε., σ.55
--
ΤΟ ΛΟΥΚΙ
ΤΗΣ ΤΑΡΑΤΣΑΣ
Στον Κ. Ι. Σπυριούνη
Το δάκρυ μου
τρέχει στο
λούκι της ταράτσας.
Ακούω τις
πλατιές σταγόνες του
και λέω
να, το
τελευταίο δάκρυ μου
βούλωσε την
υδρορροή,
τώρα ποιός
ξέρει
σε ποιόν υπόνομο,
δίπλα σε
πόσα απόβλητα
θα σέρνει την αρμυρή σταγόνα του.
Το δάκρυ μου
από προχθές
ποιός ξέρει
που να ‘ναι;
Κάτω απ’ τα
βαρειά τα σύννεφα
μέσα στον
ήλιο του απόβραδου
ταξιδεύει
στο γρήγορο τέρμα του.
Κι αν όποτε
το ήθελα
σκουπισμένο
απ’ τα μάγουλα
δοκιμασμένο
απ’ τα χείλια
με χίλια
ζόρια το ξανάβρισκα
να χτυπάει
μεσ’ την παλιά υδρορροή
στην
παγωμένη νύχτα,
πάλι απ’ το
ζεστό κρεβάτι μου
θα το άκουγα
μακριά στον
σκονισμένο Πειραιά
σ’ ένα
σπασμένο κιούγκι
στο
Μοσχάτο., σ. 61
ΧΑΡΗΣ ΜΕΓΑΛΥΝΟΣ, ΚΑΛΟΚΑΙΡΙΑ ΚΑΙ
ΕΝΙΑΥΤΟΙ, Στο
Εξώφυλλο λεπτομέρεια από το έργο του ΚΩΣΤΑ Ι. ΣΠΥΡΙΟΥΝΗ, εκδόσεις Οδός Πανός, Αθήνα
Οκτώβριος 2002, σε 1000 αντίτυπα, ενώ την επιμέλεια είχε ο ποιητής και εκδότης
Γιώργος Χρονάς, σελ. 100. Η συλλογή είναι αφιερωμένη «Στο Αύριο».
Σχετικά
Η πέμπτη
κατά σειρά ποιητική συλλογή του Χάρη Μεγαλυνού (Πύργος Ηλείας 22/10/1951- Αθήνα
20/5/2024) και η τρίτη που εκδίδεται από τις εκδόσεις του περιοδικού «Οδός
Πανός» περιλαμβάνει 50 έντιτλες ποιητικές του ολιγόστιχες και μεγαλύτερης πνοής
ποιητικές μονάδες, με ελληνικό και λατινικό τίτλο σελίδες 1 έως 87. Ακολουθούν
οι σελίδες 89 έως 93 με τις απαραίτητες διευκρινιστικές σημειώσεις του ποιητή
που παράλληλα μας μιλούν και για την ποιητική του και τις σχέσεις που έχει με
την λειτουργία της Ποίησης, οι σελίδες 95-96 με τα Περιεχόμενα ενώ στον
κολοφώνα του βιβλίου αναγράφεται:
Accentus ac spiritus, quotiens opus fuit, regulandos curavit ο Εύμολπος Συναδηνός necnom quaedam alia ad rem orthographicam pertinentia.
--
Με πνεύματα, τόνους, και τη ρύθμισή τους,
οσάκις έπρεπε, κατέγινε ο Εύμολπος Συναδηνός’ και περιπλέον μ’ ωρισμένα άλλα
που πέφτουν στην ευθύνη της ορθογραφίας.
Πριν ανοίξει η αυλαία των ποιημάτων του ο
Χάρης Μεγαλυνός, όχι τυχαία, δημοσιεύει ως μότο στίχους του ποιητή Τάκη Κ.
Παπατσώνη και του πεζογράφου Νίκου Γαβριήλ Πεντζίκη.
«Πεθαίνουμε, και την εικόνα αφήνομε
του υπέροχου Καλοκαιριού»
Τ. Κ. Παπατσώνης
Ο βοσκός καθισμένος χωνεύει. Χάνει τα
πόδια του,
τα
χέρια του, το κεφάλι.
Όλο το σώμα του μαυρίζει σαν πίπα
σβησμένη, ψυχρή.
Μόνο τα λόγια του φουσκώνουν σαν
βολβοί.
Σκέφτουμαι να τον πάρω, να τον φυτέψω
στον κήπο μου.
Στον παράξενο κήπο μου π’ ανθίζει
χειμωνιάτικα λογής όστρακα,
κοχύλια άδεια από τη μαλακιά ψύχα του καλοκαιριού.
Νίκος
Γαβριήλ Πεντζίκης.
Όπως μας
πληροφορεί ο ποιητής στις σημειώσεις του, το Μότο του ποιητή Τάκη Κ. Παπατσώνη
είναι από το ποίημά του, Χους Εσμέν. Εκλογή Α΄, Ursa Minor, Εκλογή Β΄, εκδ. Ίκαρος, 1988. Ενώ
το μότο του Νίκου Γαβριήλ Πεντζίκη από το βιβλίο του Το Μυθιστόρημα της κυρίας
Έρσης, εκδ. Άγρα, 1992.
Ακολουθούν
οι στίχοι της σελίδας 11:
Γη, δεν
είσαι τόσο αξεπέραστη.
Ο σκούρος
ορίζοντας σε λυώνει σαν κάτοπτρο,
οι πόες σε
ταπεινώνουν,
οι ενιαυτοί
φθάνουν σιγά-σιγά
στο
φλεγόμενο κέντρο σου.
Ο Γολγοθάς
κι η Τροία σου
σε
μετατρέπουν σταδιακά σε άνθρωπο.
Από την σελίδα 13 αρχίζει το κύριο σώμα
των Ποιημάτων. Οι τίτλοι είναι κεφαλαιογράμματοι είτε στα ελληνικά είτε στα
λατινικά, μονολεκτικοί ή πολυσύλλαβοι. Κάθε τίτλος ποιήματος έχει τον δικό του
συμβολισμό και παραπέμπει σε συγκεκριμένες ιστορικές περιόδους της ανθρωπότητας
ή των εποχών του έτους. Ορισμένοι φέρουν ορολογίες από γνωστές κλασικές
συνθέσεις παγκόσμιων μουσουργών. Όπως και ο ποιητικός λόγος του Χάρη Μεγαλυνού,
η γλώσσα τους έχει επιστρώσεις από διάφορες χρονικές περιόδους της ελληνικής
αλφαβήτου. Η ποιητική γλώσσα και έκφραση του Χάρη Μεγαλυνού δεν προέρχεται ούτε
από τις καθαρές δεξαμενές της Δημοτικής ούτε της Αρχαίας ή Μεσαιωνικής, είναι
ένα αρμονικό και ισορροπημένο γλωσσικό κράμα που πραγματικά λάμπει και
«φωσφορίζει» σε κάθε της πτυχή και πολυχρωμία. Ακόμα και οι αργκό λέξεις του
δεν ξενίζουν τον απαιτητικό της ποίησης αναγνώστη που ενδέχεται να περίμενε μία
μεγαλύτερη γλωσσική συνέπεια του ποιητή και ευθύγραμμη εκφραστική στιχουργική.
Η σαφήνεια στην έκφραση, ο καταγγελτικός ορισμένες φορές λόγος του, η
περιρρέουσα κοινωνική και όχι πολιτική ακριβώς ατμόσφαιρα, αν και οι πρώτες του
συλλογές έχουν έντονο το στοιχείο του, ένα είδος «μανιφέστου» κριτικής των
κακώς κειμένων του Κόσμου. Ένας σαρκασμός και αυτοσαρκασμός τόσο της ζωής του
όσο και των περιπετειών του βλέμματός του καθώς περιδιαβαίνει σε ανθρώπινα
σώματα, αστικές πόλεις και τοποθεσίες, δρόμους και περιόδους της Ελλάδας και
της διαχρονικής Ελληνικότητας. Συνολικά η Ποίησή του κινείται μεταξύ ενός
αισθητικού εσθετισμού και μιάς εξιδανικευμένης αναπόλησης ενός αρχαίου
ελληνικού παρελθόντος που ίσως και να μην υπήρξε. Το ερωτικό στοιχείο δεν
απουσιάζει από την ποίησή του, ούτε στον ρεαλισμό του καθρεφτίσματός του ούτε
στις ονειρικές φαντασιώσεις του που βρίσκονται πάντα σε ένα Σουρεαλιστικό
κλίμα, ίσως και φουτουριστικής ατμόσφαιρας που παραπέμπουν περισσότερο σε υπερρεαλιστές
ζωγράφους και ποιητές, σε συμβολιστές όπως ο Αρθούρος Ρεμπώ παρά στην ερωτική
εξομολόγηση του αλεξανδρινού ποιητή Κωνσταντίνου Π. Καβάφη. Ο ξεκάθαρος
ερωτισμός του συναντάται κυρίως στην ποιητική του συλλογή «Κοσμικόν πάθος»,
Νοέμβριος 1992 η οποία έχει μότο στίχους του επτανήσιου Ανδρέα Κάλβου.
«ανόμοιος είναι η μοίρα μας,/ και προσπαθείς ματαίως/ ‘να με αγκαλιάσης.». Τα
έντεκα μεγάλης ανάσας ποιήματα της συλλογής είναι άτιτλα ενώ κοσμούνται και
πάλι με τρία σχέδια και δύο κοσμήματα του εικαστικού Κώστα Ι. Σπυριούνη. Την
ποίηση του Χάρη Μεγαλυνού-κατά την γνώμη μου, δεν πρέπει να την εντάξουμε στο
καθαρό και ξεκάθαρο πλαίσιο της Ομοφυλόφιλης ποιητικής εκφραστικής και
θεματογραφίας όπως είναι ο ποιητικός λόγος του ποιητή Ντίνου Χριστιανόπουλου, του
Νίκου Αλέξη- Ασλάνογλου από την Θεσσαλονίκη, του ποιητή από τον Πειραιά Ανδρέα
Αγγελάκη, του Ναπολέοντα Λαπαθιώτη και ορισμένων άλλων. Ο λόγος του Χάρη Μεγαλυνού, ο υφασμένος με
υπερρεαλιστικές κλωστές και χρώματα, έχει άλλη διαστρωμάτωση και περιλαμβάνει
και την γυναικεία παρουσία είτε ως φυσική υπόσταση είτε ως ονειρική οπτασία
είτε ως σχέση με την αντρική παρουσία στην ερωτική τους συνάντηση. Ο Μεγαλυνός
δεν περιορίζει την όρασή του στο ανθρώπινο σώμα και τις ερωτικές του
εκδηλώσεις, την φυσική του ομορφάδα και αισθητικές του στάσεις στις ερωτικές
του χαυνώσεις καθώς θωπεύεται από τον ποιητή είτε στην ατομική του
αυτοβιογραφική της ζωής του εικονογραφίας είτε στην φιλοτέχνηση που απαιτεί το
ίδιο το ποίημα μετά την ολοκλήρωσή του, όταν φεύγει από τα χέρια του ποιητή και
αποκτά την δική του αυτονομία και ανεξαρτησία στον χρόνο, έχει πλέον την δική
του αυτοτέλεια δημιουργώντας τις δικές του προσλαμβάνουσες και ερμηνευτικές
εξηγήσεις αυτές που κάθε αναγνώστης ερμηνεύει ή προσλαμβάνει κατά το δοκούν. Το
ποίημα κατά τον Χάρη Μεγαλυνό, στην δική μου προσέγγιση της ποίησής του,
καλλιεργεί το πεδίο των ερμηνευτικών εκδοχών και αναφορών του, στην ανάγνωσή
του από τον εκάστοτε αναγνώστη του δημιουργώντας τις κοινωνικές του ανάγκες. Ο
Μεγαλυνός πάει πίσω από την οπτική επιφάνεια και το θάμπος της σωματικής
ομορφιάς, ανιχνεύει τα ψυχολογικά υποστρώματα του ατόμου, διερευνά τις κρίσεις
της συνείδησής του, τις απολαύσεις και σκιρτήσεις της καρδιάς του, την ανατομία
του όλου ανθρώπου στην στάση του στον χρόνο και στον τόπο. Έχουμε μία περιπλάνηση
πέρα από την φθαρτή και φωσφορίζουσα αισθητικά σωματική υλικότητα η οποία
καταλήγει να ιχνομυθεί τα εσώτερα της ψυχής του ανθρώπου, της υπόστασής του
πέρα από την στιγμιαία πραγματικότητά του και αλήθεια του που μας γεννά. Δεν
μπορούμε να γράψουμε αν ο εστετικός αισθητισμός του Μεγαλυνού προέρχεται από
τον αγγλικό λειμώνα του Όσκαρ Ουάιλντ ή του δικού μας Δημητρίου Καπετανάκη, το
σίγουρο πάντως είναι ότι ο λόγος του ξεχωρίζει από τον λόγο άλλων ποιητών και
ποιητριών της Γενιάς του 1970 και ακολουθεί έναν καθαρά ατομικό του δρόμο στην
χαρτογράφηση των θεμάτων με τα οποία ασχολείται. Έκδηλη είναι και η
Ελληνοκεντρικότητά του, σε μία διαχρονία της Ελληνικής ταυτότητας η οποία
βασίζεται κατά τον ποιητή πρωτίστως στην ελληνική γλώσσα και τις διαχρονικές
εκφραστικές και γλωσσικές εκδιπλώσεις της και προσμείξεις της. Είτε προκλητικός
στα πρώτα του ποιητικά βαδίσματα, στην συλλογή του «Στο δρόμο της χώρας»,
εκδόσεις Άκμων, Αθήνα, Απρίλιος 1980. Η εξαιρετική αυτή συλλογή, επίκαιρη
αναγνωστικά ακόμα και σήμερα, είναι η δεύτερη εμφάνισή του, μια και η πρώτη του
με τίτλο «Κατ’ όναρ» που αποτελείται από 12 ποιητικές μονάδες
περιλαμβάνεται στον τόμο της «Ποιητικής
Αντι- Ανθολογίας» του ποιητή και στιχουργού της γενιάς του 1970 Δημήτρη
Ιατρόπουλου, που κυκλοφόρησε στην Αθήνα το 1971. Στο «Σχήμα Δεύτερο» της
«Αντι-Ανθολογίας» του, στην ουσία του το βιβλίο είναι μία μορφή ποιητικού κολάζ
μια και δεν αναφέρονται ούτε ονόματα δημιουργών ούτε ποιητικές συλλογές, ούτε
εκδοτικός οίκος, ούτε χρονιά κυκλοφορίας. Την επιμέλεια της σύνθετης ομαδικής αυτής
δουλειάς είχε ο ποιητής Θωμάς Γκόρπας. Συμπεριλαμβάνεται όλο το άτακτο ποιητικό
υλικό σε μία ενιαία συνέχεια ποιητικών φωνών αντιπροσωπευτικών της γενιάς τους
εκείνης της πολιτικά περιόδου, σε Πέντε Σχήματα. Στο Δεύτερο Σχήμα σελίδες 99
έως 141έχουμε την παρουσίαση 4 πρώτων συλλογών. Διαβάζουμε την παρουσίαση της
ποιήτριας Τζένης Μαστοράκη, του Χάρη Μεγαλυνού, του Δημήτρη Καντακουζηνού και
του Πάνου Καπώνη που όπως εύστοχα επισημαίνει ο Δημήτρης Ιατρόπουλος «είναι
έτοιμοι ποιητές». Τα 12 ποιήματα του Χάρη Μεγαλυνού παρουσιάζονται στις σελίδες
135-141, μετά την παρουσία της ποιήτριας και μεταφράστριας Τζένης Μαστοράκη.
Αντιγράφουμε από την σελίδα 135:
««Κατ’ όναρ»
Γεννήθηκε
στα 1951 στον Πύργο. Μένει μόνιμα στην Αθήνα. Είναι στο δεύτερο χρόνο της
Νομικής. Εκπληκτικά παραγωγικός, γράφει με απίστευτη ευκολία σ΄ ένα ιδιότυπο
«ιστορικό» στυλ. Τα 12 ποιήματα που παρουσιάζει ξεδιαλέχτηκαν από εκατοντάδες
του τελευταίου καιρού, μόνο και μόνο για το θεματολογικό τους ενδιαφέρον. Όλα
τα άλλα βρίσκονται στην αυτή ποιότητα της φόρμας και ποιητικής διαδικασίας.».
Για την ποιητική του αυτοβιογράφηση να
σημειώσουμε ότι ο ποιητής Χάρης Μεγαλυνός εκείνη την χρονική περίοδο διάβασε
στην Ελληνο Αμερικανική Ένωση ποιήματά του μαζί με την ποιήτρια Τζένη Μαστοράκη
και τον ποιητή Νίκο Μοσχοβάκη. Βλέπε Εκδηλώσεις της εποχής στο «Χρονικό» της
Γκαλερί «ΏΡΑ». Ο ίδιος όμως, δεν ακολούθησε το ποιητικό άρμα που δημιούργησαν
άλλες φωνές της Γενιάς του και οι κύκλοι τους, προσδέθηκε στον κύκλο του
πειραιώτη ποιητή και εκδότη Γιώργου Χρονά και υπήρξε σταθερός συνεργάτης του
περιοδικού του, ενώ όταν ο Χρονάς ανέλαβε το τιμόνι της έκδοσης του περιοδικού
«Βιβλιοθήκη» της απογευματινής δημοκρατικής εφημερίδας «Ελευθεροτυπία» τον
συναντάμε με βιβλιοκριτικές του ανάμεσα στους συνεργάτες των ετών 2009 και
εντεύθεν. Αν και η καταγωγή του πατέρα
του ήταν από την Βόρεια Ήπειρο και ο ίδιος γεννήθηκε κάτω από το αυλάκι, στον
Πύργο Ηλείας, ο ίδιος όπως εξομολογείται είναι παιδί της πόλης, του άστεως,
εγκαταστάθηκε μαζί με συγγενικά του πρόσωπα στην περιοχή της Κυψέλης όπου και
διέμενε μέχρι το τέλος της ζωής του. Αν παρακολουθήσουμε συνολικά τις
περιπλανήσεις του και στις έξι συλλογές του θα διαπιστώσουμε ότι η Πόλη των
Αθηνών και οι δρόμοι της, οι τοποθεσίες της και οι χώροι της εικονογραφούνται
μέσα στο έργο του. Ο Μεγαλυνός είναι ποιητής των άστεων, οι περιγραφές και οι
στάσεις του είναι εξαιρετικές. Ίσως και να είναι η πρωτεύουσα όπως θα ήθελε να
είναι η τρυφερή ματιά του και η ιδεαλιστική του προσέγγιση. Από συλλογή σε συλλογή
η κάπως πολεμική ρητορική του κοπάζει όπως και η «αναρχική» του ποιητική
ιδιοσυστασία, το βλέμμα γαληνεύει μέχρι να χαθεί σε μία ενατένιση του Κόσμου
γύρω του γεμάτη αγάπη και τρυφερότητα. Ο ίδιος πρόλαβε πριν ταξιδέψει για το
αιώνιο ταξίδι να δει να κυκλοφορεί η τελευταία του συλλογή-από σκόρπιες
ποιητικές του μονάδες-με τίτλο «Πενήντα» από τις εκδόσεις «Ίκαρος», Αθήνα 2018.
Τελικά που μας οδηγεί ή και καθοδηγεί θα
λέγαμε αυτή η άλλη ποιητική ματιά του ποιητή Χάρη Μεγαλυνού, στις κορυφές του
ποιητικού Παρνασσού ή στους Καλοκαιρινούς λαβυρίνθους της Σωματικής
Ομορφιάς, σε μία «Πόρωση» σωμάτων και
βλεμμάτων καθώς τα σώματα των αναγνωστών της ποίησής του λιάζονται στην παραλία
κάτω από τις καυτές και γιομάτες ερωτισμό ακτίνες της Ελληνικής Φύσης, «όπου
τίποτα δεν χωράει ανάμεσα/ παρά μόνο γύρω μας, παρά μόνο χώρια από μας,/
προσωρινή αγάπη με το κερί και τη λαμπάδα/ που ανάβει μπροστά στην πόρωσή μας.»
όπως μας λέει σε ποίημά του της σελίδας 15, της συλλογής του «Το μήλον της έριδος»,
εκδόσεις «Οδός Πανός», σελίδες 42. Μιάς συλλογής που η ποιητική απολογητική του
είναι έντονη και συνεχίζεται και στις κατοπινές του συλλογές. Η ποιητική
ρητορική στρωματογραφία του και η ηθική της ενδέχεται να είναι ένα άλλο κεφάλαιο
προς διερεύνηση του λόγου του. Τέλος, πολλά ποιήματά του είναι αφιερωμένα σε διάφορα
φιλικά του πρόσωπα από τον χώρο των
γραμμάτων και των τεχνών και σε συγγενικά
του πρόσωπα, την αδερφή του.
Ο λόγος του Χάρη Μεγαλυνού δεν είναι πάντοτε
έμμετρος αλλά συγχωνεύεται, εκδηλώνεται σωστότερα και με την πεζή φόρμα, έχουμε
δηλαδή την ποιητική του πεζού κειμένου, είναι η πεζόμορφη μορφή της ποίησής
του, κάτι που είχε αρχίσει να εμφανίζεται η παράδοση αυτή πιο έντονα μετά τα χρόνια
της μεταπολίτευσης όταν άρχισαν να αναμειγνύονται τα είδη της ποίησης με εκείνα
της πεζογραφίας και η κοινωνική και πολιτική ποίηση άρχισε να υποχωρεί καθώς οι
ιστορικές συνθήκες που έζησαν οι έλληνες τα χρόνια της Κατοχής και της Αντίστασης
οι εμπειρίες και τα βιώματα των ανθρώπων άρχιζαν να «σχηματοποιούνται» στα
ποιητικά ή τις πεζογραφίας Εικονοστάσια και οι νεοέλληνες άρχισαν να αναζητούν άλλους
τρόπους, φόρμες και ποιητικές τεχνικές θέλοντας να εκφράσουν τα ιδιωτικά,
ατομικά τους σύγχρονα οράματα και προβληματισμούς, να χαράξουν τους δικούς τους
δρόμους στις συνομιλίες τους με ξένους ποιητές και μοντέρνες φωνές όπως είναι ο
αμερικανός ποιητής Έζρα Πάουντ από τον οποίο δέχτηκε επιρροές ο Χάρης Μεγαλυνός
περνώντας από το κλίμα του γάλλου συμβολιστή ποιητή Αρθούρου Ρεμπώ.
Τελικά, η γενιά του 1930, ο Γιώργος Σεφέρης
και ο Οδυσσέας Ελύτης, και η γενιά του 1970 ίσως είπαν ότι είχαν να μας πουν
και να δηλώσουν όσον αφορά την σημασία και τον ρόλο της Ποίησης μέσα στο
κοινωνικό σώμα, όπως και ο Αλεξανδρινός και μία μεγάλη πλευρά του Γιάννη Ρίτσου
και από εκεί και πέρα οι νεότερες γενιές αυτές που αποκαλούνται του ιδιωτικού
οράματος και οι ηλικιακά νεότερες επόμενες δεν κάνουν τίποτε άλλο παρά να ανακυκλώνουν το
παλαιό ποιητικό υλικό σε μία σύγχρονη γλώσσα που «τραμπαλίζεται» μέσα στα
γλωσσικά αδιέξοδά της καθώς έρχεται σε μόνιμη και σταθερή επαφή πλέον με την
γλωσσική αγλοσαξονική παράδοση αν δεν κάνω λάθος στις εκτιμήσεις μου.
Αυτό που εκθέτω δεν είναι αυθαίρετη κρίση. Πρόσφατα ακούσαμε και είδαμε στην δημόσια τηλεόραση
μία σειρά εκπομπών αφιερωμένων στους Έλληνες δεύτερης και τρίτης γενιάς στο
εξωτερικό, ακούσαμε τον αρχιεπίσκοπο Αμερικής κύριο Ελπιδοφόρο να μας λέει ότι η δεύτερη
και η τρίτη γενιά των εγκατεστημένων Ελλήνων δεν μιλά πλέον Ελληνικά, μιλά μόνο
αγγλικά και ότι αναζητά άλλα στοιχεία της παράδοσης για να διατηρηθεί το
στοιχείο της Ελληνικότητας, αν αυτό αληθεύει και το συνεξετάσουμε με το τι
ελληνικά ακούγονται στα νησιά μας στην ανάπτυξη της τουριστικής μας βιομηχανίας
τότε ίσως να είμαστε από τις τελευταίες γενιές που ομιλούμε Ελληνικά τσάτρα πάτρα
και με τα γνωστά σκουντουφλήματα, αν δεν λαθεύω.
Γιώργος Χ. Μπαλούρδος
Πειραιάς
6 Μαϊου
2025.