Τρίτη 4 Νοεμβρίου 2025

Ποιήματα του Ν. Ι. Χαντζάρα σε περιοδικά και εφημερίδες

 

Ξ Η Μ Ε Ρ Ω Μ Α

του Νίκου Ι. Χαντζάρα

εφημερίδα Η ΦΩΝΗ ΤΟΥ ΠΕΙΡΑΙΩΣ 10/2/1948

          Για προχθές Σάββατο, 7 Φεβρουαρίου 1948, είχε προαγγελθή πώς το ίδιο βράδυ και ώρα 9.45, από το Ραδιοφωνικό Σταθμό θα τραγουδιότανε και το περίφημο ειδύλλιο «Ξημέρωμα» του Πειραιώτη λογοτέχνη και δημοσιογράφου κ. Ν. Ι. Χαντζάρα, με μουσική του επίσης συμπολίτη μουσικοσυνθέτη κ. Ιωσήφ Παπαδόπουλου.

          Ο μουσουργός Ιωσήφ Παπαδόπουλος, γνωστός στους κύκλους τους μουσικούς με το ψευδώνυμο Ιωσήφ Γκρέκας, εδιδάχτηκε τη μουσική από πολύ μικρός, από τον αείμνηστο Κερκυραίο μύστη της μουσικής και Ακαδημαϊκό της Αθήνας Γεώργιο Λαμπελέτ, που είχε μελοποιήσει και πολλές δικές του συνθέσεις, που ξεχωρίζει το επιγραφόμενο «Ελληνική Εορτή».

          Ο αείμνηστος Γεώργιος Λαμπελέτ, πού είχε σπουδάσει χρόνια στην Ιταλία, μαζί με τον αδελφό του, ξακουσμένο μουσουργό, εγκατεστημένο στο  Λονδίνο, έζησε χρόνια πολλά και στον Πειραιά και είχε ανακατευτή στην παλιά φιλολογική κίνηση του Πειραιά με το Λάμπρο Πορφύρα, τον Παύλο Νιρβάνα, το Γεώργη Στρατήγη, το Γιαννούλη Μπόνη, τον Άριστο Καμπάνη και άλλους.

          Ο Ιωσήφ Παπαδόπουλος επήρε την πρώτη μύηση στη μουσική από τον μακαρίτη Γεώργη το Λαμπελέτ, ο οποίος του μετάδωσε και την αγάπη του στην Ιταλική Φιλολογία και τον κορυφαίο ποιητή το Ντάντε.

          Την εποχή αυτή, ο Γιώργης ο Ζουφρές αποτελούσε πολύτιμο μέλος της καλλιτεχνικής και λογοτεχνικής συντροφιάς του Πειραιά, που είχε κέντρο της τα γραφεία του περιοδικού του Γεράσιμου Βώκου «Το Περιοδικό μας».

          Τότε ο Γιώργης ο Λαμπελέτ, εδημοσίεψε στο «περιοδικό μας» μελέτες μουσικές και μελέτες φιλολογικές, έγραψε πρωτότυπα άρθρα του και μπήκανε μεταφράσεις από το «Μερκύρ ντέ Φράνς» ανταποκρίσεών του από τον Πειραιά στο Γαλλικό ξακουσμένο περιοδικό.

          Στον «Ερμή της Γαλλίας» έστελνε κάμποσο καιρό τις ανταποκρίσεις του από την Αθήνα ο Μακαρίτης Γεώργιος Λαμπελέτ, με την υπογραφή «Τζιόρτζιο ντι Λαμπελέτι».

          Την ανταπόκριση του αυτή την εκράτησεν όπως είπαμε πάρα πάνου κάμποσο καιρό ο Γεώργιος Λαμπελέτ. Αργότερα την εξαναπήρεν ο γνωστός Γάλλος λογοτέχνης Φιλέας Λεμπέγκ, ελληνομαθής, γνώστης και της Πορτογαλικής και Ισπανικής φιλολογίας και άλλων φιλολογιών.

          Ο μουσουργός Ιωσήφ Παπαδόπουλος ή Γκρέκας από πολύν καιρόν είχε μελοποιήσει δέκα, δεκαπέντε ειδύλλιά μου και εξετελέστηκαν στην αίθουσα του «Παρνασσού».

          Τελευταία, το Σάββατο, 7 Φεβρουαρίου 1948, άκουσα να εκτελή ο ραδιοφωνικός σταθμός των Αθηνών και το «Ξημέρωμα».

          Με τέτοιο τίτλο έχω γράψει δυό, τρία, είπα.

          Ποιό να είνε; Θα περιμένω να τ’ ακούσω.

          Και το άκουσα. Η εντύπωσή μου είνε καλή. Και από την άποψη της μουσικής και από την άποψη του στίχου.

    Νάν το ξαναδημοσιέψω εδώ, στη «Φωνή» από την τρίτη έκδοση της Ανθολογίας του κ. Ηρακλή Αποστολίδη, του σοφού φίλου μου, του επιφανεστάτου δημοσιογράφου:

          Φώς ασημί του διάσελου τα μαύρα πεύκα ζώνει,

          Τρέμει τ’ αστέρι της αυγής και παίρνει να θαμπώνη.

          Δαδί, που καίγεται στη στιά, την ευωδία του χύνει.

          Σκεβρή μιά πόρτα ανοίγοντας, γλυκό τρίξιμο αφίνει.

          Λεβεντονιός, με το τσαπί στον ώμο του προβαίνει,

          Σεμνή κυρά τον προβοδά μαντηλοφορεμένη.

«Μάννα, έχε γειά» φωνάζει ο νιός, και προχωρεί  με χάρη.

Κι’ απ’ το κατώφλι: «Ώρα καλή, ξανθό μου παλληκάρι.

Φώς ασημί του διάσελου τώρα τα πεύκα ζώνει,

Λαλούν του κάμπου οι πετεινοί και γλυκοξημερώνει…

Αυτό είνε όλο. Οι φίλοι μου αναγνώστες ελπίζω να το βρούνε κι’ αυτοί καλό.

          ΝΙΚ. Ι. ΧΑΝΤΖΑΡΑΣ

Συμπληρωματικά

          Στο προηγούμενο σημείωμα αποδελτιώσαμε τον Πειραιολάτρη ποιητή Νίκο Ι. Χαντζάρα στις Ελληνικές Ποιητικές Ανθολογίες. Αντιγράψαμε τους τίτλους ποιημάτων του σε Ανθολογίες που γνωρίζαμε και είχαμε διαβάσει. Ενδέχεται να υπάρχουν και άλλες Ανθολογίες που συμπεριλαμβάνουν τον Πειραιώτη λησμονημένο (;) ποιητή. Θέτω ερωτηματικό μια και μάλλον υπάρχουν στις μέρες μας μουσουργοί που έχουν μελοποιήσει ποιήματά του. Όπως και νάχει, όφειλε κάποιος Πειραιώτης μελετητής να τον φέρει και πάλι στην επιφάνεια του αναγνωστικού χρόνου πριν μας προλάβει η Τεχνιτή Νοημοσύνη που έχει εισβάλει καλπάζοντας στις ζωές μας και δεν γνωρίζουμε με βεβαιότητα ποιός ο αληθινός Χαντζάρας και ποιά η μεταγενέστερη αλήθεια του. Για να είμαστε όμως δίκαιοι στις σημερινές αποτιμήσεις μας, αν ξεφυλλίσουμε τεύχη της έντυπης μορφής της πρώτης περιόδου-περίπου 60 τον αριθμό- της «Φιλολογικής Στέγης» περιοδικό του ομώνυμου Φιλολογικού Σωματείου θα συναντήσουμε το  όνομά του ή ποιήματά του σε αρκετές σελίδες. Κατά κάποιον τρόπο η μνήμη της ποιητικής του παρουσίας παρέμεινε ζώσα αρκετές δεκαετίες μετά την φυσική του απώλεια, παρά τις μεταγενέστερες σημαντικές ποιητικές μορφές που κυοφόρησε ο Πειραιάς. Η ποιητική παράδοση της Πόλης και η πεζογραφική εξακολουθεί μέχρι των ημερών μας να τροφοδοτεί με νέα εύοσμα άνθη την Πειραϊκή Σχολή Λογοτεχνίας και την Ελληνική Γραμματεία.

     Στο σημερινό σημείωμα-μέχρι αντιγραφικής και αναγνωστικής κοπώσεως- αναρτούμε ένα «Πειραιώτικο» Χρονογράφημά του, του 1948, που αναφέρεται στην μελοποίηση σειρά ποιημάτων του από τον γνωστό μουσουργό Ιωσήφ Παπαδόπουλο- Γκρέκα. Υπενθυμίζοντάς μας ότι ένα από τα Ειδύλλιά του ακούστηκε από τον τότε Ραδιοφωνικό Σταθμό Αθηνών και παράλληλα, καταγράφουμε Ποιήματά του σε λογοτεχνικά περιοδικά και εφημερίδες που παλαιότερα είχαμε εντοπίσει αντιγράψει σε φύλλα τετραδίου ή φωτοτυπήσει. Στην σύνταξη της γενικής Εργογραφίας και Βιβλιογραφίας του Νίκου Ι. Χαντζάρα σταθερός σύμβουλος μας στάθηκε το Αρχείο του ποιητή που φυλάσσεται στο Ιστορικό Αρχείο του Δήμου Πειραιά, όπως διέσωσε τους 10 (;) Φακέλους του ο φίλος του δημοσιογράφος και πεζογράφος Χρήστος Λεβάντας. Στην δική μου καταγραφή προσπάθησα όσο ήταν δυνατόν να μην συμπέσουν οι αναφορές που ερεύνησα και τα στοιχεία που συγκέντρωσα με την «Βιβλιογραφία» του Χαντζάρα που συνέταξε ο Χρήστος Λεβάντας και μας παρουσίασε στο γνωστό βιβλίο του «Χαντζάρας- Βουτυράς» που έχουμε αναφέρει στα προηγούμενα σημειώματά μας. Από την μεριά μας, ίσως κάτι προσθέσαμε επιπλέον στην πειραϊκή φιλολογική έρευνα. Τουλάχιστον τα αποδελτιώσαμε και τα ταξινομήσαμε για ενδελεχέστερη έρευνα όσων και όποιων ενδιαφερόμενων θελήσουν να τα συμπληρώσουνε με δημοσιεύματα του δημοσιογράφου ποιητή σε άλλα πειραϊκά και αθηναϊκά έντυπα. Σε επόμενο σημείωμά μας, θα συμπληρώσουμε την Βιβλιογραφία του με τις Ελληνικές Ιστορίες της Λογοτεχνίας που αναφέρεται το όνομά του και το έργο του και σε σχετική Αρθρογραφία. Μια αχτίδα επιθυμίας να συγκεντρώσω το υλικό και να το εκδώσω εντύπως, με συγκράτησε ο εκδοτικός και αναγνωστικός ρεαλισμός της εποχής μας αν θα εύρισκα εκδοτικό οίκο να αναλάβει την αναστύλωσή του. Οι Καιροί οικονομικά είναι δύσκολοι για όλους μας και οι σημερινοί αναγνώστες και ποιητές έχουν άλλες προτεραιότητες. Έτσι η ηλεκτρονική του παρουσία από την ιστοσελίδα Λογοτεχνικά Πάρεργα να ήταν «μια κάποια λύση» όπως θα έλεγε και ο Αλεξανδρινός ποιητής Κωνσταντίνος Π. Καβάφης.

Τέλος, εντόπισα εκτός από τα σκόρπια και διάσπαρτα ποιήματά του, καμιά μικρά κείμενά του για ποιητές και πεζογράφους όχι κατ’ ανάγκη προερχόμενους από τον Πειραιά, π.χ. Κωνσταντίνος Χατζόπουλος στην «Ελληνική Δημιουργία» του 1951, Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης στην «Πνευματική Πορεία» του 1955, ο πατριάρχης της αμερικάνικης ποίησης γνωστός μας Ουώλτ Ουϊτμαν. Εδώ παρενθετικά να σταθούμε και να σημειώσουμε ότι τα «Φύλλα της Χλόης» τουWalt Whitman (31/5/1819-26/3/1892) απόδωσε στα ελληνικά πρώτος ο παλαιός ποιητής Νίκος Προεστόπουλος με πρόλογο του Άγγελου Σικελιανού. Τα ποιήματα κυκλοφόρησαν από το βιβλιοπωλείο της «Εστίας» (Αθήνα 1956). Ενώ δύο χρόνια αργότερα, το 1958 οι λαϊκές εκδόσεις «Μ. Πεχλιβανίδης & Σία» κυκλοφόρησαν την «Εκλογή από τα «Φύλλα της Χλόης» στην ίδια ελληνική απόδοση. Και ότι ο παλαμιστής βιβλιογράφος χαλκέντερος Γιώργος Κ. Κατσίμπαλης στην «Βιβλιογραφία» για τον Ουϊτμαν που κυκλοφόρησε- «Ελληνική Βιβλιογραφία Ουώλτ Ουϊτμαν (Walt Whitman) β΄ έκδοση, Αθήνα 1963 δεν μνημονεύει τον Νίκο Ι. Χαντζάρα, ενώ καταγράφει το δημοσίευμα του πειραιώτη συγγραφέα και παιδαγωγού Ευάγγελου Π. Παπανούτσου «Ο αμερικανός βάρδος» στην εφημερίδα «Το Βήμα» της 9/8/1956. Είτε δεν έπεσε στην αντίληψή του Γιώργου Κ. Κατσίμπαλη η «Φιλολογική Επιφυλλίδα» του Ν. Ι. Χαντζάρα, «Τα Ποιήματα του Ουϊτμαν» που δημοσίευσε στην εφημερίδα «Πρόοδος» (;) «Υπέροχος πρόσκοπος και προάγγελος της νέας αυγής της Ανθρωπότητας, ψάλλει με θείο μεθύσι, ο Αμερικανός ποιητής Ουίτμαν τον μελλοντικόν άνθρωπον στα ποιητικά του έργα….» μαζί με το ποίημα «Ευρώπη» ή δεν θεώρησε άξια λόγου την «Φιλολογική Επιφυλλίδα» του Χαντζάρα για τον αμερικανό ποιητή που ύμνησε την Δημοκρατία και οραματίστηκε «την απολύτρωση του σκλάβου ανθρώπου από την «εστεμμένη» τυραννία». Να επισημάνουμε ακόμα ότι ο πάντα ενημερωμένος πειραιώτης δημοσιογράφος πρέπει να γνώριζε και την μελέτη του Παύλου Φλώρου, «Walt Whitman, ο ποιητής της ελευθερίας» που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Γράμματα» τχ. 7/7, 1945, σ.40-49.

          Ο Μουσικολόγος Ιωσήφ Παπαδόπουλος-Γκρέκας, γεννήθηκε και πέθανε στον Πειραιά (1897-4/3/1981). Ήταν εξαίρετος συνθέτης, μαέστρος και συγγραφέας, εκδότης το 1949 της εφημερίδας «Πειραϊκή ζωή». Το 1916 ίδρυσε την ανδρική χορωδία στο τότε Ωδείο του Πειραιά. Κείμενά του συναντάμε σε περιοδικά της εποχής και στην «Φιλολογική Στέγη». Βλέπε ενδεικτικά «Τα φιλολογικά καφενεία του Πειραιώς» τχ. 19/3, 1972. Ο Γεώργιος Λαμπελέτ από γνωστή οικογένεια επτανησίων μουσουργών γεννήθηκε στην Κέρκυρα στις 24/12/1875 και πέθανε στην Αθήνα στις 30/10/1945.Φημισμένος συνθέτης και δάσκαλος μουσικής, μουσικοκριτικός διάσημος της εποχής του, ασχολήθηκε με την μετάφραση, έγραψε πεζά και ποιήματα. Είναι από τους πρώτους που μελοποίησε Πειραιώτες ποιητές όπως ο Λάμπρος Πορφύρας, ο Παύλος Νιρβάνας, ο Ν. Ι. Χαντζάρας και ποιητές της Α΄ Αθηναϊκής Σχολής καθώς και δικούς του στίχους. Διετέλεσε διευθυντής του «Πειραϊκού Ωδείου Πειραιώς» (1914). Το 1940 η Ακαδημία Αθηνών τον βράβευσε για μουσική μελέτη του. Από τους ιστορικούς της ελληνικής μουσικής θεωρείται ο πρώτος που μετέφερε στην χώρα μας-έθεσε τις μουσικές βάσεις- την τεχνική του Γερμανικού Lied. Και άλλα καλλιτεχνικά μέλη της οικογένειας Λαμπελέτ συνδέθηκαν ή γεννήθηκαν στην Πόλη μας.

    Ο Γεώργιος Ζουφρές γεννήθηκε το1878 ή 1876 και απεβίωσε σε νεαρή ηλικία, το 1906. Ήταν γνωστός στους Πειραϊκούς πνευματικούς κύκλους και τις φιλολογικές συντροφιές των χρόνων του ως μεταφραστής του Ιταλού ποιητή Δάντη Αλιγκέρι. Ασχολήθηκε επίσης με την μετάφραση αρχαίων ελλήνων συγγραφέων και με την ποίηση. Ο Νίκος Ι. Χαντζάρας τον μνημονεύει συχνά στα Πειραιώτικά του. Για τον Πατρινό διηγηματογράφο, θεατρικό συγγραφέα, ποιητή, δημοσιογράφο και ζωγράφο Γεράσιμο Βώκο (Πάτρα 1868- Παρίσι 1927) θεωρώ ότι δεν χρειάζεται συστάσεις. Η συμβολή του στα Πειραϊκά Γράμματα είναι αρκετά γνωστή και σημαντική από τις αρχές του προηγούμενου αιώνα. Εξέδωσε και κυκλοφόρησε το λογοτεχνικό περιοδικό «Το Περιοδικόν μας» (1900-1901). Από τις σελίδες του πέρασαν οι πιο γνωστές ποιητικές, πεζογραφικές και μεταφραστικές φυσιογνωμίες του Πειραιά και των Ελληνικών Γραμμάτων. Αντίτυπο του περιοδικού υπάρχει στην Αθήνα στην Γεννάδιο Βιβλιοθήκη. Μια δεκαετία αργότερα, ο εικαστικός και τεχνοκριτικός Γεράσιμος Βώκος εξέδωσε και το εικαστικού ενδιαφέροντος περιοδικό «Καλλιτέχνης» (1910-1912). Και το όνομα του Γεράσιμου Βώκου το συναντάμε σποραδικά στα «Πειραιώτικα». Τον εκδοτικό οραματισμό του Γεράσιμου Βώκου στην έκδοση Πειραιώτικου περιοδικού τον φιλοδόξησαν τρείς νεότεροι Πειραιώτες ποιητές, πεζογράφοι,-βιβλιοκριτικοί-, ο Νίκος Βελιώτης (Ίος 1905- Καλλιθέα 15/4/1976), ο Χρήστος Λεβάντας (Πειραιάς 1904- Πειραιάς 10/11/1975) και ο Στέλιος Γεράνης (Αθήνα 5/12/1920- Πειραιάς 3/2/1993) οι οποίοι εξέδωσαν την περίοδο (1958-1960) το γνωστό λογοτεχνικό περιοδικό «Το Περιοδικό μας». Στην δεύτερη περίοδο του «Περιοδικού» συνεργάστηκαν οι γνωστότεροι πειραιώτες συγγραφείς εκείνων των δεκαετιών και αρκετοί Αθηναίοι. Ο ποιητής και κριτικός Στέλιος Γεράνης κρατά τις σελίδες της βιβλιοκριτικής των νέων ποιητικών συλλογών, ενώ ο πεζογράφος και κριτικός Χρήστος Λεβάντας τις στήλες βιβλιοκριτικής της πεζογραφίας. Ο επιφανέστερος πειραιώτης ποιητής και μεταφραστής Λάμπρος Πορφύρας (Χίος 1879 Πειραιάς 3/12/1932), ο Σπετσιώτης ποιητής και μεταφραστής Γεώργιος Κ. Στρατήγης (Σπέτσες 24/1/1859- Αθήνα 10/11/1938), ο Φαληριώτης γιατρός και χρονογράφος-θεατρικός συγγραφέας και πεζογράφος Παύλος Νιρβάνας (Μαριανούπολη Ρωσίας 14/5/1866- Αθήνα 29/11/1937), ο ποιητής Γιαννούλης Μπόνης (1875- 1960) και ο ποιητής και ιστορικός της ελληνικής λογοτεχνίας Άριστος Καμπάνης (Αθήνα 1883- Αθήνα 1956) είναι γνωστά μας πρόσωπα των Πειραϊκών Πνευματικών Κύκλων και παρεών του προηγούμενου αιώνα και συναντάμε τα ονόματά τους συχνά στα χρονογραφήματα του Ν. Ι. Χ. στην «Φωνή».

          ΔΑΦΝΗΣ ΚΑΙ ΧΛΟΗ

Τρυφερέ μου ποιητή, που πιό ωραία

τραγουδάς κι απ’ του Μάη τα πουλιά,

το ξανθό σου έλα γείρε κεφάλι

στη γαλήνια της Χλόης αγκαλιά!

 

Μεσημέρι βαρύ’ δε σαλεύουν

μεσ’ στον κάμπο τα στάχια χρυσά.

Στής Παλλάδας τα δέντρα από κάτω

δροσερότατο αγέρι φυσά.

 

Το ξανθό σου έλα γείρε κεφάλι

στ’ άσπρα στήθια μου, Δάφνη, τ’ αγνά,

όπου μόνο ένα αθώο περιστέρι

σα σε κρίνα πετούσε αυγινά.  

          Ποιήματα του Νίκου Ι. Χαντζάρα συναντάμε στα εξής μεταξύ άλλων Λογοτεχνικά Περιοδικά, Εφημερίδες και Λευκώματα:

ΑΝΑΓΕΝΝΗ 25 Ιανουαρίου 1939

«Διαλεχτοί στίχοι» ΕΙΔΥΛΛΙΟ

-ΔΙΑΓΩΝΙΟΣ τχ. 13/1,2,3,1968 σ. 35-40.

Επιλογή από τα «Μικρά Ειδύλλια», «Ξημέρωμα», «Καμάρωμα», «Σα σε όνειρο», «Παιχνίδι», «Το Κάκιωμα», «Παιχνίδια», «Χαρές χαμένες», «Θλιβερή καρδιά», «Άνοιξη».

-ΕΦΗΜΕΡΙΣ ΤΩΝ ΕΡΓΑΤΩΝ, Κυριακή 15/1/1939

«Με την καρδιά δειλή κι΄ ανάλαφρα

επέρασα πολύ σιμά σου…..»

-ΛΕΥΚΩΜΑ ΠΕΙΡΑΙΩΣ 1960. Ζωή και Τέχνη, σ.36

«Δακρύβρεχτο ειδύλλιο της Ελένης».

-ΗΓΗΣΩ τχ.2/ Θεριστής 1907, σ.20-21, «Το βιβλίο της Κρινοδάχτυλης- Preludio», τχ.3/ Αλωνάρης 1907, σ. 36-37, «Παρθενική καρδιά», «Τα παιδιακίσια χρόνια». Τχ. 4/8, 1907, σ.55-56 «Μικρό Ειδύλλιο», «Χωριάτικο». Τχ. 5/Τρυγητής 1907 σ.76-77 «Τραγούδι του Οδοιπόρου». Τχ. 8/12, 1907, σ. 123 «Τραγούδι της Δάφνης». Τχ. 9/1, 1908, σ.142 «Βουκολικά 1,2». Τχ. 10/2, 1998, σ.154 «Τσοπάνικη Αυγή».

          ΝΑΡΚΙΣΣΟΣ

Στην πηγή, στ’ ανθισμένο λιβάδι,

ο νιός  γέρνει με πρόσωπο ωχρό.

Τα χρυσόξανθα πέφτουν μαλλιά του

στης πηγής το καθάριο νερό.

 

-Τα μεγάλα σου σήκωσε μάτια,

ω! βοσκέ, που γλυκά σου μιλώ.

Κ’ εγώ πρόβατα βόσκω στους κάμπους

κι απαλά το καλάμι λαλώ.

 

Μα δεν κρίνει… Ο βοσκός έχει σβήσει,

όπως ρόδιζε του ήλιου η χαρά,

την αιθέρια ομορφιά του θωρώντας

στης πλανεύτρας πηγής τα νερά.

-Ο ΘΗΣΑΥΡΟΣ ΤΩΝ ΠΑΙΔΙΩΝ τχ.5/15-3-1947

          ΔΕΙΛΙΝΟ

Το σπίτι μας τ’ απόμερο με αγάπη αναθυμιέμαι.

στα χρόνια τα παλιά.

Το δειλινό το εγιόμιζαν γαρύφαλα και βιόλες

γλυκειά μοσκοβολιά.

 

Εμαζωνόνταν οι όρνιθες, να μπούνε στο κουμάσι,

αργά, με τη σειρά.

Κι ο πετεινός ορθόστηθος, καλόβολα ακλουθούσε,

χρυσάφι τα φτερά.

 

Η μάννα μας ετοίμαζε φαϊ κ’ είχε την έγνοια

σ’ εμάς, τρελλά παιδιά,

που απόξω επεριμέναμε το δουλευτή πατέρα,

στην ήσυχη βραδιά.

-ΚΡΥΣΤΑΛΛΗΣ, Μηνιαία έκδοση του Σ.Φ.Π. 1948

«Ποιήματα από τα ανέκδοτα «Ειδύλλια», σε αντιγραφή του Μανόλη Ρούνη,

Σημείωση:

Ποιήματά του Ν. Ι. Χαντζάρα συναντάμε και σε άλλα Φυσιολατρικά περιοδικά και έντυπα. Όπως το «Ανοιξιάτικο» στο «Δελτίο Φυσιολατρικού Ομίλου Πειραιώς» τχ. ¾, 1940. «Του χωριού» στο Δελτίο της «Ελληνικής Περιήγησης» Σεπτέμβριος 1938 κλπ.

-ΜΠΟΥΚΕΤΟ αρ. φ. 356/22-1-1931, σ.81

Ποιήματα από τα «Ειδύλλια» και τα «Μικρά Ειδύλλια».

-ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΜΟΥΣΑ τχ. 1/1,2, 1943, σ.3

«Ηλιοβασίλεμα»

-ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΑ ΓΡΑΜΜΑΤΑ τχ. 4/5-5-1935, σ.8

«Φώς ασημί του διάσελου τα μαύρα πεύκα ζώνει».

-ΝΕΟΙ ΚΑΙΡΟΙ 27/12/1933

«Μικρά Ειδύλλια»

-ΝΕΑ ΕΣΤΙΑ τχ. 528/1-7-1949, σ.822

«ΕΞΗ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΤΟΥ Ν. ΧΑΝΤΖΑΡΑ ΣΤΗΝ ΤΕΛΕΙΩΤΙΚΗ ΤΟΥΣ ΜΟΡΦΗ» (Πορτοκαλιά/ Σα σε όνειρο/ Ξημέρωμα/ Το Κάκιωμα/ Λεβέντικο άλογο/ Κόρη αγαπημένη)

-ΝΕΟ ΚΡΑΤΟΣ*, Απρίλιος του 1938, σ.466-467

«Από το Β΄ΒΙΒΛΙΟ ΤΩΝ ΕΙΔΥΛΛΙΩΝ».

Σημείωση*: Ποιήματα από το Β΄ Βιβλίο των «Ειδυλλίων» δημοσιεύονται και στο περιοδικό τχ. 10/6, 1938 και στο τεύχος του Οκτωβρίου της ίδιας χρονιάς.

-ΤΟ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ ΜΑΣ τχ. 2/8, 1958, σ.30

«Δάκρυα», «Η πορτοκαλιά».

-ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗ ΠΟΡΕΙΑ τχ.1/12, 1953, σ.3

«Δάκρυα», «Μίλα μου Ελένη».

-ΠΕΙΡΑΪΚΑ ΓΡΑΜΜΑΤΑ, τχ. 1/7, 1942, σ.23. «Το μωρό».

Τχ. 2/8, 1942, σ.58-59 «Ξημέρωμα», «Η πορτοκαλιά», «Καμάρωμα». Τχ. 3/9, 1942, σ.124-125 «Άνοιξη», «Παλληκαράκι». Τχ. 4/10, 1942, σ. 188 «Τσοπάνικη Αυγή», «Δειλινό». Τχ. 5/11, 1942 σ.217 «Αβγάτιστες», «Παιχνίδια», «Φτώχεια». Τχ. 6/12, 1942, σ. 316 «Λεύτερα πουλιά», «Στον κάμπο», «χάρες χαμένες».

          ΑΝΟΙΞΗ

Μάννα μου, πώς ο Μάρτης άλλαξε τον καιρό

κ’ εφούντωσε στον κάμπο το χόρτο τρυφερό.

 

Να και μιά πεταλούδα’ να κι’ άνθια εκεί πολλά’

κι’ αέρι, που χαϊδεύει στο διάβα του απαλά.

 

Στο τρυφερό χορτάρι, μάννα μου, δε βαστώ.

Σαν άσπρο πουλαράκι γλυκά θα κυλιστώ.

-ΠΕΙΡΑΪΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ, αρ. φ. 2/15-3-1945 «Τραγούδι του Οδοιπόρου» αφιερωμένο «Στο φίλο Μ. Επιφάνη». αρ.φ. 7-8/7,8, 1945 «Άνοιξη», «Χαρές Χαμένες»

-ΤΟ ΥΠΑΙΘΡΟ Ιανουάριος 1939

«ΕΙΔΥΛΛΙΑ»

Στο νερό, που πηγάζει απ’ το βράχο

Και κυλάει κρυσταλλένιο στο χώμα,

Για κρουνό χλωρό φύλλο είχα βάλει

Και σκυμμένη είχα σμίξει το στόμα.

 

Αχολόγησαν ξάφνω κουδούνια

Και βελάσματα στ’ ώρηο λιβάδι,

Σφυριξιές και χουγιάσματα. Ο Γιώργος

Το λευκό σαλαγούσε κοπάδι.

 

Ως τα χτές τρυφερή κι’ ασημένια,

Παίρνει τώρα η φωνή του ν’ αντρίζη

Και σαν άλικο ρόδο μ’ αγκάθια

Την καρδιά μου γλυκά την αγγίζει.

-ΠΛΑΤΩΝ, τχ.17/7,8,9, 1959, σ.7-8

«ΕΚΛΟΓΗ ΑΠΟ ΤΟ ΕΡΓΟ ΤΟΥ» (Κόρη αγαπημένη/ Λεβέντικο άλογο/ Η πορτοκαλιά/ Ξημέρωμα/ Το κάκιωμα/ Άνοιξη/ Σα σε όνειρο/…..)

-εφ. ΣΗΜΑΙΑ. Σε πολλά φύλλα της, του έτους 1934

«Μικρά ειδύλλια»

-ΦΙΛΟΛΟΓΙΚΗ ΠΡΩΤΟΧΡΟΝΙΑ τόμος 15ος. 1958, σ. 285

«Ξυπνώ με την αυγή»

-ΦΥΣΙΟΛΑΤΡΙΚΗ ΣΚΕΨΗ 1927-1977, σ.214

«Στίχοι της πρώτης νιότης», «Αξένοιαστα παιδιά…»*

Σημείωση: «Το ποίημα δίνεται στην πρώτη μορφή του

-ΦΙΛΟΛΟΓΙΚΗ ΣΤΕΓΗ, τχ. 31/12, 1984, σ.181-205

ΤΕΥΧΟΣ ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΣΤΟΝ ΝΙΚΟ ΧΑΝΤΖΑΡΑ. Τχ. 20/4, 2, 6, 2009, «Από τα «Ειδύλλια»» και σε άλλα τεύχη.

          ΦΤΩΧΕΙΑ

Οι ελιές είχανε τιναχτή. Τ’ αμπέλια τρυγημένα.

Αμίλητοι επαγαίναμε, τα γόνατά τους κομμένα.

-Μάννα, ξανοίγω αριά καρπό, τσαμπάκια έχουν αφίσει.

-Άσ’ τα, παιδί μου. Ο πιό φτωχός θαρθή νάν τα ζητήση.

-ΦΤΕΡΑ Μηνιάτικη έκδοση τέχνης και διανόησης. (διευθυντής ο Ν. Πορτοκαλάκης). Χρόνος πρώτος, Μήνας Νοέμβρης.

«Φτώχεια», «Χαρές χαμένες», «Δάκρυα 1,2».

-ΦΥΣΙΟΛΑΤΡΙΚΗ ΣΚΕΨΗ 1927-1977, σ. 132, 214

«Στίχοι της πρώτης νιότης», «Αξένοιαστα παιδιά…».

-εφ. ΧΡΟΝΟΓΡΑΦΟΣ 1940

«Ανοιξιάτικο»

          ΑΒΓΑΤΙΣΤΕΣ

Αξέννοιαστα παιδιά επηδούσαμε

κι’ όλοι επαγαίναμε για πρώτοι.

Στο πόδι μας, κανείς δεν τόξερε,

φτερό που εχάριζεν η νιότη.

 

Όταν σ’ αλάνια επαραβγαίναμε,

εδούλευε το αδρύ φτερό της.

Του κάκου τώρα θα στενάξουμε:

-Πού είσαστε αβγατιστές της νιότης;  

Γιώργος Χ. Μπαλούρδος

Πειραιάς

Τρίτη 4 Νοεμβρίου 2025

ΥΓ. Μία πρόταση διασκέδασης της κυρίας Πρέσβειρας στο μαγαζί του Γιάννη Φλωρινιώτη δεν βρήκε ανταπόκριση.

 

     

Κυριακή 2 Νοεμβρίου 2025

Ο Νίκος Ι. Χαντζάρας στις Ποιητικές Ανθολογίες

 

Α., Πότε γεννήθηκε ο Νίκος Ι. Χαντζάρας-

Β., Ο Ν.Ι.Χ. στις Ποιητικές Ανθολογίες

 

Μνήμη Ιταλού καθηγητή, ποιητή, πεζογράφου, σεναριογράφου και σκηνοθέτη Πιέρ Πάολο Παζολίνι.

 

Ογδόντα  έξη!

Του Νίκου Ι. Χαντζάρα

Εφημερίδα Η ΦΩΝΗ ΤΟΥ ΠΕΙΡΑΙΑΩΣ 20/1/1948

          Καλημέρα, κύρ Σπύρο, κύριε Αραπογιάννη, γηγενή Πειραιώτη! Εχαιρέτησε στο δρόμο το φίλο και συμπολίτη, που κάθε μέρα παρουσιάζει και τρυφερότερο παλληκαράκι.

          Ρωτάω το Σπύρο; Θυμάσαι από πότε γνωριζόμαστε; Φαντάστηκες πως μπορούσα τόσο γρήγορα να φυράνω! Μήπως με πήρανε τα χρόνια σβάρνα; Είμαι μόνο ογδόντα έξη χρονώ.

          Ένας νέος λογοτέχνης στο ελληνογαλλικό Ινστιτούτο, έκανε μιά κόνφερανς για το υποκείμενό μου και μου καταρίθμησε χίλια πράματα, όλα υπέρ της τέχνης μου. Σ’ ένα έκανε λάθος. Με παρουσίασε μικρότερο πέντε χρόνια. Έτσι μου φάνηκε.

          Ο νέος κονφερανσιέ λέγεται Μανώλης Ρούνης. Του εύχομαι ολόψυχα τα χαρίσματα του κονφερανσιέ νάν τ’ αναπτύξη και να επικρατήση στον Πειραιά.

          Λοιπόν, κύριε Αραπογιάννη, θυμάσαι, που πίναμε κρασί στου Λύμπου, στα Καρβουνιάρικα, μαζί με το Μιχαλάκη τον Επιφάνη και με το Στέφανο τον Κυδωνάκη, νεαρούς δικηγόρους, γηγενείς και τεττιγοφόρους και τους δυό. Εγώ φορούσα «τηγανάκι», ρεπούμπλικα τρές α λά μόντ, και γραβάτα φλοτάντ μαύρη. Κι’ εσύ, Σπύρο, ήσουνα πολύ νέος και φορούσες ένα σκληρό μαύρο.

          -Με ρωτάς- μου λες κάθε τόσο θυμάσαι; Θυμάσαι; Λοιπόν θυμάσαι και συ, πώς μ’ ελέγατε τότε «θεριό», σαν το καραγκιόζη; Ήμουνα «θεριό» τότε και τώρα, στα ογδόντα έξη μου έχω γίνει «θεριό». Είμαι μαγκούφης, όπως ξέρεις και περνάω τα «θαλερά» γερατειά μου στο σπίτι του ανεψιού μου, του γιατρού Παπάζογλου. Έχει πάρει μιάν ανηψιά μου.

          Μα εσύ, Νίκο, συνέχισε ο Αραπογιάννης, πώς τα κατάφερες και δεν συνέχισες την  Πέμπτη νεότητά σου; Ως τα Σαράντα ήσουνα νέος. Από κεί και πέρα άρχισες να πέφτης. Πού ογδόντα έξη χρόνια, τον αριθμό της ηλικίας μου, που τα εορτάζω τώρα, εν χορδαίς και οργάνοις, και που τα εξήντα τέσσερα τα δικά σου! Με λέγατε «θεριό», όταν ήμουνα νέος. Με λέτε «θεριό» και τώρα, στο θαλερό μου γήρας, όπως το λέτε σείς οι γραμματιζούμενοι. Σου εύχουμαι, λοιπόν, και συ να θεριέψης, να γίνης «θεριό», να γίνης εκατό και πέρα χρονώνε.

          Και αποχαιρετώντας με, μου φώναξε:

-Να στοιχειώσης! Χτύπα πόδι! Αντίσταση!

          ΝΙΚΟΣ Ι. ΧΑΝΤΖΑΡΑΣ

Σχετικά σχόλια και αναφορές

          «Από τους πλέον λάθρα βιώσαντας της λογοτεχνίας μας. Μακρυά από τη λογοτεχνική αγορά, αφοσιωμένος στο επάγγελμά του (ήταν δημοσιογράφος στον Πειραιά), περιχαρακωμένος αυστηρά στην ιδιωτική και περισσότερο ακόμα στην εσωτερική του ζωή, Ο Χαντζάρας εξακολουθεί να παραμένει ο πιο άγνωστος, ίσως από τους ποιητές της γενιάς του. Ούτε το έργο του συγκεντρώθηκε ποτέ (περιμένει πάντα την έκδοσή του σκορπισμένο σε διάφορα έντυπα, εκτός από 18 μόλις ποιήματα που συγκεντρώθηκαν το 1931 στο τομίδιό του των «Ειδυλλίων». Ούτε αντικείμενο εμπεριστατωμένης μελέτης αποτέλεσε (το δίκαιο εγκωμιαστικό άρθρο του Σωτήρη Σκίπη που τον παρουσιάζει στα 1908 από τα «Γράμματα» της Αλεξάνδρειας, κάλυπτε ένα μικρό μέρος της παραγωγής του και δύο τρία άλλα που γράφτηκαν μετά τον θάνατό του δεν αποτελούσαν «μελέτες») κι’ εντούτοις συνιστά μία από τις πιο παράδοξες περιπτώσεις των γραμμάτων μας. Μια ποίηση που βρίσκεται σε πλήρη αντίθεση με το Πειραιώτικο περιβάλλον και τη ζωή που ζούσεν ο δημιουργός της, όπως και με την ποίηση των Συμβολιστών συνοδοιπόρων του, ακόμη και των πιο στενών φίλων του, του Ναπολέων Λαπαθιώτη και Μήτσου Παπανικολάου που είχε και την τύχη τους. Ο λαϊκός βουκολισμός του, ένα κράμα Fr. Jammes (χωρίς όμως τις χριστιανικές του απηχήσεις) και Κώστα Κρυστάλλη (χωρίς όμως το ορεσείβιο του δεκαπεντασύλλαβού του, πολύ πιο εκλεπτυσμένες απ’ αυτόν). Έχει βαθιές τις ρίζες του στο αρχαίο ειδύλλιο των ποιητών της Παλατινής Ανθολογίας περισσότερο παρ’ όσο του Θεόκριτου, και δεν είναι τυχαίο, το ότι κάτω από τον κοινόν αυτόν τίτλο παρουσίασε το μεγαλύτερο μέρος του έργου του. Πιθανώς κάπως μονόχορδος, μα οι καλύτερες στιγμές του (τα ποιήματα που έγραψε στην αδερφή του Ελένη) είναι σαν τις ανοιξιάτικες μέρες, στην εξοχή: γεμάτα καλωσύνη, μουσική, χρώματα.» Άρης Δικταίος.

          Το μονόστηλο αυτό του πειραιώτη ποιητή και δημοσιογράφου Νίκου Ι. Χαντζάρα, από τα «Πειραιώτικα» της «Φωνής» του 1948 κατά την γνώμη μου, παρουσιάζει ένα ενδιαφέρον. Κατ’ αρχάς μέσα από μία τυχαία συζήτηση με έναν παλαιό Πειραιώτη, μας δίνει την σωματική κατάσταση και την καταβεβλημένη εικόνα του ποιητή, μία κατάπτωση που είχε αρχίσει να φαίνεται μερικά χρόνια νωρίτερα. Ο Αραπογιάννης συναντώντας τον Χαντζάρα αντικρίζει με το πρώτο τις εξωτερικές αλλαγές του δημοσιογράφου ποιητή. Του προξενεί εντύπωση πώς άφησε τον εαυτό του να καταπέσει σε σχέση με τον ίδιο που παραμένει παρά τα χρόνια του «θαλερός», κοτσονάτος- κοτσονάτος θα λέγαμε σήμερα. Για αυτό και στο τέλος της συνάντησης αποχαιρετώντας τον του εύχεται να «στοιχειώσει», δηλαδή να μακροημερεύσει. Το 1948 έχουν αρχίσει να φαίνονται τα σημάδια της αρρώστιας του και της σωματικής και ψυχικής του κόπωσης, κάτι που μας λένε και οι παλαιοί συγγραφείς φίλοι του στα κείμενά τους. Η παλαιά εξωτερική όμορφη εμφάνιση του ποιητή έχει χαθεί, αποτελεί νοσταλγική ανάμνηση, καθώς έχει αρχίσει να τον κυκλώνει και ο θάνατος των κοντινών του, συγγενικών  του προσώπων. Μητέρα, αδελφές, ανίψια κλπ. Ενώ η δική του αρρώστεια κουφοβράζει και οι βιοποριστικές του ανάγκες είναι ακόμα επιτακτικές. Η συνάντηση αυτή μας φέρει στον νου παρόμοια σύγχρονα των ημερών μας παραδείγματα ελλήνων λογοτεχνών, ας φέρουμε έναν μόνο, τον σημαντικό ποιητή, μεταφραστή και εκδότη περιοδικού από την Θεσσαλονίκη Νίκο Αλέξη Ασλάνογλου.

Στο χρονογράφημα αυτό, ο Χαντζάρας, βρίσκει την ευκαιρία να αναφερθεί σε μία φιλολογική εκδήλωση που έγινε προς τιμή του. Το όνομα του ομιλητή είναι του γνωστού πειραιώτη συγγραφέα και εκδότη περιοδικού Μανώλη Ρούνη, ο οποίος διετέλεσε μεταξύ άλλων του δραστηριοτήτων για ένα διάστημα πολιτικός Διοικητής του Αγίου Όρους. Ο Μανώλης Ρούνης έχει δημοσιεύσει σε διάφορα περιοδικά της εποχής μικρά και σύντομα κείμενα για την πνευματική ζωή του Πειραιά. Από νωρίς διείδε την αξία της γραφής του Νίκου Ι. Χαντζάρα, πρόσεξε τα ποιήματά του και την γραφή του. Στην επαινετική Ομιλία που έδωσε όπως φαίνεται βασίστηκε σε χρονολογίες που γνώριζε ή του μετέφεραν. Ο Ν. Ι. Χαντζάρας μάλλον κάπως κουρασμένα και βαριεστημένα αναφέρεται σε αυτήν με τυπική ευγένεια και δεν παραλείπει να τονίσει και το «λάθος» της χρονολογίας γεννήσεώς του.

          «…. Από έναν άλλο χαρακτηριστικό χώρο της Πειραϊκής τέχνης προβαίνει ο Νίκος Χαντζάρας. Ποιητής ειδυλλιακός, τρυφερός και ευαίσθητος, που ταξιδεύει την έμπνευσή του σε χλωρά λιβάδια και «κρύσταλλα νερά». Στα «Ειδύλλια» του Χαντζάρα ζη ο ποιητής την καθολική σύζευξή του με τα εικονίσματα, με τα τοπία, με τους ανθρώπους και με τα δένδρα της Ελληνικής φύσης. Στα λυρικά αναδιπλώματα των στίχων του η φύση ως όραμα και ως ζωή χαίρεται την αποθέωσή της. Το φώς της αυγής χαϊδεύει το καλάθι ενός ορθρινού κάμπου. Κι’ ένα πράσινο λιβάδι μαγείας και ρέμβης, που αναταράζει τη φύση όχι σαν αυθύπαρκτο, αυτόνομο κόσμο αλλά σαν σύμβολο ζωντανών δυνάμεων και σαν επέκταση του ανθρώπινου εγώ και της βιοτικής του εμπειρίας επάνω στην άψυχη φύση. Η φύση εμψυχώνεται από τον άνθρωπο.

          »…Ο Χαντζάρας έμεινε πιστός θεωρός. Ποιητής ερημίτης του εαυτού του και οι αρμονίες του στίχου του δεν ζήτησαν να αποδείξουν τίποτα. Δεν αξιώθηκε να γίνη ποιητής αποτιμητής, ποιητής νομοθέτης και ποιητής εντολοδότης.

          » Έμεινεν ο Χαντζάρας «ευτυχής αιχμάλωτος της φύσεως» και απόθεσε το στίχο του κρουστόν, εύκυκλο και καλλίγραμμο στο πλαστικό υγρό σύνορο του Νεοελληνικού λυρισμού».

     Μανόλης Θρ. Ρούνης, περιοδικό «Πλάτων» τχ. 17/ 7,8,9, 1959, σ.6

 Όσοι έχουν ανατρέξει σε παλαιότερες ελληνικές ποιητικές ανθολογίες που τον συμπεριλαμβάνουν ή γραμματολογίες θα διαπιστώσουν ότι το όνομα του ποιητή και δημοσιογράφου καταγράφεται με δύο ημερομηνίες γεννήσεως. Αυτή που επεκράτησε, 1884 και η άλλη 1881. Οι περισσότερες αριθμητικά Ποιητικές Ανθολογίες που γνωρίζω αναφέρουν ως ημερομηνία γεννήσεως το 1884 και ορισμένες ως τόπο γέννησης μνημονεύουν την Ύδρα τόπο καταγωγής της Μητέρας του. Μάλλον πρέπει να ερανίζονται την χρονολογία για πρώτη φορά από την γνωστή στην εποχή της Ανθολογία του ποιητή και σημαντικού κριτικού Τέλλου Άγρα του 1922. Ας καταγράψουμε τις Ποιητικές Ανθολογίες που γνωρίζουμε με ποιήματα του Πειραιώτη ποιητή που αναφέρουν ως χρονολογία το 1884 και τις άλλες που δεν γράφουν ημερομηνία γέννησης ή θανάτου. Η πειραιώτισσα ανθολόγος Ελένη Σοφρά στο βιβλίο της «Η Ελληνική Ποίηση» Από την αρχαιότητα ως σήμερα, Ιωλκός 1984, σε δύο σελίδες της τον αναφέρει δίχως να τον Ανθολογεί.

          ΣΤΟ ΝΙΚΟ  ΧΑΝΤΖΑΡΑ

Λόγο γλυκό μας στάλαξαν τα χείλη

τον «κόμπο της δροσιάς απ’ την Ελένη»’

είτε χαμογελά, είτε κλαμένη

χελιδονιού φωνή σκορπά στο δείλι.

 

Για της χαράς τάχτηκε τον Απρίλη,

ειδύλλιο που γύρω ομορφαίνει’

«τι θύμηση παλιά, χαριτωμένη»

της φαντασίας η γλυκειά του φίλη.

 

Κι όσο τα μάτια αγνή κι αν χαμηλώνει

και έρωτα χρυσό στον κόρφο πλάθει,

τον κάτασπρο λαιμό κι αν δεν κουμπώνει,

 

τις χήνες που την τρόμαξαν να μάθει,

μύριους τριγύρω στίχους θα σκορπίσει,

λαχτάρες και χαρές να μας γεμίσει…

          Λουκάς Μουζάκης, περ. Φιλολογική Στέγη τχ.17/ Χριστούγεννα 1969, σ. 54.

Α.

1., Τέλλος Άγρας: επιμέλεια, ΟΙ ΝΕΟΙ. Εκλογή από το έργο των νέων ελλήνων ποιητών (1910- 1920), Ελευθερουδάκη 1922, σ. 250-255. [Ν. Ι. Χ. Πειραιάς 1884-]. Τα ποιήματα: Τώρα νιώθω πλέρια/ Φτερωμένο πέρασμα της κόρης/ Με τι δειλή καρδιά/ Περίλυπα σφυρίζοντας ποτίζω/ Περνώντας τόμορφο λιβάδι/ Αργείς, αέρα το πανάκι σου.

2., Γεώργιος Εμμ. Αυλωνίτης, Εκλογή Νεοελληνικών Ποιημάτων. Αθήνα 1924, σ.254-256. [Ν.Ι.Χ. Πειραιάς 1884-]

3., Νικηφόρος Βρεττάκος, Ανθολογία για παιδιά και για νέους. Κέδρος 1985, σ.153, 204 (βιογραφικό). [Χ.Ι.Ν. Πειραιάς 1884- 1949]. Τα ποιήματα: Ηλιοβασίλεμα/ Κοιμάμαι.

4., Άρης Δικταίος, Μάνα- Ανθολογία, Βασιλόπουλος 1968, σ.478, 238 (βιογραφικά). [Ν.Ι.Χ. 1884-1949] Το ποίημα «Νανούρισμα».

5., Γιώργος Κ. Ζωγραφάκης: Εποπτεία.- Δημήτρης Σταμούλης: Επιμέλεια. Ποιητική Ανθολογία, τόμος Β΄. Μαλλιάρης, Θεσσαλονίκη 1976, σ.227. [1884-1949]. Τα ποιήματα: Ένας ξανθός λεβεντονιός/ Ειδύλλιο.

Σημείωση: Από λάθος γράφει ότι ασχολήθηκε με το εμπόριο.

6., Σπύρος Κοκκίνης, Ανθολογία Νεοελληνικής Ποίησης (1708-1989). Ε’  έκδοση. Εστία 1995, σ. 682. [1884-1949]. Τα ποιήματα: Ειδύλλιο/ Ο Αγωγιάτης και τ’ άλογό του.

7., Μπούκα αδερφοί, Μεγάλη Ελληνική Ποιητική Ανθολογία. Εισαγωγή, Επιμέλεια, Ανθολόγηση: Δημήτρης Κωστελένος, τ. 5ος, Αθήνα χ.χ., σ.1856-1857, 2065 [Ύδρα 1884-1949]. Τα ποιήματα: Στη μνήμη μου απαλά/ Με την καρδιά δειλή/ Ο αγωγιάτης και τ’ άλογό του/ Ηλιοβασίλεμα.

8., Μιχάλης Περάνθης, Μεγάλη Ελληνική Ανθολογία της Ποιήσεως. Έκδ. 9η, τ. Β΄. Αθήνα χ.χ., σ. 482-490. [ 1884-2/6/ 1949]

9., Ηλίας Σιμόπουλος, Αιγαιοπελαγίτικη Ποιητική Ανθολογία. Σύνδεσμος Ελλήνων Λογοτεχνών 1974, σ. 34-35. [Ύδρα 1884- 1949]. Τα ποιήματα: Ο Αγωγιάτης και τ’ άλογό του/ Ηλιβασίλεμα.

10., Σωκράτης Σκαρτσής, Η Νεότητα της Ποίησης- Μια ποιητική αγωγή, Ελληνικά Γράμματα 1999, σ.173-174. [Ν.Ι.Χ.1884-1949] Το ποίημα «Ηλιοβασίλεμα».

11., Κώστας Σταμάτης, Η Βουκολική Ποίηση, Αθήνα 1976, σ.41, 64, 176, 276, 302-308, 536, 593 (βιβλιογραφία) [1884-1949].

12., Κώστας Γ. Παπαγεωργίου- Βαγγέλης Χατζηβασιλείου: Ανθολόγηση- Επιμέλεια. Ανθολογία της Ελληνικής Ποίησης. (20ος Αιώνας) τ. Β΄., Κότινος 2009, σ. 165-167, 355. [Πειραιάς 1884-1949].

13., Μάρκος Αυγέρης- Μ. Παπαϊωάννου- Βασίλης Ρώτας- Θρασύβουλος Σταύρου, Η Νεοελληνική Ποίηση Ανθολογημένη. τ. Δ΄. ΙΙ. Νέοι Χρόνοι. Παρθενών 1977, σ.226. [Ύδρα 1884- 1949]. Τα ποιήματα: Ο Αγωγιάτης και τ’ άλογο/ Ηλιοβασίλεμα.

Β΄.

1., Απόστολος Αποστολίδης: Επιμέλεια- Πρόλογος. Νέα Ελληνική Ανθολογία, Παρθενών, 1968, σ.450. Το ποίημα: Ένας ξανθός λεβεντονιός.

2., Ηρακλής Ν. Αποστολίδης, Ανθολογία (1708-1959) 8η έκδοση, σ. 798-801, Εστία 1963. Τα ποιήματα: Δειλά χαιδεύει το καλύβι./ Φτερωμένο πέρασμα της κόρης/ Ξυπνώ με την αυγή/ Το κάκιωμα/ Περνώντας τ’ όμορφο λιβάδι/ Ηλιοβασίλεμα/ Στη μνήμη μου/ Ειδύλλιο.

3., Ρένος Ηρ. Αποστολίδης, Ανθολογία της Νέας Γραμματείας. Η Ποίηση. 10η έκδοση, τ. Γ΄., σ. 1587-1589. Τα Νέα Ελληνικά 1970-1971. Τα ποιήματα: Ηλιοβασίλεμα /Δειλά χαιδεύει το καλύβι./ Φτερωμένο πέρασμα της κόρης/ Ξυπνώ με την αυγή/ Το κάκιωμα/ Περνώντας τ’ όμορφο λιβάδι/ Ηλιοβασίλεμα/ Στη μνήμη μου/ Ειδύλλιο.

4., Βασίλης Βασιλικός, Λύρα Ελληνική, σ.974, Πλειάς 1993. Το ποίημα: Ένα ξανθός λεβεντονιός.

5., Θεόδωρος Α. Γιαννόπουλος, Νεώτερη Σχολική Ανθολογία, σ. 430,436. Χ. Τεγόπουλος- Ν. Νίκας χ.χ. (1971;). Τα ποιήματα: Το σπίτι μας/ Νανούρισμα.

6., Μιχάλης Περάνθης: Πρόλογος. Ερωτική Ανθολογία. Το βιβλίο της Αγάπης, σ. 44,59. Χρ. Γιοβάνης 1960. Τα ποιήματα: Δειλή καρδιά/ Ξυπνώ με την αυγή.

7., Επαμεινώνδας Χρυσανθόπουλος, Νεοελληνική Ανθολογία 800-1936., σ. 155-156, Αθήνα 1937. «Μικρά Ειδύλλια»

8., Κλέων Παράσχος- Ξ. Λευκοπαρίδης, Ανθολογία Ελλήνων Λυρικών Ποιητών, σ. 216-218, Πυρσός 1930. Τα ποιήματα: Φτερωμένο πέρασμα της κόρης/ Με τι δειλή καρδιά/ Στη μνήμη μου απαλά/ Τώρα νιώθω/ Περίλυπα σφυρίζοντας.

9., Νεοελληνική Ποιητική Ανθολογία Παπύρου, σ. 486-487. Βίπερ 1971. Το ποίημα Ένας ξανθός λεβεντονιός

10., Κώστας Πορφύρης, Ποιητική Ανθολογία 1650-1964., σ.607 Ωκεανίς 1964

11., Πάνος Ν. Παναγιωτούνης: Επιμελητής. Συντάχθηκε από επιτροπή. Ερωτική Ποιητική Ανθολογία, σ.125., Δωδεκάτη Ώρα 1969. Τα ποιήματα: Φτερωτό πέρασμα κόρης/ Κόρη αγαπημένη.

12., Ηρακλής Ρ. Ν. Αποστολίδης, Το «ΆΛΛΟ» στην Ανθολογία, σ. 167. Εκδ. Γ. Βλάσση 1964. Το «Φως ασημί του διάσελου τα μαύρα πεύκα…»

12., Σ’ αγαπώ. Τα Ωραιότερα Νεοελληνικά Ερωτικά Ποιήματα. Επιμέλεια: Κώστας Γραμματόπουλος., σ.96-97., Χιωτέλη 1988. Τα ποιήματα: Στη μνήμη μου/ Τώρα νιώθω/ Της γης ρόδα/ Φτερωμένο πέρασμα.

          Τέλος, ο πειραιώτης ποιητής και κριτικός της λογοτεχνίας, δοκιμιογράφος Στέλιος Γεράνης, στο μελέτημά του- ανθολόγιο, «Ο Πειραιάς και οι Ποιητές του», εκδ. Στοά, Πειραιάς 1971, σ. 53-54 τον Ανθολογεί με τα: «Λεύτερα πουλιά», «Χαρές χαμένες», «Δειλινό», «Παιχνίδια», «Φτώχεια», «Ειδύλλιο». Ενώ στην σελίδα 16 Γράφει: «Μία ακόμα, μορφή των Πειραϊκών γραμμάτων, ο αλησμόνητος ποιητής των «Ειδυλλίων» μπορεί να ταξινομηθεί σ’ αυτό το τμήμα της ανθολογίας μας, αφού τα λιτά και περίτεχνα ποιήματά του είναι εμπνευσμένα από παιδικές μνήμες, τότε που ο λοφίσκος της Πειραϊκής ήταν γεμάτος πράσινους αγρούς και ειδυλλιακά βοσκοτόπια».

Ενώ ο Πειραιώτης Ανθολόγος και μελετητής της ιστορίας του Σονέτου Κάρολος Ε. Μωραϊτης, στο βιβλίο  του «Μεγάλη Ανθολογία Ελληνικού Σονέτου» Αθήνα 1987, στην σελίδα 444 μεταφέρει το Σονέτο αφιέρωμα του ποιητή Λουκά Μουζάκη στον Ν. Ι. Χαντζάρα.

Γιώργος Χ. Μπαλούρδος

Πειραιάς

Κυριακή 2 Νοεμβρίου 2025

ΥΓ. Πόσο χαρούμενη θα ήταν η αρχαία μαθηματικός και φιλόσοφος Υπατία, ο ποιητής Κωνσταντίνος Π. Καβάφης, ο συγγραφέας Μανόλης Γιαλουράκης, η ποιήτρια Ολυμπία Καράγιωργα, η πεζογράφος Πηνελόπη Δέλτα και άλλοι ελληνοαιγυπτιώτες λογοτέχνες με την Σύγχρονη Βιβλιοθήκη της Αλεξάνδρειας και το Νέο Υπέρλαμπρο Μουσείο του Φαραώ Ραμσή του Β΄ στην φίλη χώρα της Αιγύπτου. Ένα σύγχρονο Μουσείο, (100 αιθουσών με εκθέματα) Λίκνο του Παγκόσμιου Πολιτισμού. Κρίμα που κανένας τηλεοπτικός σταθμός δεν μας έδειξε την τελετή των εγκαινίων.      

Σάββατο 1 Νοεμβρίου 2025

Αναμνήσεις για τον Ελευθέριο Βενιζέλο

 

ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ  ΓΙΑ  ΤΟ  ΒΕΝΙΖΕΛΟ

Του Νίκου Ι. Χαντζάρα

Εφ. Η ΦΩΝΗ ΤΟΥ ΠΕΙΡΑΙΩΣ, Σάββατον 9/6/1945

          Περνώντας από την οδό Ευριπίδου και βλέποντας τα ερείπια του σπιτιού του μακαρίτη Δημάρχου μας Αναστάση Παναγιωτόπουλου, θυμήθηκα πολλά πράματα μιάς ολόκληρης εποχής.

          Στο σπίτι αυτό, θυμήθηκα, είχα συνομιλήσει με τον αείμνηστο Πρωθυπουργό Βενιζέλο, όταν ήτανε στις δόξες του κι’ είχε καταπλήξει τον κόσμο.

          Τον είχα γνωρίσει για πρώτη φορά μέσα στο ατμόπλοιο «Σπέτσαι». Πλοίαρχος ήτανε ο μακαρίτης Χαράλαμπος Πρίμας. Το βαπόρι ερχότανε από την Κρήτη. Ο Βενιζέλος ήτανε τότε Πρόεδρος της Κρητικής Κυβερνήσεως κι’ είχε φθάσει στον Πειραιά μαζί με τον ιδιαίτερό του γραμματέα Κλέαρχο Μαρκαντωνάκη και το φίλο του δικηγόρο κ. Γ. Πώπ, δημοσιογράφο, πολιτευτή Ψαρών, στενό συνεργάτη του Βενιζέλου και σύμβουλό του την εποχή εκείνη.

          Ο μακαρίτης Παναγιωτόπουλος είχεν ειδοποιηθή στη Δημαρχία, πώς ο Βενιζέλος είχε επισκεφθή το σπίτι του. Ευρέθηκα στη Δημαρχία για ρεπορτάζ, με παρέλαβε μαζί του για συντροφιά και τραβήξαμε για το σπίτι του.

          Όταν εμπήκαμε στη σάλα βρήκαμε τον Ελευθέριο Βενιζέλο με δυό φίλους του να περιμένη.

          -Καλώς ωρίσατε, κύριε Πρόεδρε, του είπεν ο δήμαρχος Παναγιωτόπουλος με βαθειά συγκίνηση. Επιτρέψατέ μου να σας γνωρίσω κι’ έναν Πειραιώτη δημοσιογράφο, τον κ. Χ., που είναι θιασώτης σας.

-Χαίρω πολύ, ήτανε η απάντηση του Βενιζέλου. Δεν είνε η πρώτη φορά, που σας συναντώ. Θυμάμαι που σας εγνώρισα για πρώτη φορά.

          -Εγώ το θυμάμαι κύριε Πρόεδρε. Εσείς όμως θυμόσαστε ασήμαντα πράματα: του απάντησα.

          -Καθόλου ασήμαντα, κύριε Χ. Ερχόμουνα από την Κρήτη και σας εγνώρισα στο ατμόπλοιο. Μόλις μου ανήγγειλαν το όνομά σας και την ιδιότητά σας, επετάχτηκα και σας εδέχτηκα. Και σας έδωσα και συνέντευξη για τους σκοπούς του ταξιδιού μου.

          -Θυμάμαι όλα τα λόγια σας, κύριε Πρόεδρε. Θυμάμαι και κάτι, που με δυσαρέστησε λίγο. Τη παρεμβολή του ιδιαιτέρου σας και του κ. Γ. Πώπ, στη συνομιλία μας. Επροθυμοποιήθηκαν να μου εκδώσουν ανακοινωθέν της παρουσίας σας εις τον Πειραιά.

          -Δε μου διέφυγε κι’ αυτό, κ. Χ. Δεν έπρεπε να δυσαρεστηθήτε. Δεν αντελήφθητε,- και σας ζητώ συγνώμη, -ότι τότε διετέλουν λιγάκι υπό έλεγχον, υπό απαγόρευσιν. Έφευγα από την Κρήτη περιβεβλημένος το αξίωμα του Προέδρου της Κρητικής Κυβερνήσεως, ηρχόμην εις τας Αθήνας δια να συνεννοηθώ με τους φίλους μου, οι οποίοι θα ενήργουν δια την ανάληψιν παρ’ εμού της διακυβερνήσεως του Κράτους θα εταξίδευα εις την Ελβετίαν εν τω μεταξύ δια να τοποθετήσω τα παιδιά μου μαθητάς εις ένα λύκειον με οικοτροφείον, θα επέστεφα εις την Κρήτην με τον σκοπόν ν’ απεκδυόμην του αξιώματός μου εις την Κρητικήν Πολιτείαν και θα επανηρχόμην εις τας Αθήνας, με τον σκοπόν να ριφθώ εις τους πολιτικούς αγώνας. Ηκούσατε πόσους σκοπούς σας ανέφερα. Η παρουσία του ιδιαιτέρου μου εις την παλαιάν συνομιλίαν μας και η παρεμβολή του έπρεπε πάντοτε να μου ενθυμίζη κάποιαν επιφύλαξιν εις τας συνομιλίας μου και προπαντός με δημοσιογράφους. Ημείς είπομεν «αρκετά εις την πρώτην μας συνάντησιν, ωμιλούσαμεν και δια την τέχνην γενικώς και δια την Ελληνικήν λογοτεχνίαν ειδικώς. Σας προειδοποίησα τότε, ότι σας εγνώριζα κατ’ όνομα, ως Έλληνα γράφοντα, διότι δεν μου εκφεύγει τίποτε και από τον τομέα της λογοτεχνίας μας. Τότε, που ωμιλήσαμεν επί των «Σπετσών», εδιάβασα αυθημερόν την «Σφαίραν» του Πειραιώς και είδα τα της αφίξεώς μου εις τον Πειραιά. Περιωρισθήτε εις την ειδησεογραφία και εδώσατε τον τύπον εις την είδησίν σας επισήμου ή ημιεπισήμου ανακοινώσεως. Εκείνη όμως η φράσις του τέλους της ειδήσεως: «Όταν απεκδυθή του αξιώματος του προέδρου της Κρητικής Πολιτείας θα επανέλθη εις τον Πειραιά, θα βαδίση προς τας Αθήνας και θ’ αναλάβη τας ηνίας της Χώρας», επροκάλεσεν εις τον κ. Μαρκαντωνάκη το επιφώνημα: «Προδοσία!».

          Σε λίγα λεπτά εσυνέχισεν ο αείμνηστος Βενιζέλος, ο λέων της Κρήτης: Είπα εις τον κύριο Μαρκαντωνάκην, ότι η είδησίς σας ήτο τυπική και ότι η τελευταία φράσις της ενεπνεύσθη ίσως από την έκφρασιν της φυσιογνωμίας μου. Εγώ σας είπον, ότι έχω σκοπόν να επανέλθω εις τον κοινοβουλευτικόν στίβον δια τας ιδέας μου. Εσείς προετρέξατε. Επροφητεύσατε. Εκ των υστέρων αποδεικνύεται, ότι εσείς είσθε εν τάξει, εν πλήρει τάξει.

          ΝΙΚΟΣ Ι. ΧΑΝΤΖΑΡΑΣ

Ελάχιστα:

          «Λέων της Κρήτης» αποκαλεί ο πειραιώτης δημοσιογράφος τον Εθνάρχη πρωθυπουργό Ελευθέριο Βενιζέλο. Ευτύχησε να τον δει από κοντά και να συνομιλήσει μαζί του, και αυτό το γεγονός μας αφηγείται. Τον συνάντησε δύο φορές και αμφότεροι- ο Κρητικός πολιτικός και ο Πειραιώτης δημοσιογράφος- ενθυμούνται ο ένας τον άλλον πολύ καλά. Ο Χαντζάρας ως έμπειρος και ενημερωμένος δημοσιογράφος και ως Βενιζελικός, δίχως διάθεση να τον κολακεύσει, διορατικός, προέτρεξε από την σύντομη συνάντησή τους και τις λίγες κουβέντες που αντάλλαξαν στην πρώτη τους συνάντηση να προεξοφλήσει ότι ο Ελευθέριος Βενιζέλος θα ανελάμβανε τα ηνία της Ελλάδας, θα γινόταν ο μελλοντικός πρωθυπουργός όπως και έγινε. Από την άλλη, ο ευφυής Έλληνας πολιτικός στην δεύτερη και ανετότερη συνάντησή τους όπως φαίνεται στο σπίτι του Πειραιώτη Δημάρχου, προσπάθησε να δώσει τις πρέπουσες εξηγήσεις και να δείξει την ευαρέσκειά του για τα «προφητικά» λεγόμενα του πειραιώτη δημοσιογράφου προς το πρόσωπό του, δικαιολογώντας τον στους συνεργάτες του που κοιτούσαν να τον προστατέψουν από πολιτικές και δημοσιογραφικές κακοτοπιές. Ο Νίκος Ι. Χαντζάρας μπορούμε με κάποια επιφύλαξη να εικάσουμε ότι γνώριζε για το ποιόν της πολιτικής προσωπικότητας του Ελευθερίου Βενιζέλου από τα παλαιότερα χρόνια, όταν υπηρέτησε ως φαντάρος στο ιδιαίτερο γραφείο του πρίγκιπα και μετέπειτα Βασιλιά Κωνσταντίνου στο μέτωπο ως αντιγραφέας του και ως μεταφραστής του. Ενδέχεται να άκουσε συζητήσεις των ανωτέρων του αξιωματικών και της ηγεσίας του στρατεύματος για τον Κρητικό πολιτικό. Σε κανένα όμως από τα «Πειραιώτικά» του δεν κάνει μνεία περί τούτου, και ούτε μιλά εκ νέου για τον Ε. Βενιζέλο παρά του ότι αναφέρεται σε αρκετά χρονογραφήματά του στον Βασιλιά Κωνσταντίνο και σε ελάχιστες στιχομυθίες τους. Από την άλλη, ο έλληνας πολιτικός που διεύρυνε τα γεωγραφικά σύνορα της Ελλάδας και την κατέστησε ισότιμη συνομιλήτρια με τις τότε Συμμαχικές Μεγάλες Δυνάμεις της εποχής βλέπουμε ότι εκτός από του ότι διέθεται ισχυρή μνήμη και θυμόταν πρόσωπα και πράγματα, ήταν ενήμερος και για τα ειδησεογραφικά συμβάντα του Πειραιά και διάβαζε τον Πειραϊκό τύπο και επισκέπτονταν άρχοντες της Πόλης που ήσαν πολικά φιλικοί προς την δική του παράταξη και πολιτική. Η σχέση του Ελευθερίου Βενιζέλου με τον Πειραιά υπήρξε στενή μια και όχι μόνο εκλέγονταν στην περιφέρεια της ΑττικοΒοιωτίας-συμπεριλαμβανομένου και του Πειραϊκού εκλογικού σώματος- αλλά ήταν εκείνος που συνέβαλε ουσιαστικά στην ανάδειξη και την εμπορική ανάπτυξη του Λιμένος Πειραιώς, στην οργάνωση των υπηρεσιών του ΟΛΠ με ουσιαστικά έργα και οικοδομήματα. Και αναμενόμενο ήταν να πρότεινε τους δικούς του εκλεκτούς για Δημάρχους της Πόλης. Διάβαζε επίσης Πειραϊκές εφημερίδες κάτι που δείχνει την εγκυρότητα του Πειραϊκού τύπου. Δυστυχώς οι Πειραιώτες εκλογείς του γύρισαν την πλάτη όταν ο Βενιζέλος αιφνίδια προκήρυξε εκλογές και τις έχασε. (Ενδέχεται να στάθηκε πολιτικά και τυχερός, μετά τα ολέθρια αποτελέσματα της Μικρασιατικής Εκστρατείας). Πάντως η μνήμη του μεγάλου Εθνάρχη πολιτικού δεν λησμονήθηκε. Οδοί και πλατείες του Δήμου Πειραιά και των γύρω όμορων Δήμων φέρουν το όνομά του και έχουν στηθεί ανδριάντες του. Το όνομά του δεν είχε την τύχη των ονομάτων της Βασιλικής δυναστείας μετά το Δημοψήφισμα του 1974.

          Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η γλώσσα του Ελευθερίου Βενιζέλου που δεν απέχει από την γλωσσική χρήση της εποχής του και το ενδιαφέρον του για την Ελληνική Λογοτεχνία που έχει εκφράσει και σε συνεντεύξεις του. Τα συνεχή του διπλωματικά ταξίδια στο εξωτερικό και το βαρύ πρόγραμμα της πρωθυπουργίας του, δεν τον εμπόδιζαν να είναι ενήμερος για την αρχαία και νεότερη ελληνική γραμματεία.

          Όσο για τον Νίκο Ι. Χαντζάρα, θα επανέλθουμε με άλλα του Πειραιώτικα.

Γιώργος Χ. Μπαλούρδος

Πειραιάς

1 Νοεμβρίου 2025

ΥΓ. Πολύ καλή η ταινία «ΤΣΩΡΤΣΙΛ» που προβλήθηκε στην δημόσια τηλεόραση-παρά τις πολλές διαφημίσεις και τα τρέιλερ που διέκοπταν την προσοχή μας. Διλήμματα Πρωθυπουργών, Βασιλιάδων, Αρχιστράτηγων. Εκείνο που παρατηρούσε κανείς ήταν ότι όλοι μιλούσαν για το πολιτικό και κυβερνητικό τους Καθήκον, γνωρίζοντας να τιθασεύουν το δικό τους πολιτικό θέλω στις κυρίαρχες αποφάσεις των άλλων, σε σχέση με τους δικούς μας Πολιτικούς-που έχουν το αλάθητο του Πάπα- και μιλούν σε περίοδο Ειρήνης μάλιστα- για Λειτούργημα. Οικοδομούν Ιδρύματα που φέρουν το όνομά τους, Ιδρύουν Ινστιτούτα της αποτυχημένης διακυβέρνησής και πολιτικής τους, γράφουν τις Αναμνήσεις τους ως τέως για την κατοπινή υστεροφημία τους. Μπας και τους ξεχάσουν οι κατοπινές γενιές και τους θυμούνται μόνο στα τηλεπαιχνίδια και αν. Μια και τα θαλάσσωσαν κατά την περίοδο της εκλογικής επαγγελματικής τους καριέρας και τους έμεινε η σύνταξη του πρωθυπουργού. Τα ράσα όπως φαίνεται κάνουν τον Δάσκαλο και όχι τα πουκάμισα έξω από το παντελόνι τον τιτουλάριο Επίσκοπο. Εμπρός για την ανασύσταση των Βυζαντινών Αυτοκρατορικών Μεγαλείων για να σκάση ο «παραβάτης» Ιουλιανός που θάλεγε και ο Αλεξανδρινός ποιητής. Εντέλει, μήπως οι χριστιανικές αγαθοεργίες του κυρίου Ηλία Ψινάκη και του Γηροκομείου του είναι μία κάποια λύση!!!!    

   

Παρασκευή 31 Οκτωβρίου 2025

Ο Θάνατος της Ίρμας

 

Ο  ΘΑΝΑΤΟΣ  ΤΗΣ  ΙΡΜΑΣ

Δεν πιστεύω να λησμονήσω τα μαύρα όμορφα μάτια της Ίρμας, της σκυλίτσας της γειτονιάς. Σκυλάκι εξυπνότατο και χαριτωμένο. Ο θάνατος τη βρήκε χθές το πρωί στο δρόμο, μεταξύ της κατοικίας του γιατρού κυρίου Γκαβαζόνη και του γαλατάδικου του Μπούτου.

          Βγαίνοντας από το υπόγειο μέγαρό μου, εστάθηκα στου Μπούτου κι’ έρριξα ματιά γύρω μου κι’ απέναντί μου. Είδα και την Ίρμα, πού με είχε διακρίνει από απέναντι μέρος και μου κουνούσε την ουρά.

          -Αυτή, είπα, ετοιμάζεται για χαρές! Θα πηδήση ως το λαιμό μου και θα με γιομίση λάσπες.

          Ύστερα από ένα δευτερόλεπτο, η Ίρμα είχε διαμελιστή, η χιονόλευκη σκυλίτσα. Τα χιονόλευκα μαλάκια της είχανε βαφτεί στο αίμα της.

          Μια γριά σκουπιδιάρα επλησίασε το νεκρό της Ίρμας, έσκυψε και το σήκωσε από τη μέση του δρόμου και το έρριξε σ’ ένα μεγάλο ντενεκέ. Η γριά συγκινήθηκε. Ένα της δάκρυ φάνηκε στα μάτια της.

          Ένα κοριτσάκι του διπλανού δημοτικού σχολείου είπε:

          -Όμορφο άσπρο σκυλάκι! Το σκότωσε τ’ αυτοκίνητο.

          Η γριά, φεύγοντας με τον τενεκέ των σκουπιδιών, πούβαλε μέσα την Ίρμα την σκοτωμένη, μου είπε:

          -Κύριε, γνωρίζετε τ’ αφεντικά της σκύλλας, που εσκότωσε τ’ αυτοκίνητο;

          -Τά ξέρω τ’ αφεντικά της. Είνε ο κ. Νίκος Μαρινάκης και η κ. Μαρινάκη, που τη σκυλίτσα τους, την Ίρμα, την αγαπούσανε σαν τα παιδιά τους.

          -Ήταν, αλήθεια, ζηλευτό σκυλάκι. Κι’ ήτανε μητέρα πολλών σκυλιών της γειτονιάς, με φυσικά καλά, όμορφα κι’ όχι κρυφοδαγκανιάρικα. Έμοιαζαν της μάνας τους της Ίρμας, είπε μιάν άλλη σκουπιδιάρισσα, φιλενάδα της πρώτης γριάς.

          Εγώ συλλογιζόμουνα την ώρα της κουβέντας τους Εγγλέζους σωφέρ, που γνωρίσαμε στην Ελλάδα. Αυτοί πόσο προσέχανε να μην πεταχτή και τρίχα σκυλιού, αν τυχόν επέρναγε μπροστά από το αυτοκίνητό τους!

          -Μά καλά, αυτοί είνε πολιτισμένοι άνθρωποι, είπε περαστικός καθηγητής.

ΝΙΚΟΣ Ι. ΧΑΝΤΖΑΡΑΣ, εφ. Η ΦΩΝΗ ΤΟΥ ΠΕΙΡΑΙΩΣ, Τετάρτη 4 Φεβρουαρίου 1948.

Επιπρόσθετα

     Ένα ποιηματάκι που μας μάθαιναν στο Δημοτικό ήρθε στα χείλη μου καθώς έψαχνα αφορμή να αντιγράψω το απαισιόδοξο μικρό χρονογράφημα του Ν. Ι. Χαντζάρα στο οποίο μας μιλά για τον τραγικό θάνατο της χιονόλευκης παιχνιδιάρας Ίρμας.

Ποτέ δεν θα πειράξω

τα ζώα τα καημένα

μην τάχα σαν κ’ εμένα

και κείνα δεν πονούν.

Θα τα χαϊδεύω πάντα

προστάτη τους θα γίνω

ποτέ δεν θα τ’ αφήνω

στους δρόμους να πεινούν.

          Ο Πειραιώτης δημοσιογράφος δεν μας διευκρινίζει αν ο ίδιος ήταν η αιτία για τον τραγικό της θάνατο. Πετάχτηκε δηλαδή η όμορφη και χαριτωμένη σκυλίτσα από την απέναντι πλευρά του δρόμου να ορμήσει πάνω του κάνοντας χαρές. Όπως κάνουν όλα τα σκυλάκια όταν βλέπουνε ή οσμίζονται άτομο που γνωρίζουν ή διαισθάνονται ότι τρέφουν φιλικά αισθήματα προς αυτά. Ο Χαντζάρας στα «Πειραιώτικά» του κυρίως μας μιλά για την Γατολατρεία του, δίχως η Φιλοζωία του να περιορίζεται στα ευκίνητα και μικροκαμωμένα, ναζιάρικα αλλά και ατίθασα, ανεξάρτητα αιλουροειδή. Δημοσιεύει μάλιστα ένα χρονογράφημα που, σκας στα γέλια. Φιλική παρέα πειραιωτών λογοτεχνών γευματίζει σε ταβέρνα, το τραπέζι τους είναι κάτω από ένα ευσκιόφυλλο δέντρο που, σε κλαδιά του, παίζουν και απλώνονται γάτες της περιοχής. Καθώς η παρέα διασκεδάζει και τρώει τα εδέσματα, η γατοπαρέα από ψηλά παίρνει μυρωδιά και αρχίζει να νιαουρίζει βάζοντας στόχο τα μεζεκλίδικα των πιάτων της φιλικής λογοτεχνικής παρέας. Οι πειραιώτες δεν αισθάνονται άνετα και βρίσκονται σε ανησυχία. Σε κάποια στιγμή καθώς τσακώνονται οι θωπεύτριες γάτες πέφτουν πάνω στο τραπέζι και αρπάζουν ότι υπήρχε μέσα στα πιάτα και ακόμα τρέχουν. Φαντάζεστε την καζούρα μεταξύ των πειραιωτών πειράζοντας ο ένας τον άλλον.

          Δεν είναι πολλά, είναι μετρημένα στα δάχτυλα τα πικάντικα «Πειραιώτικα» του Χαντζάρα αλλά είναι τόσο γουστόζικα και φέρνουν γέλιο σε σχέση με τα νοσταλγικά του, των παιδικών του αναμνήσεων, τα της οικογένειάς του, της γειτονιάς του έρημου, τότε, «χωριού» του. Τα περισσότερα αναφέρονται σε εφηβικές και μαθητικές του αναμνήσεις, στους δασκάλους του, σε ταβέρνες και καφενεία της εποχής, σε φαρμακεία και φυσικά στην ιστορική πορεία και εξέλιξη της Πόλης. Εντοπίζει και ονομάζει τοπόσημα, ανατρέχει σε αρχεία του Δήμου, διαβάζει βιβλία και γράφει για γηγενείς πειραιώτες. Κυρίως μνημονεύει τον Ιάκωβο Δραγάτση και την οικογένεια Μελετόπουλου, ιδιαίτερα το βιβλίο «Πειραϊκά» του Ιωάννη Α. Μελετόπουλου που, μάλλον, την φιλοσοφία γραφής των «Πειραϊκών» προσπαθεί να ακολουθήσει συνεχίζοντας την διάσωση της Πειραϊκής μακροιστορίας και μικροιστορίας να συνεχίσει. Ο Ιωάννης Α. Μελετόπουλος έθεσε τις βάσεις έστω και κάπως συνοπτικά, ο ποιητής Νίκος Ι. Χαντζάρας με τα ρεπορτάζ του διευρύνει το πεδίο πειραϊκής έρευνας με περισσότερες μικρολεπτομέρειες από την καθημερινότητα των πειραιωτών και τις τετριμμένες ασχολίες τους. Το ότι φαίνεται πως ο ένθερμος Πειραιολάτρης επιθυμεί να αναβιώσει την παλαιά καλή εποχή του Πειραιά είναι φως φανάρι. Εκείνο που είναι απορίας άξιο όμως, πώς ένας σοβαρός δημοσιογράφος με την βαρύτητα της πένας που διέθεται και αναγνωρίζονταν από τους συνδημότες του λογίους και μη, την συναναστροφή του με δημάρχους και λογοτεχνικά ονόματα που μεσουρανούσαν τα χρόνια εκείνα, την ευρεία παιδεία του όπως δείχνουν κείμενα των «Στοχασμών» του που δημοσίευε σε περιοδικά π.χ. «Νεοελληνική Λογοτεχνία» (για την «Μοντέρνα Ποίηση», τους «Σουρρεαλιστές»), έμεινε προσκολλημένος σε κάτι που είχε περάσει. Τόσο σε προσωπικό επίπεδο όσο και σε πνευματικό, στο χώρο της ποίησης που, δεν ρισκάρισε να ανοίξει τα φτερά του, να δοκιμάσει τις αντοχές του, έστω και αν αποτύγχανε στις προσπάθειές του και περιπλανήσεις του. Σαν ξενόγλωσσος είχε ανοιχτότερους ποιητικούς ορίζοντες από άλλους πειραιώτες ομοτέχνους του. Δεν δοκίμασε ακόμα τις δυνάμεις του στα «επικίνδυνα» μονοπάτια της μετάφρασης όπως έπραξε ο επίσης ολιγογράφος Λάμπρος Πορφύρας. Αναφέρεται στον Γεώργιο Στρατήγη και είναι ομοτράπεζό του αλλά δεν κάνει λόγο στην αμίλητη ποιητική χρήση της Δημοτικής του πειραιώτη Αλέξανδρου Πάλλη στα «Κούφια Καρύδια» και αλλού. Έχει διαβάσει πεζό της Μαρίας Περικλή-Ράλλη αλλά προτιμά να μένει στις πρώτες εντυπώσεις του «Τρία ταλέντα» όταν έβλεπε να βγαίνουν από το Μέγαρο της οικογένειας Κωνσταντοπούλου, οι μικρές ταλαντούχες πειραιωτοπούλες καλλιτέχνιδες, η τραγωδός Κατίνα Παξινού, η «Μαρίτσα» Περικλή- Ράλλη γνωστή πεζογράφος και συγγραφέας ταξιδιωτικών βιβλίων και η μουσικός και εικαστικός Βαρβάρα Κωνσταντοπούλου που έζησε και διέπρεψε στην εσπερία την Αγγλία, το Λονδίνο, που εξέθεσε με επιτυχία τις εικαστικές της δημιουργίες. (Είναι ίσως η πιο αγνοημένη από τα κορίτσια της οικογένειας Κωνσταντοπούλου στο ευρύ πειραϊκό κοινό, αν δεν κάνω λάθος. Αν η μνήμη δεν με γελά ο παλαιός Άγγελος Προκοπίου ο τεχνοκριτικός στην τρίτομη «Ιστορία της Τέχνης» του έχει αναφερθεί σε έργα και εκθέσεις της). Σταθερές αγάπες του Χαντζάρα ο Παύλος Νιρβάνας που όπως φαίνεται τα «Χρονογραφήματά» του στην εφημερίδα «Εστία» και αλλού πρέπει να επηρέασαν το ύφος της γραφής του, το στυλ του. Ο έτερος σημαντικός χρονογράφος και πεζογράφος, ο Σπύρος Μελάς, ο γνωστός «Φορτούνιος» δεν είχε ακόμα (;) επιβληθεί ως χρονογράφος συνέθετε τα θεατρικά και άλλα του έργα. Πάντως μνημονεύεται όπως και ο συμμαθητής του ιστορικός της ελληνικής λογοτεχνίας και ποιητής Άριστος Καμπάνης (διέμενε στον Άγιο Ιωάννη Ρέντη) δίχως όμως να μιλά για την γραφή του. Μένει πιστός στην Πειραιώτικη ποιητική του αγάπη που είναι ο Λάμπρος Πορφύρας αν και έχει διαβάσει και έρθει σε επαφή και με άλλους Πειραιώτες και Αθηναίους ποιητές. Γνωρίζει, μια και έχει συμπεριληφθεί με αρκετά ποιήματά του, την Ποιητική «Ανθολογία 1708- 1959» του Ηρακλή Ν. Αποστολίδη που κυκλοφορούσε από το Βιβλιοπωλείο και τις εκδόσεις «Εστία». Αξίζει νομίζω να επισημάνουμε ότι ο αυστηρός και έγκυρος Ανθολόγος, τον ανθολογεί με οκτώ ποιήματά του, κατά πολύ περισσότερα στον αριθμό από άλλους Πειραιώτες ποιητές. Φυσικά εξαιρείται η ποιητική φωνή του Λάμπρου Πορφύρα που ανθολογείται με είκοσι τον αριθμό. Ο αριθμός των Ανθολογούμενων ποιημάτων του Βουκόλου Νίκου Ι. Χαντζάρα μας δηλώνει την εκτίμηση που έτρεφαν οι τότε λόγιοι και διανοούμενοι, λογοτέχνες της εποχής του για την ποιητική του γραφή, που στην ουσία της, δεν υπερβαίνουν οι ποιητικές του μονάδες τις πενήντα. Τα 8 αυτά ποιήματα είναι: -«Δειλά χαϊδεύει το καλύβι». –«Φτερωμένο πέρασμα της κόρης…». –«Ξυπνώ με την αυγή». –«Το κάκιωμα».- «Περνώντας τ’ όμορφο λιβάδι» .- «Ηλιοβασίλεμα». –«Στη μνήμη μου». – «Ειδύλλιο». Από το δημοσιογραφικό μολυβάκι του πονεμένου και τσιγαρόφιλου- θεριακλή καπνιστή δεν απουσιάζει το όνομα του μουσικολόγου Ιωσήφ Παπαδόπουλου- Γκρέκα, που υπήρξε ο πρώτος που τον μελοποίησε αλλά και αυτός που τον παρότρυνε να εκδώσει τα ποιήματά του. Ίσως, να παρέμεναν ακόμα διάσπαρτα-όπως πολλά του ακόμα-σε διάφορα έντυπα και εφημερίδες, αν δεν υπήρχε η πίεση από τον πειραιώτη Ιωσήφ Παπαδόπουλο- Γκρέκα, να κυκλοφορήσει τα «Ειδύλλια».

Ας χαρούμε μερικά από αυτά:

          Ειδύλλιο

Φώς ασημί του διάσελου τα μαύρα πεύκα ζώνει.

Τρέμει τ’ αστέρι της αυγής και παίρνει να θαμπώνει.

Δαδί που καίγεται στη στιά την ευωδία του χύνει.

Σκεβρή μιά πόρτα ανοίγοντας γλυκό τρίξιμο αφήνει.

Λεβεντονιός με το τσαπί στον ώμο του προβαίνει.

Τον προβοδάει σεμνή κυρά μαντηλοφορεμένη.

«-Μητέρα, καλό βράδι!...» ο νιός- και ξεκινάει με χάρη.

Κι απ’ το κατώφλι: «-Ώρα καλή, χρυσό μου παλικάρι!...» Ρόδινο φώς του διάσελου τώρα τα πεύκα ζώνει.

Λαλούν του κάμπου οι πετεινοί και γλυκοξημερώνει.

          Το κάκιωμα

Θυμάσαι, βρέφος που σ’ εβύζαινα,

Ξανθό μου τώρα παλικάρι;

Όλο εσκιρτούσες μες στον κόρφο μου,

σαν προβατάκι στο χορτάρι

 

Με τ’ άσπρα παχουλά χεράκια σου

όλο και το μαστό εζουπούσες’

έπινες γάλα και χαρούμενο

μέσα στα μάτια μ’ εκοιτούσες.

          Περνώντας τ’ όμορφο λιβάδι

Περνώντας τ’ όμορφο λιβάδι

την απριλιάτικη αυγινή,

άπλωσα στο γλυκόνε αέρα

την κρουσταλλένια μου φωνή.

 

Τ’ άνθια ετραγούδησα του κάμπου

και τα πουλιά τα πλουμερά’

είπα τραγούδι στο ποτάμι

με τ’ ασημένια του νερά.

 

Και χαμηλώνοντας λιγάκι

Την κρουσταλλένια μου φωνή,

τραγούδησα κ’ εσένα,  Γιώργο,

την απριλιάτικη αυγινή.

          Ξυπνώ με την αυγή…

Ξυπνώ με την αυγή. Τα χέρια μου

τον άσπρο κόρφο μου κουμπώνουν.

Νάν τονε δούνε δεν προκάνουνε

τα μάτια μου, που χαμηλώνουν.

 

Φροντίζει ο θεός, στον ξένοιαστο ύπνο μου,

κι όλο φουντώνω κι ομορφαίνω.

Θρέφει και τον χρυσό τον έρωτα,

πού στην καρδιά μου έχω κρυμμένο.

Γιώργος Χ. Μπαλούρδος

Πειραιάς

Παρασκευή 31 Οκτωβρίου 2025

ΥΓ. Αν δεν κάνω λάθος στο διαδίκτυο αναρτήθηκε η είδηση ότι πέθανε πριν λίγες μέρες σε Γηροκομείο η Κοκκινιώτισσα τραγουδίστρια Ρένα Κουμιώτη. Είχε εργαστεί και στην καπνοβιομηχανία «Παπαστράτος» στην περιοχή της Αγίας Σοφίας του Πειραιά. Πολύ καλή μελωδική φωνή του Νέου Κύματος, σεμνή και διακριτική ό,τι τραγούδησε έμεινε σαν γλυκό νανούρισμα σιγοψιθυριστό στα χείλη μας. «Σαν χελιδονάκι…..».