Τρίτη 5 Νοεμβρίου 2024

Ο Λέων Κουκούλας ως ποιητής και μεταφραστής

 

F R I E D R I C H   H O L D E R L I N  (1770- 1843)

 

          Β Ρ Α Δ Ι Ν Η  Φ Α Ν Τ Α Σ Ι Α

Στον ήσυχο ίσκιο της καλύβας του ο ζευγίτης

Ξαπλώνεται’ του ανέγνοιαστου καπνίζει η στιά.

          Στο ειρηνικό χωριό πρόσχαρες κράζουν

          Οι βραδινές καμπάνες το διαβήτη

 

Τώρα επιστρέφουν τα καράβια στο λιμάνι,

Σε πολιτείες μακριά τρελή της αγοράς

          Σφύζει η ζωή’ το ευλογημένο δείπνο

          Στη σκιά καλεί τους φίλους να καθήσουν.

 

Μά εγώ που πάω; Με κέρδος και δουλειά οι θνητοί

Ζούνε’ κ’ είτε μοχτούν είτε ησυχάζουν, πάντα

          Νοιώθουν χαρά’ γιατί λοιπόν στα στήθια

          Ποτέ δεν ησυχάζει και η καρδιά μου;

 

Το βραδινό τον ουρανό μιά άνοιξη φλέγει,

Άμετρα ανθίζουν ρόδα και χρυσός ο κόσμος

          Πλέει στην ειρήνη’ ώ πάρτε με εκεί πάνω,

          Σύννεφα πορφυρά, κι άμποτε ο πόνος

 

Κι’ η αγάπη μες στο φώς να σκορπιστούν του αιθέρα!-

Μα σα σκιαγμένα απ’ την τρελή παράκλησή μου

          Τα μάγια σβούν’ σκοτείνιασε και μένω

          Κάτω απ’ τον ουρανό, σαν πάντα, μόνος.-

 

Ανάλαφρε ύπνε, άχ έλα! Να ποθεί η καρδιά

Κουράστηκε’ μα θα περάσεις, διψασμένη

          Κι ασίγαστη εσύ Νιότη, και θαρθούνε

          Πρόσχαρα κ’ ήσυχα ύστερα τα χρόνια. Σελ. 130-131

 

                   Π Α Ρ Α Κ Λ Η Σ Η

Συχνά, άγιο πλάσμα, τη χρυσή σου, θεία γαλήνη

Τάραξα και πολλούς απ’ της ζωής τους πόνους

          Τους πιό κρυφούς, μά και τους πιό μεγάλους

          Στάθηκα εγώ αφορμή για να τους μάθεις.

 

Μά ξέχασε, συγχώρεσε! Καθώς το νέφι

Μπροστά στο ειρηνικό φεγγάρι ταξιδεύω,

          Και συ ησυχάζεις και φωτάς σε λίγο

          Μ’ όλη την ομορφιά σου, ιλαρό φώς μου! σελ. 132

 

          Η  Π Α Τ Ρ Ι Δ Α

Στο πράο ποτάμι πρόσχαρος γυρίζει ο ναύτης

Απ’ τα νησιά μακριά, μόλις θερίσει κέρδη’

          Θα γύριζα κ’ εγώ στη γη μου, αν είχα

          Τόσα καλά θερίσει όσα και λύπες.

 

Σείς πλάϊ σας πού μεγάλωσα ακριβές οχτιές,

Θα πραϋνετε τον πόνο της αγάπης, τάχα,

          Δάση της νιότης μου, σαν έρθω πίσω

          Μου τάζετε κοντά σας να ησυχάσω;

 

Στο κρύο το ρέμα τα νερά κυματίζουν,

Στον ποταμό, τα πλοία που είδα μακριά να φεύγουν,

          Θάρθω σε λίγο’ της πατρίδας πάλι

          Τα ωραία βουνά σαν πρώτα θάχω σκέπη.

 

Το μητρικό μου σπίτι, σύνορο ακριβό

Κι ασφαλισμένο, την αγκάλη αγαπημένης

          Θα βρώ αδερφής σε λίγο κι ό,τι μένει

          Πιστό στη θύμησή μου, την καρδιά μου

 

Θα γείρει να μου γειάνει. Όμως ταχιά το ξέρω

Πώς της αγάπης δεν περνά ποτέ ο καημός’

Στόμα θνητού νανούρισμα δεν ξέρει

Κανένα για να με παρηγορήσει.

 

Γιατί οι θεοί, χώρια από την ουράνια φλόγα,

Μας έδωσαν για χάρη και τον άγιο πόνο.

          Είναι λοιπόν γραφτό’ της γης παιδί είμαι’

          Πλασμένος ν’ αγαπώ και να υποφέρω. Σελ. 133-134

 

            Α Ι Σ Ι Ο Δ Ο Ξ Ι Α

Είσαι άρρωστη, όμορφη ζωή, και πιά εκουράστη

Να κλαίει η καρδιά μου και χαράζει εντός μου ο φόβος.

          Πώς θα πεθάνεις όμως ναν το βάλει

          Δε θέλει ο νούς μου, αφού αγαπάς ακόμα. Σελ. 135

 

             Σ Α Ν  Ε Ι Μ Ο Υ Ν Α  Π Α Ι Δ Ι…

Σαν είμουνα παιδί,

Ένας θεός με λύτρωνε συχνά

Απ’ την κραυγή, το μένος των ανθρώπων.

 

Ξέγνοιαστα έπαιζα τότε κι αγαθά

Με τα λουλούδια των αγρών

Και παίζανε οι αύρες τ’ ουρανού

Μαζί μου.

 

Κι όπως δίνεις χαρά

Στην καρδιά του φυτού,

Όταν σε σένα απλώνει

Τα τρυφερά του χέρια,

Και την καρδιά μου έτσι μου φαίδρυνες,

Πατέρα μου Ήλιε! Και σαν Ενδυμίωνας

Είμουν, σαν εραστής σου,

Σελήνη ιερή.

 

Ώ, σείς όλοι πιστοί

Και πασίχαροι θεοί,

Ώ, να ξέρατε πόσο

Η ψυχή μου σας είχε αγαπήσει!

 

Δε σας καλούσα, αλήθεια, τότε

Με τόνομά σας κι ούτε σείς

Με ονοματίσατε ποτέ, όπως κάνουν οι άνθρωποι

Σαν έχουν γνώρα.

 

Όμως εγώ σας γνώριζα καλύτερα

Παρ’ όσο τους ανθρώπους είχα μάθει

Κι’ ένιωθα των αιθέρων τη σιωπή.

Ενώ ποτέ το λόγο των ανθρώπων.

 

Το πολύφωνο μ’ έθρεψε

Των αλσών πού θροούσανε

Και στα λουλούδια ανέμεσα

Έμαθα ν’ αγαπώ.

Στών θεών την αγκάλη μεγάλωσα., σελ. 136-137

Από το βιβλίο ΛΕΩΝ ΚΟΥΚΟΥΛΑΣ, ΓΝΩΡΙΜΟΙ ΔΡΟΜΟΙ, εκδόσεις «ΑΕΤΟΣ» Αθήνα 1940, σελίδες 142, δραχμές 60, σύγχρονη τιμή (παλαιοβιβλιοπωλείου) 25 ευρώ.

 Σημειώσεις πάνω σε μιά διπλή προσέγγιση:

          «Ο Φ. Χαίλδερλιν (1770-1843), ενθουσιώδης λάτρης της αρχαιότητας και εις άκρον ιδεολόγος, ψάλλει τα θέλγητρα της Ελλάδος και τας καλλονάς της φύσεως εις τα ελεγειακά του ποιήματα.», σ.218, στο κεφάλαιο «Ρομαντισμός και η νεωτέρα περίοδος», Ιστορία της Γερμανικής Λογοτεχνίας του Ουώλτερ Τόμας, Ελευθερουδάκης 1931.

        Αναζητώντας παλαιές και σύγχρονες μεταφράσεις του γερμανού λυρικού ποιητή Φρήντριχ Χαίλντερλιν, μελέτες και βιβλία για την ποίησή του και έχοντας συμπαραστάτη την «Ελληνική Βιβλιογραφία ΦΡΙΝΤΡΙΧ ΧΕΛΝΤΕΡΛΙΝ» (1903-1976) του Λάμπρου Μυγδάλη, εκδόσεις Διαγωνίου Θεσσαλονίκη 1977, αποδελτιώνω στο παρόν σημείωμα την παρουσία του, στην δεύτερη ποιητική συλλογή «ΓΝΩΡΙΜΟΙ ΔΡΟΜΟΙ» του Λέοντος Κουκούλα. (Ερμούπολη-Σύρος 1894- Αθήνα 21/4/1967). Η πρώτη συλλογή του εκδόθηκε το 1939 και έχει τίτλο «Ένα πρωί». Το συνοπτικό λήμμα του Λεξικού Νεοελληνικής Λογοτεχνίας των εκδόσεων Πατάκη 2007, σ. 1141-1142 που υπογράφει ο κριτικός Αλέξης Ζήρας, αναφέρει τα εξής:

          «Κουκούλας Λέων (Ερμούπολη, 1894- Αθήνα, 1967): Ποιητής, μεταφραστής, κριτικός θεάτρου, πεζογράφος. Σπούδασε θεατρολογία στη Γερμανία και στη Γαλλία. Εργάστηκε για χρόνια ως ανώτερος υπάλληλος των Σιδηροδρόμων Ελληνικού Κράτους. Καλλιτεχνικός διευθυντής του Εθνικού Θεάτρου (1936-1947) και δάσκαλος στη Δραματική Σχολή, διευθυντής του ΚΘΒΕ (1943-1945). Από το 1922 άρχισε να γράφει κριτική θεάτρου με τον μεγαλύτερο όγκο των δημοσιεύσεων στο περιοδικό Νέα Εστία, ενώ ήταν μέλος της συντακτικής ομάδας του περιοδικού Μούσα. Πρόεδρος της Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών (1959-1967).

          Στα γράμματα εμφανίστηκε πρώιμα, στις αρχές της δεκαετίας του 1910, με δημοσιεύσεις ποιημάτων και μεταφράσεων στο περιοδικό Ο Καλλιτέχνης και στο Νουμά.

          Έργα: Της ζωής και του θανάτου (1915), Ένα πρωί (1939), «Γνώριμοι δρόμοι (1940) [πμ.], Ένας ένας (1923) [πζ.], Σχεδίασμα εισαγωγής στην ιστορία του θεάτρου (1951), Πώς βλέπει ο ποιητής (1998, μεταθανάτια έκδοση) [μελ.] κ.ά. Μετέφρασε A. Strindberg, Moliere, H. Ibsen, F. Schiller, F. Nietzsche κ.ά.

          Οι θεατρικές σπουδές στη Γερμανία έφεραν τον Κ. κοντά στη γερμανική λογοτεχνία, αλλά σε μιά χρονική στιγμή μεταβατική, με τον εθνικό ρομαντισμό να υποχωρεί μαζί με το τέλος του Α΄ Παγκόσμιου πολέμου. Το ποιητικό του έργο διαμορφώθηκε κυρίως από τους Γάλλους και τους Γερμανούς συμβολιστές, τους οποίους και μετέφρασε εκτεταμένα. Δεν υπήρξε τυχαία η συναναστροφή του με τον κύκλο του περιοδικού Μούσα, αφού το έργο του μοιράζεται την ίδια ευκρίνεια της λυρικής συγκίνησης, την ίδια μελαγχολική αλλά και στοχαστική διάθεση, την ίδια αναζήτηση του γνήσιου βάθους.

          Χρησιμοποίησε τα ψευδώνυμα Σταύρος Βέρας, Μένανδρος Μάγνης και Πέτρος Στωικός.

Βιβλιογραφία:- Κ. Θ. Δημαράς ΙΝΛ, σελ. 584.- ΜΕΕ, τόμ. 15, σελ.41.- ΜΕΝΛ, τόμ. 9, σελ. 77-80.-Κυρ. Ντελόπουλος, ΝΦΨ, σ.256.-ΠΒΛ, τόμ.5, σ.54.- ΠΛΜ, τόμ.35, σ.39.- Ρομαντικοί –Εποχή του Παλαμά –Μεταπαλαμικοί, σ.530-533.- Μ. Νικολαϊδης «Λέων Κουκούλας», περ. ΝΕ, τόμ.82 τχ. 968 (1967), σ. 1498-1499.- Θ. Νιάρχος (επιμ.) Λέων Κουκούλας. Μια παρουσίαση, Γαβριηλίδης 2000.».

          Αλέξης  Ζήρας

           Οι «ΓΝΩΡΙΜΟΙ ΔΡΟΜΟΙ» περιλαμβάνουν 37 συνολικά ποιητικές μονάδες, τρείς φέρουν λατινικό τίτλο (“Mens divinior” /“Media vita in morte sumus”/και ‘Et nunc et semper”) και αποτελούν τα Περιέχονται των σελίδων 9-114. [-Ωδή σε μιά πού πήγε στον παράδεισο.- Ύμνος στη σιωπή.- Ροδόπη.- Καλήτερα.- Αλκαϊκές στροφές σ’ έναν έφηβο. – Ψαλμός.- Σεμλίνο.- Ωδή σ’ ένα καράβι.- Στις καμπάνες του Glockau. –Μάρθα Ι-ΙΙ.- Κόμπος δροσιάς.- Ελεγείο στο θάνατο του γλύπτη Νίκου Στεργίου.- Επιστροφή.- Σαπφώ προς Φάωνα Ι-Χ.- Ύμνος στη νύχτα.- Χειμερινό ειδύλλιο.- Ένας πολεμιστής από την Τροία.- Πρόποση.- Εγκώμιο.- Δυό ελεγεία στο θάνατο του αδερφού μου Ι-ΙΙ,- Το χώμα της γης μου.- Ωδή στην Αγία των Δελφών.- Ευθανασία.- Ελεγείο στο θάνατο του γλύπτη Λουκά Δούκα.- Ένα κορίτσι στον αγρό.- Αγάπη.- Ωδή στο γλάρο.-Μικρή Οδύσσεια.- Ύμνος στην άνοιξη.- Αργοναύτες.- Επιτύμβιο μικρής Αλεξαντρινής εταίρας.- Σάτιρα.- Ο θάνατος του Αλκιβιάδη.- Λυρικός επίλογος Ι-Χ.].  Πέντε ποιήματα ο Λέων Κουκούλας τα αφιερώνει: «ΥΜΝΟΣ ΣΤΗ ΣΙΩΠΗ» στον ΑΙΜΙΛΙΟ ΡΙΑΔΗ, σ.13-15. –«ΩΔΗ Σ’ ΕΝΑ ΚΑΡΑΒΙ» του ΛΑΜΠΡΟΥ ΠΟΡΦΥΡΑ, σ.27-29.- «ΕΝΑΣ ΠΟΛΕΜΙΣΤΗΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΤΡΟΙΑ» του AUGUST HEISENBERG, σ. 62-63.- «ΩΔΗ ΣΤΟΝ ΑΓΙΑ ΤΩΝ ΔΕΛΦΩΝ» του Ι. Μ. Παναγιωτόπουλου, σ. 76-77. – «ΜΙΚΡΗ ΟΔΥΣΣΕΙΑ», του Θ. ΜΟΥΣΤΟΞΥΔΗ, σ.90-91. Της συλλογής προηγείται ρήση του Andre Chenier, ενώ επτά ποιήματά του φέρουν μετά τον τίτλο τους λόγια του Διονυσίου Σολωμού, της λυρικής ποιήτριας Σαπφώς, του αρχαίου έλληνα επιγραμματοποιού Καλλίμαχου, του ρωμαίου ποιητή Κάτουλλου, του ολύμπιου Βόλφγκαν Γκαίτε, του νύκτιου Νοβάλις, του Κλοπστόκ.

Παράλληλα, ο ποιητής, μεταφραστής και θεατρικός κριτικός Λέων Κουκούλας, συμπεριλαμβάνει στην ύλη της ποιητικής του συλλογής μέρος των μεταφράσεών του δημοσιευμένων σε λογοτεχνικά περιοδικά. Έχουμε μία συνπαρουσίαση πρωτότυπων ποιημάτων με μεταφρασμένες ποιητικές μονάδες, οι οποίες προέρχονται από αρχαίους λυρικούς Έλληνες και Λατίνους ποιητές και συμπληρώνονται με την μεταφραστική ποιητική παρουσία δύο Γερμανών λυρικών, βλέπε σελίδες 117-138. Τα ονόματα των μεταφρασμένων ποιητών και οι τίτλοι των ποιημάτων τους είναι οι εξής: Από την αρχαία ελληνική λυρική παράδοση επιλέγεται η φημισμένη ποιήτρια ΣΑΠΦΩ, με τα ποιήματα «ΣΤΗΝ ΑΦΡΟΔΙΤΗ» και «ΦΑΙΝΕΤΑΙ ΜΟΙ…». Από την ρωμαϊκή ποίηση έχουμε την παρουσία του ΟΡΑΤΙΟΥ, και τα ποιήματα «ΣΤΗ ΧΛΟΗ», «ODI PROFANUM VULGUS”, «ΣΤΗ ΛΥΔΙΑ», και «ΣΤΟΝ ΑΡΙΣΤΙΟ ΦΥΣΚΟ». Τα δύο ποιήματα που ακολουθούν είναι του γερμανού ποιητή FRIEDRICH GOTTLIEB KLOPSTOCK «ΠΡΩΙΜΟΙ ΤΑΦΟΙ» και «ΤΑ ΡΟΔΙΝΑ ΔΕΣΜΑ», ενώ τα υπόλοιπα πέντε -που αντιγράφω παραπάνω- προέρχονται από τον γερμανό λυρικό FRIEDRICH HOLDERLIN. «ΒΡΑΔΙΝΗ ΦΑΝΤΑΣΙΑ», «ΠΑΡΑΚΛΗΣΗ», «Η ΠΑΤΡΙΔΑ», «ΑΙΣΙΟΔΟΞΙΑ» και «ΣΑΝ ΕΙΜΟΥΝΑ ΠΑΙΔΙ….». Η εκδοτική αυτή συνύπαρξη, η παράθεση δηλαδή σε έναν τόμο πρωτογενών ποιημάτων με εκείνη των μεταφρασμένων, (το επιλεγμένο υλικό), αν και δεν μας δίνονται συγκεκριμένες πληροφορίες και στοιχεία από τον ποιητή και μεταφραστή Κουκούλα στις σελίδες του βιβλίου, στο πότε και πού, σε ποια έντυπα πρωτοδημοσιεύτηκαν οι μεταφράσεις του, να προσθέσουμε, και από ποιά γλώσσα (αν και γερμανομαθής και γερμανοσπουδαγμένος ο Λ. Κ.) βοηθά τον αναγνώστη (παλαιότερο και νεότερο που αγαπά την ποίηση) ο οποίος έχει μπροστά του την συλλογή, να αποκτήσει μία γενική θεώρηση τόσο για την ποιητική του παρουσία τις επιρροές και συγγένειές του, το ποιητικό κλίμα και ρεύμα μέσα στο οποίο κινείται, όσο και για τις μεταφραστικές προτιμήσεις και επιλογές του. Μπορεί η μεταφραστική ματιά του Λέοντος Κουκούλα να στρέφεται περισσότερο προς τους θεατρικούς συγγραφείς και τα έργα τους- αρκετές μεταφράσεις του παραστάθηκαν στις κρατικές θεατρικές μας σκηνές, δεν παραμέλησε όμως και τον γερμανόφωνο χώρο της ποίησης. Οι σπουδές του δημοκράτη κριτικού και ευρυμαθούς δασκάλου της θεατρικής τέχνης στην Γερμανία και την Γαλλία του έδωσε τα ανάλογα εφόδια και ενίσχυσε τις ποιητικές αγάπες του προς τους ρομαντικούς και τους κλασικιστές γερμανούς ποιητές.  Ας μην λησμονούμε ότι ο Κουκούλας, υπήρξε εκτός από καλλιτεχνικός διευθυντής στο Εθνικό Θέατρο και στο Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος,  για μία δεκαετία από το 1957-1967 δάσκαλος της Ιστορίας της Θεατρικής Τέχνης στην Δραματική Σχολή του Πέλου Κατσέλη-. Ενώ από την αρχή της δεκαετίας του 1950, το 1951, είναι γνωστός ως σοβαρός θεατρικός κριτικός και θεωρητικός δάσκαλος της τέχνης του θεάτρου. Δημοσιεύει σε διάφορα έντυπα, κυρίως και σταθερά στην δημοκρατική πολιτική εφημερίδα «Αθηναϊκή» θεατρικές κριτικές μέχρι το τέλος του επίγειου βίου του. Συνεργάζεται γράφοντας θεατρικές μελέτες στο περιοδικό «Νέα Εστία» και άλλα έντυπα, γράφει βιβλιοκριτικές και μεταφράζει ξένους γερμανόφωνους ποιητές. Ακόμα και στις μέρες μας θεωρώ ότι έχουν αναγνωστικό- θεατρικό ενδιαφέρον οι μελέτες του «Ο Ίψεν και το Γ’ Ράϊχ», η μελέτη του για την «Αττική κωμωδία», για την λειτουργία του «Χορού μέσα στο αρχαίο δράμα» κλπ. Οι μεταφράσεις του τα «Αγροτικά» γράμματα του Αλκίφρονος κ.ά. Ο Λέων Κουκούλας μετά τις μεταφράσεις, στην σελίδα 138- πριν την σελίδα των Περιεχομένων- μας πληροφορεί για τα ποιήματα της συλλογής και τις μεταφράσεις του. Γράφει:

«Τα ποιήματα, που βάζω στη δεύτερη τούτη συλλογή μου, χρονολογικά δεν απέχουνε πολύ από τα τραγούδια της πρώτης, που κυκλοφόρησε πέρσι με τον τίτλο «Ένα πρωϊ». Γραφτήκανε μέσα στη δωδεκαετία 1917-1928, μα τα συνδέει μιά διαφορετική αντίληψη τέχνης και μιά τάση νέου προσανατολισμού.

          Κ’ οι  μεταφράσεις, που τη συμπληρώνουν, είναι υπαγορευμένες από την ίδια ή μιά συγγενική διάθεση κι αντίληψη.

          Πολλά από τα ποιήματα τούτα είναι δημοσιευμένα σε περιοδικά κι ανθολογίες, όμως εδώ παρουσιάζονται με την οριστική μορφή τους.».

          Τα δηλωθέντα του μας αποτρέπουν μάλλον, από το να ερευνήσουμε ότι τόσο η ποιητική όσο και η μεταφραστική του εργασία επανεπεξεργάστηκαν. Τουλάχιστον μέχρι την ημερομηνία 1940 κυκλοφορίας της συλλογής από τις εκδόσεις και το βιβλιοπωλείο της «Εστίας». Συνηγορία στην αποδοχή μας έχουμε και τα λεγόμενα του δοκιμιογράφου και μεταφραστή, κριτικού, συνεκδότη του περιοδικού «Η Λέξη», ακούραστου εργάτη των ελληνικών γραμμάτων Θανάση Θ. Νιάρχου. Ο Θανάσης Θ. Νιάρχος στην σειρά «εκ νέου» νούμερο 8 των εκδόσεων Γαβριηλίδη, Αθήνα, 12, 2000 στον τόμο «ΛΕΩΝ ΚΟΥΚΟΥΛΑΣ» ΜΙΑ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΑΠΟ ΤΟΝ ΘΑΝΑΣΗ ΝΙΑΡΧΟ, σελίδες 90, σε τυπογραφική επιμέλεια Βάσω Κυριαζάκου και υπεύθυνου της σειράς τον κριτικό και πεζογράφο Κώστα Βούλγαρη, στις σελίδες 77-83 του ΧΡΟΝΟΛΟΓΙΟΥ, μας δίνει στοιχεία για την τελική και οριστική επεξεργασία των ποιημάτων της συλλογής. Ας ανατρέξουμε εν τάχει ορισμένες ημερομηνίες του ΧΡΟΝΟΛΟΓΙΟΥ που αφορούν τον Λέοντα Κουκούλα προσθέτοντας αναγκαίες πληροφορίες.

-1912 πρωτοεμφανίζεται στα ελληνικά γράμματα με ποιήματά του στο περιοδικό « Ο Καλλιτέχνης» -1915 Εκδίδεται η πρώτη του ποιητική συλλογή με τίτλο «Της ζωής και του θανάτου» όπως επισημαίνει και ο Θ. Θ. Νιάρχος, αλλά και από όσα μας γράφει ο ίδιος ο ποιητής, η συλλογή αυτή δεν αναφέρεται στην μεταγενέστερη εργογραφία του. Όπως φαίνεται ο ποιητής την αποκήρυξε, δεν την θεώρησε άξια να την συμπεριλάβει στο ποιητικό του σώμα. -1917 Δημοσιεύει ποιήματά του στο περιοδικό των Δημοτικιστών «Ο Νουμάς». -1923 Εκδίδονται τα πεζά του «Ένας ένας». (διηγήματα και νουβέλλα) -1939 Κυκλοφορεί η συλλογή του «Ένα πρωί». Είναι στην πραγματικότητα όπως και ο ίδιος μας δηλώνει η πρώτη του επίσημη σε αυτόνομο τόμο εκδοτική εμφάνιση. Ποιήματα που γράφτηκαν την δεκαετία 1910 και 1920. -1940 Κυκλοφορεί η δεύτερη και τελευταία ποιητική του συλλογή «ΓΝΩΡΙΜΟΙ ΔΡΟΜΟΙ», έκτοτε ο Λέων Κουκούλας θα ασχοληθεί συστηματικά με την θεατρική τέχνη. Την μετάφραση θεατρικών έργων, την συγγραφή θεατρικών μελετών και την διδασκαλία της. Εκτός από τις Κρατικές Θεατρικές Σκηνές, συνεργάστηκε και με ιδιωτικούς θιάσους και σκηνοθέτες. Το 1959 και για τις επόμενες χρονικές εκλογικές περιόδους μέχρι τον θάνατό του, τις ημέρες της επιβολής της επτάχρονης δικτατορίας το 1967, ο προοδευτικών φρονημάτων λογοτέχνης Λέων Κουκούλας θα εκλεγεί πρόεδρος της Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών.

          Το 1998 οι εκδόσεις του Θανάση Καστανιώτη στην σειρά που επιμελείται και διευθύνει ο Θ. Θ. Νιάρχος «ΣΚΕΨΗ, ΧΡΟΝΟΣ ΚΑΙ ΔΗΜΙΟΥΡΓΟΙ», κυκλοφορεί το βιβλίο Λέων Κουκούλας, «ΠΩΣ ΒΛΕΠΕΙ Ο ΠΟΙΗΤΗΣ» Αισθητικά δοκίμια. Με πρόλογο της θεατρολόγου Εύας Γεωργουσοπούλου και επίλογο του Θανάση Θ. Νιάρχου. Σελίδες 278. Ο χρήσιμος στους ασχολούμενους με την θεατρική τέχνη και θεωρία αυτός τόμος περιλαμβάνει διάφορα (11 συνολικά) κείμενα υψηλού θεατρικού επιπέδου, στοχασμού και σχολιασμού. Κείμενα θεωρητικά για την αισθητική και την καλλιτεχνική δημιουργία. Διαβάζοντας τα μελετήματα (συγκεντρωμένα) ο αναγνώστης εμβαθύνει στην πολύπλευρη σκέψη και βάθος γνώσεων και παιδείας μιάς πραγματικά βαθυστόχαστης και ευρυμαθούς προσωπικότητας των ελληνικών γραμμάτων. Ακέραιου και ακριβοδίκαιου στις κρίσεις του, που με σοβαρή επιχειρηματολογία και άποψη, δικαιολογεί στον αναγνώστη είτε τις θετικές είτε τις αρνητικές κρίσεις και θέσεις του, σχολιασμούς του καθώς μας παρουσιάζει το θεατρικό έργο και την θεατρική παράσταση. Ο λόγος του πάντα σαφής, προσεκτικά και σχολαστικά διατυπωμένος, λογικά τα επιχειρήματά του, οι αναφορές του δηλώνουν την πληθώρα των διαβασμάτων του, των στοιχείων και πληροφοριών που παραθέτει. Ο Λέων Κουκούλας σέβεται τον αναγνώστη των θεωρητικών του κειμένων και των κριτικών θεωρήσεών του, δεν τον ενδιαφέρει η θετική ή αρνητική κρίση του αναγνώστη, αναζητά την συμμετοχή του, την συνειδητή του αναγνωστική αποδοχή γιαυτό και είναι τόσο προσεκτικός στις τελικές του διατυπώσεις, θέσεις. Θέλει να συν- συμμετέχει ο αναγνώστης στην θεατρική παράσταση που αναδεικνύει ή όχι, να συμπλεύσει μαζί του, όχι να επιβάλλει τις απόψεις του. Και αυτή η κειμενογραφική- συγγραφική μέθοδο πετυχαίνει εύστοχα τον στόχο της, γιαυτό υπήρξε τόσο αποδεκτός και αγαπητός στο θεατρόφιλο κοινό και όχι μόνο. Ο μεστός και συμβουλευτικός πρόλογος της Εύας Γεωργουσοπούλου, μας βοηθά από την πλευρά της να γνωρίσουμε και να εμβαθύνουμε στην δοκιμιακή του γραφή και ευρεία σκέψη του. Αν διαβάσουμε τις θεωρητικές θεατρικές σκέψεις και τα Σχεδιάσματά του της ιστορικής διαδρομής του θεάτρου, τα ποιήματά του και τις θεατρικές και ποιητικές μεταφράσεις του, θα διαπιστώσουμε την καλλιτεχνική και πνευματική αξία ενός σημαντικού έλληνα λογίου και συγγραφέα του προηγούμενου αιώνα, που μάλλον όπως φαίνεται και στην περίπτωσή του έμεινε αγνοημένος, λησμονήθηκε σύντομα από τους νεότερους. Γράφει στην σελίδα 10 η Γεωργουσοπούλου:

«Άνθρωπος του σιναφιού ο Κουκούλας αποδείχτηκε βαθύς γνώστης και της ιστορίας, αλλά  και της πρακτικής του θεάτρου, έχοντας πολύ καλά αφομοιώσει και εντρυφήσει σε όλα τα στυλ, τα ύφη, τις σχολές, τις εποχές της θεατρικής τέχνης. Με λεπτολόγο και άκρως αναλυτική σκέψη, κατόρθωνε πάντα να κρατάει το ενδιαφέρον του αναγνώστη προσηλωμένο στο κείμενό του, ενώ κατέγραφε με τρόπο σαφέστατο και διαυγή τις θεωρητικές του απόψεις, αλλά ( όσον αφορά τις κριτικές του) δικαιολογούσε απόλυτα και τις σκέψεις του για την εκάστοτε, καλή ή κακή, θεατρική παράσταση.

          Θαυμαστής, κυρίως, της κλασικής σκέψης, δεν δίστασε ωστόσο να ακολουθήσει, ή και να αναγνωρίσει ακόμα, νέες αξίες και ρεύματα, προσπαθώντας, πάντα, να κρατήσει τον πολύ προσωπικό και αφομοιωμένο τρόπο σκέψης και γραφής του.».

Ας μεταφέρουμε τα Περιεχόμενα:

-Ένας βαθυστόχαστος  και αναλυτικός ευρυμαθής, της Εύας Γεωργουσοπούλου. – Πώς βλέπει ο ποιητής.- Τα αρχαίο δράμα και ο χορός.- Η αττική κωμωδία.- Ο ρόλος της μουσικής στο αρχαίο θέατρο.- Η αριστοτελική κάθαρση.- Το σκηνογραφικό πρόβλημα. – Η τέχνη και η εποχή.- Ο Ίψεν και το Τρίτο Ράϊχ.- Γεράρδος Χάουπτμαν.- Η ηγετική καλλιτεχνική μορφή.- Ο Ίψεν και το νεότερο θέατρο. Και, -Μνήμη δικαίου μετ’ εγκωμίων του Θ. Θ. Νιάρχου.

          Την μεταφραστική περίπτωση του Λέων Κουκούλα,- εφόσον η αφορμή του παρόντος σημειώματος είναι οι μεταφράσεις ποιημάτων του Γερμανού λυρικού ποιητή Φρήντριχ Χαίλντερλιν, παρά την σύνολη μεταφραστική του δουλειά Γερμανών λυρικών και ρομαντικών ποιητών- οφείλουμε να την ερευνήσουμε μέσα στο πνευματικό- καλλιτεχνικό, μεταφραστικό πλαίσιο των λογίων και συγγραφέων, μεταφραστών της Ελληνικής Μεσοπολεμικής περιόδου και του τέλους του 19ου αιώνα και των αρχών του 20ου. Τί θέλω να πω. Αν ανατρέξουμε στις εκδόσεις και τις κυκλοφορίες εκείνων των χρόνων, μελέτες, δοκίμια, ανθολογίες, μεταφράσεις ποιητών και πεζογράφων, δοκιμιογράφων, θεωρητικών της τέχνης, δεκάδων λογοτεχνών της ευρωπαϊκής συγγραφικής παράδοσης στην χώρα μας, θα συναντήσουμε μία μεγάλη μερίδα ελλήνων συγγραφέων να έχουν στρέψει το ενδιαφέρον τους στην Γερμανική- γερμανόγλωσση πεζογραφία και ιδιαίτερα Ποίηση. Είναι θα σημειώναμε ο κύκλος των γερμανόφιλων διανοουμένων και λογίων. (δεν πρέπει να χρωματίζουμε αρνητικά τον όρο εξαιτίας της κατοπινής στρατιωτικής εισβολής στην πατρίδα μας. Εξάλλου, η αρχαιολογική γερμανική σχολή επικουρική βοήθεια στην ανακάλυψη των αρχαιολογικών μας αρχαιοτήτων). Έλληνες ποιητές και πεζογράφοι, στοχαστές και φιλόσοφοι, επιστήμονες και κλασικοί φιλόλογοι, οι οποίοι ανήκουν σε αυτόν τον πνευματικό γερμανόφωνο ή γερμανόφιλο κύκλο, έχουν σπουδάσει σε διάσημα πανεπιστήμια της Γερμανίας όπως της Χαϊδελβέργης, της Τιββίγκης κλπ., Μιλούν άψογα την γερμανική γλώσσα, γνωρίζουν το γερμανικό δίκαιο, την γερμανική παράδοση και παιδεία, ασχολούνται επαγγελματικά ή ερασιτεχνικά με την μετάφραση Γερμανών λογοτεχνών της εποχής του προηγούμενου και προπροηγούμενου αιώνα. Αν ξεφυλλίσουμε τα λογοτεχνικά περιοδικά εκείνων των χρόνων θα αντλήσουμε πάμπολλα παραδείγματα. Ξεχωριστά η συγγραφική παρουσία, οι ιδέες και οι φιλοσοφικές αξίες και θέσεις του Φρειδερίκου Νίτσε, ενός από τους σπουδαιότερους ελληνολάτρες- αρχαιολάτρες της Γερμανικής παράδοσης είναι το σημαίνον, χαρακτηριστικό παράδειγμα. Τα βιβλία και οι μελέτες του μεταφράζονται στα ελληνικά ακόμα και στις μέρες μας από διάφορους εκδοτικούς οίκους και μεταφραστές, είναι αγαπητά στο ευρύ ελληνικό κοινό και πέραν των πνευματικών και φιλοσοφικών και επιστημονικών κύκλων. Ας το επαναλάβουμε, αν ανατρέξουμε στις σελίδες των λογοτεχνικών περιοδικών του μεσοπολέμου και προγενέστερα θα ανακαλύψουμε την «πληθώρα» της αρθρογραφίας, την συχνή παρουσία Γερμανών πεζογράφων και ποιητών να μεταφράζονται ή μεταφέρονται στα ελληνικά. Το ίδιο θα καταθέταμε και για τις άλλες φιλολογικές και λογοτεχνικές ευρωπαϊκές παραδόσεις. Ο εθνικός μας ποιητής Κωστής Παλαμάς, δεν είναι από τους πρώτους που μας εισάγει με τα προσωπικά του διαβάσματα και τις μεταφράσεις του, τα κριτικά του σημειώματα στην λογοτεχνική παράδοση της Γαλλικής Λογοτεχνίας; Ο νομπελίστα μας ποιητής Γιώργος Σεφέρης και άλλοι της γενιάς του 1930, μέσω του Τόμας Στερν Έλιοτ δεν μας έφεραν σε επαφή με την Αγγλοσαξονική λογοτεχνική παράδοση κλπ. Μέσα σε αυτόν τον Γερμανόφωνο ελληνικό ευρύτερης παιδείας κύκλο, οφείλουμε αν δεν κάνω λάθος, να εξετάσουμε και την περίπτωση του σοβαρού και πεπαιδευμένου Λέοντος Κουκούλα. Του δασκάλου του θεάτρου, που σταδιοδρόμησε στον ιδιωτικό του επαγγελματικό βίο ως ανώτερος υπάλληλος των Ελληνικών Σιδηροδρόμων. Και, συμπληρωματικά, δεν θεωρώ ότι είναι τυχαία η έκδοση της «Ιστορίας της Γερμανικής Λογοτεχνίας» του Walter Thomas σε μετάφραση Γ. Σερουϊου που κυκλοφόρησε ο εκδοτικός οίκος «Ελευθερουδάκη», Αθήνα 1931, νούμερο 41, σελίδες 282. Τα τέσσερα κεντρικά μέρη της και τα οκτώ κεφάλαιά της, ενημερώνουν στην εποχή της, φέρνουν σε επαφή την παράδοση της Γερμανικής λογοτεχνίας με τους έλληνες ενδιαφερόμενους αναγνώστες και κοινό. Αν δεν υπήρχε αναγνωστικό και φιλολογικό ενδιαφέρον πιά η ανάγκη να ενταχθεί στην μεταφραστική σειρά του γνωστού εκδοτικού οίκου. Ας το θέσουμε ως ερώτημα. Αν ακόμα ανατρέξουμε στην «ΑΝΘΟΛΟΓΙΑ ΓΕΡΜΑΝΩΝ ΠΟΙΗΤΩΝ» 1749-1921, με αντίγραφα εικόνων μεγάλων ζωγράφων, μια εξαιρετική για την εποχή της εκδοτική- καλλιτεχνική δουλειά που κυκλοφόρησαν οι «Καλλιτεχνικαί Εκδόσεις», Αθήνα 1922, σελίδες 128, τυπογραφική εταιρεία Σταύρου Χρίστου & Σία Γαμβέτα & Γλάδστωνος 12, αν και δεν θα συναντήσουμε ανάμεσα στους Γερμανούς ποιητές που μεταφράζονται το όνομα του Φρήντριχ Χαίλντερλιν, οι πολλοί έλληνες γερμανόφωνοι μεταφραστές προκαλούν «θαυμασμό» για την εποχή τους. (Η παλαιά αυτή Ανθολογία αν δεν λαθεύω επανεκδόθηκε από τον εκδοτικό οίκο «Εκάτη» τα τελευταία χρόνια). Στην Ανθολογία μεταφράζονται ποιήματα του Γκαίτε, του Χάϊνε, του Νοβάλις, του Νίτσε, του Φον Πλάτεν, του Μπύργερ, του Ρίχτερ, του Ούλαντ, του Λενάου, του Σίλλερ κ.ά. Από τους έλληνες μεταφραστές αναγνωρίζουμε τα ονόματα του Λάμπρου Αστέρη, του Άγγελου Βαρβαγιάννη, του Γεωργίου Βιζυηνού, του Άγγελου Βλάχου, του Γεωργίου Δροσίνη, του Άγι Θέρου, του Γιάννη Καμπύση, του Λορέντζου Μαβίλη, του Μανόλη Μαγκάκη, του Στέφανου Μαρτζώκη, του Μιλτιάδη Μαλακάση του Κλέωνος Παράσχου, του Αλέξανδρου Ρίζου Ραγκαβή, του Αριστομένη Προβελέγγιου, του Διονυσίου Σολωμού, του Κώστα Χατζόπουλου, του Κωνσταντίνου Χρηστομάνου και άλλων. Ο Λέων Κουκούλας μεταφράζει Γκαίτε. Κέρνερ, Ούλαντ, Φον Πλάτεν, Μερικέ, Λιλιενκρόν, Χάρτλεμπεν, Καλέ, Γκότσχαλ, Μομπέρτ. Ασφαλώς οι περισσότεροι λησμονημένοι σήμερα πέρα των ορίων της Γερμανικής ποιητικής παράδοσης. Φωνές προερχόμενες από το κλίμα και την ατμόσφαιρα του Ρομαντισμού, ενταγμένες μέσα στις ιδέες και φιλοσοφία της εποχής, ζώντας μέσα σε ένα παρθένο ακόμα της Φύσης περιβάλλον, δίχως να έχει αλλοιωθεί ακόμα η φυσιογνωμία και η μορφή του, η εικόνα του από τα τεχνολογικά επιτεύγματα των επιστημονικών ανακαλύψεων, την κυριαρχία των αποτελεσμάτων της βιομηχανικής επανάστασης. Ο άνθρωπος είναι αρμονικό μέλος της Φύσης, καθορίζεται από τους εποχικούς κύκλους της, ζει, εργάζεται, ερωτεύεται, κάνει οικογένεια, πεθαίνει μέσα στην Φύση, ή αν θέλετε μέσα στον ιστορικό και φυσικό του μικρόκοσμο των αλλαγών και των οικογενειακών του ανατροπών. Δέσμιος των αρχόντων και των ευγενών ονειρεύεται περιπλανήσεις και ταξιδιωτικές άγνωστές του εμπειρίες. Τόσο η παρουσία της γυναίκας όσο και του άντρα σαν ερωτικό ποθούμενο, η εικόνα τους παραλληλίζεται ή είναι σύμβολα τα οποία ορίζονται από τους κανόνες και την λειτουργία της Φύσης γύρω τους. Είναι μέλη της ίδιας βιολογικής κοινότητας με τις άλλες έμβιες ζωντανές υπάρξεις και τους θρύλους που καλλιεργούνται, δεισιδαιμονίες γύρω από το όνομά τους και τις φιλικές ή εχθρικές δράσεις τους απέναντι στους ανθρώπους. Η ανάγνωση είτε του «Υπερίωνα», του «Θανάτου του Εμπεδοκλή» είτε των άλλων ποιημάτων του γερμανού λυρικού ποιητή Φρήντριχ Χαίλντερλιν που διασώθηκαν και επεξεργασμένα εκδόθηκαν, δείχνουν την θεματολογία των λυρικών ρομαντικών, το ύφος και το προσωπικό στυλ γραφής τους. Από πού προέρχεται η μεγάλη και έντονη αρχαιολατρία τους, η αγάπη τους για την κλασική αρχαιότητα, την Ελλάδα και τους ζωντανούς ακόμα Μύθους της, την Θεολογία της. Οι αρχαίοι ελληνικοί Θεοί και Θεές βρίσκονταν ακόμα ζωντανοί ανάμεσά τους, βάδιζαν δίπλα τους, τους συμπαραστέκονταν ή τους εχθρεύονταν, τους έβαζαν τρικλοποδιές, ή τους έδιναν τύχη, αντοχή, υπομονή. Μπορεί ο Χριστιανισμός και η μονοθεϊστική του θεολογία και διδασκαλία να είχαν επικρατήσει έναντι των Εθνικών, μπορεί οι γερμανικές φυλές να αντιμάχονταν την Καθολική εκκλησία μέσω της Λουθηριανής διδασκαλίας και της Προτεσταντικής θρησκευτικής και κοινωνικής παράδοσης, οι παλαιοί Ελληνικοί Θεοί και οι ενέργειές τους και παρεμβάσεις τους ήσαν παρόντες, ενεργούσαν μέσω των κρυφών, αινιγματικών φυσικών δυνάμεων και ενεργειών. Η Φυσιολατρία ως λαϊκή κοινωνική και υπαρξιακή θεολογία των αρχαίων ελλήνων είχε επικρατήσει και διαδοθεί μέσα από διάφορους διαύλους ανθρώπινης επικοινωνίας στην ρομαντική Ευρώπη και στις συνειδήσεις ευρωπαίων λογίων, διανοουμένων και καλλιτεχνών. Ο Κόσμος μας ακόμα δεν είχε αρχίσει ακόμα να απομαγεύεται. Ο Μύθος και η Αλήθεια, η Ιστορία και το Παραμύθι, ο Ρεαλισμός και η Ποίηση, το Όνειρο και η Πραγματικότητα ήσαν ακόμα αλληλένδετα. Η ποίηση και η πεζογραφία, η προφορική παράδοση αυτόν τον Κόσμο καθρέπτιζαν και αντανακλούσαν, εξέφραζαν μέσα στην γενικευμένη έστω, ασταθή αισθηματολογία και ηρωολατρεία τους. Η τραγική προσωπικότητα του Φρήντριχ Χαίλντερλιν ως ποιητή μέσα σε αυτό το κλίμα οφείλουμε να την ερευνήσουμε και να την απολαύσουμε. Οι ρομαντικοί ποιητές της εποχής, δεν ετεροπροσδιορίζονται τόσο από άλλες ομότεχνες τους ποιητικές φωνές, κυρίως αυτοπροσδιορίζονται με την θέση τους και την στάση τους απέναντι στην Φύση. Στο πώς εκλαμβάνουν και αφομοιώνουν τις λειτουργίες της και τις ενέργειές της, τις όποιες επιδράσεις της στις ζωές και τον συναισθηματικό ψυχικό τους κόσμο. Η Φύση επαναλαμβάνει τις λειτουργίες της και οφείλει ο Άνθρωπος να τις αποδέχεται και να τις ακολουθεί. Να μην προσπαθεί να τις ανατρέψει. Το Θείο είτε στην αγγελική του είτε στην δαιμονιακή του έκφραση και φανέρωση κυκλοφορεί μέσα στην Φύση ανάμεσα στους Ανθρώπους. Η γλώσσα και η γραφή το μόνο που μπορεί να κάνει είναι να αγωνιστεί να το εξευμενίσει, το «καλμάρει», να το αποτυπώσει ως παράδειγμα προς μίμηση ή αποφυγή. Η αίσθηση του απείρου μέσα στον πεπερασμένο ανθρώπινο χρόνο δεν κατανοείται εύκολα για να μην γράψουμε τελικά. Η όποια μας προσπάθεια σύλληψής του κατακρημνίζεται στα τάρταρα των λογικών μας ερμηνειών. Το αρχαίο Ορφικό χάος της νύχτας είναι το παγκόσμιο πνεύμα που υπερίπταται ανάμεσά μας αλλά δεν θραύει τις πύλες του συλλογικού και ατομικού μας Άδη. Ο ποιητικός λόγος το ψηλαφεί αλλά δεν το προσδιορίζει, η ανθρώπινη σκέψη στροβιλίζεται μέσα στα αδιέξοδα ερωτηματικά της. Τι μένει τελικά από όλη αυτήν την ανθρώπινη αγωνιστική και επίπονη περιπέτεια, ίσως μόνο ο μεθυστικός ρυθμός του χρόνου της γραφής ή της ανάγνωσης έως το βιολογικό τέλος συγγραφέα και αναγνώστη της κοινής τους (αφύπνισης της πανάρχαιας) μνήμης.

          Την μεταφραστική εργασία του ποιητή Λέοντος Κουκούλα, όσον αφορά τον Γερμανό λυρικό ποιητή Φρήντριχ Χαίλντερλιν, την συναντάμε με μετάφραση ποιημάτων του για πρώτη φορά σε τεύχη του περιοδικού «Μούσα» του 1921 και του 1922. Δέκα χρόνια αργότερα, το περιοδικό «Ο Κύκλος» του 1933 δημοσιεύει ποιήματα του Χαίλντερλιν μεταφρασμένα από τον Κουκούλα. Ενδέχεται όπως φαίνεται, η μεταφραστική δουλειά του να είναι η πρώτη γνωριμία του ελληνικού κοινού με την ποίηση και το πεζό (Υπερίωνας) του γερμανού ρομαντικού. Και πάλι σχεδόν δέκα χρόνια μετέπειτα, με την έκδοση της ποιητικής του συλλογής «Γνώριμοι Δρόμοι», Αθήνα 1940 ο Λ. Κ. συμπεριλαμβάνει μέρος των μεταφράσεών του οι οποίες είχαν δημοσιευθεί παλαιότερα σε περιοδικά. Μετά εκ νέου από μία δεκαετία, Αθήνα 1953, Η Παγκόσμιος Ανθολογία Ποιήσεως των Νίκου Παππά και Ρίτας Μπούμη- Παππά, εκδ. Σύψας- Σιαμάντας, στον 2ο τόμο, θα αναδημοσιεύσουν στις σελίδες της παλαιές μεταφράσεις ποιημάτων από τον Κουκούλα. Οκτώ χρόνια αργότερα, 1961 στο πρώτο τεύχος του περιοδικού «Ιωλκός» θα έχουμε την εκ νέου αναδημοσίευση ποιημάτων με μικρό συνοδευτικό σημείωμα από τον μεταφραστή. Τέλος, το 1962 η Ανθολογία της Ευρωπαϊκής και Αμερικάνικης Ποιήσεως που η εκλογή και η επιμέλεια έγινε από τον ποιητή και δοκιμιογράφο, κριτικό, Κλέων Β. Παράσχο θα συμπεριλάβει στις σελίδες της μεταφρασμένα ποιήματα του Λέων Κουκούλα. Από εκεί και έπειτα, οι επόμενοι Ανθολόγοι ή μεταφραστές της ποίησης του Φρήντριχ Χαίλντερλιν θα ερανίζονται τις μεταφράσεις του από την συγκεκριμένη Ανθολογία κυρίως, όπως δείχνουν οι επαναλήψεις τίτλων. Ο Λέων Κουκούλας θα υπογράψει και το λήμμα της Μεγάλης Ελληνικής Εγκυκλοπαίδειας του Πυρσού του 1934, τόμος 24 για τον Χαίλντερλιν.

Την ποιητική συλλογή του Λέοντος Κουκούλα «Γνώριμοι Δρόμοι» εκδόσεις «Αετός», Αθήνα 1940, την δεξιώθηκαν θετικά οι κριτικοί της εποχής του, φυσικά, δεν την αποδέχτηκαν όλοι με τους ίδιους βαθμούς θετικής κριτικής. Παράδειγμα ο σημαντικός κριτικός και δοκιμιογράφος Κλέων Παράσχος, ο οποίος στο τεύχος του περιοδικού «Νέα Εστία», τεύχος 344/15-4-1941, τόμος 29ος, έτος ΙΕ΄, στο τεύχος αφιερωμένο στον Κωνσταντίνο Μάνο, στις σελίδες 352-353 δημοσιεύει μία τρίστηλη εμπεριστατωμένη κριτική για τους «Γνώριμους Δρόμους» εκφράζοντας τις σχετικές ενστάσεις και αντιρρήσεις του για την ποιητική εξέλιξη του Λέοντος Κουκούλα. Μας λέει ο Κλέων Παράσχος:

«Πραγματικά, όταν διαβάζουμε, ποιήματα, όπως το «Ύμνος στη Νύχτα», «Ένας πολεμιστής από την Τροία», «Δυό Ελεγεία στο Θάνατο του Αδελφού μου», “Media Vita in Morte Sumus”, «Ένα κορίτσι στον αγρό», «Μικρή Οδύσσεια», «Αργοναύτες», “Et Nuno et Semper”, ποίημα, το τελευταίο τούτο, ολότελα ξεχωριστό, το πιό πνευματικό,  το πιο μυστικό, το πιο μουσικό του βιβλίου, όταν διαβάζουμε, λέω, τα ποιήματα αυτά, στροφές, στίχοι, εικόνες, μας σταματούν, πέρα από τη νοηματική τους υφή και τη λαγαρή έκφρασή τους, μαντεύουμε, ακούμε πιο μύχιες φωνές, συλλαβαίνουμε αναβλύσματα, ενός απόκρυφου ρεύματος, που μας πείθει για την παρουσία ενός γνήσιου ψυχικού βίου, ενός κλίματος πραγματικά ποιητικού, που σαν πραγματικά ποιητικό, είναι ρωμαντικό.». Ενώ παρακάτω γράφει:

«… Και στην κριτική μου για το «Ένα Πρωί», διατύπωνα την απορία, νομίζω, πώς ποιητής που θράφηκε τόσο πολύ με τους γερμανικούς ρωμαντισμούς, που τους ένοιωσε τόσο κοντινούς του, όπως ρητά ομολογούσε σ’ εκείνο το βιβλίο, και που τους απόδωσε με τέτοιο βαθμό ποιητικό νόημα, δεν κινήθηκε προς μια μορφή, που θα αρμονίζονταν πιό οργανικά με τη ρωμαντική του υπόσταση και θα την εξέφραζε πιό άρτια. Βγαίνει αρκετά απ’ ό,τι παραπάνω είπα γιατί εξακολουθεί να μένει αυτή η απορία. Σήμερα, όμως, βρίσκω, ως ένα σημείο, και την απάντηση. Όσο και τους γερμανούς, και πολύ πιό νέος μάλιστα, ο Κουκούλας αγάπησε τους λατίνους ποιητές. Πόσες φορές, τότε που εγώ δεν τους είχα διαβάσει ακόμα, δε μου μίλησε για τον Κάτουλλο, για τον Τίβουλλο, για τον Προπέρτιο, για τον Οράτιο, απαγγέλλοντάς μου και στίχους των, που τους είχε μεταφράσει. Σε μιά ηλικία, που οι περισσότεροί μας αρχίζουμε να παίρνουμε την οριστική μας διαμόρφωση, οι ποιητές αυτοί επηρέασαν αποφασιστικά τον Κουκούλα. Βγαλμένοι τόσο άμεσα απ’ τους μεγάλους Έλληνες κλασικούς, ποιος θα πη ότι επιδρούν βλαβερά; Νομίζω, ωστόσο, ότι ο Κουκούλας αφέθηκε περισσότερο, από ό,τι έπρεπε στην επιρροή τους, και ό,τι όταν κατά το 1918, 1919, πρωτομελέτησε τους γερμανούς ρωμαντικούς, δεν αναθεώρησε, βλέποντας πόσο η λυρική του υπόσταση ήταν κοντύτερα σ’ αυτούς, ριζικά τον κλασικισμό.

          Για μένα, η λυρική του υπόσταση μένει ρωμαντική. Σε ποιήματα, όπως το «Αργοναύτες», χαίρομαι μια αληθινή κλασική εγκράτεια και ένα τόνο, πέρα από τον εύκολο συμβολισμό, πραγματικής πνευματικής βίωσης, απολαβαίνω τα πλατειά και σίγουρα ξεδιπλώματα των ποιημάτων του, το στίχο του τον αδρό, το στρογγυλό, το γεμάτο πάντα, πού τον περιβρέχει μια, όχι πολύ ορατή αλλά παντού αισθητή μελωδία, βλέπω και ζυγίζω την αξία της μορφής αυτής, με την άνετη κίνηση και ανάπτυξη, με τις ρυθμικές και καλλίγραμμες αναλογίες, που έχει αποδιώξει το στόμφο, όπου σε τίποτε κακόηχο ή ακαλαίσθητο δεν σκοντάφτουμε, όπου τίποτε δε ζητεί να φαντάξη και όπου το κάθε τι μπαίνει, όχι μόνο με τη νοητική αλλά και με μία ποιητική λειτουργία, στη θέση του, ωστόσο, κάτω και πέρα απ’ όλα αυτά, σ’ ένα βαθύτερο ποιητικό κλίμα μεταφέρομαι, όπου ο Κουκούλας αφήνει να μιλήση η πιο μυστική, η πιο ενδόμυχη, η πιο ρωμαντική του φωνή. Τότε μαζί του ζυγώνω την αληθινώτερη περιοχή της ψυχής, εκείνη απ’ όπου εκπορεύεται η πραγματική ποίηση.».

          Στις σελίδες των «Βιβλίων» του περιοδικού εκτός από τον Κλέων Παράσχο και τον ποιητή και κριτικό Μήτσο Παπανικολάου, διαβάσουμε και την παρουσία του βιβλιοκριτικού Λέων Κουκούλα, ο οποίος σε δύο κριτικά σημειώματά του μας μιλά για τα «Κριτικά Δοκίμια» του Αλεξανδρινού Καβαφιστή γεννημένου στον Πειραιά Τίμου Μαλάνου, και το βιβλίο του Πάνου Λαμψίδη, «Νέοι Μαραθώνες».

                   Α Ρ Γ Ο Ν Α Υ Τ Ε Σ

Έπρεπε προτού φτάσομε στο τέρμα μας,

Τους Τυρρηνούς κουρσάρους ν’ ανταμώσομε.

Στήθος με στήθος για να χτυπηθούμε.

 

Έπρεπε κ’ οι Δολίονες και τ’ αντίθετα

Των βορεινών ανέμων ανταριάσματα

Στο δρόμο μας εμπόδιο να σταθούνε.

 

Στις Συμπληγάδες έπρεπε, που χάσκανε

Σα στόμα του θανάτου, το καράβι μας

Τον τρόμο του χαμού να δοκιμάσει.

 

Χωρίς αυτά μικρότερη θα νιώθαμε

Και τη χαρά μας και την περηφάνια μας,

Πού φτάσαμε επί τέλους στην Κολχίδα.

--

                   Μ Ι Κ Ρ Η   Ο Δ Υ Σ Σ Ε Ι Α

                                       Του Θ. ΜΟΥΣΤΟΞΥΔΗ

Γλυτώσαμε απ’ τους Κύκλωπες κι ο πόθος μας

Να φτάσουμε μιά μέρα στην Ιθάκη,

Χίλιες φορές συνδαύλισε τη χόβολη,

Σιγά σιγά που κρύωνε, της ψυχής μας.

 

Κι ούτε τα μαγικά της Κίρκης βότανα

Κι ούτε τα φίλτρα ακόμα των Σειρήνων,

Πού νέες ίσως χαρές μας ετοιμάζανε,

Δεν μπορέσαν ν’ αλλάξουν τη βουλή μας.

 

Για το σκοπό μας άδικοι φανήκαμε

Κι αχάριστοι συχνά στην καλωσύνη

Κι’ αφήσαμε ασυγκίνητοι, όταν φεύγαμε,

Την Καλυψώ να κλαίει στην ερημιά της.

 

Και δόξες νέες και πλούτη απαρνηθήκαμε

Κ’ είδαμε δίχως λύπη κάποια μέρα

Το πολυμέλαθρο όραμα να χάνεται

Για πάντα των Φαιάκων μές στα θάμπη.

 

Μά τώρα στην Ιθάκη που γυρίσαμε,

Συχνά τα περασμένα ανιστορώντας,

Την αγωνία τους νιώθουμε γλυκύτερην

Απ’ της οκνής ζωής μας τη γαλήνη.

 

Κι άχ γίνεται απροσμέτρητος ο πόνος μας,

Πικρός μετανοιωμένος σε μας παιδεύει,

Πού δε φυσάνε πιά οι καιροί στα ξάρτια μας

Και τέλειωνε για πάντα το ταξίδι!

--

          E T  N U N C   E T   S E M P E R

Πρέπει να σε περίμενα να φτάσεις’

Πρίν έρθεις πρέπει νάχαμε ανταμώσει

Κάπου, κι άς μή λογιάζω τώρα πού,

 

Πρέπει, γιατί δε σάστισα όταν σ’ είδα

Κι αυτό το που δεν ήξερα όνομά σου

Σά θύμηση μου εφάνη μουσική.

 

Πρέπει κι αν χέρι ανθρώπου να σ’ αγγίξει

Δεν μπόρεσε ποτέ, να σ’ είχε πλάσει

Σαν όραμα από σάρκα ο λογισμός.

 

Πρέπει, γιατί και τώρα που έχεις φύγει,

Οι ώρες περνούν, οι μέρες και τα χρόνια

Και σ’ έχω πάντα πλάϊ μου συντροφιά.

                    M E N S   D I V I N I O R

Όσα τριγύρω χαίρεται η ματιά μου

Ή στα θαμπά μου ονείρατα μαντεύω,

Ένας θεός θαρρώ πώς τάχει πλάσει

Γιατί μιά μέρα τόξερε πώς θάρθω.

 

Με ανάκουστη λαλιά μου κουβεντιάζουν

Οι κάμποι, τα βουνά, οι γιαλοί και τάστρα,

Με την ψυχή μου, πού όμοια έχει πατρίδα,

Μιά μυστική ανταπόκριση σα νάχουν.

 

Ξένος γι’ αυτό στη γη δεν ήρθα κι ούτε

Σα βραδινός περάτης κουρασμένο

Το βήμα μου θα σύρω μες στα φώτα

Μιάς πολιτείας, που δε θα τη γνωρίσω.

  

          Ας κλείσουμε το Χαιλντερλιανό σημείωμα με τα δύο ποιήματα που μετέφρασε ο Κουκούλας του ποιητή Φ. Κλόπστοκ, και περιέχονται στην ποιητική του συλλογή «ΓΝΩΡΙΜΟΙ ΔΡΟΜΟΙ». Αντιγράφουμε επίσης, μεταφράσεις άλλων ποιητών από την Ανθολογία Γερμανών Ποιητών» (1749-1921) για μια πληρέστερη κάπως μεταφραστική εικόνα του.  

FRIEDRICH  GOTTLIEB  KLOPSTOCK

          ΠΡΩΙΜΟΙ  ΤΑΦΟΙ

Καλώς ήρθες, φεγγάρι αργυρό,

Βουβέ σύντροφε, ωραίε της Νυχτός.

Φεύγεις; Μείνε, μή βιάζεσαι, των στοχασμών

Φίλε, να που τα νέφη σκορπίσανε γύρω.

 

Πιό ιλαρός είναι ο Μάης που ξυπνά

Κι απ’ τη νύχτα του καλοκαιριού,

Απ’ την κόμη του ως φώς όταν στάζει η δροσιά

Κι απ’ το λόφο σα ρόδο φλογάτο προβάλλει.

 

Γαλαζόαιμοι, τους τάφους σας, άχ!

Κι όλας σκέπασε χλόη σκυθρωπή.

Πώς χαιρόμουν σα βλέπαμε, φίλοι, μαζί

Την αυγή ροδόσκαε, τη νύχτα που ερχόταν!, σ.128

--

          ΤΑ  ΡΟΔΙΝΑ  ΔΕΣΜΑ

Στον ανοιξιάτικο ίσκιο τήνε βρήκα

Και με δεσμά την έδεσα από ρόδα:

Δεν τόνιωσε, γιατί γλυκοκοιμόταν.

 

Την κοίταξα’ μέσα στο βλέμμα εκείνο

Κρεμόταν η ζωή μου απ’ τη ζωή της’

Τόνιωθα, αλήθεια, δίχως να το ξέρω.

 

Άφωνα της ψιθύρισα κι αμέσως

Θροήσανε των ρόδων οι αλυσίδες:

Ξύπνησε τότε απ’ το βαθύ όνειρό της.

 

Με κοίταξε’ κρεμόταν η ζωή της

Απ’ τη ζωή μου μες στο βλέμμα εκείνο.

Κ’ έγινε Ηλύσια γύρω μας ο κόσμος., σ. 129.

--

          Λ Ι Λ Ι Ε Ν Κ Ρ Ο Ν

 ΣΤΗ ΜΗΤΕΡΑ ΜΟΥ

Πόσο συχνά στα χέρια σου τα ωχρά να πλέκουν είδα

Κάτι για μένα ακούραστα- Πώς φρόντιζες με αγάπη!

Πόσο συχνά ικετευτικά τα μάτια σου δεν είδα

Μια ευχή να λέν για με ψηλά- Πώς φρόντιζες με αγάπη!

Πόσο συχνά στην κλίνη μου σιγά, ελαφρά δεν ήρθες

Πιά προστασία για μένα- Πώς άκουες σκυφτή όλα έγνοια!

Από καιρό τώρα φυσούν στο τάφο σου οι ανέμοι

Ένα σου χαίρε προς εμέ- Πώς φρόντιζες με αγάπη!

--

                    Μ Ε Ρ Ι Κ Ε

            ΑΓΝΗ

Ώ ρόδινη εποχή! Γοργά τόσο γοργά

Πέρασες, σε μιάν ώρα,

Νάτανε η αγάπη μου πιστή

σε με πιστή,

Δε θα φοβόμουν τώρα.

 

Στο θέρο με φαιδρή καρδιά

φαιδρή καρδιά

Θερίστρες τραγουδάνε,

Μά εγώ! την άρρωστη ζωή

Νιώθω χαμένη νάναι.

--

                    ΟΥΛΑΝΤ

     ΑΝΟΙΞΙΑΤΙΚΗ  ΠΙΣΤΗ

Τ’ αγέρια ξύπνησαν γλυκά,

Μέρα και νύχτα μυστικά

Θροούν και πάλι σβούνε.

Καινούριοι αχοί, νέα ευωδιά!

Μην τρέμης πιά, φτωχή καρδιά,

Κι’ όλα σου αλλοιώς θαρθούνε.

 

Πιό όμορφη η γη καθημερνά,

Θαρρείς πώς νέα ζωή ξυπνά,

Παντού οι ανθοί πώς ζούνε’

Λουλουδιασμένη η λαγκαδιά:

Ξέχνα τον πόνο σου καρδιά,

Κι’ όλα σου αλλοιώς θαρθούνε.   

--

Γιώργος Χ. Μπαλούρδος

Πειραιάς

Τρίτη 5 Νοεμβρίου 2024

            

 

 

Σάββατο 2 Νοεμβρίου 2024

Ευάγγελος Π. Παπανούτσος ΖΩΗ ΚΑΙ ΤΕΧΝΗ

 

        Ζ Ω Η   Κ Α Ι    Τ Ε Χ Ν Η

Του ΕΥΑΓΓΕΛΟΥ  Π.  ΠΑΠΑΝΟΥΤΣΟΥ

        Ότι ο Καλλιτέχνης δεν αντιγράφει τη φυσική και ιστορική πραγματικότητα, αλλά την αναδημιουργεί με τη φαντασία του για να κλείσει μέσα σε μιάν ιδανική μορφή το βαθύτερο νόημά της, που εκείνος έχει συλλάβει’ ότι λοιπόν δεν τη μιμείται, αλλά την κατακτά πνευματικά, φαίνεται αρκετά καθαρά στις Τέχνες του λόγου και ιδίως σε καλλιτεχνήματα σαν το δράμα και το μυθιστόρημα. Μια φράση του Shakespeare, ότι η Τέχνη είναι ο καθρέφτης της Ζωής, έγινε έμβλημα του αισθητικού ρεαλισμού. Ο abbe de Saint-Real έδωσε στην ίδια εικόνα άλλη,  πεζότερη διατύπωση και ο Stendhal την υιοθέτησε και την έκανε αξίωμα της αισθητικής του:  Un roman cest un miroir quon promene la long dun chemin”. Αλλά το απόφθεγμα τούτο αξίζει όσο και η αμφίβολης καλαισθησίας παρομοίωσή του. Μέσα στο έργο των μεγάλων romanciers δεν καθρεφτίζεται απλώς, αλλά κατακτάτε πνευματικά η ζωή. Συχνά ακούμε το επιχείρημα, ότι αν εγνωρίζαμε αρκετά τα «πραγματικά γεγονότα» και τους «αληθινούς τύπους» που έδωσαν στους μεγάλους συγγραφείς την αφορμή και κάποτε και το περιεχόμενο του έργου των, θα μπορούσαμε να εκτιμήσουμε καλύτερα την ομολογία τους, ότι έγραψαν όσα οι ίδιοι «έζησαν». Ωστόσο γνωρίζουμε την «προϊστορία» μερικών αριστουργημάτων. Ξέρουμε λ.χ. την αισθηματική περιπέτεια του  Goethe  στο Wetzlar, σ’ αυτήν, λέγουν, χρωστούμε το «Βέρθερο».

     Ακριβώς όμως στο «Βέρθερο» μπορούμε εξαίρετα να μελετήσουμε πώς η ποιητική φαντασία μεταμορφώνει τα πραγματικά πρόσωπα και δίνει άλλη πλοκή στα αληθινά γεγονότα για να συνθέσει το έργο που θα εκφράσει πλαστικά και σύμφωνα με τους νόμους της Τέχνης ένα βαθύτερο νόημα. Όπως η υπόθεση του «Βέρθερου» με τη δέση και τη λύση της είναι ένας μύθος και όχι ιστορία, έτσι και τα πρόσωπα του έργου σα χαρακτήρες δεν υπήρξαν στην πραγματικότητα. Βέβαια υπήρξαν πραγματικά η Καρλότα Buff και ο αρραβωνιαστικός της ο Kestner, όχι όμως και η Lotte και ο  Albert, που μας περιγράφει μέσα στο μυθιστόρημά του ο Goethe. Τα πρόσωπα αυτά δεν μοιάζουν εντελώς με τα αντίστοιχα πραγματικά, ούτε είναι τόσον «απλά» όσον εκείνα που έζησαν στο γραφικό Wetzlar ένα μέρος από την αληθινή ιστορία του δράματος. Ο Goethe για να πλάσει τη Lotte, για την οποία σκοτώνεται ο «Βέρθερος», «έχυσε» και συγχώνευσε σ’ έναν τύπο πολλές από τις κοπέλες που γνώρισε και αγάπησε παράφορα’ τα χαρακτηριστικά της τα δανείσθηκε από δύο αληθινά πρόσωπα κυρίως: από την Καρλόττα Buff και από τη Max de la Roche, που μαζί της διάβαζε Rousseau και Klopstok. Ο ίδιος εξομολογείται στην «Αυτοβιογραφία» του: «Δεν μου ήταν άγνωστο τί εύνοια μεγάλην είχεν ο καλλιτέχνης εκείνος που του ανέθεταν να πλάσει μιάν Αφροδίτη με τη σπουδή πολλών καλλονών και για τούτο επέτρεψα κι’ εγώ στον εαυτό μου να πλάσει τη Lotte με τη μορφή και τα χαρίσματα πολλών ωραίων κοριτσιών, αν και τα κύρια χαρακτηριστικά είχαν παρθεί από την πιό αγαπημένη». Αλλοιωμένον επίσης-σύμφωνα με το γενικώτερο νόημα του έργου- παρουσιάζει και τον αρραβωνιαστικό της Καρλόττας, τον Kestner μέσα στον τύπο του Albert του έχει δώσει πολλά από τα χαρακτηριστικά του Peter Anton Brentano, του χοντρού στους τρόπους συζύγου της Max de la Roche, πού στάθηκε κι’ αυτός, όπως και ο Kestner, εμπόδιο ανυπέρβλητο στις σχέσεις του με το αγαπημένο πρόσωπο. Ο ίδιος ο Kestner, όταν εδιάβασε το «Βέρθερο», έγραψε δυσαρεστημένος στον Goethe ένα γράμμα γεμάτο από τη ζήλεια και το θυμό του: «Είναι αλήθεια, ότι μέσα σε κάθε πρόσωπο έχετε συνυφάνει κάτι ξένο προς αυτό, ότι έχετε συγχωνεύσει πολλά σ’ ένα μόνο. Πολύ καλά. Αλλά εάν είχατε συμβουλευθεί την καρδιά σας, όταν εκάνατε αυτή την ύφανση και το συγκερασμό, δεν θα είχαν εκπορνευθεί με αυτόν τον τρόπο τα αληθινά πρόσωπα, που εδανεισθήκατε τα χαρακτηριστικά τους… Η αληθινή Lotte θα ήταν πολύ δυστυχής εάν έμοιαζε προς τη Lotte σας… Και ο σύζυγος της Lotte (τον ελέγατε φίλο σας και ο Θεός ξέρει εάν ήταν πραγματικά) βρίσκεται στην ίδια θέση». Το γράμμα του Kestner επίκρανε πολύ τον Goethe’ άλλο τόσο τον εθύμωνε η περιέργεια του κόσμου να εξιχνιάσει τα αληθινά στοιχεία της τραγικής ιστορίας του «Βέρθερου»: «Όλοι ήθελαν να μάθουν ποιό ήταν το κυρίως αληθινό μέσα σ’ αυτή την ιστορία. Η περιέργεια αυτή με θύμωνε πολύ και τις περισσότερες φορές φερνόμουνα απέναντί της με πάρα πολύ μεγάλη αγένεια. Γιατί, για ν’ απαντήσω στο ερώτημα τούτο, θα έπρεπε το μικρό μου έργο, που για να δώσω σε διάφορα στοιχεία του μιάν ενότητα ποιητική εκοπίασα τόσον καιρό με τη σκέψη, να το κομματιάσω πάλι και να καταστρέψω τη μορφή, οπότε και αυτά ακόμη τα αληθινά συστατικά μέρη του, όπου δεν θα εκμηδενίζονταν, θα σκορπούσαν και θα γίνονταν θρύψαλα».

     Εκτός από τη Lotte και τον Albert σύνθετο και πλασματικό είναι και το κύριο πρόσωπο του δράματος ο Werther. Για να πλάσει τον ήρωά του ο Goethe συγχώνευσε δύο πραγματικούς τύπους, τον εαυτό του και το μελαγχολικό Jerusalem, από τον κύκλο του Wetzlar κ’ εκείνον, που πραγματικά αυτοκτόνησεν από απελπισία, γιατί αγαπούσε τη γυναίκα του φίλου του Herd. Το τραγικό τέλος αυτού του δυστυχή νέου, έδωσε στον Goethe τη λύση του μύθου που αναζητούσε, για να δώσει μ’ ένα ποιητικό έργο διεξοδικό στην καταθλιπτική διάθεση που τον εβασάνιζε: «Εμάζεψα τα στοιχεία, που εδώ κ’ ένα δυό χρόνια στριφογύριζαν μέσα μου, έφερα στο νου μου τα περιστατικά που με είχαν περισσότερο πιέσει και πτοήσει’ αλλά τίποτα δεν ήθελε να σχηματισθεί: μου έλειπε μιά υπόθεση, ένας μύθος, όπου θα μπορούσαν να ενσωματωθούν τα γεγονότα. Αίφνης μαθαίνω το θάνατο του Jerusalem και αμέσως ύστερα από τη γενική συγκίνηση λαβαίνω την πιό ακριβή και λεπτομερή περιγραφή του περιστατικού’ εκείνη τη στιγμή είχε βρεθεί το σχέδιο για το «Βέρθερο»: το όλο μάζεψε απ’ όλες τις μεριές κ’ έγινε μια μάζα στερεή, όπως μέσα στο δοχείο το νερό που έχει φτάσει στο σημείο να παγώσει, με το παραμικρό  κούνημα αμέσως μεταβάλλεται σε στερεό πάγο». «Ο θάνατος του Jerusalem που αιτία του ήταν η άτυχη αγάπη του νέου προς τη γυναίκα ενός φίλου του, με τίναξε από το όνειρο και επειδή όχι μόνο έβλεπα σα να ξετυλίγονταν μπροστά μου εκείνα που είχαν συμβεί σ’ αυτόν και σε μένα, αλλά και η ίδια ατυχία, που τότε ακριβώς με είχε βρει, γεννούσε μέσα μου την ταραχή ενός πάθους, γι’ αυτό δεν μπορούσε να γίνει αλλιώς παρά να δώσω στο έργο μου, πού άρχισα αμέσως να το γράφω, εκείνη τη φλόγα που δεν επιτρέπει καμμιά διάκριση του ποιητικού και του πραγματικού». Πραγματικά η μοίρα του Werther είναι η μοίρα όχι του Goethe, αλλά του Jerusalem. Γιατί ο Goethe αγαπούσε βέβαια την Καρλόττα Buft και υπέφερε πολύ από τη συγκρατημένη στάση αυτής της απλής κόρης που δεν έστεργε ν’ αντικαταστήσει ένα φρόνιμο σύζυγο μ’ έναν ασύνετο εραστή, καθώς και από την παρουσία του Kestner πού ήταν φίλος του, αλλά δεν έφθασεν έως την αυτοκτονία- επροτίμησε να παραμερίσει για το καλό και την ησυχίαν όλων. Ύστερα από σαράντα δυό χρόνια, ένδοξος πιά ποιητής και επίσημο πρόσωπο στο δουκικό παλάτι της Weimar, ξαναβλέπει γέρος ο ίδιος την Καρλόττα γριά, που έρχεται να τον παρακαλέσει να ενδιαφερθεί για τους γιούς της- η συνομιλία είναι δύσκολη και στενόχωρη πολύ’ δεν αναγνωρίζει ο ένας τον άλλο και δεν έχουν τίποτε πιά να ειπούν. 

      Αυτά είναι τα «πραγματικά πρόσωπα» και τα «ιστορικά γεγονότα» που έζησεν ο Goethe. Και πώς τα αναδημιούργησε μέσα στη φαντασία του; Έπλασεν έναν ανθρώπινο τύπο, το Βέρθερο, που με την εξαιρετική του ευαισθησία και την τραγική μοίρα του έγινε το ζωντανό σύμβολο μιάς ολόκληρης νοσηρά αισθηματικής εποχής. Και τον έπλασε να παρουσιάζει μιά τέτοιαν εσωτερικήν ενότητα και αναγκαιότητα, ώστε κανένα πραγματικό πρόσωπο να μην αποφασίζει, να μην τολμά να συγκριθεί μαζί του. Αυτός και η μοίρα του έχουν μιάν εκπληκτικήν αντιστοιχία μεταξύ τους. Μιά τέτοια τύχη περιμένει και «αξίζει» σ’ ένα τέτοιον άνθρωπο. Κι’ ο άνθρωπος αυτός έτσι «πρέπει» να ζήσει, ν’ αγαπήσει και να πεθάνει. (Ο Goethe το «είδε», αλλά δεν το έκανε). Είναι ο ρωμαντικός εραστής άρτιος, ολοκληρωμένος,  χυμένος σε μιά καθαρή και εσωτερικά πειθαρχημένη μορφή ζωής. Για ν’ αναδείξει ακόμη περισσότερο την ιδανική, τη συμβολική του φυσιογνωμία, ο Goethe τον αντιθέτει προς δύο άλλους τύπους εραστών μέσα στο έργο του: ο ένας έχει τρελλαθεί από την αγάπη- είναι ο τρελλός που μαζεύει στο βουνό λουλούδια για την πριγκηποπούλα του (πιό πέρα τον αποκαλύπτει; Είναι θύμα κι’ αυτός της Lotte)’ ο άλλος είναι ο υπηρέτης της χήρας πού σκοτώνει τον αντεραστή (ο Βέρθερος λέγει γι’ αυτόν περίλυπος: «δεν είσαι για σωτηρία δυστυχισμένε! Το βλέπω καλά, πώς δεν είμαστε πιά για σωτηρία….»). Ο πρώτος δεν έχει τη φυσική δύναμη να σηκώσει τον έρωτα και κάμπτεται, γελοιοποιείται’ ο δεύτερος, βάναυσος εγωϊστής, σκοτώνει τον αντίζηλο- ο Βερθέρος θα πεθάνει. Είναι η μόνη λύση, προς την οποία φέρεται από τον εσωτερικό νόμο της ζωής του. Αυτό απαιτεί το βαθύτερο νόημα, που κλείνει η μοίρα του. Ώστε ο «Βέρθερος» γεννήθηκε από μιά πραγματική βίωση του ερωτικού πάθους, αλλά για να διαμορφωθεί σε τύπο- σύμβολο, έπρεπε η καλλιτεχνική φαντασία να ξεδιπλώσει το αρχικό γεγονός έως την τέλεια ολοκλήρωσή του, να το συμπληρώσει με στοιχεία που δεν τα περιείχε η πραγματικότητα, αλλά τα έθετε επιτακτικά η ανάγκη να εξαφθεί ένα πρόσωπο σε μιάν άρτια και εσωτερικά πειθαρχημένη, σε μιάν ιδανική μορφή ζωής, με άλλες λέξεις έπρεπε η πραγματική ιστορία να κατακτηθεί πνευματικά.

          ΕΥΑΓΓΕΛΟΣ  Π.  ΠΑΠΑΝΟΥΤΣΟΣ

        ΦΙΛΟΛΟΓΙΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ τεύχος 37/ Ιανουάριος 1946, σ. 9-12.

Μνήμη  Πειραιωτών:

          Ο Πειραιώτης παιδαγωγός, φιλόσοφος, θεολόγος, μεταφραστής, δοκιμιογράφος, αρθρογράφος, μεταρρυθμιστής της ελληνικής εκπαίδευσης και ανακαινιστής της ελληνικής παιδείας, δημοτικιστής Ευάγγελος Π. Παπανούτσος (Πειραιάς 27/7/1900- Αθήνα 2/5/1982) υπήρξε συνεργάτης της κυβέρνησης του Γέρου της Δημοκρατίας Γεωργίου Παπανδρέου, 1964, ενώ διετέλεσε για μεγάλο χρονικό διάστημα γενικός γραμματέας του υπουργείου παιδείας. Είναι μία από τις εμβληματικότερες πνευματικές- εκπαιδευτικές μορφές της πόλης του Πειραιά και της Ελλάδας γενικότερα. Ήταν ο εισηγητής της δημοτικής γλώσσας στην δημόσια εκπαίδευση, του διαχωρισμού του παλαιού εξατάξιου Σχολείου σε Γυμνάσιο και Λύκειο και πολλών άλλων εκπαιδευτικών και της ελληνικής παιδείας ανακαινιστικών πρωτοβουλιών από την δεκαετία του 1960. Δυστυχώς, το τεράστιο εκπαιδευτικό ανακαινιστικό δημοκρατικό όραμά του διακόπηκε από το καθεστώς της επτάχρονης δικτατορίας η οποία τον κυνήγησε, απαγόρευσε τα βιβλία του, σταμάτησε την υλοποίηση του εκπαιδευτικού του προγράμματος. Μετά την αποκατάσταση της δημοκρατίας τον Ιούλιο του 1974, (πέρασαν τόσο γρήγορα 50 χρόνια) η εκπαιδευτική μεταρρύθμιση της κυβέρνησης Κωνσταντίνου Καραμανλή επί υπουργίας Γεωργίου Ράλλη το 1976, στηρίχθηκε στις δικές του αρχές και οραματισμούς στην εφαρμογή της δημόσιας εκπαιδευτικής της πολιτικής και κυβερνητικής μεταρρύθμισης.

Η φήμη του ως παιδαγωγού και φιλόσοφου, καθηγητή και δασκάλου είχε υπερβεί τα γεωγραφικά όρια της χώρας μας ασφαλώς κατά πολύ και της γενέθλιας Πόλης του. Μελέτες του μεταφράστηκαν στο εξωτερικό ενώ βιβλία του εντάχθηκαν ως διδακτική ύλη στην μέση ελληνική εκπαίδευση μετά την μεταπολίτευση του 1974, βλέπε «Λογική» και «Ψυχολογία». Ενώ μεταφράστηκε και κυκλοφόρησε στα ελληνικά η διδακτορική του διατριβή «Το θρησκευτικό βίωμα στον Πλάτωνα». Τιμήθηκε με διάφορα κρατικά βραβεία και υπήρξε μέλος της Ακαδημίας Αθηνών. Παρά την πανελλαδική, αναμφισβήτητη πνευματική και εκπαιδευτική του αξία ως καθηγητή και παιδαγωγού για αρκετές δεκαετίες, δυστυχώς, η πόλη του Πειραιά, δεν ενέσκηψε πάνω στο έργο του, την ξεχωριστή και σημαντική εκπαιδευτική περίπτωσή του, δεν αποφάσισε να τον γνωρίσει καλύτερα, πληρέστερα να διαδώσει την φιλοσοφία του, να κάνει γνωστότερο το έργο του, να μελετήσει τα βιβλία του, να έρθει σε επαφή με τις εκπαιδευτικές του αρχές, τους οραματισμούς του, τα δεκάδες συγγράμματά του και κείμενά του, να τα φέρει σε επαφή με το νεότερο σε ηλικία πειραϊκό κοινό, στους μαθητές και σπουδαστές της πόλης μας, στα δημόσια εκπαιδευτήρια του δήμου των ετών μετά την μεταπολίτευση. Ακόμα και με τους φοιτητές του «ΠΑΠΙ». Για άλλη μία φορά ας το επαναλάβουμε, πάντα καλοπροαίρετα αλλά με θλίψη, δυστυχώς ο Πειραιάς δεν ασχολήθηκε σοβαρά, δεν ενδιαφέρθηκε σχεδόν καθόλου με την περίπτωσή του τιμημένου τέκνου της Πόλης. Δεν επέλεξε σοβαρά και υπεύθυνα να γνωρίσει ένα από τα φημισμένα και τιμημένα πνευματικά παιδιά του στις νεότερες γενιές των νέων και νεανίδων του πρώτου λιμανιού της χώρας, στους μαθητές και σπουδαστές της Πόλης. Να διαδώσει στην πειραϊκή «δημοσιότητα» εκ νέου το πρωτοποριακό και προοδευτικό έργο του, την πανελλαδική εκπαιδευτική συμβολή του, τις παιδαγωγικές του αρετές, των αγωνιστικών του προσπαθειών στην υιοθέτηση και χρήση στους δημόσιους θώκους της Δημοτικής Γλώσσας. Να ανακαλύψουν οι νέοι Δημότες την διδασκαλική του μορφή, το έργο και την παρουσία του. Αν και ευτύχησε ο πειραιώτης παιδαγωγός και φιλόσοφος, να δει να εφαρμόζονται οι ιδέες και οι αρχές του από κυβερνητικούς πολιτικούς παράγοντες στην εκπαιδευτική τους πολιτική μεταρρύθμιση και πρόγραμμα μετά το 1976, παρά του γεγονότος ότι βιβλία του  εντάχθηκαν στην ύλη διδασκαλίας στην μέση εκπαίδευση, και παρά του ότι ο ίδιος εξακολούθησε να είναι συγγραφικά ενεργός και παραγωγικός μέχρι το τέλος της ζωής του, αρθρογραφούσε στην εφημερίδα «Το Βήμα» ανελλιπώς,  και σε άλλα έντυπα μέχρι τα τελευταία χρόνια του επίγειου βίου του, η δημόσια αρθρογραφία και κειμενογραφία του υπήρξε αρκετά μεγάλη, και ακόμα, παρά του ότι δημοσιεύματά του απετέλεσαν θεματική ύλη στις πανελλήνιες εξετάσεις, η εκπαιδευτική και κοινωνική του συνεισφορά και πολύπλευρη προσφορά, δεν έγινε μάλλον και τόσο γνωστή στον Πειραϊκό χώρο, πέρα από έναν μικρό και στενό κύκλο πνευματικών ανθρώπων του Πειραϊκού χώρου. Ορισμένα άτομα τον ανέφεραν με την ευκαιρία κάποιας επετείου. Το όνομά του μνημονεύονταν άτακτα, αραιά και που, δίχως δημιουργική συνέχεια ή άλλες πληροφοριακές περί του προσώπου του αναφορές και προσεγγίσεις. Ας μου επιτραπεί να αμφιβάλλω αν συναντούμε –από όσο μπορώ να γνωρίζω από προσωπικές συμμετοχές και εμπειρία- ότι μετρημένοι στα δάχτυλα του ενός χεριού άτομα, από τις παλαιότερες γενιές των πειραϊκών πνευματικών κύκλων είχαν διαβάσει πάνω από ένα ή δύο βιβλία του, αν δεν λαθεύω. Και αυτά, χάριν σχολικής επικαιρότητας. Παραδείγματος χάρη, ποιος από τους Πειραιώτες των σύγχρονων χρόνων της γενιάς μας έχει μελετήσει την πολυσέλιδη «Αισθητική» του, την επίσης πολυσέλιδη «Λογική» του, την ογκώδη «Ηθική» του και άλλους τίτλους βιβλίων. Ποιες έρευνες και εργασίες του χώρου σχεδιάστηκαν με αφορμή ή για τα βιβλία του. Μιλώ πάντα για εντός πειραϊκού χώρου περιβάλλοντα. Τουναντίον υπήρξαν θρησκευτικοί και άλλοι εντός της Πόλεως κύκλοι που τον πολεμούσαν, τον κατηγορούσαν, τον μέμφθηκαν για διάφορους λόγους και αιτίες ακόμα και πέραν των εκπαιδευτικών του δημόσιων προσφορών και ανακαινιστικών πρωτοβουλιών. Άτομα που τον κατηγόρησαν για τις θρησκευτικές και φιλοσοφικές του ιδέες και θέσεις. Η δική μου πειραϊκή μεταπολιτευτική γενιά πάντως, έπρεπε να αναζητήσει από μόνη της να γνωρίσει το έργο του σπουδαίου αυτού Πειραιώτη, ανεξάρτητα αν διαφώνησε μαζί του, όταν δημόσια πήρε θέση στην απαγόρευση μετάφρασης και έκδοσης έργων του γάλλου συγγραφέα Μαρκησίου ντε Σαντ στην χώρα μας. Όταν οι ελληνικές αρχές αν θυμάμαι σωστά είχαν μηνύσει την εκδότρια Μάγδα Κοτζιά των εκδόσεων «Εξάντας». Θα μπορούσαμε να αναφέρουμε κάνοντας μία χρονική αναδρομή των πνευματικών και καλλιτεχνικών δεκαετιών μετά το 1974, αναφερόμενος πάντα στα πνευματικά και άλλα δρώμενα, τεκταινόμενα  εντός των συνόρων της πειραϊκής επικράτειας, ότι ο Ευάγγελος Π. Παπανούτσος ήταν μάλλον «αποκλεισμένος» και «παραγκωνισμένος», τα βιβλία του αγνοούνταν από τους διάφορους πνευματικούς κύκλους και φορείς του Πόρτο Λεόνε. Έλλειψη αναγνωστικού ενδιαφέροντος, αδιαφορία γνωριμίας για κάτι που τους ήταν κάπως γνωστικά ξένο και τους υπερέβαινε συγγραφικά, ναρκισσιστική διάθεση ασχολίας με συγγραφικά προϊόντα αφορόντα μόνο φιλικά και διπλανά μας συγγραφείς άτομα; Αυτολιβάνισμα ημετέρων και υμετέρων; (τα δικά μας της τέχνης παιδιά). Επαρχιώτικη πνευματική νοοτροπία και «βολέματος» δικών μας φιλικών ομάδων; Μη συναίσθηση ότι όλες οι πειραϊκές γενιές δημιουργών διαχρονικά από την ίδρυση του Δήμου, αρχιτεκτονούν - σχεδιάζουν, ανάλογα με τις πνευματικές τους δυνάμεις και συγγραφικές αντοχές αυτό που θέλω να κατοχυρώσω ως Πειραϊκή Σχολή, και όχι ομάδα της Φρεαττύδας ή ταβερνόβιοι πειραιώτες λογοτέχνες που ασπάζονται οι παλαιότεροι; Αυτή πάντως η της δημοτικής αρχής αδιαφορία και η πνευματική λησμοσύνη κύκλων του Πειραιά, δεν βοήθησαν ώστε να επαναπροσεγγίσει το ευρύ Πειραϊκό κοινό, οι μαθητές και σπουδαστές της πόλης και του ευρύτερου χώρου του Πειραιά την μνήμη, το έργο και τα βιβλία του Ευάγγελου Π. Παπανούτσου. Να διοργανωθεί παραδείγματος χάρη ένα συνέδριο στην μνήμη του, να πραγματοποιηθούν εκπαιδευτικές και άλλες ημερίδες, να γίνει ένα πειραϊκό συμπόσιο εξέτασης της παιδαγωγικής προσφοράς του, της συνεισφοράς του στην επιμελημένη επανέκδοση αρχαίων ελλήνων συγγραφέων, βλέπε εκδόσεις Ι. Ζαχαρόπουλος, την επανακυκλοφορία μελετών και επανεκδόσεις βιβλίων του εξαντλημένων από χρόνια. Να διεξαχθούν ομιλίες σε πειραϊκά σχολεία και άλλα πνευματικά ιδρύματα της Πόλης. Να δοθεί το όνομά του σε μία πλατεία, σε ένα σταθμό του μετρό ή του ησαπ ή σε έναν δρόμο στο πειραϊκό διαμέρισμα που γεννήθηκε και κατοίκησε η οικογένειά του. Να στηθεί μία προτομή του, να ενδιαφερθεί ο Δήμος ή το Πανεπιστήμιο του Πειραιά ώστε να συγκεντρωθούν εντός της πόλης τα σκόρπια και διάσπαρτα δημοσιεύματά του και άλλες επιστημονικές του εργασίες, να επανακυκλοφορήσουν τα βιβλία του. Μιάς πνευματικής φυσιογνωμίας η οποία κόσμησε και εξακολουθεί να κοσμεί και να τιμά την πόλη και τον δήμο του Πειραιά. Ότι με δυό λόγια όφειλαν να πραγματοποιηθούν από τις δημόσιες αρχές που να θυμίζουν θετικά, δημιουργικά και εποικοδομητικά την επίγεια παρουσία του τα συγγραφικά του πεπραγμένα, πέρα από τον στενό κύκλο των συνεργατών του, των  μαθητών του και της επιστημονικής κοινότητας. Έχουν κυκλοφορήσει ασφαλώς βιβλία και μελέτες τα οποία μας κάνουν γνωστή την δημόσια εκπαιδευτική και παιδαγωγική του εικόνα, σχολιάζουν τομείς και πλευρές του έργου του, από την πειραιώτικη μεριά μου μιλώ για το τι δεν έπραξε και όφειλε να πράξει ο Δήμος του Πειραιά ως επίσημη αρχή, τα πνευματικά σωματεία της πόλης εδώ και δεκαετίες μετά την εκδημία του.

Δεν είναι θέλω να πιστεύω γκρίνια οι παραπάνω σκέψεις και προτάσεις, είναι ενδέχεται άκαιρο και αδιάφορο στους πολλούς πειραϊκό παράπονο, μία μελαγχολική διάθεση για την Πόλη μας που και αδιαφορεί με υπερηφάνεια, αμελεί να πράξει τα ελάχιστα αυτονόητα απέναντι στους συγγραφείς της, τα λόγια και πνευματικά παιδιά της του προηγούμενου αιώνα-και του νέου-ώστε να κρατήσει ενεργή, ζωντανή, θερμή υψηλής θερμοκρασίας ενδιαφέροντος την μνήμη των παλαιότερων Πειραϊκών γενεών. Αυτών που δεν προέρχονται ούτε από τον χώρο του αθλητισμού και του ποδοσφαίρου, ούτε από τα περιβάλλοντα των διαφόρων κατηγοριών και ειδών της μουσικής και του τραγουδιού, ούτε από εκείνα της θεατρικής και κινηματογραφικής και μόνο τέχνης, ή τα στέκια των ρεμπέτηδων ή των περιοχών της Τρούμπας και των Βούρλων- των Λαμαρίνων. Ούτε γεμίζουν τα βιβλία της ιστορίας της πειραϊκής και ελληνικής δημοσιογραφίας. Είναι όμως γνωστές ή λιγότερο γνωστές μας Προσωπικότητες και σημαντικές Φυσιογνωμίες που τίμησαν και δόξασαν τον Πειραιά διαχρονικά εντός και εκτός κυρίως των γεωγραφικών του ορίων και συναπαρτίζουν την καθόλου Πειραϊκή Λογοτεχνική Σχολή και Πνευματική Ιστορία της Πόλης. Θα μας λεχθεί, με σύγχρονη δημοσιογραφική ορολογία η αντίρρηση ή η ένσταση, ότι ένας τραγουδιστής ή ένας ηθοποιός, ένας αθλητής- ποδοσφαιριστής «πουλάει», κεντρίζει το ενδιαφέρον του σύγχρονου πειραϊκού κοινού (ιδιαίτερα του νεανικού) περισσότερο από ότι ένας παιδαγωγός, ένας εκπαιδευτικός μεταρρυθμιστής, ένας συγγραφέας, αρθρογράφος του προηγούμενου αιώνα, και ίσως η μερίδα αυτών που υποστηρίζουν αυτές τις θέσεις να έχει εν μέρει δίκιο. Να σκέφτονται με «ορθολογικότερο» και «εμπορικότερο», διαφημιστικό ρεαλισμό στους μοντέρνους και ανατρεπτικούς καιρούς ίσως και μη αξιακούς που ζούμε. Όμως τα Μακρά Τείχη της σύγχρονης ιστορίας της Πόλης του Πειραιά από την ίδρυσή του έως των ημερών μας,-αυτά που την προστάτευσαν από επίβουλες ξένες επιθέσεις- είναι τα πνευματικά του τέκνα, οι ποιητές του, οι πεζογράφοι του, οι δοκιμιογράφοι του, οι παιδαγωγοί του, οι μεταφραστές του, οι διηγηματογράφοι του, οι λόγιοί του, οι ιστορικοί και ερευνητές του, οι διανοούμενοί του, οι καλλιτέχνες του και από πολιτικής σκοπιάς η εργατιά του. Όλοι και όλες αυτές που οικοδόμησαν την Ιστορία της Πόλης, την συλλογική της μνήμη, το πνευματικό και καλλιτεχνικό της πρόσωπο, την καθολικότητα της εικόνα της πανελλαδικά, παγκόσμια, ίσως και μέσα στις συνειδήσεις και παραστάσεις των Πειραιωτών ασυναίσθητα, αδιόρατα, διακριτικά, αθόρυβα, σεμνά. Εκτός αν λαθεύω ή νοσταλγικά φλυαρώ στους νέους, σύγχρονους πειραϊκούς καιρούς και συνθήκες, πνευματικές ανάγκες για κάτι και κάποιους που έχουν χαθεί, λησμονηθεί οριστικά. Και τα βιβλία και οι πνευματικές τους παρακαταθήκες δεν είναι παρά οι κιτρινισμένες σελίδες στα ράφια της Δημοτικής Βιβλιοθήκης του Πειραιά ή άλλων δημόσιων χώρων και αρχείων.

      Ο Ευάγγελος Π. Παπανούτσος ασφαλώς, δεν χρειάζεται ούτε την επικουρική εκ των υστέρων αναγνωστική υποστήριξη του γράφοντος αυτό το σημείωμα για να ανακαλυφθεί η αξία και προσφορά του, ούτε χρειαζόταν την συνηγορία ημών των Πειραιωτών για να γίνουν γνωστά τα  ρηξικέλευθα, προοδευτικά, πρωτοποριακά εκπαιδευτικά του ίχνη ως εθνικού παιδαγωγού. Η παρουσία του, το μορφωτικό του επίπεδο, η βαθειά του καλλιέργεια, ο αστείρευτος πλούτος των γνώσεών του, ιδιαίτερα στον χώρο της φιλοσοφίας και των παιδαγωγικών επιστημών, η πολύχρονη διδασκαλική και καθηγητική του πείρα και εμπειρία, το συγγραφικό του ταλέντο, η αρχαιογνωσία του, ήταν πράγματα γνωστά και πέραν των εκπαιδευτικών ορίων και της επιστημονικής κοινότητας εντός και εκτός Ελλάδας. Υπήρξε άτομο σεβαστό, οι θέσεις του ακούγονταν, επικροτούνταν, τα βιβλία και οι μελέτες του σχολιάζονταν επαινετικά, οι πρωτοποριακές του ιδέες υιοθετούνταν από κάθε εκπαιδευτικής βαθμίδας-και πολιτικών-χείλη. Ανεξάρτητα αν ακούγονταν και οι ελάχιστες αντιρρητικές φωνές, οι συντηρητικές εκείνες φωνές και γραφίδες οι οποίες πολεμούσαν ορισμένες από τις θρησκευτικές και φιλοσοφικές του απόψεις. Η γενική αποτίμηση της εκπαιδευτικής συμβολής και προσφοράς του είναι θετική, και ας τον λησμονήσαμε εμείς οι νεότεροι Πειραιώτες και οι πολικοί μας ή του Δήμου εκπρόσωποι. Οι περισσότεροι τίτλοι βιβλίων του συμπεριλαμβάνονται ακόμα και σήμερα σε ξενόγλωσσες και ελληνόγλωσσες βιβλιογραφίες και μελέτες. Όμως στην περίπτωση του πειραιώτη Ευάγγελου Π. Παπανούτσου θα επανέλθουμε όταν αντιγράψουμε και αναρτήσουμε τα περιεχόμενα του αφιερωματικού τετραδίου, των «Τετραδίων Ευθύνης» το οποίο κυκλοφόρησε έναν χρόνο πριν την εκδημία του θεολόγου, φιλόσοφου παιδαγωγού και δοκιμιογράφου Πειραιώτη.

Στο παρόν σημείωμα, αντέγραψα τις θέσεις του Ευάγγελου Π. Παπανούτσου, στο κείμενό του «ΖΩΗ ΚΑΙ ΤΕΧΝΗ» για το πάντα επίκαιρο και ενδέχεται ανοιχτό καίριο ζήτημα της Καλλιτεχνικής Δημιουργίας, στην αλληλοπεριχώρηση δηλαδή των μηνυμάτων του φαινομένου της Ζωής με εκείνα της Τέχνης. Στο πώς δηλαδή η ιστορική πραγματικότητα, ένα τυχαίο της πραγματικότητας ατομικό συμβάν μετατρέπεται, μεταπλάθεται από την φαντασία του καλλιτέχνη σε έργο τέχνης, σε διαχρονικό σύμβολο της τέχνης της μυθοπλασίας, στο πώς ένα σύνολο χαρακτηριστικών και καθημερινών ιδιοτήτων της ζωής διαφορετικής τυπολογίας ατόμων, συμπεριφορών και αντιδράσεων, συγχωνεύονται και πλάθουν έναν συγγραφικό ήρωα, έναν λογοτεχνικό χαρακτηριστικό τύπο ως σύμβολο ακολουθίας και μίμησης. Με αφορμή το γνωστό μυθιστόρημα «Βέρθερος» του γερμανού διάσημου συγγραφέα Γκαίτε ο Παπανούτσος μας αναλύει τις θέσεις του σχετικά τους δρόμους και τους τρόπους που εφεύρε ο ολύμπιος Γκαίτε, στην προσπάθειά του να σχεδιάσει τους αντρικούς και γυναικείους Ήρωές του να τους καταστήσει διαχρονικά σύμβολα χρησιμοποιώντας στοιχεία και πλευρές της προσωπικότητάς του ίδιου, των παλαιότερων, νεανικών του εμπειριών και των στοιχείων εκείνων του χαρακτήρα προσωπικών και φιλικών του προσώπων, του κύκλου που συναναστρέφονταν. Ένας ιδανικός ανεκπλήρωτος έρωτας γίνεται η αφορμή για να υφανθεί η τραγική ιστορία του «Βέρθερου» και η αιτία να ξανά σμίξουν δύο μεγάλης ηλικίας άτομα που, ακολούθησαν διαφορετικούς δρόμους το καθένα. Η πυκνογραμμένη και άψογα οργανωμένη αυτή μικρή μελέτη του Ευάγγελου Π. Παπανούτσου, είναι ένα από τα πλέον σοβαρά και όμορφα κείμενα που διαβάζει ο αναγνώστης του παλαιού λογοτεχνικού περιοδικού «Φιλολογικά Χρονικά» του εκδότη Νίκου Σ. Μοναχού. Είναι, δίχως διάθεση πειραιωτολαγνείας, ή γενέθλιου τοπικισμού, μαζί με τις μελέτες του επίσης πειραιώτη Βασίλειου Λαούρδα, ότι πιο επίκαιρο σε πεζό μπορούμε να διαβάσουμε ακόμα και σήμερα. Τουλάχιστον κατά την γνώμη μου, δίχως να παραβλέπω και τις άλλες συμμετοχές. Αναφέρομαι στον φιλολογικό λόγο και όχι τον ποιητικό, εκείνο των μεταφράσεων, των ξενόγλωσσων δοκιμίων και άλλων κειμένων της ύλης του περιοδικού.

          Η επαναπροσέγγιση εν τέλει παλαιότερων τίτλων φιλολογικών εντύπων, η επανά- ανακάλυψη και η μεταφορά στην σημερινή επικαιρότητα, στην σύγχρονη επιφάνεια παλαιών, παραδοσιακών και ίσως λησμονημένων φωνών, το άνοιγμα συζήτησης μαζί τους, μας βοηθά στην τελική ανάλυση να γνωρίσουμε καλύτερα το πνευματικό παρελθόν μας, τις πνευματικές και τοπικές ρίζες μας, να αναγνωρίσουμε με τι ασχολούνταν και τι ενδιέφερε, τι συλλογίζονταν οι λόγιοι και συγγραφείς εκείνων των δεκαετιών του προηγούμενου, του 20ου αιώνα, τι έγραφαν και ποια είδη λόγου προτιμούσαν και τι κόμισαν τόσοι οι δημιουργοί άντρες και γυναίκες όσο και τα έντυπα και λογοτεχνικά περιοδικά που δημοσίευαν τα κείμενά τους. Οι φωτισμένοι εκδότες που έδιναν συγγραφικό βήμα στους νέους και τις νέες της εποχής τους.

          Όσο για την περίπτωση του Ευάγγελου Π. Παπανούτσου, αβίαστα θα υποστηρίζαμε ότι είναι ένας ακόμα κρίκος της πνευματικής πειραϊκής παράδοσης, αυτού που ονομάζουμε Πειραϊκή Λογοτεχνική Σχολή δίχως αστερίσκους και αποκλεισμούς.

Στους σύγχρονους Πειραιώτες εναπόκειται να εμβαπτιστούν στα εκατοντάδες νάματά της.

Γιώργος Χ. Μπαλούρδος

Πειραιάς

Σάββατο 2 Νοεμβρίου 2024.