Σάββατο 10 Μαΐου 2025

Η ΠΟΙΗΤΙΚΗ ΑΝΤΙΑΝΘΟΛΟΓΙΑ του ΔΗΜΗΤΡΗ ΙΑΤΡΟΠΟΥΛΟΥ

 

«Κατ’  όναρ»

του Χάρη Μεγαλυνού

 

ΚΟΜΜΑΤΙ ΓΙΑ ΤΗ ΜΝΗΜΗ ΚΑΙ ΤΗ ΘΕΪΚΙΑ ΚΑΤΑΓΩΓΗ ΤΗΣ

Ας θυμηθούμε τους Βαπτιστές

ή την ελπίδα που είχαν κι οι Τρώες πριν την άλωση (είχαν κι οι Τρώες ελπίδες)

ή τον άνθρωπο του Κρό- Μανιόν, τα οστά της Πλειστοκαίνου

σουραύλια στον άνεμο για τραγούδια των πεύκων

ή πώς ξέχασε τον κόσμο ο Αλέξανδρος μεσ’ στην Ασιατική ηδονή

ή τί κούραση βγήκε απ’ τη σύλληψη του Ιησού μεσ’ στο σύμπαν

και τι παλμοί εκτονώθηκαν

Ας θυμηθούμε τι κίνηση είχαν οι φτερούγες του Πήγασου

όταν ξεπερνιόμαστε απ’ τα σύννεφα μέσα σε άσπρες μέρες

ή αν ήταν ο Καταραμένος Όφις ο Προμηθέας

κι αν στα μάτια του κυλούσαν δάση από Δέντρα της Γνώσης

(πού αρχίζει το αραβούργημα της ζωής και που τελειώνει;)

ή τα επιθετικά όπλα, τα γυριστά ξίφη, τα βέλη,

και πέρα, ασύλληπτα σε βάθος μακριά, οι στόχοι…

Ας θυμηθούμε πάλι τί ανεπανόρθωτα δυνατός ήταν ο Αλέξανδρος

ή πόσοι έφτασαν με κύκνους το άπειρο κι έλιωσαν

γιατί τρόμαξαν στο γυρισμό το όνειρο και την αφή των Βαπτιστών.

Ας θυμηθούμε το χώμα να καλέσουμε

να φτιάξουμε αμφορείς το σώμα αυτό το πανέμορφο της μνήμης

να κλείσουμε στους αμφορείς.

ΠΑΘΟΣ  ΙΤΑΛΙΚΟ

Παλεύει το τοπίο πάνω σου

όταν περνάς από κείνα τα σκουρόχρωμα μελιά πάθη του

παλεύει να σε καταχτήσει

Τα άλατα των οστών σου βαθιά είναι ανήσυχα, αυτά

τα αρθρωτά μέλη σου η στέρεη αλήθεια των αλάτων

Και πέρα μακρυά στο τοπίο που παλεύει πάνω σου

το πάθος της σάρκας σου πολύ ιταλικό.

Η ΘΥΣΙΑ  ΤΗΣ  ΙΦΙΓΕΝΕΙΑΣ

Με συγκινούν οι θυσίες, πούγιναν για να ομορφύνουν τα πανιά

οι λόγχες να γίνουν πιό καλοδουλεμένες

ακόμα για να φουσκώσουν τα στήθια των κοριτσιών

να γίνουν πιό ποταμένιες οι φλέβες των σφυρών

Με συγκινούν οι θυσίες που ξεκίνησαν από μιά παράλογη απαίτηση

ή από ένα επίμονο σημάδι κι ύστερα έγιναν τρυφερές στην έξαψη

σαν παιδιά και φωτεινές στο βλέμμα σαν άσμα

Με συγκινούν οι θυσίες που ήσαν δούλες των νόμων των θεών

ή στόμια να εισέλθει κανείς στα Ηλύσια Πεδία ή κράνη που φοράει

η ηγεσία για να προφυλαχτεί από έναν άνισο θάνατο

Αυτές με συγκινούν που έγιναν για να ομορφήνουν τα πανιά

κι οι λαβές των σπαθιών

Τέτοια θαρρώ πώς ήταν κι η θυσία της Ιφιγένειας…

ΑΠΟΚΑΛΥΨΗ

Πλήρως κορεσμένη η αποκάλυψη

δεν βρίσκει τί να ξεράσει και γεννά την «Αποκάλυψη Ιωάννου»

Ο ΛΗΣΤΗΣ

Είχε’ ένα πράσινο πέλαγος

μιά δραματική δύση κι ήταν λυμένος από μάγια

κεριών και φορητών εικόνων. Ήταν ο ονειρεμένος ληστής

αυτός που είχε στ’ αριστερά του τον Κύριο.

ΑΡΜΑ  ΛΑΤΙΝΙΚΟ

Κάτω απ’ τους βότρεις κάτω από χάλκινα σπαθιά

ξεπέζευα κι είχα τη θλίψη ζαρκαδιού που γεννιέται

και δεν μπορούσα να ερμηνευτώ, ίδιο ισπανικό αραβούργημα

ίδιο χαλικοπρόσωπον όρος

κάτω από χαλκούς συγκεχυμένους κάτω από πολιτείες κατακόμβες

ξεπέζευα κι ήμουν χαρμόσυνος σαν άρμα λατινικό.

ΓΙΑ  ΜΕΝΑ

Για μένα οι έγχορδες μουσικές των πεύκων

και το κερί στις ωμοπλάτες του Ίκαρου

για μένα το τοπίο το ανθρώπινο όπως μου το ιστόρησαν

τα παραμύθια του Γενάρη κι οι καληνύχτες των πρώτων φωνών

τα ταξίδια με τα ραδιογωνιόμετρα πάνω από χαμηλές συννεφιές

σε πρωτόπλαστους κόσμους

όπου χαμένος σταυροφόρος ήμουν: πάντα εγώ.

 

Τραυματισμένος από ήλιο

εγώ ο Μάρκο Πόλο των τραγουδιών μου των ελλαδικών

πέτρα σφεντονισμένη του Αιγαίου

πώς πέρασα πληγωμένος τις λόγχες κι ήρθα

εδώ στις πόες να κλάψω. Άλλαξέ μου το φόρεμα

βάλε καταπράσινα, μάτια να με κυττούν,

πάρε μου το ραβδί που χάραξε τρία παλάτια

ένα του ήλιου, ένα του δρόμου κι ένα της θάλασσας.

Ά! Εγώ, ο Πιτυοκάμπτης της ομορφιάς, τραυματισμένος από ήλιο

στα πεύκα ζω τους ίσκιους τραγούδια μου

που τρέχουν στα πρόσωπα των φτωχών τριζονιών.

Απόψε, εγώ, ο Μάρκο Πόλο των Ελληνικών

έχω ανάγκη από μιά απέραντη Κίνα…

ΑΥΡΙΟ ΧΛΩΜΟ ΜΟΥ ΤΡΙΧΩΜΑ

Αύριο χλωμό μου τρίχωμα

από μελτέμια θάχουμε πεθάνει στη γη της Αφαίας

Ο λίβας ήταν το λιοντάρι που πέρασε

ο μύθος του χαμηλού πετάγματος πάνω από θάλασσες στάχυα

Εμείς χαμένοι στην καρποφορία αγροί Κεραμέως

ίσκιοι που έχουν χαθεί στα ιστία της μέρας…

Αύριο χλωμό μου τρίχωμα

από μελτέμια, από αύρες θάχουμε πεθάνει, άγονοι, απληροφόρητοι, αταξίδευτοι…

ΝΑ  ΣΑΣ ΠΩ;

Να πω για τη γή μου, για το ρίγος που είχαν οι πόες

με τον ερχομό του Μάρτη

για τα κλειστά παράθυρα του ορίζοντα

για τις χρυσές μέρες μου στους πόθους των ακτών μου

για ανθρώπους,

για τους Σαμαρείτες πού έφευγαν διάφανοι όλο για την Ιεριχώ

για το Φραγκίσκο και τα παραδεισένια μάτια του,

να σας τα πω όλα τα παραμύθια της Πατρίδας;

Α! ΤΙ ΜΟΥ ΦΕΡΝΟΥΝ ΤΑ ΔΑΚΤΥΛΑ ΣΑΣ…

Ά! τί μου φέρνουν τα δάκτυλά σας…

Ρίγη από χορούς με δάση Ιωνικά, πόρτες που κλείνουν

μιά διέξοδό μου στα καλοκαίρια

όπου γίνομαι περίπου ελληνικός θεός, σάρκινο μάρμαρο

βοστρυχωτό κι αλλοπαρμένο,

ά! τί μου φέρνουν τα δάκτυλά σας

στις βιαστικές κι αδιάφορές μας χειραψίες.

ΜΕ ΤΑ ΠΙΟ ΩΡΑΙΑ ΥΛΙΚΑ

Δρέψε μου την προκολομβιανή αγνότητα

και το χιόνι το πιό υψηλό της Ινδίας

και τους σπόρους τους πιό θρησκευτικούς του Θιβέτ

και τη λάβα την πιό πρώτη του Ειρηνικού

και το φανατισμό τον πιό απόλυτο τον Παπικό

και το νεωτερισμό τον πιό παγερό του Λούθηρου

και το κλασσικό το πιό ωραίο του Ικτίνου.

Δρέψε μου αρτόδεντρα, νερό, ελληνική άργιλο

κι έλα να χτίσουμε αυτό το θέρος άλλον κόσμο

με τα πιό ωραία υλικά, με τα πιό μαγικά σε δυνατές αναλογίες

κι υπέροχους συγκερασμούς.

Είναι σίγουρο πώς δεν θα χρειαστεί άλλο όνειρο…

ΣΤΑ ΠΕΡΑΣΜΑΤΑ

Στα περάσματα των νεροσυρμών

με πρωινή πλαστουργική αισιοδοξία

με λόφους φως, με προβαδίζουσα την ομορφιά απ’ την πραγματικότητα

με λυγισμένο το γόνατο ήταν

με σκιές αείπονες στα ζυγωματικά, κουρασμένη κι ηδονισμένη

κι ήρεμη, εκεί στα βατά μέρη των αιλουροειδών και των πολυμήχανων

ερπετών, η ομορφιά κουρασμένη ανθοδόχη.

Τώρα μιά λεωφόρος σπάει το λυγισμένο γόνατο

έτσι που ήταν ανυπόφορα έτοιμο γι’ αλλού,

μιά λεωφόρος πηχτή, πυκνή, όπου οι διαβάσεις των αιλουροειδών

και των πολυμήχανων ερπετών.

ΟΡΙΖΟΝΤΙΩΘΗΚΑ

Οριζοντιώθηκα σε παλαιούς καιρούς σε μιά φανταστική αγάπη

που πέφτει απ’ τους ώμους των περαστικών κάθε στιγμή,

σε παραμύθια Δεκεμβριανά της Ανατολής, μακροσκελή κι ηδύπαθα

σαν πρωινός έρωτας, σε Σιλωάμ που ξέχασα το σώμα μου και βγήκα

με ολόγυμνη την αλήθεια μου στους δρόμους του Ιούδα

καιρός μετά το θάνατο του Ιησού, σε πόλεις με παραμυθένια

ποτάμια, με πολιούχος παιδιά και σιωπηλά κεφάλια χρόνων

μέσα στις άμορφες λατρείες των ματιών, οριζοντιώθηκα τη σιωπή

τί αδειοσύνη, με πήραν στις τοιχογραφίες όσων έζησαν,

κι είχαν πεισθεί τί σιωπηλό, τί άδειο το διάστημα

απ’ όπου θα φύγουν για μας τους απογόνους….

Διευκρινιστικά

          Η πρώτη ποιητική συλλογή του ποιητή και βιβλιοκριτικού Χάρη Μεγαλυνού με τίτλο «Κατ’ Όναρ», δημοσιεύθηκε στην «ποιητική αντι ανθολογία» Αθήνα 1971 σελίδες 200 κόστιζε-τότε- 100 παλαιές δραχμές του ποιητή, στιχουργού και αρθρογράφου κυρίου Δημήτρη Ιατρόπουλου. Μιά αντιανθολογία πρωτοποριακή και πρωτοπόρα για την εποχή της, τόσο για τις νέες ποιητές φωνές που ανθολογούνταν με αποσπάσματα ποιημάτων τους ή με ολόκληρες τις συλλογές τους τέσσερεις από αυτές, όσο και για την γενική δομή, οργάνωση και διάταξη της ύλης της, της οποίας η μορφή και παράθεση του ποιητικού υλικού διέφερε από την κλασική εικόνα που γνωρίζαμε των μέχρι τότε Ελληνικών Ποιητικών Ανθολογιών. Όπως ήσαν ενδεικτικά να αναφέρουμε εκείνες του Ρένου Αποστολίδη, του Μιχάλη Περάνθη, των Ρίτα Μπούμη και Νίκου Παππά και άλλων. Ο τίτλος εξάλλου που της δίνει ο αντιανθολόγος δηλώνει το στίγμα της εικόνας της και την διαφορά των χαρακτηριστικών της από προηγούμενές της Ανθολογίες. Το βιβλίο αυτό είναι ένα είδος ποιητικού κολλάζ κάτι που από όσο γνωρίζω δεν είχε όμοιό του και όπως ήταν αναμενόμενο προκάλεσε έκπληξη και το ενδιαφέρον όχι μόνο των συμμετεχόντων αλλά και των αναγνωστών της Ελληνικής Ποίησης μέχρι των ημερών μας. Ήταν μία άλλη πρόταση όπως μας λέει και ο Δημήτρης Ιατρόπουλος στην σύντομη εισαγωγή του «Από την άλλη όχθη». Εξάλλου, η ποιητική και όλη αγωνιστική και καλλιτεχνική διαδρομή του ποιητή της Γενιάς του 1970 Δημήτρη Ιατρόπουλου αποτελούσε σοβαρό εχέγγυο της σύγχρονης αυτής εκδοτικής προσπάθειας και της ποιητικής της ταυτότητας. Ας μην μας διαφεύγει και η χρονική περίοδος που κυκλοφόρησε, 1971 στα μέσα της δικτατορίας, κάτι που δηλώνει ιστορικά το μήνυμα που ήθελαν να περάσουν με τον λόγο τους οι φωνές που επιλέχθηκαν και το κυριότερο, στο ποιά πορεία θα ακολουθούσε ο σύγχρονος ελληνικός ποιητικός λόγος. Αν δούμε τα ονόματα της «αντιανθολογίας» θα διαπιστώσουμε ότι οι νέοι ποιητές και ποιήτριες ανήκουν ηλικιακά στις νεότερες γενιές που εμφανίστηκαν στο ποιητικό προσκήνιο εκείνη την δεκαετία. Παιδαρέλια σχεδόν από όλους τους χώρους του καλλιτεχνικού γίγνεσθαι όπως εξελίχθηκε η παρουσία τους τα κατοπινά χρόνια. Κριτικοί κινηματογράφου, μουσικοσυνθέτες, μεταφραστές, ανθολόγοι, βιβλιοκριτικοί, εκδότες περιοδικών, συγγραφείς λαογραφικών μελετών, πολιτευτές, στιχουργοί κλπ, ήταν το νέο πνευματικό δυναμικό της χώρας μας που κυοφορήθηκε και φανέρωσε τα πρώτα «δειλά» βήματά του είτε πριν το 1967 χρόνια πολιτιστικής άνθησης στην πατρίδα μας είτε μέσα στα δύσκολα και σκοτεινά χρόνια της επταετίας με την στρατιωτική λογοκρισία να παραμονεύει σε κάθε τους δημόσια κίνηση και καλλιτεχνική εκδήλωση, συγγραφικό λόγο ή εκδοτική εμφάνιση. Ας ξαναθυμίσουμε για την σύγχρονη νεότερη ιστορία των ελληνικών γραμμάτων ότι μετά την δημόσια πολιτική δήλωση του νομπελίστα μας ποιητή Γιώργου Σεφέρη και την ανακουφιστική αίσθηση και την αγωνιστική ελπιδοφορία που προκάλεσε στον φιμωμένο ελληνικό λαό, εκδοτικές αυτόνομες πρωτοβουλίες όπως αυτές των «Δεκαοχτώ Κειμένων» το 1970 από τις εκδόσεις «Κέδρος», τους δύο τόμους με τίτλο «Νέα Κείμενα» και πάλι από τον «Κέδρο» της συχωρεμένης Νανάς Καλλιανέση Φθινόπωρο και Χειμώνας 1971 και την εκδοτική εμφάνιση νέων τίτλων περιοδικών όπως ο «Λωτός», η «Συνέχεια» και άλλα λαθρόβια έντυπα, η πρωτοβουλία του Δημήτρη Ιατρόπουλου να συνάξει και ανθολογήσει ποιητικές φωνές που δεν προέρχονταν από τις προηγούμενες παλαιότερες γενιές των ελλήνων ποιητών και ποιητριών, δηλαδή τις Γενιές της Αθηναϊκής Σχολής, τις Παλαμοτραφείς, την Γενιά του 1930, του Μεσοπολέμου, της Κατοχής και της Αντίστασης, του Εμφύλιου τραύματος, οφείλουμε να συμπεριλάβουμε την «αντιανθολογία» σε αυτές τις αγωνιστικές ποιητικές κινήσεις και αντιδικτατορικές εκδοτικές καταθέσεις της δεκαετίας του 1970 όπου συναριθμούνται οι ποιητές και ποιήτριες, της πλέον πολιτικοποιημένης Γενιάς του 1970. Ο Σύγχρονος Κόσμος και τα επιστημονικά και καλλιτεχνικά επιτεύγματά του ανοίγονταν μπροστά τους, οι πνευματικοί τους ορίζοντες και τα ενδιαφέρονταν άλλαζαν, ποίκιλαν ανάλογα με τις προτεραιότητες ζωής κάθε σύγχρονου δημιουργού, την φουρτούνα και τους κλυδωνισμούς των νιάτων τους (της Γενιάς του 1970) δεν θα τους σταματούσαν οι ερπύστριες των όπλων όπως μας αποκάλυψαν τα τραγικά γεγονότα της εξέγερσης του Πολυτεχνείου του 1973. Η ελληνική νεολαία δεν δρούσε μόνο αλλά και έγραφε, εμπνέονταν από την Ποίηση, ενστερνίζονταν τα ρεύματα των Αμερικανών Μπητ ποιητών βλέπε Γκίνσμπεργκ, των Σουρεαλιστικών και Συμβολιστικών ρευμάτων, Αντρέ Μπρετόν, Αρθούρου Ρεμπώ, των καταραμένων ποιητών Ισιδώρου Ντυκάς, Σαρλ Μπωντλέρ, Έντγκαρ Άλλα Πόε, του μοντέρνου ύφους και γλωσσικής εκφραστικής της ακαδημαϊκής παράδοσης όπως ήταν οι φωνές του Τόμας Στερν Έλιοτ, του αινιγματικού Έζρα Πάουντ, του φουτουριστή ρώσου ποιητή Βλαντιμίρ Μαγιακόφσκι και άλλες παγκόσμιες ποιητικές φωνές που μπόλιασαν και γονιμοποίησαν τον σύγχρονο ελληνικό μοντέρνο λόγο των ελλήνων δημιουργών, τροφοδότησαν την ποιητική τους εκφραστική, ζύμωσαν τις γλωσσικές τους εξερευνήσεις και προσμείξεις, πρόσφεραν μία πολυμορφία στα ποιήματά τους άλλαξαν το ύφος της γραφής και το στυλ της. Η φωνή τους εξέφραζε την ατομικότητά τους, την ιδιαιτερότητά τους, την εαυτότητα του χαρακτήρα και των όποιων επιλογών τους. Οι Φωνές τους ήσαν η «χαραυγή» της νέας και μοντέρνας διαδρομής της ελληνικής ποιητικής γραφής, το γλωσσικό υλικό τους είναι διαφορετικό από αυτό των προηγούμενων γενεών, ο εμπλουτισμός του προέρχεται από όλα τα ιστορικά στάδια των ιστορικών βαδισμάτων της ελληνικής γλώσσας, ακόμα και οι νεολογισμοί επιτρέπονται αρκεί να δηλώνουν ή υποδηλώνουν τον ονειρικό ορίζοντα και φαντασία των ποιητών. Ας διαβάσουμε μόνο την πρώτη ποιητική συλλογή του Χάρη Μεγαλυνού που συμπεριέλαβε στην εργασία του ο Δημήτρης Ιατρόπουλος, θα εντυπωσιαστούμε από την υιοθέτηση λέξεων άγνωστών μας, από την χρήση ενός λεξιλογίου που δεν συνάδει με τα μέχρι τότε ακούσματά μας, από λέξεις λαμπερές, πολυσύνθετες, σε διαφορετικών πτώσεων και κλήσεων χρήση. Ένα ύφος ξεχωριστής σημαντικής και αχαρτογράφητης δυναμικής, φυσικά, «Κατ’ όναρ» θα αντιτάξει ο αναγνώστης που έχει εντρυφήσει στην Σεφερική γλωσσική καθαρότητα και την στρωτή απλότητα της Δημοτικής που έχει ο λόγος του Γιάννη Ρίτσου, όμως από την άλλη, μην μου πείτε ότι δεν διακρίνουμε στην ποιητική γραφή του ποιητή Χάρη Μεγαλυνού στοιχεία γλωσσικής εκφραστικής από την ποίηση του Οδυσσέα Ελύτη, από το ηχητικό πεδίο του υπερρεαλιστή ποιητή και ζωγράφου Νίκου Εγγονόπουλου, αρδεύσεις από υπερρεαλιστικές φωνές που απασχόλησαν τους νέους έλληνες ποιητές της εποχής του. Η ποιητική αυτή κατάθεση Κολλάζ που επιχείρησε στην εποχή της ο ποιητής Δημήτρης Ιατρόπουλος να μας γνωρίσει, να μας φέρει σε επαφή με σχεδόν παιδαρέλια και των δύο φύλλων, είναι πραγματικά άξια λόγου και παραμένει φρέσκια και σήμερα ακόμα, παρά το κάπως δύσκολο της αναγνώρισης των ποιητικών αποσπασμάτων σε ποιόν ανήκει τί και ποιός ο χρόνος κυκλοφορίας τους. Ο Ιατρόπουλος προτίμησε σύμφωνα με την δική του ποιητική φιλοσοφία να μας προσφέρει την ποιητική μαρτυρία των χρόνων τους όχι τόσο αν δεν λαθεύω μεμονωμένων ποιητικών φωνών όσο την ποίηση του συνόλου, της ομάδας, των ποιητικών σύγχρονων συναντιλήψεων απέναντι στο υπάρχον πολιτικό σύστημα και τις προτεραιότητες ζωής και αναγκών, μιάς ποιητικής παρέας ομού, προερχόμενων από διάφορα μέρη και τοποθεσίες. Από τα τριάντα ονόματα ποιητών και ποιητριών που αναφέρονται στην σελίδα 10 τα περισσότερα μας είναι γνωστά ή ήταν γνωστά στους μικρούς ποιητικούς κύκλους. Η πλειονότητα τους δραστηριοποιήθηκε σε διάφορους καλλιτεχνικούς τομείς και ποιητές και ποιήτριες εξακολούθησαν να γράφουν και να παράγουν έργο και στα μετά την μεταπολίτευση του 1974 χρόνια. Ορισμένοι και ορισμένες έχουν φύγει από κοντά μας όπως σχετικά πρόσφατα οι ποιήτριες Μαρία Λαϊνά, η Τζένη Μαστοράκη, η Νανά Ησαϊα, ο πειραιώτης Γιάννης Κακουλίδης, ο σκηνοθέτης και ηθοποιός Δημήτρης Ποταμίτης. Ενώ για άλλους έχουν εκπονηθεί εργασίες και μελέτες όπως ο ποιητής Λεφτέρης Πούλιος, ο Γιώργος Μαρκόπουλος, εκκρεμούν εργασίες για την ποίηση και την κριτική φωνή του Βασίλη Στεριάδη, του Θανάση Θ. Νιάρχου, του Αργύρη Χιόνη, της Έλενας Στριγγάρη, του ποιητή και μεταφραστή Ντίνου Σιώτη κ.ά. Από όσο γνωρίζω ο γνωστός κινηματογραφικός κριτικός Τώνης Τσιρμπίνος ο οποίος ανθολογείται από την συλλογή του «Στιγμές άγχους» είναι ο μόνος που προέρχεται από την έβδομη τέχνη, ενώ τον ποιητή Χρήστο Λεττονό τον κέρδισε το μουσικό στερέωμα.

Η διάταξη των Περιεχομένων της «αντιανθολογίας» του Δημήτρη Ιατρόπουλου δεν ακολουθεί την γνωστή μας αναγνωστικά «πεπατημένη» ή αυτήν που έχουμε συνηθίσει ή υιοθετείται από τους γνωστούς μας Ανθολόγους. Ο αντιανθολόγος στην δική του κατάθεση μετά τον δισέλιδο πρόλογό του με τίτλο «Από την άλλη όχθη» όπου εκθέτει τις δικές του ανθολογικές «αξιολογήσεις» και στο τι αναζητά, διαμερισματοποιεί την δουλειά του σε ΣΧΗΜΑ ΠΡΩΤΟ που περιλαμβάνει «Η ΛΕΡΝΑΙΑ ΥΔΡΑ»-Κολλάζ», τις Ποιητικές- Συλλογές Κεφαλές Πρώτη έως Ενάτη, Άξονας δεύτερος: Νανά Ησαϊα. ΣΧΗΜΑ ΔΕΥΤΕΡΟ: 4 ΠΡΩΤΕΣ ΣΥΛΛΟΓΕΣ (Δημήτρης Καντακουζηνός: «Χρονικό». –Πάνος Καπώνης: «Κοκτέϊλ».-Τζένη Μαστοράκη: «Το συναξάρι της αγίας νιότης».- Χάρης Μεγαλυνός: «Κατ’ όναρ».). Ακολουθεί το ΣΧΗΜΑ ΤΡΙΤΟ: ΜΙΚΡΗ ΑΝΘΟΛΟΓΙΑ ΝΕΩΝ ΠΟΙΗΤΩΝ (Ανταίου, Αποστολάτος, Βαρδουνιώτη, Βακουλής, Γαγάνη, Ζαφειρόπουλος, Θεοδώρου, Καββαδία, Καλαχώρας, Καραλέξη, Καραμέρου, Μανωλάς, Μαρμαρέλης, Μελισσάρης, Μικερδιτσιάν, Μουλιάτη, Νικολαϊδου, Νικολαϊδης, Ξεξάκης, Παρασκευά, Σελλούντος, Ταμπακόπουλος, Τσιμιτάκης, Χαραλαμπίδης). ΣΧΗΜΑ ΤΕΤΑΡΤΟ: Η ΑΛΛΗ ΠΟΙΗΣΗ. Βασίλης Τενίδης, Γιάννης Συμεώνογλου, Μιχάλης Ιατρόπουλος, Τεστ προβλητικής δοκιμασίας. Τέλος, ΣΧΗΜΑ ΠΕΜΠΤΟ: ΟΛΙΓΑ ΝΤΟΚΟΥΜΕΝΤΑ.

Ας μην κρυβόμαστε πολλά από τα ονόματα των νέων ποιητών μας είναι άγνωστα, εμφανίστηκαν στο ελληνικό ποιητικό στερέωμα σαν διάττοντες αστέρες που έλαμψε για μία στιγμή το ίχνος τους, θέρμανε αναγνωστικά φιλότεχνες υπάρξεις και θιασώτες του ποιητικού λόγου και κατόπιν μάλλον χάθηκαν, λησμονήθηκαν ή δεν συνέχισαν την συγγραφή τους. Ενδέχεται να μνημονεύονται αρχειακά από τα περιβάλλοντα των τόπων καταγωγής και διαμονής τους. Είναι τα ποιητικά φτερουγίσματα της Νιότης κάθε εποχής και κάθε χώρας στην διαχρονική ιστορία της λογοτεχνίας που με ζωντάνια και νεανική φρεσκάδα αναζητά να εκφραστεί μέσω της Ποίησης, πολλές φορές αδιαφορώντας για κριτικές υποδείξεις, μεγαλόσχημων αξιολογήσεις, μετρονόμων της ποιητικής αλήθειας και μαρτυρίας. Αυτό φαίνεται και από το γεγονός ότι δεν ήταν μόνο ο νομπελίστας μας ποιητής Γιώργος Σεφέρης που εξέδωσε την ποίησή του ιδίοις αναλώμασι, (και δεν πουλήθηκαν μάλιστα αρκετά αντίτυπα) αλλά η πλειονότητα των ελλήνων ποιητών και ελληνίδων ποιητριών. Και εδώ, διαπιστώνουμε κάτι οξύμωρο που συμβαίνει στην πατρίδα μας ενδέχεται και σε άλλα έθνη. Ενώ οι Έλληνες δεν διαβάζουμε και τόσο συχνά έστω Ποίηση, ταυτόχρονα Όλοι γράφουν και θέλουν να εκδώσουν ποιητικές τους συλλογές. Στατιστικά τα ποιητικά βιβλία που κυκλοφόρησαν μετά την μεταπολίτευση είναι αριθμητικά περισσότερα από άλλα είδη και κατηγορίες της γραφής.

     Η «ποιητική αντιανθολογία» κυκλοφόρησε τον Ιανουάριο του 1971 σε χίλια πεντακόσια αντίτυπα στοιχειοθετήθηκε στο τυπογραφείο του Λουκά Γιοβάνη και την επιμέλειά της (σύμβουλος έκδοσης) είχε ο ποιητής Θωμάς Γκόρπας, το εξώφυλλο ήταν του Σπύρου Παπαδόπουλου. Το βιβλίο εκδόθηκε με την οικονομική συνδρομή(;) των συμμετεχόντων αν κατανοούμε ορθά τα γραφόμενα του Δημήτρη Ιατρόπουλου στην σελίδα 6: «η ποιητική αντι-ανθολογία ευχαριστεί για τη συνδρομή τους, τους κ. π. σπεντζόπουλο και β. φωτόπουλο και για την αγάπη τους, τους ελ. στριγγάρη, κ. φωτόπουλο και χρ. Κωστόπουλο».

     Τερματίζοντας το ποιητικό σεργιάνι στην ποίηση και την πρώτη συλλογή του Χάρη Μεγαλυνού και παράλληλα την ποιητική «αντιανθολογία» του Δημήτρη Ιατρόπουλου να υπενθυμίσουμε ότι έχουμε αναρτήσει στα Λογοτεχνικά Πάρεργα ποιήματα και πεζά του Μεγαλυνού καθώς και την ποίηση της ποιήτριας Τζένης Μαστοράκη. Όσο για την αξιοσημείωτη παρουσία του Δημήτρη Ιατρόπουλου, μία περιδιάβαση στο διαδίκτυο θα μας επιβεβαιώσει ότι παραμένει ακόμα ένα πνεύμα οξύτατο, προοδευτικό και πέρα από την εποχή του, ακμαίος συγγραφικά και δημιουργικός πάντα.

Γιώργος Χ. Μπαλούρδος

Πειραιάς

10 Μαϊου 2025         

      

Πέμπτη 8 Μαΐου 2025

Ομπρεϊ Μπίρντσλι Φαντασία και Αισθησιασμός

 

Ομπρεϊ Μπίρντσλι –Aubrey Vincent Beardsley

(21 Αυγούστου 1872- 16 Μαρτίου 1898)

Άγγλος σκιτσογράφος, εικονογράφος, καρικατουρίστας, ποιητής

ΜΠΙΡΝΤΣΛΙ: ΦΑΝΤΑΣΙΑ ΚΑΙ ΑΙΣΘΗΣΙΑΣΜΟΣ

Εκατό χρόνια συμπληρώνονται φέτος από τον πρώιμο θάνατο του Άγγλου εικονογράφου

Δύο νέες βιογραφίες και αναλύσεις του έργου του «αλλόκοτου» εικονογράφου.

     «Μου είναι αδιάφορη η οργή του καλλιτεχνικού Λονδίνου… η τύχη βρίσκεται στα πόδια μου», ανέκραξε σε ένα φίλο του ο 20χρονος Όμπρι Μπίρντσλι, προδικάζοντας το μέλλον του. Η έπαρση κατανοείται. Μόλις είχε πάψει να είναι ένας από τα μιλιούνια των ανωνύμων υπαλλήλων της υστεροβικτωριανής εποχής που αργόσβηναν μέσα στα γραφεία του Σίτι. Οι εικονογραφήσεις του είχαν κινήσει την περιέργεια και η εμπειρία του να κερδίζει τη ζωή του κάνοντας τα πράγματα που αγαπά, τον ώθησε στην ίδια απόφαση που παίρνουν πολλοί επίδοξοι καλλιτέχνες. Να παρατήσει τη δουλειά του. Αυτό που θα γινόταν γνωστό ως το «φαινόμενο Μπίρντσλι» μόλις άρχιζε. Μετά πέντε χρόνια, ο καλλιτέχνης ήταν νεκρός. Ενδιαμέσως είχε δώσει στο fin de siècle τη φυσιογνωμία του. Το στιλ του έγινε το στιλ της δεκαετίας του 1890 και τα επιμηκυμένα κορμιά και πρόσωπά του και οι απερίφραστα ερωτικές του φαντασιώσεις έγιναν το λογότυπο της «αγγλικής παρακμής». Ένα μικρό κοινό εξετίμησε τη δεξιότητα και τη φαντασία του και ένα μεγαλύτερο γοητεύτηκε από τον συνδυασμό του ερεθιστικού με το περιθωριακό.

Ο Μπίρντσλι πέθανε πριν από 100 χρόνια, στις 16 Μαρτίου του 1898 και τα εκατό χρόνια σημειώνουν φέτος δύο εκδόσεις, το «Όμπρι Μπίρντσλι. Μια βιογραφία», του Μάθιου Στέρτζις (Χαρπερκόλινς, 19,99 λίρες, 404 σελ.) και το «Όμπρι Μπίρντσλι» του Στέφεν Καλογουέι (V εντ A Παμπλικέσιονς, 25 λίρες, 224 σελ.).

          Η βιογραφία του Μάθιου Στέρτζις ανήκει στο σύγχρονο είδος της πολύ προσεκτικής συγγραφής φημών και στοιχείων η οποία πότε-πότε κινδυνεύει να γίνει αφήγημα περιοδικών ποικίλης ύλης, όπως π.χ. σε φράσεις «η Έλεν και η Μέιμπελ γύρισαν από τη Γαλλία στις αρχές του Σεπτεμβρίου, γεμάτες ενθουσιασμό και καινούργιες ιδέες». Στο μεγαλύτερο μέρος του όμως το βιβλίο είναι, όπως γράφει «Ομπζέρβερ», αυτό που θα περίμενε κανείς από έναν συγγραφέα βαθύ γνώστη της δεκαετίας του 1890, δηλαδή βασισμένο σε ενδελεχή έρευνα, καλογραμμένο και ταυτισμένο με την περίοδο που αφηγείται.

          Το βιβλίο Στέφεν Καλογουέϊ, ωραία εικονογραφημένο, μοιάζει με κατάλογο έκθεσης αλλά στην πραγματικότητα είναι μιά διεισδυτική μονογραφία που έχει τη μορφή βιογραφίας (παρόλο που η λέξη δεν αναφέρεται στον τίτλο». Ο Καλογουέϊ εντρυφεί περισσότερο από τον Στέρτζις στην εξέλιξη του ύφους του Μπίρντσλι από τον πρώιμο Προραφαηλιτισμό του ως τα ιαπωνικά μοτίβα και την ροκοκό γαλλική τέχνη του 18ου αιώνα που του ενέπνευσε τα τελευταία και καλύτερά του έργα. Ταυτόχρονα, ο βιογράφος ξετυλίγει και το νήμα της ζωής του καλλιτέχνη.

          Ο Μπίρντσλι γεννήθηκε στο Μπράιτον το 1872. Οι γονείς του ήταν δυστυχείς γιατί οι ευγενείς φιλοδοξίες τους είχαν θυσιαστεί στο βωμό της επιβίωσης. Ο νεαρός έφυγε από το σχολείο στα 16 του και άρχισε να ζει σαν κάποιος ήρωας του Χ. Τζ. Ουέλς.

          Την ημέρα είλωτας του βιοπορισμού και το βράδυ σκυμμένος κάτω από το φώς δύο αναμμένων κεριών, πάνω στο τραπέζι του, ένα φωτισμό που τον προτιμούσε από αυτόν του γκαζιού, άφηνε ελεύθερη την πλούσια φαντασία του και το απαίδευτο μεν αλλά εξαιρετικά σίγουρο χέρι του και δημιουργούσε σχέδια τέτοια που δεν είχε ξαναδεί ο αιώνας. Η εικονογράφηση βιβλίων και περιοδικών έφερε στον Μπίρντσλι φήμη αλλά όχι και πλούτο.

          Η «Γυναίκα αλά Μπίρντσλι», έγινε η θηλυκή εικόνα της δεκαετίας του 1890, μολονότι ελάχιστοι είχαν δει τα πρωτότυπα σχέδια του καλλιτέχνη. Το 1894 βγήκε το πολυτελές , τριμηνιαίο περιοδικό, «Κίτρινο βιβλίο», στα εξώφυλλα του οποίου και στις εικονογραφήσεις, η τέχνη του Μπίρντσλι έφθασε σε εντυπωσιακά ύψη, δίνοντας και μιά πατίνα χρόνου στον εξαρχής φανερό αισθητισμό της. Έγινε μια ήσσων διασημότης και αναλόγως φερόταν ντυμένος ως δανδής και μιλώντας με αποστροφές τύπου Όσκαρ Ουάϊλντ.

          Όμως στη σύντομη πτήση του κομήτη Μπίρντσλι έπαιξαν αποφασιστικό ρόλο δύο παράγοντες. Ο πρώτος της είναι η εξέλιξη της τεχνολογίας. Ως το τέλος της δεκαετίας του 1880, ο συνηθέστερος τρόπος αναπαραγωγής εικόνων ήταν με την εγχάραξη του πρωτοτύπου, από το χέρι σε ξύλινες ή μεταλλικές πλάκες που χρησιμοποιούσαν κατόπιν για την εκτύπωση.

          Μιά διαδικασία βραδεία και δαπανηρή όπου η αναπαραγωγή γινόταν από άλλα, αδιεξιότερα χέρια, ενώ το πρωτότυπο χανόταν . Στο τέλος της δεκαετίας του 1880 αναπτύχθηκε η μέθοδός της φωτογραφικής μεταφοράς της εικόνας σε τσίγκινη πλάκα απ’ όπου τυπωνόταν απευθείας, κρατώντας έτσι όλες τις λεπτομέρειες και τις αποχρώσεις του πρωτοτύπου. Η τεχνική αυτή πρωτοχρησιμοποιήθηκε ευρέως στις αρχές της δεκαετίας του 1890 στην εικονογράφηση βιβλίων και περιοδικών με μαυρόασπρα σχέδια. Έτσι, ο Μπίρντσλι, και η εποχή του συνέπεσαν απολύτως.

          Ο δεύτερος παράγοντας ήταν πολιτιστικός. Στις δεκαετίες του 1880 και 1890, οι σημαντικότερες φυσιογνωμίες του αγγλικού αισθητισμού, κυρίως ο Όσκαρ Ουάϊλντ, έγιναν αυτό που οι λογοτεχνικοί πράκτορες και διαφημιστές επιδιώκουν για όλους τους πελάτες τους Διάσημοι.

          Από τη διασημότητα αυτή ωφελήθηκε και ο Μπίρντσλι. Στην πραγματικότητα ο Ουάϊλντ ουδέποτε συνεργάσθηκε με το «Κίτρινο βιβλίο» και ελάχιστη επαφή είχε με τον Μπίρντσλι. Για το κοινό όμως ο Μπίρντσλι ήτανε ο Ουάϊλντ των εικαστικών τεχνών, μια ταύτιση που έγινε αξεχώριστη μετά την εικονογράφηση από τον Μπίρντσλι της «Σαλώμης» του Ουάϊλντ.

          Η δεκαετία του 1890 τέλειωσε στις 6 και δέκα το πρωί, της 5ης Απριλίου του 1895 στο ξενοδοχείο Κάντογκαν του Νάιτσμπριτζ, όταν η αστυνομία συνέλαβε τον Όσκαρ Ουάϊλντ με κατηγορίες προσβολής της δημοσίας αιδούς, μετά την αποτυχία της μήνυσής του για συκοφαντία κατά του μαρκησίου του Κουίνσμπερι, πατέρα του Μπόζι. Μολονότι ο Μπίρντσλι δεν ανήκε στον κύκλο του Ουάϊλντ και, όπως δείχνουν τα στοιχεία ήταν ετεροφυλόφιλος, θεωρήθηκε ότι συνέβαινε το αντίθετο. Τέσσερεις μέρες αργότερα ο Μπίρντσλι απολύθηκε από το «Κίτρινο βιβλίο».

          Άρχισε κατόπιν ο αγώνας για ένα σταθερό εισόδημα και ενάντια στη φθίνουσα υγεία του. Το 1896, ο Αρθούρος Σάιμονς έβγαλε ένα άλλο περιοδικό, το «Σαβόϊ», πιο συγκρατημένο και συμβατικό από το «Κίτρινο βιβλίο» και λιγότερο επιτυχημένο.

                   Στολισμένα άσπρα χαρτιά

          Το εικονογραφούσε ο Μπίρντσλι συχνά με εμπύρετη φαντασία. Τα σχέδιά του για το «Βολπόνε» του Μπεν Τζόνσον, που δημοσιεύθηκαν μετά θάνατον, θεωρούνται οι ωραιότερες συλλήψεις του. Η δύναμή του όμως τον εγκατέλειπε και αναγκαζόταν να μετακινείται από τόπο σε τόπο αναζητώντας τον αέρα εκείνο που θα έκανε καλό στα χαλασμένα του πνευμόνια. Η ζωή του ήταν σαν του συμπατριώτη του ποιητή και επίσης φυματικού, Τζον Κιτς. «Ένα καπρίτσιο στο πρόσωπο της αιωνιότητας». Το καλύτερο επιτύμβιο του είπε ο φίλος του Ρόμπερτ Ρος: «Στόλισε άσπρες κόλλες χαρτί όπως ποτέ δεν έχουν ξαναστολιστεί».

Εφημερίδα Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, ΚΥΡΙΑΚΗ 12 ΑΠΡΙΛΙΟΥ 1998, σ.32. [Αποκλειστικότης THE OBSERVER- Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ].

ΥΓ. Ακούσθηκε στις ειδήσεις: -Ορισμένοι Καρδινάλιοι της Καθολικής Εκκλησίας ζήτησαν να παρακολουθήσουν την ταινία «ΚΟΝΚΛΑΒΙΟ» για να μάθουν τις διαδικασίες ψηφοφορίας για την εκλογή του νέου Πάπα. Ας τους ευχηθούμε να ενημερωθούν και για το πώς θα συμβάλλουν δραστικά και αποτελεσματικά και όχι με ευχολόγια και ροζάρια στην καταπολέμηση της φτώχειας και της οικονομικής εκμετάλλευσης στις πέντε ηπείρους και στον τερματισμό των πολέμων που, σκοτώνονται αθώοι πολίτες για τα συμφέροντα άλλων.- Ελέχθει ότι ο πρώην έλληνας πρωθυπουργός και πρόεδρος της Σοσιαλιστικής Διεθνούς κύριος Γιώργος Α. Παπανδρέου παρακολουθεί μαθήματα Τεχνητής Νοημοσύνης. Όπως φαίνεται, θα τέλειωσε τα μαθήματα οδήγησης ποδηλάτου και θα έλαβε το δίπλωμα οδήγησης δίχως βουλευτικό «βύσμα». Που σημαίνει ότι δεν θα είναι τεχνολογικά αναλφάβητος και δεν θα ξανά πέσει. -Είπαν στις ειδήσεις: «Τρείς Βουλευτές του Ελληνικού Κοινοβουλίου πιάστηκαν να προσπαθούν να φωτογραφήσουν με το κινητό τους σελίδες από την δικογραφία του δυστυχήματος των Τεμπών με τους 57 Νεκρούς, από τους δέκα ηλεκτρονικούς υπολογιστές και τους σταμάτησαν οι επιτηρητές». Άραγε, σε ποιά μέσα μαζικής ενημέρωσης σκόπευαν να δώσουν τις πληροφορίες και σε ποιες δημοσιογραφικές γραφίδες; –Οι σελίδες της δικογραφίας που κλήθηκαν να δουν και να διαβάσουν οι 300 Βουλευτές μας είναι 60.000. Θα αναρωτηθούμε εύλογα πόσα δέντρα χρειάστηκε να κοπούν για να παραχθεί το αντίστοιχο χαρτί; και όπως ανέφερε έγκριτος δικηγόρος-ποινικολόγος σε πρωινή εκπομπή, μπορεί να πιστέψει κανείς ότι θα κάτσουν να διαβάσουν 60.000 σελίδες; Και συλλογιζόμαστε, εδώ σύμφωνα με δηλώσεις τους οι εκλεγμένοι εκπρόσωποί μας δεν προλαβαίνουν να διαβάσουν τα Νομοσχέδια που ψηφίζουν και νομοθετούν και τα ψηφίζουν αδιάβαστα γιατί είναι λένε πολυσέλιδα και με άπειρες εμβόλιμες διατάξεις που έρχονται νύχτα, και θα κάτσουν να διαβάσουν αυτόν το δυσθεώρητο όγκο, ωκεανό λέξεων νομολογίας και ερωτοαπαντήσεων του ελληνικού αλφαβήτου; Και άραγε, αν  για τα Τέμπη χρειάστηκαν (μέχρι σήμερα) 60.000 σελίδες για την πυρκαγιά και τις καταστροφές στο Μάτι με τους 104 νεκρούς πόσες σελίδες δικογραφίας χρειάζονται; Ποιοί αλήθεια παρωδούν ποιούς; Το “GRAND HOTEL” της Ελληνικής Δικαιοσύνης και Πολιτικής Σκηνής.

Εκ Πόλεως Πειραιώς η αντιγραφή και ο σχολιασμός

8 Μαϊου 2025      

 

   

Τρίτη 6 Μαΐου 2025

Ο ποιητής Χάρης Μεγαλυνός

 

     Ο  ΚΑΒΑΦΗΣ  ΕΠΙΘΥΜΗΤΟΣ

του ΧΑΡΗ  ΜΕΓΑΛΥΝΟΥ

     Ο Καβάφης είναι η αμαρτωλή σκιά των ελληνικών γραμμάτων: το μελάνι που ξοδεύτηκε για να τον σπιλώσει (μελάνι της αριστεράς που πάντα μυρίζει μπαρούτι) και η φωτιά που ξεπήδησε για να τον κάψει, δεν είναι πια πράγματα άξια λόγου, γιατί ο Καβάφης δεν έχει πλέον εχθρούς.

     Ο Καβάφης, εχθρός της ποίησης και του ρητορικού της βασιλείου, ακμάζει στην εποχή μας που έχει απαρνηθεί την αξία της αμαρτίας σαν ιδιοσυστασία της ανθρώπινης φύσης. Η αριστερή ιδεολογία και κριτική είναι ακόμα και σήμερα πιο συνεπής οπαδός του καβαφικού κόσμου: παραμένει ο πιο αξιόλογος χειροκροτητής όχι του Καβάφη, αλλά της αντίληψης που δικαιώνει τον Καβάφη και τον κάνει απαραίτητο ως τις μέρες μας.

     Δεν είναι περίεργο ότι η αστική κριτική (η πιό αξιόλογη άλλωστε στο γνωστικό επίπεδο) συμπεριφέρεται ακόμα με άγχος και ενοχή σε σχέση με τον Καβάφη: αυτή η χαμηλόφωνη ποίηση, ποίηση της αποτυχίας και της ήττας, σαστίζει πιο πολύ τον ορθολογιστικό ιδεαλισμό παρά τον ατράνταχτο υλιστικό επικαθορισμό.

     Ο Καβάφης έχει την ίδια μοίρα που έχουν όλοι οι ποιητές αναφοράς: σαν  τέτοιος δεν μπορεί να είναι απόλυτα επιτυχημένος, απόλυτα πρωτότυπος και προσωπικός, παρά σε σχέση με κάτι άλλο. Η ποίηση που αξιώθηκε να κάνει ο Καβάφης είναι πεισματικά ιδιόκτητη, όχι ιδιωτική όπως κατακρίθηκε. Γιατί τι άλλο εκτός από μια θριαμβευτική χαρά της ιδιοκτησίας διακατέχει όλο αυτόν τον οχυρωμένο κόσμο, τις δυσπρόσιτες πηγές, τις αλλοιωμένες χρονολογίες; Ειπώθηκε, με μια δόση υπερβολής, ότι ο Καβάφης χρειάζεται γύρω του ένα συνεργείο ανθρώπων ανάλογο μ’ εκείνο του λόρδου Κάρναβον, όχι για να το στοιχειώσει με την κατάρα των Φαραώ, αλλά απλούστατα να το υποδηλώσει στην γοητεία του. Για να έχουμε μπροστά μας μια όσο γίνεται πιο καθαρή εικόνα αυτής της σχέσης, αρκεί να φέρουμε στο νου μας τις γυμνές σελίδες αυτής της ποίησης, όπου η αλήθεια παίζει με το πεπρωμένο, για να σχηματισθεί μπροστά μας, όχι ο γκρίζος ορίζοντας της πολυμάθειας, αλλά ο ουρανός της εφηβικής ομορφιάς. Ο Καβάφης παραμένει μετά τόσα χρόνια μια εγγυημένη μηχανή που παράγει επιθυμία και γνώση: το προϊόν αυτής της μηχανής είναι ακούραστο κι αέναο σαν το χρόνο. Το ότι ο Καβάφης είναι ο μόνος ποιητής σε παγκόσμιο επίπεδο που παράγει ακόμα αλλοτρίωση (άλλο μεγάλο παράδειγμα είναι ο ρομαντισμός του Μπάϋρον), είναι μια παραπάνω απόδειξη ότι ο καβαφισμός είναι μεγαλύτερος από τον Καβάφη τον ίδιο. Την επιβίωση και τον δυναμισμό της αλλοτρίωσης την μετράμε καλύτερα και ασφαλέστερα πάνω στους νέους παρά πάνω σε πιο κατεστημένες δομές, όπως είναι η κριτική ή η αρθρογραφία. Οι νέοι ξεμυαλίζονται με την ποίηση του Καβάφη όχι γιατί τους εκφράζει (πώς είναι δυνατόν;) αλλά γιατί τους κολακεύει. Ο Καβάφης δεν δικαιώθηκε μόνο  απ’ την ιστορία των μορφών σαν ένας καινοτόμος, αλλά και απ’ την ιστορία των γενεών: τον Καβάφη τον κράτησε ζωντανό η ανθρώπινη ματαιοδοξία του να είναι αρεστός στους νέους. Αυτό το τετριμμένο πάθος, ίδιο με την πρακτική του μακιγιάζ ή των βαμμένων μαλλιών, κάνει τον Καβάφη κάτι περισσότερο από προνομιακό στις προτιμήσεις των νέων ποιητών, τον κάνει επιθυμητό.

       η γυναικεία στάση

     Υπάρχει η γυναίκα στον Καβάφη; Όσο θα ήταν λάθος να δούμε στον Καβάφη μόνο μια ψυχολογική δομή όπου δεσπόζει η γυναίκα, άλλο τόσο θα ήταν άτοπο να μην αναγνωρίσουμε ότι στον Καβαφικό κόσμο, απουσιάζει η γυναίκα σαν αντικείμενο της τέχνης του.

     Ο ίδιος στο περίφημο αυτοσχόλιό του απέκλεισε τη γυναίκα σα θέμα από την ποίησή του: αυτό αν δεν είναι μια πρακτική συνέπεια της ομοφυλοφιλίας του, είναι οπωσδήποτε μια επιλογή, που έχει αισθητικές και φιλοσοφικές συνέπειες. Δεν ξέρουμε πότε ακριβώς ο Καβάφης «απελευθερώθηκε» από τον διχασμό που βασανίζει το ομοφυλόφιλο εγώ και το εμποδίζει να αυτοπραγματωθεί χωρίς αναστολές: εκείνο που ξέρουμε είναι ότι ο Καβάφης κατανικώντας την φοβία της ομοφυλοφιλίας του, είχε κατανικήσει ταυτόχρονα κι αυτό που τον εμπόδιζε να γίνει ένας αυθεντικός καλλιτέχνης.

     Αυτή η ταυτόχρονη ωρίμανση στο συγκινησιακό και στο καλλιτεχνικό επίπεδο, δίνει στον καβαφικό έργο μια αναμφισβήτητη δύναμη και μια επικαιρότητα απαράμιλλη. Ο Καβάφης έγινε ο εαυτός του ανθρώπινα και καλλιτεχνικά από την στιγμή που πραγματώθηκε συγκινησιακά. Γιατί όμως εξακολουθεί να υπάρχει στην ποίησή του αυτό το κενό, αυτή η αίσθηση της αποτυχίας, μερικές φορές όχι χωρίς κάποια μνησικακία; Αυτή την οδύνη, αυτό το κενό, μπορούμε να το αποδώσουμε στην ομοφυλοφιλία του;

     Ο Καβάφης μένει μόνος τους γιατί δεν θέλει να πληρώσει το τίμημα να μείνει η γυναίκα στην ποίησή του; Ή μήπως πληρώνει το τίμημα των αιμομικτικών ερώτων, που σαν ομοφυλόφιλος, δεν απαρνήθηκε ποτέ; Αυτά τα ερωτήματα που μας παραπέμπουν στο φάσμα του Οιδίποδα, δεν μπορεί παρά να μείνουν αναπάντητα. Αυτό που έχει σημασία για μας είναι πως ο Καβάφης κατόρθωσε να δώσει μια πετυχημένη μορφή στην αίσθηση της αποτυχίας και του κενού.

     Ο Καβάφης στην ωριμότητά του φαίνεται να γνωρίζει πως μια ποίηση απλοϊκή, γεμάτη θάρρος και φαντασία, δηλαδή μια ποίηση επική και ομηρική, δεν είναι η ποίηση που ταιριάζει στον μοντέρνο κόσμο, μια ποίηση αντρική είναι μια ποίηση μ’ ένα μεγάλο, γαλήνιο σαν τη θάλασσα, θέμα.

     Ο Καβάφης λοιπόν δεν έπαψε και δεν θα πάψει ποτέ να υποφέρει μέσα απ’ τις γιορτές και τις επετείους, υπάρχει ο τραγικός Καβάφης, ο Καβάφης της δυστυχίας, με το συσπασμένο πρόσωπο και τα κατεβασμένα μάτια, τεκμήριο αυτής της φοβερής μοίρας δεν είμαστε εμείς ούτε τα ποιήματά του, η τέχνη τους, αλλά το εσωτερικό τους, η αντίθεση με το παρόν τους, η αναλλοίωτή του μοίρα.

     Δεν έχουμε άλλη εκλογή ακόμα και στο φωτεινό σήμερα, μέσα από τις ποικίλες ελευθερίες μας, δεν έχουμε λέω άλλη εκλογή απ’ το να διαβάζουμε πάντα τον Καβάφη ένοχα και ψιθυριστά.

           Ο Καβάφης σαν κατηγόρημα

    Ο καλός ποιητής μας κάνει να ξεχνάμε τα επίθετά του, όχι γιατί δεν μπορεί να αναδυθεί ένας πραγματικός κόσμος από ένα επίθετο παρά από ένα ουσιαστικό, αλλά γιατί τα επίθετα τα αποδίδουμε εμείς.

      Όταν κλείνω ένα βιβλίο που αγαπώ είμαι γεμάτος επίθετα. Αυτό με κάνει να γράφω τα πιο αυστηρά μου παράπονα, τις πιο παράλογες ελπίδες μου το επίθετο με βοηθάει να προσεγγίσω το πραγματικό. Στα επίθετα συναντιέμαι με ό,τι ονειροπολώ και ενώ με βοηθάνε να αναβάλλω συνέχεια το πραγματικό, γίνονται το οχυρό απ’ όπου θα εκπορθήσω την πραγματικότητα. Ο Καβάφης είναι ο ποιητής του ουσιαστικού, γιατί έχει πραγματοποιήσει σαν δημιουργός εκείνο που συνέχεια αναβάλλει σαν αναγνώστης, ο Καβάφης δεν υπάρχει σαν αναγνώστης του έργου του, δεν υπάρχει σ’ αυτόν εκείνη η αυνανιστική μέθη του να παραμείνεις μόνο αναγνώστης του έργου σου. Η κριτική στάθηκε πάντα ένα πελώριο, πότε αδιάκριτο, πότε εγκωμιαστικό, αλλά ποτέ αδιάφορο επίθετο για τον Καβάφη. Η μόνη κριτική στο επίπεδο του ουσιαστικού που έγινε ποτέ στον Καβάφη, έγινε από τους επικριτές του. Άρα η κριτική που καταλαβαίνει, η κριτική που δημιουργεί, είναι η κριτική του επιθέτου. Ποίηση με λιγότερα επίθετα απαιτεί η αυστηρή κριτική, ενώ μια ποίηση φειδωλή σε επίθετα είναι μια κριτική του εαυτού της.

     Ο Καβάφης είναι πανίσχυρος σαν ποιητής επειδή είναι κριτής του έργου του’ απ’ τον Καβάφη συλλαμβάνουμε ό,τι είναι πιστό στον εαυτό του’ απ’ τον Καβάφη δεν περισσεύει τίποτα, εκτός ίσως ο ίδιος ο εαυτός μας.

      Η ιστορία της σχέσης μας με τον Καβάφη δεν αρχίζει πριν από δύο χιλιάδες χρόνια, μαζί με την συμβατική αλυσίδα της ποίησης και της ελληνικής γλώσσας. Ο Καβάφης μας χρονολογείται από χθες, όχι από χθές της ελληνικής γλώσσας, αλλά απ’ το χθές του εγώ μας, ο Καβάφης αξιώνει ολόκληρο το εγώ μας, όπως και το  εγώ μας αξιώνει για λογαριασμό του ολόκληρο τον χρόνο και την ιστορία. Γι’ αυτό η γεμάτη έκπληξη ανακάλυψη του Καβάφη δεν είναι ανακάλυψη της ποίησης καθεαυτής, αλλά έκπληξη για τον εαυτό μας. Ο Καβάφης για την ποίηση είναι ένα τέρας, ένας ποιητής ακόμα ανεύρετος’ όποιος πίνει νερό στο όνομα του Καβάφη είναι σαν να εύχεται την διαφθορά και την εξαχρείωση της ποίησης.

ΧΑΡΗΣ  ΜΕΓΑΛΥΝΟΣ, σ.19-20

Περιοδικό ΑΜΦΙ Β΄ περίοδος, τεύχος 16-17/ Άνοιξη- Καλοκαίρι 1984, σ. 19-20. Αφιέρωμα Κ. Π. ΚΑΒΑΦΗ. ΕΞΗ ΚΕΙΜΕΝΑ ΓΙΑ ΤΟΝ ΚΑΒΑΦΗ.

Πρώτο σημείωμα για τον ποιητή Χάρη Μεγαλυνό

        Σε προηγούμενα, αρκετά σημειώματά μας στα Λογοτεχνικά Πάρεργα, είχαμε αποδελτιώσει τα τεύχη του παλαιού περιοδικού «ΑΜΦΙ» την χρονική διαδρομή και εκδοτική περιπέτεια του στα τέσσερα στάδια της έκδοσης και κυκλοφορίας του από το 1978 που έκανε την εμφάνισή τους έως το 1996 (;) που τερμάτισε τον κύκλο του. Ένα πρωτοπόρο και πρωτόγνωρης ύλης για την εποχή του έντυπο και τα κοινωνικά και πολιτικά δεδομένα της, τις παγιωμένες θεσμικές και εθιμικές καταστάσεις και αξίες της παραδοσιακής Ελληνικής Κοινωνίας. Τις ερωτικές συνήθειες των Ελλήνων και Ελληνίδων τα δημόσια ήθη των συμπεριφορών τους, τις  οικογενειακές τους και θρησκευτικής κρατικής εκπαιδευτικής αγωγής διαπαιδαγώγησης αξίες, των διαφόρων ταμπού της, την θέση της γυναίκας, των παιδιών, του άντρα μέσα στην πυρηνική ελληνική οικογένεια μέχρι την δεκαετία 1970-1980. Των κατεστημένων παραδοσιακών και αναγνωρίσιμων ρόλων του άντρα και της γυναίκας στην ελληνική κοινωνία όπως είχε διαμορφωθεί στους ιστορικούς αιώνες της παράδοσής της. Στην ολιστική και ατομική εικόνα των ρόλων τους, διαμορφωμένων από αντιλήψεις και συνήθειες καταστάσεις και κοινωνικά προτάγματα βίου στο διάβα της χρονικής διαδρομής ιστορικών στιγμών της χώρας μας στις εκδηλώσεις και εκφάνσεις των κατά γεωγραφική περιφέρεια παραδόσεων του Ελληνισμού. Η Ελληνική Κοινωνία συνειδητοποιούσαμε ότι άλλαζε ραγδαία και απότομα, εκρηκτικά και με μεγάλους φανερούς και υπόκωφους θορύβους, εισέρχονταν σε νέες περιπέτειες, φιλοδοξούσε και δικαίως να προφτάσει τα ανεπτυγμένα κράτη της δύσης, να βαδίσει πάνω στα ίχνη που είχαν χαράξει οι σύγχρονες ευρωπαϊκές κοινωνίες και λαοί του δυτικού κόσμου μετά το τέλος του δεύτερου παγκόσμιου πολέμου και την λαίλαπα της καταστροφής που είχε επιφέρει στις ζωές και τις συνειδήσεις των ανθρώπων και όσον είχαν εμπλακεί στην δύνη του. Το «ΑΜΦΙ» κυκλοφόρησε τέσσερα χρόνια μετά την πτώση του επτάχρονου δικτατορικού καθεστώτος το 1974, σε μία κρίσιμη και θυελλώδη περίοδο της ελληνικής κοινωνίας και της πατρίδας μας ολάκερης. Όλοι και Όλες, Όλα βιάζονταν να αλλάξουν γύρω μας και μέσα μας στην φιλοδοξία μας να κερδίσουμε της ζωής και των ονείρων μας χαμένο χρόνο. Στην ορμητική και επαναστατική των νιάτων μας βούληση να ανατρέψουμε κάθε τι που προέρχονταν από τα δεσμά του παρελθόντος. Δονκιχωτικοί «ήρωες», αμφισβητίες και αντισυμβατικοί, πρωτόγονοι «ακτιβιστές» κοινωνικών δικαιωμάτων, αναρχίζουσες υπάρξεις και ιδεολόγοι κάθε φιλοσοφικής και στοχαστικής ενατένισης και πιστεύω που επιθυμούσαμε να απαλλαγούμε από τα πάντα, τους πάντες, κάθε τι που μύριζε μούχλα και παλαιομοδίτικο κλίμα ζωής, νεοσσοί «ξερόλες» με αδιαμόρφωτες μέσα μας ιδέες, φτερουγίσματα δειλά, κουραστικά, βεβιασμένα, όχι πάντα ισορροπημένης αντίληψης για τον Κόσμο γύρω μας. Πολιτικά γλαροπούλια των νέων καιρών που τρεφόμασταν με ότι βρίσκαμε και συναντούσαμε στα πετάγματά μας. Είμασταν η νέα γενιά της μεταπολίτευσης, η Γενιά του 1980 που αναζητούσαμε οδοδείχτες «σοφίας» καθώς ανέτειλαν οι καινούργιοι ορίζοντες και σταδιακά απαλλασσόμασταν από ένα ανελεύθερο καθεστώς που μας είχε βάλει «στο γύψο». Πνέαμε υπερήφανοι, με ζωντάνια και τόλμη, ριψοκίνδυνα σε ούριους ανέμους κοινωνικής και πολιτικής ελευθερίας, ταξιδεύαμε σε άγνωστά λιμάνια πρωτόγνωρων εμπειριών και αισθήσεων, σωματικών απολαύσεων και αγγιγμάτων τρυφερότητας και ευαισθησίας, σελαγίζαμε σε μαγικά περάσματα της ενηλικίωσής μας. Βιαζόμασταν να μεγαλώσουμε, αγόρια και κορίτσια πριν καλά-καλά απολαύσουμε, χαρούμε τα ξέγνοιαστα χρόνια της αθωότητας της παιδικότητάς μας, της άγουρης και ταραγμένης εφηβείας μας. Είμασταν η μικρομέγαλη γενιά της μεταπολίτευσης, αυτή που αρκετές φορές έσπευδε να σβήσει τα ίχνη της πριν προλάβει να τα χαράξει στις αναθεωρητικές της βλέψεις και προθέσεις.

    Το περιοδικό «ΑΜΦΙ», ένα σύγχρονου κοινωνικού προβληματισμού και νομικών και συνταγματικών διεκδικήσεων περιοδικό με πολύχρωμο πολιτικό προσανατολισμό και ανένταχτη ύλη και περιεχόμενα, ένα έντυπο ανοιχτών οριζόντων-ας το υπενθυμίζουμε-για την εποχή του σοβαρή και μιάς άλλης προβληματική φωνή, ήταν έμπνευση και γέννημα μιάς μικρής-στην αρχή- φιλικής ομάδας νέων Ελλήνων, διανοουμένων, λογίων, κινηματογραφιστών, καθηγητών, ποιητών, μορφωμένων ατόμων και όχι μόνο (ορισμένα από τα πρόσωπα αυτά ήσαν οικονομικά ευκατάστατα και ανεξάρτητα) σπουδαγμένων σε ξένα πανεπιστημιακά ιδρύματα και σχολές της Εσπερίας, εμφορούμενα από ιδέες, θέσεις, απόψεις, αντιλήψεις προερχόμενες από την εξέγερση της Νεολαίας του Γαλλικού Μάη του 1968 και των άλλων Ουτοπικών Κινημάτων, της Αριστερής και Αναρχίζουσας Νεολαίας στον Δυτικό Κόσμο. Είχαν μπολιαστεί οι ιδέες τους από τα διάφορα επαναστατικά πολιτικά και κοινωνικά ρεύματα των χρόνων εκείνων. Από τις Μαρξιστικές ιδέες και την Μαοϊκή Επανάσταση, τον αντιαποικιακό αγώνα του Χο Τσι Μινγκ, τις Μαοϊκές ιδέες της εποχής, τους αγώνες των Μαύρων στην Αμερικάνικη Ήπειρο, εναντίον του Άπαρχ Χάιντ,  τις ανατρεπτικές πολιτικές μεταμαρξιστικές φιλοσοφικές θέσεις του Χέρμπερτ Μαρκούζε, του Βίλχελμ Ράιχ, του Γκυ Ντε Μπωρ, του Ζαν Πωλ Σαρτ και τις φεμινιστικές θέσεις της συντρόφου του Σιμόν ντε Μποβουάρ όπως αυτές εκφράζονται στο βιβλίο της το «Δεύτερο φύλο», του Μάλκομ Χ και της Άντζελα Ντέηβις και αντιπολεμικές εκδηλώσεις ενάντια στον πόλεμο του Βιετνάμ, την υποστήριξη του γάλλου ακτιβιστή ομοφυλόφιλου συγγραφέα Ζαν Ζενέ στον αγώνα των Αλγερινών για απεξάρτηση από την Γαλλική κηδεμονία. Τις εκατοντάδες ανατρεπτικές κινήσεις ατόμων και ομάδων στους χώρους των γραμμάτων, των τεχνών, της παιδείας, της εκπαίδευσης, του πολιτισμού. Ο νέος γαλλικός κινηματογράφος, τα νέα θεατρικά ρεύματα, τα μουσικά συγκροτήματα των Μπίτλς, των Ρόλνγκ Στόουν, η οργάνωση του φεστιβάλ του Γούντστοκ, το ελληνικό Ροκ και το Νέο Κύμα των Μπουάτ… Όλο αυτό το σύννεφο της πολιτικής και πολιτιστικής Ουτοπίας που είχε αρχίσει μετά το τέλος του δεύτερου παγκόσμιου πολέμου να απλώνεται πάνω στην Ευρώπη και καθώς γκρεμίζονταν ένα –ένα τα δικτατορικά καθεστώτα και ο Κόσμος άλλαζε, ήσαν οι τροφοδότες πηγές ιδεών και αντιλήψεων, φιλοσοφίες θεωρήσεις και προτάσεις της Νέας Ζωής των Ανθρώπων, ακηδεμόνευτης και με περισσότερες, στερεότερες ατομικές και συλλογικές ελευθερίες, δίχως πολιτικούς ή θρησκευτικούς, μεταφυσικούς πάτρωνες ήσαν ό,τι ενστερνίστηκαν και αποδέχτηκαν και οι Έλληνες Νεολαίοι στον αγώνα τους ενάντια στην χούντα και μεταγενέστερα για ένα κράτος δικαίου, ισότητας των πολιτών, εθνικής ανεξαρτησίας, ανακατανομή του εθνικού πλούτου της χώρας μας, δικαίωσης των λαϊκών αγώνων από την εποχή της εθνικής αντίστασης. Ο Ανδρέας Βελισσαρόπουλος, ο Λουκάς Θεοδωρακόπουλος, ο Γιώργος Ράνος, ο Ανδρέας Αγγελάκης και ορισμένα άλλα προοδευτικά άτομα αποτέλεσαν την πρώτη φλόγα έμπνευσης, οργάνωσης και υλοποίησης ενός ελληνικής εκδοχής κοινωνικού κινήματος όπως ήταν το ΑΚΟΕ και το περιοδικό που εξέφραζε τις ιδέες και απόψεις των τρομερών και τολμηρών Παιδιών της οδού Ζαλόγγου. Την πρώτη αυτή δημόσια κίνηση και αγωνιστική προσπάθεια του ΑΚΟΕ και του «ΑΜΦΙ» για την αναγνώριση των δικαιωμάτων την ισότιμη θέση τους απέναντι στην ελληνική νομοθεσία και κοινωνία, τους κρατικούς θεσμούς των Ελλήνων Ομοφυλόφιλων αντρών και γυναικών  αποδέχτηκαν αμέσως και υποστήριξαν δυναμικά, βγαίνοντας μπροστά στα φώτα της δημοσιότητας, σχεδόν «προπαγανδιστικά», εκατοντάδες άτομα μη ομοφυλόφιλα και των δύο φύλων από τους χώρους της Επιστήμης και των Τεχνών, Πανεπιστημιακοί και των Ανωτάτων Εκπαιδευτικών Ιδρυμάτων άτομα, τους χώρους της Φιλοσοφίας και Κοινωνιολογίας, Καλλιτέχνες και Συγγραφείς αλλά και απλοί καθημερινοί ανώνυμοι έλληνες πολίτες, διεκδικώντας μαζί με την κοινότητα των ομοφυλοφίλων το δικαίωμα στην ζωή, τον έρωτα, την έκφραση, την επιλογή την κοινωνία. Τα προβλήματα και τα ζητήματα που αναφύονταν στους σύγχρονους καιρούς ήσαν πλέον κοινά για όλους τα ίδια. Οι προσωπικές χαρές και απολαύσεις όπως και τα βάσανα και τα αδιέξοδα του βίου επίσης. Εχθρός μέσα στο υπάρχον πολιτικό και οικονομικό σύστημα ήταν η οικονομική εκμετάλλευση του ανθρώπου από τον άνθρωπο και αυτή δεν αφορούσε μόνο και αποκλειστικά την ετερόφυλη πλειοψηφία του ελληνικού λαού αλλά και τις κάθε κατηγορίας μειοψηφίες. Σε αυτήν την πρώτη ομάδα του ΑΚΟΕ ανήκε και ο ποιητής Χάρης Μεγαλυνός, όπως ο ίδιος έχει δηλώσει σε συνεντεύξεις του.

       Στην δική μας αποδελτίωση του περιοδικού καταγράψαμε τους γνωστούς και άγνωστους συνεργάτες του περιοδικού- με το όνομά τους ή το ψευδώνυμο με το οποίο υπέγραφαν τα πεζά, τα ποιήματα, τις μεταφράσεις τους κλπ. Αναρτήσαμε σε σημειώματά μας στα Λογοτεχνικά Πάρεργα την θεματολογία και ειδησεογραφία του «ΑΜΦΙ», τα αφιερώματά του, τις ανταποκρίσεις του, τις βιβλιοκριτικές του παρουσιάσεις για ελληνικούς και ξένους τίτλους βιβλίων, συνήθως με ομοφυλόφιλο περιεχόμενο, τις συνεντεύξεις συνεργατών του περιοδικού με πρόσωπα από τον χώρο του κινηματογράφου και του θεάτρου. Οργανώσαμε και αναρτήσαμε ξεχωριστά τις συγγραφικές ή μεταφραστικές παρουσιάσεις γνωστών μας σημαντικών και καταξιωμένων λογοτεχνών από διάφορα μέρη της ελλάδας, όπως ο Ντίνος Χριστιανόπουλος, ο Ανδρέας Αγγελάκης, ο Γιάννης Παλαμιώτης, ο Γιώργος Ιωάννου, ο Λουκάς Θεοδωρακόπουλος και άλλοι. Άτομα και καλλιτέχνες, συγγραφείς και επιστήμονες, ιατροί που στελέχωσαν από τα πρώτα τεύχη του την ύλη του, βοήθησαν στην προβολή και διάδοσή του. Προσπαθήσαμε να δώσουμε την πανοραμική εικόνα αυτού του αξιόλογου και πρωτοπόρου περιοδικού στις διάφορες χρονικές περιόδους και φάσεις της κυκλοφορίας του και των διαφορετικών υπευθύνων που ανέλαβαν την επίσημη έκδοσή του. Για την ιστορία της δικής μου γενιάς και την εμφάνιση και εξέλιξη των κοινωνικών κινημάτων στην χώρα μας μετά το 1974.

     Σε ένα από τα τεύχη της Β΄ περιόδου του «ΑΜΦΙ» για την απελευθέρωση της ομοφυλόφιλης επιθυμίας, στο διπλό τεύχος 16-17 Άνοιξη- Καλοκαίρι 1984 έχουμε το ΑΦΙΕΡΩΜΑ στον αλεξανδρινό ποιητή Κωνσταντίνο Π. Καβάφη. Δημοσιεύονται έξι κείμενα, των Λουκά Θεοδωρακόπουλου, Τίμου Μαλάνου, Γιώργου Ιωάννου, Βασίλη Κούλη, Γιάννη Παλαμιώτη και Χάρη Μεγαλυνού. Το κείμενο το είχαμε αναρτήσει το 2023 στην παρουσίαση των Περιεχομένων του περιοδικού. Το αναδημοσιεύουμε εκ νέου δύο χρόνια μετά, μαζί με ένα μικρό ανθολόγιο ποιημάτων του, καθώς συμπληρώνονται δύο χρόνια από την εκδημία του εστέτ ποιητή και βιβλιοκριτικού Χάρη Μεγαλυνού.

ΑΦΙΕΡΩΣΕΙΣ ΤΟΥ ΧΑΡΗ ΜΕΓΑΛΥΝΟΥ

Από την συλλογή του «Καλοκαίρια και Ενιαυτοί»

ΑΠΟ  ΤΟΤΕ        

Στον Μάνο Χατζιδάκι

                  In memoriam

Από τότε που σ’ έχασα

τα λιμάνια είναι πιό ακατάστατα,

οι προβλήτες πιό πολυσύχναστες

όλο αμάξια που τρίζουν οι ρόδες τους και ρυμουλκά

που φτύνουν αέρια και καπνό μεσ’ τις καρότσες τους.

Από τότε που σ’ έχασα

τα σελοφάν των συνοικιακών γλυκών

είναι πιό πετρωμένα κι απ’ το φρουί γκλασέ των ζαχαροπλαστείων,

όχι αναγκαστικά με τόσο σιρόπι κι αμύγδαλα

αλλά με τη γλοιώδη οσμή του πράσινου πεπονιού

που λιώνει σαν την καρδιά του γινωμένου βερίκοκου.

Από τότε που σ’ έχασα

τα φύλλα είναι πιό μαύρα,

οι κιθάρες πιό γλυκές,

η γραμμή του ορίζοντα δεν παραλλάσσει,

η θάλασσα δεν φουσκώνει κάτω απ’ τα κιγκλιδώματα,

η αρμύρα δεν φτάνει μέχρι τις άσπρες τέντες των ξενοδοχείων,

η μοίρα το καλοκαίρι δεν είναι τόσο ζεστή

και τα μαξιλάρια τον χειμώνα δεν είναι τόσο δροσερά.

Από τότε πού σ’ έχασα,

αλλά και πιό πριν,

το μέλλον έρχεται κατευθείαν επάνω μου

φορτωμένο με χαρτορίχτρες, σαλτιμπάγκους και γύφτισσες., σ.27

--

ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ  ΚΑΙ  ΜΟΥΣΙΚΗ

              Ειν’ όλ’ αυτά τα πράγματα πολύ παληά

                        Κ. Π. Καβάφης

                Στον Γιώργο Χρονά

Μην νομίσεις ότι πριν περάσει το καλοκαίρι

το μαύρισμα θα έχει φύγει απ’ το σώμα σου

σαν μιά τύψη πού θα έχει βάψει

με την ανάσα της τον ανιαρό θόρυβο τόσων πολιτειών.

Μην νομίσεις πιάνοντας τις χειρολαβές

ότι τα δάκτυλά σου δεν θα έχουν μικρύνει

κι ότι σαν τα φώτα των ακτών δεν θα τεντώνουν

την μνήμη σου μέχρι εκεί πού δεν υπάρχουν

παρά μόνο προβλήτες, αδέξιοι αποχαιρετισμοί

και ίσως ανώριμα, παρανοημένα συναισθήματα

και συνενοχές.

 

Μην νομίσεις ότι το καλοκαίρι θα φεύγει για πάντα

για να έρθει στη θέση του ένα καινούργιο

και πώς στο πηδάλιο του παλιού χρόνου

θα υπάρχει πάντοτε

εκείνη η συγκεκριμένη καρέκλα

εκείνο το συγκεκριμένο καφενείο

εκείνο το συγκεκριμένο φιλί.

Όταν θα μαζέψεις τον εαυτό σου

σαν μιά βαλίτσα απ’ το πάτωμα

και όταν θα έχεις κλείσει τη μουσική

τότε μπορεί ν’ ακούσεις μεσ’ το ξημέρωμα

μέσα στην κάμαρα που κοιμάσαι

να σε διασχίζει μ’ αθόρυβα βήματα

το καλοκαίρι πού δεν θα ξανάρθει ποτέ πιά., σ. 41

--

Η  ΕΞΗΓΗΣΗ  ΤΗΣ  ΜΑΣΚΑΣ

            Στον Λουκά Θεοδωρακόπουλο

Εύκολα φεύγω

από εκεί που βρίσκομαι.

Το στοργικό χέρι του περαστικού

κι η δίνη της ζωής

μου προκαλεί τον εμετό

αυτών πού συνήθισα.

Μου προξενεί φρίκη

το φιλντισένιο μου πρόσωπο

τα σαν άχυρα μαλλιά

που η αυγή τα φωτίζει.

Τα θερμά λουτρά

με μαραίνουν

η γλίτσα και τα πλακόστρωτα

σαν τη Βενετία με πνίγουν.

Τα κρεβάτια

τα ηδονικά στρώματα

σαν την πυρά με φοβίζουν.

Οι ασβεστωμένοι τοίχοι και το γιασεμί

η γαλάζια θάλασσα

είναι η δυστυχία μου.

Η προδοτική μου φωνή

και τα λεπτά μου χείλη

κάνουν τα βιβλία τσέπης

να κιτρινίζουν απ’ το κακό τους.

Τα διαμορφωμένα μου αισθήματα

με κάνουν να μένω παιδί

εκεί που οι άλλοι κοροϊδεύοντας μεγαλώνουν.

Οι ανθρώπινοι συνωστισμοί

είναι και συνωστισμοί των ονείρων μου.

Το αχυρένιο μου παρελθόν

και το άδειο μου μέλλον

μπορεί πιό εύκολα να με βάλουν

μέσα στον φωτεινό στρόβιλο της αγάπης., σελ. 50

--

ΤΟ  ΚΑΦΕΤΙ  ΑΠΟΠΛΥΜΑ

              Στον Τάκη Σπετσιώτη

Ο τόνος, η φωνή, τα αιτήματα

-γιατί και η ποίηση έχει αιτήματα

όπως και η ζωή-

μ΄ έχουν από πολύ καιρό πείσει

ότι δεν ωφελεί στα κεφάλαια της ζωής μου

να χρησιμοποιώ εκείνα τ’ ακατάλληλα κλειδιά

που ταιριάζοντας σε κάθε πόρτα

άλλο τίποτα δεν κάνουν

όπως οι άσσοι κι οι βαλέδες

παρά να δείχνουν

τα λάθος κρεβάτια

που πάνω τους πλάγιασα

και τις πόρτες

που δεν εξασφαλίζουν τίποτα πιά.

Κι όπως ο τόνος

έχει το δικό του τέμπο

έτσι κι η φωνή

σαν το καφετί απόπλυμα

μέσ’ το θολό του τζάμι

θα κάνει τις φοβερές προβλέψεις της.

Κι αν δεν με θέλγουν πιά

τα θήτα και τα ύψιλον,

ένας μακρύς κατάλογος

από καρρά και κούπες,

ένα κατάστιχο

από βαρείς καφέδες

έτσι που κρύοι κι άνοστοι

πηγαινοέρχονται

μεσ’ τις ζωές μας,

πάντα θα συγκινούν.

Είναι αυτό που είπα παραπάνω

κάτι για τόνο στη φωνή,

και για αιτήματα

πού μεσ’ τη ζωή περνούνε., σ.55

--

ΤΟ  ΛΟΥΚΙ  ΤΗΣ  ΤΑΡΑΤΣΑΣ

               Στον Κ. Ι. Σπυριούνη

Το δάκρυ μου

τρέχει στο λούκι της ταράτσας.

Ακούω τις πλατιές σταγόνες του

και λέω

να, το τελευταίο δάκρυ μου

βούλωσε την υδρορροή,

τώρα ποιός ξέρει

σε ποιόν υπόνομο,

δίπλα σε πόσα απόβλητα

θα  σέρνει την αρμυρή σταγόνα του.

Το δάκρυ μου

από προχθές

ποιός ξέρει που να ‘ναι;

Κάτω απ’ τα βαρειά τα σύννεφα

μέσα στον ήλιο του απόβραδου

ταξιδεύει στο γρήγορο τέρμα του.

Κι αν όποτε το ήθελα

σκουπισμένο απ’ τα μάγουλα

δοκιμασμένο απ’ τα χείλια

με χίλια ζόρια το ξανάβρισκα

να χτυπάει μεσ’ την παλιά υδρορροή

στην παγωμένη νύχτα,

πάλι απ’ το ζεστό κρεβάτι μου

θα το άκουγα

μακριά στον σκονισμένο Πειραιά

σ’ ένα σπασμένο κιούγκι

στο Μοσχάτο., σ. 61   

ΧΑΡΗΣ ΜΕΓΑΛΥΝΟΣ, ΚΑΛΟΚΑΙΡΙΑ ΚΑΙ ΕΝΙΑΥΤΟΙ, Στο Εξώφυλλο λεπτομέρεια από το έργο του ΚΩΣΤΑ Ι. ΣΠΥΡΙΟΥΝΗ, εκδόσεις Οδός Πανός, Αθήνα Οκτώβριος 2002, σε 1000 αντίτυπα, ενώ την επιμέλεια είχε ο ποιητής και εκδότης Γιώργος Χρονάς, σελ. 100. Η συλλογή είναι αφιερωμένη «Στο Αύριο».

Σχετικά

Η πέμπτη κατά σειρά ποιητική συλλογή του Χάρη Μεγαλυνού (Πύργος Ηλείας 22/10/1951- Αθήνα 20/5/2024) και η τρίτη που εκδίδεται από τις εκδόσεις του περιοδικού «Οδός Πανός» περιλαμβάνει 50 έντιτλες ποιητικές του ολιγόστιχες και μεγαλύτερης πνοής ποιητικές μονάδες, με ελληνικό και λατινικό τίτλο σελίδες 1 έως 87. Ακολουθούν οι σελίδες 89 έως 93 με τις απαραίτητες διευκρινιστικές σημειώσεις του ποιητή που παράλληλα μας μιλούν και για την ποιητική του και τις σχέσεις που έχει με την λειτουργία της Ποίησης, οι σελίδες 95-96 με τα Περιεχόμενα ενώ στον κολοφώνα του βιβλίου αναγράφεται:
Accentus ac spiritus, quotiens opus fuit, regulandos curavit ο Εύμολπος Συναδηνός necnom quaedam alia ad rem orthographicam pertinentia.

--

    Με πνεύματα, τόνους, και τη ρύθμισή τους, οσάκις έπρεπε, κατέγινε ο Εύμολπος Συναδηνός’ και περιπλέον μ’ ωρισμένα άλλα που πέφτουν στην ευθύνη της ορθογραφίας.

    Πριν ανοίξει η αυλαία των ποιημάτων του ο Χάρης Μεγαλυνός, όχι τυχαία, δημοσιεύει ως μότο στίχους του ποιητή Τάκη Κ. Παπατσώνη και του πεζογράφου Νίκου Γαβριήλ Πεντζίκη.

«Πεθαίνουμε, και την εικόνα αφήνομε του υπέροχου Καλοκαιριού»

             Τ. Κ. Παπατσώνης

Ο βοσκός καθισμένος χωνεύει. Χάνει τα πόδια του,

            τα χέρια του, το κεφάλι.

Όλο το σώμα του μαυρίζει σαν πίπα σβησμένη, ψυχρή.

Μόνο τα λόγια του φουσκώνουν σαν βολβοί.

Σκέφτουμαι να τον πάρω, να τον φυτέψω στον κήπο μου.

Στον παράξενο κήπο μου π’ ανθίζει χειμωνιάτικα λογής όστρακα,

    κοχύλια άδεια από τη μαλακιά ψύχα του καλοκαιριού.

       Νίκος Γαβριήλ Πεντζίκης.

Όπως μας πληροφορεί ο ποιητής στις σημειώσεις του, το Μότο του ποιητή Τάκη Κ. Παπατσώνη είναι από το ποίημά του, Χους Εσμέν. Εκλογή Α΄, Ursa Minor, Εκλογή Β΄, εκδ. Ίκαρος, 1988. Ενώ το μότο του Νίκου Γαβριήλ Πεντζίκη από το βιβλίο του Το Μυθιστόρημα της κυρίας Έρσης, εκδ. Άγρα, 1992.

Ακολουθούν οι στίχοι της σελίδας 11:

Γη, δεν είσαι τόσο αξεπέραστη.

Ο σκούρος ορίζοντας σε λυώνει σαν κάτοπτρο,

οι πόες σε ταπεινώνουν,

οι ενιαυτοί φθάνουν σιγά-σιγά

στο φλεγόμενο κέντρο σου.

 

Ο Γολγοθάς κι η Τροία σου

σε μετατρέπουν σταδιακά σε άνθρωπο.

     Από την σελίδα 13 αρχίζει το κύριο σώμα των Ποιημάτων. Οι τίτλοι είναι κεφαλαιογράμματοι είτε στα ελληνικά είτε στα λατινικά, μονολεκτικοί ή πολυσύλλαβοι. Κάθε τίτλος ποιήματος έχει τον δικό του συμβολισμό και παραπέμπει σε συγκεκριμένες ιστορικές περιόδους της ανθρωπότητας ή των εποχών του έτους. Ορισμένοι φέρουν ορολογίες από γνωστές κλασικές συνθέσεις παγκόσμιων μουσουργών. Όπως και ο ποιητικός λόγος του Χάρη Μεγαλυνού, η γλώσσα τους έχει επιστρώσεις από διάφορες χρονικές περιόδους της ελληνικής αλφαβήτου. Η ποιητική γλώσσα και έκφραση του Χάρη Μεγαλυνού δεν προέρχεται ούτε από τις καθαρές δεξαμενές της Δημοτικής ούτε της Αρχαίας ή Μεσαιωνικής, είναι ένα αρμονικό και ισορροπημένο γλωσσικό κράμα που πραγματικά λάμπει και «φωσφορίζει» σε κάθε της πτυχή και πολυχρωμία. Ακόμα και οι αργκό λέξεις του δεν ξενίζουν τον απαιτητικό της ποίησης αναγνώστη που ενδέχεται να περίμενε μία μεγαλύτερη γλωσσική συνέπεια του ποιητή και ευθύγραμμη εκφραστική στιχουργική. Η σαφήνεια στην έκφραση, ο καταγγελτικός ορισμένες φορές λόγος του, η περιρρέουσα κοινωνική και όχι πολιτική ακριβώς ατμόσφαιρα, αν και οι πρώτες του συλλογές έχουν έντονο το στοιχείο του, ένα είδος «μανιφέστου» κριτικής των κακώς κειμένων του Κόσμου. Ένας σαρκασμός και αυτοσαρκασμός τόσο της ζωής του όσο και των περιπετειών του βλέμματός του καθώς περιδιαβαίνει σε ανθρώπινα σώματα, αστικές πόλεις και τοποθεσίες, δρόμους και περιόδους της Ελλάδας και της διαχρονικής Ελληνικότητας. Συνολικά η Ποίησή του κινείται μεταξύ ενός αισθητικού εσθετισμού και μιάς εξιδανικευμένης αναπόλησης ενός αρχαίου ελληνικού παρελθόντος που ίσως και να μην υπήρξε. Το ερωτικό στοιχείο δεν απουσιάζει από την ποίησή του, ούτε στον ρεαλισμό του καθρεφτίσματός του ούτε στις ονειρικές φαντασιώσεις του που βρίσκονται πάντα σε ένα Σουρεαλιστικό κλίμα, ίσως και φουτουριστικής ατμόσφαιρας που παραπέμπουν περισσότερο σε υπερρεαλιστές ζωγράφους και ποιητές, σε συμβολιστές όπως ο Αρθούρος Ρεμπώ παρά στην ερωτική εξομολόγηση του αλεξανδρινού ποιητή Κωνσταντίνου Π. Καβάφη. Ο ξεκάθαρος ερωτισμός του συναντάται κυρίως στην ποιητική του συλλογή «Κοσμικόν πάθος», Νοέμβριος 1992 η οποία έχει μότο στίχους του επτανήσιου Ανδρέα Κάλβου. «ανόμοιος είναι η μοίρα μας,/ και προσπαθείς ματαίως/ ‘να με αγκαλιάσης.». Τα έντεκα μεγάλης ανάσας ποιήματα της συλλογής είναι άτιτλα ενώ κοσμούνται και πάλι με τρία σχέδια και δύο κοσμήματα του εικαστικού Κώστα Ι. Σπυριούνη. Την ποίηση του Χάρη Μεγαλυνού-κατά την γνώμη μου, δεν πρέπει να την εντάξουμε στο καθαρό και ξεκάθαρο πλαίσιο της Ομοφυλόφιλης ποιητικής εκφραστικής και θεματογραφίας όπως είναι ο ποιητικός λόγος του ποιητή Ντίνου Χριστιανόπουλου, του Νίκου Αλέξη- Ασλάνογλου από την Θεσσαλονίκη, του ποιητή από τον Πειραιά Ανδρέα Αγγελάκη, του Ναπολέοντα Λαπαθιώτη και ορισμένων άλλων. Ο λόγος του Χάρη Μεγαλυνού, ο υφασμένος με υπερρεαλιστικές κλωστές και χρώματα, έχει άλλη διαστρωμάτωση και περιλαμβάνει και την γυναικεία παρουσία είτε ως φυσική υπόσταση είτε ως ονειρική οπτασία είτε ως σχέση με την αντρική παρουσία στην ερωτική τους συνάντηση. Ο Μεγαλυνός δεν περιορίζει την όρασή του στο ανθρώπινο σώμα και τις ερωτικές του εκδηλώσεις, την φυσική του ομορφάδα και αισθητικές του στάσεις στις ερωτικές του χαυνώσεις καθώς θωπεύεται από τον ποιητή είτε στην ατομική του αυτοβιογραφική της ζωής του εικονογραφίας είτε στην φιλοτέχνηση που απαιτεί το ίδιο το ποίημα μετά την ολοκλήρωσή του, όταν φεύγει από τα χέρια του ποιητή και αποκτά την δική του αυτονομία και ανεξαρτησία στον χρόνο, έχει πλέον την δική του αυτοτέλεια δημιουργώντας τις δικές του προσλαμβάνουσες και ερμηνευτικές εξηγήσεις αυτές που κάθε αναγνώστης ερμηνεύει ή προσλαμβάνει κατά το δοκούν. Το ποίημα κατά τον Χάρη Μεγαλυνό, στην δική μου προσέγγιση της ποίησής του, καλλιεργεί το πεδίο των ερμηνευτικών εκδοχών και αναφορών του, στην ανάγνωσή του από τον εκάστοτε αναγνώστη του δημιουργώντας τις κοινωνικές του ανάγκες. Ο Μεγαλυνός πάει πίσω από την οπτική επιφάνεια και το θάμπος της σωματικής ομορφιάς, ανιχνεύει τα ψυχολογικά υποστρώματα του ατόμου, διερευνά τις κρίσεις της συνείδησής του, τις απολαύσεις και σκιρτήσεις της καρδιάς του, την ανατομία του όλου ανθρώπου στην στάση του στον χρόνο και στον τόπο. Έχουμε μία περιπλάνηση πέρα από την φθαρτή και φωσφορίζουσα αισθητικά σωματική υλικότητα η οποία καταλήγει να ιχνομυθεί τα εσώτερα της ψυχής του ανθρώπου, της υπόστασής του πέρα από την στιγμιαία πραγματικότητά του και αλήθεια του που μας γεννά. Δεν μπορούμε να γράψουμε αν ο εστετικός αισθητισμός του Μεγαλυνού προέρχεται από τον αγγλικό λειμώνα του Όσκαρ Ουάιλντ ή του δικού μας Δημητρίου Καπετανάκη, το σίγουρο πάντως είναι ότι ο λόγος του ξεχωρίζει από τον λόγο άλλων ποιητών και ποιητριών της Γενιάς του 1970 και ακολουθεί έναν καθαρά ατομικό του δρόμο στην χαρτογράφηση των θεμάτων με τα οποία ασχολείται. Έκδηλη είναι και η Ελληνοκεντρικότητά του, σε μία διαχρονία της Ελληνικής ταυτότητας η οποία βασίζεται κατά τον ποιητή πρωτίστως στην ελληνική γλώσσα και τις διαχρονικές εκφραστικές και γλωσσικές εκδιπλώσεις της και προσμείξεις της. Είτε προκλητικός στα πρώτα του ποιητικά βαδίσματα, στην συλλογή του «Στο δρόμο της χώρας», εκδόσεις Άκμων, Αθήνα, Απρίλιος 1980. Η εξαιρετική αυτή συλλογή, επίκαιρη αναγνωστικά ακόμα και σήμερα, είναι η δεύτερη εμφάνισή του, μια και η πρώτη του με τίτλο «Κατ’ όναρ» που αποτελείται από 12 ποιητικές μονάδες περιλαμβάνεται  στον τόμο της «Ποιητικής Αντι- Ανθολογίας» του ποιητή και στιχουργού της γενιάς του 1970 Δημήτρη Ιατρόπουλου, που κυκλοφόρησε στην Αθήνα το 1971. Στο «Σχήμα Δεύτερο» της «Αντι-Ανθολογίας» του, στην ουσία του το βιβλίο είναι μία μορφή ποιητικού κολάζ μια και δεν αναφέρονται ούτε ονόματα δημιουργών ούτε ποιητικές συλλογές, ούτε εκδοτικός οίκος, ούτε χρονιά κυκλοφορίας. Την επιμέλεια της σύνθετης ομαδικής αυτής δουλειάς είχε ο ποιητής Θωμάς Γκόρπας. Συμπεριλαμβάνεται όλο το άτακτο ποιητικό υλικό σε μία ενιαία συνέχεια ποιητικών φωνών αντιπροσωπευτικών της γενιάς τους εκείνης της πολιτικά περιόδου, σε Πέντε Σχήματα. Στο Δεύτερο Σχήμα σελίδες 99 έως 141έχουμε την παρουσίαση 4 πρώτων συλλογών. Διαβάζουμε την παρουσίαση της ποιήτριας Τζένης Μαστοράκη, του Χάρη Μεγαλυνού, του Δημήτρη Καντακουζηνού και του Πάνου Καπώνη που όπως εύστοχα επισημαίνει ο Δημήτρης Ιατρόπουλος «είναι έτοιμοι ποιητές». Τα 12 ποιήματα του Χάρη Μεγαλυνού παρουσιάζονται στις σελίδες 135-141, μετά την παρουσία της ποιήτριας και μεταφράστριας Τζένης Μαστοράκη. Αντιγράφουμε από την σελίδα 135:

««Κατ’ όναρ»

Γεννήθηκε στα 1951 στον Πύργο. Μένει μόνιμα στην Αθήνα. Είναι στο δεύτερο χρόνο της Νομικής. Εκπληκτικά παραγωγικός, γράφει με απίστευτη ευκολία σ΄ ένα ιδιότυπο «ιστορικό» στυλ. Τα 12 ποιήματα που παρουσιάζει ξεδιαλέχτηκαν από εκατοντάδες του τελευταίου καιρού, μόνο και μόνο για το θεματολογικό τους ενδιαφέρον. Όλα τα άλλα βρίσκονται στην αυτή ποιότητα της φόρμας και ποιητικής διαδικασίας.».

        Για την ποιητική του αυτοβιογράφηση να σημειώσουμε ότι ο ποιητής Χάρης Μεγαλυνός εκείνη την χρονική περίοδο διάβασε στην Ελληνο Αμερικανική Ένωση ποιήματά του μαζί με την ποιήτρια Τζένη Μαστοράκη και τον ποιητή Νίκο Μοσχοβάκη. Βλέπε Εκδηλώσεις της εποχής στο «Χρονικό» της Γκαλερί «ΏΡΑ». Ο ίδιος όμως, δεν ακολούθησε το ποιητικό άρμα που δημιούργησαν άλλες φωνές της Γενιάς του και οι κύκλοι τους, προσδέθηκε στον κύκλο του πειραιώτη ποιητή και εκδότη Γιώργου Χρονά και υπήρξε σταθερός συνεργάτης του περιοδικού του, ενώ όταν ο Χρονάς ανέλαβε το τιμόνι της έκδοσης του περιοδικού «Βιβλιοθήκη» της απογευματινής δημοκρατικής εφημερίδας «Ελευθεροτυπία» τον συναντάμε με βιβλιοκριτικές του ανάμεσα στους συνεργάτες των ετών 2009 και εντεύθεν.  Αν και η καταγωγή του πατέρα του ήταν από την Βόρεια Ήπειρο και ο ίδιος γεννήθηκε κάτω από το αυλάκι, στον Πύργο Ηλείας, ο ίδιος όπως εξομολογείται είναι παιδί της πόλης, του άστεως, εγκαταστάθηκε μαζί με συγγενικά του πρόσωπα στην περιοχή της Κυψέλης όπου και διέμενε μέχρι το τέλος της ζωής του. Αν παρακολουθήσουμε συνολικά τις περιπλανήσεις του και στις έξι συλλογές του θα διαπιστώσουμε ότι η Πόλη των Αθηνών και οι δρόμοι της, οι τοποθεσίες της και οι χώροι της εικονογραφούνται μέσα στο έργο του. Ο Μεγαλυνός είναι ποιητής των άστεων, οι περιγραφές και οι στάσεις του είναι εξαιρετικές. Ίσως και να είναι η πρωτεύουσα όπως θα ήθελε να είναι η τρυφερή ματιά του και η ιδεαλιστική του προσέγγιση. Από συλλογή σε συλλογή η κάπως πολεμική ρητορική του κοπάζει όπως και η «αναρχική» του ποιητική ιδιοσυστασία, το βλέμμα γαληνεύει μέχρι να χαθεί σε μία ενατένιση του Κόσμου γύρω του γεμάτη αγάπη και τρυφερότητα. Ο ίδιος πρόλαβε πριν ταξιδέψει για το αιώνιο ταξίδι να δει να κυκλοφορεί η τελευταία του συλλογή-από σκόρπιες ποιητικές του μονάδες-με τίτλο «Πενήντα» από τις εκδόσεις «Ίκαρος», Αθήνα 2018.

     Τελικά που μας οδηγεί ή και καθοδηγεί θα λέγαμε αυτή η άλλη ποιητική ματιά του ποιητή Χάρη Μεγαλυνού, στις κορυφές του ποιητικού Παρνασσού ή στους Καλοκαιρινούς λαβυρίνθους της Σωματικής Ομορφιάς,  σε μία «Πόρωση» σωμάτων και βλεμμάτων καθώς τα σώματα των αναγνωστών της ποίησής του λιάζονται στην παραλία κάτω από τις καυτές και γιομάτες ερωτισμό ακτίνες της Ελληνικής Φύσης, «όπου τίποτα δεν χωράει ανάμεσα/ παρά μόνο γύρω μας, παρά μόνο χώρια από μας,/ προσωρινή αγάπη με το κερί και τη λαμπάδα/ που ανάβει μπροστά στην πόρωσή μας.» όπως μας λέει σε ποίημά του της σελίδας 15, της συλλογής του «Το μήλον της έριδος», εκδόσεις «Οδός Πανός», σελίδες 42. Μιάς συλλογής που η ποιητική απολογητική του είναι έντονη και συνεχίζεται και στις κατοπινές του συλλογές. Η ποιητική ρητορική στρωματογραφία του και η ηθική της ενδέχεται να είναι ένα άλλο κεφάλαιο προς διερεύνηση του λόγου του. Τέλος, πολλά ποιήματά του είναι αφιερωμένα σε διάφορα φιλικά του  πρόσωπα από τον χώρο των γραμμάτων και των  τεχνών και σε συγγενικά του πρόσωπα, την αδερφή του.

     Ο λόγος του Χάρη Μεγαλυνού δεν είναι πάντοτε έμμετρος αλλά συγχωνεύεται, εκδηλώνεται σωστότερα και με την πεζή φόρμα, έχουμε δηλαδή την ποιητική του πεζού κειμένου, είναι η πεζόμορφη μορφή της ποίησής του, κάτι που είχε αρχίσει να εμφανίζεται η παράδοση αυτή πιο έντονα μετά τα χρόνια της μεταπολίτευσης όταν άρχισαν να αναμειγνύονται τα είδη της ποίησης με εκείνα της πεζογραφίας και η κοινωνική και πολιτική ποίηση άρχισε να υποχωρεί καθώς οι ιστορικές συνθήκες που έζησαν οι έλληνες τα χρόνια της Κατοχής και της Αντίστασης οι εμπειρίες και τα βιώματα των ανθρώπων άρχιζαν να «σχηματοποιούνται» στα ποιητικά ή τις πεζογραφίας Εικονοστάσια και οι νεοέλληνες άρχισαν να αναζητούν άλλους τρόπους, φόρμες και ποιητικές τεχνικές θέλοντας να εκφράσουν τα ιδιωτικά, ατομικά τους σύγχρονα οράματα και προβληματισμούς, να χαράξουν τους δικούς τους δρόμους στις συνομιλίες τους με ξένους ποιητές και μοντέρνες φωνές όπως είναι ο αμερικανός ποιητής Έζρα Πάουντ από τον οποίο δέχτηκε επιρροές ο Χάρης Μεγαλυνός περνώντας από το κλίμα του γάλλου συμβολιστή ποιητή Αρθούρου Ρεμπώ.

      Τελικά, η γενιά του 1930, ο Γιώργος Σεφέρης και ο Οδυσσέας Ελύτης, και η γενιά του 1970 ίσως είπαν ότι είχαν να μας πουν και να δηλώσουν όσον αφορά την σημασία και τον ρόλο της Ποίησης μέσα στο κοινωνικό σώμα, όπως και ο Αλεξανδρινός και μία μεγάλη πλευρά του Γιάννη Ρίτσου και από εκεί και πέρα οι νεότερες γενιές αυτές που αποκαλούνται του ιδιωτικού οράματος και οι ηλικιακά νεότερες επόμενες δεν κάνουν τίποτε άλλο παρά να ανακυκλώνουν το παλαιό ποιητικό υλικό σε μία σύγχρονη γλώσσα που «τραμπαλίζεται» μέσα στα γλωσσικά αδιέξοδά της καθώς έρχεται σε μόνιμη και σταθερή επαφή πλέον με την γλωσσική αγλοσαξονική παράδοση αν δεν κάνω λάθος στις εκτιμήσεις μου.

Αυτό που εκθέτω δεν είναι αυθαίρετη κρίση. Πρόσφατα ακούσαμε και είδαμε στην δημόσια τηλεόραση μία σειρά εκπομπών αφιερωμένων στους Έλληνες δεύτερης και τρίτης γενιάς στο εξωτερικό, ακούσαμε τον αρχιεπίσκοπο Αμερικής κύριο Ελπιδοφόρο να μας λέει ότι η δεύτερη και η τρίτη γενιά των εγκατεστημένων Ελλήνων δεν μιλά πλέον Ελληνικά, μιλά μόνο αγγλικά και ότι αναζητά άλλα στοιχεία της παράδοσης για να διατηρηθεί το στοιχείο της Ελληνικότητας, αν αυτό αληθεύει και το συνεξετάσουμε με το τι ελληνικά ακούγονται στα νησιά μας στην ανάπτυξη της τουριστικής μας βιομηχανίας τότε ίσως να είμαστε από τις τελευταίες γενιές που ομιλούμε Ελληνικά τσάτρα πάτρα και με τα γνωστά σκουντουφλήματα, αν δεν λαθεύω.

Γιώργος Χ. Μπαλούρδος

Πειραιάς

6 Μαϊου 2025.