Κυριακή 19 Ιανουαρίου 2025

W. S. MERWIN Τέσσερα ανέκδοτα ποιήματα

 

W.S. Merwin ( 1927 – 2019)

Τέσσερα ἀνέκδοτα ποιήματα

Νατάσα Κεσμέτη, γυρισμένα στά Ἑλληνικά τό 2024.

     Mέρα γενεθλίων

Κάτι συνεχίζεται δίχως νά  ξέρω πῶς νά τό ὀνομάσω

ἄν καί ἡ γλώσσα  ὑποδεικνύει τόσα πολλά

μέ τόν τρόπο τῆς γλώσσας

ἀλλά ὅλα εἶναι ἀνώνυμα

κι εἶναι σχεδόν γεινονική στά κόκκαλά μου

ἡ μουσική τῶν γενεθλίων σου

 

τοῦτες τίς νύχτες ἀκοῦμε τ' ἄλογα νά τρέχουν στή βροχή

παύει  καί τό φεγγάρι βγαίνει κι ἐμεῖς ἀκόμη ἐδῶ

ἡ σκεπή συνεχίζει νά στάζει μετά τό πέρασμα τῆς βροχῆς

μυρωδιά λουλουδιῶν πιπερόριζας γλιστράει μές στό σκοτεινό σπίτι

κάτω κοντά στή θάλασσα ἡ ἀργή καρδιά τοῦ φανοῦ ἀκτινοβολεῖ

 

ὁ μακρύς δρόμος ὡς ἐσένα δεμένος ἀκόμη μαζί μου

ἀλλά μ' ἔφερε σ' ἐσένα

πού ἐξακολουθῶ νά θέλω νά σοῦ δώσω ὅ,τι εἶναι ἤδη δικό σου

εἶναι τό πρωϊνό τῶν πρωϊνῶν μαζί

ἀνάσα τοῦ καλοκαιριοῦ ὤ ἐσύ μου πού σέ βρῆκα 

ὁ ὕπνος στό ἴδιο ρεύμα καί κάθε ξύπνημα μέ σένα

 

ὅταν ἀνοίγω τά μάτια μου εἶσαι ἐκεῖνο πού ἤθελα νά δῶ.

     Στό Μεταξύ

Μέρα τή μέρα τούτη ἡ καλοκαιρινή βροχή

δέν ἀφήνει νά βάλουν

τήν πέτρα τοῦ τάφου μας

ἄς μείνουμε σπίτι μαζί ἀγάπη μου

κι ἄς μή γνωρίζουμε

ὅπως ἡ βροχή δέ γνωρίζει ἀπό ποῦ ἦρθε

καί ἡ θάλασσα πού εἶναι

ὁλόγυρά μας

δέ γνωρίζει τήν ἀρχή της

Παραλλαγές στό ἴδιο θέμα

Σ’εὐχαριστῶ μακρύ δειλινό τῆς ζωῆς μου                             

ἀργά τούτη τήν ἐποχή πού δέν ἔχει ἡλικία                           

σ’εὐχαριστῶ γιά τά παράθυρά μου πάνω ἀπ’ τά ποτάμια                                                 

σ’εὐχαριστῶ γιά τήν ἀληθινή ἀγάπη πού σ’ αὐτήν μέ ὁδήγησες

ὅταν ἦταν ἐπιτέλους καιρός καί γιά τίς λέξεις                                          

πού ἐμφανίζονται  ἀπό τήν σιωπή καί μέ  ξαφνιάζουν                                                                     

πού μ’ ἔχουν φέρει μέσ’  ἀπό τή διαυγῆ μέρα 

δίχως μιά φορά νά στραφοῦν νά μέ δοῦν                                          

γιά τούς φίλους καί τούς δικούς τούς μακρινούς ἀπόηχους               

καί γιά κεῖνα τά λάθη πού ἦσαν μόνο δικά μου                                

γιά τήν νοσταλγία πού ὁδηγεῖ τά βροχοπούλια                                           

ἀπό κάποιο ἀγαπημένο κάπου  κάποτε παλιά

προτοῦ  ξυπνήσουν σ’ἕναν  ἄλλο τόπο

πού γνώριζαν πώς εἶχαν ἀγαπήσει πρίν κάν τόν δοῦν                            

σ’εὐχαριστῶ  σῶμα ὁλόκληρο  χέρι καί μάτι                                             

σ'εὐχαριστῶ γιά ὁράσεις καί στιγμές γνωστές

μόνον σέ μένα πού δέν θά  ματαϊδῶ                             

παρεκτός στόν ὀφθαλμό τοῦ νοῦ μου ἀπαράλλαχτες                                      

σ'εὐχαριστῶ γιά τά πρωϊνά ἄστρα πού μοῦ ἔδειξες                                                              

καί γιά τούς σκύλους πού τώρα μέ ὁδηγοῦν

Ταξιδεύοντας μαζί

Ἄν χωριστοῦμε

θά προσπαθήσω νά σέ περιμένω

ἀπό τή δική σου πλευρά τῶν πραγμάτων

 

τή δική σου πλευρά τοῦ τοίχου καί τοῦ νεροῦ

καί τοῦ φωτός κινούμενου μέ τή δική του ταχύτητα

ἀκόμη καί πάνω σέ φύλλα πού ἔχουμε δεῖ

θά περιμένω ἀπό τή μιά πλευρά

 

ὅσο ὑπάρχει μιά πλευρά

W.S. Merwin, from his book The Rain in the Trees (Knopf).  Στό μικρό αὐτό ποίημα τοῦ 1987, πάλι γιά τήν Πώλα, ὑπάρχουν δυό διακριτές στροφές· ὁ τελευταῖος στίχος προφανῶς γιά ἔμφαση, ὅπως τό συνηθίζει ὁ Μ., στέκει μόνος του μέ κενό μιᾶς ἀράδας ἀπό τή δεύτερη στροφή.

( Ἀκολουθῶ τίς ἀποστάσεις πού ἀφήνει ὁ ἴδιος ἐντός τῶν ποιημάτων. Πιθανότατα ἀφοροῦν στόν ρυθμό του, καθώς δέν κρατᾶ στίξη).

      Κούτσικα:

       «…Η καλή μετάφραση είναι σαν την περίφημη αρχή του Γαλιλαίου: όπως τα διάφορα λιθάρια ριγμένα από τις επάλξεις του πύργου έλκονται ταυτόχρονα προς την γη, άσχετα με τον όγκο και το βάρος τους, έτσι κι’ η λιτανεία των αλλοδαπών λέξεων πρέπει να εναρμονίζεται με την αυτή φορά κατά την διάρκεια της πτώσης τους και να χτυπήσουνε όλες μαζί το χώμα…» Νίκος Σπάνιας.

     Τα Λογοτεχνικά Πάρεργα αναρτούν τέσσερα ακόμα ανέκδοτα ποιήματα του πολυβραβευμένου αμερικανού ποιητή W.S. Merwin (1927–2019) γυρισμένα στα ελληνικά από την Νατάσα Κεσμέτη. Να σημειώσουμε και τα εξής. Μεταφράσεις της διαβάζουμε στο ιστολόγιο «Νέο Πλανόδιον» όπως μνημονεύσαμε στο προηγούμενο σημείωμα, και ακόμα, το 2018, έχουμε την δημοσίευση 5 ακόμα ποιημάτων στην ιστοσελίδα της ποιήτριας «Νατάσας Ζαχαροπούλου» στην οποία είναι συνεργάτης. («Ψωμί», «Φωνές στο Νερό», «Το Άλλο Σπίτι», «Αποχωρισμός», «Οι Ερωτήσεις του Σκαραβαίου»). Ο επαρκής αναγνώστης της ποίησης θα παρατηρήσει ότι η πεζογράφος και μεταφράστρια χρησιμοποιεί στις εργασίες της άλλοτε την λέξη «μετάφραση», άλλοτε την λέξη «απόδοση» και στην παρούσα, την λέξη «γυρισμένη στα ελληνικά». Κατά την γνώμη μας, η πολυωνυμία αυτή δηλώνει και το ενδιαφέρον του παιχνιδιού των ελλήνων και ελληνίδων μεταφραστών.    

Πειραιάς

19 Ιανουαρίου 2025.

 

                                                      

Παρασκευή 17 Ιανουαρίου 2025

Κίμων Φράιερ. Πως Γράφτηκε Ένα Ποίημα

 

ΠΩΣ ΓΡΑΦΤΗΚΕ ΕΝΑ ΠΟΙΗΜΑ

του Κίμωνα  Φράιερ

     Στο Κέντρο Ποίησης της Νέας Υόρκης (1) που διηύθηνα αρκετά χρόνια, και στο σπίτι μου τόσο στις Ηνωμένες Πολιτείες όσο και στην Αθήνα, έχω καλέσει συχνά ποιητές και συντρόφους τους να έρθουν να διαβάσουν κάτι από τα έργα που γράφουν. Την γενικήν εντύπωση ενός ποιήματος την αποκτά κανείς, βέβαια, με μιά πρώτη ακρόαση, κι ο ακροατής μπορεί να συναγάγει πολλά από την καθαρά αισθητική αντίληψη ρυθμού και εικόνων, ή και να διαβλέψει κάπως τη σημασία, όμως πολύ αμφιβάλλω αν μπορεί, από μιά τέτοια πρώτη ακρόαση, ν’ αποκομίσει πολλά πέρα από μιά επιπόλαια εντύπωση. Χρειάζεται επανειλημμένη ανάγνωση και πολλή σκέψη για να πλησιάσει κανείς την καρδιά ενός ποιήματος ακόμα και απλού. Συμβαίνει επίσης, σε μιά πρώτη ακρόαση, να εντυπωσιασθεί κανείς από μιά έντονη εικόνα ή φράση τόσο, πού να του διαφύγουν τα όσα έπονται αμέσως, κι έτσι να χάσει τη συνέχεια ή ακόμα και τη διάθεση. Αν τότε διαβαστούν πολλά ποιήματα απανωτά, ο ακροατής πλημμυρίζει εντυπώσεις και  του είναι δύσκολο, αν όχι αδύνατο, να σχηματίσει μιά καθαρήν εντύπωση ή αντίληψη ενός ποιήματος στο σύνολό του. Γι’ αυτό έχω συχνά παρακαλέσει ποιητές να δώσουν στο ακροατήριο κάποιαν περίληψη, έστω, του ποιήματος, μιάν εξωτερική πρόθεση, αλλά πάντα σχεδόν συνάντησα μιά σκέτη άρνηση ή αντίσταση πεισματική. Η απάντηση που μου δόθηκε πολλές φορές είναι πώς ότι  είχε να πει ο ποιητής το λέει το ποίημα το ίδιο, πώς ο ίδιος δεν έχει τίποτε να προσθέσει, κι ότι οποιαδήποτε επεξήγηση θα ‘ναι σε βάρος της ευαίσθητης υφής του ποιήματος.

          Προκειμένου να μιλήσουν για τα ποιήματά τους, οι ποιητές είναι προληπτικοί, όπως και οι γέροντες, όταν γράφουν τη διαθήκη τους, επειδή νιώθουν και στις δύο περιπτώσεις πώς μιά τέτοια πράξη αποκαλυπτική θα οδηγούσε σ’ ένα είδος θάνατο: στον αφανισμό της φυσικής τους υπόστασης οι γέροι, στην καταστροφή του ποιήματος οι ποιητές. Μα εγώ φυσικά δεν εννοούσα να μας δώσει ο ποιητής μιάν ανάλυση σε βάθος μάλιστα’ την εσώτατη φύση του ποιήματος ποτέ δεν μπορεί κανείς να την εκπορθήσει, μόνο να την πλησιάσει. Αυτό που ζητούσα από τον αναγνώστη ήταν απλώς ν’ ανοίξει μία δυό από τις πολλές πύλες στο οικοδόμημα του ποιήματός του γιατί, σαν την Εκατονταπυλιανή της Πάρου, ένα ποίημα δεν έχει μόνο εκατό πύλες, μα πάντοτε μιά πύλη παραπάνω προς ένα απαραβίαστο ιερό που κανείς δεν μπορεί να τ’ ανοίξει, κι απ’ όλους λιγότερο ο ίδιος ο ποιητής. Αν είναι δυνατόν να εξαντληθεί ανοίγοντας μία και δύο πύλες, το ποίημα μάλλον δε θα ‘ναι καλό και δεν θ’ αξίζει να γραφεί ή να διαβαστεί’ αν όμως είναι άξιο και γερό όχι μόνο διατηρεί το ουσιαστικό μυστήριο και την ομορφιά του, αλλά αποκτά πιότερο βάθος και σημασία, όσο περισσότερες πύλες ανοίγουν.

     Γι’ αυτό προτείνω, σ’ αυτήν την σύντομη μελέτη, να παρουσιάσω ένα δικό μου ποίημα (που ούτε μεγάλη δυσκολία ή ιδιαίτερη σημασία έχει), για να εξηγήσω πώς έγινε και το ‘γραψα, κι από πού πηγάζουν διάφορες εικόνες του. Φυσικά, όταν το ‘γραψα δεν αποφάσισα συνειδητά και σκόπιμα να διαλέξω τούτη ή εκείνη την εικόνα, να την παρουσιάσω έτσι ή αλλιώς, ή ν’ αποβλέψω σε μιά συγκεκριμένη εντύπωση. Ξεκίνησα με κάποιαν ασαφή ιδέα για το τί ήθελα να πω’ όμως, όπως συμβαίνει συχνά, το ποίημα δημιουργήθηκε με τη γραφή. Η έμπνευση δεν έρχεται εκ των άνω’ όλο το υλικό για οτιδήποτε θέλει να γράψει ένας ποιητής είναι πάντα παρόν μέσα του. Ένα ρήγμα μικρό σχηματίζεται κάπου στην περιοχή της συνείδησης ή του ασυνείδητου, ή και στις παρυφές μεταξύ των δύο, και στο σημείο αυτό θα πρέπει να διευρύνει τη γεώτρηση ώσπου να βρει πετρέλαιο, οπότε η πηγή της έμπνευσης αναβλύζει όχι εκ των άνω, μα από κάτω. Πρόκειται για «εκπνοή» μάλλον παρά για «έμπνευση». Γι’ αυτό θέλω να δείξω, ως ένα βαθμό, τί μπορεί να είναι το παράξενο μίγμα πραγματικότητας και φαντασίας που φτιάχνει ένα ποίημα, πόσες τυχαίες και φαινομενικά άσχετες εμπειρίες, σε χρονικά μακριά χωρισμένες περιόδους της ζωής ή της ανάγνωσης (πού τόσο πολύ συμβάλλει την «εμπειρία» ενός ποιητή) συμπλέκονται σε μιά λίγο ή πολύ σύνθετη ενότητα οργανωμένη και «έκφρασμένη».

          Κατά κάποιαν έννοια, με το τελικό γράψιμο, η αρχική ενόραση από την οποία ξεκίνησε, άπλωσε και ολοκληρώθηκε ένα ποίημα, εκπνέει μες στην τυπωμένη σελίδα-αν μπορώ να εκφραστώ με μιάν εικόνα που ξεπερνά το λογοπαίγνιο. Το ποίημά μου γράφηκε σε ιαμβικό πεντάμετρο δίχως ομοιοκαταληξία, σε πέντε οκτάστιχα’ δηλαδή σε στίχο δεκασύλλαβο με τις παραλλαγές που συνηθίζονται στ’ αγγλικά, και πού αντιπροσωπεύουν την αγγλική προσωδία, ότι ο δεκαπεντασύλλαβος στα ελληνικά.

          Το θέμα του ποιήματός μου αφορούσε ένα αγόρι κι ένα κορίτσι που γνώριζα κάποτε και που είχαν αγαπηθεί βαθιά. Το κορίτσι ήταν ξανθό, με γκρίζα μάτια, με δέρμα διάφανα λευκό και συγκρατημένη βόρεια ιδιοσυγκρασία, συνηθισμένο να ζει μέσα στη φαντασία και στ’ όνειρο. Τ’ αγόρι ήταν μελαχρινό, είχε μαύρα μαλλιά και ιδιοσυγκρασία μεσογειακή και ζούσε μέσα στην πράξη. Το κορίτσι είχε μεγαλώσει στους κήπους και τις πολυτελείς βίλλες των πλουσίων. Τ’ αγόρι στα στενοσόκακα και τα κατώγεια των φτωχών. Η μεγάλη διαφορά στις ιδιοσυγκρασίες και στο περιβάλλον τους ήταν αυτό που τους ένωσε και τους μάγεψε αρχικά, όμως αυτά έγιναν τελικά και η αιτία να χωρίσουν.

          Παρακινήθηκα να γράψω το ποίημα μετά από μιά βραδιά που πέρασα στη βίλλα του κοριτσιού σε μιά δεξίωση, την εποχή που είχα αντιληφθεί πώς η σχέση τους είχε αρχίσει να διαλύεται. Την ώρα που οι καλεσμένοι τριγυρνούσαν στους κήπους και στους εξώστες της βίλλας, το κορίτσι με οδήγησε μέσα από έναν μακρύ διάδρομο με παλιούς καθρέφτες από τη μία ως την άλλη άκρη, σ’ ένα σαλόνι όπου κυριαρχούσε το πράσινο και το χρυσαφί, και μου έπαιξε εκεί στο πιάνο μιά μελωδία του αγαπημένου της συνθέτη, του Μότσαρτ. Δίπλα στο πιάνο υπήρχε μιά μικρή καρέκλα δική της όταν ήταν παιδί. Με ντροπαλό χαμόγελο μου έδειξε πώς μπορούσε ακόμα να καθίσει σ’ αυτό το καρεκλάκι, γιατί ήταν ακόμα μικροκαμωμένη και λεπτή. Κοιτούσα αυτό το αερικό πλάσμα που είχε μεγαλώσει μέσα σε τόσο πλούτο κι ευημερία κι αναρωτιόμουν ποιά θα ‘ταν η μοίρα του αν είχε μεγαλώσει στον κόσμο της ωμής πραγματικότητας και της λαγνείας πίσω από τις κλειστές κουρτίνες, εκεί όπου τ’ αγόρι είχε παλέψει για τη ζωή. Ενώ αυτή έπαιζε Μότσαρτ, άκουγα τις πνιχτές κουβέντες των καλεσμένων της στους εξώστες μαζί και του αγοριού της, εκεί που ο έρωτας τους πνιγόταν αργά μες στα κοκτέιλς, και τα ορεκτικά που πρόσφεραν οι υπηρέτες με στολή. Αυτή λοιπόν υπήρξε η σκηνή που μ’ έκανε ν’ αρχίσω το ποίημά μου έτσι:

          ΣΤΟ ΚΑΘΙΣΜΑ ΤΗΣ ΠΑΙΔΙΚΟΤΗΤΑΣ

Πλάι σ’ αρχαίους καθρέφτες θολούς απ’ αναμνήσεις

Σε παλαιϊκό σαλόνι με χρυσαφί και πράσινο

Και γύρω Μότσαρτ μελωδίες, βρίσκεται καθισμένη

Στής παιδικότητάς της το κάθισμα, το σούρουπο,

Κουρτίνες τραβηγμένες πάνω σε δρόμους έφηβους

Όπου λαγνεία κι όνειρο μοιχεύονται από πλάνη

Πάνω σε λόγια μελικά που ο έρωτας σκοτώνεται

Μ’ ορεκτικά, κοκτέιλς σε υπαίθριες ταράτσες

            (IN CHILDHOOD’S CHAIR

By antique mirrors blurred with memories

In an old drawing- room of gold and green

Hung with Mozartian melodies, she sits

In childhood’s chair in the late afternoon,

The curtains drawn on adolescent streets

Where copulate in error lust and dream,

And drawn on lilting talk where love is slain

With cocktails and hors d’ oeuvres on terraces.)

Στο Σικάγο, όταν τύχαινε να μ’ αφήσουν, πέντε έξι χρονών παιδί, να παίζω μοναχός ή με τους φίλους μου, μου απαγορεύαν αυστηρά να πάω πέρα από τον άμεσο περίγυρο του σπιτιού μας. Ένα σούρουπο καθώς βρέθηκα μόνος προχώρησα με τη φυσική περιέργεια του παιδιού πέντε έξι τετράγωνα παραπέρα. Βρέθηκα ξάφνου σε μια πελώρια πολιτεία σιωπηλή, όπου παλιά μαδέρια στοιβαγμένα σταυρωτά και με τάξη σχημάτιζαν πανύψηλους σωρούς με μακρείς διαδρόμους μεταξύ τους, κι οι ίσκιοι με το γέρμα του ήλιου έφτιαχναν ένα σχέδιο ασπρόμαυρο, αυστηρά γεωμετρικό. Περιπλανήθηκα με δέος μέσα στα ομοιόμορφα, υποβλητικά σχήματα κι ένιωσα σαν να είχα μπει σε άλλον κόσμο, ίσως σε κάποια πολιτεία του φεγγαριού. Πολύ αργότερα στη ζωή μου ξαναβρήκα στα έργα του ελληνο-ιταλού ζωγράφου ντέ Κίρικο την ίδια ατμόσφαιρα της σιωπηλής στοιχειωμένης μου πολιτείας. Όταν γύρισα σπίτι μου, έφαγα μιά γερή κατσάδα, κι όσο κι αν οι γονείς μου, θυμωμένοι, επέμεναν να μάθουν που είχα πάει, στάθηκε αδύνατο να βρω λόγια να τους περιγράψω μιά τέτοια στοιχειωμένη περιοχή, γιατί πώς θα μπορούσε ένα παιδί να εξηγήσει στους μεγάλους ότι είχε πάει στο φεγγάρι;

          Οι τρείς στίχοι στην αρχή του δεύτερου οκτάστιχου προέρχονται από αυτή την περίεργη εμπειρία μου μεταφερμένη τώρα στο κορίτσι. Πιστεύω πώς τα παιδιά πάντα κινούν σε κάτι τέτοιες παράξενες περιοδείες σε χώρους απαγορευμένους, κι ακόμα πώς οι αποδράσεις τους αυτές ανταποκρίνονται σε μιά βαθιά ανάγκη αυτοπροστασίας, αλλά τους είναι αδύνατο να τα εξηγήσουν όλ’ αυτά στους μεγάλους. Θυμάμαι επίσης πώς με πήγαν κάποτε στη μεγάλη αποβάθρα του Σικάγου που μπαίνει στη λίμνη Μίσιγκαν, και πάλι βρέθηκα άξαφνα σ’ έναν άλλο περίεργο κόσμο αποκομμένο απ’ τη στεριά, ένα βασίλειο από θαλάσσια τέρατα και τρομακτικού κενού. Επίσης τα παιδιά δεν έχουν μόνο αποτυπωμένη στα μάτια τους κάποια γνώση που δεν μπορούν να εξηγήσουν, μα έχουν συχνά μιά εμπειρία φριχτή και απάνθρωπη, γιατί δεν είναι ακόμα μήτε ηθικά μήτε ανήθικα, απλώς δεν διαθέτουν καμιά ηθική και δεν μπορούν να κρίνουν με την γεμάτη προκατάληψη ματιά της υποθετικής ωριμότητάς μας. Τα παιδιά χώνουν τα δάχτυλά τους το ένα μέσα στα μάτια του άλλου, πιάνουν με εμπιστοσύνη τη φλόγα σαν για να κόψουν ένα λουλούδι, βγάζουν τα φτερά της μύγας να ιδούνε πώς πετά, δένουν τενεκέδες στην ουρά της γάτας ή του σκύλου. Συχνά όσο πιό ευαίσθητο είναι ένα παιδί, τόσο πιο έντονη είναι η προστατευτική του παρόρμηση στο σαδισμό. Κάνοντας λοιπόν μεταφορά, προίκισα το λεπτοφυές κορίτσι του ποιήματός μου με μιά εμπειρία θανάτου και σκληράδας που έχουν μόνο τέτοιου είδους παιδιά:

Παιδιά ‘ναι που στο σπίτι γυρίσαν επιτέλους

Τα μάτια της, από άνομη ταξιδεμένα γη,

Βουβά, αποξενωμένα και φορτωμένα γνώση

Πού έχουν μονάχα τα παιδιά: σάπιας προβλήτας φόντο

Όπου με τη φυρονεριά βγαίνει σαθρό το πτώμα.

Σπάζουν τα πόδια τάρανδου κι ύστερα παίρνουν δρόμο

Κόβουν τις αηδονόγλωσσες κι ύστερα τραγουδούν

Βγάζουν τα μάτια γερακιών κι αρχίζουνε να βλέπουν.

(Her traveled eyes are children at last come home,

Estranged and silent, from an illicit land,

Keeping a knowledge only children have:

Perspectives of a rotted wharf and quay

Where sinking tides reveal the mouldering corpse.

The break the legs of caribou, and flee,

Cut off the tongues of nightingales, and sing,

Pluck out the eyes of sparrow-hawks, and see.). 

Καθισμένη στην παιδική καρέκλα η φίλη μου είχε περιπέσει σε ρέμβη. Την φαντάζομαι τώρα να ΄χει αποδράσει με την εσωτερική ματιά της και να θεωρεί τον εαυτό της παιδούλα, να τρέχει κάτω από καμάρες ασπρισμένες πάνω σε μιάν αμμουδερή ακτή. Οι εικόνες του οχτάστιχου αυτού ανάγονται κυρίως σε πολλές μέρες καλοκαιριού που έτυχε να τριγυρίζω, κάτω από σκιερές καμάρες ή και στις παραλίες ελληνικών νησιών, συχνά χαζεύοντας με την απορία αγοριού της πόλης τ’ ασπρισμένα κόκαλα των ψαριών και των πουλιών πού ξέβρασε το κύμα, και τα σκληρά, στρογγυλά, άσπρα μάτια των νεκρών ψαριών που μου θύμιζαν τις μικρές γυάλινες μπίλιες που παίζαμε παιδιά στα τσιμεντένια πεζοδρόμια του Σικάγου. Στον Πόρο, όπου έχω ζήσει τρία χρόνια, έχω κάνει μεγάλη συλλογή από τέτοια ξασπρισμένα κόκαλα, πλουτισμένα με ρίζες, ξύλα που φέρνει η θάλασσα και κοχύλια διαφόρων θαλασσινών.  Την εικόνα του κοραλλιού, ωστόσο θυμάμαι πώς την πήρα από το ποίημα του άγγλου ποιητή Άλεξ. Κόμφορτ «Το Κοραλλένιο Νησί στο Νου» όπου παρομοιάζει τον εγκέφαλο του ανθρώπου με τις συστροφές που κάνει το κορμί του κοραλλιού. Αυτό είναι το τρίτο οκτάστιχο:

Έτσι πετάει ακίνητη κι άφωνη τραγουδεί

βλέποντας σε καθρέφτες του εσώτερου ματιού

Ένα ξανθό παιδί να τρέχει στις καμάρες

Προς τον λευκό γιαλό, στη θάλασσα τη λιόφωτη:

Συσπειρωμένα εκεί του νου κοράλλια όπου στον ήλιο

Κοίτονται ξασπρισμένοι οι ψαροσκελετοί,

Τα μάτια τους σαν μπίλιες κενά, λεπτά τα κόκαλα

Πουλιών, εκεί π’ ανθεί θαλασσινή ανεμώνη.

(Thus motionless she flies and silent sings

And sees in mirrors of the inward eye

A blond child running down the long arcade

To a white seashore and a sunlit sea:

The convoluted corals of the mind.

Where the bleached skeletons of fishes lie,

Their blank eyeballs like marbles, the thin bones

Of birds, where blooms the pale anemone.)

Αφού ετοίμασα μιά τέτοια ειδυλλιακή σκηνή, στην οποία εισβάλλουν εικόνες σκληρότητας, ήρθε η ώρα να παρουσιάσω το αγόρι που συναντά στη φαντασία της η κοπέλα. Της φαίνεται σαν πλάσμα από άλλον πλανήτη, τέλεια αντίθετος μ’ αυτήν, κι όμως παράξενα σαν άλλος εαυτός της. Τον νέο αυτό τον έχω συνθέσει από διάφορα στοιχεία, παρμένα από πρόσωπα της ελληνικής και της χριστιανικής μυθολογίας, κυρίως όμως από τον γνωστό μύθο του Περσέα και της Μέδουσας, που με γοήτευε ανέκαθεν (2). Τα μαλλιά του (είναι φανερός ο φροϋδικός συμβολισμός (3)), σαν της Μέδουσας είναι ένα κράμα φιδιών που σφυρίζουν’ τα μάτια του σαν του Θησέα, είναι διάδρομοι κάποιου Λαβύρινθου όπου ο Μινώταυρος καραδοκεί’ τα φτερά σαντάλια του είναι αυτά που τα είχε προσφέρει ο Ερμής στον Περσέα σαν καταδίωκε τη Μέδουσα’ το σπαθί του είναι το φλεγόμενο εργαλείο που είδα, θυμάμαι, σε πολλές γκραβούρες να το υψώνει ο αρχάγγελος Μιχαήλ, διώχνοντας τον Αδάμ και την Εύα απ’ τον Παράδεισο. Έπειτα φαντάζομαι έξαφνα τα δύο αυτά τερατώδη παιδιά, τις δύο αυτές αντιθετικές κι όμως ελκόμενες δυνάμεις, την αιώνια διπλή όψη της ζωής, σ’ ένα τερατώδες ερωτικό αγκάλιασμα: είναι ο πόθος μιάς ακατόρθωτης αρμονίας που μόνο ένταση μπορεί να γεννήσει:

Και συναντάει το παιδί εκεί μιάς άλλης σφαίρας

Με μαύρα φίδια για μαλλιά στ’ αγέρι να συρίζουν,

Με μάτια σα χοάνες ενός λαβύρινθου, όπου

Μουκανίζει ο Μινώταυρος, με φτερωτές τις φτέρνες,

Κρατώντας στο ζερβό του ρομφαία φλογερή.

Κι εκεί τα τερατώδη παιδιά, ξανθό και μαύρο,

Σμίγουνε τερατώδικα με φλόγες και φτερούγες,

Και στον αέρα τον αψύ φτύνουν φωτιά τα φίδια.

(And meets the child there of another sphere

Whose hair is black snakes hissing in the wind,

With eyes the funnels of a labyrinth

Where roars the Minotaur, whose heels are winged,

Who in his left hand holds the flaming sword.

And there the monstrous children, blond and black,

Make monstrous love with flaming sword and wing,

The black snakes spitting flame on the salt air.).

Τώρα βγαίνω από τη ρέμβη μου ν’ αντικρίσω την κοπέλα βουτηγμένη ακόμα στο δικό της παγερό όνειρο, και συνειδητοποιώ πώς τέτοιες δυαδικές καταστάσεις ποτέ δεν απολήγουν σε αρμονία. Συχνά πριν ωριμάσει ο καιρός τον έρωτά μας, τον σκοτώνουμε. «Όλο το πάθος αναλώθηκε», λέγει ο Milton στο Σαμψών Αγωνιστής, και παρουσιάζω διάφορα σύμβολα ξοδιασμένου έρωτα: τα μαύρα φίδια που σωπαίνουν, το σπαθί που καπνίζει, τα φτερά πού τσουρουφλιώνται. Θυμάμαι πώς είδα στα μάτια πολλών παιδιών τέτοια ανώριμη σοφία, τέτοια καταστρεπτική αγάπη.

          Σ’ ένα βιβλίο του Ιησουΐτη μοναχού πάτερ κ. Κ. Ντ’ Άρσυ που τιτλοφορείται Ο Ναός και η Καρδιά του Έρωτα (4) μού ‘κανε εντύπωση όταν διάβασα, πώς μιά βαθιά γνώση του εαυτού μας, ισοδυναμεί μέσα μας με μιάν εμπειρία του θανάτου και ότι η γνώση αυτή αποκτάται βαθύτερα στην εμπειρία του πληγωμένου έρωτα, και μάλιστα στο συζυγικό κρεβάτι. Ο πατήρ Ντ’ Άρσυ αναφέρει έναν άγνωστο ποιητή του δέκατου έβδομου αιώνα που λέγει: «Πόνος και κατανόηση είναι βαθιά συνυφασμένα: θάνατος και αυτογνωσία συμμαχούν… ο πόνος, ο πόνος του έρωτα ιδίως, είναι προνομιούχος τρόπος κατανόησης». Στη συνέχεια αναφέρει τον θεολόγο Μπούμπερ πού δηλώνει αποφασιστικά «πώς το σχήμα αυτό των αντιθέσεων ποτέ δεν ξεπερνιέται. Όσοι ‘απορροφημένοι από το πάθος του Έρωτα μαγεύονται τόσο από το θαύμα του εναγκαλισμού, ώστε νομίζουν πώς ξεπεράστηκε η αντίθεση του  Εγώ και Εσύ, πλανιώνται. Αυτό που αποκαλούν μιάν ένωση  πού καταργεί όλες τις διαφορές, είναι ο δυναμισμός της σχέσης της ίδιας’’». Τύπωσα με άλλα στοιχεία και υπογράμμισα την έμφαση αυτή στο ποίημά μου, στο συγκεκριμένο αυτό σημείο επειδή αποτελεί την καρδιά του ποιήματός μου, το οποίο τελειώνω με μιά τρομερή φράση του Οθέλλου του Σαίξπηρ όπου ο έρως δηλώνει πώς στην ερωτική πράξη οι εραστές είναι πάντα καταδικασμένοι να γίνουν ένα κτήνος με δυό πλάτες. Όταν το κτήνος αυτό ξοδιαστεί και αδειάσει, όταν πάψει ο Μινώταυρος να εφορμά στο νου και στην καρδιά μας, τότε τα δυό παιδιά, το ξανθό και το μαύρο, οι δυό αιώνιοι πόλοι, μπορούν για μιά στιγμή να κοιμηθούν και να ‘βρουν λίγη γαλήνη προτού ξυπνήσουν πάλι σ’ έναν κόσμο έντασης και αντιθέσεων:

Στης παιδικότητάς της το κάθισμα όνειρο ψυχρό

Βλέπει, τα δύσμοιρα παιδιά στον ύπνο να τινάζονται,

Βλέπει έναν άκαιρο έρωτα, άκαιρα σκοτωμένο.

Βουβά τα φίδια, το σπαθί καπνίζει, σβήνει η φτέρνα.

Κατέχει ένα μυστήριο που τα παιδιά δε λένε:

Αυτογνωσία ο θάνατος, ο έρωτας γάμου στρώμα.

Με τις δυό πλάτες το θεριό μουγκρίζει, ροβολά

Στο νου ο Μινώταυρος, ξανθό μαύρο παιδί κοιμούνται.

(She sits in childhood’s chair in a cold dream

Of luckless children tossing in their beds,

Of Love untimely loved, untimely slain,

The black snakes silent, smouldering sword, singed heel,

And keeps a mystery children cannot tell:

Death is self- Knowledge, love the marriage bed.

The beast with two backs roars, the minotaur

Stampedes in the mind, the mind, the blond- black children sleep.)

Έτσι σχηματίστηκε το ποίημα αυτό, απ’ τον καταστραμμένο έρωτα μιάς νέας κι ενός νέου που κάποτε είχα γνωρίσει, από αντιθέσεις, αληθινές λεπτομέρειες σε μιά βίλλα πραγματική, από στοίβες μαδέρια, από μιά προβλήτα του Σικάγου, απ’ τις ακτές ελληνικών νησιών, από το ποίημα ενός άγγλου ποιητή, από πίνακες του  ντέ Κίρικο, από του Μίλτωνα τον «Σαμψών Αγωνιστή» απ’ το βιβλίο ενός παπά Ιησουϊτη, από τους μύθους της Μέδουσας, του Περσέα, του Θησέα, από γκραβούρες του αρχάγγελου Μιχαήλ, από τον Οθέλλο του Σαίξπηρ κι από μιά στάση απέναντι στη ζωή που βρίσκει τόνωση όχι σε καμιάν αρμονία των αντιθέσεων, μα στις εντάσεις μεταξύ τους. Ένα ποίημα είναι απλώς μια προσπάθεια να λυθούν τέτοιες αντιθέσεις, τεχνικά και ιδεολογικά, κι είναι πάντα καταδικασμένο σε αποτυχία. Κάποια προσέγγιση είναι η μόνη μας ελπίδα.

      Μετάφραση κειμένου: Νέλλη Ανδρικοπούλου

     Μετάφραση ποιήματος: Νίκος Φωκάς

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

Διαβάστηκε στα Ελληνικά από τον Κίμωνα Φράϊερ το 1959 στο πρόγραμμα «Η Φωνή της Αμερικής», το κείμενο μεταφρασμένο από τον Στρατή Χαβιαρά και το ποίημα από τον Άρη Δικταίο.

1., Βλ. «Ποίηση και Μετάφραση», σελ. 306, αριθ. 16

2., Βλ. «Τα Πέτρινα Μάτια της Μέδουσας», σελ. 13-32

3., Βλ. το μικρό δοκίμιο του Φρόϋντ, “Medusas Head” («Το Κεφάλι της Μέδουσας»).

4., M. C. D’ Arcy, S. J., The Mind and Heart of Love” Lion and Unicorn, a Study in Eros and Agape, Henry Holt, Νέα Υόρκη, 1947.

Στον τόμο ΚΙΜΩΝ ΦΡΑΪΕΡ, ΤΑ ΠΕΤΡΙΝΑ ΜΑΤΙΑ ΤΗΣ ΜΕΔΟΥΣΑΣ. ΔΟΚΙΜΙΑ. Εκδόσεις Κέδρος, Αθήνα, 1981, σελ. 99-108, 302.

Διαβάζοντας εκ νέου

         Μνήμη πειραιώτη Αντώνη Σταυροπιεράκου

   Διαβάζοντας και αναρτώντας το τελευταίο διάστημα ανέκδοτες και δημοσιευμένες μεταφράσεις άγγλων και αμερικανών ποιητών από φιλικούς συνεργάτες λογοτέχνες της ιστοσελίδας Λογοτεχνικά Πάρεργα, (Ν. Κεσμέτη, Α. Σ. Παρθένης) ανέτρεξα για μία ακόμη φορά σ’ ένα κλασικό βιβλίο το οποίο κυκλοφόρησε πριν μισό περίπου αιώνα. Μιλώ για την σπονδυλωτή μελέτη του ελληνοαμερικανού δασκάλου της ποίησης και μεταφραστή Κίμωνα Φράϊερ. ΤΑ ΠΕΤΡΙΝΑ ΜΑΤΙΑ ΤΗΣ ΜΕΔΟΥΣΑΣ. ΔΟΚΙΜΙΑ, εκδόσεις Κέδρος, Αθήνα 1981, σελ.312. Ένα αγαπητό και διδακτικό για μένα βιβλίο (ως σταθερός αναγνώστης της ποίησης), ένα σύνθετο μελέτημα, το οποίο ορισμένες φορές τις προηγούμενες δεκαετίες, όταν αντιλαμβανόμουν ότι το άτομο με το οποίο συνομιλούσα ενδιαφέρονταν ουσιαστικά και όχι περιστασιακά για την ελληνική και ξένη ποιητική παράδοση το αγόραζα και το δώριζα. Και πάντα άκουγα θετικές κρίσεις. Θεωρώντας ότι έτσι, συμβάλλω από την μεριά μου, να έρθει και το πρόσωπο που είχα δίπλα μου σε επαφή με τα «μυστικά» μονοπάτια της αγγλοσαξονικής ποιητικής παράδοσης και φυσικά της μετάφρασης. Η διαδικασία αυτή πραγματοποιείται μέσω ενός ποιητή-μεταφραστή από τους πλέον κατάλληλους, αρμόδιους και αντιπροσωπευτικότερους των χρόνων του και της γενιάς του. Ας το επαναλάβουμε για μία ακόμη φορά και ας γινόμαστε κουραστικοί, ότι ο μικρός το δέμα αλλά μεγάλος στο πνεύμα Κίμων Φράϊερ, (Kimon Friar) υπήρξε ο ελληνοαμερικανικός δάσκαλος της ποίησης που έδωσε φτερά στην σύγχρονη-και παλαιότερη- ελληνική ποίηση. Με τις εκατοντάδες μεταφράσεις και εισαγωγές του, βοήθησε το αγγλοσαξονικό αναγνωστικό κοινό και ιδιαίτερα, το αμερικάνικο πολυπληθέστερο κοινό της ποίησης, να έρθει σε άμεση επικοινωνία με το έργο ελλήνων ποιητών και ελληνίδων ποιητριών. Ασφαλώς, και πριν τον Κίμωνα Φράϊερ είχαν μεταφραστεί έλληνες ποιητές των παλαιότερων γενεών σε ευρωπαϊκές γλώσσες. Ο Κωνσταντίνος Π. Καβάφης πχ. από τον Μαυροκορδάτο. Με τον Φράϊερ όμως, έγινε μια συστηματικότερη και διευρυμένη προσπάθεια να έρθει σε επαφή το ξένο κοινό με την ελληνική σύγχρονη ποιητική παράδοση και τους εκπροσώπους της. Φωνές ελλήνων ποιητών και ποιητριών-ιδιαίτερα της Γενιάς του 1970- συνομίλησαν ισότιμα και «απευθείας» με τους συνομηλίκους τους από την άλλη πλευρά του Ατλαντικού ποιητές. Δίχως καμία υστερόβουλη πρόθεση εκ μέρους μας, όχι μόνο έχω ακούσει κατ’ ιδίαν από τα χείλη του νομπελίστα μας ποιητή Οδυσσέα Ελύτη να λέει ότι χάρη στις μεταφράσεις του Κίμωνα Φράϊερ τον γνώρισαν οι Σουηδοί και έλαβε το Νομπέλ, αλλά, και σημαντικούς ποιητές της Γενιάς του 1970 οι οποίοι υπήρξαν και μεταφραστές, να μιλούν για την προσφορά και τι οφείλουν στις μεταφραστικές εργασίες του Κίμωνα Φράϊερ. Η ελληνική γλώσσα και ο ποιητικός λόγος με τις μεταφραστικές του εργασίες (όπως επισημαίνει μεταξύ άλλων και ο καθηγητής και μεταφραστής Βρασίδας Καραλής) ξεπέρασαν τα στενά όρια της γεωγραφίας της βαλκανικής χερσονήσου και συνομίλησαν με πολιτισμικές και ιστορικές παραδόσεις άλλων λαών διαφορετικές από την Ελληνική κουλτούρα. Το σύγχρονο ελληνικό ποιητικό πνεύμα και λόγος του 20ου αιώνα έγινε οικείο και γνωστότερο μέσω των μεταφράσεων του Κίμωνα Φράιερ. Η προϋπηρεσία του μεταφραστή ως δασκάλου της αγγλικής γλώσσας και της αγγλοσαξονικής ποίησης καθιστούσαν τον λόγο του όχι μόνο έγκυρο αλλά  και σημείο αναφοράς-παραπομπής για χρόνια. Για να είμαστε όμως ακριβείς, υπήρξαν και υπάρχουν και άλλες ποιητικές και μεταφραστικές φωνές ελλήνων οι οποίες εργάστηκαν από τον προηγούμενο αιώνα να φέρουν σε επαφή τον ελληνικό ποιητικό λόγο μεταφράζοντάς τον στο αμερικάνικο και όχι μόνο αγγλοσαξονικό κοινό. Ορισμένες μάλιστα, ήσαν εγκατεστημένες σε πολιτείες των ΗΠΑ και σπούδαζαν ή δίδασκαν ελληνική ποίηση σε πανεπιστημιακά ιδρύματα. Αναφέρουμε ενδεικτικά (από μνήμης) ονόματα γνωρίζοντας ότι ο κατάλογος των ονομάτων είναι αρκετά μακρύς. Είναι οι περιπτώσεις των ποιητών, μεταφραστών Νίκου Σπάνια, του Νάνου Βαλαωρίτη, του Ντίνου Σιώτη, του Μάριου Βύρωνα Ραϊζη, του Θωμά Στραβέλη, της Κατερίνας Αγγελάκη-Ρουκ, του Βαγγέλη Γκούμα, του Αντώνη Δεκαβάλλε, του Έντμουντ Κίλι, του Στρατή Χαβιαρά, του Γιώργου Σεφέρη, του Γιώργου Δανιήλ και πολλών άλλων. Και αν στην κατηγορία αυτή συμπεριλάβουμε τους αγγλόγλωσσους έλληνες ποιητές- μεταφραστές οι οποίοι μας έφεραν και εξακολουθούν να μας φέρνουν σε επαφή, επικοινωνία με δυτικοευρωπαίους ποιητές όπως είναι ο Χάρης Βλαβιανός, η Παυλίνα Παμπούδη, ο Νάσος Βαγενάς, η Τζένη Μαστοράκη ο Ερρίκος Σοφράς, η Ολυμπία Καράγιωργα, η Μερόπη Οικονόμου, η Έλλη Συναδινού, ο Ηλίας Κυζηράκος, ο Βασίλης Ρώτας και η Βούλα Δαμιανάκου που γνώρισαν στο ελληνικό κοινό τον ποιητικό και θεατρικό λόγο του ελισαβετιανού δραματουργού Ουϊλλιαμ Σαίξπηρ, ο Κλέων Παράσχος, ο Ανδρέας Αγγελάκης, η Άννα Δασκαλοπούλου, η Λιάνα Σακελλίου, η Φρόσω Μαντά, η Αλεξάνδρα Πλακωτάρη, ο Γεώργιος Δέλλιος και πολλών άλλων νεότερων ηλικιών-των ημερών μας μεταφραστών (οι οποίοι μετέφρασαν εκ νέου Ουώλτ Ουίτμαν, αμερικανούς Beat ποιητές, Έμιλυ Ντίκινσον κλπ.) με χαρά διαπιστώνουμε τους σταθερούς ανοιχτούς διαύλους επικοινωνίας μεταξύ των αγγλόγλωσσων δημιουργών και των ελλήνων ομοτέχνων τους. Η σύγχρονη έναρξη της πολιτογράφησης της ελληνικής ποίησης στην αγγλική γλώσσα και την αγγλόφωνη επικράτεια αρχίζει με τον Φράιερ. Στην τρέχουσα των ιστορικών ημερών μας ποιητική και μεταφραστική συγκυρία, όπως ο πλανήτης μας έτσι και ο παγκόσμιος χάρτης της ποίησης είναι πλέον ορατός, ένας μεγάλος και πολυπληθής πολύχρωμος ποιητικός συνοικισμός. Ο έλληνας όπως και ο αγγλόγλωσσος δυτικοευρωπαίος αναγνώστης της Ποίησης έχει την δυνατότητα (πέρα από την μητρική του γλώσσα) να επιλέξει και να διαβάσει, να απολαύσει δίχως γλωσσικές εξαρτήσεις, μέσα από έναν πληθωρισμό ποιητικών και μεταφραστικών καταθέσεων οτιδήποτε επιθυμεί. Τα ποιητικά πολιτιστικά προϊόντα είναι κοινά όπως και οι αλληλοεπιδράσεις των ποιητικών παραδόσεων.

Πριν μερικά χρόνια, προς τα τέλη του 2018 ανάρτησα στα Λογοτεχνικά Πάρεργα, το μελέτημα του Κίμωνα Φράϊερ «Πώς διαβάζεται Ένα Ποίημα». Η ανταπόκριση των αναγνωστών των Λογοτεχνικών Πάρεργων ήταν από  όσο μπορούσα να ερμηνεύσω από τους αριθμητικούς δείχτες, σημαντική, κάτι που σημαίνει ότι το δημοσίευμα άρεσε, κέντρισε το ενδιαφέρον.

Στο σημερινό σημείωμα, μεταφέρω ως «μοντέλο» γραφής το «Πώς Γράφτηκε Ένα Ποίημα». Απέφυγα να καταφύγω σε φιλολογικές σημειώσεις και υποσημειώσεις και προτίμησα να έχει ο όποιος ενδιαφερόμενος σημερινός αναγνώστης της Ποίησης απευθείας την χαρά της απόλαυσης του κλασικού κειμένου διαβάζοντάς το. Ταυτόχρονα του ποιήματος στις δύο γλωσσικές εκδοχές του ή μάλλον τρείς αν λάβουμε υπόψη μας ότι το κείμενο είναι Ομιλία του Φράϊερ το 1959, όπως και το ποίημα όπως μας λέει ο ίδιος στις ελάχιστες σημειώσεις του. Δεν παραγνωρίζουμε ότι αυτά που γράφει-μας εξομολογείται ο Φράϊερ, για την μέθοδο και τον τρόπο που ακολούθησε, την αφορμή και τη γενεσιουργό αιτία γραφής του ποιήματος, τις πηγές από όπου άντλησε το υλικό του, την εσωτερική του διάρθρωση και δομή, τους αρχαίους συμβολισμούς του, αυτά που γράφει ο ίδιος στο πρώτο μέρος των «Πέτρινων ματιών της Μέδουσας». Την αναζήτηση δηλαδή ενός κεντρικού συμβόλου καλλιτεχνικής έκφρασης, «έναν συμβολικό και αλληγορικό μύθο της δημιουργικής ιδιοσυγκρασίας» το οποίο θα εκφράζει το όλον της ποιητικής πράξης. Τα ποιητικά αυτά καθέκαστα χρήζουν ιδιαίτερων γνώσεων και έρευνας από εμάς τους αναγνώστες. Αυτό όμως δεν μας εμποδίζει να δούμε τα σταδιακά ίχνη της ποιητικής γραφής του ποιήματος, τον σχεδιασμό και την εσωτερική δομή του συγκεκριμένου ποιήματος, την σύνθεσή του μέχρι την πλήρη ολοκλήρωσή του. Όταν φεύγει από τα χέρια του δημιουργού και έρχεται στην ακτίνα της δικής μας αναγνωστικής όρασης. Ένα Ποίημα το ο οποίο το  υλικό και η σύλληψή του προήλθε από την σχέση δύο νεαρών ατόμων της καθημερινότητας της ζωής και εμπειριών του συγγραφέα. Την ερωτική έλξη ενός νεαρού αγοριού για μία νεαρή κοπέλα. Η σχέση τους, έστω και πρόσκαιρη, εφόσον διαλύθηκε γρήγορα παρά τον αρχικό τους ενθουσιασμό, ενεργοποίησε τις πνευματικές δυνάμεις και τους μηχανισμούς μνήμης της παιδικής ηλικίας του Φράϊερ ώστε να αναζητήσει την κατάλληλη μορφή καλλιτεχνικής δημιουργίας και αποτελέσματος στα κατοπινά χρόνια, να καταστήσει μία εξωτερική εφήμερη, τυχαία παράσταση σε ποιητικής απόλαυσης αποτέλεσμα. Ο Φράιερ αναζήτησε έναν συγκεντρωτικό, συγκεφαλαιωτικό Μύθο να καθρεφτίσει πάνω του τον προσωπικό του στοχασμό, και αυτόν τον Μύθο τον συγκεφαλαιώνει εύστοχα και καίρια κατά την αντίληψή του ο αρχαίος μύθος της Μέδουσας. Στον άθλο του Περσέα να ανακαλύψει τον τρόπο ώστε να σκοτώσει την Μέδουσα απελευθερώνοντας την Ανδρομέδα δίχως να κατορθώσει το τέρας κοιτώντας το να τον πετρώσει. Να αντικρίσει δηλαδή το σκοτεινό πρόσωπό της μέσα από ένα ακίνδυνο για τον ίδιο φίλτρο. Ο αρχαίος Μύθος μας είναι γνωστός και έχει εξεταστεί και ερμηνευτεί από κλάδους της επιστήμης της Ψυχολογίας και της Συμβολιστικής της Παγκόσμιας και Ελληνικής Μυθολογίας. Πάμπολλες και χαρακτηριστικές είναι και οι απεικονίσεις του στον χρόνο από ξένους και έλληνες μεγάλους καλλιτέχνες. Τον Περσέα να κρατά το κομμένο κεφάλι της Μέδουσας στο ένα χέρι και στο άλλο το αιματοβαμμένο σπαθί του, ή την παράσταση της ασπίδας του Περσέα με την απεικόνιση του προσώπου της Μέδουσας πάνω της. Θυμάμαι ακόμα το καλλιτέχνημα που έφτιαξε για τον Κίμωνα Φράϊερ, την «MEDOYSA» ο έλληνας σημαντικός εικαστικός Νίκος Χατζηκυριάκος-Γκίκας, και κρέμονταν πάντα μονάχη της στους τοίχους του σπιτιού. Χαμογελώντας με το πέρασμα του χρόνου, να αναφέρω ότι πάντα όταν περνούσα από μπροστά της ενώ είχα την περιέργεια να δω τα υλικά από τα οποία ήταν κατασκευασμένη η τρομερή και αινιγματική Μορφή της, απέφευγα να την δω καταπρόσωπο. Πάντοτε με κορόιδευε ο Κίμων όταν του το ανέφερα. Η κρεμασμένη Μορφή της και η τεράστια σε όγκο Καζαντζακική Οδύσσεια ανοιγμένη πάνω σε αναλόγιο, ήταν τα δύο αλησμόνητα χαρακτηριστικά αντικείμενα για τους επισκέπτες των δύο σπιτιών του Φράϊερ είτε στην οδό Καλλιδρομίου είτε στον Χολαργό από όπου έφυγε για το αιώνιο σκοτεινό ταξίδι.

Θαυμάζουμε την τεχνική του δασκάλου της ποίησης Κίμωνα Φράϊερ, στην σύνθεση του δικού του ποιητικού φρέσκου, όσο και στην παράλληλη ερμηνεία και εξήγησή του. Μια διπλή σύνθεση διδασκαλίας Γραφής ενός Ποιήματος, που, αν δεν κάνω λάθος δεν έχει επαναληφθεί, ή δεν έχω συναντήσει στις αναγνωστικές μου περιπλανήσεις. Σε κείμενό του στο λογοτεχνικό περιοδικό «Τομές» του ποιητή και εκδότη Δημήτρη Δούκαρη, ο πρώην πρωθυπουργός, καθηγητής της κοινωνιολογίας και συγγραφέας Πατρινός Παναγιώτης Κ. Κανελλόπουλος, για τον Κίμωνα Φράϊερ, γράφει σχετικά:

«Ο Kimon Friar δεν έχει ανάγκη από τη δική μου κρίση για την προσωπικότητά του. Δεν έχω να πω παρά μόνον ότι θαυμάζω το έργο του.

     Ποιητικό πνεύμα ο ίδιος, είναι ένας από τους λαμπρότερους και πιό ρωμαλέους ερμηνευτές της αγγλικής και αμερικανικής ποιήσεως, καθώς και της νεοελληνικής. Αλλά το πνεύμα του αγκαλιάζει επίσης, με μεγάλη άνεση, τη μυθική και κλασική αρχαιότητα, και τους πνευματικούς κόσμους όλων των εθνών και φυλών, που έχουν διαμορφώσει την παγκόσμια συνείδηση…..».

          Επικροτώντας τα λεγόμενα του Παναγιώτη Π. Κανελλόπουλου, όσοι και όσες συνομιλούσαν με τον ελληνοαμερικανό δάσκαλο της Ποίησης Κίμων Φράϊερ, θα θυμούνται τις ευρείες γνώσεις του πάνω στην αρχαία ελληνική και παγκόσμια μυθολογία και αρχέγονες θρησκείες όπως επίσης, κάτι που δεν έχει μάλλον εξεταστεί στις μελέτες του, οι γνώσεις του πάνω στην Κλασική Μουσική και τις ορολογίες που χρησιμοποιεί στα κείμενά του (και από τους χώρους των εικαστικών τεχνών). Η πλευρά αυτή του ποιητή και μεταφραστή φέρνει στη σκέψη μας την αντίστοιχη περίπτωση του νομπελίστα μας ποιητή Οδυσσέα Ελύτη και γιατί όχι και του Γιάννη Ρίτσου κάτω από ένα διαφορετικό εξέτασης πρίσμα. Πάντως και των τριών, όπως και του ποιητή και εικαστικού Νίκου Εγγονόπουλου το έργο οργανώνεται με μορφές, όρους, λέξεις και θεωρήσεις από τους χώρους της Μουσικής και τα πεδία των Εικαστικών Τεχνών διαχρονικά.

Γιώργος Χ. Μπαλούρδος

Παρασκευή 17 Ιανουαρίου 2025                            

Τετάρτη 15 Ιανουαρίου 2025

Ουίλλιαμ Σ, Μέργουιν, Γνωριμία με τον ποιητή των Δέντρων

 

Γνωριμία μέ τόν ποιητή τῶν Δέντρων

      W.S. Merwin ( 1927 – 2019)

(Γυρισμένο στά ἑλληνικά ἀπό τήν Νατάσα Κεσμέτη)

Nεανικές Ἀκολασίες

Παρατηρώντας τό πρῶτο ἡλιόφως

ν'ἀγγίζει τίς κορφές τῶν φοινικιῶν

Τί μποροῦσα νά ρωτήσω

 

Ὅλες οἱ χάντρες ἔχουν χαθεῖ

ἀπό τόν παλιό σπάγγο

καί ὁ σπάγγος δέν τίς ποθεῖ

 

Οἱ κόρες τῆς μνημοσύνης

ποτέ δέν προφέρουν

τά δικά τους  ὀνόματα

 

Στήν γλώσσα τοῦ οὐρανοῦ

ὁ ἄγγελος εἶπε

πήγαινε φτιάξε τόν δικό σου κῆπο

 

Ὀνειρεύομαι πώς εἶμαι ἐδῶ

τό πρωϊνό

καί τό ὄνειρο ἔχει τόν δικό του χρόνο

 

Κοιτάζοντας στό παλιό πηγάδι

βλέπω τό δικό μου πρόσωπο

μετά ἕν’ ἅλλο πίσω του

 

Ἐδῶ εἶμαι

πρωϊνά σύννεφα

στόν ἀνατολικό ἄνεμο

 

Κανείς στόν κῆπο

οἱ φθινοπωρινές μαργαρίτες

κρατοῦν τή μέρα γιά τίς ἴδιες

 

Ὅλη νύχτα στήν σκοτεινή κοιλάδα

ὁ ἦχος τῆς βροχῆς φθάνει

ἀπό ἕναν ἄλλον καιρό

 

Σεπτέμβριος ὅταν ὁ ἄνεμος

πέφτει καί μᾶς φαίνεται

πώς οἱ μέρες περιμένουν

 

Χρειαζόμουν τά λάθη μου

στή δική τους σειρά

γιά νά μέ ὁδηγήσουν ἐδῶ

 

Νά τό ὁλόγιομο φεγγάρι

φέρνοντάς μας

σιωπή

 

Λέω φίλο μου κεῖνο τό πουλί πού κελαηδεῖ

ἄν καί δέν ξέρω ἄλλο τίποτα γι' αὐτό

κι ἐκεῖνο δέν γνωρίζει πώς ὑπάρχω

 

Τί εἶναι αὐτό πού ἐπιμένω νά ξεχνῶ

τώρα πάλι τό ἔχασα

ἐδῶ ἀκριβῶς

 

Πρέπει νά ἐπιμένω νά μιλάω στόν ἑαυτό μου

γιατί πάλι φεύγω μακριά

δέ μοιάζει ν' ἀκούω

 

Στά νιάτα μου πίστευα σέ κάποιο ἀλλοῦ

Ἐμπιστευόμουν τό ταξίδι

τώρα γ ί ν ο μ α ι  τό δικό μου δέντρο.

Ἀπό τήν συλλογή The Moon Before Morning ( 2015)

  Γιά τόν ποιητή:

Ὁ W. S. Merwing, γιός πρεσβυτεριανοῦ πάστορα, ἄρχισε νά γράφει σέ ἡλικία μόλις πέντε ἐτῶν, εἰκονογραφώντας ἐπίσης τούς ὕμνους πού ἄκουγε ἀπό τόν πατέρα του. Ἡ ἐξοικείωση ἀπό τόσο νωρίς μέ τούς ὕμνους, τόν ὁδήγησε σέ συγκεκριμένη ἀντίληψη γιά τήν φόρμα καί γιά τήν σημασία κάθε λέξης ξεχωριστά, δηλαδή τό εἰδικό βάρος της. Πολυγραφότατος (πάνω ἀπό πενήντα βιβλία ποίησης, πεζοῦ λόγου, μεταφράσεων) καί δυό φορές poet laureate (1999-2000, 2010-2011), χαρακτηρίστηκε στήν Ἀμερική ὡς «Thoreau τῆς ἐποχῆς μας» γιά τήν ἰσχυρή οἰκολογική του συνείδηση, τήν ἀντίθεσή του στήν πολεμική βαρβαρότητα, τήν ἀφοσίωσή του στήν γλώσσα, τό ὑψηλό ἐπίπεδο τῆς πνευματικότητάς του. Πολύ ἀργότερα, τήν ἐποχή τῆς μεγάλης πείρας καί ὡριμότητάς του, ὅταν συνέθετε τήν ποιητική συλλογή Garden Time, εἶχε ἤδη ἀρχίσει ὁ καιρός τῆς δοκιμασίας του: ἔχανε τό φῶς του. Ὅταν ἔφτασε στό σημεῖο νά μήν βλέπει, γιά νά συνεχίζει τό ἔργο του, ὑπαγόρευε στήν σύζυγό του Πώλα τά νέα του ποιήματα. Φαίνεται πώς ἡ δοκιμασία τόν ἔφερνε πλησιέστερα σέ ἄγνωστες περιοχές τῆς ὕπαρξής του, τόν ἔκανε νά τίς ἀφουγκράζεται καί νά μιλάει πιό ἄμεσα στόν ἀναγνώστη του.

Ἀποδεσμευμένος πιά ἀπό τήν προβολή πού δεχόταν γιά τό ἔργο του καί τούς πολύχρονους ἐπαίνους γιά τό πόσο ἐπηρέαζε ἄλλους ποιητές, περιβαλλόμενος τώρα ὁ Merwing ἀπό θαμπές σκιές ἔστρεφε ἐπίμονα τήν προσοχή του στούς ἤχους – ἐμψυχωμένους ἤχους. Ἀνακάλυπτε πῶς νά βρίσκεται στό πλάϊ τοῦ ἀναγνώστη μέ μιά, κερδισμένη μέ ὀδύνη, διασθητική ἀμεσότητα. Τόνιζε μέ κάθε τρόπο τήν ἐλπίδα πού χρειαζόμαστε: Ἐλπίδα σ’ αὐτό πού θέλει νά μᾶς βρεῖ. «Ἐλπίδα στό φῶς τῆς μέρας πού ἔρχεται».

Τόν Ἀπρίλιο τοῦ 2020 ἐπανεκδόθηκε ἡ συλλογή Garden Time, δηλαδή ἕνα χρόνο μετά την τελευτή τοῦ W. S. Merwin, μέ τό ἑξῆς σημείωμα: «Τοῦτο τό τελευταῖο του θαυμάσιο βιβλίο, γραμμένο τόν καιρό πού ὁ ποιητής ἔχανε την ὅρασή του, κατακλύζεται ἀπό ἐπιθυμία, αἴσθηση ἀπώλειας καί ἀναπάντητα ἐρωτήματα. Τό λαμπερό του πνεῦμα, ἡ αἰθέρια πνευματικότητα τῆς φωνῆς του μέ λεπτότητα ἀνακρίνει τήν θνητότητα, μέ εὐγένεια διερωτᾶται γι’αὐτήν· ἀκριβῶς στά τέλη τῆς ζωῆς του κελαηδεῖ ἀγαπητικά σ’ ἕναν ἀκούραστο κόσμο, ἄν καί ὄχι δίχως τρόμο καί δέος. Ὅταν πιά δέν μποροῦσε νά βλέπει καθόλου γιά νά γράφει, ὑπαγόρευε τά ποιήματά του στήν σύζυγό του, Πώλα. Τό ἀποτέλεσμα εἶναι ἕνα βιβλίο ἐπίγνωσης καί ἐπαγρύπνησης, μεγάλης εὐαισθησίας, τρυφερό καί μελαγχολικό, ὅπου ὁ μείζων ποιητής μας καταφάσκει στήν ζωή ἀντλώντας δυνάμεις ἀπό τίς μνῆμες του καί τήν βαθιά του σύνδεση μέ τόν κόσμο· μᾶς ὑπενθυμίζει ἔτσι πώς “Ἡ μόνη μας ἐλπίδα εἶναι νά εἴμαστε τό φῶς τῆς μέρας.”»

Ὁ W. S. Merwin, γιά πάνω ἀπό σαράντα χρόνια μαζί μέ τήν γυναίκα του φύτεψαν περισσότερα ἀπό 2.740 φοινικόδεντρα, στήν προσπάθεια νά σώσουν τίς φοινικιές ἀπό τήν ἐξαφάνιση πού τίς ἀπειλεῖ. Ἡ δεντροφύτευσή τους περιλάμβανε 400 εἴδη, καί ἄλλες, περίπου 900, ποικιλίες. Ἄς προσθέσουμε καί τά χιλιάδες πού φύτεψαν ἀνεπιτυχῶς, καθώς αὐτά δέν κατάφεραν να ἐπιζήσουν. Σέ ἕνα χαρακτηριστικό του μικρό ποίημα τοῦ 1988 ἔγραψε:

Μαρτυρία

Θέλω νά διηγηθῶ πῶς

ἦσαν τά δάση

Θά πρέπει νά μιλήσω

μέ μιά λησμονημένη λαλιά

Σέ ὅλο του τό ἔργο, διάλεγε συνειδητά τήν ἀπουσία στίξης, ἔτσι καί στό Garden Time. Τόν τίτλο αὐτόν θά μπορούσαμε νά τόν μεταφράσουμε ὡς Καιρό τοῦ Κήπου, γιατί αὐτό πού ἐπιδιώκει νά διαφανεῖ, στό ἀνεμπόδιστο κύλισμα τοῦ κάθε ποιήματος, δέν εἶναι ὁ χρόνος. Εἶναι ὁ Καιρός· μέ τήν δική μας, ἑλληνική σημασία τοῦ ὅρου: εὐ-καιρία μέ ἄλλα λόγια. Ἀποκτᾶ καί ἄλλες προεκτάσεις, ἄν σκεφθεῖ κανείς πώς ἡ συλλογή ἐκδόθηκε τό 2016, ἡ ἀγαπημένη του Πώλα ἀπεβίωσε τό 2017, καί ὁ ἴδιος ἐξέπνευσε εἰρηνικά στόν ὕπνο του, τό 2019. Ἑπομένως τό τέλος τῆς ζωῆς τοῦ ποιητῆ, μέσα στήν δοκιμασία τῆς τύφλωσης, ὑπῆρξε πράγματι ἕνας Καιρός ἐκ νέου καλλιέργειας καί φροντίδας τοῦ Κήπου πού τοῦ δόθηκε: εὐκαιρία φιλοσοφικοῦ ἀναστοχασμοῦ, παρατηρήσεων μέ τά ἔσω μάτια, σπορᾶς ἐρωτημάτων ὅπως τά ἀκόλουθα μέ νηφάλιο καί γλυκύ τρόπο:

Eἶμαι ἐγώ πού ἔφτασα σ’ αὐτήν τήν ἡλικία

ἤ εἶναι ἡ ἡλικία πού ἦρθε σέ μένα

ποιό ἀπ’ τά δυό ἔφερε μαζί του ὅλες τοῦτες

τίς σιωπηλές εἰκόνες πάνω στόν σκιερό τους ποταμό

Νατάσα Κεσμέτη.

Επιπρόσθετα,

αντί για σχόλια, μεταφέρουμε ορισμένα ποιήματα του αμερικανού ποιητή Ουίλλιαμ Σ. Μέργουιν που μετέφρασε στα ελληνικά η πεζογράφος και ποιήτρια Νατάσα Κεσμέτη δημοσιευμένα στο ηλεκτρονικό περιοδικό «Νέο Πλανόδιον» στο οποίο είναι σταθερή συνεργάτης. Στην παράθεση των ποιημάτων και των σχολίων της, ο αναγνώστης διαπιστώνει το συνεχές ενδιαφέρον της ελληνίδας μεταφράστριας για την ποιητική του παρουσία. Αν δεν κάνω λάθος είναι η πρώτη φορά που μεταφράζεται ποίηση του αμερικανού ποιητή στην χώρα μας.

Ουίλλιαμ Σ. Μέργουιν, Βροχή Φωτός

         Στήν Μνήμη τῆς ἀδελφῆς μου Ἀγαθονίκης.

Ὁλημέρα τ’ ἄστρα παρακολουθοῦν ἀπό πολύ παλιά

ἡ μητέρα μου εἶπε Φεύγω τώρα

ὅταν εἶσαι μόνος θά εἶσαι καλά

εἴτε τό γνωρίζεις εἴτε ὄχι θά γνωρίσεις

κοίταξε τό παλιό σπίτι στήν αὐγινή βροχή

ὅλα τά λουλούδια εἶναι μορφές νεροῦ

ὁ ἥλιος μέσα ἀπό ἕνα λευκό σύννεφο τίς θυμίζει

ἀγγίζει τίς συρραφές ἀνάμεσα σέ διάσπαρτα μπαλώματα πάνω στό λόφο

τά πλυμένα θαμπά χρώματα τῆς πέραν τοῦ θανάτου ζωῆς

πού ζοῦσαν ἐκεῖ πολύ πρίν ἀπό την γέννησή σου

δές πῶς ξυπνοῦν δίχως καμιά ἐρώτηση

ἀκόμα κι ἄν ὁλόκληρος ὁ κόσμος ἀναφλέγεται

The Shadow of Sirius, 2008

Γυρισμένο στά Ἑλληνικά ἀπό τήν Νατάσα Κεσμέτη, Ιανουάριος 2024.

Οὐίλλιαμ Σ. Μέργουιν, Στό φώς τοῦ Σεπτεμβρίου

Μετάφραση-Επιμέλεια Στήλης ΝΑΤΑΣΑ ΚΕΣΜΕΤΗ

ΣΤΟ ΦΩΣ ΤΟΥ ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ

Ὅταν εἶσαι κιόλας ἐδῶ

παρουσιάζεσαι μόνον σάν

ἕνα ὄνομα πού εἴτε εἶσαι παρόν

εἶτε ὄχι μιλᾶ γιά σένα

καί γιά τήν ὥρα μοιάζει σάν

νά εἶσαι ἀκόμα καλοκαίρι

στό ἀποκορύφωμά του ἀκόμα

οἰκεῖο μας ἀτέλειωτο καλοκαίρι

ὡστόσο μέ μιάν ἀνταύγεια

χαλκοῦ στήν ψύχρα τῶν πρωϊνῶν

καί τ’ ἀργοπορημένα κίτρινα πέταλα

τοῦ φλόμου ἀνεμίζοντας στούς

στάχεις καθώς γέρνουν πάνω

ἀπό τίς θρυμματισμένες τους

σκιές πού διασχίζουν τήν χαρακωμένη γῆ

ἐντούτοις ὅλοι γνωρίζουν

πώς ἔχεις ἔρθει

οἱ ἴουλοι μέ τούς σπόρους τοῦ φασκόμηλου

τά πουλιά πού τό ψιθυρίζουν

καί πουθενά νά σέ κρύψουν

νά σέ φυλάξουν γι’ ἀργότερα

ἐσένα

πού πετᾶς μαζί τους

ἐσένα πού δέν εἶσαι

οὔτε πρίν οὔτε μετά

ἐσένα πού φτάνεις μέ βαθυγάλαζα δαμάσκηνα

πεσμένα καταγῆς μέσα στήν νύχτα

θεσπέσια στήν δροσιά

Τό ποίημα πρωτοεμφανίστηκε στό τεῦχος τοῦ Σεπτεμβρίου 2003 τοῦ περιοδικοῦ Poetry καί ἀργότερα στο βιβλίο τοῦ ποιητῆ Present Company (Copper Canyon Press, 2005.)

ΝΕΟ ΠΛΑΝΟΔΙΟΝ 6/9/2022

Οὐίλλιαμ Σ. Μέργουιν, Ὅταν τελειώσει ὁ πόλεμος

Μετάφραση-Επιμέλεια Στήλης ΝΑΤΑΣΑ ΚΕΣΜΕΤΗ

ΟΤΑΝ ΤΕΛΕΙΩΣΕΙ Ο ΠΟΛΕΜΟΣ

Ὅταν τελειώσει ὁ πόλεμος

Φυσικά θά εἴμαστε περήφανοι ὁ ἀέρας θά εἶναι

Καλός νά τόν ἀναπνέεις ἐπιτέλους

Τό νερό θά ἔχει βελτιωθεῖ ὁ σολωμός

Καί ἡ σιωπή τοῦ παραδείσου θά μεταναστεύουν πιό τέλεια

Οἱ νεκροί θά σκέφτονται πώς οἱ ζωντανοί τό ἀξίζουν ἐμεῖς θά ξέρουμε

Ποιοί εἴμαστε

Καί θά καταταγοῦμε πάλι

ΝΕΟ ΠΛΑΝΟΔΙΟΝ 21/2/2023

Ουίλλιαμ Σ. Μέργουιν (Σεπτ. 1927 – Μάρτ. 2019),

Ἀπό τίς σκιές μας

Μετάφραση-Επιλόγισμα ΝΑΤΑΣΑ ΚΕΣΜΕΤΗ

Ἀπό τίς σκιές μας

Ὑπῆρξαν τόσες πολλές λέξεις γιά τή λύπη

καί τόσο λίγες γιά τή χαρά

ἴσως καμία

πού νά μπορεῖ νά διακρίνει

τόν ἦχο ἐκείνης τῆς μυστικῆς ἄνοιξης

ν’ ἀναβλύζει πρίν ἀπό τίς λέξεις

ἄν καί τότε πού ἡ φωνή του ἀναδύεται

ἐντός μας

θέλουμε νά μπορέσουμε νά τό ποῦμε

σέ κάποιους

ἄν μείνουν νά μᾶς ἀκούσουν

νά μιλᾶμε γιά ἐκεῖνο

τό πέρα ἀπό λέξεις

ἡ λύπη μπορεῖ νά ὑψωθεῖ ἐντός μας

μέσα στήν εὐτυχία

καί ἡ χαρά μπορεῖ νά μᾶς ξαφνιάσει

ἐν μέσῳ ἀνείπωτης λύπης

καί οἱ δύο μᾶς γνωρίζουν

ἀπό τήν ἀρχή πρίν τήν παρουσία μας ἐδῶ

ἀλλά ἄν τούς ἀπευθυνθοῦμε

μόνον ἡ λύπη καθυστερώντας στέκει

νά μᾶς ἀκούσει ὥς τό τέλος

ἡ χαρά ἐξαφανίζεται

γιά νά μᾶς ἀναμένει ἴσως

ἐκεῖ πού πού καθόλου δέν τό ἐλπίζουμε

Ἀπό τήν συλλογή Garden Time, Copper Canyon Press, 2016.

Τόν Ἀπρίλιο τοῦ 2020 ἐπανεκδόθηκε συλλογή Garden Time, δηλαδή ἕνα χρόνο μετά την τελευτή τοῦ W. S. Merwin, καί παρουσιάζεται μέ τό ἑξῆς σημείωμα: «Τοῦτο τό τελευταῖο του θαυμάσιο βιβλίο, γραμμένο τόν καιρό πού ποιητής ἔχανε την ὅρασή του, κατακλύζεται ἀπό ἐπιθυμία, αἴσθηση ἀπώλειας καί ἀναπάντητα ἐρωτήματα. Τό λαμπερό του πνεῦμα, αἰθέρια πνευματικότητα τῆς φωνῆς του μέ λεπτότητα ἀνακρίνει τήν θνητότητα, μέ εὐγένεια διερωτᾶται γιαὐτήν· ἀκριβῶς στά τέλη τῆς ζωῆς του κελαηδεῖ ἀγαπητικά σἕναν ἀκούραστο κόσμο, ἄν καί ὄχι δίχως τρόμο καί δέος. Ὅταν πιά δέν μποροῦσε νά βλέπει καθόλου γιά νά γράφει, ὑπαγόρευε τά ποιήματά του στήν σύζυγό του, Πώλα. Τό ἀποτέλεσμα εἶναι ἕνα βιβλίο ἐπίγνωσης καί ἐπαγρύπνησης, μεγάλης εὐαισθησίας, τρυφερό καί μελαγχολικό, ὅπου ὁ μείζων ποιητής μας καταφάσκει στήν ζωή ἀντλώντας δυνάμεις ἀπό τίς μνῆμες του καί τήν βαθιά του σύνδεση μέ τόν κόσμο· μᾶς ὑπενθυμίζει ἔτσι πώς “Ἡ μόνη μας ἐλπίδα εἶναι νά εἴμαστε τό φῶς τῆς μέρας.”»

Ὁ W. S. Merwin, γιά πάνω ἀπό σαράντα χρόνια μαζί μέ τήν γυναίκα του φύτεψαν περισσότερα ἀπό 2.740 φοινικόδεντρα, στήν προσπάθεια νά σώσουν τίς φοινικιές ἀπό τήν ἐξαφάνιση πού τίς ἀπειλεῖ. Ἡ δεντροφύτευσή τους περιλάμβανε 400 εἴδη, καί ἄλλες, περίπου 900, ποικιλίες. Ἄς προσθέσουμε καί τά χιλιάδες πού φύτεψαν ἀνεπιτυχῶς, καθώς αὐτά δέν κατάφεραν να ἐπιζήσουν. Σέ ἕνα χαρακτηριστικό του μικρό ποίημα τοῦ 1988 ἔγραψε:

Μαρτυρία

Θέλω νά διηγηθῶ πῶς

ἦσαν τά δάση

Θά πρέπει νά μιλήσω

μέ μιά λησμονημένη λαλιά

ΝΕΟ ΠΛΑΝΟΔΙΟΝ 18/5/2022

Πειραιάς

Τετάρτη 15 Ιανουαρίου 2025