ΒΕΛΙΣΣΑΡΙΟΣ ΜΟΥΣΤΑΚΑΣ
(Σούδα
Χανίων 29/6/1929- Πειραιάς 17/6/1985)
Λυρικός διηγηματογράφος, χαρισματικός
γραφιάς, άξιος εκπρόσωπος της Κρητικής ηθογραφικής πεζογραφικής παράδοσης. Γερή
και ταλαντούχα αρθρογραφική πένα, τεχνοκριτικός με αξιώσεις, έκανε την πρώτη
του (;) επίσημη δημόσια εμφάνιση στο λογοτεχνικό στερέωμα στα Κρητικά χώματα
καταγωγής του στα Χανιά την δεκαετία του 1950 από τον Ραδιοφωνικό Σταθμό Χανιών
στην εκπομπή «Λογοτεχνικό τέταρτο» αφήνοντας άριστες εντυπώσεις. Τα κείμενά του
στις εφημερίδες «Νέα Εποχή» και «Εθνική» των Χανίων προσέχτηκαν και
σχολιάστηκαν από τους Κρήτες αναγνώστες καθώς και οι συμμετοχές του σε τόμους
της «Κρητικής Πρωτοχρονιάς», έντυπα της Μεγαλονήσου με πανελλαδική αναγνωστική
«ακτινοβολία». Το εμπνευσμένο στίγμα της γραφής του το εμφάνισε και στην πόλη
μας τον Πειραιά, με τα δεκάδες δημοσιεύματά του όταν μετοίκησε και
εγκαταστάθηκε μόνιμα στο πρώτο Λιμάνι από το 1954 μέχρι τον θάνατό του, το
Καλοκαίρι, 17 Ιουνίου 1985 στο «Τζάνειο Νοσοκομείο Πειραιά» έπειτα από σύντομη
αρρώστεια. Εξίσου άριστες εντυπώσεις άφησε και στους λογοτεχνικούς και
καλλιτεχνικούς κύκλους του Πειραιά σε όλο το διάστημα του βίου του, η
καλοκάγαθη φυσιογνωμία του, το ήρεμο και πράο του χαρακτήρα του, η διακριτική
αλλά έντονη παρουσία του, η συγγραφική του δημοσιογραφική εργατικότητα και η εν
γένει πολιτιστική του δραστηριότητα και προσφορά στην Πόλη μας, σαν ένα από τα
παλαιότερα σταθερά μέλη του Σωματείου της «Φιλολογικής Στέγης Πειραιά» την
οποία υπηρέτησε με αυταπάρνηση και αφοσίωση από τις διάφορες θέσεις στις οποίες
εκλέγονταν. Ως γενικός γραμματέας (1960-1964), ως αντιπρόεδρός της (1966-1972)
και ως απλό μέλος. Βλέπε τεύχος 33/Καλοκαίρι 1985, σ.303 του ομώνυμου
περιοδικού: «Βαρύτατο πένθος της «Στέγης»- Βελισσάριος Μουστάκας (1929- 17/6/1985)»
και αποχαιρετιστήριο λόγο του τότε προέδρου Γιάννη Ε. Χατζημανωλάκη. Τα
συγκινητικά αποχαιρετιστήρια λόγια που εκφωνήθηκαν την επομένη 18/6/1985 στην
εξόδιο ακολουθία του στον Ιερό Ναό της Αγίας Σοφίας Πειραιά και τα θερμά
χειροκροτήματα του συγκεντρωμένου πλήθους καθώς έβγαινε το κιβούρι από την Εκκλησία
και συνοδευόμενο οδηγούνταν προς το κοιμητήριο της Ανάστασης για να ταφεί. Επιβραβευτικά ήταν
και τα δημοσιεύματα που γράφτηκαν στον πειραϊκό ημερήσιο τύπο-μετά την
αναγγελία του θανάτου του- και τα υπέγραφαν γνωστοί λόγιοι και συγγραφείς της
Πόλης. Είναι όχι δεκάδες αλλά εκατοντάδες τα δημοσιεύματα του Βελισσάριου
Μουστάκα στον πειραϊκό και όχι μόνο τύπο τα οποία παραμένουν ακόμα σκόρπια,
διάσπαρτα, αθησαύριστα. Σταθερή ήταν η συνεργασία του με τις τοπικές εφημερίδες
«Χρονογράφος», «Η Φωνή του Πειραιώς», «Ελληνική Ώρα», «Νέοι Σκοποί» και σε άλλα
έντυπα καθώς και σε λογοτεχνικά περιοδικά του Πειραιά και της Κρήτης. Ο
πειραιώτης λυρικός διηγηματογράφος- ηθογράφος με λαογραφικές φλέβες δεν έκοψε
ποτέ τις επαφές του αν και διέμενε μόνιμα στον Πειραιά από το 1954 με την Κρήτη.
Διατηρούσε σχέσεις με την Κρητική κοινότητα και τα Κρητικά σωματεία του Πειραιά.
Όσοι έχουν διαβάσει τα δύο βιβλία με τα διηγήματά του που κυκλοφόρησε, τις
πεζογραφικές συμμετοχές του στα διάφορα έντυπα και το περιοδικό «Φιλολογική
Στέγη» διαπιστώνουν αμέσως ότι ο Χανιώτης συγγραφέας Βελισσάριος Μουστάκας δεν
λησμόνησε ποτέ τις Κρητικές του ρίζες. Την προφορική του λαλιά που άκουσε
και έμαθε από παιδί κοντά στους γονείς του και το οικείο περιβάλλον που
μεγάλωσε. Την διάλεκτο και την ιδιαίτερη χρήση λαλιάς της Κρητικής προφοράς,
ηχητικότητας λέξεων, χρωματικών εκφράσεων που ξεχωρίζουν αμέσως και υιοθετούσε
στις συνομιλίες του. Λέξεις με ειδική ακουστική και ορθογραφική βαρύτητα και
μουσικότητα, προερχόμενες από τα βάθη του Κρητικού γλωσσικού χρόνου της
ιδιαίτερης παράδοσης και χρησιμοποιούσε εμπλουτίζοντας την γραφή του, τα
Χριστουγεννιάτικα, Πρωτοχρονιάτικα, Πασχαλινά Διηγήματά του, τα ιστορικά του
χρονικά (βλέπε ολοκαύτωμα του Αρκαδίου, αφιερωμένο στον Παντελή Πρεβελάκη) τα
τεχνοκριτικά του σημειώματα και τα άλλα πεζά του των παιδικών και οικογενειακών
του αναμνήσεων, συντάσσοντας πάντα την μικρή του ανθρώπινη περιπέτεια και αυτή
των γενέθλιων χωμάτων του πινακοθήκη.
Ο
Βελισσάριος Μουστάκας θεωρείται και υπήρξε κατά κοινή αποδοχή και ομολογία ο
εμπνευστής της διοργάνωσης της πρώτης Έκθεσης Θαλασσογραφίας στην Πόλη μας από την
«Φιλολογική Στέγη Πειραιώς» επί προεδρίας του ποιητή Γρηγόρη Θεοχάρη. Την
περιπέτεια της πρώτης του συνάντησης με τον πρώτο πρόεδρο της ΦΣΠ-και με τον Α.
Κωστέα- την περιγράφει σε κείμενό του 1965 και αναδημοσιεύεται στο αφιερωματικό
τεύχος του περιοδικού της Στέγης. τχ. 43/1,2,3, 1988 "Η πεζογραφία του Γ. Θεοχάρη". Η σημαντική αυτή εικαστική κίνηση και
εκθεσιακή παρουσία ήταν ενταγμένη μέσα στα πλαίσια του εορτασμού της
διοργάνωσης εκδηλώσεων για την «Ναυτική Εβδομάδα» και πραγματοποιήθηκε στο
Φουαγιέ του Δημοτικού Θεάτρου Πειραιά από 18 έως 30/6/1962 προσθέτοντας μεγάλη
προβολή στο πρώτο Λιμάνι της χώρας και αίγλη στην Φιλολογική Στέγη Πειραιά. Του
πιστώνεται επίσης και η μεταγενέστερη σημαντική του βοήθεια στην διοργάνωση και
των κατοπινών Εκθέσεων Πειραιωτών Καλλιτεχνών μέχρι την απώλειά του. Συνολικά
όπως αναφέρουν τα τεύχη του περιοδικού «Φιλολογική Στέγη» της πρώτης περιόδου
και οι ανακοινώσεις και τα σχόλια στον τοπικό τύπο διοργανώθηκαν 24 Εκθέσεις μέχρι
το 2008 που τερματίστηκε ο καλλιτεχνικός τους κύκλος και προσφορά στο φιλότεχνο
και όχι μόνο Πειραϊκό κοινό. Η παρουσία του Β. Μουστάκα συναντάται σταθερά στην
επιτροπή επιλογής των έργων μαζί με άλλα μέλη της Στέγης.
Επιπρόσθετα, οφείλουμε να μνημονεύσουμε
ότι έναν χρόνο πριν την πρωτοβουλία του Βελισσάριου Μουστάκα ως ενεργό μέλος
της Φ.Σ., το 1961, ένας άλλος γνωστός στον πειραϊκό χώρο πειραιολάτρης, ο
Αργύρης Κωστέας και η σύζυγός του Κυβέλη και ο πνευματικός κύκλος που είχε
συγκεντρωθεί γύρω από αυτά τα παθιασμένα για την ιστορία και τον πολιτισμό της
Πόλης μας άτομα, πρωτοστάτησε στην πρώτη υπαίθρια Έκθεση Πειραιωτών Καλλιτεχνών
στους Κήπους της Τερψιθέας. Σε ειδικό διαμορφωμένο χώρο των Κήπων
παρουσιάστηκαν σημαντικές Εκθέσεις με έργα σύγχρονων πειραιωτών κυρίως
εικαστικών καλλιτεχνών και γλυπτών μιάς άλλης εικαστικής σπουδής και ματιάς.
Παράλληλα με τις Εκθέσεις είχαμε και τις παρουσιάσεις Βιβλίων Πειραιωτών
δημιουργών, όπως η μνήμη μας διατηρεί στις επισκέψεις μας μετά την
μεταπολίτευση χρόνια δεκαετία του1980. Για τις Εκθεσιακές αυτές πρωτοβουλίες και
δράσεις έγραψαν μεταξύ άλλων ο ποιητής Κώστας Ροδαράκης, ο Κώστας Θεοφάνους, ο
Παύλος Μπαλόγλου, ο Βελισσάριος Μουστάκας, ο Στέλιος Γεράνης και όσοι
ασχολήθηκαν με το Εικαστικό Πρόσωπο και παράδοση του Πειραιά, την διαχρονική
προβολή του στα σχετικά δημοσιεύματά τους. Σε αυτήν την κατηγορία των
τεχνοκριτικών της Πόλης μας στην οποία εντάσσονται και οι ομότιμοι
πανεπιστημιακοί Μανόλης Βλάχος και Μάνος Στεφανίδης, ο ποιητής και μεταφραστής
Κώστας Θεοφάνους. Ο πρώτος που κατέγραψε την Ζωγραφική διαδρομή και παράδοση
του Πειραιά, ο γκαλερίστας Βαγγέλης Παυλόπουλος και η «Αίθουσα Τέχνης» του,
εντάσσεται και η παρουσία του Βελισσάριου Μουστάκα δίχως πρόθεση σύγκρισης των
εικαστικών τους σημειωμάτων και αποτιμήσεων των συμμετεχόντων έργων των καλλιτεχνών που έχουμε διαβάσει. Και κάτι ακόμα, στα παλαιά
Πειραιώτικα πολιτιστικά στέκια της «ΣΤΟΑΣ» και του «ΝΩΕ», στο «Φουαγιέ» του
Δημοτικού Θεάτρου, στην αίθουσα του Γαλλικού Ινστιτούτου και σε ορισμένους
άλλους χώρους- όπως στην Δημοτική Πινακοθήκη μετά την μόνιμη εγκατάστασή της
στο παλαιό κτήριο του Ταχυδρομείου επί της Φίλωνος- και σε άλλες του Δήμου
αίθουσες (κάτω από το Δημαρχείο) διεξάγονταν τις προηγούμενες δεκαετίες
σημαντικές Εκθέσεις που έφερναν το Πειραϊκό κοινό σε επαφή με έργα της διεθνούς
πρωτοπορίας και εξέλιξης. Ονόματα γνωστά και αγαπητά στο διεθνές φιλότεχνο
κοινό όπως αυτό του ισπανού Φραγκίσκου Γκόγια με τα σχέδιά του στο Δημοτικό
Κτήριο επί της λεωφόρου Ηρώων Πολυτεχνείου, (απέναντι από την παλαιά ΕΥΔΑΠ)
στου Βρυώνη. Να θυμηθούμε την αναδρομική έκθεση του θαλασσογράφου Κωνσταντίνου
Βολονάκη στο Ναυτικό Μουσείο, του μπάρμπα Σπύρου Βασιλείου σε αίθουσες της
σχολής «Ντιντάκτα», στο φροντιστήριο της γερμανικής γλώσσας του «Θωμά» επί της
ΙΙ Μεραρχίας και στην μεγάλη και ευρύχωρη αίθουσα του παλαιού Γαλλικού
Ινστιτούτου, πρώην οικία Στρίγκου και νυν ιδιοκτησία του Ιδρύματος Αικατερίνης
Λασκαρίδη που παρουσιάζονταν εικαστικές δημιουργίες και έργα καλλιτεχνών. Όπως
και σε άλλους Δημοτικούς χώρους, στην πολιτιστική αίθουσα Κωσταράκου στα
Καμίνια και σε ιδιωτικούς εκθεσιακούς χώρους που παρουσίαζαν τα έργα τους
σύγχρονοι, νεότεροι και παλαιότεροι καλλιτέχνες και θαλασσογράφοι. Δυστυχώς, δεν θυμάμαι μετά από τόσες δεκαετίες το όνομα του πειραιώτη
ζωγράφου στην στροφή της πλατείας Αλεξάνδρας στην Καστέλα και το μεγάλο σπίτι
του πλημμυρισμένο από πίνακές του που εκθέτονταν προς πώληση που είχαμε
επισκεφθεί μαζί με τον συγγραφέα Άγγελο Βογάσαρη. Θυμάμαι όμως τις επισκέψεις
μας στο ατελιέ του ηθοποιού και ζωγράφου Μιχάλη Νικολινάκου και την εντύπωση
που μου έκαναν τα σχέδια και τα έργα του, και επιπλέον μερικές ακόμα αίθουσες
τέχνης στην Νίκαια που εκθέτονταν έργα του Τηνιακού, του χαράκτη Τάσσου και άλλων αριστερών
δημιουργών της εποχής ή του Σταμάτη Λαζάρου, Αν δεν λαθεύω, σαν ερώτηση το θέτω, η εικαστική ιστορία
του Πειραιά και των γύρω όμορων Δήμων όπως της Νίκαιας, της Δραπετσώνας, του
Κερατσινίου, του Περάματος, του αγίου Ιωάννη Ρέντη δεν έχει χαρτογραφηθεί ακόμα
στην καθολικότητά της και την εξέλιξή της. Και δεν εννοώ σαν καταγραφή των
ονομάτων των καλλιτεχνών και των διαφόρων συμμετοχών τους σε ατομικές ή
συλλογικές Εκθέσεις (αυτό έγινε από τον Κ. Θεοφάνους με επάρκεια στα βιβλία του
που ανανέωνε σε στοιχεία και τα συμπλήρωνε διαρκώς, και τον υποφαινόμενο στο βιβλίο
του «Πειραϊκό Πανόραμα», ούτε σε σύμμεικτες εκδόσεις γενικής ιστορίας των Δήμων),
αναφέρομαι στην Εικαστική ιστορία και διαδρομή του Πειραιά, στις τεχνοτροπίες
και σχολές που ακολούθησε, (καραβογραφία, νεκρά φύση, θαλάσσιο τοπίο,
τοπιογραφία του Πειραιά, προσωπογραφία, οικιστική αποτύπωση, κλπ.)
περιλαμβανομένης και της βυζαντινής αγιογραφίας,- στους νέους εικαστικούς
δρόμους που άνοιξε- όπως έχει αποτυπωθεί στα Προγράμματα των Εκθέσεων, στα
τεχνοκριτικά δημοσιεύματα, τα σημειώματα και δημοσιογραφικά σχόλια των
εντυπώσεων που γράφτηκαν στον πειραϊκό τύπο, στα δελτία τύπου, σε βιβλία τέχνης
κλπ. Σαν ξεχωριστή εικαστική πειραϊκή πρόταση και του ευρύτερου πειραϊκού χώρου
σε σχέση με τις άλλες περιοχές και περιφέρειες της Ελλάδας, όπως αντίστοιχα
μιλάμε και αναφερόμαστε για την Λογοτεχνική Σχολή του Πειραιά. Εξάλλου, η πόλη
του Πειραιά, γέννησε μεταξύ άλλων σπουδαίων και σημαντικών ονομάτων έναν
Κωνσταντίνο Βολονάκη, έναν Δημήτρη Πικιώνη, έναν Γιάννη Τσαρούχη, έναν Πάνο
Αραβαντινό, έναν Βασίλη Θεοχαράκη, έναν Γιάννη Κουνέλλη, έναν Δημοσθένη
Κοκκινίδη, έναν Βασίλη Λεμπεσόπουλο, έναν Σταμάτη Λαζάρου, έναν Γιώργο
Μαυροϊδή, έναν Μουστάκα Ευάγγελο, έναν Μιχάλη Οικονόμου, έναν Σταμάτη Σκλήρη (ιερέας αγιογράφος),
έναν Δημήτρη Τηνιακό, έναν Δημήτρη Σταματάκη και πολλούς άλλους Πειραιώτες
καλλιτέχνες που δόξασαν την Πόλη και έκαναν υπερήφανους τους Πειραιώτες. Ποιος
δεν θυμάται με νοσταλγία τα πολιτιστικά κέντρα «Νώε», «Στοά», την «Αίθουσα
Τέχνης» και το «Πολιτιστικό κέντρο του Πειραιά» του Παυλόπουλου. Ο Πειραιάς
ήταν πάντα παρόν όχι μόνο με την ναυτιλία, το εμπόριό του, την βιομηχανία του
αλλά και τις καλές τέχνες.
Δημοσιεύματα πολιτιστικών αναφορών του
διηγηματογράφου Βελισσάριου Μουστάκα και τεχνοκριτικά του σημειώματα συναντάμε
σε εφημερίδες και περιοδικά του Πειραιά της εποχής του όπως γράψαμε παραπάνω.
Είναι αρκετά και χρήζουν θεωρώ ιδιαίτερου ενδιαφέροντος και της προσοχής μας. Ο
Βελισσάριος Μουστάκας διετέλεσε ακόμα-σποραδικά- ανταποκριτής Πειραϊκών
ειδήσεων στον «Αθηναϊκό» τύπο, στο Δημοσιογραφικό Εκδοτικό Συγκρότημα του αείμνηστου
Χρήστου Λαμπράκη. Ο ίδιος, έδειχνε με ικανοποίηση αποκόμματα από τις εφημερίδες
που φύλαγε σε όσους τον επισκέπτονταν είτε στην ημιυπόγεια κατοικία του στην
οδό Ασκληπιού στην περιοχή της Αγίας Σοφίας –συνοικία που διέμενε και ο εκδότης του περιοδικού "πνευματική πορεία" ποιητής Δημήτρης Γιατράκος-είτε στο διαμέρισμα της πολυκατοικίας της οδού
Χαντζάρα στην Φρεαττύδα κοντά στην Σουηδική Εκκλησία.
Η καταγωγή των γονιών του Βελισσάριου
Μουστάκα ήταν από τα Κεραμειά της Κρήτης, (αναφέρει το όνομα σε αρκετά κείμενά
του) γεννήθηκε στην Σούδα Χανίων 29/6/1929 και έφυγε από κοντά μας στον Πειραιά
17/6/1985. Στον Πειραιά ήρθε από την Κρήτη το 1954 και εγκαταστάθηκε μόνιμα,
επισκεπτόμενος την ιδιαιτέρα του πατρίδα που αγαπούσε και μιλούσε συχνά για
αυτήν στις περιόδους των διακοπών του. Εργάστηκε ως διοικητικός υπάλληλος στο
τεχνικό τμήμα (κατασκευής Σχοινιών και Τεντών) στον ΟΛΠ από όπου
συνταξιοδοτήθηκε. Υπήρξε δραστήριο και ενεργό από τα πρώτα παλαιά μέλη της Φιλολογικής
Στέγης Πειραιώς από όποια θέση και αν ανέλαβε. Ήρεμος και πράος δεν μετείχε σε
πνευματικούς διαξιφισμούς και σε εσωτερικές ή εξωτερικές «ίντριγκες» του
Σωματείου και της Πόλης. Δεν ζήτησε επιβραβεύσεις όπως άλλοι με αυτοκολακευτική
πρόκληση αναζητούσαν, στάθηκε πιστός στο καθήκον του ως συγγραφέας και μέλος
της Φ.Σ.Π. «ποτέ από το χρέος μη κινούντες» όπως θα έλεγε και ο Αλεξανδρινός
ποιητής Κωνσταντίνος Π. Καβάφης. Ενώ οι διάφοροι «Μήδοι» του Πειραιά,
«κονταροχτυπιόντουσαν» σε διασπαστικές κινήσεις και αποφάσεις για προεδρία και
θέσεις, απομακρύνοντας ένα μεγάλο ανθρώπινο πνευματικό δυναμικό της Πόλης έξω
και πέρα από τα σύνορά της. Τον θυμάμαι σαν μικρό εργαζόμενο παιδί πόση υπομονή
έδειχνε και στωικότητα απέναντι σε «παράξενους» συναδέρφους του όταν τον
«πείραζαν» δεικτικά με τα σχόλιά τους, είτε για το Βενιζελικό του φρόνημα είτε
γιατί σ’ αυτήν την ηλικία που ήταν ασχολούνταν ακόμα με την λογοτεχνία. Σκυφτός
και ήρεμος πάντα, διακριτικός και κάπως δειλός, έκανε την δουλειά του σωστά
χωρίς να επιβαρύνει τους συναδέλφους του και παράλληλα, είχε μαζί του πάντα
στην τσάντα του ένα βιβλίο, ένα λογοτεχνικό περιοδικό, ένα απόκομμα εφημερίδας
και ξεκλέβοντας λίγο χρόνο έριχνε καμιά ματιά, μιλούσε με ενθουσιασμό για το
βιβλίο που διάβαζε, τον συγγραφέα που του άρεσε, θέλοντας να κάνει κοινωνούς
των ωραίων πνευματικών πραγμάτων που συνέβαιναν στον Πειραιά ή στην πατρίδα του
την Κρήτη τους γύρω του. Την επισκέπτονταν συχνά και έφερνε Κρητικά παξιμαδάκια
και μας φίλευε, κρασί, λάδι και διάφορα άλλα σπιτικά γλυκίσματα.
Κρητικοπειραιώτης μια άλλης εποχής και κοινωνικών αξιών άτομο με βαθειά στέρεα
χριστιανική πίστη δίχως έπαρση, υπερηφάνεια και κακοβουλία, ανεξίκακος, αγαπούσε
τα θρησκευτικά ήθη και εκκλησιαστικά έθιμα του νησιού του, θρησκεύονταν. Η
εικόνα ενός ατόμου σαν να έβγαινε από σελίδες διηγημάτων του, όπου μας
εξιστορεί προσωπικές του παιδικές αναμνήσεις και εμπειρίες, ιστορικά συμβάντα
μελών της οικογένειάς του που τον σημάδεψαν (περίοδο της Γερμανικής εισβολής)
εικόνες και παραστάσεις, καταστάσεις λαϊκών ανθρώπων που τους τσακίζει ο βαρύς
και βαθύς ουσιαστικός πόνος της αδικίας των διπλανών τους, της ανελέητης και
σκληρής μοίρας, ένας πόνος αβάσταχτος και άγριος σαν το Κρητικό τοπίο και την
πετρώδη ομορφιά του. Ένα μαράζι ζωής αδικαίωτης όσο και άδικης μέσα σε βουβά
άγχη, σιωπές αντοχής, «αβύσσους» υπομονής και καρτερίας καθώς όσα τραγικά και
αν τους συμβαίνουν μέσα στα σπίτια τους και γύρω τους, θάνατοι, αρρώστιες,
διαλύσεις αρραβώνων, βάσανα, ανεργία, θαλασσοπνιγμοί, χηρείες, ψυχικές
αρρώστιες μοναχογιών, εκμετάλλευση από ισχυρούς γειτόνους, όσο και αν τους
κοροϊδεύει ο περίγυρος, τους αποξενώνουν, τους περιθωριοποιούν κοινωνικά, οι
ήρωες και ηρωίδες του αντλούν δύναμη από την βαθιά λαϊκή τους πίστη που τους
κρατά όρθιους, τους δίνει ψυχικές αντοχές, ελεήμονης υπομονετικής καρδιακής
διάθεσης. Είναι η αυθεντικότητα της χριστιανικής πίστης των λαϊκών και
αγράμματων ατόμων της ελληνικής αγροτικής επαρχίας που δεν έχει ακόμα αμαυρωθεί
από τους τεχνολογικούς καρπούς της αστικοποίησης. Παραμένουν περίκλειστες στα
εθιμικά, κοινωνικά και θρησκευτικά πατροπαράδοτα κληροδοτήματά τους και
οικογενειακών προδιαγραφών αγωγή.
Ο Βελισσάριος Μουστάκας ασχολήθηκε
αποκλειστικά με το μικρής φόρμας ηθογραφικό διήγημα με σαφείς χριστιανικές
ορθόδοξες καταβολές και λαϊκής λαογραφίας θεματογραφία. Σκιαγραφεί με
εξαιρετικού ρεαλισμού πινελιές χαρακτήρες ανθρώπων της υπαίθρου, αγρότες και
αγρότισσες, πατεράδες και μανάδες, παπαδοκόρες και γιούς, με την κουζουλάδα
τους ορισμένοι, που δεν έχουνε στον ήλιο μοίρα σε ένα μικρό και κλειστό χωριό,
είναι ή γίνονται παίγνια κοροϊδίας από τους άλλους, τα παιδιά, αναζητώντας
ανθρώπινη επαφή και συμπόνια. Το Λαογραφικό στοιχείο και το κλίμα του είναι
έντονο στο έργο του, ευδιάκριτο με την πρώτη ματιά στα διηγήματά του,
προσανατολίζει το βλέμμα του και «ορίζει» την γραφή του. Ο Βελισσάριος
Μουστάκας δεν φτιάχνει ήρωες ή ηρωίδες άβουλους, στατικούς, άκομψους ακόμα και
δείχνοντάς μας τους δείχτες της αρνητικής πλευράς του χαρακτήρα τους. Δεν
αναλύει πλοκές, και όσες μας φωτογραφίζει με την τεχνική του λόγου και της
γραφής του έμπνευσης, είναι μικρές, σαν σκετς από σύντομα επεισόδια μιας παρούσας συνεχώς ιστορικής παράδοσης της Κρητικής γης και των ανθρώπων της.
Υφαίνει τις αφηγηματικές του μικρές ιστορίες περιγράφοντας χαρακτήρες σχεδόν
δίχως μεγάλη δράση (εξαίρεση είναι τα ιστορικά πρόσωπα του ολοκαυτώματος του
Αρκαδίου), όσα τους συμβαίνουν είτε είναι από τον Θεό σταλμένα είτε από την
πατροπαράδοτη παράδοση ζωής και παιδαγωγίας των μεγαλύτερων, των γονιών, των
μεγάλων αδερφών ή συζύγων. Οι ατομικές τους σχέσεις, οι μεταξύ τους
διαμεσολαβήσεις δεν έχουν συνήθως καθαρό κοινωνικό πρόσημο, αθώα και αγαθής προαίρεσης πρόσωπα, αλλά είναι κοινωνικές αντιλήψεις και ενέργειες που
εμφορούνται από ατομικό ή οικογενειακό ή κοινωνικό-οικονομικό συμφέρον. Οι καθαρές
χωριάτικες φιγούρες που σχεδιάζει ο Βελισσάριος Μουστάκας διαθέτουν μία έμφυτη
οργανική κίνηση στον χρόνο και τον τόπο από όπου κατάγονται. Εμφανίζονται δίχως
φιλολογικά στολίδια και της τέχνης ψιμύθια, είναι αυτό που έχει γράψει ένας
παλαιός και σημαντικός έλληνας κριτικός ο Κλέων Παράσχος, εξηγώντας μας τους
κανόνες που έθεσε ο ίδιος στην γραφή του στην επιθυμία του να μας αφηγηθεί
αποσπασματικά την αυτοβιογράφηση της ζωής του στο βιβλίο του «Βιογραφία»,
δηλαδή δεν «φιλολογικοποιούνται» οι περιγραφές του, οι αναμνήσεις του, το ύφος
και οι αφηγήσεις του η γραφή του, το προσωπικό του ημερολόγιο. Το ίδιο βλέπουμε
και στην εξομολογητική Κρητική γραφή του Βελισσάριου Μουστάκα, δεν έχουμε
λαογραφική ή κοινωνική μυθοπλασία φιλολογικού τύπου και χαρακτηριστικών αλλά την αλήθεια της ζωής αψεγάδιαστης, τον πόνο των ζωών αληθινών ανθρώπων, "γήινων" καταγόμενων
από την παντέρημη Κρήτη. Ένα μεγάλο νησί της Ελλάδος με τα δικά του ήθη και
έθιμα, την μακραίωνη ιστορική και πολιτιστική του παράδοση, τις λαογραφικές-θρησκευτικές συνήθειες του. Τις σκληρές και ακαπίστρωτες αγωνιστικές
περιπέτειες ζωής των Κρητικών που ταιριάζουν στην Κρητική λαϊκή ευλάβεια και
ευσέβεια, την επιθυμία για απόλυτη ελευθερία μα και την σκληράδα ζωής της
αγροτιάς του χωριού, του έφορου και άνυδρου βουνήσιου και καμπίσιου απάτητου τοπίου της. Ο
Μουστάκας εμφανίζει άτομα ψυχικά και σωματικά τραυματισμένα, συνειδήσεις που
παραπαίουν μεταξύ ανθρωπιάς και ανθρώπινης απαξίωσης. Άτομα αθώα που δεν
σκιάζονται και με ειλικρίνεια εκδηλώνουν τις προθέσεις τους απέναντι στους
άλλους είτε αυτές είναι θετικές είτε αρνητικές. Οι της ψυχής τους αναταράξεις
διαμορφώνουν την φυσιολογία του χαρακτήρα τους, κρατώντας τους δέσμιους μέσα
στην μικρή αγροτική κοινότητα και οικισμό. Νέοι και Νέες που επειδή έχουν
κάποια κουζουλάδα υφίστανται αποκλεισμούς, απαγορεύσεις να μετέχουν στις χαρές
της ζωής, στην αγάπη, την συντροφικότητα, την φιλία, τον έρωτα, τον γάμο και
την δημιουργία οικογένειας. Ο πειραιώτης διηγηματογράφος με μαεστρία
φωτογραφίζει ρήξεις και αντιδράσεις ψυχών αθώων και ευλαβών, αντιδράσεις απέναντι
σε κατεστημένες κοινωνικές αντιλήψεις, σε σκληρές και απόλυτες επιλογές
αντρικών μελών της οικογένειας απέναντι στις γυναίκες που δεν θεωρούνται
ισότιμες με τα σκληροτράχηλα αρσενικά της οικογένειας, την πατρική ισχύ και λόγο, τις
απόψεις του μεγάλου αδερφού ή των μπαρμπάδων τους. Μακραίονες ακλόνητες, παγιωμένες
πατροπαράδοτες μέσα στην ιστορία αντιλήψεις, πρακτικές και συνήθειες που δεν
ξεριζώνονται εύκολα, δεν απορρίπτονται από τους γεροντότερους. Η ζωή όμως ακόμα
και του πιο αδύναμου, του πιο κοινωνικά ανίσχυρου δεν περιμένει, διεκδικεί
μερίδιο δικαιωμάτων συμμετοχής στην κοινή συνύπαρξη, την αλληλεγγύη, την αγάπη,
τον έρωτα, την φιλία, ζητά τα δίκια της άμεσα, γνήσια, αυθεντικά για
κοινωνικότητα. Οι άντρες του Β. Μ. είναι μονοκόμματοι διαθέτουν μία Κρητική
αγριάδα και αψάδα χαρακτήρα που όμως δεν φαντάζει φτιαχτή προέρχεται από μια
παράδοση αλήθειας ζωής, λεβεντιάς, αρσενικής βεβαιότητας, παλικαροσύνης, μα και κουζουλάδας,
ορεσίβιων κατοίκων της υπαίθρου, της αγροτιάς, μιάς άλλης παλαιότερων εποχών
Ελλάδας. Ένας πανάρχαιος ιστός οικογενειακής κληρονομιάς και εθιμικής
θρησκευτικής παιδαγωγίας, συνηθειών και αντιλήψεων υφαίνεται στον αργαλειό της
γραφής του με διαφόρων χρωματισμών κλωστές και σχεδιασμούς όπως τους βίωσε και
τους άκουσε από διηγήσεις μεγαλύτερων. Ανθρωπιάς και φιλόξενης ατμόσφαιρας,
αλλά με διαφορετικό κοινωνικό στασίδι φιλοδοξιών και προτεραιοτήτων για τους
άντρες και τις γυναίκες, ποτέ ισότιμα και ισόμοιρα. Οι βασανισμένες ζωές και οι
σκληρές συνθήκες βίου των λαϊκών φτωχών ανθρώπων του υπερήφανου Κρητικού λαού,
οι εθιμικές τους αντιλήψεις, οι όποιες αντιδράσεις στις μεταξύ τους σχέσεις
περιγράφονται με τονισμούς και επιτονισμούς βαθειάς συγκίνησης, τρυφερού βλέμματος,
διάθεση κατανόησης, χριστιανικής «ελεημοσύνης». Ο Βελισσάριος Μουστάκας με τις
εξαιρετικές πινελιές του, την πλαστικότητα του ύφους του, την λυρική του φωνή
και διάθεση, την ηθογραφική του εικονογραφία παρουσιάζεται μπροστά μας σαν ένας ώριμος και δόκιμος σύγχρονος
διηγηματογράφος της εποχής μας, μία πνευματική φυσιογνωμία του Πειραιά
προερχόμενη από τις μεταπολεμικές γενιές συγγραφέων και μετά την μεταπολίτευση
του 1974, που παραμένει ακόμα ανθηρή και παρούσα στα πρώτα σκαλιά της τρίτης
χιλιετίας της πειραϊκής λογοτεχνικής παράδοσης. Ο πρόωρος και ξαφνικός σχεδόν
θάνατός του στέρησε την Πόλη από ένα άξιο μέλος του πνευματικού δυναμικού της
που είχε πολλά ακόμα να προσφέρει.
Στο έργο του Βελισσάριου Μουστάκα όπως και
σε άλλων Κρητικών και όχι μόνο συγγραφέων, βλέπουμε ο εξωτερικός χώρος, το
φυσικό περιβάλλον να διαμορφώνει μορφολογικά και να διαπλάθει τους κατοίκους
που τον κατοικούν, τις συνειδήσεις τους. Δεν είναι άβουλοι οι λαϊκοί, φτωχοί
και κατατρεγμένοι ήρωες και ηρωίδες του, αιμοδοτούνται από τις βαθιές ρίζες της
γης των προγόνων τους. Οι ήρωές του και οι ηρωίδες του προέρχονται από φτωχές
οικογένειες, παπαδοπαίδια, ορφανά, ένα γυναικομάνι με τις δικές του απαιτήσεις
ζωής και απόλαυσης, με τους διαρκείς κοινωνικούς αποκλεισμούς και εθιμικές
προλήψεις που επιβάλλει η κυριαρχία των αντρικών μελών των μικρών χωριών και
αγροτικών κοινοτήτων. Οι γυναίκες του Μουστάκα είναι συνήθως παραδουλεύτρες,
ψυχοκόρες, ορφανές, πλύστρες στα σπίτια των πλούσιων κυριών, πεθερές που ζητούν
να αποκαταστήσουν τους γιούς τους παντρεύοντάς τους με υψηλή προίκα, ή τις
κόρες τους αντίστοιχα από συμφέρον και ανέγγιχτες. Άντρες με τονισμένο ίσως και
«υπερτονισμένο» το Κρητικό τους παρουσιαστικό και φρόνημα, της κλειστής
οικογένειας που «μαντρώνουν» τα θηλυκά μέλη. Είναι οι διάφοροι κουζουλοί του
χωριού που τους κοροϊδεύουν τα παιδιά και τους λυπούνται οι μεγάλοι. Ορφανά που
αναζητούν την τύχη τους μην έχοντας στον ήλιο μοίρα. Μανάδες μαυροφορεμένες,
χήρες που κάνουν ότι περνά από το χέρι τους να αποκαταστήσουν τα ταλαιπωρημένα
και βασανισμένα παιδιά τους, φροντίζοντας ιδιαίτερα αυτά που έχουν κάποιο
σωματικό ή ψυχικό πρόβλημα. Ο κόσμος του είναι οι μικρές γειτονιές και
απόμακρες συνοικίες, τα χαμόσπιτα της Κρητικής επαρχίας και του χωριού που
βρίσκεται ακόμα αποκομμένο από τις εξελίξεις και κοινωνικές αλλαγές που
συμβαίνουν στα κεφαλοχώρια και τις μεγάλες πόλεις με τις μετακινήσεις των
πληθυσμών και την τουριστική κίνηση, ανάπτυξη. Περίκλειστες μικρές κοινότητες
ανθρώπων μέσα στην υλική τους αυτάρκεια. Απάνθρωπες καταστάσεις συμβαίνουν στις
μικρές ατομικές τους δράσεις, αποκαρδιωτικές συνθήκες φτώχειας, ένας
βασανιστικός καθημερινός βιοπορισμός. Συμπεριφορές αντί χριστιανικές και
απάνθρωπες για τα άτομα των αστικών κέντρων. Πατρικά συμφέροντα που έρχονται σε
αντίθεση με αγνές, αθώες προθέσεις νεανικού έρωτος και αγάπης, αποκατάστασης
γυναικών που δουλεύουν ως ψυχοκόρες, ως πλύστρες και αγωγιάτισσες στα μεγάλα
σπίτια, τα χωράφια για να φτιάξουν την προίκα τους μην μείνουν αστεφάνωτες,
γεροντοκόρες, ανέγγιχτες από αντρικό χέρι. Νεαροί που εργάζονται κάνοντας
θελήματα του ποδαριού για να βγάλουν το ψωμί τους, να παντρέψουν τις αδερφάδες
τους, να ζήσουν την οικογένειά τους. Εργάζονται από την ανατολή ως τη δύση του
ηλίου στα πατρικά ή ξένα χτήματα, καλλιεργώντας τα χωράφια, μαζεύοντας ελιές,
πατώντας τους μούστους των αμπελιών, βόσκοντας τα πρόβατα, καλλιεργώντας το
χώμα, άλλοι φεύγουν και ξενιτεύονται ως ναυτικοί, μπαρκάρουν στα μεγάλα
ιστιοφόρα, τα ψαροκάικα, τις σκούνες για καλύτερη τύχη. Αδρές ανθρώπινες
φιγούρες με ηλιοκαμένα χαρακτηριστικά, ροζιασμένα χέρια από την δούλεψη της
γης, πρησμένα πόδια από την ορθοστασία, με χαραγμένα από την κούραση πρόσωπα που
παλεύουν με την σκληρότητα της μοίρας και της φύσης που τους έλαχε να
μεγαλώσουν, να ζήσουν, να αφήσουν την τελευταία τους πνοή. Πετρώδεις καρδιές
όπως τα πετρώδη χώματα που γεννήθηκαν και ανατράφηκαν. Η αγριάδα του τοπίου διέπλασε
τον χαρακτήρα τους και τις ψυχικές τους αντιδράσεις, ένα κοινωνικό πρόσωπο
ζυμωμένο με σκληρότητα, πανάρχαιες προλήψεις συμπεριφορών, λαϊκές
δεισιδαιμονίες που δυναστεύουν τις επιλογές τους, θρησκευτικές ατομικές
συνήθειες που δεν άλλαξαν στο πέρασμα του χρόνου, οικογενειακές πατροπαράδοτες
δοξασίες που τους κρατούν δέσμιους καθώς και τα παιδιά τους σε μια άλλη εποχή
του χρόνου, κάπως «απροσάρμοστους» στις νέες κοινωνικές και εθιμικές και
εκκλησιαστικές συνθήκες που ανατέλλουν στον αιώνα που καλπάζει αλλάζοντας τα
πάντα είτε αθόρυβα είτε με κρότο. Ένα ηθογραφικό και λαογραφικό ταμπλό της
Κρητικής γης – των Χανίων-και συνηθειών, καθημερινής νοοτροπίας ανθρώπων που
σβήνει με την αργή αστικοποίηση και την τουριστική αξιοποίηση της επαρχίας,
γκρεμίζοντας πανάρχαιες εθιμικές και κοινωνικές παραδόσεις αιώνων. Γεννήσεις,
βαφτίσια, αρραβωνιάσματα, παντρολογήματα, βάσανα της ζωής, δουλειές μεροδούλι μεροφάι στα χωράφια,
ψαράδες ή ναυτικοί σε καράβια, προξενιά από οικονομικό συμφέρον, αρρώστιες και
θάνατοι, χηρείες και πένθη, εκκλησιαστικές συμμετοχές και λαϊκά πανηγύρια και
γλέντια, φιλοξενία, όλα όσα βιώνουν στον τυχαίο χρόνο στους κατοίκους της
επαρχίας στον βιολογικό τους κύκλο ζωής που είναι και ο κύκλος των εποχών της Φύσης.
Μέσα από όλα αυτά τα σκιώδη της ζωής όμως αποκαλύπτεται και η δύναμη της Κρητικής
ψυχής, το Κρητικό αγωνιστικό φρόνημα, η Κρητική λεβεντιά εγκλωβισμένη μέσα σε
ένα αμόλευτο από τα τεχνολογικά και επιστημονικά επιτεύγματα περιβάλλον, της
Κρητικής φύσης και της σκληράδας της. Η ακτινογράφηση της σύνολης θεματογραφίας
του και η ατμόσφαιρα της γραφής του και των χριστιανικών μηνυμάτων που
εκπέμπει, της προσωπικής του ιδιοσυγκρασίας, θα μας πρόσφερε τα κριτικά εκείνα
εχέγγυα ώστε να εντάξουμε τον Βελισσάριο Μουστάκα στα Χριστιανικά Γράμματα, σε
αυτό το ρεύμα της ελληνικής γραμματείας που θητεύουν ονόματα και έργα με έντονη
επίδραση στις συνειδήσεις των αναγνωστών και συγγραφέων. Η γλώσσα των πεζών του
είναι ένα μείγμα δημοτικής και κρητικής διαλέκτου, λέξεις και φράσεις του τόπου
καταγωγής του. Ορισμένα διηγήματά του τα συνοδεύει με ερμηνευτικές
διευκρινίσεις. Τα πεζά του διαθέτουν έντονο το στοιχείο της προφορικότητας,
είναι σαν να λέγονται σαν παραμύθι από τον παππού ή την γιαγιά κοντά στο τζάκι
παρά ίσως για να αποτυπωθούν στην λευκή σελίδα. Διανθίζονται με λέξεις και
φράσεις ιδιαίτερου ηχητικού χρωματισμού και προφοράς από το οικείο του
περιβάλλον και τα νεανικά του ακούσματα. Παιδικές αναμνήσεις και εικόνες έντονα
χαραγμένες στην συνείδησή του, οικογενειακές παραστάσεις και δραματικά γεγονότα,
μυρωδιές και οσμές, χειρονομίες και εργασίες της υπαίθρου όπως τις βίωσε και
διέσωσε η μνήμη του και τις μετέπλασε κατόπιν σε διηγηματική ύλη του μικρού του
έργου. Δύο συνολικά βιβλία όλη και όλη η εκδοτική του παραγωγή. Το ένα είναι τα
«Διηγήματα- Χριστουγεννιάτικα- Πρωτοχρονιάτικα- Πασχαλινά», με πρόλογο του
κυρού Μητροπολίτη Κισάμου και Σελίνου κ. κ. Ειρηναίου (Γαλανάκη
10/11/1911-30/4/2013), σ. 131 έκδοση της Φιλολογικής Στέγης Πειραιώς, Πειραιάς
1979 και το άλλο βιβλίο διηγημάτων του η «Θεομηνία», εκδόσεις Συντροφιά- Αθήνα
1983, σ.80. Δουλειές του συναντάμε στην Ανθολογία «Πασχαλινών» Διηγημάτων της Αποστολικής
Διακονίας 2000 και σε πειραϊκά βιβλία. Έγραψαν για το έργο του-ο δημοκράτης
Μητροπολίτης Κισάμου και Σελίνου, Ειρηναίος που προλόγισε το πρώτο βιβλίο του-ότι
ήταν ένας «Παπαδιαμάντης» της Κρητικής γης. Ίσως με έναν τόνο υπερβολής και
αγάπης προς τον σύντεκνο πατριώτη του πεζογράφο. Σίγουρα πάντως ο Βελισσάριος
Μουστάκας με την ποιότητα της διηγηματικής του γραφής, το λαγαρό κρητικό του
ύφος την μαεστρία της περιγραφικής του τεχνικής, την πέννα του βουτηγμένη πάντα
στην ανθρωπιά και την διάθεση ορθόδοξης ελεημοσύνης, τον ξεκάθαρο πυρήνα των ανθρωπιστικών
αναφορών του, την ορθόδοξη πίστη και ευλάβειά του, το είδος της
θεματογραφίας που μας παρέδωσε, συγκαταλέγεται στους αξιόλογους ηθογράφους της
παλαιάς ελληνικής πεζογραφικής παράδοσης με Κρητικές ρίζες. Καταβολές που
αρχινάν από τον «Ερωτόκριτο» και φτάνουν μέχρι τον Νίκο Καζαντζάκη και τον
Ιωάννη Κονδυλάκη, τον Παντελή Πρεβελάκη για να περιοριστούμε σε ενδεικτικά
ονόματα. Και φυσικά, είναι ένας από τους αξιόλογους διηγηματογράφους της
Πειραϊκής Λογοτεχνικής Σχολής.
Έχαιρε όπως προαναφέραμε της εκτίμησης των
πνευματικών κύκλων της Πόλης του Πειραιά σαν ένα ήσυχο, σεμνό, καλοκάγαθο,
διακριτικό άτομο αφοσιωμένο στα πνευματικά του ενδιαφέροντά και τα καλλιτεχνικά
πράγματα του Πειραιά.
Στο παρόν
σημείωμα καταγράφουμε την κειμενική παρουσία του στο περιοδικό ΦΙΛΟΛΟΓΙΚΗ ΣΤΕΓΗ.
ΤΕΥΧΗ
-6-7/7,8,1965, Χρόνος Α'. ΑΝΕΛΠΙΣΤΟΙ ΠΑΝΗΓΥΡΙΩΤΕΣ ΤΗΣ ΑΝΑΦΩΝΗΤΡΑΣ, 45-47 (από τα Γιορταστικά του διηγήματα).
-10-11/11,12,1965 Χρόνος Α΄. ΤΟ ΠΡΩΤΟ ΦΙΛΙ., 82-83 (Χριστουγεννιάτικη διηγηματική ηθογραφία)
-12-15/1,2,3,4,1966.
Χρόνος Β΄. Ο ΕΠΙΤΑΦΙΟΣ ΤΟΥ ΘΕΟΥ ΚΑΙ Τ’ ΑΝΘΡΩΠΟΥ, 5-7, (Πασχαλινό διήγημα)
-18/2,1971.
Χρόνος ΣΤ’. Αφιέρωμα (Φ.Σ.Π. Σαράντα χρόνια προσφοράς 1930-1970). ΣΤΑ ΠΑΛΙΑ
ΧΑΝΙΑ, σ.144-146.
-19/3,1972.
Χρόνος Ζ΄. (Αφιέρωμα στο 21). Η ΚΟΥΚΛΙΤΣΑ ΤΟΥ ΡΗΝΙΟΥ, σ. 233-235 (παιδικό)
-20/ Άνοιξη
1973. Χρόνος Η΄. ΡΑΓΙΣΜΕΝΕΣ ΚΑΜΠΑΝΕΣ, σ. 41-44 (Πασχαλινό διήγημα).
Σημείωση: Στις
σελίδες «ΕΙΚΑΣΤΙΚΕΣ ΤΕΧΝΕΣ» Ο Βελισσάριος Μουστάκας παρουσιάζει κριτικά την 11
ατομική έκθεση της ζωγράφου Μαρίκας Μάγνη (μέλος της Φ.Σ.Π.) στην αίθουσα του «Παρνασσού»
11/2/-9/3/ 1973, σ. 103-104. Η συμμετοχή του συνεχίζεται με την παρουσίαση του
λαογραφικού- ιστορικού περιοδικού «ΚΡΗΤΙΚΑ ΓΡΑΜΜΑΤΑ» μηνιαίο περιοδικό γραμμάτων
και τέχνης που κυκλοφορεί στα Χανιά ο εκδότης Αλέξανδρος Δρουδάκης με διευθυντή
σύνταξη τον Γεώργιο Καψωμένο., σ.109.
-21/
Πρωτοχρονιά 1974. Χρόνος Θ΄. ΤΟ ΧΡΟΝΙΚΟ ΤΟΥ ΜΕΓΑΛΟΥ ΞΕΣΗΚΩΜΟΥ. Αφιερωμένο «Στον
δημιουργό του «Κρητικού» και της «Παντέρμης Κρήτης» Παντελή Πρεβελάκη», σ.141-144.
-22/
Χριστούγεννα 1974. Χρόνος Ι. ΤΟ ΜΥΣΤΙΚΟ, σ. 201-205. (Πρωτοχρονιάτικο διήγημα)
-23/Άνοιξη
1976 Χρόνος ΙΒ΄. Τόμος Δ΄. Η ΠΡΟΙΚΑ. Κρητική ηθογραφία. Σ. 51-53. (Πασχαλινό διήγημα).
Με εξήγηση Κρητικών φράσεων στην εξιστόρηση της Ρουσιορήνης.
Σημείωση: Στις
σελίδες των «ΕΙΚΑΣΤΙΚΩΝ ΤΕΧΝΩΝ» διαβάζουμε τις τεχνοκριτικές παρουσιάσεις για Εκθέσεις
που πραγματοποιήθηκαν εκείνη την διετία. Ο Κώστας Θεοφάνους γράφει για τον Σταμάτη
Λαζάρου και την Έκθεσή του 1976 στην Γκαλερί «Κρεωνίδη» στην Αθήνα. Και για την
Έκθεση Έργων του έλληνα χαράκτη και ζωγράφου ΤΑΣΣΟΥ 1976 στο Φουαγιέ του Δημοτικού
Θεάτρου Πειραιά. σ.65. Ο Βελισσάριος Μουστάκας γράφει για τρείς γυναίκες
εικαστικούς που παρουσίαζαν τα έργα τους. Την ΜΑΡΙΚΑ ΜΑΓΝΗ στην αίθουσα («Παρνασσός
1975» και 1976) στην πλατεία Καρύτση στην Αθήνα. Την ΜΑΡΙΚΑ ΓΑΛΑΝΗ και την έκθεση
που πραγματοποίησε 1975 στο Ατελιέ της και την ζωγράφο, γλύπτρια και κεραμίστρια
ΒΑΝΙΩ (Άννα Τριανταφύλλου) στην αίθουσα του Δημαρχιακού Μεγάρου το 1975. Σ.65-66.
-24/ Άνοιξη
1977. Χρόνος ΙΓ΄. Τόμος Δ΄. Η ΦΙΛΟΞΕΝΙΑ ΣΤΗΝ ΚΡΗΤΗ, σ. 109-112. [Το κείμενο
συνοδεύεται με την εξής σημείωση: «Απόσπασμα από έτοιμη για έκδοση μελέτη».)
από όσο γνωρίζω δεν κυκλοφόρησε. Θυμάμαι όμως την ομιλία που έδωσε ο Β. Μ. στον
Φ.Ο. Πειραιώς στις 23/3/1977 με θέμα «Τα ελληνικά νησιά» και σλαϊτς του Παπαδημητρίου.
-25/ Άνοιξη
1978. Χρόνος ΙΓ΄. Τόμος Δ΄. ΤΟ ΚΡΗΤΙΚΟ ΤΖΑΚΙ σ. 212-219 (λυρική πεζογραφία)
ΤΟ ΚΡΗΤΙΚΟ
ΤΖΑΚΙ, 212-214
-26/Χειμώνα
1979. Χρόνος ΙΔ΄ Τόμος Δ. ΠΑΙΔΙΚΕΣ ΜΝΗΜΕΣ Κρητική ηθογραφία, σ. 287-291.
27/Καλοκαίρι
1980. Χρόνος ΙΕ΄. Τόμος Δ΄. Στο τεύχος αυτό δεν έχουμε την πεζογραφική παρουσία
του Β. Μ. Διαβάζουμε όμως στην σελ. 413 την βιβλιοκριτική του πειραιώτη ποιητή
και κριτικού Αντώνη Α. Ζαρίφη για το βιβλίο του «Διηγήματα- Χριστουγεννιάτικα-
Πρωτοχρονιάτικα- Πασχαλινά», εκδ. ΦΣΠ. 1979. (βλέπε και ανάρτηση στα Λ. Πάρεργα
2021).
Βιβλιοκριτική
του Αντώνη Ζαρίφη, σ. 413 για το βιβλίο «Διηγήματα- Χριστουγεννιάτικα-
Πρωτοχρονιάτικα- Πασχαλινά». Φιλολογική Στέγη Πειραιώς, 1979.
-29/Φθινόπωρο
1982. Χρόνος 17ος, Τόμος Ε΄. (ένθετο αφιέρωμα Ο Πειραιάς που δεν
υπάρχει πια). ΣΑΝ ΕΡΘΕΙ Η ΣΕΙΡΑ ΜΟΥ… Αφιερωμένο «Στη μνήμη του θείου μου Κώστα
Κατελάνου που δολοφονήθηκε από τους Γερμανούς», σ. 13-17. Είναι το εκτενέστερο
διήγημά του στο περιοδικό.
-30/Δεκέμβρης
1983. Χρόνος 18ος, Τόμος Ε΄. Ο ΚΡΙΝΟΣ, σ.115-116 (απόσπασμα από
ανέκδοτη εργασία του «Η Φιλοξενία στην Κρήτη»).
-33/Καλοκαίρι
1985. Χρόνος 20ος. Τόμος Ε΄. Στο τεύχος αυτό και στην σελίδα 303
μέσα σε πλαίσιο ανακοινώνεται ο θάνατος του Β. Μ. «ΤΟ ΒΑΡΥΤΑΤΟ ΠΕΝΘΟΣ ΤΗΣ
«ΣΤΕΓΗΣ»» ΒΕΛΙΣΣΑΡΙΟΣ ΜΟΥΣΤΑΚΑΣ (1929-1985). Και αποχαιρετιστήριο φιλικό
χαιρετισμό του Γ. Ε. Χ-ς. Επίσης, στην σ. 302 δημοσιεύεται από τον Σταμάτη
Αποστολάκη βιβλιοκριτική για το βιβλίο του Β. Μ., «Θεομηνία» (διηγήματα), Αθήνα
1983.
-34/10,11,12,
1985. Χρόνος 20ος, Τόμος Ε΄. 1835-150 χρόνια από την ίδρυση του
Δήμου Πειραιά-1985. Τ’ ΑΣΤΕΡΙ ΤΩΝ
ΠΑΙΔΙΚΩΝ ΧΡΟΝΩΝ, σ. 344-347 (Χριστουγεννιάτικο διήγημα).
-43/1,2,3,
1988. Χρόνος 23ος, Τόμος ΣΤ΄, (αφιέρωμα στον Γρηγόρη Θεοχάρη). Η
ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ ΤΟΥ ΓΡΗΓ. ΘΕΟΧΑΡΗ σ.217-220.
Για την σταθερή προσφορά του στην ΦΣΠ και
στα πειραϊκά γράμματα, ευρύτερα στην πνευματική εικόνα της Πόλης, ο Βελισσάριος
Μουστάκας τιμήθηκε:
-Από την
οργανωτική επιτροπή της 12ης Έκθεσης Θαλασσογραφίας που διοργανώθηκε
από την ΦΣΠ με την συμπαράσταση του Δήμου, 30/6/-9/7/1981 στην αίθουσα του
Δημαρχιακού Μεγάρου, απονεμήθηκε αναμνηστικό δώρο και τιμητικό δίπλωμα στον Β.
Μ. ως εμπνευστή της πρώτης οργάνωσης της έκθεσης της Θαλασσογραφίας το 1962 και
στην βοήθεια καθιέρωσης του θεσμού. Βλέπε και τχ. 28/Φθινόπωρο 1981, σ.505
-Βραβεύτηκε
με τιμητικό δίπλωμα στις 11 Φεβρουαρίου 1983 από την Στέγη στα Γραφεία της επί
της οδού τότε, Σωτήρου Διός 7. Για τον «αθόρυβο σκαπανέα της πνευματικής
προκοπής» μίλησαν ο Γ. Ε. Χ-ς, ο πρόεδρος του «Ζήνωνα» Γιώργος Καρράς, ο
Δαμιανός Στρουμπούλης, ο Γιάννης Παυλάκης, ο Σκουλαδάκης. Ποιήματά τους του
αφιέρωσαν ο Στέλιος Μπινιάρης και ο Θ. Ζαφειρόπουλος, Η ηθοποιός Ε. Χατζηδουλή
διάβασε την «κουκλίτσα του Ρηνιού». Ο Κρητικός λυράρης Διονύσης Μεταξάκης
συνόδευσε με τα ριζίτικά του την εκδήλωση. Βλέπε σ. 162 του τχ.30/12,1983.
Μετά τον θάνατο του αγαπητού διηγηματογράφου
Βελισσάριου Μουστάκα, σύλλογοι και σωματεία, φορείς του Πειραιά διοργάνωσαν
εκδηλώσεις στην μνήμη του.
-Βλέπε
ετήσιο μνημόσυνο της ΦΣΠ. Με την συμπλήρωση ενός χρόνου από την απώλειά του,
τέλεσε 18/6/1986 επιμνημόσυνη δέηση στον τάφο του στο νεκροταφείο της Ανάστασης. Κατατέθηκε δάφνινο
στεφάνι στην μνήμη του ενώ λόγο εκφώνησε ο Γ. Χ-ς, αποσπάσματα κειμένων του διάβασε
η ηθοποιός Ε. Χατζηδουλή και ο παλαιοπώλης ποιητής Θανάσης Ζαφειρόπουλος
απήγγειλε ποίημα στη μνήμη του. Επίσης, Ποίημα στην μνήμη του Β. Μουστάκα και
του Λουκά Μουζάκη, σύνθεσε η ποιήτρια Στέλλα Κοντογιώργου- Λεωνιδάκη, «Μνήμη»
δύο απόντων φίλων. Δες σ. 354 του τχ. 34/10,11,12,1985.
Βλέπε «Κρητική αποσπερίδα» του Φυσιολατρικού
Συλλόγου Πειραιώς ο «Ζήνων», 15/1/1987, με ομιλητές του τότε μητροπολίτη
Κισσάμου και Σελίνου κυρού Ειρηναίου, του προέδρου της ΦΣΠ Γιάννη Ε.
Χατζημανωλάκη, του Γιάννη Σκουλούδη και Γ. Παινεσάκη. Κείμενα του Β.Μ. διάβασαν
ο ηθοποιός και ποιητής Γιώργος Μετσόλης και η ηθοποιός Ελευθερία Χατζηδουλή.
Αυτά είναι σε γενικές γραμμές τα
λογοτεχνικά και καλλιτεχνικά βαδίσματα του ακάματου διηγηματογράφου Βελισσάριου
Μουστάκα και η παρουσία του στο περιοδικό «Φιλολογική Στέγη». Το όνομά του
μνημονεύεται και στις υπόλοιπες διοργανώσεις εκθέσεων ανάμεσα στα άλλα των
επιτροπών. Στις συνεδριάσεις για την εκλογή νέας διοίκησης της Στέγης και
αναφορά σε ομιλίες του που έδωσε για πειραιώτες συγγραφείς. Το Αρχείο του νομίζω
φυλάσσεται στο Ιστορικό Αρχείο του Δήμου.
Γιώργος Χ. Μπαλούρδος
Πειραιάς
17/12/2025