Τετάρτη 17 Δεκεμβρίου 2025

Ο διηγηματογράφος Βελισσάριος Μουστάκας

 

ΒΕΛΙΣΣΑΡΙΟΣ  ΜΟΥΣΤΑΚΑΣ

(Σούδα Χανίων 29/6/1929- Πειραιάς 17/6/1985)

      Λυρικός διηγηματογράφος, χαρισματικός γραφιάς, άξιος εκπρόσωπος της Κρητικής ηθογραφικής πεζογραφικής παράδοσης. Γερή και ταλαντούχα αρθρογραφική πένα, τεχνοκριτικός με αξιώσεις, έκανε την πρώτη του (;) επίσημη δημόσια εμφάνιση στο λογοτεχνικό στερέωμα στα Κρητικά χώματα καταγωγής του στα Χανιά την δεκαετία του 1950 από τον Ραδιοφωνικό Σταθμό Χανιών στην εκπομπή «Λογοτεχνικό τέταρτο» αφήνοντας άριστες εντυπώσεις. Τα κείμενά του στις εφημερίδες «Νέα Εποχή» και «Εθνική» των Χανίων προσέχτηκαν και σχολιάστηκαν από τους Κρήτες αναγνώστες καθώς και οι συμμετοχές του σε τόμους της «Κρητικής Πρωτοχρονιάς», έντυπα της Μεγαλονήσου με πανελλαδική αναγνωστική «ακτινοβολία». Το εμπνευσμένο στίγμα της γραφής του το εμφάνισε και στην πόλη μας τον Πειραιά, με τα δεκάδες δημοσιεύματά του όταν μετοίκησε και εγκαταστάθηκε μόνιμα στο πρώτο Λιμάνι από το 1954 μέχρι τον θάνατό του, το Καλοκαίρι, 17 Ιουνίου 1985 στο «Τζάνειο Νοσοκομείο Πειραιά» έπειτα από σύντομη αρρώστεια. Εξίσου άριστες εντυπώσεις άφησε και στους λογοτεχνικούς και καλλιτεχνικούς κύκλους του Πειραιά σε όλο το διάστημα του βίου του, η καλοκάγαθη φυσιογνωμία του, το ήρεμο και πράο του χαρακτήρα του, η διακριτική αλλά έντονη παρουσία του, η συγγραφική του δημοσιογραφική εργατικότητα και η εν γένει πολιτιστική του δραστηριότητα και προσφορά στην Πόλη μας, σαν ένα από τα παλαιότερα σταθερά μέλη του Σωματείου της «Φιλολογικής Στέγης Πειραιά» την οποία υπηρέτησε με αυταπάρνηση και αφοσίωση από τις διάφορες θέσεις στις οποίες εκλέγονταν. Ως γενικός γραμματέας (1960-1964), ως αντιπρόεδρός της (1966-1972) και ως απλό μέλος. Βλέπε τεύχος 33/Καλοκαίρι 1985, σ.303 του ομώνυμου περιοδικού: «Βαρύτατο πένθος της «Στέγης»- Βελισσάριος Μουστάκας (1929- 17/6/1985)» και αποχαιρετιστήριο λόγο του τότε προέδρου Γιάννη Ε. Χατζημανωλάκη. Τα συγκινητικά αποχαιρετιστήρια λόγια που εκφωνήθηκαν την επομένη 18/6/1985 στην εξόδιο ακολουθία του στον Ιερό Ναό της Αγίας Σοφίας Πειραιά και τα θερμά χειροκροτήματα του συγκεντρωμένου πλήθους καθώς έβγαινε το κιβούρι από την Εκκλησία και συνοδευόμενο οδηγούνταν προς το κοιμητήριο της Ανάστασης για να ταφεί. Επιβραβευτικά ήταν και τα δημοσιεύματα που γράφτηκαν στον πειραϊκό ημερήσιο τύπο-μετά την αναγγελία του θανάτου του- και τα υπέγραφαν γνωστοί λόγιοι και συγγραφείς της Πόλης. Είναι όχι δεκάδες αλλά εκατοντάδες τα δημοσιεύματα του Βελισσάριου Μουστάκα στον πειραϊκό και όχι μόνο τύπο τα οποία παραμένουν ακόμα σκόρπια, διάσπαρτα, αθησαύριστα. Σταθερή ήταν η συνεργασία του με τις τοπικές εφημερίδες «Χρονογράφος», «Η Φωνή του Πειραιώς», «Ελληνική Ώρα», «Νέοι Σκοποί» και σε άλλα έντυπα καθώς και σε λογοτεχνικά περιοδικά του Πειραιά και της Κρήτης. Ο πειραιώτης λυρικός διηγηματογράφος- ηθογράφος με λαογραφικές φλέβες δεν έκοψε ποτέ τις επαφές του αν και διέμενε μόνιμα στον Πειραιά από το 1954 με την Κρήτη. Διατηρούσε σχέσεις με την Κρητική κοινότητα και τα Κρητικά σωματεία του Πειραιά. Όσοι έχουν διαβάσει τα δύο βιβλία με τα διηγήματά του που κυκλοφόρησε, τις πεζογραφικές συμμετοχές του στα διάφορα έντυπα και το περιοδικό «Φιλολογική Στέγη» διαπιστώνουν αμέσως ότι ο Χανιώτης συγγραφέας Βελισσάριος Μουστάκας δεν λησμόνησε ποτέ τις Κρητικές του ρίζες. Την προφορική του λαλιά που άκουσε και έμαθε από παιδί κοντά στους γονείς του και το οικείο περιβάλλον που μεγάλωσε. Την διάλεκτο και την ιδιαίτερη χρήση λαλιάς της Κρητικής προφοράς, ηχητικότητας λέξεων, χρωματικών εκφράσεων που ξεχωρίζουν αμέσως και υιοθετούσε στις συνομιλίες του. Λέξεις με ειδική ακουστική και ορθογραφική βαρύτητα και μουσικότητα, προερχόμενες από τα βάθη του Κρητικού γλωσσικού χρόνου της ιδιαίτερης παράδοσης και χρησιμοποιούσε εμπλουτίζοντας την γραφή του, τα Χριστουγεννιάτικα, Πρωτοχρονιάτικα, Πασχαλινά Διηγήματά του, τα ιστορικά του χρονικά (βλέπε ολοκαύτωμα του Αρκαδίου, αφιερωμένο στον Παντελή Πρεβελάκη) τα τεχνοκριτικά του σημειώματα και τα άλλα πεζά του των παιδικών και οικογενειακών του αναμνήσεων, συντάσσοντας πάντα την μικρή του ανθρώπινη περιπέτεια και αυτή των γενέθλιων χωμάτων του πινακοθήκη.

Ο Βελισσάριος Μουστάκας θεωρείται και υπήρξε κατά κοινή αποδοχή και ομολογία ο εμπνευστής της διοργάνωσης της πρώτης Έκθεσης Θαλασσογραφίας στην Πόλη μας από την «Φιλολογική Στέγη Πειραιώς» επί προεδρίας του ποιητή Γρηγόρη Θεοχάρη. Την περιπέτεια της πρώτης του συνάντησης με τον πρώτο πρόεδρο της ΦΣΠ-και με τον Α. Κωστέα- την περιγράφει σε κείμενό του 1965 και αναδημοσιεύεται στο αφιερωματικό τεύχος του περιοδικού της Στέγης. τχ. 43/1,2,3, 1988 "Η πεζογραφία του Γ. Θεοχάρη". Η σημαντική αυτή εικαστική κίνηση και εκθεσιακή παρουσία ήταν ενταγμένη μέσα στα πλαίσια του εορτασμού της διοργάνωσης εκδηλώσεων για την «Ναυτική Εβδομάδα» και πραγματοποιήθηκε στο Φουαγιέ του Δημοτικού Θεάτρου Πειραιά από 18 έως 30/6/1962 προσθέτοντας μεγάλη προβολή στο πρώτο Λιμάνι της χώρας και αίγλη στην Φιλολογική Στέγη Πειραιά. Του πιστώνεται επίσης και η μεταγενέστερη σημαντική του βοήθεια στην διοργάνωση και των κατοπινών Εκθέσεων Πειραιωτών Καλλιτεχνών μέχρι την απώλειά του. Συνολικά όπως αναφέρουν τα τεύχη του περιοδικού «Φιλολογική Στέγη» της πρώτης περιόδου και οι ανακοινώσεις και τα σχόλια στον τοπικό τύπο διοργανώθηκαν 24 Εκθέσεις μέχρι το 2008 που τερματίστηκε ο καλλιτεχνικός τους κύκλος και προσφορά στο φιλότεχνο και όχι μόνο Πειραϊκό κοινό. Η παρουσία του Β. Μουστάκα συναντάται σταθερά στην επιτροπή επιλογής των έργων μαζί με άλλα μέλη της Στέγης.

     Επιπρόσθετα, οφείλουμε να μνημονεύσουμε ότι έναν χρόνο πριν την πρωτοβουλία του Βελισσάριου Μουστάκα ως ενεργό μέλος της Φ.Σ., το 1961, ένας άλλος γνωστός στον πειραϊκό χώρο πειραιολάτρης, ο Αργύρης Κωστέας και η σύζυγός του Κυβέλη και ο πνευματικός κύκλος που είχε συγκεντρωθεί γύρω από αυτά τα παθιασμένα για την ιστορία και τον πολιτισμό της Πόλης μας άτομα, πρωτοστάτησε στην πρώτη υπαίθρια Έκθεση Πειραιωτών Καλλιτεχνών στους Κήπους της Τερψιθέας. Σε ειδικό διαμορφωμένο χώρο των Κήπων παρουσιάστηκαν σημαντικές Εκθέσεις με έργα σύγχρονων πειραιωτών κυρίως εικαστικών καλλιτεχνών και γλυπτών μιάς άλλης εικαστικής σπουδής και ματιάς. Παράλληλα με τις Εκθέσεις είχαμε και τις παρουσιάσεις Βιβλίων Πειραιωτών δημιουργών, όπως η μνήμη μας διατηρεί στις επισκέψεις μας μετά την μεταπολίτευση χρόνια δεκαετία του1980. Για τις Εκθεσιακές αυτές πρωτοβουλίες και δράσεις έγραψαν μεταξύ άλλων ο ποιητής Κώστας Ροδαράκης, ο Κώστας Θεοφάνους, ο Παύλος Μπαλόγλου, ο Βελισσάριος Μουστάκας, ο Στέλιος Γεράνης και όσοι ασχολήθηκαν με το Εικαστικό Πρόσωπο και παράδοση του Πειραιά, την διαχρονική προβολή του στα σχετικά δημοσιεύματά τους. Σε αυτήν την κατηγορία των τεχνοκριτικών της Πόλης μας στην οποία εντάσσονται και οι ομότιμοι πανεπιστημιακοί Μανόλης Βλάχος και Μάνος Στεφανίδης, ο ποιητής και μεταφραστής Κώστας Θεοφάνους. Ο πρώτος που κατέγραψε την Ζωγραφική διαδρομή και παράδοση του Πειραιά, ο γκαλερίστας Βαγγέλης Παυλόπουλος και η «Αίθουσα Τέχνης» του, εντάσσεται και η παρουσία του Βελισσάριου Μουστάκα δίχως πρόθεση σύγκρισης των εικαστικών τους σημειωμάτων και αποτιμήσεων των συμμετεχόντων έργων των καλλιτεχνών που έχουμε διαβάσει. Και κάτι ακόμα, στα παλαιά Πειραιώτικα πολιτιστικά στέκια της «ΣΤΟΑΣ» και του «ΝΩΕ», στο «Φουαγιέ» του Δημοτικού Θεάτρου, στην αίθουσα του Γαλλικού Ινστιτούτου και σε ορισμένους άλλους χώρους- όπως στην Δημοτική Πινακοθήκη μετά την μόνιμη εγκατάστασή της στο παλαιό κτήριο του Ταχυδρομείου επί της Φίλωνος- και σε άλλες του Δήμου αίθουσες (κάτω από το Δημαρχείο) διεξάγονταν τις προηγούμενες δεκαετίες σημαντικές Εκθέσεις που έφερναν το Πειραϊκό κοινό σε επαφή με έργα της διεθνούς πρωτοπορίας και εξέλιξης. Ονόματα γνωστά και αγαπητά στο διεθνές φιλότεχνο κοινό όπως αυτό του ισπανού Φραγκίσκου Γκόγια με τα σχέδιά του στο Δημοτικό Κτήριο επί της λεωφόρου Ηρώων Πολυτεχνείου, (απέναντι από την παλαιά ΕΥΔΑΠ) στου Βρυώνη. Να θυμηθούμε την αναδρομική έκθεση του θαλασσογράφου Κωνσταντίνου Βολονάκη στο Ναυτικό Μουσείο, του μπάρμπα Σπύρου Βασιλείου σε αίθουσες της σχολής «Ντιντάκτα», στο φροντιστήριο της γερμανικής γλώσσας του «Θωμά» επί της ΙΙ Μεραρχίας και στην μεγάλη και ευρύχωρη αίθουσα του παλαιού Γαλλικού Ινστιτούτου, πρώην οικία Στρίγκου και νυν ιδιοκτησία του Ιδρύματος Αικατερίνης Λασκαρίδη που παρουσιάζονταν εικαστικές δημιουργίες και έργα καλλιτεχνών. Όπως και σε άλλους Δημοτικούς χώρους, στην πολιτιστική αίθουσα Κωσταράκου στα Καμίνια και σε ιδιωτικούς εκθεσιακούς χώρους που παρουσίαζαν τα έργα τους σύγχρονοι, νεότεροι και παλαιότεροι καλλιτέχνες και θαλασσογράφοι. Δυστυχώς, δεν θυμάμαι μετά από τόσες δεκαετίες το όνομα του πειραιώτη ζωγράφου στην στροφή της πλατείας Αλεξάνδρας στην Καστέλα και το μεγάλο σπίτι του πλημμυρισμένο από πίνακές του που εκθέτονταν προς πώληση που είχαμε επισκεφθεί μαζί με τον συγγραφέα Άγγελο Βογάσαρη. Θυμάμαι όμως τις επισκέψεις μας στο ατελιέ του ηθοποιού και ζωγράφου Μιχάλη Νικολινάκου και την εντύπωση που μου έκαναν τα σχέδια και τα έργα του, και επιπλέον μερικές ακόμα αίθουσες τέχνης στην Νίκαια που εκθέτονταν έργα του Τηνιακού, του χαράκτη Τάσσου και άλλων αριστερών δημιουργών της εποχής ή του Σταμάτη Λαζάρου, Αν δεν λαθεύω, σαν ερώτηση το θέτω, η εικαστική ιστορία του Πειραιά και των γύρω όμορων Δήμων όπως της Νίκαιας, της Δραπετσώνας, του Κερατσινίου, του Περάματος, του αγίου Ιωάννη Ρέντη δεν έχει χαρτογραφηθεί ακόμα στην καθολικότητά της και την εξέλιξή της. Και δεν εννοώ σαν καταγραφή των ονομάτων των καλλιτεχνών και των διαφόρων συμμετοχών τους σε ατομικές ή συλλογικές Εκθέσεις (αυτό έγινε από τον Κ. Θεοφάνους με επάρκεια στα βιβλία του που ανανέωνε σε στοιχεία και τα συμπλήρωνε διαρκώς, και τον υποφαινόμενο στο βιβλίο του «Πειραϊκό Πανόραμα», ούτε σε σύμμεικτες εκδόσεις γενικής ιστορίας των Δήμων), αναφέρομαι στην Εικαστική ιστορία και διαδρομή του Πειραιά, στις τεχνοτροπίες και σχολές που ακολούθησε, (καραβογραφία, νεκρά φύση, θαλάσσιο τοπίο, τοπιογραφία του Πειραιά, προσωπογραφία, οικιστική αποτύπωση, κλπ.) περιλαμβανομένης και της βυζαντινής αγιογραφίας,- στους νέους εικαστικούς δρόμους που άνοιξε- όπως έχει αποτυπωθεί στα Προγράμματα των Εκθέσεων, στα τεχνοκριτικά δημοσιεύματα, τα σημειώματα και δημοσιογραφικά σχόλια των εντυπώσεων που γράφτηκαν στον πειραϊκό τύπο, στα δελτία τύπου, σε βιβλία τέχνης κλπ. Σαν ξεχωριστή εικαστική πειραϊκή πρόταση και του ευρύτερου πειραϊκού χώρου σε σχέση με τις άλλες περιοχές και περιφέρειες της Ελλάδας, όπως αντίστοιχα μιλάμε και αναφερόμαστε για την Λογοτεχνική Σχολή του Πειραιά. Εξάλλου, η πόλη του Πειραιά, γέννησε μεταξύ άλλων σπουδαίων και σημαντικών ονομάτων έναν Κωνσταντίνο Βολονάκη, έναν Δημήτρη Πικιώνη, έναν Γιάννη Τσαρούχη, έναν Πάνο Αραβαντινό, έναν Βασίλη Θεοχαράκη, έναν Γιάννη Κουνέλλη, έναν Δημοσθένη Κοκκινίδη, έναν Βασίλη Λεμπεσόπουλο, έναν Σταμάτη Λαζάρου, έναν Γιώργο Μαυροϊδή, έναν Μουστάκα Ευάγγελο, έναν Μιχάλη Οικονόμου, έναν Σταμάτη Σκλήρη (ιερέας αγιογράφος), έναν Δημήτρη Τηνιακό, έναν Δημήτρη Σταματάκη και πολλούς άλλους Πειραιώτες καλλιτέχνες που δόξασαν την Πόλη και έκαναν υπερήφανους τους Πειραιώτες. Ποιος δεν θυμάται με νοσταλγία τα πολιτιστικά κέντρα «Νώε», «Στοά», την «Αίθουσα Τέχνης» και το «Πολιτιστικό κέντρο του Πειραιά» του Παυλόπουλου. Ο Πειραιάς ήταν πάντα παρόν όχι μόνο με την ναυτιλία, το εμπόριό του, την βιομηχανία του αλλά και τις καλές τέχνες.

     Δημοσιεύματα πολιτιστικών αναφορών του διηγηματογράφου Βελισσάριου Μουστάκα και τεχνοκριτικά του σημειώματα συναντάμε σε εφημερίδες και περιοδικά του Πειραιά της εποχής του όπως γράψαμε παραπάνω. Είναι αρκετά και χρήζουν θεωρώ ιδιαίτερου ενδιαφέροντος και της προσοχής μας. Ο Βελισσάριος Μουστάκας διετέλεσε ακόμα-σποραδικά- ανταποκριτής Πειραϊκών ειδήσεων στον «Αθηναϊκό» τύπο, στο Δημοσιογραφικό Εκδοτικό Συγκρότημα του αείμνηστου Χρήστου Λαμπράκη. Ο ίδιος, έδειχνε με ικανοποίηση αποκόμματα από τις εφημερίδες που φύλαγε σε όσους τον επισκέπτονταν είτε στην ημιυπόγεια κατοικία του στην οδό Ασκληπιού στην περιοχή της Αγίας Σοφίας –συνοικία που διέμενε και ο εκδότης του περιοδικού "πνευματική πορεία" ποιητής Δημήτρης Γιατράκος-είτε στο διαμέρισμα της πολυκατοικίας της οδού Χαντζάρα στην Φρεαττύδα κοντά στην Σουηδική Εκκλησία.

    Η καταγωγή των γονιών του Βελισσάριου Μουστάκα ήταν από τα Κεραμειά της Κρήτης, (αναφέρει το όνομα σε αρκετά κείμενά του) γεννήθηκε στην Σούδα Χανίων 29/6/1929 και έφυγε από κοντά μας στον Πειραιά 17/6/1985. Στον Πειραιά ήρθε από την Κρήτη το 1954 και εγκαταστάθηκε μόνιμα, επισκεπτόμενος την ιδιαιτέρα του πατρίδα που αγαπούσε και μιλούσε συχνά για αυτήν στις περιόδους των διακοπών του. Εργάστηκε ως διοικητικός υπάλληλος στο τεχνικό τμήμα (κατασκευής Σχοινιών και Τεντών) στον ΟΛΠ από όπου συνταξιοδοτήθηκε. Υπήρξε δραστήριο και ενεργό από τα πρώτα παλαιά μέλη της Φιλολογικής Στέγης Πειραιώς από όποια θέση και αν ανέλαβε. Ήρεμος και πράος δεν μετείχε σε πνευματικούς διαξιφισμούς και σε εσωτερικές ή εξωτερικές «ίντριγκες» του Σωματείου και της Πόλης. Δεν ζήτησε επιβραβεύσεις όπως άλλοι με αυτοκολακευτική πρόκληση αναζητούσαν, στάθηκε πιστός στο καθήκον του ως συγγραφέας και μέλος της Φ.Σ.Π. «ποτέ από το χρέος μη κινούντες» όπως θα έλεγε και ο Αλεξανδρινός ποιητής Κωνσταντίνος Π. Καβάφης. Ενώ οι διάφοροι «Μήδοι» του Πειραιά, «κονταροχτυπιόντουσαν» σε διασπαστικές κινήσεις και αποφάσεις για προεδρία και θέσεις, απομακρύνοντας ένα μεγάλο ανθρώπινο πνευματικό δυναμικό της Πόλης έξω και πέρα από τα σύνορά της. Τον θυμάμαι σαν μικρό εργαζόμενο παιδί πόση υπομονή έδειχνε και στωικότητα απέναντι σε «παράξενους» συναδέρφους του όταν τον «πείραζαν» δεικτικά με τα σχόλιά τους, είτε για το Βενιζελικό του φρόνημα είτε γιατί σ’ αυτήν την ηλικία που ήταν ασχολούνταν ακόμα με την λογοτεχνία. Σκυφτός και ήρεμος πάντα, διακριτικός και κάπως δειλός, έκανε την δουλειά του σωστά χωρίς να επιβαρύνει τους συναδέλφους του και παράλληλα, είχε μαζί του πάντα στην τσάντα του ένα βιβλίο, ένα λογοτεχνικό περιοδικό, ένα απόκομμα εφημερίδας και ξεκλέβοντας λίγο χρόνο έριχνε καμιά ματιά, μιλούσε με ενθουσιασμό για το βιβλίο που διάβαζε, τον συγγραφέα που του άρεσε, θέλοντας να κάνει κοινωνούς των ωραίων πνευματικών πραγμάτων που συνέβαιναν στον Πειραιά ή στην πατρίδα του την Κρήτη τους γύρω του. Την επισκέπτονταν συχνά και έφερνε Κρητικά παξιμαδάκια και μας φίλευε, κρασί, λάδι και διάφορα άλλα σπιτικά γλυκίσματα. Κρητικοπειραιώτης μια άλλης εποχής και κοινωνικών αξιών άτομο με βαθειά στέρεα χριστιανική πίστη δίχως έπαρση, υπερηφάνεια και κακοβουλία, ανεξίκακος, αγαπούσε τα θρησκευτικά ήθη και εκκλησιαστικά έθιμα του νησιού του, θρησκεύονταν. Η εικόνα ενός ατόμου σαν να έβγαινε από σελίδες διηγημάτων του, όπου μας εξιστορεί προσωπικές του παιδικές αναμνήσεις και εμπειρίες, ιστορικά συμβάντα μελών της οικογένειάς του που τον σημάδεψαν (περίοδο της Γερμανικής εισβολής) εικόνες και παραστάσεις, καταστάσεις λαϊκών ανθρώπων που τους τσακίζει ο βαρύς και βαθύς ουσιαστικός πόνος της αδικίας των διπλανών τους, της ανελέητης και σκληρής μοίρας, ένας πόνος αβάσταχτος και άγριος σαν το Κρητικό τοπίο και την πετρώδη ομορφιά του. Ένα μαράζι ζωής αδικαίωτης όσο και άδικης μέσα σε βουβά άγχη, σιωπές αντοχής, «αβύσσους» υπομονής και καρτερίας καθώς όσα τραγικά και αν τους συμβαίνουν μέσα στα σπίτια τους και γύρω τους, θάνατοι, αρρώστιες, διαλύσεις αρραβώνων, βάσανα, ανεργία, θαλασσοπνιγμοί, χηρείες, ψυχικές αρρώστιες μοναχογιών, εκμετάλλευση από ισχυρούς γειτόνους, όσο και αν τους κοροϊδεύει ο περίγυρος, τους αποξενώνουν, τους περιθωριοποιούν κοινωνικά, οι ήρωες και ηρωίδες του αντλούν δύναμη από την βαθιά λαϊκή τους πίστη που τους κρατά όρθιους, τους δίνει ψυχικές αντοχές, ελεήμονης υπομονετικής καρδιακής διάθεσης. Είναι η αυθεντικότητα της χριστιανικής πίστης των λαϊκών και αγράμματων ατόμων της ελληνικής αγροτικής επαρχίας που δεν έχει ακόμα αμαυρωθεί από τους τεχνολογικούς καρπούς της αστικοποίησης. Παραμένουν περίκλειστες στα εθιμικά, κοινωνικά και θρησκευτικά πατροπαράδοτα κληροδοτήματά τους και οικογενειακών προδιαγραφών αγωγή.

     Ο Βελισσάριος Μουστάκας ασχολήθηκε αποκλειστικά με το μικρής φόρμας ηθογραφικό διήγημα με σαφείς χριστιανικές ορθόδοξες καταβολές και λαϊκής λαογραφίας θεματογραφία. Σκιαγραφεί με εξαιρετικού ρεαλισμού πινελιές χαρακτήρες ανθρώπων της υπαίθρου, αγρότες και αγρότισσες, πατεράδες και μανάδες, παπαδοκόρες και γιούς, με την κουζουλάδα τους ορισμένοι, που δεν έχουνε στον ήλιο μοίρα σε ένα μικρό και κλειστό χωριό, είναι ή γίνονται παίγνια κοροϊδίας από τους άλλους, τα παιδιά, αναζητώντας ανθρώπινη επαφή και συμπόνια. Το Λαογραφικό στοιχείο και το κλίμα του είναι έντονο στο έργο του, ευδιάκριτο με την πρώτη ματιά στα διηγήματά του, προσανατολίζει το βλέμμα του και «ορίζει» την γραφή του. Ο Βελισσάριος Μουστάκας δεν φτιάχνει ήρωες ή ηρωίδες άβουλους, στατικούς, άκομψους ακόμα και δείχνοντάς μας τους δείχτες της αρνητικής πλευράς του χαρακτήρα τους. Δεν αναλύει πλοκές, και όσες μας φωτογραφίζει με την τεχνική του λόγου και της γραφής του έμπνευσης, είναι μικρές, σαν σκετς από σύντομα επεισόδια μιας παρούσας συνεχώς ιστορικής παράδοσης της Κρητικής γης και των ανθρώπων της. Υφαίνει τις αφηγηματικές του μικρές ιστορίες περιγράφοντας χαρακτήρες σχεδόν δίχως μεγάλη δράση (εξαίρεση είναι τα ιστορικά πρόσωπα του ολοκαυτώματος του Αρκαδίου), όσα τους συμβαίνουν είτε είναι από τον Θεό σταλμένα είτε από την πατροπαράδοτη παράδοση ζωής και παιδαγωγίας των μεγαλύτερων, των γονιών, των μεγάλων αδερφών ή συζύγων. Οι ατομικές τους σχέσεις, οι μεταξύ τους διαμεσολαβήσεις δεν έχουν συνήθως καθαρό κοινωνικό πρόσημο, αθώα και αγαθής προαίρεσης πρόσωπα, αλλά είναι κοινωνικές αντιλήψεις και ενέργειες που εμφορούνται από ατομικό ή οικογενειακό ή κοινωνικό-οικονομικό συμφέρον. Οι καθαρές χωριάτικες φιγούρες που σχεδιάζει ο Βελισσάριος Μουστάκας διαθέτουν μία έμφυτη οργανική κίνηση στον χρόνο και τον τόπο από όπου κατάγονται. Εμφανίζονται δίχως φιλολογικά στολίδια και της τέχνης ψιμύθια, είναι αυτό που έχει γράψει ένας παλαιός και σημαντικός έλληνας κριτικός ο Κλέων Παράσχος, εξηγώντας μας τους κανόνες που έθεσε ο ίδιος στην γραφή του στην επιθυμία του να μας αφηγηθεί αποσπασματικά την αυτοβιογράφηση της ζωής του στο βιβλίο του «Βιογραφία», δηλαδή δεν «φιλολογικοποιούνται» οι περιγραφές του, οι αναμνήσεις του, το ύφος και οι αφηγήσεις του η γραφή του, το προσωπικό του ημερολόγιο. Το ίδιο βλέπουμε και στην εξομολογητική Κρητική γραφή του Βελισσάριου Μουστάκα, δεν έχουμε λαογραφική ή κοινωνική μυθοπλασία φιλολογικού τύπου και χαρακτηριστικών αλλά την αλήθεια της ζωής αψεγάδιαστης, τον πόνο των ζωών αληθινών ανθρώπων, "γήινων" καταγόμενων από την παντέρημη Κρήτη. Ένα μεγάλο νησί της Ελλάδος με τα δικά του ήθη και έθιμα, την μακραίωνη ιστορική και πολιτιστική του παράδοση, τις λαογραφικές-θρησκευτικές συνήθειες του. Τις σκληρές και ακαπίστρωτες αγωνιστικές περιπέτειες ζωής των Κρητικών που ταιριάζουν στην Κρητική λαϊκή ευλάβεια και ευσέβεια, την επιθυμία για απόλυτη ελευθερία μα και την σκληράδα ζωής της αγροτιάς του χωριού, του έφορου και άνυδρου βουνήσιου και καμπίσιου απάτητου τοπίου της. Ο Μουστάκας εμφανίζει άτομα ψυχικά και σωματικά τραυματισμένα, συνειδήσεις που παραπαίουν μεταξύ ανθρωπιάς και ανθρώπινης απαξίωσης. Άτομα αθώα που δεν σκιάζονται και με ειλικρίνεια εκδηλώνουν τις προθέσεις τους απέναντι στους άλλους είτε αυτές είναι θετικές είτε αρνητικές. Οι της ψυχής τους αναταράξεις διαμορφώνουν την φυσιολογία του χαρακτήρα τους, κρατώντας τους δέσμιους μέσα στην μικρή αγροτική κοινότητα και οικισμό. Νέοι και Νέες που επειδή έχουν κάποια κουζουλάδα υφίστανται αποκλεισμούς, απαγορεύσεις να μετέχουν στις χαρές της ζωής, στην αγάπη, την συντροφικότητα, την φιλία, τον έρωτα, τον γάμο και την δημιουργία οικογένειας. Ο πειραιώτης διηγηματογράφος με μαεστρία φωτογραφίζει ρήξεις και αντιδράσεις ψυχών αθώων και ευλαβών, αντιδράσεις απέναντι σε κατεστημένες κοινωνικές αντιλήψεις, σε σκληρές και απόλυτες επιλογές αντρικών μελών της οικογένειας απέναντι στις γυναίκες που δεν θεωρούνται ισότιμες με τα σκληροτράχηλα αρσενικά της οικογένειας, την πατρική ισχύ και λόγο, τις απόψεις του μεγάλου αδερφού ή των μπαρμπάδων τους. Μακραίονες ακλόνητες, παγιωμένες πατροπαράδοτες μέσα στην ιστορία αντιλήψεις, πρακτικές και συνήθειες που δεν ξεριζώνονται εύκολα, δεν απορρίπτονται από τους γεροντότερους. Η ζωή όμως ακόμα και του πιο αδύναμου, του πιο κοινωνικά ανίσχυρου δεν περιμένει, διεκδικεί μερίδιο δικαιωμάτων συμμετοχής στην κοινή συνύπαρξη, την αλληλεγγύη, την αγάπη, τον έρωτα, την φιλία, ζητά τα δίκια της άμεσα, γνήσια, αυθεντικά για κοινωνικότητα. Οι άντρες του Β. Μ. είναι μονοκόμματοι διαθέτουν μία Κρητική αγριάδα και αψάδα χαρακτήρα που όμως δεν φαντάζει φτιαχτή προέρχεται από μια παράδοση αλήθειας ζωής, λεβεντιάς, αρσενικής βεβαιότητας, παλικαροσύνης, μα και κουζουλάδας, ορεσίβιων κατοίκων της υπαίθρου, της αγροτιάς, μιάς άλλης παλαιότερων εποχών Ελλάδας. Ένας πανάρχαιος ιστός οικογενειακής κληρονομιάς και εθιμικής θρησκευτικής παιδαγωγίας, συνηθειών και αντιλήψεων υφαίνεται στον αργαλειό της γραφής του με διαφόρων χρωματισμών κλωστές και σχεδιασμούς όπως τους βίωσε και τους άκουσε από διηγήσεις μεγαλύτερων. Ανθρωπιάς και φιλόξενης ατμόσφαιρας, αλλά με διαφορετικό κοινωνικό στασίδι φιλοδοξιών και προτεραιοτήτων για τους άντρες και τις γυναίκες, ποτέ ισότιμα και ισόμοιρα. Οι βασανισμένες ζωές και οι σκληρές συνθήκες βίου των λαϊκών φτωχών ανθρώπων του υπερήφανου Κρητικού λαού, οι εθιμικές τους αντιλήψεις, οι όποιες αντιδράσεις στις μεταξύ τους σχέσεις περιγράφονται με τονισμούς και επιτονισμούς βαθειάς συγκίνησης, τρυφερού βλέμματος, διάθεση κατανόησης, χριστιανικής «ελεημοσύνης». Ο Βελισσάριος Μουστάκας με τις εξαιρετικές πινελιές του, την πλαστικότητα του ύφους του, την λυρική του φωνή και διάθεση, την ηθογραφική του εικονογραφία παρουσιάζεται μπροστά μας σαν ένας ώριμος και δόκιμος σύγχρονος διηγηματογράφος της εποχής μας, μία πνευματική φυσιογνωμία του Πειραιά προερχόμενη από τις μεταπολεμικές γενιές συγγραφέων και μετά την μεταπολίτευση του 1974, που παραμένει ακόμα ανθηρή και παρούσα στα πρώτα σκαλιά της τρίτης χιλιετίας της πειραϊκής λογοτεχνικής παράδοσης. Ο πρόωρος και ξαφνικός σχεδόν θάνατός του στέρησε την Πόλη από ένα άξιο μέλος του πνευματικού δυναμικού της που είχε πολλά ακόμα να προσφέρει.

     Στο έργο του Βελισσάριου Μουστάκα όπως και σε άλλων Κρητικών και όχι μόνο συγγραφέων, βλέπουμε ο εξωτερικός χώρος, το φυσικό περιβάλλον να διαμορφώνει μορφολογικά και να διαπλάθει τους κατοίκους που τον κατοικούν, τις συνειδήσεις τους. Δεν είναι άβουλοι οι λαϊκοί, φτωχοί και κατατρεγμένοι ήρωες και ηρωίδες του, αιμοδοτούνται από τις βαθιές ρίζες της γης των προγόνων τους. Οι ήρωές του και οι ηρωίδες του προέρχονται από φτωχές οικογένειες, παπαδοπαίδια, ορφανά, ένα γυναικομάνι με τις δικές του απαιτήσεις ζωής και απόλαυσης, με τους διαρκείς κοινωνικούς αποκλεισμούς και εθιμικές προλήψεις που επιβάλλει η κυριαρχία των αντρικών μελών των μικρών χωριών και αγροτικών κοινοτήτων. Οι γυναίκες του Μουστάκα είναι συνήθως παραδουλεύτρες, ψυχοκόρες, ορφανές, πλύστρες στα σπίτια των πλούσιων κυριών, πεθερές που ζητούν να αποκαταστήσουν τους γιούς τους παντρεύοντάς τους με υψηλή προίκα, ή τις κόρες τους αντίστοιχα από συμφέρον και ανέγγιχτες. Άντρες με τονισμένο ίσως και «υπερτονισμένο» το Κρητικό τους παρουσιαστικό και φρόνημα, της κλειστής οικογένειας που «μαντρώνουν» τα θηλυκά μέλη. Είναι οι διάφοροι κουζουλοί του χωριού που τους κοροϊδεύουν τα παιδιά και τους λυπούνται οι μεγάλοι. Ορφανά που αναζητούν την τύχη τους μην έχοντας στον ήλιο μοίρα. Μανάδες μαυροφορεμένες, χήρες που κάνουν ότι περνά από το χέρι τους να αποκαταστήσουν τα ταλαιπωρημένα και βασανισμένα παιδιά τους, φροντίζοντας ιδιαίτερα αυτά που έχουν κάποιο σωματικό ή ψυχικό πρόβλημα. Ο κόσμος του είναι οι μικρές γειτονιές και απόμακρες συνοικίες, τα χαμόσπιτα της Κρητικής επαρχίας και του χωριού που βρίσκεται ακόμα αποκομμένο από τις εξελίξεις και κοινωνικές αλλαγές που συμβαίνουν στα κεφαλοχώρια και τις μεγάλες πόλεις με τις μετακινήσεις των πληθυσμών και την τουριστική κίνηση, ανάπτυξη. Περίκλειστες μικρές κοινότητες ανθρώπων μέσα στην υλική τους αυτάρκεια. Απάνθρωπες καταστάσεις συμβαίνουν στις μικρές ατομικές τους δράσεις, αποκαρδιωτικές συνθήκες φτώχειας, ένας βασανιστικός καθημερινός βιοπορισμός. Συμπεριφορές αντί χριστιανικές και απάνθρωπες για τα άτομα των αστικών κέντρων. Πατρικά συμφέροντα που έρχονται σε αντίθεση με αγνές, αθώες προθέσεις νεανικού έρωτος και αγάπης, αποκατάστασης γυναικών που δουλεύουν ως ψυχοκόρες, ως πλύστρες και αγωγιάτισσες στα μεγάλα σπίτια, τα χωράφια για να φτιάξουν την προίκα τους μην μείνουν αστεφάνωτες, γεροντοκόρες, ανέγγιχτες από αντρικό χέρι. Νεαροί που εργάζονται κάνοντας θελήματα του ποδαριού για να βγάλουν το ψωμί τους, να παντρέψουν τις αδερφάδες τους, να ζήσουν την οικογένειά τους. Εργάζονται από την ανατολή ως τη δύση του ηλίου στα πατρικά ή ξένα χτήματα, καλλιεργώντας τα χωράφια, μαζεύοντας ελιές, πατώντας τους μούστους των αμπελιών, βόσκοντας τα πρόβατα, καλλιεργώντας το χώμα, άλλοι φεύγουν και ξενιτεύονται ως ναυτικοί, μπαρκάρουν στα μεγάλα ιστιοφόρα, τα ψαροκάικα, τις σκούνες για καλύτερη τύχη. Αδρές ανθρώπινες φιγούρες με ηλιοκαμένα χαρακτηριστικά, ροζιασμένα χέρια από την δούλεψη της γης, πρησμένα πόδια από την ορθοστασία, με χαραγμένα από την κούραση πρόσωπα που παλεύουν με την σκληρότητα της μοίρας και της φύσης που τους έλαχε να μεγαλώσουν, να ζήσουν, να αφήσουν την τελευταία τους πνοή. Πετρώδεις καρδιές όπως τα πετρώδη χώματα που γεννήθηκαν και ανατράφηκαν. Η αγριάδα του τοπίου διέπλασε τον χαρακτήρα τους και τις ψυχικές τους αντιδράσεις, ένα κοινωνικό πρόσωπο ζυμωμένο με σκληρότητα, πανάρχαιες προλήψεις συμπεριφορών, λαϊκές δεισιδαιμονίες που δυναστεύουν τις επιλογές τους, θρησκευτικές ατομικές συνήθειες που δεν άλλαξαν στο πέρασμα του χρόνου, οικογενειακές πατροπαράδοτες δοξασίες που τους κρατούν δέσμιους καθώς και τα παιδιά τους σε μια άλλη εποχή του χρόνου, κάπως «απροσάρμοστους» στις νέες κοινωνικές και εθιμικές και εκκλησιαστικές συνθήκες που ανατέλλουν στον αιώνα που καλπάζει αλλάζοντας τα πάντα είτε αθόρυβα είτε με κρότο. Ένα ηθογραφικό και λαογραφικό ταμπλό της Κρητικής γης – των Χανίων-και συνηθειών, καθημερινής νοοτροπίας ανθρώπων που σβήνει με την αργή αστικοποίηση και την τουριστική αξιοποίηση της επαρχίας, γκρεμίζοντας πανάρχαιες εθιμικές και κοινωνικές παραδόσεις αιώνων. Γεννήσεις, βαφτίσια, αρραβωνιάσματα, παντρολογήματα, βάσανα της ζωής,  δουλειές μεροδούλι μεροφάι στα χωράφια, ψαράδες ή ναυτικοί σε καράβια, προξενιά από οικονομικό συμφέρον, αρρώστιες και θάνατοι, χηρείες και πένθη, εκκλησιαστικές συμμετοχές και λαϊκά πανηγύρια και γλέντια, φιλοξενία, όλα όσα βιώνουν στον τυχαίο χρόνο στους κατοίκους της επαρχίας στον βιολογικό τους κύκλο ζωής που είναι και ο κύκλος των εποχών της Φύσης. Μέσα από όλα αυτά τα σκιώδη της ζωής όμως αποκαλύπτεται και η δύναμη της Κρητικής ψυχής, το Κρητικό αγωνιστικό φρόνημα, η Κρητική λεβεντιά εγκλωβισμένη μέσα σε ένα αμόλευτο από τα τεχνολογικά και επιστημονικά επιτεύγματα περιβάλλον, της Κρητικής φύσης και της σκληράδας της. Η ακτινογράφηση της σύνολης θεματογραφίας του και η ατμόσφαιρα της γραφής του και των χριστιανικών μηνυμάτων που εκπέμπει, της προσωπικής του ιδιοσυγκρασίας, θα μας πρόσφερε τα κριτικά εκείνα εχέγγυα ώστε να εντάξουμε τον Βελισσάριο Μουστάκα στα Χριστιανικά Γράμματα, σε αυτό το ρεύμα της ελληνικής γραμματείας που θητεύουν ονόματα και έργα με έντονη επίδραση στις συνειδήσεις των αναγνωστών και συγγραφέων. Η γλώσσα των πεζών του είναι ένα μείγμα δημοτικής και κρητικής διαλέκτου, λέξεις και φράσεις του τόπου καταγωγής του. Ορισμένα διηγήματά του τα συνοδεύει με ερμηνευτικές διευκρινίσεις. Τα πεζά του διαθέτουν έντονο το στοιχείο της προφορικότητας, είναι σαν να λέγονται σαν παραμύθι από τον παππού ή την γιαγιά κοντά στο τζάκι παρά ίσως για να αποτυπωθούν στην λευκή σελίδα. Διανθίζονται με λέξεις και φράσεις ιδιαίτερου ηχητικού χρωματισμού και προφοράς από το οικείο του περιβάλλον και τα νεανικά του ακούσματα. Παιδικές αναμνήσεις και εικόνες έντονα χαραγμένες στην συνείδησή του, οικογενειακές παραστάσεις και δραματικά γεγονότα, μυρωδιές και οσμές, χειρονομίες και εργασίες της υπαίθρου όπως τις βίωσε και διέσωσε η μνήμη του και τις μετέπλασε κατόπιν σε διηγηματική ύλη του μικρού του έργου. Δύο συνολικά βιβλία όλη και όλη η εκδοτική του παραγωγή. Το ένα είναι τα «Διηγήματα- Χριστουγεννιάτικα- Πρωτοχρονιάτικα- Πασχαλινά», με πρόλογο του κυρού Μητροπολίτη Κισάμου και Σελίνου κ. κ. Ειρηναίου (Γαλανάκη 10/11/1911-30/4/2013), σ. 131 έκδοση της Φιλολογικής Στέγης Πειραιώς, Πειραιάς 1979 και το άλλο βιβλίο διηγημάτων του η «Θεομηνία», εκδόσεις Συντροφιά- Αθήνα 1983, σ.80. Δουλειές του συναντάμε στην Ανθολογία «Πασχαλινών» Διηγημάτων της Αποστολικής Διακονίας 2000 και σε πειραϊκά βιβλία. Έγραψαν για το έργο του-ο δημοκράτης Μητροπολίτης Κισάμου και Σελίνου, Ειρηναίος που προλόγισε το πρώτο βιβλίο του-ότι ήταν ένας «Παπαδιαμάντης» της Κρητικής γης. Ίσως με έναν τόνο υπερβολής και αγάπης προς τον σύντεκνο πατριώτη του πεζογράφο. Σίγουρα πάντως ο Βελισσάριος Μουστάκας με την ποιότητα της διηγηματικής του γραφής, το λαγαρό κρητικό του ύφος την μαεστρία της περιγραφικής του τεχνικής, την πέννα του βουτηγμένη πάντα στην ανθρωπιά και την διάθεση ορθόδοξης ελεημοσύνης, τον ξεκάθαρο πυρήνα των ανθρωπιστικών αναφορών του, την ορθόδοξη πίστη και ευλάβειά του, το είδος της θεματογραφίας που μας παρέδωσε, συγκαταλέγεται στους αξιόλογους ηθογράφους της παλαιάς ελληνικής πεζογραφικής παράδοσης με Κρητικές ρίζες. Καταβολές που αρχινάν από τον «Ερωτόκριτο» και φτάνουν μέχρι τον Νίκο Καζαντζάκη και τον Ιωάννη Κονδυλάκη, τον Παντελή Πρεβελάκη για να περιοριστούμε σε ενδεικτικά ονόματα. Και φυσικά, είναι ένας από τους αξιόλογους διηγηματογράφους της Πειραϊκής Λογοτεχνικής Σχολής.

      Έχαιρε όπως προαναφέραμε της εκτίμησης των πνευματικών κύκλων της Πόλης του Πειραιά σαν ένα ήσυχο, σεμνό, καλοκάγαθο, διακριτικό άτομο αφοσιωμένο στα πνευματικά του ενδιαφέροντά και τα καλλιτεχνικά πράγματα του Πειραιά.

Στο παρόν σημείωμα καταγράφουμε την κειμενική παρουσία του στο περιοδικό ΦΙΛΟΛΟΓΙΚΗ ΣΤΕΓΗ.

ΤΕΥΧΗ

-6-7/7,8,1965, Χρόνος Α'. ΑΝΕΛΠΙΣΤΟΙ ΠΑΝΗΓΥΡΙΩΤΕΣ ΤΗΣ ΑΝΑΦΩΝΗΤΡΑΣ, 45-47 (από τα Γιορταστικά του διηγήματα).

-10-11/11,12,1965 Χρόνος Α΄. ΤΟ ΠΡΩΤΟ ΦΙΛΙ., 82-83 (Χριστουγεννιάτικη διηγηματική ηθογραφία)

-12-15/1,2,3,4,1966. Χρόνος Β΄. Ο ΕΠΙΤΑΦΙΟΣ ΤΟΥ ΘΕΟΥ ΚΑΙ Τ’ ΑΝΘΡΩΠΟΥ, 5-7, (Πασχαλινό διήγημα)

-18/2,1971. Χρόνος ΣΤ’. Αφιέρωμα (Φ.Σ.Π. Σαράντα χρόνια προσφοράς 1930-1970). ΣΤΑ ΠΑΛΙΑ ΧΑΝΙΑ, σ.144-146.

-19/3,1972. Χρόνος Ζ΄. (Αφιέρωμα στο 21). Η ΚΟΥΚΛΙΤΣΑ ΤΟΥ ΡΗΝΙΟΥ, σ. 233-235 (παιδικό)

-20/ Άνοιξη 1973. Χρόνος Η΄. ΡΑΓΙΣΜΕΝΕΣ ΚΑΜΠΑΝΕΣ, σ. 41-44 (Πασχαλινό διήγημα).

Σημείωση: Στις σελίδες «ΕΙΚΑΣΤΙΚΕΣ ΤΕΧΝΕΣ» Ο Βελισσάριος Μουστάκας παρουσιάζει κριτικά την 11 ατομική έκθεση της ζωγράφου Μαρίκας Μάγνη (μέλος της Φ.Σ.Π.) στην αίθουσα του «Παρνασσού» 11/2/-9/3/ 1973, σ. 103-104. Η συμμετοχή του συνεχίζεται με την παρουσίαση του λαογραφικού- ιστορικού περιοδικού «ΚΡΗΤΙΚΑ ΓΡΑΜΜΑΤΑ» μηνιαίο περιοδικό γραμμάτων και τέχνης που κυκλοφορεί στα Χανιά ο εκδότης Αλέξανδρος Δρουδάκης με διευθυντή σύνταξη τον Γεώργιο Καψωμένο., σ.109.

-21/ Πρωτοχρονιά 1974. Χρόνος Θ΄. ΤΟ ΧΡΟΝΙΚΟ ΤΟΥ ΜΕΓΑΛΟΥ ΞΕΣΗΚΩΜΟΥ. Αφιερωμένο «Στον δημιουργό του «Κρητικού» και της «Παντέρμης Κρήτης» Παντελή Πρεβελάκη», σ.141-144.

-22/ Χριστούγεννα 1974. Χρόνος Ι. ΤΟ ΜΥΣΤΙΚΟ, σ. 201-205. (Πρωτοχρονιάτικο διήγημα)

-23/Άνοιξη 1976 Χρόνος ΙΒ΄. Τόμος Δ΄. Η ΠΡΟΙΚΑ. Κρητική ηθογραφία. Σ. 51-53. (Πασχαλινό διήγημα). Με εξήγηση Κρητικών φράσεων στην εξιστόρηση της Ρουσιορήνης.

Σημείωση: Στις σελίδες των «ΕΙΚΑΣΤΙΚΩΝ ΤΕΧΝΩΝ» διαβάζουμε τις τεχνοκριτικές παρουσιάσεις για Εκθέσεις που πραγματοποιήθηκαν εκείνη την διετία. Ο Κώστας Θεοφάνους γράφει για τον Σταμάτη Λαζάρου και την Έκθεσή του 1976 στην Γκαλερί «Κρεωνίδη» στην Αθήνα. Και για την Έκθεση Έργων του έλληνα χαράκτη και ζωγράφου ΤΑΣΣΟΥ 1976 στο Φουαγιέ του Δημοτικού Θεάτρου Πειραιά. σ.65. Ο Βελισσάριος Μουστάκας γράφει για τρείς γυναίκες εικαστικούς που παρουσίαζαν τα έργα τους. Την ΜΑΡΙΚΑ ΜΑΓΝΗ στην αίθουσα («Παρνασσός 1975» και 1976) στην πλατεία Καρύτση στην Αθήνα. Την ΜΑΡΙΚΑ ΓΑΛΑΝΗ και την έκθεση που πραγματοποίησε 1975 στο Ατελιέ της και την ζωγράφο, γλύπτρια και κεραμίστρια ΒΑΝΙΩ (Άννα Τριανταφύλλου) στην αίθουσα του Δημαρχιακού Μεγάρου το 1975. Σ.65-66.

-24/ Άνοιξη 1977. Χρόνος ΙΓ΄. Τόμος Δ΄. Η ΦΙΛΟΞΕΝΙΑ ΣΤΗΝ ΚΡΗΤΗ, σ. 109-112. [Το κείμενο συνοδεύεται με την εξής σημείωση: «Απόσπασμα από έτοιμη για έκδοση μελέτη».) από όσο γνωρίζω δεν κυκλοφόρησε. Θυμάμαι όμως την ομιλία που έδωσε ο Β. Μ. στον Φ.Ο. Πειραιώς στις 23/3/1977 με θέμα «Τα ελληνικά νησιά» και σλαϊτς του Παπαδημητρίου.

-25/ Άνοιξη 1978. Χρόνος ΙΓ΄. Τόμος Δ΄. ΤΟ ΚΡΗΤΙΚΟ ΤΖΑΚΙ σ. 212-219 (λυρική πεζογραφία)

ΤΟ ΚΡΗΤΙΚΟ ΤΖΑΚΙ, 212-214

-26/Χειμώνα 1979. Χρόνος ΙΔ΄ Τόμος Δ. ΠΑΙΔΙΚΕΣ ΜΝΗΜΕΣ Κρητική ηθογραφία, σ. 287-291.

27/Καλοκαίρι 1980. Χρόνος ΙΕ΄. Τόμος Δ΄. Στο τεύχος αυτό δεν έχουμε την πεζογραφική παρουσία του Β. Μ. Διαβάζουμε όμως στην σελ. 413 την βιβλιοκριτική του πειραιώτη ποιητή και κριτικού Αντώνη Α. Ζαρίφη για το βιβλίο του «Διηγήματα- Χριστουγεννιάτικα- Πρωτοχρονιάτικα- Πασχαλινά», εκδ. ΦΣΠ. 1979. (βλέπε και ανάρτηση στα Λ. Πάρεργα 2021).

Βιβλιοκριτική του Αντώνη Ζαρίφη, σ. 413 για το βιβλίο «Διηγήματα- Χριστουγεννιάτικα- Πρωτοχρονιάτικα- Πασχαλινά». Φιλολογική Στέγη Πειραιώς, 1979.

-29/Φθινόπωρο 1982. Χρόνος 17ος, Τόμος Ε΄. (ένθετο αφιέρωμα Ο Πειραιάς που δεν υπάρχει πια). ΣΑΝ ΕΡΘΕΙ Η ΣΕΙΡΑ ΜΟΥ… Αφιερωμένο «Στη μνήμη του θείου μου Κώστα Κατελάνου που δολοφονήθηκε από τους Γερμανούς», σ. 13-17. Είναι το εκτενέστερο διήγημά του στο περιοδικό.

-30/Δεκέμβρης 1983. Χρόνος 18ος, Τόμος Ε΄. Ο ΚΡΙΝΟΣ, σ.115-116 (απόσπασμα από ανέκδοτη εργασία του «Η Φιλοξενία στην Κρήτη»).

-33/Καλοκαίρι 1985. Χρόνος 20ος. Τόμος Ε΄. Στο τεύχος αυτό και στην σελίδα 303 μέσα σε πλαίσιο ανακοινώνεται ο θάνατος του Β. Μ. «ΤΟ ΒΑΡΥΤΑΤΟ ΠΕΝΘΟΣ ΤΗΣ «ΣΤΕΓΗΣ»» ΒΕΛΙΣΣΑΡΙΟΣ ΜΟΥΣΤΑΚΑΣ (1929-1985). Και αποχαιρετιστήριο φιλικό χαιρετισμό του Γ. Ε. Χ-ς. Επίσης, στην σ. 302 δημοσιεύεται από τον Σταμάτη Αποστολάκη βιβλιοκριτική για το βιβλίο του Β. Μ., «Θεομηνία» (διηγήματα), Αθήνα 1983.  

-34/10,11,12, 1985. Χρόνος 20ος, Τόμος Ε΄. 1835-150 χρόνια από την ίδρυση του Δήμου Πειραιά-1985.  Τ’ ΑΣΤΕΡΙ ΤΩΝ ΠΑΙΔΙΚΩΝ ΧΡΟΝΩΝ, σ. 344-347 (Χριστουγεννιάτικο διήγημα).

-43/1,2,3, 1988. Χρόνος 23ος, Τόμος ΣΤ΄, (αφιέρωμα στον Γρηγόρη Θεοχάρη). Η ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ ΤΟΥ ΓΡΗΓ. ΘΕΟΧΑΡΗ σ.217-220.

     Για την σταθερή προσφορά του στην ΦΣΠ και στα πειραϊκά γράμματα, ευρύτερα στην πνευματική εικόνα της Πόλης, ο Βελισσάριος Μουστάκας τιμήθηκε:

-Από την οργανωτική επιτροπή της 12ης Έκθεσης Θαλασσογραφίας που διοργανώθηκε από την ΦΣΠ με την συμπαράσταση του Δήμου, 30/6/-9/7/1981 στην αίθουσα του Δημαρχιακού Μεγάρου, απονεμήθηκε αναμνηστικό δώρο και τιμητικό δίπλωμα στον Β. Μ. ως εμπνευστή της πρώτης οργάνωσης της έκθεσης της Θαλασσογραφίας το 1962 και στην βοήθεια καθιέρωσης του θεσμού. Βλέπε και τχ. 28/Φθινόπωρο 1981, σ.505

-Βραβεύτηκε με τιμητικό δίπλωμα στις 11 Φεβρουαρίου 1983 από την Στέγη στα Γραφεία της επί της οδού τότε, Σωτήρου Διός 7. Για τον «αθόρυβο σκαπανέα της πνευματικής προκοπής» μίλησαν ο Γ. Ε. Χ-ς, ο πρόεδρος του «Ζήνωνα» Γιώργος Καρράς, ο Δαμιανός Στρουμπούλης, ο Γιάννης Παυλάκης, ο Σκουλαδάκης. Ποιήματά τους του αφιέρωσαν ο Στέλιος Μπινιάρης και ο Θ. Ζαφειρόπουλος, Η ηθοποιός Ε. Χατζηδουλή διάβασε την «κουκλίτσα του Ρηνιού». Ο Κρητικός λυράρης Διονύσης Μεταξάκης συνόδευσε με τα ριζίτικά του την εκδήλωση. Βλέπε σ. 162 του τχ.30/12,1983.

    Μετά τον θάνατο του αγαπητού διηγηματογράφου Βελισσάριου Μουστάκα, σύλλογοι και σωματεία, φορείς του Πειραιά διοργάνωσαν εκδηλώσεις στην μνήμη του.

-Βλέπε ετήσιο μνημόσυνο της ΦΣΠ. Με την συμπλήρωση ενός χρόνου από την απώλειά του, τέλεσε 18/6/1986 επιμνημόσυνη δέηση στον τάφο του στο  νεκροταφείο της Ανάστασης. Κατατέθηκε δάφνινο στεφάνι στην μνήμη του ενώ λόγο εκφώνησε ο Γ. Χ-ς, αποσπάσματα κειμένων του διάβασε η ηθοποιός Ε. Χατζηδουλή και ο παλαιοπώλης ποιητής Θανάσης Ζαφειρόπουλος απήγγειλε ποίημα στη μνήμη του. Επίσης, Ποίημα στην μνήμη του Β. Μουστάκα και του Λουκά Μουζάκη, σύνθεσε η ποιήτρια Στέλλα Κοντογιώργου- Λεωνιδάκη, «Μνήμη» δύο απόντων φίλων. Δες σ. 354 του τχ. 34/10,11,12,1985.

 Βλέπε «Κρητική αποσπερίδα» του Φυσιολατρικού Συλλόγου Πειραιώς ο «Ζήνων», 15/1/1987, με ομιλητές του τότε μητροπολίτη Κισσάμου και Σελίνου κυρού Ειρηναίου, του προέδρου της ΦΣΠ Γιάννη Ε. Χατζημανωλάκη, του Γιάννη Σκουλούδη και Γ. Παινεσάκη. Κείμενα του Β.Μ. διάβασαν ο ηθοποιός και ποιητής Γιώργος Μετσόλης και η ηθοποιός Ελευθερία Χατζηδουλή.

          Αυτά είναι σε γενικές γραμμές τα λογοτεχνικά και καλλιτεχνικά βαδίσματα του ακάματου διηγηματογράφου Βελισσάριου Μουστάκα και η παρουσία του στο περιοδικό «Φιλολογική Στέγη». Το όνομά του μνημονεύεται και στις υπόλοιπες διοργανώσεις εκθέσεων ανάμεσα στα άλλα των επιτροπών. Στις συνεδριάσεις για την εκλογή νέας διοίκησης της Στέγης και αναφορά σε ομιλίες του που έδωσε για πειραιώτες συγγραφείς. Το Αρχείο του νομίζω φυλάσσεται στο Ιστορικό Αρχείο του Δήμου.

Γιώργος Χ. Μπαλούρδος

Πειραιάς

17/12/2025  

 

Σάββατο 13 Δεκεμβρίου 2025

Ο Ιερός Ναός Αγίου Σπυρίδωνος Πειραιώς

 

Δύο «Πειραιώτικα» του Νίκου Ι. Χαντζάρα

Για τον Ιερό Ναό του Αγίου Σπυρίδωνος

        Πολιούχου του Πειραιά

«Μετά το 1750 όμως το λιμάνι του Πόρτο Δράκο παρουσιάζεται κάποια μικρή κίνηση.  Ιδιαίτερα τα καλοκαίρια! Και τότε αυξάνουν τα πηγαινέλα των πλεούμενων. Κι οι άνθρωποι που μετακινούνται, λογιώ, λογιώ έμποροι, στρατιωτικοί, ναυτικοί, περιηγητές, αρχαιοκάπηλοι και αγιογδύτες, ρημαγμένοι ή και ναυαγισμένοι βλέπουν και το μοναστήρι. Το επισκέπτονται ή και παραμένουν φιλοξενούμενοι σ’ αυτό, κάποιες μέρες. Ή ακόμα σταθμεύουν για λίγο κι ύστερα βρίσκουν ζώα για ν’ ανέβουν στην Αθήνα.

          Συνάμα όμως μεγαλώνουν και οι κίνδυνοι μέσα στο λιμάνι για τη μονή και τους μοναχούς.

          Ο Πειραιάς όλους αυτούς τους καιρούς έμεινε ανυπεράσπιστος. Έρμαιος της ερημιάς του γινόταν συχνά πεδίο συγκρούσεων, επιθέσεων και λεηλασίας. Γι’ αυτό το μοναστήρι αναγκάστηκε να οργανωθεί και να ασφαλιστεί κατάλληλα από τις ξένες, αλλά και τις ντόπιες απειλές ληστών, πειρατών και ανένταχτων σαρικοφόρων Αγαρηνών. Οχυρώθηκε, λοιπόν, μ’ ένα τέτοιο τρόπο, ώστε να το λογαριάζει σοβαρά κείνος που θα αποφάσιζε ανομολόγητα να φέρει τη συμφορά στη μοναστική αυτή πολιτεία.

          Και καταρχήν ύψωσαν οι καλόγεροι παχύ τείχος ένα γύρω στη μονή με πύργους, πολεμίστρες και ισχυρή, θολωτή πύλη με διπλά θυρόφυλλα. Ανάμεσα μάλιστα στο διάκενο που σχημάτιζαν οι δυο βαριές πόρτες του και ψηλά στο θόλο, κατασκεύασαν οπή που λειτουργούσε ως ζεματίστρα. Από κει, δηλαδή, σε ώρα υψηλού κινδύνου (επίθεσης), οι καλόγεροι μπορούσαν να περιχύνουν τους πειρατές με ζεματιστό νερό, λάδι ή και λιωμένο μολύβι!...

          Το χτισμένο αυτό, σε σχήμα παραλληλόγραμμου πέτρινο τείχος, προστάτευε το μικρό καθολικό των πατέρων, τα κελιά και τους άλλους μοναστικούς χώρους, αφήνοντας έτσι απερίσπαστους τους μοναχούς στο πνευματικό τους έργο.

          Εξάλλου είναι βεβαιωμένο, ότι η εσωτερική, υπαίθρια αυλή της μονής, γύρω από το μικρό καθολικό, ήταν ευρύχωρη και ανοιχτή. Πολλές φορές μάλιστα, στα κατοπινά χρόνια, γέμιζε με κυνηγημένα ανθρώπινα πλάσματα από το λυσσασμένο τουρκομάνι που ζητούσαν προστασία.

          Το πιο παχύ και απόρθητο τείχος της μονής ήταν στην πλευρά της ανατολής! Και πίσω από κει, στον αφύλαχτο περίγυρο βρισκόταν το κοιμητήρι με το οστεοφυλάκιο κι ένα μικρό κτίσμα με ξύλινη στέγη. Ενώ στη νοτιοανατολική πλευρά, προς τους γυμνούς βράχους της πειραϊκής, ήταν το παραπόρτι της μονής. Από κει έβγαζαν τα ζωντανά για τη βοσκή, πήγαιναν στο διπλανό αγρό και τη μελισσομάντρα, φρόντιζαν τον κήπο κι έβγαζαν τους νεκρούς. Από το παραπόρτι αυτό, ένας στενός ανήφορος δρομίσκος οδηγούσε προς τη Βάρη (Πηγάδα), όπου βρισκόταν πηγή με άφθονο, καθαρό νερό κι όπου είχαν τις καλύβες τους κάμποσοι βοσκοί και κολίγοι. Οι τελευταίοι δούλευαν, κατά καιρούς, στους αγρούς και στα μεγάλα κτήματα της μονής. Αλλά και Οθωμανών, όπως του Τατάρ Αχμέτ και Αθηναίων γαιοκτημόνων, όπως του Κόλια Μαλαγάρη, του  Θανάση Σαρδελιά, του Τζίνη, των Μπενιζέλων και άλλων!»……

     Δημήτρης Φερούσης, Το μοναστήρι τ’ Αϊ- Σπυρίδωνα, σελ. 25-26. Από το βιβλίο του «ΠΕΙΡΑΙΑΣ ΘΡΥΛΟΣ ΚΑΙ ΚΛΗΡΟΝΟΜΙΑ» Περιδιάβασμα στο μύθο, στην ιστορία, στο χρόνο και στους χώρους της πατρίδας μου. εκδόσεις «Αστήρ»- Αλ. @ Ε. Παπαδημητρίου, Αθήνα, 11, 1990, σ.416, τιμή 1456 δρχ.

          Τα εκκλησιαστικά- θρησκευτικά δημοσιεύματα του πειραιώτη ποιητή και δημοσιογράφου Νίκου Ι. Χαντζάρα δεν είναι πολλά. Όσα έχει δημοσιεύσει στην «Φωνή του Πειραιώς» και γνωρίζω, αναφέρονται σε παλαιούς πειραιώτες μητροπολίτες, στους ιερείς της ενορίας του Αγίου Βασιλείου που βρίσκονταν η πατρική του οικία, στην περίπτωση του δραστήριου ιερέα Γεωργίου Μακρή. Στην λαϊκή εκκλησιαστική ευσέβεια της Υδραίισας μητέρας του, στην θρησκεύουσα φύση της που εμφύσησε και στον δικό του χαρακτήρα. Η μητέρα του συνήθιζε να τον παίρνει μαζί της από μικρό παιδί στις διάφορες επισκέψεις της στις θρησκευτικές εορτές και εκκλησιαστικές πανηγύρεις των τότε ιερών Ναών του Πειραιά και του ευρύτερου Πειραϊκού χώρου, μέχρι τα ριζά του Δήμου Κορυδαλλού. Υπάρχουν δύο «Πειραιώτικα» τα οποία θεωρώ ότι ενδέχεται να έχουν ιδιαίτερο ιστορικό ενδιαφέρον, (για να μην πω με βεβαιότητα) – να έχουν προσεχθεί και αυτά ή όχι, μαζί με άλλα πειραϊκά έγγραφα ως ιστορική πηγή σε ερευνητές και συγγραφείς, ιστοριοδίφες που ασχολούνται με την ιστορία της Μητρόπολης του Πειραιά, τη Ναοδομία της Πόλης, την οικοδόμηση των Εκκλησιών της και των αλλαγών που έχουν υποστεί μετά την ίδρυση του Δήμου Πειραιά, (1835), τους ιερείς και μοναχούς τους, τους ιεροψάλτες και επιτρόπους. Το παλαιό μοναστήρι που καταστράφηκε και χτίστηκε ο σύγχρονος ναός του Αγίου Σπυρίδωνα στην πρώτη του μορφή και κατόπιν στην επομένη του μετά την πρώτη καταστροφή της Εκκλησίας. Η Επισκοπή του Πειραιά στα πρώτα της βήματα, τα χρόνια της παλαιάς μονής του Αγίου Σπυρίδωνα ήταν κάτω από την διοικητική δικαιοδοσία του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως. Τον 20ο αιώνα ο νέος ιερός ναός και η ενορία του Αγίου Σπυρίδωνος στο λιμάνι, ήρθε στην δικαιοδοσία της Επισκοπής της πρωτεύουσας (στον επίσκοπο Ταλαντίου Νεόφυτο Μεταξά)- μέχρι την αυτονόμησή της σε ξεχωριστή Μητρόπολη. Παράλληλα, οι Πειραιώτες οι ασχολούμενοι με τις εκδόσεις και τα θρησκευτικά περιοδικά που κυκλοφόρησαν και καταγράφουν τις εορταστικές πανηγύρεις, χριστιανικές συγκεντρώσεις, πνευματικές εκδηλώσεις των ιερών ναών του Πειραιά ανατρέχουν στα παλαιά αρχεία του Δήμου ή των Εκκλησιών αναζητώντας τις ανάλογες πληροφορίες και στοιχεία. Διαβάζουν ημερολόγια παλαιών ελλήνων και ξένων περιηγητών, αναμνήσεις από το εδώ πέρασμά τους και εντοπίζουν τα αρχαία εκκλησιαστικά και ιστορικά στίγματα και κτίσματα. Κάθε Εκκλησία της Πόλης των πέντε γεωγραφικών διαμερισμάτων της, ανέπτυξε την δική της κοινωνική ή πνευματική δραστηριότητα. Ο Νίκος Ι. Χαντζάρας συνηθίζει να γράφει στις αναμνήσεις του για την παλαιά και νεότερη εκκλησία του Αγίου Βασιλείου της περιοχής της Φρεαττύδας- Πειραϊκή όπου βρίσκονταν η οικογενειακή του εστία, κάπως ελάχιστα για τους παλαιούς ιερείς ενώ μνημονεύει κυρίως τον γνωστό μας και δραστήριο ιερέα Γεώργιο Μακρή.

     Τα δύο δημοσιεύματα αναφέρονται όπως μας λέει και ο τίτλος τους στο παλαιό Μοναστήρι του Πειραιά τον Άγιο Σπυρίδωνα πολιούχο της Πόλης, που μετά από τις κατά χρονικά διαστήματα ιστορικές πολεμικές περιπέτειες που υπέστη ο Πειραιάς την περίοδο της Εθνεγερσίας και τις πολεμικές επιχειρήσεις ενάντια των Τουρκαλβανών-που είχαν καταφύγει στο καστρομονάστηρο- και τον βομβαρδισμό της παλαιάς μονής από τα δύο πολεμικά καράβια «Καρτερία» και «Ελλάς» του ναυάρχου Άστιγξ, πάνω στα ερείπια της μονής οικοδομήθηκε ο νέος ιερός ναός. Όπως μας λένε οι ειδικοί (αρχαιολόγοι, ιστορικοί) το παλαιό μοναστήρι ήταν χτισμένο πάνω στα ερείπια αρχαίου ιερού ναού της Θεάς Αφροδίτης. Γράφεται και υποστηρίζεται, ότι την παρουσία του οικήματος του παλαιού μοναστηριού την συναντάμε από τον 11ο με 12ο αιώνα μ. Χ. όπως αναφέρεται από τον γερμανό περιηγητή τον Gustav Hertzberg. Η πληροφορία αυτή επαναλαμβάνεται από κατοπινούς ερευνητές της ιστορίας της μονής και του μετέπειτα ιερού ναού που χτίστηκε-δύο φορές-πάνω στα ερείπια του Μοναστηριού και της πρώτης Εκκλησίας. Ο ερευνητής και συγγραφέας Χάρης Κουτελάκης έχει ασχοληθεί εκτενώς με την ιστορία των συνοικισμών του Πειραιά σε βιβλίο και την αρθρογραφία του, στην ανάρτησή του της 24/6/2021 στην ιστοσελίδα του και στο άρθρο του «Κριτική στο άρθρο του Γ. Πάλλη η Μονή του Αγίου Σπυρίδωνα» στην Κριτική των Δεδομένων αμφισβητεί την χρονολογική περίοδο στην οποία καταγράφεται για πρώτη φορά η παρουσία της μονής, μνημονεύοντας και τον παλαιό ιστορικό Παύλο Καρολίδη ο οποίος διασώζει το σχετικό απόσπασμα του ευρωπαίου επισκέπτη, καθώς και θέματα σχετικά με την αρχιτεκτονική της όψη. Την επιχειρηματολογία του συνοδεύει με ανάλογα σχέδια. Από την μεριά μας, δεν θα μπλέξουμε σε εκκλησιαστικής περιπέτειας πειραϊκά μονοπάτια που δεν γνωρίζουμε, ούτε θα εισέλθουμε σε αρχαιολογικών θεμάτων εδάφη. Σε αυτόν τον τομέα ειδικότερος ήταν ο ποιητής και συγγραφέας Δημήτρης Φερούσης ο οποίος ασχολήθηκε με Ιερούς Ναούς του Πειραιά στην αρθρογραφία του και εξέδωσε δύο βιβλία ειδικής θεματολογίας. Το βιβλίο του για τον «Ιερό Ναό του Αγίου Κωνσταντίνου και Ελένης» και τον Μητροπολιτικό Ναό της «Αγίας Τριάδος Πειραιώς». Να προσθέσουμε ακόμα δύο ηλεκτρονικές ιστοσελίδες οι οποίες κατά την κρίση μας, μας δίνουν μία πληρέστερη ιστορική- και σύγχρονη εικόνα της Εκκλησίας του Αγίου Σπυρίδωνα. Η μία είναι η ιστοσελίδα του ερευνητή και συγγραφέα Δημήτρη Κρασονικολάκη ο οποίος στις 2 Ιουλίου του 2016 με αφορμή την κυκλοφορία του βιβλίου του πρωτοπρεσβύτερου Βασιλείου Πόπη, «Το μοναστήρι του Αγίου Σπυρίδωνα και ο Όσιος Σεραφείμ ο Δαμβαϊτης» δημοσιεύει το κείμενό του «Άγιος Σπυρίδωνας Πειραιώς. Συμβολή στην ιστορία ανεγέρσεως του πρώτου ναού» φέρνοντας στο φώς πρωτογενή στοιχεία στηρίζοντας την επιχειρηματολογία του από το προσωπικό του Αρχείο. Αντικρούει τα όσα σχετικά αναφέρει ο ιερέας συγγραφέας στο βιβλίο του και εντοπίζει τις ελλείψεις και τα λάθη του. Αναρτά Επτά αριθμημένα Μονόφυλλα που διασώζει στο προσωπικό του Αρχείο, που εδώ και δεκαετίες συλλέγει σαν ερευνητής της Πόλης του Πειραιά και συλλέκτης. Ο Κρασονικολάκης επισημαίνει ότι επί δημαρχίας Δημητρίου Μουτζόπουλου γίνονται τα εγκαίνια του σημερινού ναού 18/5/1936. Μία άλλη ιστοσελίδα, αυτή της 13/12/2015 του MLP Blo- G- Spot (όπως βλέπουμε στο διαδίκτυο), ένας άλλος πειραιώτης ερευνητής πειραιολάτρης αναρτά εκτενές δημοσίευμα εμπλουτισμένο με φωτογραφικό παλαιότερο και σύγχρονο υλικό διαφόρων ημερολογιακών περιόδων και ώρας, «Το Μοναστήρι και ο Ναός του Αγίου Σπυρίδωνα». Τα προαναφερθέντα ιστολόγια αλλά και άλλα πειραιωτών συγγραφέων, όπως και της Μητρόπολης Πειραιά και του ιερού ναού του Αγίου Σπυρίδωνα καθώς και χριστιανικού περιεχομένου μπλοκ ανακυκλώνουν ή αν στέκει ο όρος «αναμεταφέρουν» εν συντομία τα υπάρχοντα ιστορικά στοιχεία και πληροφορίες που αποδεχόμαστε στις σύγχρονες πειραϊκές εργασίες μας οι υπόλοιποι. Τέλος, να υπενθυμίσουμε και τα εξής αρχινώντας από τα πιό σύγχρονα συγγραφικά τεκμήρια. Σε τεύχος του περιοδικού «Πειραϊκό Ορόσημο» του 2016 αν δεν με απατά η μνήμη, υπάρχει το άρθρο του Γ. Γάρδα, «Ο Ιερός Ναός του Αγίου Σπυρίδωνος». Ιστορικά στοιχεία και πληροφορίες αντλούμε από τα βιβλία και τις παλαιότερες εργασίες του πειραιώτη ποιητή και συγγραφέα Δημήτρη Φερούση. Από το γνωστό βιβλίο «Πειραϊκά» του ιστορικού Ιωάννη Μελετόπουλου. Από το βιβλίο του Δημήτρη Σπηλιωτόπουλου για τους πρώτους Δημάρχους του Πειραιά. Από το «Πειραϊκό Αρχείο» του Παρασκευά Ευαγγέλου, το «Λεύκωμα του Πειραιά» του Λώζου. Από το βιβλίο της Λίζας Μιχελή «Πειραιάς», από αυτό της ιστορικού Ματίνας Μαλικούτη «Πειραιάς 1834-1912», από διάφορα άλλα Πειραϊκά Λευκώματα και παλιότερα βιβλία πειραιωτών συγγραφέων, και Αθηναίων μελετητών και περιηγητών, όπως ο Δημήτριος Καμπούρογλου στην τρίτομη ιστορία των Αθηνών του.

    Εκείνο που διαπιστώνουμε είναι ότι το παλαιό Μοναστήρι, κατόπιν Ιερός Ναός του Αγίου Σπυρίδωνα πολιούχου της Πόλης, δεν ευτύχησε όπως άλλοι ιεροί ναοί της Μητροπόλεως Πειραιώς, πχ. Άγιος Βασίλειος, Αγία Τριάδα, Αγίου Κωνσταντίνου και Ελένης, Άγιος Νείλος κλπ. παρά την μακραίωνη ιστορική του πορεία και εκκλησιαστική παράδοση να κυκλοφορήσει μία αυτόνομη εκδοτική μελέτη για την δική του ιστορική πορεία μέχρι σήμερα. Ένα βιβλίο για την ιστορική διαδρομή και εξέλιξή του, μετεξέλιξή του από μοναστήρι σε ναό, την καταστροφή του, το γκρέμισμά του, την πρώτη ανέγερση πάνω στα παλαιά θεμέλιά του, του ιερού ναού, την δεύτερη ανέγερσή του, τις αλλαγές που επήλθαν στους εσωτερικούς και εξωτερικούς χώρους του, στις εξαιρετικές αγιογραφίες του, στον εικαστικό του εσωτερικό διάκοσμο που ανάγεται στο εικαστικό ρεύμα του 19ου αιώνα, αυτό των Ναζαρηνών, όπως σημειώνουν οι μελετητές της εικαστικής και βυζαντινής αγιογραφίας ιδιαίτερα. Να συνταχθεί ένα ονοματολόγιο με τους ηγουμένους του, -να αναφέρουμε εδώ ότι πρώτος ηγούμενος μνημονεύεται ο Διονύσιος (δεν διασώζεται το επώνυμό του), δεύτερος ο Νικηφόρος Γαβριήλ και τρίτος ο Συμεών Μαρμαροτούρης. Ο Δημήτρης Φερούσης, στο παραπάνω βιβλίο που αναφέρουμε, αφιερώνει όχι μόνο και άλλες του σελίδες για το μοναστήρι του Αγίου Σπυρίδωνος αλλά και ένα ειδικό κεφάλαιο για τον τελευταίο ηγούμενο της μονής. Το «Συμεών Μαρμαροτούρης ο Σπυριδωνίτης» σελ. 60-95 με παράθεση χρήσιμων ιστορικών πληροφοριών. Ο μοναχός Συμεών Μαρμαροτούρης είναι ο τελευταίος ηγούμενος της Μονής του Αγίου Σπυρίδωνος όπως μας διασώζουν οι πηγές. Ο μοναχός «διατηρούσε προσωπική ιδιοκτησία και μετά τη διάλυση του μοναστηριού, υπάρχει «ειδικό Βασιλικό Διάταγμα με ημερομηνία 22 Μαρτίου 1837, που φέρει την υπογραφή του Όθωνα και απευθύνεται στη γραμματεία των Εκκλησιαστικών…» βλέπε σχετικά και το βιβλίο του ιστορικού Βάσια Τσοκόπουλου, «Πειραιάς, 1835-1870. Εισαγωγή στην Ιστορία του Ελληνικού Μάντσεστερ», εκδ. Καστανιώτη Αθήνα 1984, σελ. 46…. Δεν έχουμε όπως προαναφέραμε ένα ξεχωριστό τομίδιο για τους (6) πρώτους μοναχούς του και κατόπιν, τους κατά καιρούς ιερείς, την ξύλινη εσωτερική του επίπλωση, τον στολισμό των στασιδιών του, τον άμβωνά του, τους επιτρόπους του, τους ευεργέτες τους (υπάρχει εντοιχισμένη πλάκα στην είσοδο με ονόματα), τέλος πέρα από τις γενικές αναφορές για τα πλούσια και μεγάλα- πάμπολλα μετόχια που ανήκαν στην ιερά μονή αυτά κοντά στο μοναστήρι αλλά και στην ευρύτερη πειραϊκή περιοχή. Ολόκληρη η πειραϊκή χερσόνησος και μέχρι την περιοχή του ύψους του μεγάλου Καραβά και των κτημάτων του Μελετόπουλου, των ριζών προς την μεριά του Περάματος ανήκε, ήταν ιδιοκτησία, μετόχια του παλαιού μοναστηριού του Αγίου Σπυρίδωνα. Τα περιουσιακά της βακούφια τα οποία κρατικοποιήθηκαν όταν η μονή έπαυσε να υφίσταται, κλείστηκαν επί βασιλείας Όθωνος και Αντιβασιλείας πανελλαδικά οι Μονές της Ελλάδος που δεν στελεχώνονταν από έναν αρκετό αριθμό μοναχών. Στην θέση της οικοδομήθηκε ο πρώτος ιερός ναός σε σχέδια του αρχιτέκτονα Σταμάτη Κλεάνθη και τροποποιητικό σχεδιασμό κατόπιν από τον Έντουαρντ Σάουμπερτ. Βλέπε και μία ακόμη Πειραιώτικη ιστοσελίδα του πειραιώτη δημοσιογράφου με ημερομηνία 17/11/2013, Βασίλη Κουτουζή κ.λ.π.

     Ο ιερός ναός του αγίου Σπυρίδωνα βρίσκεται στην παραλία κάτω από την οδό Φίλωνος παράλληλα, από την απέναντι πλευρά από τον μητροπολιτικό ναό της Αγίας Τριάδος- τους χωρίζει η λεωφόρος Βασιλέως Γεωργίου και ο Τινάνειος Κήπος (ή Θεμιστόκλειος), στην αριστερή πλευρά του Ναού όπως τον βλέπουμε, ενώ από την δεξιά του πλευρά είναι το «γιαχνί σοκάκι», που πήρε το όνομά του από τις ταβέρνες και εστιατόρια που υπήρχαν τα παλιότερα χρόνια στην περιοχή της Τρούμπας. Στον μικρό αυτό ναό της Πόλης το 1835 ορκίστηκαν οι πρώτες Δημαρχιακές Αρχές του Πειραιά και συνεδρίασε το πρώτο Δημαρχιακό συμβούλιο. Η όψη του ιερού ναού δεν ατένιζε πάντα το Λιμάνι, από την λεωφόρο της Ακτής Μιαούλη, μια και μετά τους αγώνες της εθνεγερσίας ο Ανδρέας Μιαούλης οικοδόμησε απέναντι από τον ναό την δίπατη κατοικία του που έκρυβε την θέα της εκκλησίας, Ο Μιαούλης δεν πρόλαβε να δει αποπερατωμένη την οικία του και να κατοικήσει σ’ αυτήν, πέθανε στις 11/6/1835. Διάφοροι θρύλοι ακούγονταν για την ενέργειά του να οικοδομήσει μπροστά στον ναό το σπίτι του. Στο διώροφο σπίτι του Ανδρέα Μιαούλη τα σύγχρονα χρόνια στεγάζονταν το ναυτικό πρακτορείο «ΑΔΑΜ» και στο πλάι του υπήρχε το Καφενείο «Κυκλαδικόν» του Μπαλαμπάνου. Το 1968, ο δοτός της επταετίας δήμαρχος του Πειραιά Αριστείδης Σκυλίτσης γκρέμισε το δίπατο σπίτι του Ανδρέα Μιαούλη απέναντι από τον ναό καθώς και το γνωστό κτίσμα «Χρηματιστήριο- Δημαρχείο», το «θρυλικό» «ΡΟΛΟΪ» με τα καφενεία του στο ισόγειο. Ο εξωτερικός προαύλιος χώρος του Αγίου Σπυρίδωνα διευρύνθηκε και απελευθερώθηκε η θέα του. Ο παραλιακός αυτός χώρος καθώς και το «Περιβολάκι» έχει υποστεί αρκετές αλλαγές μέχρι σήμερα, στην ρυμοτομία του Δήμου έχουν επέλθει δεκάδες αλλαγές σχεδόν σε κάθε νέα δημαρχιακή περίοδο. Υπήρχε μέχρι πρόσφατα ο ανδριάντας του αρχαίου Θεμιστοκλή δωρεάν του Ιωάννη Μελετόπουλου και ένα σιντριβάνι. Με τα έργα της έλευσης του Τραμ ο χώρος ανακατασκευάστηκε και αφαιρέθηκαν τα κάγκελα του Κήπου.

     Τα δύο δημοσιεύματα έχουν τίτλο:- 16/3/1945 «Το ιστορικό μοναστήρι του Αγίου Σπυρίδωνος και ο σημερινός ναός του- Ο κατάλογος του εράνου». Και,- 30/3/1945 «Το σχέδιον του ιερού ναού Α. Σπυρίδωνος. Τα ανταλλαγέντα έγγραφα».

          Οι νεότεροι συγγραφείς και ερευνητές, ιστορικοί και ιστοριοδίφες της ιστορικής διαδρομής και εξέλιξης του Δήμου μετά την μεταπολίτευση του 1974, γνώριζαν και εκτιμούσαν τον ταλαντούχο πεζογράφο και ποιητή Δημήτρη Φερούση. Ο Δημήτρης Φερούσης δεν ήταν μόνο ο συγγραφέας αρκετών μελετημάτων με ορθόδοξο χριστιανικό καθαρά περιεχόμενο αλλά και ο πειραιώτης ερευνητής που κατέγραφε στα άρθρα και τα βιβλία του την εκκλησιαστική ιστορία της Πόλης. Ότι ήταν ο Γιάννης Χατζημανωλάκης για την γενική ιστορία και πορεία του Δήμου Πειραιά ήταν ο Δημήτρης Φερούσης για την Εκκλησιαστική διαδρομή του. Τόσο στα δύο του βιβλία για τους εμβληματικούς ναούς της Πόλης, όσο και σε διάφορα πειραϊκά του δημοσιεύματα, δεν παρέλειπε να μας παράσχει και να αναδεικνύει τα ιστορικά στοιχεία και τις πληροφορίες για την Εκκλησία του Πειραιά. Ήταν πάντα ενήμερος και καταρτισμένος και διατηρούσε καλές και στενές σχέσεις με ιερείς και άλλους παράγοντες της Μητρόπολης Πειραιώς. Πληροφορούμενος εντελώς τυχαία πριν μερικές εβδομάδες τον θάνατό του, ανάρτησα ένα κείμενο στη μνήμη του μην κατορθώνοντας να εντοπίσω την ακριβή χρονολογία της απώλειάς του. Δυστυχώς σε όσους απευθύνθηκα δεν γνώριζαν ακριβώς πότε έφυγε από την ζωή, σαν να λησμονήθηκε από τον Πειραιά και τους αρμόδιους του πολιτισμού και της Μητρόπολης, παρά τις επανεκδόσεις αρκετών τίτλων βιβλίων του και την αναγνώριση του έργου του τις προηγούμενες δεκαετίες. Παραμένοντας ανοιχτό το θέμα της ακριβούς ημερομηνίας της απώλειάς του κράτησα προς δημοσίευση τα δύο παλαιά «Πειραιώτικα» του Νίκου Ι. Χαντζάρα αναφερόμενα στον Ιερό Ναό του Αγίου Σπυρίδωνος μέχρι το τωρινό σημείωμα. Από την πλευρά μας, πριν μία εικοσαετία, στις δικές μας εργασίες και έρευνες είχαμε καταγράψει ιερείς του Πειραιά και τους ιεροψάλτες των Ναών της Πόλης συνθέτοντας έναν από τους καταλόγους του βιβλίου του «Πειραϊκού Πολιτιστικού Πανοράματος» που εκδώσαμε το 2006. Ακόμα, βλέπουμε αν δεν κάνουμε λάθος και παρανοούμε τα λεγόμενα του Χαντζάρα ότι λείπουν από το «Αρχείο» του άλλα του συγγενικά δημοσιεύματα, ή δεν διασώθηκαν στην πρώτη τους καταγραφή.

     Μην έχοντας κάτι καινούργιο να προσθέσουμε, αντιγράφουμε τα δύο δημοσιεύματα του Νίκου Ι. Χαντζάρα για όσους και όσες ενδεχομένως δεν τα γνώριζαν προσθέτοντας ορισμένες ακόμα γνωστές πληροφορίες από βιβλία των οσάνω συγγραφέων που μνημονεύσαμε.

Το ιστορικό μοναστήρι του Αγίου Σπυρίδωνος και ο σημερινός ναός του.

          Ο κατάλογος του εράνου

Όταν ο Πειραιάς εκηρύχτηκε δήμος (1835), σ’ όλη την περιοχή του ένα μονάχα εκκλησάκι βρησκότανε:

          Το εκκλησάκι της μονής του αγίου Σπυρίδωνα, στην παραλία του λιμανιού, κοντά στο σημερινό πολύ όμορφο Βυζαντινό ναό του Πολιούχου.

          Την εκκλησούλα αυτή την αναφέρουνε ως ιστορική, γιατί συνδέεται με μεγάλες μάχες που έγιναν κοντά του και τριγύρω του κατά τον εθνικόν αγώνα για την ανεξαρτησίαν μας.

          Από το λιμάνι την εμπομπάρδισεν ο ναύαρχος Άστιγξ, γιατί είχανε καταφύγει εκεί Τουρκαλβανίτες.

          Ακόμη την κανονιοβόλησεν ο ναύαρχος Μιαούλης, που μπήκε στο λιμάνι με τα καράβια του.

          Αυτά έγιναν το 1827, κατά την πολιορκία των Αθηνών από τους Τούρκους, που έχασε η Ελλάδα και το μεγαλύτερο στρατηγό της τον Καραϊσκάκη.

          Από μερικά αντίγραφα πρακτικών του Δημοτικού Συμβουλίου Πειραιώς του 1836, παίρνω το κείμενο, των πρακτικών της 8ης συνεδριάσεως της 7ης Ιανουαρίου 1836, που αναφέρεται στην πρόταση του Δημάρχου για την οικοδόμηση νέου ναού του Αγίου Σπυρίδωνος.

    Αυτό είναι το πρακτικό:

«Το Δημοτικόν Συμβούλιον Πειραιώς, συγκείμενον παρά των Συμβούλων Εμμανουήλ Διακάκη, Προέδρου, Ιωάννου Διάκου, Γ. Λαμπρινίδου, παρόντος του Δημάρχου, του Δημοτικού Παρέδρου και του εφημερίου Ζαχαρία προς συζήτησιν της προταθείσης παρά του Δημάρχου νέας οικοδομής εκκλησίας εις την πόλιν ταύτην και περί της σημασίας αυτής, ωσαύτως και περί μεταθέσεως της εικόνας του Αγίου Σπυρίδωνος από την υπάρχουσαν εκκλησίαν.

          ΠΑΡΑΤΗΡΕΙ

Ότι η πρότασις του κ. Δημάρχου περί οικοδομής της νέας εκκλησίας είνε δικαία.

    Ότι η ήδη υπάρχουσα εκκλησία όχι μόνον δεν επαρκεί δια να ευλαβώνται εις αυτήν οι κάτοικοι της πόλεως, αλλά θεωρείται και ως διαλελυμένη, κατά συνέπειαν υψηλού Βασιλικού Διατάγματος.

-Ότι εντός του σχεδίου πόλεως είνε προσδιορισμένος ο τόπος διά την περί ου ο λόγος εκκλησίαν και

    Ότι δεν θέλει επιφέρει μηδεμίαν βλάβην, εάν μετατεθή η Αγία εικών της νυν Εκκλησίας εις την μέλλουσαν.

          Σκέπτεται:

   Ότι διά την έλλειψιν του Δημοτικού Χρηματικού Ταμείου είνε επάναγκες να διαπραγματευθή εν δάνειον εκ πεντακοσίων ταλλήρων με νόμιμον τόκον και ότι και δια δανείου και δια της βοηθείας των χριστιανών δύναται να τελειωθή το ιερόν τούτο αντικείμενον, το οποίον είνε προς πάντων επιθυμητόν.

          Αποφασίζει:

   Παραδέχεται την πρότασιν του κ. Δημάρχου, δίδεται η άδεια του δανείου των 500 ταλλήρων, επιτρέπεται να επικαλεσθή την βοήθειαν των χριστιανών να μετατεθή η εικών του αγίου Σπυρίδωνος εις την μέλλουσαν ν’ ανεγερθή εκκλησίαν και να ονομασθή αύτη άγιος Σπυρίδων.

          Εις τα αντίγραφα των πρακτικών του Δημοτικού Συμβουλίου Πειραιώς υπάρχει και αντίγραφον του υπ’ αριθ. 269 της 14 Μαϊου 1836 εγγράφου της Δημοτικής Αρχής μας δια της οποίας παρακαλεί τον επίσκοπον Αττικής Πανιερώτατον Νεόφυτον να κατέλθη εις τον Πειραιά και να λειτουργήση και να τελέση ακολούθως την θεμελίωσιν του νέου ναού του Πολιούχου.

          Επίσης βρίσκεται στα χέρια μου ένα αντίγραφο καταλόγου εράνων υπέρ του ναού από διαφόρους χριστιανούς.

          Προσέφεραν: Ο εξοχώτατος κ. Κατακάζης, πρεσβευτής του Αυτοκράτορος πασών των Ρωσιών δρχ. 1.000, ο δήμαρχος Πειραιώς δρχ. 250, Κωνσταντίνος Σκυλίτσης δρχ. 250, Εμμανουήλ Δικτάκης δρχ. 100, Ιωάννης Δράκου δρχ. 200, Γεώργιος Παπαδόπουλος δρχ. 300, Ι. Μπουρμπουράς δρχ. 200, Γ. Κανελλάς δρχ. 300, Γ. Λαμπρινίδης δρχ. 50, εφημέριος Χαρίσιος δρχ. 100, Αθαν. Σίμου δρχ. 100, Εμμ. Μερτενές δρχ. 150, Ι. Αποστόλου δρχ. 150, Βασίλ. Αργυριάδης δρχ. 150 και Μαστρογιάννης Κυπραίος πενήντα οκάδες σίδερο δουλεμένο.

          Αυτός ο κατάλογος εράνων για την ανοικοδόμηση του ναού είνε ο πρώτος.

          Εγίνανε και άλλοι πολλοί έρανοι ως που να τελειώση το χτίσιμο του ναού και να καλλωπιστή.

          Υπάρχει μιά πληροφορία, πώς το 1884 ετελείωσε ο πράγματι περικαλλής ναός του Πειραιά.

          Σχετικά με το θέμα μου είνε η περιγραφή των μαχών, που εγίνανε γύρω από την παλιά μονή καθώς και το κτηματολόγιο της ιστορικής μονής, πού ήτανε πολύ πλούσια σε κτήματα.

          Όπως έγραψα παραπάνω, άλλη εκκλησία δεν υπήρχε στον Πειραιά την εποχήν αυτήν από το εκκλησάκι του μοναστηριού του Αγίου Σπυρίδωνα.

          Εκεί λοιπόν έγινε και η πρώτη συνεδρίασις του δημοτικού συμβουλίου του Δήμου Πειραιέων την 23 Δεκεμβρίου 1835.

    Ο παπάς του αγίου Σπυρίδωνος ώρκισε τα μέλη και κατόπιν εξέλεξαν αυτά πρόεδρόν των τον κ. Εμμανουήλ Δεικτάκην και ώρισαν την κατοικίαν του προσωρινόν Δημαρχείον.

          Γενικός γραμματέας διωρίστηκε κατά την πρώτην αυτήν συνεδρίασιν του Δημοτικού Συμβουλίου ο Ν. Γ. Καλκαντής με μισθόν 120 δραχμών κατά μήνα.

16/3/1945

--

Το σχέδιον του ιερού ναού Α. Σπυρίδωνος.

     Τα ανταλλαγέντα έγγραφα.

Ο αναγνώστης των αρχείων του δήμου μας εις τα έγγραφα και τα πρακτικά του δημοτικού συμβουλίου συναντά διαρκώς να γίνεται λόγος δια την ανοικοδόμησιν της παλαιάς εκκλησίας του πολιούχου αγίου Σπυρίδωνος δια την εξαφάνισιν του τενάγους του λιμένος της Ζέας, δια την πύκνωσιν του πληθυσμού της πόλεως και δια την ορθοπόδησιν της αγοράς του Πειραιώς, η οποία έδειξε κάποιαν ζωηρότητα κατά το 1835 αμέσως δε κατόπιν ήρχισε να εκπίπτη.

     Εις προηγούμενα φύλλα της «Φωνής του Πειραιά» ανέφερα μερικάς ιστορικάς γραμμάς σχετικώς με τας διεξαγομένας μάχας εις την Αττικήν κατά το 1827.

          Συνεχίζομεν ήδη αναγράφοντες ό,τι νεώτερον στοιχείον συναντώμεν σχετικώς με την ιστορία της μονής του αγίου Σπυρίδωνος, θέμα ιδιαίτερα προσφιλές και στον υποφαινόμενον που εγεννήθηκε στα χώματα του Πειραιά.

          Κατά το 1827 όταν τα πλοία «Ελλάς» και «Καρτερία» εμπήκαν στο λιμάνι του Πειραιά προς καταδίωξιν των εχθρών, εκανονιοβόλησαν τους εν μονή του αγίου Σπυρίδωνος εχθρούς.

          Εκ του κανονιοβολισμού κατεδαφίσθη σχεδόν το ήμισυ του ιερού και δια βασιλικού διατάγματος εκηρύχθη διαλελυμένη η μονή.

          Έτσι η πόλις του Πειραιώς ευρέθη άξαφνα στερημένη ναού.

          Η δημοτική αρχή κατέβαλε προσπαθείας δια να δοθή άδεια από την κυβέρνησιν, όπως οικοδομήση νέον περικαλλή ναόν του Αγ. Σπυρίδωνος κοντά στον παλαιόν ναόν.

          Η άδεια εδόθη και η δημοτική αρχή έκαμεν έκκλησιν προς τους φιλανθρώπους να συνδράμουν στην ανοικοδόμησιν του  ναού. Αι συνδρομαί ωρίσθη να γίνωνται προς τους κ.κ. Εμμανουήλ Μεζινέαν, Βασίλειον Δασκαλόπουλον και Ιωάννην Αποστόλου, επιτρόπους του ανεγερθησομένου ναού.

          Εν τω μεταξύ η επαρχιακή διεύθυνσις Αττικής απέστειλε προς τον δήμαρχον Πειραιώς την 28ην Φεβρουαρίου 1836 το εξής έγγραφον:

          «Παρακαλείσθε κύριε δήμαρχε, να μας πληροφορήσητε πόσα τα διά της προς την επί των εκκλησιαστικών γραμματείαν υπ’ αριθ’ 144 αναφοράς σας ζητούμενα ιερά σκεύη και οποία και που ήδη ευρίσκονται και αν ανήκουσιν εις την διαλυθείσαν Μονήν; Σας παρακαλούμεν δε, ότι δια πάσαν αίτησίν σας- ν’ απευθύνεσθε πάντοτε προς ημάς.

     Ο διευθυντής

    (Γ.Σ.) Κ. Αξιώτης

          Η δημοτική αρχή ανακοίνωσεν εις την επαρχιακήν διοίκησιν Αττικής, ότι τα ιερά σκεύη ευρίσκονται εις χείρας του ηγουμένου της μονής του Αγίου Σπυρίδωνος Συμεών αρχιμανδρίτου. Τα ιερά σκεύη είναι: Το ευαγγέλιον με αργυρό περίβλημα, δύο σταυροί ασημένιοι, τέσσερα κανδήλια ασημένια, δύο πετραχήλια χρυσά, δύο φελώνια, ένα στοιχάριον, δύο ζευγάρια υπομάνικα, ένα επιγονάτιον και ένα θυμιατόν. Αυτά υπάρχουν εις την μονήν, αλλά δεν γνωρίζει ο κ. Δήμαρχος, αν ανήκουν εις την μονήν.

          Η επαρχιακή διεύθυνσις Αττικής απέστειλε προς τον δήμαρχον Πειραιώς το υπ’ αριθμόν 2056 από 19 Ιουνίου 1836 έγγραφον, δια του οποίου γνωρίζει προς αυτόν σχετικάς πληροφορίας προς το σχέδιον δια την ανοικοδόμησιν του νέου ναού του Αγ. Σπυρίδωνος. Αντιγράφω ολόκληρον το έγγραφον.

              «Βασίλειον της Ελλάδος

Η Επαρχιακή Διεύθυνσις Αττικής

    Προς τον Δήμαρχον Πειραιώς

   Το σχέδιον του αρχιτέκτονος κυρίου Σταματίου Κλεάνθους, διευθυνθέν προς την επί των εσωτερικών Βασιλικήν Γραμματείαν δια της από 29 Μαϊου 1836 αναφοράς καθυπεβλήθη εις τον πρωταρχιτέκτονα κύριον Σάουμπερτ. Ούτος εύρε τούτο πάρα πολύ μεγαλοπρεπές, πλούσιον και δαπανάλογον προς την παρούσαν χρηματικήν κατάστασιν του Δήμου. Όθεν και το ετροποποίησε κατά το επισυνημμένον νέον σχέδιον.

          Αντί των δύο καμπαναριών, τα οποία είναι θαμμένα επί της εκκλησίας, εσχεδιάσθη ένα μόνον, το οποίον δύναται να κτισθή, όταν αυξηθή ο πληθυσμός και τα χρηματικά μέσα του Δήμου.

          Το αρχιτεκτονικόν ύφος έγεινε πολύ απλούν και εζητήθη η ωραιότης της εκκλησίας μάλλον εις την ακριβή αναλογίαν, παρά εις τον πλούσιον στολισμόν, απεμακρύνθη κάθε είδος γλυπτικής και ανεπληρώθη η έλλειψίς της δια της βαφής κατά το ελληνικόν ύφος. Η δε διάταξις του εικονοστασίου (τέμπλου) έγινε κατά το έθος της γραικικής εκκλησίας.

          Το μέγεθός της έμεινε το αυτό και επί τη υποθέσει τριών ανθρώπων εις έκαστον τετραγωνικόν μέτρον, δύναται να περιλαμβάνη 800 έως 1000, μη περιλαμβανομένου του διορισμένου μέρους διά τάς γυναίκας, εις το οποίον εισέρχονται από τα δύο πλάγια της εκκλησίας διά δύο μικρών κλιμάκων.

          Έμπροσθεν της εκκλησίας δύναται να σχηματισθή μικρά αυλή, η οποία να περιφραχθή με κιγκλίδες.

          Τα έξοδα της οικοδομής της εκκλησίας ανέρχονται καθώς φαίνονται εις τον επισυναπτόμενον υπολογισμόν, εις δρχ. 23,546 και του καμπαναριού εις δρχ. 10.330, εις αυτάς δε τας ποσότητας δύναται ίσως να γίνη και ελάττωσις, διότι ο δήμος και οι ιερείς έχουν τα προς τούτο μέσα».

Ν. Ι. Χαντζάρας 30/3/1945

ΣΧΕΤΙΚΑ ΥΠΟΣΤΗΡΙΚΤΙΚΑ:

ΠΗΓΑΙ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΤΟΥ ΠΕΙΡΑΙΩΣ ΕΠΙ ΤΟΥΡΚΟΚΡΑΤΙΑΣ

Α΄ Η ΜΟΝΗ ΑΓΙΟΥ ΣΠΥΡΙΔΩΝΟΣ

          Περί της Μονής του Αγίου Σπυρίδωνος δεν είναι πολλά γνωστά, αλλά και από τα ολίγα παραδοθέντα, τινά δεν είναι και αυτά απολύτως εξηκριβωμένα.

    Ο Hertzberg λέγει, ότι ίσως κατά τον ΙΑ΄ ή ΙΒ΄ αιώνα ιδρύθη εν τη βορειοανατολική του Μεγάλου Λιμένος πλευρά το Μοναστήρι του Αγ. Σπυρίδωνος. Ο δε Φιλαδελφεύς εις την «Ιστορίαν των Αθηνών επί Τουρκοκρατίας» αναφέρει, ότι εις την Μονήν ταύτην ο όσιος Σεραφείμ επετέλεσε το κατά των ακρίδων θαύμα του περί την τελευταίαν δεκαετία του ΙΣΤ΄ αιώνος.

          Θρυλείται επίσης, ότι η Μονή ήτο οχυρά και ότι περιβάλλετο υπό τείχους παχέος φέροντας πολεμίστρας, ότι δε η πύλη, δι’ ης εισήρχοντο εις την Μονήν, ήτο θολωτή με διπλά θυρόφυλλα. Το μεταξύ τούτων διάκενον ήτο αδιάβατον καθ’ όσον εις το κέντρον του θόλου υπήρχεν οπή, δι’ ης οι καλόγηροι ηδύναντο να ραντίσουν με ζέον έλαιον τους πειρωμένους να διαβούν ή και να τους καταιονίζουν με άμμον ή και με τετηγμένον μόλυβδον ακόμη. Και επαναλαμβάνω, ότι αυτό λέγει ο θρύλος.

          Πάντως το γεγονός είναι, ότι ο τοίχος ήτο στερεώτατος, αφού δεν κατέρρευσε τελείως μετά τον σφοδρόν βομβαρδισμόν της «Καρτερίας», κατ’ Ιανουάριον και της «Ελλάδος» και του πυροβολικού της ξηράς επί διήμερον, κατ’ Απρίλιον του 1827.

          Τώρα άς ίδωμεν και τα ολίγα ιστορικώς εξηκριβωμένα.

    Γνωρίζομεν πρώτον τρείς ηγουμένους της μονής, τον Διονύσιον, αγνώστου επωνύμου, τον Νικηφόρον Γαβρίλην και τον Συμεώνα Μαρμαροτούρην.

          Προς κάποιον εξ αυτών ή ένα άλλον εκ των ηγουμένων της Μονής απηυθύνθη το κάτωθι σατυρικόν εξάστιχον:

          Γούμενε, σα μ’ αγαπάς

          τα ψαράκια που τα πάς;

          Πάνω στην ευλογημένη

          πούναι άρρωστη η καϋμένη.

          Γούμενε Σπυριδωνίτη

          ό,τ’ αρπάξης με τη μύτη(1)

(1)., Δημητρίου Γ. Καμπούρογλου, «Ιστορία των Αθηναίων» τόμ. Α΄, σ. 267.

          Και τον πρώτον των ανωτέρω ηγουμένων, τον Διονύσιον, συναντώμαι εις εν πωλητήριον συμβόλαιον του 1757, δι’ ού ούτος πωλεί αντί 5 ½ γροσίων εν οικόπεδον εις το παραθαλάσσιον με μάκρος βήματα δώδεκα και πλάτος βήματα εξ και το οποίον συνορεύει με την θάλασσαν.

          Τον δεύτερον Νικηφόρον ευρίσκομεν εις προικοσύμφωνον της αδελφής του Κρεούζης, όπερ άρχεται ούτω:

          «Είς δόξαν Χριστού 1766 Ιανουαρίου 31 Αθήνα. Η προικοπαράδωσις της νεονύμφου Κρεούζης θυγατρός του ποτέ Σάβρου Γαβρίλη όπου της παραδίδη η μήτηρ αυτής Καρού ομού και ο αδελφός της κύρ Νικηφόρος ηγούμενος του αγίου Σπυριδόνου διά προίκα και μερίδιον πατρικόν και μητρικόν τα κάτωθι (2).

2., Δημητρίου Γρ. Καμπούρογλου, «Μνημεία της Ιστορίας των Αθηνών» τόμος Γ΄, σ.81.

          Τέλος ο τρίτος Συμεών απαντάται εις πολλά προεπαναστατικά έγγραφα και εις την πράξιν εκλογής των δημογερόντων Νικολάου Λογοθέτου και Νικολάου Τυρναβίτου της 26 Φεβρουαρίου 1819 και εις το πρακτικόν ειρηνεύσεως των κατοίκων Αττικής της 4 Απριλίου 1819, όπου και υπογράφεται «ηγούμενος Σπυριδωνίτης Συμεών (3). Ούτως έζησε πολλά έτη μετά την επανάστασιν και εχρησίμευσεν ως οριοδείκτης των κτημάτων της διαλυθείσης πλέον Μονής του Αγ. Σπυρίδωνος, η δε μεγάλη πείρα του περί των Πειραϊκών εν γένει κτημάτων, έκαμε τον Κασομούλην ν’ απευθυνθή προς αυτόν δια τον καθορισμόν διαφόρων τοποθεσιών’ το αυτό έπραξε και ο ιστορικός των Αθηνών Διονύσιος Σουρμελής. Ο Συμεών είχε και ατομικά κτήματα εις τον Πειραιά, το δε 1837 είναι μέλος της επιτροπής του Δημοτικού σχολείου.

          Δεν γνωρίζομεν το ήθος και τον χαρακτήρα του ανθρώπου, γνωρίζομεν όμως ασφαλώς, ότι είχεν ωραίαν ανεψιάν, την Αικατερίνην Μαρμαροτούρη, δι’ ήν εγράφη και το δίστιχον:

          Κατίγκω του γιαλού- Μην αγαπάς αλλού.

          Ο γνωστός ιδρυτής της ομωνύμου Αθηναϊκής σχολής, Ιωάννης Ντέκας, είχε κατασκευάσει ιδία δαπάνη ένα αγωγόν δια την εις το Μοναστήριον διοχέτευσιν ύδατος. Διά δε της από 2 Νοεμβρίου 1757 διαθήκης του, συνταχθείσης ενώπιον του δημοσίου νοταρίου Βενετίας Μπονιφάτσιο, και αναγνωσθείσης προς του λειψάνου του την 27 Φεβρουαρίου 1762, ώριζε τα εξής όσον αφορά την μονήν: «….. Έτι αφήνω εις την Εκκλησίαν το μοναστήρι του Αγίου Σπυρίδωνος όν εν τη πόλει Αθήνη πατρίδι μου κείμενον εις το παραθαλάσσιον Πόρτο- Δράκο δουκάτα τετρακόσια κοινά δια να εξοδευθούν παρά των επιτροπών του ρηθέντος μοναστηριού προς απόκτησιν τινός υποστατικού, ήγουν με αυτά να αγοράσουν οι επίτροποι του ρηθέντος μοναστηριού ένα  υποστατικόν και από το εισόδημα του υποστατικού να εξοδιάζεται κατά καιρόν το χρειαζούμενον δια να φυλάττεται παστρικόν και σώον το σωληνάρι όπου φέρνει το νερόν εις το μοναστήρι το οποίον οικοδομήθη δια να φέρνεται το ύδωρ εις το μοναστήρι κατά τον παρελθόντα καιρόν με έξοδά μου και ότι μείνη από το εισόδημα του ρηθέντος υποστατικού να εξοδεύεται εις χρείαν και ευπρέπειαν της αυτής εκκλησίας του Μοναστηριού, συσταίνοντας εις εκείνον που έχει την επίσκεψιν να κυβερνά αυτό το νερόν να έχει την επιμέλειαν επειδή τούτο είναι πράγμα αναγκαίον προς κοινήν ανάπαυσιν και ωφέλειαν και ανίσως τινάς δεν ήθελεν ακολουθήση να τελειώση ταύτην μου την παραγγελίαν να έχη να δώση λογαριασμούς εις το φοβερόν κριτήριον του Θεού λέγω ως άνω δουκάτα τετρακόσια….».

          Ότε διελύθη η Μονή, απέμειναν εις χείρας του ηγουμένου αρχιμανδρίτη Συμεών αντικείμενά τινά ανήκοντα αυτή, δια τα οποία, λόγω μη παραδόσεώς των εις τον δήμαρχον, διεμείφθη ολόκληρος αλληλογραφία μεταξύ τούτου και Επαρχιακού Διευθυντού Αττικής, εν η αναφέρονται και τα αντικείμενα, άτινα ήσαν: 1 ευαγγέλιον αργυρούν, 2 σταυροί και 4 κανδήλαι ομοίως, 2 πετραχήλια χρυσά, 2 φελόνια, 1 στοιχάριον, 2 ζεύγη υπομάνικα, 1 υπογονάτιον και 1 θυμιατήριον. Όλα αυτά φαντάζομαι, ότι τελικώς θα περιήλθον εις την νυν εκκλησίαν του Αγίου Σπυρίδωνος………».

   ΙΩΑΝΝΟΥ ΑΛΕΞ: ΜΕΛΕΤΟΠΟΥΛΟΥ, ΠΕΙΡΑΪΚΑ, Αθήναι 1945,σελ. 18-20.

Ο Άγιος Σπυρίδωνας

    Η πρώτη εκκλησία της νεότερης πόλης αρχίζει να οικοδομείται στη θέση του μικρού παρεκκλησίου του ομώνυμου μοναστηριού το 1836. Σε οικόπεδο 380 τμ, η μικρή αυτή βασιλική, της οποίας η μορφή δεν είναι γνωστή, τοποθετείται με κλίση ως προς την οδό Φίλωνος, για λόγους  του καθιερωμένου προσανατολισμού του πολυγωνικού ιερού της.

          Η αρχική πρόταση του αρχιτέκτονα Κλεάνθη, για ένα μεγαλοπρεπή ναό με δύο καμπαναριά, πλούσιο γλυπτό διάκοσμο και χωρητικότητα 800-1000 ατόμων, αναθεωρείται και απλουστεύεται από τον Schaubert: περιορισμός του μεγέθους, ακριβείς αναλογίες, λιτή μορφολογία, ένα κωδωνοστάσιο και ζωγραφική διακόσμηση συνιστούν τα χαρακτηριστικά του τελικού σχεδιασμού (Μελετόπουλος, 1945: 65-66, 93).

          Η αποπεράτωση αυτού του μικρού ναού καθυστερεί, τόσο από τις οικονομικές δυσχέρειες του Δημοτικού Ταμείου, όσο και από τα προβλήματα που αναφύονται κατά την επίβλεψη (721). Το 1843, ανακαινίζεται μερικά και διακοσμείται με δωρεά του Ανέστη Χατζόπουλου, ενώ το 1847, γίνεται προσθήκη πέντε ισογείων δωματίων στον περίβολο, για τη φιλοξενία των προσκυνητών (722).

          Η περιορισμένη χωρητικότητα και το ευτελές της κατασκευής του οδηγούν στις ενέργειες για την ανέγερση νέου ναού στις αρχές της δεκαετίας του 1860. Για τον σκοπό αυτόν, το Εκκλησιαστικό Συμβούλιο του Αγίου Σπυρίδωνα αγοράζει και το γειτονικό οικόπεδο.

          Για τον σχεδιασμό του κεραμοσκεπούς κτιρίου, διαστάσεων 19Χ22 τμ., με γυναικωνίτη και ένα κωδωνοστάσιο, προκηρύσσεται αρχιτεκτονικός διαγωνισμός, με βραβεία 300 δρχ. για την καταλληλότερη λύση, και 100 δρχ. για την «προσεγγίζουσα». (723). Μέχρι τα τέλη του 1861 υποβάλλονται τρείς προτάσεις, από τις οποίες επιλέγεται αυτή του αρχιτέκτονα Κωνσταντίνου Κοκκίνη, ο οποίος ζει και εργάζεται στην Ερμούπολη. (724).

          Ενδιαφέρον παρουσιάζει η ανάπτυξη των απόψεών του και η τεκμηρίωση της επιλογής του αναγεννησιακού ρυθμού για τη σύνθεση του ναού. (725), τον κρίνει τον κατάλληλο για τη νεοελληνική αρχιτεκτονική, «ως ευχερώς εφαρμοζόμενον εις όλας τας περιστάσεις των αναγκών του ημετέρου βίου, ως συνάδοντα την πρόοδον των  φώτων του ημετέρου αιώνος και ως υπερετούντα πρεπόντως εις τας ανάγκας των παρ’ ημίν οικοδομημάτων», σε αντίθεση με τη βυζαντινή ή τη γοτθική μορφολογία, που θυμίζουν τις μακροχρόνιες ταλαιπωρίες του έθνους, «τάς αξιοδακρύτους εποχάς καταδρομής του Ελληνισμού», και αξιολογούνται ως «ανάρμοστοι απέναντι των λαμπρών λειψάνων της θαυμασίας ελληνικής τέχνης», τους κανόνες της οποίας θεωρεί «παραδεδειγμένους». Εξάλλου υποστηρίζει και ην ιδέα ότι κάθε έργο πρέπει να φέρει τη σφραγίδα της εποχής του.

          Τα σχέδια εφαρμογής της πρότασης του Κοκκίνη συντάσσονται από τον δημοτικό μηχανικό Γεράσιμο Μεταξά, με αρκετές τροποποιήσεις: (726).

-Ένα κομψό κωδωνοστάσιο, πάνω από την κεντρική είσοδο, αντικαθιστά τα προτεινόμενα δύο, που κρίνονται ογκώδη και δυσανάλογα.

-Τα τόξα του νάρθηκα σχεδιάζονται σε απόσταση 0,50μ. από τη ζώνη, αντί να εφάπτονται σ’ αυτήν. Αρχικά, προτείνεται η κατάργηση του τμήματος αυτού, για αύξηση του ωφέλιμου εμβαδού της εκκλησίας, όμως η αναθεώρηση αυτή παραλείπεται.

-Οι πύλες της κεντρικής εισόδου διαπλατύνονται.

          Οι εργασίες ανέγερσης διαρκούν πολλά χρόνια (727). Οι τοιχοποιία αποπερατώνεται το 1874, αλλά η κατασκευή του οικοδομήματος διαρκεί μέχρι το 1887, οπότε παίρνει την τελική μορφή του σε ελληνοβυζαντινό ρυθμό, με τα αρχικά σχεδιασμένα δύο κωδωνοστάσια. Παράλληλα διαμορφώνεται και ο εξωτερικός χώρος με βαθμίδες, ενώ η αγιογράφηση και ο εξωτερικός χρωματισμός εκτελούνται στο διάστημα 1892-1897.

          Στο μεταξύ, σημειώνονται δύο προσθήκες:

-Το 1866, η δυτική πλευρά της οικοδομής που έχει χαραχτεί σε περασιά με την οδό Αγίου Σπυρίδωνος, προεκτείνεται κατά 2,50μ για τη βελτίωση της χωρητικότητάς του, με αποτέλεσμα τη μείωση της μικρής πλατείας ανάμεσα στο κτίριο του ναού και την κατοικία του Ανέστη Χατζόπουλου.

-Το 1879, κατασκευάζονται μικρά κελιά στον περίβολο.

 ΣΤΑΜΑΤΙΝΑ  ΜΑΛΙΚΟΥΤΗ, ΠΕΙΡΑΙΑΣ 1834-1912. Λειτουργική συγκρότηση και πολεοδομική εξέλιξη. Έκδοση Πολιτιστικό Ίδρυμα Ομίλου Πειραιώς, Αθήνα 2004, σ. 244-245.

-Από τις τελευταίες πειραϊκές δημοσιεύσεις του Δημήτρη Φερούση είναι η συμμετοχή του με κείμενό του «Η αγιογράφηση του Ιερού Ναού Προφήτη Ηλία στην Καστέλλα από τον π. Σταμάτη Σκλήρη», σ.134-136 στο «Πειραϊκό Λεύκωμα» της εφημερίδας «ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ»-Στ. Καραμπερόπουλος, Πειραιάς 2010.

-Ο πρωτοπρεσβύτερος Γεώργιος Μακρής (1871-1942) υπήρξε μία από τις πλέον καλλιεργημένες προσωπικότητες στο χώρο της Πειραϊκής Εκκλησίας στην εποχή του. Εφημέριος στον άγιο Βασίλειο μνημονεύεται από πειραιώτες που άφησαν πειραϊκές αναμνήσεις. Μεταξύ άλλων του πνευματικών δραστηριοτήτων ήταν η έκδοση των περιοδικών «Χριστιανική Αλήθεια» και «Αναμόρφωσις». Οφείλουμε να μνημονεύσουμε και το όνομα του πρωτοπρεσβύτερου Γεωργίου Θ. Πυρουνάκη (1910- 1988) μία αξιόλογη και εμπνευσμένη μορφή ιερέα που έζησε στην πόλη μας. Ο πρώτος που δημιούργησε στην Ελλάδα, στην Πόλη μας νυχτερινά σχολεία για εργαζόμενους νέους και στην ευρύτερη πειραϊκή περιφέρεια παιδικές κατασκηνώσεις για εργαζόμενες οικογένειες.

-Το 1962 ιδρύεται η Μητρόπολη Πειραιά, με τοποτηρητή. Τρία χρόνια κατόπιν 17/11/1965 ενθρονίζεται ο πρώτος εκλεγμένος μητροπολίτης της πόλης, ο πρώην Αργολίδος, κυρός Χρυσόστομος Ταβλαδωράκης (1909-1977).

-Ο έμπορος Δημήτριος Αθ. Μουτζόπουλος (1812-1890), ήταν από τις πιο ενδιαφέρουσες και φωτισμένες προσωπικότητες στον Δημαρχιακό χώρο του Πειραιά. Γεννημένος στην Στεμνίτσα της Γορτυνίας εγκαταστάθηκε στον Πειραιά μαζί με τον αδερφό του το 1834 έναν χρόνο πριν την ίδρυση του Δήμου Πειραιά. Θεωρείται μαζί με τον Λουκά Ράλλη μία από τις εξέχουσες πειραϊκές φυσιογνωμίες της εποχής του και οι Δημαρχιακές του περίοδοι από τις  πιο επιτυχημένες. Ο Δημήτριος Α. Μουτζόπουλος έφερε τον άλλον Δημαρχιακό αέρα στα πράγματα της τότε αδιαμόρφωτης ακόμα εικόνας της Πόλης του Πειραιά. Οι προηγούμενοι από αυτόν Δήμαρχοι είχαν καταγωγή νησιώτικη, Ύδρα ή Χίος, ο Μουτζόπουλος κατάγονταν από την Γορτυνία, καθώς ο πληθυσμός των νέων δημοτών αύξανε από διάφορα γεωγραφικά διαμερίσματα της χώρας. Με την βοήθεια και άλλων σημαντικών παραγόντων ο Δ. Α. Μουτζόπουλος μαζί με τον αδερφό του Τρύφωνα κατόρθωσαν να σχηματίσουν δική τους δημαρχιακή παράταξη και να κυβερνήσουν συνολικά για μία εικοσιπενταετία. Κέρδισαν τις εκλογές του 1870, 1874 1879 1895, και του 1899. Ήταν ο πρώτος Πειραιώτης Δήμαρχος που εκλέχθηκε απευθείας από τους Δημότες του Πειραιά, από άμεσες εκλογές και όχι διορισμένος. Η προσφορά των αδερφών Μουτζόπουλων στην Πόλη είναι μεγάλη. Επί Δημητρίου Α. Μουτζόπουλου ο οποίος συνέχισε τα έργα οικοδόμησης της Πόλης του προκατόχου του Λουκά Ράλη, αποπερατώθηκε ο ιερός ναός του αγίου Σπυρίδωνα (1866-1870), το Τζάνειο Δημοτικό Νοσοκομείο Πειραιά, φωτίστηκε ο Δήμος με λάμπες πετρελαίου, δημιουργείται (1869) η πρώτη Δημοτική Φιλαρμονική της Πόλης. Ακόμα, κατασκευάστηκε η Δεξαμενή ύδατος της Πηγάδας, και επί Δημαρχίας του έχουμε την έναρξη λειτουργίας του ατμοκίνητου σιδηροδρόμου Αθηνών- Πειραιώς. Την περίοδο αυτή έχουμε την ανάπτυξη του εμπορίου και της βιομηχανίας και ευρύτερα της οικονομικής και ναυτιλιακής ζωής της Πόλης. Κάτι που καθιστά το Λιμάνι του Πειραιά όπως είπαν την «Θαλασσινή πύλη της Ελλάδας».

-Ο Σταμάτης Κλεάνθης (1797-1862) γεννήθηκε στο Βελβενδό της Μακεδονίας, ήταν ο σημαντικότερος αρχιτέκτονας της εποχής του. Μετά το πέρας των πανεπιστημιακών του σπουδών στο Βερολίνο επιστρέφει στην Ελλάδα το 1828. Δουλειές του συναντάμε στην Αίγινα, το Ναύπλιο και την πρωτεύουσα. Ο Σταμάτης Κλεάνθης μεταξύ άλλων του εργασιών σχεδίασε και το πρώτο σχέδιο της πόλης των Αθηνών δίχως όμως να εφαρμοστεί.

-Ο Εδουάρδος Σάουμπερ (1804-1860) ήταν Γερμανός αρχιτέκτονας και ανασκαφέας αρχαιοτήτων. Μαζί με τον Σταμάτη Κλεάνθη έρχεται στην Ελλάδα και συνεργάζονται σχεδιάζοντας διάφορα σχέδια πόλεων. Αίγινα, Ερέτρια, Πειραιάς κατά τον 19ο αιώνα, περίοδο του Ιωάννη Καποδίστρια και της ίδρυσης του πρώτου ελληνικού κράτους. Μετά το πέρας των συνεργασιών του με την ελληνική διοίκηση επιστρέφει στην ιδιαίτερη πατρίδα του, το Μπρεσλάου όπου και άφησε την τελευταία του πνοή, σε σχετικά νεαρή ηλικία δύο χρόνια πριν τον συνεργάτη του Σ. Κλεάνθη.

Γιώργος Χ. Μπαλούρδος

Πειραιάς

Σάββατο 13 Δεκεμβρίου 2025