Δευτέρα 10 Νοεμβρίου 2025

Άτακτα Φιλολογικά Μέρος Α΄.

 

Ά τ α κ τ α  Φ ι λ ο λ ο γ ι κ ά

Του πειραιώτη ποιητή Νίκου Ι. Χαντζάρα

             Μέρος Α΄

          Στο παρόν σημείωμα αναρτούμε στα Λογοτεχνικά Πάρεργα σκέψεις από τους «Στοχασμούς», τις «Φιλολογικές» κρίσεις και δύο Βιβλιοκρισίες του ποιητή και δημοσιογράφου Νίκου Ι. Χαντζάρα, ολοκληρώνοντας σιγά-σιγά τον κύκλο δημοσιευμάτων και κρίσεών μας για το έργο του. Καταγράψαμε και αποδελτιώσαμε τα «Πειραιώτικά» του, αναρτήσαμε την μοναδική του ποιητική συλλογή «Ειδύλλια», τον αποδελτιώσαμε σε Ελληνικές Ποιητικές Ανθολογίες μεταφέροντας ποιήματα από την δεύτερη «συλλογή» του, «Τα μικρά Ειδύλλια» και από τα ανέκδοτά του, καταθέσαμε μιά ενδεικτική Βιβλιογραφία του, αντιγράψαμε κείμενα πειραιωτών συγγραφέων που έδωσαν Ομιλίες για το έργο του και τα κυκλοφόρησαν ιδίοις αναλώμασι σε δεκαεξασέλιδες εκδόσεις. Προσπαθήσαμε να δώσουμε μια όσο το δυνατόν ολοκληρωμένη εικόνα της παρουσίας και προσφοράς του στον Πειραιά, τον Πολιτισμό, τα Πειραϊκά Γράμματα. Μας έμενε ακόμη-ως θεμιτή φιλοδοξία- ένα μικρό- επιλογή- Ανθολόγιο των Χρονογραφημάτων του στα οποία εκφράζει τις κρίσεις του για βιβλία, συγγραφείς και λογίους του πνευματικού κύκλου του Πειραιά της εποχής του και της Αθήνας, στους οποίους συμμετείχε ενεργά στις Φιλολογικές συντροφιές και παρέες, στις συζητήσεις τους. Από τους χώρους της πρωτεύουσας έχουμε τον ποιητή Ναπολέοντα Λαπαθιώτη, τον Μήτσο Παπανικολάου, τον ποιητή και κριτικό Τέλλο Άγρα, τον Στέφανο Δάφνη και σχόλια για ορισμένους άλλους και ξένους ποιητές. Από τους Πειραϊκούς κύκλους αναγνωρίζουμε τα ονόματα του Παύλου Νιρβάνα, του Λάμπρου Πορφύρα, του Γεωργίου Ζουφρέ, του Γεωργίου Στρατήγη, του Ρώμου Φιλύρα, του Αλέξανδρου και Ιωάννη Μελετόπουλου, του αρχαιολόγου και δασκάλου του Ιάκωβου Δραγάτση, του εκδότη και συγγραφέα Γεράσιμου Βώκο, του θεατράνθρωπου Σπύρου Μελά, του ιστορικού της ελληνικής λογοτεχνίας Άριστου Καμπάνη, του πεζογράφου και κριτικού Χρήστου Λεβάντα, του δημοσιογράφου Σάββα Παπαδόπουλου, του Μιχάλη Επιφάνη, του ζωγράφου Μήτσου Νέζη, του μουσικού Γεωργίου Λαμπελέτ, του Ιωσήφ Παπαδόπουλου- Γκρέκα και ορισμένων άλλων, που αποτελούσαν την σταθερή λογοτεχνική συντροφιά των Πειραιωτών διανοουμένων και λογίων. Ορισμένα από τα παραπάνω ονόματα ήσαν μέλη του Λογοτεχνικού Συλλόγου «Αργώ», ενώ άλλα που αναφέρει ονομαστικώς λησμονήθηκαν ή πέρασαν σαν «διάττοντες πειραϊκοί αστέρες» αφήνοντας τα ίχνη τους στα Πειραϊκά καλλιτεχνικά και πνευματικά χώματα στις αναμνήσεις των συγχρόνων τους. Όπως Ο Παρίσης Παυλάκης και ο Μίμης Παρασκευάς εραστές της λογοτεχνίας, ο Πολύβιος Βαρώνος σπουδαστής τότε των Πολιτικών Επιστημών φιλότεχνος, ο Γιάννης Τσοπανάκης που ασχολήθηκε με την ποίηση, ο Ηλίας Αντωνιάδης με ροπή προς την πεζογραφία, ο Γιάννης Παπασιδέρης και άλλα ονόματα εντελώς άγνωστα σήμερα. Λογοτέχνες και Λογοτεχνίζοντες, δημοσιογράφοι ποιητές και πεζογράφοι, θεατρικοί συγγραφείς, καθημερινοί αρθρογράφοι φιλοτεχνίζοντες, «καθαρόαιμοι» πεζογράφοι και ποιητές του Πειραιά, μεταφραστές, που, το ονοματεπώνυμό τους και την καλλιτεχνική παρουσία τους την συναντάμε στα τότε Πειραιώτικα Φιλολογικά Στέκια και Φιλολογικά Καφενεία. Όπως του θεατράνθρωπου Διονυσιάδη,-οι αδερφοί Διονυσιάδη είχαν το Καφενείο στο Πασαλιμάνι και κατόπιν την αίθουσα "Πολυθέαμα" που παρουσιάζονταν μουσικές και θεατρικές επιθεωρήσεις και λαϊκές παραστάσεις του ψυχαγωγούσαν και διασκέδαζαν το Πειραϊκό κοινό. Βλέπε «ΝΟΣΤΑΛΓΙΑ» 16/1/1947. Το Καφενείο και Θέατρο του Χρυσοστομίδη κλπ, το Φαρμακείο στέκι λογίων του Γιώργου Περδικίδη, βλέπε «Το Χαλκείο» 15/1/1947. Δυστυχώς ο ποιητής Νίκος Ι. Χαντζάρας θίγει ακροθιγώς τα Στέκια αυτά και τα Ονόματα των ιδιοκτητών τους δίχως να μας δίνει λεπτομέρειες και σαφείς πληροφορίες. Ελάχιστα τον απασχολεί να διασώσει πράγματα που είναι γνωστά στους συνδημότες του φίλους και αναγνώστες του μια και είναι πάνω κάτω συνομήλικοι του και κατοικούν στην πλειονότητά τους στον Πειραιά. Μας μιλά «αποκλειστικά» για τα Στέκια- Καφενεία, Ταβέρνες, Φαρμακεία που επισκέπτονταν σχεδόν καθημερινά, σύχναζε σαν σταθερός θαμώνας τους. Οι σχολιασμοί των αναφορών του δεν υπερβαίνουν τις δύο τρείς γραμμές, απαραίτητες λέξεις αναγνώρισης από τους αναγνώστες του. Δεν αναπλάθει το κλίμα της εποχής τους προσφέροντάς μας σχετικές πληροφορίες. Γράφει παραδείγματος χάρη: «Βασιλικό Ζαχαροπλαστείο του μακαρίτη του Κουτρουφιώτη στην οδό Γεωργίου», βλέπε «Ο ΜΙΜΗΣ» 12/2/1948 που μιλά για την «Σπηλιά του Σηραγγείου». Ή «Στο Καφενείο του Κανελλά πιο κάτω στου Παππού, σήμερα στου Μακρυγιαννάκη στη γωνία του κεντρικού μας δρόμου του Βασιλιά Γεωργίου παίρνουν τον καφέ τους μεταξύ άλλων και οι πραγματικοί Πειραιώτες», Βλέπε «ΟΙ ΝΕΟΙ» 6/4/1948. Σπάνια δίνει την ακριβή τοποθεσία του Καφενείου (Κανελλά, Σουσάνα, Τραϊφόρου…) ή της Ταβέρνας, (σε όποιες σύχναζε ο πατέρας του ή πήγαινε και αγόραζε φαγητό), του Μπακάλικου, του Φαρμακείου που σύχναζαν οι νέοι λόγιοι της εποχής του. Με δυσκολίες εντοπίζουμε τον Κινηματογράφο του Παπακώστα. Άλλοτε αναφέροντας το Καφενείο του Λάμπρου στην Ακτή Τζελέπη γράφει ότι ήταν δίπλα στο Ξενοδοχείο του Μακρή στην πλατεία Καραϊσκάκη. Δρόμοι και αριθμοί, συνοικίες και περιοχές συνήθως παραλείπονται ή θεωρούνται αυτονόητα γνώριμα στοιχεία. Λογοτεχνικά Σαλόνια και αμιγώς Φιλολογικά Καφενεία με την ιδιαίτερη και ξεχωριστή πνευματική ατμόσφαιρά τους δεν έχουμε μάλλον όπως φαίνεται στον Πειραιά, οι συναντήσεις γίνονται ή σε υπαίθρια ζαχαροπλαστεία όπως αυτά στην περιοχή του Νέου Φαλήρου, βλέπε «Ταμπλ’ ντ’ οτ» στο Νέο Φάληρο», 11/1/1947 ή στο Πασαλιμάνι, στου Βρυώνη κλπ. Τα Καφενεία είναι οι κοινοί ανοιχτοί χώροι, γνωστά σε όλους μας που συνηθίζουν να συχνάζουν οι Δημότες της Πόλης. Εντύπωση κάνει ότι δεν αναφέρεται καθόλου στο Καφενείο που υπήρχε στο τότε Δημαρχείο του Δήμου, το γνωστό «ΡΟΛΟΪ». Φιλολογικά λοιπόν Στέκια και Σαλόνια με την εικόνα που έχουμε υπόψη μας όταν μιλάμε για αυτά όπως τα Αθηναϊκά, μάλλον απουσιάζουν, έτσι όπως μας τα διέσωσε ο συγγραφέας και ερευνητής Γιάννης Παπακώστας στο γνωστό μελέτημά του, «Φιλολογικά σαλόνια και καφενεία των Αθηνών 1880-1930» εκδ. Εστία 1988, ο Αθηναιογράφος πολυγραφότατος συγγραφέας Γιάννης Καιροφύλλας στα βιβλία του και ορισμένοι άλλοι ερευνητές που χαρτογραφούν τα φιλολογικά και όχι μόνο στέκια της Πρωτεύουσας. Ποιητές και πεζογράφοι στις ημερολογιακές τους αναμνήσεις όπως ο ποιητής Κώστας Βάρναλης, ο νομπελίστας Οδυσσέας Ελύτης, ο Κώστας Ταχτσής, ο Παύλος Νιρβάνας, φημισμένα στέκια όπως το «Βυζάντιο», τα Καφενεία της «Δεξαμενής» που σύχναζε ο κυρ Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης. Ενώ εύλογα απουσιάζει το ερωτικό κλίμα και η κάπως αποπνιχτική και υγρή ατμόσφαιρα των Καβαφικών Καφενείων της Αλεξάνδρειας. Ο Νίκος Ι Χαντζάρας κυρίως από τους χώρους αυτούς αναφέρει το τι έτρωγε, ότι πήγαινε να πιει τον καφέ του ή ότι έπαιζε χαρτιά όπως ο ίδιος γράφει. Στέκεται ιδιαίτερα μόνο σε αίθουσες στο Πασαλιμάνι, αυτές που θα μπορούσαμε να αποκαλέσουμε κάπως πειραιώτικα «Καφέ Σαντάν» που προσκαλούσαν τις αρτίστες ηθοποιούς του εξωτερικού, τους ερασιτεχνικούς θιάσους- μπουλούκια των ηθοποιών που επισκέπτονταν-κατέβαιναν από την Αθήνα στο Λιμάνι, για να διασκεδάσουν και ψυχαγωγήσουν τους Πειραιώτες. Το όνομα και οι θεατρικές δράσεις του Διονυσιάδη, της οικογένειάς του μνημονεύεται συχνότερα. Στα «Πειραιώτικα» επίσης, παρά τα ονόματα δύο Κινηματογράφων που αναφέρει, δεν κάνει λόγο για τις κινηματογραφικές ταινίες που προβάλλονταν σε Καφενεία ή πειραϊκά σινεμά, μιλά όμως σε ποιανού Καφενείο πρωτοείδαν οι Πειραιώτες Κινηματογραφική ταινία και ποιος έφερε πρώτος στο Καφενείο του την Γκαζόζα.

      Όμως, ας μην είμαστε σκληροί στις θέσεις μας, ο Πειραιολάτρης ποιητής και έγκριτος δημοσιογράφος έζησε τον Δήμο του Πειραιά στις διάφορες ρυμοτομικές και κτηριακές και των συνοικιών αλλαγές του. Θα τολμούσαμε κάπως παρακινδυνευμένα ή μήπως όχι, να γράφαμε, ότι έπαιξε, μεγάλωσε, ωρίμασε και ανδρώθηκε, έζησε και εργάστηκε ως δημότης στα διάφορα χρονικά στάδια που η Πόλη που αγάπησε ο Πειραιάς που λάτρεψε εμφανώς άλλαζε όψη. Αυξάνονταν η σύνθεση των κατοίκων του και οι ανάγκες στέγασης των συνδημοτών του. Γκρεμίζονταν μεγάλα κτήρια, χαμόσπιτα, και ανοικοδομούνταν καινούργια, άλλαζαν οι ονομασίες των δρόμων και λεωφόρων του, οικοδομούνταν οι νέες Εκκλησίες του, τα Κοιμητήριά του, οι Βιομηχανικές του μονάδες. Ο Πειραϊκός χώρος επεκτείνονταν ραγδαία. Μια συνεχής ροή αλλαγών της Πόλης βλέπουμε να συντελείται στα Χρονογραφήματα του Νίκου Ι. Χαντζάρα. Το παρελθόν συνδέεται με το παρόν και το σήμερα συμπλέκεται με τις φιλοδοξίες των Πειραιωτών για καλύτερες συνθήκες ζωής και εργασίας, αγωνιζόμενων φτωχών Πειραιωτών που ήθελαν να «ορίσουν» τόσο την ταυτότητα και τον χαρακτήρα του Πειραιά όσο και την δική τους, στην μετεγκατάστασή τους από διάφορες γεωγραφικές περιφέρειες της Ελλάδας. Την ίδια στιγμή που αναγνωρίζεις το στίγμα ενός κτηριακού συγκροτήματος, μιάς οικίας, έπαυλης ενός μεγαλοδικηγόρου, του μαγαζιού ενός γηγενή Πειραιώτη, την ίδια στιγμή σε ένα άλλο του Χρονογράφημα η εικόνα της περιοχής που μας είχε περιγράψει έχει αλλάξει ή έχει έρθει η ώρα της ανοικοδόμησής των χώρων αλλάζοντας τίτλους ιδιοκτησίας και αισθητική. Ενδέχεται από αυτήν την συνειδητοποίηση στους καθημερινούς του περιπάτους στους δρόμους της Πόλης για να γράψει τα ρεπορτάζ του, στις επισκέψεις του σε πλατείες και κήπους να οφείλεται η προσκόλλησή του σε ένα «αθώο» όχι μακρινό παρελθόν του Πειραιά, στην επιστροφή στα πρώτα παιδικά και εφηβικά βήματα που έκανε στο «χωριό» του. Οι ηθογραφικές του εικόνες που ανάγλυφα μας παρουσιάζει, το τοπίο στην κάπως πρωτόγονη εικόνα του και αγριάδα του, ερημιά του, δεν θα μπορούσαν να έχουν την προσωπική σφραγίδα κανενός άλλου Πειραιώτη- έστω της εποχής και της γενιάς του. Ο Νίκος Ι. Χαντζάρας δεν είναι μόνο γνήσιο τέκνο της Πειραϊκής γης και της φιλολογικής της παράδοσης αλλά και της ελληνικής ποίησης και λογοτεχνίας. Κάτι που από νωρίς επεσήμανε ένας από τους αξιολογότερος κριτικούς των χρόνων του, ο ποιητής και κριτικός Τέλλος Άγρας και μεταγενέστερα-σχεδόν μια εικοσαετία μετέπειτα- ο κριτικός και εκδότης Τάσος Κόρφης που τον επανέφερε στην λογοτεχνική επιφάνεια στο περιοδικό «Διαγώνιος» της Θεσσαλονίκης του ποιητή και εκδότη Ντίνου Χριστιανόπουλου, και άλλοι θαυμαστές της ποίησής του. Σε συζήτηση με τον ποιητή της Θεσσαλονίκης θυμάμαι τα θετικά σχόλια του Χριστιανόπουλου για τον Πειραιώτη Χαντζάρα, και ο Χριστιανόπουλος αν δεν ήταν φειδωλός στις κρίσεις του ήταν κάπως πικρόχολος. Και κάτι επί προσωπικού. Όταν του απέστειλα την ποιητική μου συλλογή μου απάντησε στέλνοντάς μου ένα γράμμα με παρατηρήσεις του και επισημάνσεις στίχων μου για να μου πει ότι του άρεσαν τα ποιήματα και πια. Φυσικά με έθαβε. Αλλά πώς μπορείς να κρατήσεις κακία σε μια ποιητική προσωπικότητα σαν τον Ντίνο Χριστιανόπουλο, τον αγαπάς ολάκερο με τις φωτεινές και τις σκοτεινές πλευρές του χαρακτήρα του. Τον πήρα τηλέφωνο και τον ευχαρίστησα. Ωραία Χρόνια.

     Ο Νίκος Ι. Χαντζάρας δεν βάζει μόνο την σκέψη και το ταλέντο του στα ποιήματά του και τις επιφυλλίδες του, βάζει την αθωότητα της ψυχής του, την δροσιά της ματιάς του, το μοσκοβόλημα της αγάπης της καρδιάς του για την Πόλη. Το έργο του, ποιητικό ή πεζό είναι ένα συνεχές νοσταλγικό τραγούδι για την ιστορία και την εικόνα της Πόλης του, τον αγαπημένο του Πειραιά που τον βλέπει να αναγεννιέται και να χάνεται την ίδια στιγμή. Είναι οι χαμένες χαρές του-της νιότης του-και οι διαψεύσεις της ωριμότητάς του, οι νοσταλγικές καταστάσεις της αθωότητάς του. Είναι λίγος και πολύ μαζί. Ο υμνωδός και ο θρηνωδός της Πόλης. Το σφρίγος της νεότητας και η κούραση της χαμένης Πειραϊκής αίσθησης του γήρατος. Αν ο Λάμπρος Πορφύρας ο ταπεινός και απλός ποιητής των ψαράδων της Φρεαττύδας και της Πειραϊκής προσκολλήθηκε στα χώματα που πέρασε τον βίο του δίπλα στην αδερφή του, με την βοήθεια του ευκατάστατου αδερφού του- σαν ποιητής, ο Νίκος Ι. Χαντζάρας έπρεπε να βιοποριστεί, να βοηθήσει την οικογένειά του και να ζήσει τον εαυτόν του νυχθημερόν. Είναι και ο Χαντζάρας ταπεινός και διακριτικός, ομοτράπεζος με τα Πειραϊκά μορτάκια και τα αλάνια, τους αχθοφόρους οικογενειάρχες της Πόλης, τους εργάτες του λιμανιού, τους λόγιους του Πειραιά, τους καφενόβιους, τους οδοκαθαριστές και φτωχούς αγωγιάτες, τις πολύπειρες της ζωής γιαγιάδες, τις μοιρολογίστρες, τις θεοφοβούμενες γυναίκες των θρησκευόμενων προσφύγων, των μέτοικων καλής πάστας νησιωτών που ήρθαν και εγκαταστάθηκαν στον Πειραιά και με την εργασία και την εξυπνάδα τους πρόκοψαν και πρόσφεραν στην ανάπτυξη της Πόλης. Τίποτα το διανοουμενίστικο στο έργο του, τίποτα που να θυμίζει λογιοσύνη στη γραφή του-αν και διαβασμένος- τίποτα το ψεύτικο, το δήθεν στον λόγο του, κανένας στόμφος αλήθειας καμία έπαρση γραμματιζούμενου στις επισημάνσεις του, παρέμεινε σ’ όλον του τον βίο ένας απλός, λαϊκός βιοπαλαιστής εργάτης του πνεύματος και των πειραϊκών γραμμάτων. Μια ποιητική φυσιογνωμία που καθρέφτισε την εποχή του και τον Δήμο του σαν αυτόπτης μάρτυρας, άμεσος ή έμμεσος συμμέτοχος και αναγνώστης των ιστορικών ντοκουμέντων και πεπραγμένων του Πειραιά στην ιστορική του διαδρομή και εξέλιξη. Ένας Πειραιώτης Ειδυλλιακός που δεν κυοφόρησε δεύτερον το πρώτο Λιμάνι.

     Το 1972 το ομώνυμο περιοδικό της «Φιλολογικής Στέγης» κυκλοφορεί ένα επετειακό Αφιέρωμα στο 1821. Τεύχος 19/3, 1972, στο πλούσιο αυτό σε ύλη τεύχος διαβάζουμε και το μικρό κείμενο του μουσικοσυνθέτη και εκδότη Ιωσήφ Παπαδόπουλου- Γκρέκα, «Τα φιλολογικά καφενεία του Πειραιώς», σ. 239-240 από μνήμης ο Ιωσήφ Παπαδόπουλος μας δίνει ένα σύντομο γενικό περίγραμμα, μια των αναμνήσεών τους και των συμμετοχών του περιδιάβαση στα Στέκια και τα Καφενεία του Πειραιά. Γνωστοί χώροι και καλλιτεχνικά τοπόσημα στα οποία σύχναζαν οι παλαιότερες γενιές των λογίων και των διανοούμενων της Πόλης. Διευκρινίζοντάς μας ότι οι νεότερες ηλικιακά γενιές των Πειραιωτών συγγραφέων δημιουργούσαν τα δικά τους Στέκια δίχως να πάψουν να συμμετέχουν ή επισκέπτονται και τα παλαιότερα.

Ας δούμε τι μας λέει ο Ιωσήφ Παπαδόπουλος- Γκρέκας:

ΤΑ ΦΙΛΟΛΟΓΙΚΑ ΚΑΦΕΝΕΙΑ ΤΟΥ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

            Έχουν γραφεί, κατά καιρούς, αρκετά για τα καφενεία των Αθηνών πού εσύχναζαν ποιητές και λόγιοι, δημοσιογράφοι ή συντροφιές διανοουμένων και καλλιτεχνών. Θα έπρεπε όμως ν’ ασχοληθούμε κάποτε και με τα φιλολογικά καφενεία του Πειραιώς. Από τα πρώτα χρόνια της παλιγγενεσίας εμφανίζονται στον Πειραιά διάφοροι πνευματικοί άνθρωποι, από άλλα μέρη της Ελλάδος και του εξωτερικού. Ως πρώτος λόγιος, παρουσιάζεται ο Αντώνιος Αντωνιάδης, που γεννήθηκε στον Πειραιά στις 6 Ιανουαρίου 1836 και έδρασε ως εκπαιδευτικός. Ο Αντωνιάδης υπήρξε ο δημιουργός της πρώτης καλλιτεχνικής κινήσεως στην πόλη μας. Ήταν θεατρικός συγγραφέας, τα δράματά του βραβεύτηκαν σε διαγωνισμούς των Αθηνών και το 1875 θίασος ερασιτεχνών παρουσίασε τον «Κρίσπο» του στο Παρθεναγωγείο.

            Ως πρώτοι διανοούμενοι εμφανίζονται στον Πειραιά την εποχή εκείνη ο Γεώργιος Λαζαρίμος, ο Αλέξανδρος Μελετόπουλος, ο Ιάκωβος Δραγάτσης, ο Βαλ. Στάης, ο Δημ. Καλοστύπης, ο Αντων. Σπηλιωτόπουλος, ο Φ. Μέρμηγκας, ο Κ. Βράτιμος και ο Δημ. Σακελλαρόπουλος, που έβγαζε μάλιστα και το περιοδικό «Απόλλων». Αυτοί όμως, δεν εσύχναζαν σε καφενεία προτιμούσαν τους απογευματινούς ρομαντικούς περιπάτους. Κάπως αργότερα εμφανίστηκαν οι πρώτες φιλολογικές συντροφιές στα διάφορα καφενεία. Η σημαντικώτερη παρουσιάσθηκε στο γνωστό καφενείο του Διονυσιάδη, εκεί που είναι σήμερα το «Σπλέντιτ», στο Πασαλιμάνι. Επικεφαλής της συντροφιάς αυτής ήταν ο διηγηματογράφος Αγαθοκλής Κωνσταντινίδης. Αυτός συγκέντρωνε σαν φιλόστοργη κλώσσα όλους τους φερέλπιδες νεοσσούς της φιλολογίας. Από τα τακτικώτερα μέλη της συντροφιάς ήταν ο Παύλος Νιρβάνας, ο Αντ. Σπηλιωτόπουλος, ο Σπύρος Μελάς, ο Άριστος Καμπάνης ο Λάμπρος Πορφύρας, ο Εμμ. Καψαμπέλης, ο Ρώμος Φιλύρας, ο Άγγ. Κοσμής, ο Αλ. Βραχνός, ο Π. Σεφερλής, ο Γιανν. Μπόνης, ο Γ. Αξιώτης, ο Γ. Λαμπαλέτ, ο Γ. Ζουφρές, ο Φεράς, ο Γερ. Βώκος κ. ά. Το 1900 έβγαλε ο τελευταίος το «Περιοδικό μας» που άφησε εποχή.

            Στα 1903 μιά ομάδα από νέους δημοσιογράφους και φοιτητές καθιερώνει νέο φιλολογικό εντευκτήριο στο καφενείο «Μον Ρεπό» (αργότερα «Ολυμπος» στη λεωφόρο Σωκράτους.

            Μέλη τακτικά της ομάδας ήταν οι Γεώργιος Μαύτας, Γ. Ευστρατίου, Γ. Καραγιαννόπουλος, Γ. Χαραλαμπόπουλος, Νίκος Χαντζάρας και ο Μιχαλάκης Επιφάνης, που είχε δημοσιεύσει τότε την πρώτη του μετάφραση, «Στον Μορφέα» του Γκαίτε:

            Θείε Μορφέα, ανώφελα

            με φίλτρα μαγεμένα,

            η δύναμή σου προσπαθεί

            γλυκά να με κοιμήσει.

            Θα μείνουν τα ματάκια μου

            απόψε αγρυπνισμένα

            αν απαλώτατα δε ρθει

            ο Έρως να τα κλείσει.

Ο αξέχαστος Π. Νιρβάνας, που το αναδημοσίευσε  τότε στα «Παναθήναια» χαρακτήρισε ως χαριτωμένη τη μετάφραση αυτή.

            Μετά από χρόνια ένας άλλος κύκλος από ποιητές και διανοούμενους άρχιζε να συχνάζει στο καφενείο του Νόνη Φασιλή, που βρίσκεται στην ανατολική πλευρά της Ακτής Μουτζοπούλου, στο Πασαλιμάνι. Στο καφενείο αυτό, μεταξύ των άλλων, συναντούσε κανείς έως τα τελευταία χρόνια της ζωής του και τον ξεχωριστό Πειραιώτη ποιητή Λάμπρο Πορφύρα με την γνωστή συντροφιά του, τον Μπουρέκα, τον Καραχόντζα, τον Γεωρ. Σακαλή, τον Θεόδωρο Κιζάνη και τον υπογραφόμενο. Συχνά, όμως, έβλεπε κανείς στην συντροφιά του και άλλους γνωστούς διανοουμένους του Πειραιώς ή των Αθηνών.

            Από το 1920 δημιουργήθηκε κέντρο λογίων και καλλιτεχνών στο καφενείο του Χρυσοστομίδη, στο Πασαλιμάνι. Για πολλά χρόνια σύχναζαν εκεί οι νέοι τότε Χρ. Λεβάντας, Λάμπης Βολανάκης, Δημ. Πιτσάκης, Κλ. Κλώνης και πολλοί άλλοι. Αντίθετα ο ποιητής των «Ειδυλλίων» Νίκος Χαντζάρας σύχναζε την εποχή εκείνη στο καφενείο του Τραϊφόρου και στου Κανελλά, στη λεωφόρο Γεωργίου Α΄. Στο ίδιο καφενείο είχε την έδρα της και η θυμοσοφική ομάδα του Αντωνάτου. Εκεί έπαιζε την πρέφα του ο πανέξυπνος Αλέκος Λευκαδίτης, που μυκτήριζε τους πάντας και τα πάντα. Εκεί σύχναζαν ακόμη και οι Κλ. Κλώνης, Γρηγ. Θεοχάρης, Χρ. Λεβάντας, Γιάννης Πιπίνος και άλλοι, που μου διαφεύγουν σήμερα τα ονόματά τους. Και όμως, κάποιος θα έπρεπε ν’ ασχοληθεί κάποτε και να γράψει εκτενέστερα την ενδιαφέρουσα ιστορία των φιλολογικών μας καφενείων, με τους καυγάδες που επακολουθούσαν και τις ατελεύτητες συζητήσεις επάνω στα πνευματικά ζητήματα.

ΙΩΣΗΦ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ, σ. 239-240. Περιοδικό ΦΙΛΟΛΟΓΙΚΗ ΣΤΕΓΗ, ΧΡΟΝΟΣ Ζ΄  Μάρτιος 1972  Αριθμός Φύλλου 19.

          Και από την Φιλολογική φωνή του Χαντζάρα:

ΓΙΑ ΤΗΝ ΤΕΧΝΗ

    Κι ένα «φιλολογικό γεγονός», ένα «εβενεμάν λιττεραίρ» που λένε οι Γάλλοι, στην πόλη μας. Στο φουαγιέ του Δημοτικού μας Θεάτρου αρχίζουν από την Κυριακήν οι διαλέξεις, που έχει διοργανώσει ο Πειραϊκός Σύλλογος των Φίλων της Τέχνης, εκπολιτιστικός όμιλος, που έχει σκοπό με διαλέξεις, με διοργανώσεις θεατρικών παραστάσεων, με διοργάνωση ζωγραφικών εκθέσεων, να προσελκύση το Λαό προς τα έργα της Τέχνης και σιγά- σιγά προς την Επιστήμην.

          Είναι γνωστό πώς η Εκπαίδευση στην Ελλάδα ποτέ δεν επικράτησε, δεν άνθισε και πως είναι τρομαχτικοί οι πραγματικοί στατιστικοί αριθμοί των αναλφάβητων, των αγραμμάτων καθώς κι’ εκείνων που έχουν ελλιπή μάθηση.

          Τα Πανεπιστήμιά μας έβγαλαν δόχτορες με ακαλλιέργητη επιστημονική συνείδηση, χωρίς ανθρωπιστικά ιδεώδη, τους περισσότερους ρομπότ. Και το έδαφος της Εκπαίδευσης και της Μόρφωσης είναι και θα είναι παρθένο και απάτητο ακόμα για πολύν καιρό για όποιους ζητήσουν, με ζήλο και συμπάθεια, να βοηθήσουν το Λαό μας να διαφωτιστή και να γνωρίση καλύτερα τον εαυτό του.

          -Πρώτος ομιλητής στις διαλέξεις του Συλλόγου των Φίλων της Τέχνης θα είναι την Κυριακή ο κ. Βασίλης Ρώτας, γνωστός στον κόσμο των λογοτεχνών και γενικά, των διανοουμένων μας, που θα μιλήση στον Πειραιώτικο λαό για το Δημοτικό Τραγούδι.

          Ο κ. Ρώτας, γεννημένος σε φτωχό, μα επιστημονικό περιβάλλον, γιατί ο πατέρας του ήτανε γιατρός και καλός γιατρός, άξιος της επιστήμης του, από παιδί «ενέκυψε» στις ρίζες του ελληνικού λαού και αφουγκράστηκε, «ενωτίστηκε» τα μυστικά του ψιθυρίσματα, τις κρυφές χαρές του, τους πόνους του, τα όνειρά του, ένοιωσε τους παλμούς του, τα φτερουγίσματά του, διαπίστωσε τα μεγάλα χαρίσματά του, τις μεγάλες αρετές του, τους ηρωϊσμούς του, που και καταπλήξανε τον κόσμο.

          Άρχισε γράφοντας στίχους, που προκαλέσανε την προσοχή και την εχτίμηση των συγγενών του, παρουσίασεν αριστοκρατικές μεταφράσεις έργων του Σαίξπηρ κι’ επιδόθηκεν ολόψυχα στη μελέτη του ελληνικού Δημοτικού Τραγουδιού και Λαϊκού Θεάτρου.

          Κρίνεται από τους πιο φωτισμένους στα θέματα αυτά και ο πιο ενήμερος. Κι’ εγώ, τώρα, που ακόμα δεν έλαμψαν οι καλές ημέρες για την πατρίδα μας, νοιώθω χαρά, που πρόκειται ν’ ακούσω τον κ. Βασίλη Ρώτα να μιλήση για το Δημοτικό Τραγούδι μας.

          Η δεύτερη διάλεξη του Συλλόγου των Φίλων της Τέχνης θα γίνη από τον Πειραιώτη λογοτέχνη κ. Γιώργο Καρατζά. Λίγους στίχους του έχω διαβάσει, που πολύ μου αρέσανε. Είναι από τους νέους Πειραιώτες λογοτέχνες, που περιμένουμε πολλά.

          Ο κ. Καρατζάς θα μας μιλήση για τον ποιητή Νίκο Καββαδία, που γεννήθηκε στον Πειραιά και τώρα δεν τον ελησμόνησε. Κάποτε- κάποτε τον βλέπω στο μουράγιο. Ο Καββαδίας είναι ένας από τους πιο αξιόλογους ποιητές, της τελευταίας δεκαπενταετίας. Το βιβλίο του με στίχους «Μαραμπού» το υποδέχτηκε με μεγάλον ενθουσιασμό η Κρητική. Πολύ θερμά γράψανε για τον ποιητή κι’ οι μακαρίτες Φώτος Πολίτης και Παύλος Νιρβάνας. Το θέμα που εδιάλεξεν ο κονφερανσιέ κ. Καρατζάς, προκαλεί μεγάλο ενδιαφέρον στους λογοτεχνικούς κύκλους του Πειραιά. Επιτυχία θα ήτανε αν ο κ. Καρατζάς στη διάλεξη του μπορούσε να παραθέση και μερικούς νεώτερους κι’ αδημοσίευτους στίχους του κ. Καββαδία. Σ’ όλο το διάστημα της κατοχής και της δουλειάς ένα ποίημά του μονάχα νεώτερο είδα δημοσιευμένο. Κι’ η ποίησή του έχει για μένα ακαταμάχητο θέλγητρο. Και φαντάζομαι, πώς το ίδιο θα συμβαίνη και για τους άλλους.

          Ο εξωτισμός που κλείνει στο τραγούδι του ο ποιητής του «Μαραμπού», ο βόγκος των μακρυνών θαλασσών που περιγράφει με τον χρωστήρα ζωγράφων τα παράξενα έθιμα των θαλασσινών, όλα αυτά συνθέτουν τη θαυμαστή εποποιϊα που για πρώτη φορά ακούγεται στον νεοελληνικό Παρνασσό. Τα μεγάλα πάθη, οι  κρυφές χαρές, οι μικροί καϋμοί ανθρώπων και ζώων πάνω στο καράβι, μέσα στη γαλανή μόνωση, των μακρυνών ωκεανών και των γαλάζιων ουρανών, δίνουνε στο τραγούδι του Καββαδία μια παράξενη γοητεία που σε σκλαβώνει από την πρώτη στιγμή και σε κρατεί για πάντα κοντά του.

Εφημ. Η ΦΩΝΗ ΤΟΥ ΠΕΙΡΑΙΩΣ Παρασκευή 16/11/1945.

--

ΤΡΙΑ  ΤΑΛΕΝΤΑ

          Τρία κορίτσια του μακαρίτη αλευροβιομήχανου του Πειραιά Κωνσταντοπούλου βγήκανε πραγματικά ταλέντα. Ο Πειραιάς πρέπει να περηφανεύεται γι’ αυτό.

          Κατίνα Παξινού αυτοδίδαχτη περισσότερο αναδείχτηκε γλήγορα στην ελληνική σκηνή και σε λίγο μεσουράνησε στο Χόλλυγουντ. Εθριάμβεψε τελευταία σε μιά ταινία με τον περίφημο Γάλλο ηθοποιό Μπουαγιέ.

          Η κυρία Μαρία Περικλή Ράλλη, η μικρή χαριτωμένη Μαρίτσα, που τη θυμάμαι μαθητριούλα, να βγαίνει από το μέγαρο του πατέρα της και να πηγαίνει στο σκολειό σεμνή, παρθενική, δημοκρατική στο ήθος της, φανερώθηκε άξαφνα λόγω τέχνης, έγραψε ωραία διηγήματα, ετύπωσε βιβλία της έγινε εύφημη μνεία για τα έργα της από πολλούς κριτικούς μας, επαινέθηκε πολύ το βιβλίο της «Γαλάζια Γυναίκα».

          Τρίτη κόρη του μακαρίτη Πειραιώτη Βιομήχανου Κωνσταντόπουλου, που αναδείχθηκε στις καλές τέχνες και τελευταία εθριάμβεψε σε μίαν έκθεσή της στο Λονδίνο, είνε η Βαρβάρα Κωνσταντοπούλου. Είνε σχεδόν αυτοδίδαχτη κι’ αυτή.

          Η δεσποινίδα Βαρβάρα είχεν αφιερωθεί πρώτα στη φωνητική μουσική. Έμαθε βιολί και βιολοντσέλο. Έδειξε πολλά χαρίσματα στο τραγούδι της και στην τέχνη του Ορφέα. Αρρώστησε και αναγκάστηκε να μην μπη στην Όπερα του Παρισιού και να εγκαταλείψει και το τραγούδι της και το βιολί.

          Τελευταία στο Λονδίνο έγινε πολύς θόρυβος για την έκθεση ζωγραφικής της δεσποινίδας Βαρβάρας Κωνσταντοπούλου. Παρουσιάστηκε εκεί με τριάντα πέντε πίνακες. Με θέματα από την ελληνική μυθολογία, όπως η γέννηση της Αθηνάς από το κεφάλι του Δία πάνοπλης, Ο Οιδίποδας και η Σφίγγα, ο Κύκλωπας Πολύφημος, η κεφαλή της Μέδουσας.

          Άλλα έργα της επαινέθηκαν πολύ από τους άγγλους κριτικούς, όπως οι πίνακες του βασιλιά Ληρ και του Αμλέτου και ο πίνακας «Μαριάμ» που παρουσιάζει επίδραση από την Αναγέννηση.

          Σπουδαίος Γάλλος κριτικός της τέχνης βρίσκει το ζωγραφικόν έργον της Ελληνίδας δεσποινίδος Βαρβάρας Κωνσταντοπούλου ως πολύ αξιοσημείωτο «τρε ρε αρσαμπλ». Η Ελληνίδα πριγκίπισσα Μαρίνα, Δούκισσα του Κεντ που επισκέφτηκε την έκθεση κατενθουσιάστηκε κι αγκάλιασε και φίλησε την Πειραιωτοπούλα ζωγράφο.

          Οι Πειραιώτες πρέπει να είμαστε περήφανοι για τις τιμές που γίνονται στα παιδιά του Πειραιά.

          Ακόμα πρέπει να νοιώσει υπερηφάνεια κι ο «Σύνδεσμος των γηγενών Πειραιωτών», γιατί εδώ γεννήθηκαν και γαλουχήθηκαν τα τρία πραγματικά ταλέντα, που γράφω.

Εφ. Η Φωνή του Πειραιώς 12/1/1947

--

ΔΥΟ ΦΙΛΟΛΟΓΙΚΑ ΚΕΊΜΕΝΑ

Περιοδικό «ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ» Τεύχος 7/ Ιουλίου 1938

ΑΠΑΝΤΗΣΗ ΣΤΟΥΣ ΣΟΥΡΕΑΛΙΣΤΑΣ Και ΣΤΟΧΑΣΜΟΙ ΓΥΡΩ ΑΠΟ ΤΗ «ΜΟΝΤΕΡΝΑ ΠΟΙΗΣΗ»

 Περιοδικό «ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ» Τεύχος 8/ Αυγούστου 1938, σ.387-388

 Από μήνα σε μήνα

ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΗ

ΑΠΑΝΤΗΣΗ ΣΤΟΥΣ ΣΟΥΡΕΑΛΙΣΤΑΣ

          Α΄

     Όσο περνάνε τα χρόνια και τραβάμε μοιραία προς το τέλος του ταξιδιού μας, τόσο περισσότερο νιώθουμε πώς γίνεται πιό στενός ο δεσμός μας με τη φύση και μ’ ό,τι άλλο αγαπήσαμε στη ζωή. Ήθελα, πεθαίνοντας μιά μέρα, να με κλάψει μοιρολογήτρα, που δε θα μπορώ να βλέπω πια τη φύση και να μελετάω τους αρχαίους. Να χύσει δάκρυα πικρά και καυτερά για λογαριασμό μου.

          Αυτή η αρχαία τέχνη μου στάθηκε στο βίο μου μιά πληγή, που δεν έκλεισε ποτές, μα πού την αγαπούσα με πάθος, μ’ ένα έντονο πάθος, που μας κάνει ν’ ανασαίνουμε βαθύτερα, πλατύτερα, πιό γερά.

          Στα νιάτα μου είχα διαβάσει, μέσα στην ιστορία της Αρχαίας Ελληνικής φιλολογίας του Μύλλερ, ήταν καλύτερα, για λόγους «σκοπιμότητας», που κάηκε η Αλεξαντρειανή βιβλιοθήκη, γιατί έτσι ευκολύνθηκε η δημιουργία νεώτερης λογοτεχνίας.

          Μα εγώ με θλίψη βαθειά ζητούσα χίλια πράματα της αρχαίας λογοτεχνίας μας, που χάθηκαν για πάντα. Ζητούσα το τραγούδι που έγραψε κι’ αφιέρωσε ο Σοφοκλής στον Ηρόδοτο, ζητούσα τους μύθους του Αισώπου, όπως τους έβαλε σε στίχους ο Σωκράτης, στη φυλακή του, εκεί που ήπιε το δηλητήριο, ζητούσα τα στοιχεία της Παλινωδίας του Στησίχορου, τα χαμένα τραγούδια της Σαπφούς και τον «Προμηθέα λυόμενο» του Αισχύλου.

          Ποτέ δεν ένιωσα τον εαυτό μου κορεσμένο από το διάβασμα των αρχαίων κειμένων και τίποτα δε μπορούσε να με αποτραβήξει απ’ αυτά.

          Εχάρηκα πολλές φορές διαβάζοντας ξένους, τον Δαβίδ, τον Σαίξπηρ, τον Πόε, τον Νίτσε, τον Ουϊτμαν, ακόμα και ποιήματα των ρωμαντικών, Παρνασσικών, συμβολικών. Μα όπως κάθε βράδυ πάει καθένας στο σπίτι του να ξεκουραστεί, έτσι πάντα γύριζα και γυρίζω ακόμα στους αρχαίους.

           Β΄

Συλλογιζόμουνα με θλίψη την εξαφάνιση του «Προμηθέα λυόμενου», όταν έμαθα από φίλους μου, πώς γίνεται ζωηρή συζήτηση για μιά μοντέρνα ποίηση, πώς γίνονται ζυμώσεις και «μυστικοί συνδυασμοί», πώς οι θιασώτες της βρίζουν τους αμύητους και δίνουν μαθήματα καλής συμπεριφοράς. Εφάνηκε στον ορίζοντα το φωτεινό σημείο της. Όπως από βουνοκορφή σε βουνοκορφή, φάνηκε κάποτε εδώ το φωτεινό σημείο, που ανήγγελλε τη χαρμόσυνη είδηση πώς έπεσε το Ίλιο.

Και στοχάζομαι: Να τρέξουμε να γραφτούμε στο ελληνικό παράρτημα της νέας ποιητικής σχολής; Μα η σωτηρία για τον καθένα βρίσκεται μέσα του και πουθενά αλλού. Κανένας δεν σώζεται από τη σχολή του, ακόμα κι’ ο εγγεγραμμένος στην αιωνόβια σχολή της φύσεως και του Ελληνικού λόγου.

          Όμως αυτά δεν πρέπει να εμποδίζουν τις λογοτεχνικές σχολές να ξεφυτρώνουν. Υποχρέωσή μας να δεχόμαστε το φώς τους. Αστράφτει κάθε τόσο νέο φώς κι’ ας γνωρίσουμε τον εαυτό μας.

          Όσοι δεν πιστεύουν, πώς η «μοντέρνα ποίηση» θα μας παρουσιάζει μιά νέαν και καλύτερη όψη του κόσμου, δεν έχουν παρά να ανοίξουν λίγο τα μάτια τους και να μπορέσουν δίκαια να κρίνουν.

          Έχουν υποχρέωση να προσέξουν εκείνοι από τους νέους τεχνίτες, που δεν τους ικανοποιούν τα χαρτένια λουλούδια και τα μεγάλα λόγια χωρίς περιεχόμενο.

          Δεν είμαι ενημερωμένος για τα έργα του αρχηγού ή του υπαρχηγού της νέας σχολής, μα οι μαθητές τους της Αθήνας μου φαίνεται πως μας «παρασταίνουνε την παλαβή», κατά τον Πειραιώτικο λόγο. Και να με συμπαθάνε.

--

          ΣΤΟΧΑΣΜΟΙ

          ΓΥΡΩ ΑΠΟ ΤΗ «ΜΟΝΤΕΡΝΑ ΠΟΙΗΣΗ»

Υποσυνείδητο, ασυνείδητο, ενσυνείδητο, υπερσυνείδητο. Όλα καλά και άγια. Μου φαίνεται πώς όλα αυτά έδιναν κι’ έπαιρναν πάντοτε στην Τέχνη. Η «Ποιητική» του Αριστοτέλη και το περίφημο βιβλίο «περί ύψους» κάτι σχετικό με τα παραπάνω θα έπρεπε ν’ αναφέρανε στις χαμένες σελίδες τους.

          Στη Νεοελληνική Λογοτεχνία βρίσκω πολύ υποσυνείδητο σε διηγήματα του Βουτυρά. Αυτό να προσέξουν κι’ άλλοι κι’ ο Roussel.

          Μα εκεί που πάει να ξεχωρίση κανείς το υποσυνείδητο και ναν το εκμεταλλευθή, χωρίς ναν το έχη, επειδή απλώς εγράφτηκε μαθητής στο ελληνικό παράρτημα της νέας ποιητικής σχολής του  υποσυνείδητου, τα βρίσκει άσκημα μ’ αυτό που λένε ενότητα και με τη γλώσσα, με τη λέξη, που είναι καθεμιά τους κι’ από ένα ζώο λογικό. Και μεθυσμένος να είσαι, δε μπορείς να μας τα πης, χωρίς τις λέξεις με το νόημά τους.

          Οι οπαδοί της «μοντέρνας» ποίησης βάζουνε στη γραμμή λέξεις, χωρίς τελείες, χωρίς απάνω τελείες, χωρίς κόμματα, σαν παρδαλή πραμάτεια στα παλιατζίδικα. Κι’ έτσι πρώτη η γλώσσα κλαίει τη μοίρα της κι’ έπειτα η υποσυνείδητη λογική.

--

          Όμως νομίζω πώς με ψυχραιμία και υπομονή πρέπει ν’ αντιμετωπίζουμε τα παράξενα είτε κωμικά φαινόμενα και πράματα στην Τέχνη. Δεν είναι η πρώτη φορά, που ξεπρόβαλαν τη μούρη τους μπροστά μας.

          Αιώνες κι’ αιώνες ύστερα από τον Όμηρο εγράφτηκαν ποιήματα στο μέτρο του και στη γλώσσα του, μόνο για νάν τον αντικαταστήσουν!

Μα δεν το κατάφεραν οι Καππαδόκες!

--

          Στα νιάτα μου που έβραζε η λάβα του ηφαιστείου της δημοτικής, ξεπετιόνταν κάθε τόσο από τον κρατήρα έργα φιλολογικά, που δεν είχαν καμμιά σχέση με την Τέχνη, παρά μόνο με τη γλώσσα, μάλιστα κακοποιημένη. Ό,τι εκάνανε σε κάθε εποχή οι «δάσκαλοι», που έγραφαν στίχους στη Δωρική και στην Ιωνική διάλεχτο, το ίδιο έκαναν και μερικοί δημοτικιστές. Μάζευαν λέξεις σα να ήταν πολύτιμα πετράδια. Με την ώρα του ξεθύμανε το κακό μονάχο του.

--

          Την ίδιαν εποχή, κάποιος έκανε κάτι δικό του ολότελα. Και δεν ήτανε λίγο. Φαντάζουμαι πως θάν το κυοφόρησε πολύν καιρό. Έγραψε τραγούδια με λέξεις… όλες δικές του, όλες νέες, όλες άγνωστες πρωτύτερα! Από τη Δημοτική γλώσσα δε θα πήρε παρά… δυό μόνο λέξεις, το «είμαι» και το «έχω» για νάν τονε βοηθάνε να καταλαβαίνη τί έγραφε! Άλλη σειρά από τέτοια τραγούδια δεν έγραψεν ο άνθρωπος, ούτε άλλος εμιμήθηκε το παράδειγμά του. Ξεθυμάνανε και το κακό αυτό μονάχο του.

--

          Θυμάμαι κι’ άλλα πράματα, που μας συσταίνουνε νάχουμε ψυχραιμία και να κάνουμε υπομονή.

          Έδινε κι’ έπαιρνε στα νιάτα μου το αρνουβώ κι’ ένας αρχιτέκτονας της Αθήνας επαρουσίασε σχέδιά του απάνω στη νέα τέχνη. Κι’ ο μακαρίτης ο Γαβριηλίδης, που ενθουσιαζότανε εύκολα, του φώναζε από την «Ακρόπολή» του: «Γιάγκο! Αρνουβώ κι’ άγιος ο Θεός! Χτύπα, Γιάγκο, και τράβα μπρός!».

          Δεν ξέρω, αν τράβηξε ή δεν τράβηξε μπρός, μα επειδή τα πράματα έμειναν στη θέση τους, φαντάζουμαι πώς θα ξεθύμανε και το κακό αυτό μονάχο του.

--

          Σ’ ένα πάλι περιοδικό της εποχής εκείνης, στο πρώτο τεύχος του και πρωτοσέλιδο, δημοσιεύτηκε ένα ποίημα του αλησμόνητου φίλου μου Παύλου Νιρβάνα, η «Τέχνη» μοντέρνας τεχνοτροπίας, με ηρωίδα μιά γάτα. Λοιπόν η γάτα αυτή δεν ευτύχησε ν’ αποχτήσει κατσούλια. Άκληρη κι’ άραχλη, κάθε φορά που τη θυμάμαι, μου φαίνεται πώς νιαουρίζει μέσα στη βιβλιοθήκη μου, κλαίγοντας τη μοίρα της.

--

          «Δε μας αφήσατε ν’ ανασάνουμε και να πάρουμε- τα άπλερα-ολάκαιρη τη μορφή, που έκλεινε μέσα του, σα δύναμη, το αυγό μας". Αυτό το παραπάνω θα έχουνε μιά μέρα να μας πούνε οι μαθητές του ελληνικού παραρτήματος της σχολής της «μοντέρνας» ποίησης. Χρειάζεται, λοιπόν, ψυχραιμία και υπομονή. Και μαζί μ’ αυτό χρειάζεται προσοχή και καλή θέληση. Δε στέκεται να τους κόβη κανείς τον αέρα. Κάνοντας υπομονή, θ’ αφίσουμε να ξεθυμάνη το κακό μονάχο του, κάτω από την προσοχή μας και την καλή θέληση.

          Αυτά είναι τα κείμενα και η σκέψη του ποιητή και δημοσιογράφου Νίκου Ι. Χαντζάρα ενός αγνού και έντιμου Πειραιώτη του Μεσοπολέμου που έμεινε κατά κάποιον τρόπο στην σκιά των «Μεγάλων» Πειραϊκών φωνών. Ένα «σάπιο» φύλλο της Πειραϊκής παράδοσης, ένα ποιητικό σήμαντρο που χτυπά κάθε εσπερινό για να συγκεντρώσει τον φιλολογικό κόσμο της Πόλης πάντα στον ίδιο ρυθμό.

Γιώργος Χ. Μπαλούρδος

Πειραιάς

Δευτέρα 10 Νοεμβρίου 2025

--

 

 

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου