17
Ποιητικές πινελιές
Γλυκειά της
νιότης πυρκαγιά
Κραυγή
Ελευθερίας
αλαλαγμοί
ενός θανάτου
άδικου
από τις
ερπύστριες
επί της
Πατησίων
--
Μνήμη
βοήθα
να νιώσουμε
ξανά
το βουητό
της
καρποφόρας σιωπής
των Νιάτων
που διέκοψε
βίαια
το τανκς
--
Ξεφλούδισες
Νεαρέ φοιτητή
Νεαρή
φοιτήτρια
το ατίθασο
σφρίγος
της ικμάδας
σου
μέσα και έξω
από το Πολυτεχνείο
όπως η
δροσιά
των
λαχταριστών φρούτων
μέσα στην
φρουτιέρα
τις καρδιές
τους
--
Και τώρα τί!
το ματωμένο
πουκάμισο της ηρωικής μορφής σου
λάβαρο για
τις επόμενες γενιές
Πάνω στην
Ελληνική Σημαία
Το κορμί
άψυχο
σου χαμογελά
σε παρατηρεί
ελπίζοντας
στην
διασταύρωση
Πατησίων και
Στουρνάρα
--
Με το
κόκκινο μαντήλι της επανάστασης στο λαιμό
μου
κρατούσες σφιχτά το χέρι
τρέχαμε μέσα
στο ανώνυμο οργισμένο πλήθος
μας έσπρωχναν
βίαια
τους
απομακρύναμε φουριόζικα
να φτάσουμε
Που;
Φοβόμουν για
Σένα
μην σε χάσω;
(ακόμα δεν
σε βρήκα)
ή για τους
στρατιώτες
μην μας
πυροβολήσουν ;
--
Πόνοι του
κορμιού
καθώς το
κλομπ
μελάνιαζε
άφηνε τα
σημάδια του
πάνω στα
ίχνη των χειλιών σου
που λίγο
πριν είχαν αφήσει
στην
ερωτευμένη σάρκα μου
Φλόγα του
Έρωτα
της
Εξέγερσης Φλόγα
--
Το πλήθος
γύρω μας έτρεχε αλαφιασμένο
κρατώντας
λάβαρα και σημαίες
φωνάζοντας
συνθήματα Λευτεριάς
Ήθελα να σου
μιλήσω
να σου πω
πόσο σ’
αγαπώ
μα δεν θα μ’
άκουγες
οι φωνές απ’
τα μεγάφωνα
βροντοφώναζαν
με υπερηφάνεια
Εδώ
Πολυτεχνείο
Εδώ
Πολυτεχνείο
Σας μιλάει….
--
Σε περίμενα
με αγωνία στην στάση
μπροστά στο
Πολυτεχνείο
εκεί που
προσδοκούσαμε
να γεννηθεί
το θαύμα
της
Δημοκρατίας
Στο
σταυροδρόμι των χαμομηλιών
του
πρωτόγνωρου έρωτα
των κόκκινων
γαρυφάλλων
των
αισθήσεων
στα απλωμένα
χέρια των οπλισμένων στρατιωτών.
--
Μια
αινιγματική περιπέτεια η ζωή
μιά
παθιασμένη της μνήμης
αναπόληση
στα
περασμένα
Ένας
συννεφιασμένος λυγμός
στο μεσαίο
κατάρτι της σκούνας του Οδυσσέα
μιά τυχαία
αστραπή
πάνω στα
Κυκλώπεια τείχη
του Θανάτου
Το
αστρολούλουδο αγόρι
δίπλα μου
πέταξε το
λευκό πουκάμισό του
και
μισόγυμνο, άρχισε να τραγουδά:
«Πότε θα
κάνει
Ποτέ θα
κάνει Ξαστεριά……»
--
Το ρίγος
εκείνων των φοβερών ημερών
ανταύγειες
στην αντηλιά
των κατοπινών
χρόνων της μνήμης
Ιριδισμοί
ματιών
πάνω στην
λευκή σελίδα
ανασασμοί
της άφωνης χαράς
αθέατα
μυστικά παιχνιδίσματα
νεανικών
ανθών που δεν μαράθηκαν
και
ταξιδεύουν στον χρόνο
--
Του ποιητή
Γιώργου Σεφέρη
τις
πευκοβελόνες
είχες στα
μαλλιά σου
όταν έπεφταν
τα δακρυγόνα και τα μάτια έτσουζαν
δάκρυζαν
ασταμάτητα
Άπλωσα το
χέρι μου
να τις
πετάξω
από την κατάμαυρη
κόμη σου
-Άς τες, μου
είπες! Να σε θυμίζουν
αν χαθούμε
--
Είμασταν δεν
είμασταν
δεκαεφτάρηδες
και
ονειρευόμασταν
μετά την 17
του Νοέμβρη
να γεράσουμε
μαζί.
--
Την στιγμή
που το τανκς πολιορκούσε
και έριχνε
την καγκελόπορτα
οι προβολείς
έπεσαν πάνω
μας
νιώσαμε
αμήχανα
αισθανθήκαμε
ολομόναχοι
εσύ και εγώ
μέσα στο φοβισμένο πλήθος
σαν ένα
κόκκινο σύννεφο μετά την καταιγίδα
σαν δυό
τρομαγμένα σπουργίτια
που είχαν αψηφήσει
τα ερωτικά
πρέπει της Κοινωνίας
τα όρια των
χρόνων της Ιστορίας τους.
Σαν τα
«παιδιά που τους έλεγαν αλήτες με το σταυρουδάκι του ήλιου στο στήθος τους…»
όπως γράφει
ο Ποιητής.
--
Οι φίλοι που
μας γνώριζαν
έλεγαν: «θα γεράσετε
μαζί»
δεν
φαντάστηκαν
ότι μετά την
εξέγερση εκείνων των νυχτών
οι σελίδες
του βιβλίου της κοινής μας ζωής
θα γίνονταν
στάχτη.
--
Έλεγες,
ότι είσαι
ένα αγρίμι ευτυχισμένο
αλητεύοντας
στους δρόμους του έρωτα
εδώ και εκεί
Ένας
εσταυρωμένος
της εποχής
και του κόσμου
πλάνης
και ανέστιος
της αγάπης
Ότι δεν θα
γευτείς
χολή και
ξύδι
δεν θα
σταυρωθείς
πάνω στο
γολγοθά
που
αγγελόμορφοι σύντροφοι
συναντώντας
τους
θα στρώσουν
για σένα
Πού νάξερες
δειλινέ μου
έρωτα
ότι
κρατώντας σφιχτά το χέρι μου
θα σ’
έβρισκε η σφαίρα
κάποιου
τυχαίου άγνωστού σου έλληνα με στολή
Δεν είμαι
εγώ
πρόλαβα να
σου ψιθυρίσω
σκύβοντας
στο αυτί
Αρραγες, θα
μ’ άκουσες;
--
Πηγαίνοντας
στο Πολυτεχνείο
κρατούσες
μαζί σου
ένα βιβλίο
με ποιήματα του Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα
Το πνεύμα του
Είπες:
«θα μας
σκέπει».
Ο Σαλβαντόρ
Νταλί
χαμογελούσε
σαρδόνια
έγλειφε τα
χείλη του
κρυμμένος
πίσω από
ένα
μηχανοκίνητο αμάξι
προς άγνωστη
κατεύθυνση
γεμάτο
δημοκράτες ισπανούς αιχμαλώτους
και
οπλισμένους φαλαγγίτες στρατιώτες
--
Ένα σκίρτημα
της καρδιάς σου ανεπαίσθητο
Ένα
πεταλούδισμα της ψυχής σου
Ένα
λουλούδισμα των πολύχρωμων αισθήσεών σου
Ένας
ανθισμένος κλώνος της προσωπικής σου αγωνίας
σαν ανέλπιστος
κυματισμός σκέπασε το βλέμμα σου
Τι πρόκειται
να μας συμβεί τώρα,
Γύρισες και
μου είπες κοιτώντας στο απέναντι πεζοδρόμιο.
«Αυτή δεν είναι
η δοξασμένη Σοφία Βέμπο που άνοιξε τις φτερούγες της αγκάλης της να μας προστατέψει;»
Ρώτησες.
Και τρέξαμε προς
το μέρος της
--
Τι να
πρωτοθυμηθείς
από εκείνα
τα θυελλώδη χρόνια των νιάτων σου
το «χαλάζι»
των αδέσποτων σφαιρών που έπεφταν δίπλα σου και σκόρπιζαν τον θάνατο;
Το προσκλητήριο
για 17 μπουκάλες Νοεμβριανό αίμα;
Την σελήνη κόκκινη
σαν αίμα που χάνονταν στον ορίζοντα της προσδοκώμενης Ελευθερίας;
Η Μνήμη
σκοτεινή και απρόβλεπτη
νοσταλγικά επανέρχεται
σε ό,τι εκείνη αρέσκεται
οδηγώντας
την κιμωλία της Ποίησης
λαχανιασμένα
να προλάβει….
Η Σιωπή
Οι Μορφές
Ο Χρόνος
Κλωσμένα στο κάτοπτρο των Παρόντων Καιρών
Γιώργος Χ Μπαλούρδος
Πειραιάς
Κυριακή 16 Νοεμβρίου
2025
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου