Πέμπτη 20 Νοεμβρίου 2025

Ο ποιητής και σκηνοθέτης ΟΡΕΣΤΗΣ ΛΑΣΚΟΣ

 

Τα Επιτάφια ποιητικά μύρα του Ορέστη Λάσκου

 

    «Ο Βασίλης Λάσκος ήταν ένας ποιητής που κρυβόταν

     θεληματικά πίσω απ’ τον θεατρίνο».

                        Αιμίλιος Χουρμούζιος(*)

          Οι παλαιότερες γενιές των Ελλήνων και Ελληνίδων του προηγούμενου αιώνα που αγαπούσαν το Θέατρο (ιδιαίτερα το βαριετέ), το τραγούδι, και διασκέδαζαν οικογενειακώς στα γνωστά κέντρα και ταβέρνες, τα χειμερινά ή υπαίθρια θέατρα της εποχής τους ή στις φημισμένες «μάντρες» είχαν παρακολουθήσει παραστάσεις του, ακούσει απαγγελίες ποιημάτων του, γνώριζαν τον Ελευσίνιο Ορέστη Λάσκο (Ελευσίνα 11/11/1907- Αθήνα 17/10/1992), γιό του κτηματία και λαδέμπορα Επαμεινώνδα και της Μαριγώς. Το στερνοπούλι μιάς πολύτεκνης Αρβανίτικης οικογένειας. Ο μεγάλος γιός ο Γιάννης, ασχολήθηκε με τις επιχειρήσεις της οικογένειας, ο δεύτερος και ο τρίτος ο Αγησίλαος και ο Βασίλης σταδιοδρόμησαν τελειώνοντας την Σχολή Ευελπίδων σταδιοδρόμησαν ως αξιωματικοί του τότε Βασιλικού Ναυτικού υπασπιστές δίπλα στο Στέμμα και σε Έλληνες πρωθυπουργούς. Ανδραγάθησαν υπηρετώντας την Ελλάδα δίνοντας την ζωή τους. Πρώτος έφυγε ο Αγησίλαος την πολεμική δεκαετία του 1920, κατόπιν, στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο ο Βασίλης, ο τιμημένος Ήρωας. (είχε παντρευτεί Πειραιωτοπούλα). Έμειναν η κόρη τους η Αθηνά και το μικρό, το στερνοπούλι ο Ορέστης που, από τα μικρά του αγαπούσε τα γράμματα-την λογοτεχνία, διάβαζε τα μυθιστορήματα της εποχής, δεν ήθελε να ακολουθήσει την στρατιωτική καριέρα των δύο μεγαλύτερων αδερφών του. Ευκατάστατος, γνωστός μποέμ «διασκεδαστής» ο πανελλαδικά γνωστός Ορέστης Λάσκος, ο παρ’ ολίγον γιατρός, και για σύντομο διάστημα φέρελπις αξιωματικός της Σχολής Ευελπίδων υπήρξε ένας πετυχημένος και ιδιοφυής θιασάρχης, λάτρης του θεατρικού σανιδιού και της έβδομης τέχνης κατόπιν αλλά κυριότερα, της Ποίησης, της Ποίησης διά της Απαγγελίας. Την περίοδο του Πολέμου και της Κατοχής ως το 1951 ο Ορέστης Λάσκος είχε την αίθουσα «Αλκαζάρ» κοντά στο Σταθμό Λαρίσης στην Αθήνα και συνεργάστηκε με ελληνικά «είδωλα» ηθοποιών και τραγουδιστών όπως η Μάγια Μελάγια, η Καίτη Ντιριντάουα, η Στέλλα Γκέκα, η ποιήτρια και μεταφράστρια Δανάη Στρατηγοπούλου, η καρατερίστα Μαρίκα Νέζερ, ο αμίμητος και αεικίνητος Κώστας Χατζηχρήστος, ο αξεπέραστος Μίμης Φωτόπουλος και πολλοί άλλοι καλλιτέχνες που σημάδεψαν το θεατρικό σανίδι και την κινηματογραφική οθόνη, της «χρυσής» καλής και εμπορικής εποχής του Ελληνικού Κινηματογράφου.

Ο Βασίλης Λάσκος προέρχονταν από ευκατάστατη- αρβανίτικη οικογένεια κτηματιών της αρχαίας Γης της Ελευσίνας που τελούνταν τα ιερά Μυστήρια της Θεάς Δήμητρας και της κόρης της Περσεφόνης. Στην σύγχρονη ελληνική ιστορία επανέφερε-μας υπενθύμισε τα ιερά θρησκευτικά δρώμενα με τις «Δελφικές Εορτές» του και τον ποιητικό του λόγο, «Ιερά Οδός» ο μύστης ποιητής Άγγελος Σικελιανός. Ο Ορέστης Λάσκος ήταν αδερφός του έλληνα ήρωα αξιωματικού του Βασιλικού Ναυτικού του Δεύτερου Παγκόσμιου Πολέμου Βασίλη που έχασε την ζωή του στο πλοίο που υπηρετούσε από εχθρικά Γερμανικά πυρά στα νερά της Σκιάθου, που τον είχε υπό την «προστασία του» προσπαθώντας να του εμφυσήση την αγάπη για το στρατό και την θάλασσα. Ο μικρός όμως Ορέστης είχε άλλα σχέδια, άλλες φιλοδοξίες, αγαπούσε την λογοτεχνία και την ποίηση. Ο πεζογράφος και θεατρικός κριτικός Μ. Καραγάτσης ο οποίος έχει συνδεθεί με την πόλη μας, τον Πειραιά, έχει γράψει τη μυθιστορηματική βιογραφία του, «Βασίλης Λάσκος», Αθήνα, εκδόσεις του Βιβλιοπωλείου της «Εστίας». Εξιστορώντας μας το ιστορικό της οικογένειας Λάσκου και της ζωής του μέχρι τον θάνατό του.  Ο Ορέστης Λάσκος είχε χάσει μία εικοσαετία πριν, το 1920 τον άλλο του αδερφό Αγησίλαο, που υπηρετούσε ως σημαιοφόρος στο πολεμικό πλοίο «Λέων» όταν αυτό ανατινάχτηκε μέσα στο Λιμάνι του Πειραιά σκοτώνοντάς τον μαζί με άλλους έλληνες στρατιώτες. Χαρακτηριστικό είναι το στιγμιότυπο της στιχομυθίας των δύο αδερφών, του Βασίλη και του Ορέστη της σελίδας 60 που μας δίνει ο Μ. Καραγάτσης:

Διαβάζουμε:

          «Σε κάθε έξοδό του από τη Σχολή, ο Βασίλης θα βρει καιρό να πεταχτεί ως την Ελευσίνα, να ιδεί τους δικούς του. Έχει εξαιρετικά ανεπτυγμένο το οικογενειακό αίσθημα. Σέβεται τον πατέρα του. Αγαπάει τ’ αδέρφια του. Λατρεύει τη μάνα του, αλλά και τη φοβάται. Ο σύνδεσμός του με τον Αγησίλαο είναι στενός, βασισμένος στην άμετρη εκτίμηση που τρέφει για τον «σοφό» αδερφό. Η μεγάλη του όμως αδυναμία είναι ο Ορέστης. Κάθε φορά που θα κατέβει στην Ελευσίνα, θα βρει καιρό ν’ ασχοληθεί με το μικρό αδερφό. Ενδιαφέρεται για το μέλλον του.

-Τί σκοπεύεις να γίνεις εσύ;

-Ξέρω κι εγώ! Δεν πήρα ακόμα απόφαση.

-Να γίνεις αξιωματικός.

-Τρείς Λάσκοι αξιωματικοί του Ναυτικού; Δεν πάει πολύ;

-Να γίνεις της ξηράς. Θα πας μπροστά.

-Πώς σου πέρασε αυτή η ιδέα;

-Μα επειδή είσαι καλός στα μαθηματικά.

-Χμ.   Αυτή η λεπτομέρεια δεν έχει σημασία. Ο Ορέστης δεν φαίνεται να έχει διάθεση ν’ αξιοποιήσει πρακτικώς την μαθηματική του ιδιοφυϊα. Περνάει τις ώρες του διαβάζοντας ποιήματα. Γεγονός που εκνευρίζει το Βασίλη.

-Πάλι ποιήματα διαβάζεις, το σταυρό σου;

          Ο Ορέστης δεν αποκρίνεται. Μόνο ακούγεται η οργισμένη φωνή της κυρα Μαριγώς, απ’ το μαγειριό:

-Μη βλαστημάς, Βασίλη, το σταυρό. Φωτιά θα ρίξει ο σταυρός να σε κάψει….».

     Αποφοιτώντας από το Γυμνάσιο αποφασίζει να φοιτήσει στην Ιατρική Σχολή Αθηνών αλλά σύντομα την παρατάει, μία δεύτερη προσπάθεια σπουδών και επαγγελματικής του σταδιοδρομίας τον οδηγούν να εισαχθεί στην Στρατιωτική Σχολή Ευελπίδων από όπου όπως ο ίδιος και πάλι μας αφηγείται με ειλικρίνεια «το σκάει από το παράθυρο». Η «πάστα» του ατίθασου νεαρού ερωτύλου εύπορου- μποέμ με χαρακτηριστικά στοιχεία κοσμοπολίτη, δεν ανέχεται ούτε αντέχει την στρατιωτική πειθαρχία, από τα παιδικά του χρόνια-την πρώτη δεκαετία της ζωής του- φανερώνει την κλίση του προς την ποίηση και μάλιστα, την ποίηση δι’ απαγγελίας. Ο καταξιωμένος συγγραφέας και κριτικός Βαγγέλης Κάσσος ο οποίος μας έδωσε και το βιβλίο «ΟΡΕΣΤΗΣ ΛΑΣΚΟΣ» μια παρουσίαση από τον Βαγγέλη Κάσσο της σειράς «εκ νέου» των εκδόσεων «Γαβριηλίδης» 2004 νούμερο 16, σελ.78, στο λογοτεχνικό περιοδικό «Το «Δέντρο» τχ.47/9,10, 1989 σε μία σειρά συνεντεύξεών του με έλληνες ποιητές, συνομίλησε και με τον ποιητή, σκηνοθέτη, σεναριογράφο, ηθοποιό, κονφερανσιέ, θιασάρχη Ορέστη Λάσκο. Μας λέει μεταξύ άλλων σκιαγραφώντας το καλλιτεχνικό του πρόσωπο: «Πιστεύω πώς γεννήθηκα ποιητής. Από μικρό παιδί είχα μιά παράξενη ευαισθησία σε κάθε λογής ομορφιά. Κι όταν μιά μέρα-θα ‘μουνα 11 χρονών- έπεσε τυχαία στα χέρια μου το βιβλίο του Δροσίνη «Τα φωτερά σκοτάδια», ένιωσα μεσ’ από τους στίχους να ξυπνάει μέσα μου ένας καινούργιος κόσμος. Κι από τότε άρχισα να γράφω ποιήματα. Και πιστέψτε με πώς χωρίς να ‘χω ιδέα από μετρική, ποτέ δεν έκανα λάθος μετρικό. Τον ρυθμό τον είχα μέσα μου. Και σ’ ολόκληρο το έργο μου θα βρείτε λογιών- λογιών ρυθμούς πάντα άψογους. Κι όσο για ρίμες είναι ποικίλες και πλουσιότατες».

Και πράγματι, ο Ορέστης Λάσκος ήταν χρησμένος από τις Μούσες και ιδιαίτερα της Ποίησης, την Ερατώ. Και μάλιστα της ποίησης δι’ απαγγελίας, υιοθέτησε την τακτική να βγαίνει στο σανίδι και να απαγγέλλει τα ποιήματά του είτε στον δικό του θίασο είτε στις διάφορες συνεργασίες του. Η ενέργειά του αυτή ήταν για τον Λάσκο στάση ζωής-εμφάνισής του στο κοινό δημόσια και όχι θεατρικό στιλ ή ποιητική πόζα. Είχε το χάρισμα του αυτοσχεδιασμού επί σκηνής κατά την διάρκεια της απαγγελίας των ποιημάτων του κάτι που τον έφερνε κοντύτερα με το κοινό που τον παρακολουθούσε και που αποκτούσε μία μεγαλύτερη οικειότητα μαζί του αλλά και θαυμαστές. Διέθετε την μεγαλόπνοη έμπνευση του διαθέτουν και οι πλέον δοξασμένοι ποιητές της γενιάς του. Την άνεση να συνθέτει με μεγάλη ευκολία στίχους σε διάφορους ρυθμούς, φόρμες, να αυτοσχεδιάζει, στο ποιητικό του ρεπερτόριο συναντάμε από Σονέτα μέχρι μακροσκελή τετράστιχα και μικρές Μπαλάντες, Σατυρικά γυμνάσματα και σκωπτικές μονάδες. Μία παραπλήσια άλλων ποιητικών προδιαγραφών περίπτωση ήταν ο ποιητής Γεώργιος Σουρής με κάπως παρεμφερή αντίληψη ζωής και σαρκαστικής διάθεσης. Θα σημειώναμε ότι «έπαιζε» την τέχνη της στιχοποιίας στα δάκτυλά του δίχως να ακολουθεί αυστηρούς κανόνες οργάνωσης της τεχνικής της γραφής του. Οι στίχοι του είναι αυθόρμητοι, πηγαίοι, αυθεντικοί, έχουν ειλικρίνεια μέσα στην απλότητά της καθημερινότητάς τους και στην συνθετικότητα της εικονογράφησης της θεματογραφίας τους, έχουν ελάχιστα ψεγάδια και αρκετοί μία διάθεση σαρκασμού και αυτοσαρκασμού του ίδιου του Λάσκου. Βλέπε το ποίημα «Ναπολέων», ο ίδιος αποκαλεί τα ποιήματά του, «τα τραγουδάκια μου». Τα ποιήματά του διαθέτουν μία επαγγελματική φρεσκάδα και ζωντάνια τραγουδιστικής υφής. Τα ρυθμικά του βαδίσματα σπάνια παραστρατούν, αναγνωρίσιμοι είναι οι τόνοι των εσωτερικών μελωδιών του που είτε προέρχονται από τις ομοιοκαταληξίες του είτε από την εσωτερική δομή του ίδιου του ποιήματος, της οικοδόμησής του. Οι ποιητικές του μονάδες διαθέτουν τραγουδιστικούς τόνους δίχως να πάψουν να είναι ποιήματα, να εντάσσονται σε ποιητικές κατηγορίες. Οι ομοιοκαταληξίες που χρησιμοποιεί-τα μέτρα του- ακολουθούν τους ποιητικούς κανόνες της εποχής του Μεσοπολέμου και των ποιητικών δημιουργών εκείνων των περιόδων και σίγουρα η ποίησή του ανήκει στις μοντέρνες σχολές του ποιητικού λόγου. Ορισμένοι κριτικοί του αναφέρουν ότι είναι δάνεια στοιχεία από την ποιητική ρυθμολογία του Ναπολέοντα Λαπαθιώτη. Εκλεκτικές συγγένειες έχει, εμφανείς επιρροές από τον αλεξανδρινό ποιητή Κωνσταντίνο Π. Καβάφη, τον ποιητή Κώστα Καρυωτάκη, τον γενάρχη της ελληνικής ποίησης Διονύσιο Σολωμό και διακρίνεται όχι και τόσο αχνά ο κόσμος του Κώστα Ουράνη. Επιδράσεις ισχυρές δέχτηκε και από Γάλλους ομοτέχνους του, κυρίως από τον Σαρλ Μπωντλαίρ και το κλίμα της περιπλάνησης και της ανεξαρτησίας του Αρθούρου Ρεμπώ που από ποιητής έγινε δουλέμπορος στην Αφρική. Είναι θα μπορούσαμε με κάποια δόση ασφάλειας να γράφαμε, ο περισσότερο επηρεασμένος έλληνας ποιητής από την ποίηση και την φιλοσοφία ποιητικής αντίληψης του καταραμένου Γάλλου ποιητή Σαρλ Μπωντλαίρ. Κύριο αν όχι μοναδικό του θέμα είναι η ερωτική σπουδή της γυναικείας παρουσίας, ο γυναικείος έρωτας, το γυναικείο σώμα, (ως σκεύος ηδονής), τα κάλλη της και οι ερωτογενείς αισθήσεις και σημεία του γυναικείου κορμιού που ερεθίζουν, τροφοδοτούν την ερωτική φαντασία του ποιητή προς το άλλο φύλο και μετατρέπουν τα μηνύματα που εκπέμπει σε μία επαναληπτική ερωτογραφία πέρα από χρόνο, εθνότητα, ηλικία. Είναι μία σπουδή στις αρετές και τις «αμαρτίες» της γυναικείας φύσης, στις προκλητικές της επιθυμίες, στην ερωτική συνύπαρξή της με το άλλο φύλο. Το γυναικείο σώμα ως δοχείο ηδονής και απόλαυσης καλλιέργειας των ερωτικών του φαντασιώσεων. Ορισμένες του ποιητικές μονάδες φέρουν στο νου ερωτικές ποιητικές αντιλήψεις και έργα σουρεαλιστών ξένων και ελλήνων ποιητών του προηγούμενου αιώνα, χωρίς ο λόγος του Λάσκου να ρέπει στην αθυροστομία ή στην ηδονοβλεψία. Η δε γλώσσα του φυσικά δεν συγγενεύει με την ερωτική ακραία γλώσσα του Ανδρέα Εμπειρίκου ή την πιό καλλιεργημένη του εικαστικού Νίκου Εγγονόπουλου. Υπάρχουν και ένα δύο ποιήματά του που η ηλικία των κοριτσιών που αναφέρει είναι μικρή, κάτι που θυμίζει έλληνες σουρεαλιστές δημιουργούς ακόμα ίσως και τον γενάρχη της ελληνικής ποίησης Σολωμό. Μια ηλικιακή ερωτική παράδοση των γυναικών που την συναντάμε και στην Δημώδη Ελληνική Ποίηση, όταν τους προηγούμενους αιώνες πριν την απελευθέρωση οι γονείς συνήθιζαν να αρραβωνιάζουν ή να παντρεύουν τα παιδιά τους σε μικρή ηλικία. Είναι οι μικροπαντρεμένες/ οι.

ΗΡΘΕΣ ΙΣΜΗΝΗ

Ήρθες Ισμήνη από τα βάθη του καιρού,

πρώτη μου αγάπη Εσύ, δεκάχρονη παιδούλα,

κι’ έκανες χρυσοπάλατο την καμαρούλα

μεσ’ σ’ ένα φώς παραμυθιού.

 

Κι’ ένα χλωμούλι δωδεκάχρονο παιδί,

για τη βασιλοπούλα εσένα όνειρα πλάττει.

Και στέκει λυπημένο κάτω απ’ το παλάτι

και στίχους πρωτοκελαηδεί.

Ας μην ξεχνάμε ότι η άλλη του σημαντική καλλιτεχνική πλευρά είναι η κινηματογραφική που διέπρεψε για κάπου μισό αιώνα ο ποιητής Ορέστης Λάσκος, διαπραγματεύεται παρόμοια ζητήματα ο φακός του. Ο ποιητής Ορέστης Λάσκος υπήρξε ο πρώτος Ευρωπαίος πρωτοπόρος κινηματογραφιστής και πρωτοποριακός σκηνοθέτης που γύρισε το 1931 την ασπρόμαυρη βουβή ταινία «Δάφνις και Χλόη» βασισμένη στο έργο, το αρχαίο ειδύλλιο δύο νεαρών του Λόγγου, αφαιρώντας από το αρχαίο στόρι τα ομοφυλόφιλα στοιχεία του και την ερωτική προκλητικότητα που θα σκανδάλιζε πέρα του δέοντος τα χρηστά οικογενειακά ήθη της ελληνικής εποχής του Μεσοπολέμου με τα συνεχή στρατιωτικά πραξικοπήματα και πολιτικούς διχασμούς. Ο Λάσκος σαν σεναριογράφος και σκηνοθέτης της βουκολικής αυτής αρχαίας περιπέτειας, -να θυμίσουμε ότι η μετάφραση του έργου ήταν του ποιητή, μεταφραστή και ιστορικού της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας του Ηλία Βουτιερίδη-επέλεξε  ως βασικούς ηθοποιούς δύο νέα παιδιά άγνωστα, (όχι επαγγελματίες γνωστούς ηθοποιούς) ένα αγόρι και ένα κορίτσι, τον Απόλλωνα Μαρσύα (ψευδώνυμο του νεαρού έλληνα Έντισον Βήχου) και της ελληνοαμερικανής χορεύτριας Λουκίας Ματλή εκπάγλου καλλονής και οι δύο για να ερμηνεύσουν τους κεντρικούς ρόλους. Το ξύπνημα του έρωτά τους, δείχνοντάς τους στην λευκή οθόνη εντελώς γυμνούς σε μία στιγμή να κολυμπούν στην Λίμνη της Βουλιαγμένης. Ο Λάσκος πρόσεξε να μην προκαλέσει ούτε να υπερβεί τα της οικογενείας του ηθικά μέτρα και αγωγή. Το να προβληθεί για πρώτη φορά μία ελληνική ταινία με γυμνούς-σε αδαμιαία εμφάνιση- τους πρωταγωνιστές ήταν κάτι εξωπραγματικό και σκανδαλώδες για τα ήθη εκείνων των χρόνων, όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά και στο εξωτερικό, στο παγκόσμιο κινηματογραφικό στερέωμα. Το βλέμμα όμως του Ορέστη Λάσκου διέθετε μεγάλα ρεύματα ποιητικότητας που αποτυπώθηκαν στην βουβή ασπρόμαυρη ταινία (με το εξαιρετικό παιχνίδι του φωτισμού της και την απλότητά των προθέσεών της) η γυμνική ομορφιά των δύο νεανικών σωμάτων και η αθωότητά τους, η ξενοιασιά τους και η εφηβική χαρά τους και αιδημοσύνη τους, νεανική φρεσκάδα τους, κατέστησε την Ελληνική πρωτοπόρα αυτή ταινία σημείο αναφοράς για τις επόμενες γενεές των κινηματογραφιστών και κινηματογραφικό δείγμα μίμησης. Χρόνια αργότερα αν δεν κάνω λάθος, ο σκηνοθέτης Νίκος Κούνδουρος μας έδωσε παρόμοιας ατμόσφαιρας σκηνές με τις «Μικρές Αφροδίτες» του. Η πρωτοποριακή αυτή ταινία του ποιητή-σκηνοθέτη Λάσκου επαινέθηκε από γνωστούς ιστορικούς του ελληνικού κινηματογράφου όπως η Αγγλαϊα Μητροπούλου, στο βιβλίο της για τον «Ελληνικό Κινηματογράφο», Αθήνα 1980, ο Γιάννης Σολδάτος, στον 1ο τόμο της «Ιστορία τους Ελληνικού Κινηματογράφου» (1900-1967), Αιγόκερως 2002, ο Βρασίδας Καραλής στον τόμο «Μια ιστορία του Ελληνικού Κινηματογράφου», μτφ. Αχιλλέας Ντελλής, εκδόσεις «Δώμα» 2023 (με τις σχετικές επιφυλάξεις για την αισθητική αξία του κινηματογραφικού αποτελέσματος, τις σχετικές ενστάσεις του πανεπιστημιακού συγγραφέα για τον συντηρητισμό του Λάσκου, βλέπε σελ. 64-66…) και ορισμένων άλλων κριτικών. Όπως και νάχει η πρωτοποριακή αυτή ταινία για την εποχή της και τα ηθικά και αισθητικά δεδομένα της αποτελεί σταθμός και σηματωρός στην κινηματογραφική εξέλιξη του Λάσκου που με την μεγάλη κινηματογραφική του κατοπινή παραγωγή, περί της 54 ταινίες όχι πάντα ίδιας ποιότητας μελό του και φαρσοκωμωδίες του, καλύπτει την ανισότητα των σεναριακών και σκηνοθετικών του προθέσεων. Η ταινία εκτός από τα σχετικά αφιερώματα της Κινηματογραφικής Λέσχης έχει προβληθεί και από την ελληνική τηλεόραση.

     Όμως ο ποιητικός λόγος του Ορέστη Λάσκου δεν δομείται μόνο πάνω στις ερωτικές διαθέσεις του, δυνατές εικόνες και ατμόσφαιρα, συγκινητική διάθεση και συμβολισμοί, επικλήσεις σε αρχαίες του έρωτα θεές. Σε ποιήματά του ο Ελευσίνιος ποιητής αυτοβιογραφείται, και κάνει λόγο για μέλη της οικογένειάς του, την μητέρα του, τον θάνατό της, τις αδερφές του, τις γειτόνισσες τους μοιρολογίστρες.

ΠΛΟΙΑΡΧΟΣ  ΛΑΣΚΟΣ

«Μάννα μου χωριάτισσα

κυρά Παμεινώντενα

κυρά Μαριγώ

απ’ τα τέσσερα σερνικά βλαστάρια σου

στα στερνά σου απόμεινα

τώρα μόνο εγώ.

 

Μάννα μου χωριάτισσα

κυρά Παμειμώντενα

κυρά Μαριγώ.

 

Κι’ άχ εσείς.- αλλοί μου τρισαλλοί –

του χωριού μοιρολογίστρες

θειά Μηλίτσα, θειά Σμαρούλα, θειά Καλή

με πικρά τα λόγια σαν αλόη,

τούτη την ατέλειωτη βραδυά

γείρετε τριγύρω μου κι’ αντάμα μου

με στηθοκοπήματα βαρειά

τ’ αρβανίτικο να στείσουμε

μοιρολόϊ.

 

Θειά Μηλίτσα, θειά Σμαρούλα, θειά Καλή,

κλάψτε πάλι το Λασκέϊκο το σόϊ.

 

Τί, στο πέλαγο κατάντικρυ

στα Σκιαθίτικα ακρογυάλια

του Σταυρού μιάν ήρεμη βραδυά,

άχ ο Βάσος μας σκοτώθηκε

πολεμώντας σα λιοντάρι

για τη λευτεριά.

 

Άχ ο Βάσος μας σκοτώθηκε

άχ ο Βάσος πάει μας πιά…

 

Το μαντάτο τούτο το φριχτό

τ’ άρπαξαν του πελάγου τα κύματα

τ’ άρπαξαν κι’ οι γλάροι στον αγέρα

και το κάνανε τραγούδι θλιβερό

και το κάνανε τραγούδι και το σκόρπισαν

πέρα ως πέρα…

 

Κι’ έλεαν για το σκοτωμένο παληκάρι

και τα κύματα,… κι’ οι γλάροι…..

……………………………..      

   Υπόγεια ρεύματα μιάς πεισιθάνατης διάθεσης και κλίματος απαισιοδοξίας διαπερνούν την ποιητική του γραφή και εντείνουν τους βαθμούς ποιητικότητας του λόγου του. Το σκοτεινό πνεύμα του Θανάτου του αμερικανού ποιητή Έντγκαρ Άλλα Πόε βλέπουμε να υπερίπταται μέσα και πάνω από την ποιητική του ύλη. Ο Θάνατος σαν φυσικό φαινόμενο και σαν διάψευση ελπίδων και οραματικών στόχων υποβόσκει και παραμονεύει κάθε στιγμή να ανατρέψει πράξεις, προσδοκίες, αποφάσεις, όνειρα, προσωπικούς της ζωής σχεδιασμούς. Είναι το σταθερό και αναγκαίο λίπασμα σε αρκετές ποιητικές του συνθέσεις που διαμορφώνουν τον σχεδιασμό τους με τους ρυθμούς των δικών του φλεβών. Το ποιητικό του εύστοχο πείραμα να συνθέσει 16 σύγχρονα Επιγράμματα για Αρχαίες Εταίρες σε μια σύγχρονη μοντέρνα φόρμα, αντίληψη μηνυμάτων και ποιητικότητας, θεωρώ ότι φανερώνει αυτό που ανέφερα παραπάνω, την ιδιοφυία του και την στέρεα και βαθειά του καλλιέργεια. Οξεία παρατήρηση του βίου και των ερωτικών δράσεων των Αρχαίων Εταίρων και ταυτόχρονα μία ματαιότητα της ίδιας της ζωής και των πραγμάτων, της ίδιας της ερωτικής επαφής και της ηδονής των σωμάτων που καταλήγουν στο τέλος όλα, πράξεις και αναμνήσεις, επιθυμίες και νοσταλγίες βορά των σκουληκιών. Το μόνο που μένει τελικά είναι η ευχαρίστηση της στιγμής, η ηδονή του παρόντος ανεπανάληπτου και μοναδικού χρόνου, η αίσθηση μέσω της αφής του σώματος του Άλλου, εφόσον του το επιτρέπουν οι σωματικές του, του φύλου του διεγέρσεις. Το Σώμα μιλά και απαιτεί την δική του χαρά και ευχαρίστηση έστω και στιγμιαία, προκαλεί για να προσκληθεί και προσκαλούμενο εκπληρώνει και τις δικές του επιθυμίες και μελαγχολεί, «φοβάται» τις διαψεύσεις του. Ο Ορέστης Λάσκος δίχως να εμπλακεί στις περιπέτειες της μετάφρασης των Αρχαίων Επιγραμμάτων στα καθ’ ημάς, χωρίς να φορτώσει με πραγματολογικές παρατηρήσεις και σχόλια για τις Αρχαίες Διάσημες Εταίρες, δανειζόμενος την φυσική γυναικεία ταυτότητα της κάθε μίας ξεχωριστά και τις ερωτικές ιδιορρυθμίες του ρόλου της, ξαναπλάθει τις ζωές τους μέσα από το μνήμα τους ως δικαίωση και ως τελική ανάμνηση. Ένα ερωτικό φλας μπακ του «Φιλμ της ζωής» τους. Γυναικείες ερωτικές Φωνές του παρελθόντος σύγχρονες Φωνές της Ζωής ως επαναλαμβανόμενες ερωτικές συνήθειες στα διάφορα παιχνίδια της Ιστορίας. Πέρα όμως από τους ερωτικούς θυελλώδεις ανέμους που φυσούν μέσα στα ποιήματά του και φέρνουν ζάλη χαράς ή αναστάτωσης στους αναγνώστες του, στεναγμούς περασμένων μεγαλείων, πέρα από τους κυματισμούς θανάτου και ενός κλίματος απαισιοδοξίας και ματαιότητας μπλεγμένου με αισιόδοξες προεκτάσεις που πλημμυρίζει τον ποιητικό του λόγο, στα ποιήματά του συναντάμε και ωραίες εικόνες από μέρη της Αφρικής που είχε ταξιδέψει όταν είχε επισκεφτεί χώρες της Μαύρης Ηπείρου μαζί με τους θεατρικούς θιάσους του. Ο Ορέστης Λάσκος φαίνεται να αναβιώνει στα δικά του μέτρα και ανάγκες, ποιητικά σταθμά και εμπειρίες, το ταξίδι του Γάλλου ποιητή Αρθούρου Ρεμπώ, (κάπου τον μνημονεύει κιόλας) δεν είναι τυχαίος ο συμβολισμός της πόλεως «Χαράρ» και ας μην λησμονούμε ότι ο ποιητής παρ’ ότι είχε τάξει σαν σκοπό της ζωής του να ταξιδέψει και να πάει στο Παρίσι, ενώ προετοιμάζεται και διοργανώνει το ταξίδι του, παίρνει το τραίνο του προορισμού, λίγο πριν φτάσει στον προορισμό του αναβάλει την πραγματοποίηση του μοναδικού του Ονείρου και επιστρέφει πίσω. Τελικά κανένα ταξίδι στην ουσία του δεν πραγματοποιείται τελειωτικά και οριστικά. Το πασίγνωστο ποίημά του «Παρίσι» που επαναλαμβάνεται από διάφορους ανθολόγους ήταν γνωστό και  αγαπητό στην μισή πληθυσμιακά Αθηναϊκή Κοινωνία όπως γράφουν οι ειδικοί κριτικοί και γραμματολόγοι. Ο ίδιος το έχει απαγγείλει δεκάδες φορές δημόσια και στο ραδιόφωνο. Είναι σαν σήμα κατατεθέν της ποιητικής του «υπερπαραγωγής». Σε αρκετά ποιήματά του έχουμε την αναφορά σε μουσικές ορολογίες και μουσικά όργανα, ονόματα συνθετών, ακόμα και στις παλαιά ακούσματα από χαβάγιες.

    Ο δοκιμιογράφος Βαγγέλης Κάσσος στο βιβλίο ανθολόγιο που προαναφέραμε των εκδόσεων «Γαβριηλίδης» «Ο ποιητής Ορέστης Λάσκος» Παρίσι άφαντο, ασπρόμαυρο Χαράρ, συμπεριλαμβάνει την ποίηση του ποιητή και σκηνοθέτη, σεναριογράφου και ηθοποιού, κονφερανσιέ στους γάλλους “fantaisistes”. Βλέπε εισαγωγή του βιβλίου.

Διαβάζουμε:

 «Από τα πρώτα κιόλας βήματά του στα Γράμματα, ο Λάσκος δείχνει να επηρεάζεται από τη σχολή των Γάλλων fantaisistes. Όχι μόνον ως προς την ποιητική ιδεολογία, αλλά και ως προς τις περσόνες που αυτοί οι τελευταίοι χρησιμοποιούν.

Χωρίς να έχει δημοσιεύσει ποτέ μανιφέστο, χωρίς να διαθέτει δικό της περιοδικό, αλλά με αξιοθαύμαστο συντονισμό, η ομάδα των fantaisistes έπαιξε πρωταγωνιστικό ρόλο κατά τη δεκαετία του ’10 στα Γαλλικά Γράμματα. Με ιδρυτές τους Francis Carco (1886-1958), Tristan Dereme (1889- 1941) και Robert de la Vaissiere (1880-1937) και με αρχηγό τον Paul- Jean Toulet (1867-1920), το κίνημα των fantaisistes εκδηλώθηκε ως άρνηση όλων των ακαδημαϊσμών και, ιδιαίτερα, ως αντίδραση στις υπερβολές του ρομαντισμού και στις μεταφυσικές φιλοδοξίες του συμβολισμού. Οι ποιητές του κινήματος αυτού δεν καταδικάζουν ούτε εξυμνούν τον κόσμο, στον οποίο ζουν. Τον εισπράττουν ως μιά πτυχή της ύπαρξής τους. Επιθυμούν να είναι, διαδοχικά ή και ταυτόχρονα, σκωπτικοί και τρυφεροί, αυστηροί και ανάλαφροι, χαρούμενοι και λυπημένοι. Φιλοδοξούν τα ποιήματά τους να είναι μέλι φτιαγμένο όχι από νέκταρ, αλλά από στάχτη.

Ο Λάσκος διαθέτει όλα τα παραπάνω χαρακτηριστικά των Γάλλων fantaisistes, με μία όμως, θεμελιώδη διαφορά: ως προς την αίσθηση του τραγικού είναι κατά πολύ οξύτερος από αυτούς, στοιχείο που τον βοηθά να γίνεται πιό καίριος στην έκφρασή του.

          Ποιητικά πρότυπα των Γάλλων fantaisistes υπήρξαν ο Francois Villon (1431-μετά το 1463), ο Antoine de Saint-Amant (1594-1661) και ο Paul Verlaine (1884-1896). Αντίθετα, ποιητικό πρότυπο του Ορέστη Λάσκου φαίνεται πώς υπήρξε, εκτός βέβαια από τους ίδιους τους fantaisistes, ο Charles Baudelaire (1821-1867). Έτσι, ενώ στους Γάλλους fantaisistes η φιλοπαίγμων διάθεση και το στοιχείο spleen κατανέμονται περίπου με ισομέρεια, στον Λάσκο το στοιχείο spleen πάντοτε επιπολάζει. Ακόμη και στην περίπτωση των ερωτικών ποιημάτων του, η μελαγχολία του απλώς φωτίζεται, δεν υποχωρεί….. Β. Κάσσος σελίδες 11-13.             

    Ταλαντούχος θεατράνθρωπος, πηγαίος ποιητής ο Λάσκος ήταν όπως φαίνεται ένας χαρακτήρας αυτό που λέμε «έξω καρδιά», ένας κονφερανσιέ με τον δικό του θίασο που συνεργάστηκε δίπλα σε «ιερά τέρατα» της Ελληνικής Επιθεώρησης», ηθοποιούς και τραγουδιστές, ηθοποιός και σεναριογράφος ο ίδιος, ένας από τους σημαντικότερους και παραγωγικότερους έλληνες κινηματογραφιστές και σκηνοθέτες του ελληνικού βωβού και ομιλούντος κινηματογράφου. Γύρισε από τα τέλη της δεκαετίας του 1920- «Έρως και κύματα» (1927) έως το 1971 «Διακοπές στην Κύπρο» πάνω από 50, για την ακρίβεια 54 ταινίες όχι όλες της ίδιας καλλιτεχνικής αξίας. Η αισθητικές ανισότητές του και οι σκηνοθετικές του «προχειρότητες» έχουν επισημανθεί. Σε ελάχιστες από αυτές συμμετείχε ως ηθοποιός, σε αρκετές έγραψε το σενάριό τους και στις πλείστες ήταν ο σκηνοθέτης τους και ο παραγωγός τους. «Αστέρω» (1929), «Η Άγνωστος» (1956), «Γκόλφω», «Ο παλιάτσος της ζωής» (1930) και άλλες, και φυσικά η ταινία σταθμός που τον καθιέρωσε το 1931 «Δάφνις και Χλόη». Ο Λάσκος γύρω στα 1930 με την συνεργασία ορισμένων φίλων του κινηματογραφόφιλων εγκαταλείπει την ενασχόλησή του με το μουσικό θέατρο και ιδρύουν την εταιρεία παραγωγής «Άστρο Φιλμ». Πολλά του ποιήματα και θεατρικά σκετς ακούστηκαν από το ραδιόφωνο. Το 1942 παντρεύεται την τραγουδίστρια και συνεργάτιδά του Στέλλα Γκρέκα, ζούνε μαζί μέχρι το 1947. Το 1960 παντρεύεται σε δεύτερο γάμο την ηθοποιό Μπεάτα Ασημακοπούλου πρωταγωνίστρια σε αρκετές ταινίες του. Από τον γάμο τους αποκτούν τον μοναχογιό τους Βασίλη Λάσκο.  Οι εμφανίσεις του στην «Μάντρα του Αττίκ» άφησαν εποχή, έκαναν αίσθηση, προκαλούσαν μεγάλο καλλιτεχνικό ενδιαφέρον στο φιλοθεάμων Αθηναϊκό κοινό της εποχής του, οι δε απαγγελίες ποιημάτων του πάνω στη σκηνή με την βροντώδη φωνή  του έμειναν παροιμιώδης.

Το 1980 στο Κινηματογραφικό Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης του απονέμεται το Χρυσό Βραβείο για την συνολική προσφορά του στον Ελληνικό Κινηματογράφο.

Παρενθετικά να αναφέρουμε ότι στους τηλεοπτικούς δέκτες το τελευταίο διάστημα προβάλλονται παλαιές ελληνικές ταινίες με αξέχαστους έλληνες και ελληνίδες ηθοποιούς και αξιόλογους σκηνοθέτες, όπως ο Ντίνος Δημόπουλος, ο πολυτάλαντος Αλέκος Σακελλάριος, ο Γιώργος Τζαβέλας, ο Ζυλ Ντασσέν, ο Ορέστης Λάσκος, ο Τάκης Κανελλόπουλος, ο Γιώργος Σκανελάκης κ.ά. Ελληνικές ταινίες που ακόμα και σήμερα μας ψυχαγωγούν, μας κάνουν να γελάμε, να χαιρόμαστε που τις βλέπουμε και τις ξανά βλέπουμε. Σε πολλές από αυτές που είχαν γυριστεί στον Πειραιά και το Λιμάνι, εμείς οι νεότερες γενιές των Πειραιωτών βλέπουμε την εικόνα ενός άλλου Πειραιά και την ρυμοτομία της Πόλης που ορισμένες φορές αδυνατούμε να αναγνωρίσουμε ποιος χωματόδρομος είναι αυτός, ποια συνοικία. Μια άλλη ατμόσφαιρά του Πειραιά παλαιότερων ιστορικών περιόδων και ζωής.

     Στην όχι και τόσο θετική κριτική του στο περιοδικό «Νέα Εστία» τχ.473/15-3-1947 σ.378 για την συλλογή «Φρεγάτα» (Επιλογή μιάς 20ετίας) ο Κλέων Παράσχος γράφει μεταξύ άλλων: «… Ο κ. Λάσκος είναι ίσως ο μοναδικός Νεοέλληνας ποιητής που γράφει τα ποιήματά του για να τ’ απαγγείλει. Και τ’ απαγγέλει, όπως ξέρουμε όλοι όσοι τον ακούσαμε, εξαίρετα. Έχει μιά φωνή θερμή, παλμώδη, λαγαρή, και απαγγέλει, πράγμα τόσο σπάνιο, με πεποίθηση-με την πεποίθηση ότι αρέσει. Και αρέσει πράγματι».

     Την πρώτη ποιητική εμφάνιση ο Ορέστης Λάσκος της έκανε το 1923 στο περιοδικό «Όρθρος», ενώ έντεκα χρόνια κατόπιν κυκλοφορεί την πρώτη του ποιητική συλλογή «Νινόν-Το Φιλμ της ζωής» (1934). Ακολουθούν οι «Αγριόχηνες», εκδίδεται στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου (1936, η «Τάα- Ρόα» εκδίδεται στο Κάϊρο (1938), και πάλι στην Αλεξάνδρεια το (1950) η συλλογή του «Πλοίαρχος Λάσκος κι’ άλλα ποιήματα», αφιερωμένο στον Ήρωα αδερφό του που σκοτώθηκε. Το (1940) στην Αθήνα κυκλοφορεί τα Ποιήματα της «Αιθιοπίας». Το (1948) στην Αθήνα την συλλογή «Φρεγάτα» (εδώ να θυμίζουμε την προσφώνηση του Κώστα Χατζηχρήστου «Φρεγάτα μου πανέμορφη…». Στην πρωτεύουσα εκδίδονται και οι επόμενές του συλλογές. “Africa” (1956), «Αγριόχηνες- Ποιητικά Άπαντα» (1972), «Γυμνή Μούσα» (1974) που βγήκε με τον Σατιρικό τίτλο «Βρεκεκέξ- κουάξ-κουάξ». Σαν μιά Αριστοφανική υπενθύμιση της ποιητικής του φιλοσοφίας και πρόθεσης. Γιατί ο Ορέστης Λάσκος με την ποιητική του φλέβα διαρκώς να χτυπά δυνατά γνωρίζει ότι το κακό, ο θάνατος δεν ξορκίζεται απλά γελοιοποιείται, μπορεί να σαρκαστεί να διακωμωδηθεί, να γίνει ζαχαρωτή νεκροκεφαλή σε Μεξικάνικες Εορτές και να φαγωθεί ή να γίνει μικρό λουλούδι στο πέτο στην ποίηση του Μίλτου Σαχτούρη. Το ποίημά του επίσης, «Ο Μαύρος Χριστός» είναι η κοινωνική εξομολόγηση του λευκού ανθρώπου απέναντι στις άλλες έγχρωμες φυλές. Η επίγνωση της αποικιοκρατικής και εξουσιαστικής του κυριαρχίας.

(*)., Αντιγράφουμε την κριτική του Αιμίλιου Χουρμούζιου για την ποιητική συλλογή του Ορέστη Λάσκου «Φρεγάτα» Επιλογή μιάς 20ετίας. Η κριτική και οι ποιητικές «υποδείξεις», συμβουλές που δίνει ο γνωστός κριτικός Αιμίλιος Χουρμούζιος, (βιβλιοκρίνει μαζί και τα βιβλία των Χρήστου Γανιάρη «Ευφημία», Όμηρου Μπεκέ «Ο Δον Κιχώτης» και Στέφανου Μπολέτση, «Ραψωδία, 1940- 1946») δημοσιεύεται στο λογοτεχνικό περιοδικό «Νέα Εστία» τχ. 473/15-3-1947, σ.378 τόμος 41ος, έτος ΚΑ΄.

«Ο Λάσκος έχει ταλέντο γνήσιο, πηγαίο- ο Λάσκος θα είχε σήμερα μιά θέση ζηλευτή στη νέα μας ποίηση αν εμπιστεύονταν λιγώτερο στις παρορμήσεις εκείνες που έχουν την αφετηρία τους στη μποέμικη ζωή του κι αν αφομοίωνε την ιδέα πώς η ποίηση δεν είναι μόνο αυτοσχεδιασμός μα και κατεργασία του υλικού, πειθαρχία του αισθήματος στην ανάγκη μιάς αλληλουχίας ανάμεσα στην έμπνευση και στη μορφή. Κι ακόμη αν ήξερε πώς όσα μας συγκινούν αν μπορούν να χυθούν σε στίχο, πρέπει ο στίχος αυτός να μήν είναι μόνο λεκτική ακροβασία με πρόδηλη την αναζήτηση του φανταχτερού, αλλά και υπονοητικός συνάμα, κάτι σαν ανάβρυσμα αβίαστο κι όχι σαν πίδακας με τεχνητά εκτοξευόμενη την πολύκλωνη ροή του. Μέσα στη Φρεγάτα του, που είναι, καθώς ο ίδιος λέει: «ολοκληρωμένη σύνθεση και οριστική μορφή του έργου του μιάς εικοσαετίας», όπου μιλεί το αίσθημα τη λαλιά της ειλικρίνειας βλέπουμε την ποίηση’ όπου σταματά στο προσκήνιο κι αναζητεί τα φώτα της ράμπας, βλέπουμε την υπόκριση και λησμονούμε τον ποιητή που κρύβεται θεληματικά πίσω από τον θεατρίνο. Έγραψα συχνά για τον Ορέστη Λάσκο. Η ποίησή του- ακόμη κ’ εκείνη που πασκίζει να γίνει ποίηση ξεχνώντας το «ρετσιτατίβο»- έχει πολλή γοητεία. Βλέπεις ή διαισθάνεσαι την πλούσια φλέβα και υποπτεύεσαι το μεταλλείο που μένει ανεκμετάλλευτο. Αντλεί από τούτο ο Λάσκος πολλούς σβώλους που λαμπυρίζουν και σπιθίζουν σπαθάτοι μόλις τους αγγίξει μιά λάμψη γνήσιου αισθήματος που τολμά να φανερωθή στον ίδιο τον εαυτό του χωρίς τη διάθεση να γίνη χειροκρότημα των τρίτων. Ο Λάσκος έχει την ψυχολογία των παλιών τροβαδούρων. Γράφει κι απαγγέλλει τους στίχους του σε συντροφιές και σε ρομαντικά ξενύχτια κάτω από το φεγγάρι ή πλάι στο ποτήρι της ταβέρνας. Αν κλειστή μαζί τους μέσα στην κάμαρά του κι αποφασίσει να τους αφιερώσει στη σιγή τους, θα ιδή να ξεπροβάλλουν από τις γωνιές του σκοταδιού κάποιες γνώριμες κι αγαπημένες του σκιές- ο Καρυωτάκης, ο αυτοεξόριστος στο νησί του Ανθίας, ο Καβάφης (το «Πρέπει να φύγεις» είναι αποπαίδι του «Απολείπειν ο Θεός Αντώνιον»)- και θα διεκδικήσουν… συγγραφικά δικαιώματα. Να σκύψη, λοιπόν, περισσότερο στον εαυτό του ο Λάσκος, να εκμεταλλευθή το δικό του μεταλλείο που μπορεί να του εξασφαλίση άνετο ποιητικό βίο. Κι ακόμη: να φροντίση την ποιητική του μόρφωση. Μελετώντας και σπουδάζοντας, συγκρίνοντας και συμπαραβάλλοντας, βρίσκει κανένας το δρόμο του με περισσότερη σιγουριά. Να του το πω τώρα πώς η τελευταία μπαλλάντα του, ο «Τε-Βάγκ», είναι μιά αισθητική πρόοδος που αφήνει πολύ πίσω το δρόμο που έχει διανύσει ως την ώρα; Μα θα το πάρη πολύ απάνω του και θα πιστέψει πώς είναι ποιητικά τόσο αυτάρκης που έχει όλα τα δικαιώματα για να προχωρεί χωρίς να σταματά κάπου- κάπου για να κοιτάζει και τι γίνεται στην περιοχή του κ’ έξω από τα δικά μας γεωγραφικά σύνορα… Κ’ είναι χρήσιμοι, πολύ χρήσιμοι τούτοι οι σταθμοί.».

    Γιατί τους Ποιητές,

μόνο για να πονούν Νινόν τους έπλασεν η Φύσις!...

Ναι, μονάχα για να πονούν!... Γιατί τα βράδια σα γυρνούν

με ματοστάλαχτη καρδιά στο «Υπόγειο» το σαν μνήμα,

βουτούν στη χαίνουσα πληγή την πέννα τους, και στη σιγή,

κάνουνε στίχους τους λυγμούς, και γράφουν… ένα ποίημα!...

          ΟΡΕΣΤΗΣ ΛΑΣΚΟΣ, «Θ’ ΑΘΕΛΑ Ν’ ΑΡΘΗΣ»

 

 Ο Ρ Ε Σ Τ Η  Λ Α Σ Κ Ο Υ

ΑΓΡΙΟΧΗΝΕΣ

ΟΛΟΚΛΗΡΟ ΤΟ ΠΟΙΗΤΙΚΟ ΤΟΥ ΕΡΓΟ

ΠΟΙΗΜΑΤΑ- ΑΠΑΝΤΑ

Αθήνα 1972, σελίδες 208 διαστάσεις 21Χ29. (*) Ορέστης Λάσκος: Κυψέλης…

ΑΦΙΕΡΩΜΕΝΟ ΣΤΗ ΓΥΝΑΙΚΑ ΜΟΥ ΜΠΕΑΤΑ ΚΑΙ ΣΤΟ ΓΥΙΟ ΜΟΥ ΒΑΣΙΛΗ

ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΑΥΤΟ ΣΤΟΙΧΕΙΟΘΕΤΗΘΗΚΕ ΚΑΙ ΤΥΠΩΘΗΚΕ, ΓΙΑ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ, ΣΤΙΣ ΕΓΚΑΤΑΣΤΑΣΕΙΣ ΤΗΣ ΤΥΠΟΓΡΑΦΙΚΗΣ ΕΤΑΙΡΙΑΣ «ΕΠΤΑΛΟΦΟΣ» ΕΠΕ. Ζωοδόχου Πηγής 4.

ΤΑ ΣΧΕΔΙΑ ΕΙΝΑΙ ΤΟΥ ΖΩΓΡΑΦΟΥ: ΓΙΩΡΓΟΥ ΜΟΥΓΙΟΥ (***)

ΤΟ ΣΚΙΤΣΟ ΕΙΝΑΙ ΚΑΜΩΜΕΝΟ ΤΟ 1950 ΑΠΟ ΤΟΝ ΑΛΕΞΑΝΔΡΙΝΟ ΖΩΓΡΑΦΟ ΝΙΚΟ ΓΩΓΟ. (**)

(*) Το μεγάλου μεγέθους βιβλίο με τα Ποιητικά Άπαντα του ποιητή, σεναριογράφου και σκηνοθέτη Ορέστη Λάσκου, το προμηθευτήκαμε από παλαιοπωλείο, έχει δύο χειρόγραφες αφιερώσεις, σελ1 και σελ.9.

(**), στην σελίδα 5 σκίτσο του Νίκου Γώγου

(***) Στις σελίδες 15, 27, 41, 51,69, 103, 123, 143, 165, 189 σχέδια του εικαστικού Γιώργου Μούγιου. Τα διάφορα σχέδια δημοσιεύονται πριν από κάθε ποιητική ενότητα.

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

-ΟΡΕΣΤΗΣ ΛΑΣΚΟΣ, ΣΑΝ ΠΡΟΛΟΓΟΣ, 3

          Ύστερα από είκοσι χρόνια τέλειας απουσίας από τη Λογοτεχνική ζωή του τόπου μας, παρουσιάζομαι σήμερα με συγκεντρωμένο ολόκληρο το από το 1927 μέχρι το 1952 ποιητικό μου έργο.

          Το έργο μιάς εικοσιπενταετίας.

          Θα με ρωτήσουν ίσως πολλοί, γιατί δεν έβγαλα καινούργια ποιήματα.

Γιατί απλούστατα δεν έχω γράψει τίποτα από τότε.

Κι’ ο λόγος; Μήτε κι’ εγώ τον ξέρω.

Ίσως, γιατί, ό,τι είχα να δώσω, τόδωσα.

Μικρό ή μεγάλο αυτό ήταν.

    Και τώρα δυό λόγια για το βιβλίο μου αυτό. Όπως θα δη ο αναγνώστης, είναι τοποθετημένο στην εποχή του.

    Και το σκίτσο μου, και το γράμμα του Ξενόπουλου, και τα λόγια του Νίκου Παππά, δίνουν άμεσα την ατμόσφαιρα της εποχής που γράφτηκαν τα ποιήματα.

    Ποιά θάναι όμως η απήχηση που θάχη;

    Το ξέρω πώς η δική μας γεννιά θα χαρή πολύ βρίσκοντας συγκεντρωμένα όλα μου τα ποιήματα που τόσο τάχε αγαπήσει, ήτε διαβάζοντάς τα, ήτε ακούγοντάς τα από μένα να τ’ απαγγέλλω στις διάφορες φιλολογικές συγκεντρώσεις ή από σκηνής.

    Μα η νέα γεννιά- που δεν τάχει διαβάσει κι ούτε τάχει ακούσει- πώς θα τα δεχτή;

    Θα τα χαρή και θα τ’ αγαπήση κι αυτή, ή θα περάση αδιάφορη; Ιδού η απορία.

     Μάϊος 1972   ΟΡΕΣΤΗΣ ΛΑΣΚΟΣ

-ΕΝΑ ΓΡΑΜΜΑ ΤΟΥ ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΞΕΝΟΠΟΥΛΟΥ (*), 11

1 Νοεμβρίου 1950

Αγαπητέ μου κ. Λάσκο

     Έλαβα το βιβλίο με τα ποιήματά σας που μου εστείλατε από την Αλεξάνδρεια δια του κ. Βαγιάνου. Σας ευχαριστώ! Σπάνια παίρνω στα χέρια μου τόσο ωραία βιβλία και σας βεβαιώνω πώς καιρούς είχα να διαβάσω ποιήματα σαν τα δικά σας- εκτός αν ήταν πάλι δικά σας, γιατί ένα τουλάχιστον, το “Santa Maria”, το ήξερα και το θυμόμουν καλά. Τα κομμάτια της νέας συλλογής είναι τόσο ωραία όλα, που κανείς δεν θα ‘ξερε να πει αντικειμενικώς ποιό είναι το καλύτερο. Εγώ υποκειμενικώς, προτιμώ το “Santa Maria”, έπειτα εκείνο στον Ελαιώνα που τόσο μοιάζει με ποίημα ή διήγημα του Poe.

Σας ευχαριστώ και πάλι και σας ασπάζομαι.

Φίλος και θαυμαστής σας.

*(Το γράμμα αυτό, τόστειλε ο Ξενόπουλος στον ποιητή, το Νοέμβριο του 1950, ύστερα από το διάβασμα της ποιητικής του συλλογής «ΠΛΟΙΑΡΧΟΣ ΛΑΣΚΟΣ»).

-ΝΙΚΟΣ ΠΑΠΠΑΣ, 12-13

          Στις πολιτισμένες λογοτεχνίες, όπως εκδηλώνεται μιά δυνατή και ιδιόρρυθμη σφραγίδα προσωπικού έργου, έτσι φανερώνονται και διάφοροι λογοτεχνικοί τύποι, οι οποίοι παράλληλα με την πνευματική τους ατμόσφαιρα, γεμίζουν κέφι γραφικότητα κι’ ευγενική παραξενιά τη ζωή και τα παρασκήνια ενός τόπου.

          Στην Γαλλία από τον Βερλαίν ως τον Φρανσουά Βιγιόν, και στην Ιταλία από τον Στεκέττι ως τον Ντανούτσιο, επέρασε μιά περίφημη λεγεώνα τύπων πνευματικών, που έδωσαν ένα κοινωνικό ρίγος, απαράμιλλης μποεμίας ή εξωφρενικού εκκεντρισμού.

          Στην Ελλάδα, όπως δεν υπάρχουν άφθονα έργα με ισχυρή προσωπικότητα έτσι δεν βρίσκει κανένας, εκτός από ελάχιστους συμπαθείς, ούτε τους ωραίους αυτούς λογοτεχνικούς τύπους, με τους οποίους ως ένα βαθμό η πνευματική ζωή μιάς χώρας, δείχνει και το βάθος του πολιτισμού της.

          Αντίθετα μάλιστα, την ψυχική αυτή φυσικότητα τον αυθορμητισμό μιάς τέτοιας εκδηλώσεως τον παίρνουν για ελεεινή απομίμηση, που καταντά έξοχα και ανόητα, σε μιάν αποσυνθετική μποεμία, και σ’ έναν διανοητικό αλητισμό.

          Είναι γνωστό, πόσο έντονο συναίσθημα είναι για τον πνευματικό άνθρωπο, η λεγόμενη λύτρωση, η καταφυγή σε μιά ζωή ανάλογη με τις πνευματικές επιδιώξεις της, η επιθυμία να νοιώση κανένας όσο πιό έντονα μπορεί τα αισθήματά του και τα όνειρά του. Ο Μωρεάς έφυγε στο Παρίσι, πιό πολύ για να ζήση πλατιά παρά για να δοξαστή με την ποίηση. Κι’ είναι άλλο πράμμα αν πέτυχε και το δεύτερο.

          Έτσι λοιπόν στην Ελλάδα, όσες φορές τυχαίνει ν’ αντικρύσουμε ή και να υποψιαστούμε απλώς τον ωραίο αυτό λογοτεχνικό τύπο, αισθανόμαστε αμέσως όλη την έλξη και τη συμπάθεια που αρμόζει.

          Με τον Καβάφη, η απληστία που γέννησε η φαντασμαγορία της ζωής του, υπήρξε πολλές φορές πιό καταπληκτική από εκείνη τη δίψα του έργου του.

          Με τον Καρυωτάκη και την Πολυδούρη, πολλές φορές αγωνιούμε και ερευνούμε να τους ανακαλύψουμε. Όμως πιστεύω, ότι μέσα στην πνευματική μας ζωή, ο πιό σφοδρός, ο πιό έντονος, ο πιό ευρύς τύπος λογοτεχνικός είναι ο Ορέστης Λάσκος. Από τα μικρά του χρόνια που ξεκίνησε από την Ελευσίνα, ως τα σήμερα που ζει στην Αθήνα, ετάραξε την ατμόσφαιρα της ζωής μας, με έναν άνεμο ορμής, που ανέτρεψε τα πάντα χωρίς να τα καταστρέψη.

          Οραματιστής με απόλυτη αντίληψη, πλήρης ζωτικότητας, υπερπληθωρικός, αγέρωχος, μεστός από βίαιο πάθος, γνωρίζει την ποίηση να τη γράφη όσο και να τη ζη. Όπως άμεσα και απροκάλυπτα χαίρεται ένα γεγονός, έτσι φέρνει και την ποίησή του. Τα πρώτα του ανυπόταχτα χρόνια του τα κλείσανε στη Σχολή των Ευελπίδων. Αλλά μ’ ένα πήδημα απ’ το παράθυρο, πέταξε έξω προς τη ζωή τις δεκαεφτά σφριγηλές του ανοίξεις.

          Ζήτησε στην Ιατρική την παραμυθία της μαθήσεώς του. Αλλά πείσθηκε γρήγορα, πώς είναι ένας αδιόρθωτος ποιητής. Εμφανίστηκε παντού όπου υπάρχει ζωή, σφρίγος, ποίηση. Τον είδαμε συγγραφέα και σκηνοθέτη κινηματογραφικών σεναρίων, κινηματογραφικό αστέρα, ηθοποιό της σκηνής, ιδιόρρυθμο απαγγελέα στο συγκρότημα του αξέχαστου Αττίκ, και τέλος θιασάρχη.

          Παντού όμως, όπου τον συναντήσαμε, τον βρήκαμε ποιητή, γεμάτο νειάτα και δική του ατμόσφαιρα, χαρακτηρισμένο μ’ εκείνο το Φολάτρ στοιχείο που αποδίδουν οι Γάλλοι στην καλή του σημασία.

          Ο Λάσκος, συχνά μου φαίνεται ανάμεσά μας σαν μιά πελώρια σημαία που ανεμίζεται λεύτερη και με θυμό, προς όλους τους ορίζοντες.

Από τα πρώτα ποιητικά του βήματα, μιά ελευθερία κινήσεων, ένας τόνος ανοιχτός, φτάνοντας ως τα όρια μιάς κυνικότητας, ήταν το χαρακτηριστικό της λογοτεχνικής του προσωπικότητας.

          Δεν δοκίμασε μέσα στην ποίησή του ρεμβασμούς, πλήξη, ανικανοποίητα. Ούτε στάθηκε δέσμιος ποτέ αισθητικών προσανατολισμών και εσωτερικής καλλιέργειας. Μόνος του βροντοφωνεί με την χαριτωμένη του ωριμότητα, πώς είναι ο αδαέστερος των Ελλήνων ποιητών και μελετά μόνον τον Ορέστη Λάσκο.

          Όλος, καθώς είναι σαν μιά φλόγα, σαν ένας αναμμένος δαυλός, θυελλώδης κι’ ασυγκράτητη ιδιοσυγκρασία, ώρμησε κυριολεχτικά στην ποίηση με φωνή αδέσμευτη, με τόνο διάτορο, μ’ αισθήματα τρομερά, με λόγια αυθαίρετα, με ρυθμούς εξωφρενικούς, κι’ έφτιασε ένα είδος λυρικής ποιήσεως συναρπαστικής και ρωμαλέας, προσωπικής και λεύτερης, ικανής να περιλάβη όλους τους τόνους κι όλα τα χρώματα. Γυρίζει κι’ ο Λάσκος ανάμεσά μας, μακρυά μας, παράξενος, άστατος, ανικανοποίητος. Τί να γίνη; Έτσι είναι οι αληθινοί ποιητές. Συμφύρονται, πληγώνονται, χτυπιούνται όσο νάρθη η ώρα τους να φτερουγίσουν.

          Ποιός δεν το ξέρει το έξοχο παραμύθι;

    Μιά φορά ήταν μιά κόττα που κλωσσούσε τ’ αυγά της. Της βάλανε κι ένα αυγό κύκνου. Βγήκαν τα πουλάκια και μεγάλωσαν, και το ανόμοιο, τ’ αταίριαστο πουλί του κύκνου, το περιγελούσαν και το τσιμπούσαν τ’ άλλα. Ώσπου μεγάλωσε, μεγάλωσε, κι’ ένα πρωί, που ανέτειλε ωραίο, έκαμε κάτι μεγάλο κι αβάσταγα φτερά και χάθηκε στους κυανούς αιθέρες.

            ΝΙΚΟΣ  ΠΑΠΠΑΣ (1946)

          Ν Ι Ν Ο Ν

ΑΠΟ ΤΟ ΦΙΛΜ ΤΗΣ ΖΩΗΣ (1927-1934)

ΠΟΙΟΣ ΘΑ ΤΟ ΠΙΣΤΕΥΕ…, 19

ΠΑΝΕ ΝΥΧΤΙΕΣ…, 20

ΗΤΑΝ ΜΙΑ ΝΥΧΤΑ…, 21

ΚΙ’ ΕΡΧΟΝΤΑΙ ΟΙ ΜΕΡΕΣ…, 22

ΗΡΘ’ Ο ΚΑΙΡΟΣ…, 23

ΟΤΑΝ Θ’ΑΡΘΗ ΚΑΠΟΙΑ ΦΟΡΑ, 24

Θ’ ΑΘΕΛΑ Ν’ ΑΡΘΗΣ, 25

          Α Ρ Χ Α Ϊ Κ Α    

ΑΠΟ ΤΟ ΦΙΛΜ ΤΗΣ ΖΩΗΣ

ΔΕΗΣΕΙΣ ΓΥΝΑΙΚΩΝ ΣΤΗ ΘΕΑ ΤΟΥ ΕΡΩΤΑ

ΤΗΣ ΚΟΡΗΣ, 32

Μάννα της Γης, των Ωκεανών, και των απείρων Ουρανών,

-ώ Αστάρτη, ώ Μύλιττα, ώ Τανίτ, ώ Δερκετώ, κι’ ώ Μίτρα,-

δέξου μ’ ευλάβεια τον φαλλό που Σου κρεμώ στον ομφαλό,

και κάμε σάρκινος ναρθή γοργά στη χέρσα μήτρα!...

ΤΗΣ ΑΡΡΑΒΩΝΙΑΣΜΕΝΗΣ, 32

Κύπρις, μητέρα της σαρκός, που όλοι Σου δέονται διαρκώς,

τον αραχνένιο πέπλο μου δέξου ιλαρή, και κάνε

την ώρα τη λαχταριστή που η παρθενιά μου θα σκιστή,

πιό φρενιασμένες οι ηδονές από τους πόνους νάναι!...

ΤΗΣ ΓΕΡΟΝΤΟΚΟΡΗΣ, 32

Ώ! Αστάρτη που έρωτα κερνάς όθε λαγγεύοντας περνάς,

και στους εγκέφαλους σκορπάς τις λαύρες παρακρούσεις,

δέξου τα δάκρυα ως προσφορά για μιάν αρίφνητη φορά,

και στέρξε κάποτε ναρθής την πόρτα μου να κρούσης!...

ΤΗΣ ΓΡΗΑΣ, 32

Με ξασπρισμένα τα μαλλιά, με σβραχνιασμένη τη μιλιά,

και μαραμένο το κορμί που ερείπιο μπρός Σου πέφτει,

Σου φέρνω κλαίγοντας πικρά, με τα όνειρά μου τα νεκρά

κι’ όλα μου τα στολίδια μου και το χρυσό καθρέφτη!...

Ώ Αθάρα, ώ Μύλιττα, ώ Τανίτ, κι ώ Αφροδίτη, τώρα

μόνο τα μύρα κράτησα… για τη στερνή την ώρα!....

ΔΕΗΣΕΙΣ ΑΝΤΡΩΝ ΣΤΟΝ ΠΡΙΑΠΟ

ΤΟΥ ΕΦΗΒΟΥ, 34

Ώ εσύ που κάνεις να μπορούν την ευτυχία να χαρούν

και τα πιό ανάξια πλάσματα της Γης, σαν αγαπάνε,

δέξου την κνίσσα ευφραντικά στους Ουρανούς, και στοργικά

της φαντασίας τα «σχήματα»… σάρκα να πάρουν κάνε!...

ΤΟΥ ΝΕΟΝΥΜΦΟΥ, 34

Σπέρμα του Βάκχου φλογερό,  με το υπογάστριο το γερό,

και την αδάμαστην ορμή μεσ’ στου Έρωτα την πάλη,

το βράδυ αυτό θα παντρευτώ με μιά παρθένα, και γι’ αυτό

κάμε τη σάρκα πύρινη, και τον φαλλό μου ατσάλι!...

ΤΟΥ ΠΟΙΗΤΟΥ, 34

Προστάτη των Λαμψακηνών, και χορηγέ των ηδονών,

δέξου τη λύρα βλακωδώς που κρούω με τους ιάμβους,

και κάμ’ ως θα πλαντάζη ο νους στους οργασμούς, τους πιό τρανούς

με τον αυλό το σάρκινο να υψώσω διθυράμβους!.

ΤΟΥ ΓΕΡΟΥ, 34

Δημιουργέ των ευωδιών της βαρβατίλας των βοδιών,

και κυβερνήτη των κραυγών της γενετήσιας πράξης,

δράμε βοηθός για μιά φορά στην τραγική μου συμφορά,

των νεκρωμένων μου μελών τη νάρκη να ταράξης!...

Κι’ ως, τις στιγμές των ασπασμών, κρουσ’ η καμπάνα των σπασμών

τρέχα στον Άδη και γοργά τον Χάροντα να κράξης!

      ΕΠΙΤΑΦΙΑ ΕΠΙΓΡΑΜΜΑΤΑ ΑΡΧΑΙΩΝ ΕΤΑΙΡΩΝ

ΛΑΪΣ, 36

Ωχρέ διαβάτη της ζωής, εδώ αναπαύεται η Λαϊς,

η πιό λαμπρή μεσ’ στις λαμπρές εταίρα της Κορίνθου,

πούχε τα μάτια βυρηλλιά, κι’ είχε τη σάρκα για φιλιά,

κι’ είχε τα χείλια πορφυρά σαν πέταλλα υακίνθου!...

ΦΥΛΛΙΣ, 36

Εδώ αναπαύεται η Φυλλίς, η ωραία εταίρα η προσφιλής,

πού ως ίσκιον έσερνε αμαυρό το πλήθος το «Κενταύρειο»,

και τώρα, στον βαθουλωτό, τον πρίν ασύγκριτο λωτό,

σμήνος σκουλίκια οργιοκοπούν σ’ ένα χορό μακάβριο!...

ΜΥΡΤΩ, 36

Σκέλεθρο πιά σιχαμερό στο λάκκο της το λασπερό

κείται η Μυρτώ, πού στράγκισε τις ηδονές πλημμύρα,

κι’ είχε τα μπρούτζινα μεργιά λουσμένα πάντα στα βαρειά

της Αραβίας τ’ αρώματα και της Νουβίας τα μύρα!...

ΡΟΔΗ, 36

Εδώ, πού οργιάζ’ η πασκαλιά κοντά στου τάφου τα σκαλιά,

και τα γκρενά γαρούφαλα μοσκοβολούν στη γλάστρα,

πικρά θρηνώντας η Ροδή, τους έρωτές της τραγουδεί,

πάσα τη μέρα στα πουλιά κι’ όλη τη νύχτα στ’ άστρα!...

ΦΡΥΝΗ, 37

Σ’ ύπνο βαρύ, στερνή φορά, ιερή στον Άδη προσφορά,

νεκρή, τα ωχρόλευκα μεργιά τανύει στον τάφο, η Φρύνη.

-Δεόμεθά Σου ώ Μύλιττα, τα κάλλη της τ’ αμίλητα,

Κάμε ν’ ανθίσουν ζουμπουλιές… κι’ η πλάκα ν’ αλαφρύνη!...

ΒΑΚΧΙΣ, 37

Στα μπράτσα κρίκους αργυρούς, και στους μηρούς τους λυγερούς

χρυσούς φορώντας πλουμιστούς με σκαραβαίους σαπφείρους,

κι’ αχνά βαμμένη με κινά, για το ταξίδι ξεκινά,

λαύρες μεστή, τους φλογερούς να ερωτευθή Καβείρους!...

ΛΕΟΝΤΙΟΝ, 37

Γελώντας άρρητα φριχτά, με τα σαγόνια τ’ ανοιχτά,

στην πάσα χώρα η ξακουστή του Επίκουρου ερωμένη,

κηρύττει τα «διδάγματα» στων σκουλικιών τα τάγματα,

πού ως «οπαδοί», στη σάρκα της γλεντούν την κολασμένη!...

ΠΛΑΓΓΩΝ, 37

Στη σαρκοφάγο την ψυχρή απ’ αλάβαστρο, κείται νεκρή

η ωραία Πλαγγών με τις σφοδρές κι’ εκκεντρικές της τάσεις,

πούχε γητεύματα φιδιού, κι’ είχε σβελτάδα ζαρκαδιού,

κι’ είχε σπουδάσει της Τανίτ τις τριανταπέντε «στάσεις»!...

ΣΕΙΛΗΝΗ, 38

Των Σειληνών της ηδονής τ’ άρρωστα νεύρα να δονής,

είχες σπουδάσει στο Ιερόν της Κύπριδος, Σειλήνη,

μα ήσουν αλλοί, τόσο λευκή, που αχνή μιά νύχτα και γλαυκή,

σ’ άρπαξε για παντοτινή της Ιέρειαν η Σελήνη!...

ΓΛΥΚΕΡΑ, 38

Ξένε, που οδεύεις ασκεπής στην άσπρη χώρα της Σιωπής,

στάσου στο μνήμ’ αυτό το υγρό που οργών’ η μολοχάνθη’

Στην γην εντός τη νοτερή, μάταια η Γλυκέρα καρτερεί

χρόνια απ’ τους πλήθιους εραστές ένα μπουκέτο μ’ άνθη!...

ΝΕΒΡΙΣ, 38

Εδώ αναπαύεται η Νεβρίς η περιβόητος ορχηστρίς,

που ωδές στον Πρίαπον έγραφε με τα κρουστά της μέλη,

και που ένα βράδυ φλογερό στών εφτά πέπλων το χορό

φούντωσε τόσο, που έπεσε νεκρή πλάϊ στη θυμέλη!...

ΑΣΠΑΣΙΑ, 38

Στην Πολιτεία τ’ αμίλητου, σπέρμα ιερό της Μίλητου,

λευκή ως οδεύεις, σ’ ακλουθούν των Αθηναίων τα σμήνη,

κι’ απ’ την Ακρόπολην εκεί, σαν μιά υπερκόσμια μουσική

σε προβοδούν σπαραχτικοί της Αθηνάς οι θρήνοι!...

ΝΙΚΩ, 39

Εδώ αναπαύεται η Νικώ, με το κορμί το ηδονικό,

τετράξανθη, κι’ ορθόβυζη, γλυκειά γκριζοματούσα,

περίφημη κι’ ονειρευτή, πούτανε πάντα η ζηλευτή

των φιλοσόφων παλλακίς και των ποιητών η Μούσα.

ΜΥΡΤΑΛΗ, 39

Το θείον ως λύγιζες κορμί, στής φόρμιγγας τη λαγνή ορμή,

κι’ αλλόφρονη μιάν ηδονή σκορπούσες στους θεατές σου,

δεν έννοιωσες μικρούλ’ αλλοιά, τον Χάροντα το Βασιλιά,

πώς ήταν ο πιό βάναυσος από τους θαυμαστές σου!...

ΡΑΔΙΝΗ, 39

ΞΑΝΘΩ, 39

          Η Δ Ο Ν Η

          ΑΠΟ ΤΟ ΦΙΛΜ ΤΗΣ ΖΩΗΣ

ΑΛΛΑΓΗ, 45

ΕΚΜΗΔΕΝΗΣΗ, 46

ΣΕ ΜΙΑ ΠΕΡΑΣΤΙΚΗ, 47

ΝΥΧΤΕΡΙΝΕΣ ΘΥΣΙΕΣ, 48

ΚΑΛΟΚΑΙΡΙΝΟ ΜΕΣΗΜΕΡΙ, 49

          Α Ν Ι Α

          ΑΠΟ ΤΟ ΦΙΛΜ ΤΗΣ ΖΩΗΣ

ΤΟ ΖΕΥΓΟΣ ΒΡΑΝΑ, 55

Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΩΝ ΚΟΥΡΑΣΜΕΝΩΝ ΠΟΙΗΤΩΝ, 56       

Σαν φίλος πάντως θε ναρθή την ωρισμένην ώρα

και δίχως άλλη εισαγωγή θα ψιθυρίση: «Πάμε».

Και μείς, πού βαρυεστήσαμε τ’ αστέρια ν’ αγαπάμε

θα τον ακολουθήσωμεν ευθύς στην άυλη χώρα.

 

Τα δρύϊνα φέρετρα όπου εντός βουβοί θα ξαπλωθούμε

θα μας φανούνε σαν τα πιό αναπαυτικά κρεβάτια’

και με τα μέλη τανυστά και σφαλιστά τα μάτια

στη στοργική αγκαλιά της Γης μακάριοι θα χωθούμε.

 

Κι’ εκεί, με την απόλυτη γαλήνη των αψύχων,

στο ζόφος της ανυπαρξίας θα βυθιστούμε αντρίκεια.

Και για μιά τέλεια λύτρωση τα πάνσοφα σκουλήκια

θ’ αποτελειώσουν το έργον του γοργά με δίχως ήχον,

 

… Γι’ αυτό, βαριεστημένοι πιά τ’ αστέρια ν’ αγαπάμε

τον προσδοκούμε αγωνιωδώς μιάν οποιαδήποτε ώρα

να ‘ρθη σαν φίλος μας καλός περ’ απ’ την άυλη χώρα

και δίχως άλλ’ εισαγωγή να ψιθυρίση: «Πάμε».

ΜΑΤΑΙΗ ΠΡΟΣΠΑΘΕΙΑ, 57

ΣΕ ΜΙΑ ΠΟΡΝΗ, 58

ΒΡΥΚΟΛΑΚΕΣ, 59

Η ΠΑΡΑΣΤΑΣΗ, 60

ΤΟ ΠΑΒΙΓΙΟΝ ΤΟΥ ΚΛΑΜΠ ΤΗΣ ΕΛΕΥΣΙΝΑΣ, 61

ΣΤΟ ΥΠΟΓΕΙΟ ΖΑΧΑΡΟΠΛΑΣΤΕΙΟ, 63

ΤΟ ΜΠΑΓΚΕΙΟΝ, 63-64

Κάτω απ’ τα τόξα του υπογείου με τις τεφρές σκιές των,

και μέσ’ στην κούφια ατμόσφαιρα που μιά σιγή αντηχεί,

της Κοινωνίας οι άχρηστοι κηφήνες, μοναχοί,

στο περιθώριον της ζωής διαγράφουν τις τροχιές των.

 

Και να, εκειδά στο καναπέ ο Μαρτίνος λυπημένος

για της Γιολάντας τον καημό χαμογελάει πικρά.

Ενώ ο Μπολέτσης σκυθρωπός, με τα όνειρα νεκρά,

στο τραπεζάκι αναγερτός καπνίζει αφηρημένος.

 

Ο Μπέζος ο ήρεμος κι’ ωχρός, κι’ άλλοι δυό τρείς ζωγράφοι,

μεσ’ στο καρνέ τους μολυβιές τραβούν μηχανικώς.

Κι’ όμοια σαν μούμια Αιγυπτιακή ο Βαγιάνος σοβαρός

μιάν απ’ τις μύριες κριτικές περί Καβάφη γράφει.

 

Ο Ζώτος, ο άρρωστος ποιητής με τη θλιμμένη φάτσα,

κάποιο τραγούδι σιγανά απαγγέλλει με λυγμούς.

Ενώ ο Μαράκης δίπλα του μουντός μεσ’ στους καπνούς,

χαράζει αδρά στο μούτρο του κάποια στυγνή γκριμάτσα.

 

Εκεί πιό πέρα ο Θόδωρος ο σαρκαστής, κι’ ο αστείος,

βήχοντας φτύνει αδιάφορος μιά αιμάτινη σταλιά.

Κι ο Ανθίας ο αιθερομανής ποιητής σε μιά γωνιά,

με μάτια κόκκινα, θολά, μονολογεί ηλιθίως.

 

Κι’ εγώ, που ως μεσ’ στα κύτταρα χωρίς να υπάρχη λόγος,

μιά πλήξη απροσδιόριστη με κυβερνάει καιρό,

με την τρανήν αμφιβολία ενός Άμλετ στο μυαλό

τοποθετούμαι μεσ’ σ’ αυτό το πλαίσιον… αναλόγως.     

ΝΥΧΤΑ ΧΕΙΜΩΝΟΣ, 65

ΤΑΞΙΔΙ ΣΤΟ ΒΛΑΔΙΒΟΣΤΟΚ, 66-67

-----------------

          Α Γ Ρ Ι Ο Χ Η Ν Ε Σ (1934-1936)

ΝΑ ΦΕΥΓΗΣ ΠΑΝΤΑ…, 73-75

ΤΟ ΠΑΡΙΣΙ, 76-78

ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΦΥΓΗΣ, 79-80

ΤΑΜ-ΤΑΜ, 81-83

ΡΟΜΠΟΤ, 84-85

ΦΘΙΝΟΠΩΡΟ, 86-87

ΧΕΙΜΩΝΑΣ, 88-89

ΧΑΡΟΥΜΕΝΗ ΠΟΛΗ, 90

ΤΟ ΝΕΚΡΟ ΣΗΜΕΙΟ, 91-92

ΤΡΙΑΝΤΑ ΟΧΤΩ ΚΙ’ ΕΝΝΙΑ, 93-95

ΑΓΡΙΟΧΗΝΕΣ, 96-97

ΚΑΘΕ ΒΡΑΔΥ, 98-99

ΠΡΟΣΕΥΧΗ, 100-101

--------

          Τ Α Α – Ρ Ο Α (1936-1941)

ΟΥΑΤΑΝΙΑ, 107-108

ΥΒΕΤ ΜΙΚΑΛΕΦ, 109-110

ΣΥΜΦΩΝΙΑ, 111-112

ΦΡΕΓΑΤΑ, 113-114

ΑΚΚΑ  ΚΕΜΠΝΕΚΑΪΖ, 115-116

ΓΑΛΗΝΗ, 117-118

ΤΑΑ –ΡΟΑ, 119-121

-------

          Σ Τ Ρ Ο Φ Ε Σ (1941-1943)

ΚΑΤΟΧΗ, 127

Ο ΠΑΝΙΚΟΣ ΤΗΣ ΠΕΙΝΑΣ, 128

ΣΤΟΝ ΑΝΘΡΩΠΟ, 129

ΠΑΜΕ ΣΤΟ ΔΑΣΟΣ, 130

ΤΑ ΠΟΥΛΙΑ ΤΟΥ  ΝΕΙΛΟΥ, 131

Είναι στο Νείλο κάτι ολόλευκα πουλιά

πού την τροφή τους μεσ’ στη λάσπη αναζητάνε.

Κι’ όταν μετά στον ουρανό ξαναπετάνε

λάμπουν χιονάτα ως πριν στα ηλιοφιλιά.

 

Α! να μπορούσες, ώ! ψυχή, κι’ εσύ ως βουτάς

μέσα στη λάσπη που τα πάντα έχει καλύψει,

κάθε φορά λαμπρότερη προς τα ύψη

σαν τα πουλιά του Νείλου να πετάς.  

ΓΚΡΕΜΙΣΜΑ ΚΙ’ ΑΛΛΟ, 132

Ο ΛΟΥΛΟΥΔΟΚΗΠΟΣ, 133

ΚΙ’ ΕΙΠΕΝ ΑΥΤΟΣ, 134

ΝΑΝΑ, 135

ΦΡΙΧΤΟ ΚΑΙ ΜΑΥΡΟ, 136

ΗΡΘΕΣ ΙΣΜΗΝΗ, 137

ΣΤΟ ΣΠΙΤΙ ΤΟΥ ΧΩΡΙΟΥ, 138

ΝΑΠΟΛΕΩΝ, 139

Φορούσα χάρτινο καπέλο τρικαντώ

κι’ ένα σπαθί ξυλένιο που σερνόταν χάμου.

Κι’ ήμουνα ο Ναπολέων στη γύρω γειτονιά μου

μ’ έπαρση κι’ ύφος υπεροπτικό.

 

Το τρικαντώ και το σπαθί μου τα φορώ

και τώρ’ ακόμα, που παιδί δεν είμαι πλέον.

Κι’ είμαι και τώρα και σαν και τότε Ναπολέων,

μα Ναπολέων….. μ ε τ ά  τ ο  Β α τ ε ρ λ ώ.

ΣΠΙΤΙ ΜΟΥ  ΠΑΤΡΙΚΟ, 140

ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ 14/9/43, 141

Ήρθε αναπάντεχα η μεγάλη συμφορά

με λόγια απλά όπως λέγονται οι μεγάλοι πόνοι.

Ο Βάσος Λάσκος, κυβερνήτης του «ΚΑΤΣΩΝΗ»

σκοτώθηκε στής Σκιάθου τα νερά.

 

Αυτό ήταν όλο. Του Θανάτου η συννεφιά

σκεπάζει τώρα της καρδιάς του το διαμάντι.

Παρακαλώ σε Αλέξανδρε Παπαδιαμάντη

πάρτον εκεί κοντά σου συντροφιά. 

------

          ΠΛΟΙΑΡΧΟΣ  ΛΑΣΚΟΣ (1943-1950)

ΠΛΟΙΑΡΧΟΣ ΛΑΣΚΟΣ, 147-149

ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ, 150-151

ΗΜΕΡΑ ΑΝΘΡΩΠΟΥ, 152-153

SANTA  MARIA, 155-157

ΥΔΡΑΙΪΚΟ, 158-159

Ο ΠΟΡΤΟΚΑΛΕΝΙΟΣ ΘΑΝΑΤΟΣ, 160-161

Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΗΣ ΜΗΤΕΡΑΣ, 162-163

Απόψε πέθανε η μητέρα μας.

Κι’ εμείς οι λίγοι που απομείναμε

Εγώ, κι’ η Νούλα, κι’ η Κατίνα, κι’ η Μαρίνα,

την αποχαιρετήσαμε με κλάματα

εμείς οι λιγοστοί που μείναμε

στο πατρικό στην Ελευσίνα.

 

Απόψε πέθανε- το λέω και ριγώ-

η κυρά- Παμεινώντενα… η κυρά- Μαριγώ,

 

Οχτώ μερόνυχτα την πρόσμεναν

και τους θωρούσα που την ζύγωναν

σαν ηλιαχτίδες μεσ’ στο δάσος

ο γέρο –Παμεινώντας ο άντρας της

κι’ οι τρείς λεβέντες της οι γιοί της

ο Γιάννης, ο Αγησίλαος, κι ο Βάσος.

 

Κι’ απόψε βράδυ-ώ! Θλίψη!... κι’ ώ! χαρά τους!-

δρασκέλισε το σύνορο και πήε κοντά τους.

 

Πρίν λίγες ώρες ήταν ήρεμη εντελώς.

Την κρίσιμη ώρα της που σίμωνε, φαινότανε

πώς μήτε κάν την είχε φανταστεί!.

Κάποια στιγμή μονάχα κάρφωσε τα μάτια της

στίς δυό γειτόνισσες στη Σίμω και στη Σάνα

και τις ρώτησε: «Πήρατε κρασί;».

 

Η μητέρα σκεφτήκαμε παραμιλεί

και κοιταχτήκαμε στα μάτια σιωπηλοί.

 

Και πέθανε. Κι’ η Σίμω με τη Σάνα τήνε γδύσανε

και φέρανε κρασί για να ξεπλύνουνε

καθώς ταιριάζει τη νεκρή μας μάννα.

Και τότε νοιώσαμε όλοι μας ριγώντας

το φοβερό το νόημα που κλείνανε

τα λόγια της στη Σίμω και στη Σάνα.

 

Ά! Να μπορής με κάποιο: «Πήρατε κρασί»

να δρασκελάς το σύνορο κι’ εσύ…

 

Απόψε πέθανε η μητέρα μας.

Την αποχαιρετήσαμε με κλάματα.

Εμείς οι λιγοστοί δικοί της.

Και την πήρανε και φύγανε

με γέλια και χαρές ο άντρας της

κι’ οι τρείς λεβέντες της οι γιοί της… 

-----

          Α Φ Ρ Ι Κ Α (1950-1952)

ΑΙΓΥΠΤΟΣ, 169-170

ΤΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΩΝ ΝΕΙΛΩΝ, 171-172

«ΡΕΣΙΤΑΛ  ΧΑΡΑΣ», 173-174

ΤΑΕΤΟΥ, 175-176

ΜΙΣΟΣ- ΜΙΣΟΣ, 177-178

ΔΕΗΣΗ ΣΤΟ ΜΑΥΡΟ ΧΡΙΣΤΟ, 179

Μαύρε Χριστέ, του τρισαπόμακρου Χαράρ,

που η χείρ του Αιθίοπα ζωγράφου Σ’ έπλασεν

«Εικόνα του κι’ ομοίωσή του»,

με τις δεήσεις σύσμιχτα των μαύρων Σου πιστών,

δέξου μαζί και τη θερμή τη δέηση

του άσπρου παρασίτου.

 

Τί Εσύ, πιό απλός, πιό πικραμένος απ’ τον Ά λ λ ο,

θα νοιώσης πλέρια τον καημό μου το μεγάλο.

 

Μαύρε Χριστέ, δεν Σου το κρύβω, είμαι κι’ εγώ

ένας λευκός αμαρτωλός, που μέσα μου

βαραίνει η Μοίρα της φυλής μου.

Λαός οι αμαρτίες με κυκλοζώνουνε,

κι’ οι ένοχοι πόθοι μου κι’ οι τύψεις μου χαρίσανε

το αιμάτινο άγχος της ψυχής μου.

 

Κι’ έρχομαι ικέτης Σου στη μαύρη καλοσύνη

να ζητιανέψω τη χαμένη μου γαλήνη.

 

Κάμε, ώ! μαύρε Κύριε, μεσ’ στο Είναι μου

τίς πολιτείες των άσπρων πειρασμών

θύελλα τροπική να τις σαρώση.

Και μέσ’ απ’ τα κουφάρια κι’ από τα χαλάσματα,

μιά παιδική Αφρικάνικη ψυχή

λωτός ευωδιασμένος να φυτρώση.  

ΑΝΤΙΣ –ΑΜΠΕΜΠΑ, 180-181

ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΘΩΜΑΤΟΣ, 182-183

ΑΡΑΜΑΓΙΑ, 184-185

Ο ΠΕΛΕΚΑΝΟΣ, 186-187

------

          Τ Ε  -Β Α Γ Κ, σελ.193-198

 

«Την ιστορία αυτή που θα σας πω

την ονειρεύτηκ’ απόψε, με γυάλινα μάτια,

μέσα σε μιά κάμαρα με κρίνους.

 

Ένα κόκκινο άλογο

Φορτωμένο γαλάζια σύννεφα

με πήρε ξαφνικά και μ’ έφερε

σε μιά στέππη, κοντά στα Αλτάϊα όρη.

 

Εκεί, σ’ ένα στρώμα ματαίων ελπίδων,

ο Τ ε  -Β ά γ κ, ο Μογγόλος πρίγκηψ,

-το εντελβάϊς της στέππας-

πεθαίνει.

 

Είν’ αυτός που ονειρεύτηκε

της φυλής του το μεγάλο τ’ όνειρο

ν’ αναστήση.

 

Είν’ αυτός που στις φλέβες του

το αίμα κυλάει του μεγάλου προγόνου του

Τζέγγιζ- Χαν.

 

«Το μυρωμένο δάσος κάψαμε στα πόδια Σου.

Με το μέτωπο στη γη Σου προσφέραμε

του τσαγιού το χρυσοπράσινο φύλλο

και τα γαλακτερά του ποιμνίου μας.

 

Σώσε τον πρίγκηπα Τε –Βάγκ!...»

Τα λόγια

νυχτερίδες ικέτιδες

φτερουγίζουν κοπάδια- κοπάδια απ’ τα χείλη των Λάμμα

στο Θεό που σεργιανάει σιωπηλός

στα βαθειά τα φαράγγια

του Παμίρ

 

«Ο Τ ε- Β ά γ κ πεθαίνει…

πεθαίνει ο Τ ε- Β ά γ κ…»

 

Το θλιβερό το μήνυμα

τραγικά τα γεράκια το κράζουνε

στους γκρίζους ανέμους.

 

Κι’ οι νομάδες, πού τον είχαν πιστέψει,

κι’ είχαν πει παλακίδα στα πόδια τους

να τρέμη ξανά η Οικουμένη,

μαζεμένοι τριγύρω απ’ τη γ ι ο ύ ρ τ α του,

βλέπουν τώρα να σβύνη για πάντα

το μεγαλόπρεπο τόραμα

για τους δέκα χιλιάδες λαούς

που φωτίζει ο ήλιος.

 

Και τα μαύρα τους άλογα,

πού τον είχαν πιστέψει κι’ αυτά,

κι’ είχαν πει να βοσκήσουν περήφανα

στις όχτες του Δούναβη,

δακρυσμένα παρέκει προσεύχονται

στο Θεό των αλόγων.

 

Κι’ ώ! ποιό Θάμμα!... Σαν άξαφνα

σε μουχρή χειμωνιάτικη μέρα

ένας ήλιος πρωτόφαντος φεγγερά ροδοπέταλα

πλημμυρίζει την πλάση

κι’ όλα αλλάζουν,

όμοια τ’ ασάλευτο κορμί

παίρνει ζωή.

 

Και νάτος,

ορθός ο Τ ε –Β ά γ κ

με το βλέμμα ζυμωμένο μ’ όνειρο

και φλόγα.

 

Ζώνει μεμιάς το σμαλτοποίκιλτο χρυσό σπαθί

των Προγόνων,

προσεύχεται στις θείες σκιές του Τσέγγιζ- Χαν,

του Κούμπλαϊ –Χαν, και του Τιμούρ,

και καβαλώντας το ατίθασο φαρί του

ορμάει για την κατάκτηση του Κόσμου.

 

Κι’ οι Μογγόλοι, πάνω στα μαύρα τους άλογα

που χλιμιντρίζουν χαρούμενα,

ξεχύνονται σαν άνεμος ξωπίσω του

βουβοί και μοιραίοι.

 

Και σκούζοντας μακάβρια

τα κυνηγητικά μαχητικά γεράκια

φτεροκοπούν πολεμόχαρα στους ώμους των

διψασμένα για Θάνατο.

 

Κι’ ο Τ ε –Β α γ κ

καβαλάρης του Ονείρου,

με την πύρινη ανάσα του ξεσκίζει παράφορα

και Τ ό π ο και Χ ρ ό ν ο.

 

Και να

μπρός στα πόδια του αλόγου του,

μ’ αλυσίδες στα χέρια,

οι αναρίθμητες χώρες.

 

Πρώτη η Κίνα

τρομαγμένη το μέτωπο σκύβει στη γη.

Και πατώντας απάνω σε χαλιά σκοτωμένων Κινέζων

θριαμβευτής πρωτομπαίνει

στο Πεκίνο.

 

Και περνάει… Και να

μπαγιαντέρα πεντάμορφη η Ίντια

στολισμένη χιλιόχρωμα πετράδια

τις κρουστές σιώντας λάγνα λαγώνες της

το χορό της σκλαβιάς της χορεύει.

 

Και περνάει… και νάτη

μεσ’ στα τρόπαια των ρόδων της

-σαρκωμένη απ’ τις χ ί λ ι ε ς  μ ι ά  ν ύ χ τ ε ς-

στης Ασίας τον κόρφο λαμπρό Κοχυνούρ

κι’ η λευκή Σαμαρκάνδη.

 

Και περνάει… και νάτη- ώ χαρά του-

μεσ’ στα θάμπη του ορίζοντα

λευκορόδινον όνειρο

και το τέρμα…. Η Ευρώπη.

 

-Μά

στη θολή και κουρασμένη πιά ματιά του

μπερδεμένες τώρα οι σκέψεις του προβάλλουνε

και σβυσμένες στροβιλίζονται κι’ οι εικόνες.

 

Λίγο ακόμα,

και το σώμα του γκρεμίζεται από τ’ άλογο

στο χώμα.

 

Κι’ έτσι εδώ

σ τ η  Μ ο γ γ ο λ ι κ ή τ η  σ τ έ π π α,

λ ί γ α  μ ί λ λ ι α  α π ό  τ η  γ ι ο ύ ρ τα  τ ο υ  π ι ό  π έ ρ α,

με τις κόρες γυριστές κατά τη δύση,

και τα χείλια του σφιγμένα

σε χαμόγελο θριάμβου,

ο Τ ε –Β ά γ κ κείται  νεκρός.

 

«Ο Τ ε –Β ά γ κ επάθανε…

Επέθανε ο Τ ε –Β ά γ κ…»

 

Το φοβερό το μήνυμα

θανατερά τα γεράκια το κράξανε

στους μαύρους ανέμους.

 

Κι’ οι Μογγόλοι,

συναγμένοι τριγύρω του,

με για πάντα νεκρό και χαμένο

τ ο  μ ε γ ά λ ο  το υ ς  Ό ν ε ι ρ ο,

σιωπηλοί, απ’ τα σκιστά τους τα μάτια

για στερνή μα και πρώτη φορά τους αφήνουν

να κυλήση καυτό

ένα δάκρυ.

 

Και τα μαύρα τους άλογα,

όταν είδαν κι’ αυτά νεκρό

το μεγάλο τους όνειρο,

παρατήσαν τους Μογγόλους εκεί

και χαθήκαν καλπάζοντας

προς την έρημο Γκόμπι

που διψασμένος ο Θάνατος

κατοικεί…………

…………………..

 

Το ίδιο κόκκινο άλογο

φορτωμένο γκριζόμαυρα σύννεφα

με ξανάφερε πάλι

μεσ’  στην κάμαρα με τους κρίνους.

 

… Άχ ποιός ξέρει, ποιός ξέρει να πη

γιατί άραγε ονειρεύτηκα απόψε

με γυάλινα μάτια

την παράξενη αυτή ιστορία

του Τ ε- Β ά γ κ, στα Αλτάϊα όρη;                          

 

Ποίημα του Ορέστη Λάσκου χρησιμοποίησε ο στιχουργός και μουσικός Διονύσης Σαββόπουλος για να επενδύσει μουσικά την ταινία του Παντελή Βούλγαρη «Χάππυ- Νταίη».

Ας κλείσουμε με τον λόγο του ποιητή Γιώργου Σεφέρη που δανειζόμαστε από την σελίδα 70 του Βαγγέλη Κάσσου: «Και όπως είχε πει κάποτε ο Σεφέρης: «Άμποτες όλοι οι ποιητές να μπορούσαν σαν τον Λάσκο να ‘ρχονται άμεσα σ’ επαφή με το μεγάλο κοινό»».

Γιώργος Χ. Μπαλούρδος

Πειραιάς

10-20 Νοεμβρίου 2025

 

 

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου