Α., Πότε γεννήθηκε ο Νίκος Ι. Χαντζάρας-
Β., Ο Ν.Ι.Χ. στις Ποιητικές Ανθολογίες
Μνήμη Ιταλού καθηγητή, ποιητή, πεζογράφου,
σεναριογράφου και σκηνοθέτη Πιέρ Πάολο Παζολίνι.
Ογδόντα έξη!
Του Νίκου Ι.
Χαντζάρα
Εφημερίδα Η
ΦΩΝΗ ΤΟΥ ΠΕΙΡΑΙΑΩΣ 20/1/1948
Καλημέρα, κύρ Σπύρο, κύριε
Αραπογιάννη, γηγενή Πειραιώτη! Εχαιρέτησε στο δρόμο το φίλο και συμπολίτη, που
κάθε μέρα παρουσιάζει και τρυφερότερο παλληκαράκι.
Ρωτάω το Σπύρο; Θυμάσαι από πότε
γνωριζόμαστε; Φαντάστηκες πως μπορούσα τόσο γρήγορα να φυράνω! Μήπως με πήρανε
τα χρόνια σβάρνα; Είμαι μόνο ογδόντα έξη χρονώ.
Ένας νέος λογοτέχνης στο ελληνογαλλικό
Ινστιτούτο, έκανε μιά κόνφερανς για το υποκείμενό μου και μου καταρίθμησε χίλια
πράματα, όλα υπέρ της τέχνης μου. Σ’ ένα έκανε λάθος. Με παρουσίασε μικρότερο
πέντε χρόνια. Έτσι μου φάνηκε.
Ο νέος κονφερανσιέ λέγεται Μανώλης
Ρούνης. Του εύχομαι ολόψυχα τα χαρίσματα του κονφερανσιέ νάν τ’ αναπτύξη και να
επικρατήση στον Πειραιά.
Λοιπόν, κύριε Αραπογιάννη, θυμάσαι,
που πίναμε κρασί στου Λύμπου, στα Καρβουνιάρικα, μαζί με το Μιχαλάκη τον
Επιφάνη και με το Στέφανο τον Κυδωνάκη, νεαρούς δικηγόρους, γηγενείς και
τεττιγοφόρους και τους δυό. Εγώ φορούσα «τηγανάκι», ρεπούμπλικα τρές α λά μόντ,
και γραβάτα φλοτάντ μαύρη. Κι’ εσύ, Σπύρο, ήσουνα πολύ νέος και φορούσες ένα
σκληρό μαύρο.
-Με ρωτάς- μου λες κάθε τόσο θυμάσαι;
Θυμάσαι; Λοιπόν θυμάσαι και συ, πώς μ’ ελέγατε τότε «θεριό», σαν το καραγκιόζη;
Ήμουνα «θεριό» τότε και τώρα, στα ογδόντα έξη μου έχω γίνει «θεριό». Είμαι
μαγκούφης, όπως ξέρεις και περνάω τα «θαλερά» γερατειά μου στο σπίτι του
ανεψιού μου, του γιατρού Παπάζογλου. Έχει πάρει μιάν ανηψιά μου.
Μα εσύ, Νίκο, συνέχισε ο Αραπογιάννης,
πώς τα κατάφερες και δεν συνέχισες την Πέμπτη
νεότητά σου; Ως τα Σαράντα ήσουνα νέος. Από κεί και πέρα άρχισες να πέφτης. Πού
ογδόντα έξη χρόνια, τον αριθμό της ηλικίας μου, που τα εορτάζω τώρα, εν χορδαίς
και οργάνοις, και που τα εξήντα τέσσερα τα δικά σου! Με λέγατε «θεριό», όταν
ήμουνα νέος. Με λέτε «θεριό» και τώρα, στο θαλερό μου γήρας, όπως το λέτε σείς
οι γραμματιζούμενοι. Σου εύχουμαι, λοιπόν, και συ να θεριέψης, να γίνης
«θεριό», να γίνης εκατό και πέρα χρονώνε.
Και αποχαιρετώντας με, μου φώναξε:
-Να
στοιχειώσης! Χτύπα πόδι! Αντίσταση!
ΝΙΚΟΣ Ι. ΧΑΝΤΖΑΡΑΣ
Σχετικά σχόλια και αναφορές
«Από τους πλέον λάθρα βιώσαντας της
λογοτεχνίας μας. Μακρυά από τη λογοτεχνική αγορά, αφοσιωμένος στο επάγγελμά του
(ήταν δημοσιογράφος στον Πειραιά), περιχαρακωμένος αυστηρά στην ιδιωτική και
περισσότερο ακόμα στην εσωτερική του ζωή, Ο Χαντζάρας εξακολουθεί να παραμένει
ο πιο άγνωστος, ίσως από τους ποιητές της γενιάς του. Ούτε το έργο του
συγκεντρώθηκε ποτέ (περιμένει πάντα την έκδοσή του σκορπισμένο σε διάφορα
έντυπα, εκτός από 18 μόλις ποιήματα που συγκεντρώθηκαν το 1931 στο τομίδιό του
των «Ειδυλλίων». Ούτε αντικείμενο εμπεριστατωμένης μελέτης αποτέλεσε (το δίκαιο
εγκωμιαστικό άρθρο του Σωτήρη Σκίπη που τον παρουσιάζει στα 1908 από τα
«Γράμματα» της Αλεξάνδρειας, κάλυπτε ένα μικρό μέρος της παραγωγής του και δύο
τρία άλλα που γράφτηκαν μετά τον θάνατό του δεν αποτελούσαν «μελέτες») κι’
εντούτοις συνιστά μία από τις πιο παράδοξες περιπτώσεις των γραμμάτων μας. Μια
ποίηση που βρίσκεται σε πλήρη αντίθεση με το Πειραιώτικο περιβάλλον και τη ζωή
που ζούσεν ο δημιουργός της, όπως και με την ποίηση των Συμβολιστών
συνοδοιπόρων του, ακόμη και των πιο στενών φίλων του, του Ναπολέων Λαπαθιώτη
και Μήτσου Παπανικολάου που είχε και την τύχη τους. Ο λαϊκός βουκολισμός του,
ένα κράμα Fr. Jammes (χωρίς όμως τις χριστιανικές του
απηχήσεις) και Κώστα Κρυστάλλη (χωρίς όμως το ορεσείβιο του δεκαπεντασύλλαβού
του, πολύ πιο εκλεπτυσμένες απ’ αυτόν). Έχει βαθιές τις ρίζες του στο αρχαίο
ειδύλλιο των ποιητών της Παλατινής Ανθολογίας περισσότερο παρ’ όσο του
Θεόκριτου, και δεν είναι τυχαίο, το ότι κάτω από τον κοινόν αυτόν τίτλο
παρουσίασε το μεγαλύτερο μέρος του έργου του. Πιθανώς κάπως μονόχορδος, μα οι
καλύτερες στιγμές του (τα ποιήματα που έγραψε στην αδερφή του Ελένη) είναι σαν
τις ανοιξιάτικες μέρες, στην εξοχή: γεμάτα καλωσύνη, μουσική, χρώματα.» Άρης
Δικταίος.
Το μονόστηλο αυτό του πειραιώτη ποιητή
και δημοσιογράφου Νίκου Ι. Χαντζάρα, από τα «Πειραιώτικα» της «Φωνής» του 1948
κατά την γνώμη μου, παρουσιάζει ένα ενδιαφέρον. Κατ’ αρχάς μέσα από μία τυχαία
συζήτηση με έναν παλαιό Πειραιώτη, μας δίνει την σωματική κατάσταση και την
καταβεβλημένη εικόνα του ποιητή, μία κατάπτωση που είχε αρχίσει να φαίνεται
μερικά χρόνια νωρίτερα. Ο Αραπογιάννης συναντώντας τον Χαντζάρα αντικρίζει με
το πρώτο τις εξωτερικές αλλαγές του δημοσιογράφου ποιητή. Του προξενεί εντύπωση
πώς άφησε τον εαυτό του να καταπέσει σε σχέση με τον ίδιο που παραμένει παρά τα
χρόνια του «θαλερός», κοτσονάτος- κοτσονάτος θα λέγαμε σήμερα. Για αυτό και στο
τέλος της συνάντησης αποχαιρετώντας τον του εύχεται να «στοιχειώσει», δηλαδή να
μακροημερεύσει. Το 1948 έχουν αρχίσει να φαίνονται τα σημάδια της αρρώστιας του
και της σωματικής και ψυχικής του κόπωσης, κάτι που μας λένε και οι παλαιοί
συγγραφείς φίλοι του στα κείμενά τους. Η παλαιά εξωτερική όμορφη εμφάνιση του
ποιητή έχει χαθεί, αποτελεί νοσταλγική ανάμνηση, καθώς έχει αρχίσει να τον
κυκλώνει και ο θάνατος των κοντινών του, συγγενικών του προσώπων. Μητέρα, αδελφές, ανίψια κλπ.
Ενώ η δική του αρρώστεια κουφοβράζει και οι βιοποριστικές του ανάγκες είναι
ακόμα επιτακτικές. Η συνάντηση αυτή μας φέρει στον νου παρόμοια σύγχρονα των
ημερών μας παραδείγματα ελλήνων λογοτεχνών, ας φέρουμε έναν μόνο, τον σημαντικό
ποιητή, μεταφραστή και εκδότη περιοδικού από την Θεσσαλονίκη Νίκο Αλέξη
Ασλάνογλου.
Στο
χρονογράφημα αυτό, ο Χαντζάρας, βρίσκει την ευκαιρία να αναφερθεί σε μία
φιλολογική εκδήλωση που έγινε προς τιμή του. Το όνομα του ομιλητή είναι του
γνωστού πειραιώτη συγγραφέα και εκδότη περιοδικού Μανώλη Ρούνη, ο οποίος διετέλεσε
μεταξύ άλλων του δραστηριοτήτων για ένα διάστημα πολιτικός Διοικητής του Αγίου
Όρους. Ο Μανώλης Ρούνης έχει δημοσιεύσει σε διάφορα περιοδικά της εποχής μικρά
και σύντομα κείμενα για την πνευματική ζωή του Πειραιά. Από νωρίς διείδε την
αξία της γραφής του Νίκου Ι. Χαντζάρα, πρόσεξε τα ποιήματά του και την γραφή
του. Στην επαινετική Ομιλία που έδωσε όπως φαίνεται βασίστηκε σε χρονολογίες
που γνώριζε ή του μετέφεραν. Ο Ν. Ι. Χαντζάρας μάλλον κάπως κουρασμένα και
βαριεστημένα αναφέρεται σε αυτήν με τυπική ευγένεια και δεν παραλείπει να
τονίσει και το «λάθος» της χρονολογίας γεννήσεώς του.
«…. Από έναν άλλο χαρακτηριστικό χώρο της Πειραϊκής
τέχνης προβαίνει ο Νίκος Χαντζάρας. Ποιητής ειδυλλιακός, τρυφερός και ευαίσθητος,
που ταξιδεύει την έμπνευσή του σε χλωρά λιβάδια και «κρύσταλλα νερά». Στα «Ειδύλλια»
του Χαντζάρα ζη ο ποιητής την καθολική σύζευξή του με τα εικονίσματα, με τα τοπία,
με τους ανθρώπους και με τα δένδρα της Ελληνικής φύσης. Στα λυρικά αναδιπλώματα
των στίχων του η φύση ως όραμα και ως ζωή χαίρεται την αποθέωσή της. Το φώς της
αυγής χαϊδεύει το καλάθι ενός ορθρινού κάμπου. Κι’ ένα πράσινο λιβάδι μαγείας
και ρέμβης, που αναταράζει τη φύση όχι σαν αυθύπαρκτο, αυτόνομο κόσμο αλλά σαν
σύμβολο ζωντανών δυνάμεων και σαν επέκταση του ανθρώπινου εγώ και της βιοτικής
του εμπειρίας επάνω στην άψυχη φύση. Η φύση εμψυχώνεται από τον άνθρωπο.
»…Ο Χαντζάρας έμεινε πιστός θεωρός. Ποιητής ερημίτης του
εαυτού του και οι αρμονίες του στίχου του δεν ζήτησαν να αποδείξουν τίποτα. Δεν
αξιώθηκε να γίνη ποιητής αποτιμητής, ποιητής νομοθέτης και ποιητής εντολοδότης.
» Έμεινεν ο Χαντζάρας «ευτυχής αιχμάλωτος της φύσεως» και
απόθεσε το στίχο του κρουστόν, εύκυκλο και καλλίγραμμο στο πλαστικό υγρό σύνορο
του Νεοελληνικού λυρισμού».
Μανόλης Θρ. Ρούνης, περιοδικό «Πλάτων» τχ.
17/ 7,8,9, 1959, σ.6
Όσοι έχουν ανατρέξει σε παλαιότερες ελληνικές
ποιητικές ανθολογίες που τον συμπεριλαμβάνουν ή γραμματολογίες θα διαπιστώσουν
ότι το όνομα του ποιητή και δημοσιογράφου καταγράφεται με δύο ημερομηνίες
γεννήσεως. Αυτή που επεκράτησε, 1884 και η άλλη 1881. Οι περισσότερες
αριθμητικά Ποιητικές Ανθολογίες που γνωρίζω αναφέρουν ως ημερομηνία γεννήσεως
το 1884 και ορισμένες ως τόπο γέννησης μνημονεύουν την Ύδρα τόπο καταγωγής της
Μητέρας του. Μάλλον πρέπει να ερανίζονται την χρονολογία για πρώτη φορά από την
γνωστή στην εποχή της Ανθολογία του ποιητή και σημαντικού κριτικού Τέλλου Άγρα
του 1922. Ας καταγράψουμε τις Ποιητικές Ανθολογίες που γνωρίζουμε με ποιήματα
του Πειραιώτη ποιητή που αναφέρουν ως χρονολογία το 1884 και τις άλλες που δεν
γράφουν ημερομηνία γέννησης ή θανάτου. Η πειραιώτισσα ανθολόγος Ελένη Σοφρά στο
βιβλίο της «Η Ελληνική Ποίηση» Από την αρχαιότητα ως σήμερα, Ιωλκός 1984, σε
δύο σελίδες της τον αναφέρει δίχως να τον Ανθολογεί.
ΣΤΟ
ΝΙΚΟ ΧΑΝΤΖΑΡΑ
Λόγο γλυκό μας στάλαξαν
τα χείλη
τον «κόμπο της δροσιάς
απ’ την Ελένη»’
είτε χαμογελά, είτε κλαμένη
χελιδονιού φωνή σκορπά
στο δείλι.
Για της χαράς τάχτηκε
τον Απρίλη,
ειδύλλιο που γύρω
ομορφαίνει’
«τι θύμηση παλιά,
χαριτωμένη»
της φαντασίας η γλυκειά
του φίλη.
Κι όσο τα μάτια αγνή κι
αν χαμηλώνει
και έρωτα χρυσό στον κόρφο
πλάθει,
τον κάτασπρο λαιμό κι αν
δεν κουμπώνει,
τις χήνες που την τρόμαξαν
να μάθει,
μύριους τριγύρω στίχους
θα σκορπίσει,
λαχτάρες και χαρές να μας
γεμίσει…
Λουκάς Μουζάκης, περ. Φιλολογική Στέγη τχ.17/ Χριστούγεννα
1969, σ. 54.
Α.
1., Τέλλος
Άγρας: επιμέλεια, ΟΙ ΝΕΟΙ. Εκλογή από το έργο των νέων ελλήνων ποιητών (1910-
1920), Ελευθερουδάκη 1922, σ. 250-255. [Ν. Ι. Χ. Πειραιάς 1884-]. Τα ποιήματα: Τώρα
νιώθω πλέρια/ Φτερωμένο πέρασμα της κόρης/ Με τι δειλή καρδιά/ Περίλυπα
σφυρίζοντας ποτίζω/ Περνώντας τόμορφο λιβάδι/ Αργείς, αέρα το πανάκι σου.
2., Γεώργιος
Εμμ. Αυλωνίτης, Εκλογή Νεοελληνικών Ποιημάτων. Αθήνα 1924, σ.254-256. [Ν.Ι.Χ.
Πειραιάς 1884-]
3.,
Νικηφόρος Βρεττάκος, Ανθολογία για παιδιά και για νέους. Κέδρος 1985, σ.153,
204 (βιογραφικό). [Χ.Ι.Ν. Πειραιάς 1884- 1949]. Τα ποιήματα: Ηλιοβασίλεμα/
Κοιμάμαι.
4., Άρης
Δικταίος, Μάνα- Ανθολογία, Βασιλόπουλος 1968, σ.478, 238 (βιογραφικά). [Ν.Ι.Χ.
1884-1949] Το ποίημα «Νανούρισμα».
5., Γιώργος
Κ. Ζωγραφάκης: Εποπτεία.- Δημήτρης Σταμούλης: Επιμέλεια. Ποιητική Ανθολογία,
τόμος Β΄. Μαλλιάρης, Θεσσαλονίκη 1976, σ.227. [1884-1949]. Τα ποιήματα: Ένας
ξανθός λεβεντονιός/ Ειδύλλιο.
Σημείωση: Από λάθος γράφει ότι ασχολήθηκε με
το εμπόριο.
6., Σπύρος
Κοκκίνης, Ανθολογία Νεοελληνικής Ποίησης (1708-1989). Ε’ έκδοση. Εστία 1995, σ. 682. [1884-1949]. Τα
ποιήματα: Ειδύλλιο/ Ο Αγωγιάτης και τ’ άλογό του.
7., Μπούκα
αδερφοί, Μεγάλη Ελληνική Ποιητική Ανθολογία. Εισαγωγή, Επιμέλεια, Ανθολόγηση:
Δημήτρης Κωστελένος, τ. 5ος, Αθήνα χ.χ., σ.1856-1857, 2065 [Ύδρα
1884-1949]. Τα ποιήματα: Στη μνήμη μου απαλά/ Με την καρδιά δειλή/ Ο αγωγιάτης
και τ’ άλογό του/ Ηλιοβασίλεμα.
8., Μιχάλης
Περάνθης, Μεγάλη Ελληνική Ανθολογία της Ποιήσεως. Έκδ. 9η, τ. Β΄.
Αθήνα χ.χ., σ. 482-490. [ 1884-2/6/ 1949]
9., Ηλίας
Σιμόπουλος, Αιγαιοπελαγίτικη Ποιητική Ανθολογία. Σύνδεσμος Ελλήνων Λογοτεχνών
1974, σ. 34-35. [Ύδρα 1884- 1949]. Τα ποιήματα: Ο Αγωγιάτης και τ’ άλογό του/
Ηλιβασίλεμα.
10.,
Σωκράτης Σκαρτσής, Η Νεότητα της Ποίησης- Μια ποιητική αγωγή, Ελληνικά Γράμματα
1999, σ.173-174. [Ν.Ι.Χ.1884-1949] Το ποίημα «Ηλιοβασίλεμα».
11., Κώστας
Σταμάτης, Η Βουκολική Ποίηση, Αθήνα 1976, σ.41, 64, 176, 276, 302-308, 536, 593
(βιβλιογραφία) [1884-1949].
12., Κώστας
Γ. Παπαγεωργίου- Βαγγέλης Χατζηβασιλείου: Ανθολόγηση- Επιμέλεια. Ανθολογία της
Ελληνικής Ποίησης. (20ος Αιώνας) τ. Β΄., Κότινος 2009, σ. 165-167,
355. [Πειραιάς 1884-1949].
13., Μάρκος
Αυγέρης- Μ. Παπαϊωάννου- Βασίλης Ρώτας- Θρασύβουλος Σταύρου, Η Νεοελληνική
Ποίηση Ανθολογημένη. τ. Δ΄. ΙΙ. Νέοι Χρόνοι. Παρθενών 1977, σ.226. [Ύδρα 1884-
1949]. Τα ποιήματα: Ο Αγωγιάτης και τ’ άλογο/ Ηλιοβασίλεμα.
Β΄.
1.,
Απόστολος Αποστολίδης: Επιμέλεια- Πρόλογος. Νέα Ελληνική Ανθολογία, Παρθενών,
1968, σ.450. Το ποίημα: Ένας ξανθός λεβεντονιός.
2., Ηρακλής
Ν. Αποστολίδης, Ανθολογία (1708-1959) 8η έκδοση, σ. 798-801, Εστία
1963. Τα ποιήματα: Δειλά χαιδεύει το καλύβι./ Φτερωμένο πέρασμα της κόρης/
Ξυπνώ με την αυγή/ Το κάκιωμα/ Περνώντας τ’ όμορφο λιβάδι/ Ηλιοβασίλεμα/ Στη
μνήμη μου/ Ειδύλλιο.
3., Ρένος
Ηρ. Αποστολίδης, Ανθολογία της Νέας Γραμματείας. Η Ποίηση. 10η
έκδοση, τ. Γ΄., σ. 1587-1589. Τα Νέα Ελληνικά 1970-1971. Τα ποιήματα:
Ηλιοβασίλεμα /Δειλά χαιδεύει το καλύβι./ Φτερωμένο πέρασμα της κόρης/ Ξυπνώ με
την αυγή/ Το κάκιωμα/ Περνώντας τ’ όμορφο λιβάδι/ Ηλιοβασίλεμα/ Στη μνήμη μου/
Ειδύλλιο.
4., Βασίλης
Βασιλικός, Λύρα Ελληνική, σ.974, Πλειάς 1993. Το ποίημα: Ένα ξανθός
λεβεντονιός.
5., Θεόδωρος
Α. Γιαννόπουλος, Νεώτερη Σχολική Ανθολογία, σ. 430,436. Χ. Τεγόπουλος- Ν. Νίκας
χ.χ. (1971;). Τα ποιήματα: Το σπίτι μας/ Νανούρισμα.
6., Μιχάλης
Περάνθης: Πρόλογος. Ερωτική Ανθολογία. Το βιβλίο της Αγάπης, σ. 44,59. Χρ.
Γιοβάνης 1960. Τα ποιήματα: Δειλή καρδιά/ Ξυπνώ με την αυγή.
7.,
Επαμεινώνδας Χρυσανθόπουλος, Νεοελληνική Ανθολογία 800-1936., σ. 155-156, Αθήνα
1937. «Μικρά Ειδύλλια»
8., Κλέων
Παράσχος- Ξ. Λευκοπαρίδης, Ανθολογία Ελλήνων Λυρικών Ποιητών, σ. 216-218,
Πυρσός 1930. Τα ποιήματα: Φτερωμένο πέρασμα της κόρης/ Με τι δειλή καρδιά/ Στη
μνήμη μου απαλά/ Τώρα νιώθω/ Περίλυπα σφυρίζοντας.
9.,
Νεοελληνική Ποιητική Ανθολογία Παπύρου, σ. 486-487. Βίπερ 1971. Το ποίημα Ένας
ξανθός λεβεντονιός
10., Κώστας
Πορφύρης, Ποιητική Ανθολογία 1650-1964., σ.607 Ωκεανίς 1964
11., Πάνος
Ν. Παναγιωτούνης: Επιμελητής. Συντάχθηκε από επιτροπή. Ερωτική Ποιητική
Ανθολογία, σ.125., Δωδεκάτη Ώρα 1969. Τα ποιήματα: Φτερωτό πέρασμα κόρης/ Κόρη
αγαπημένη.
12., Ηρακλής
Ρ. Ν. Αποστολίδης, Το «ΆΛΛΟ» στην Ανθολογία, σ. 167. Εκδ. Γ. Βλάσση 1964. Το
«Φως ασημί του διάσελου τα μαύρα πεύκα…»
12., Σ’
αγαπώ. Τα Ωραιότερα Νεοελληνικά Ερωτικά Ποιήματα. Επιμέλεια: Κώστας
Γραμματόπουλος., σ.96-97., Χιωτέλη 1988. Τα ποιήματα: Στη μνήμη μου/ Τώρα
νιώθω/ Της γης ρόδα/ Φτερωμένο πέρασμα.
Τέλος, ο πειραιώτης ποιητής και κριτικός
της λογοτεχνίας, δοκιμιογράφος Στέλιος Γεράνης, στο μελέτημά του- ανθολόγιο, «Ο
Πειραιάς και οι Ποιητές του», εκδ. Στοά, Πειραιάς 1971, σ. 53-54 τον Ανθολογεί
με τα: «Λεύτερα πουλιά», «Χαρές χαμένες», «Δειλινό», «Παιχνίδια», «Φτώχεια», «Ειδύλλιο».
Ενώ στην σελίδα 16 Γράφει: «Μία ακόμα,
μορφή των Πειραϊκών γραμμάτων, ο αλησμόνητος ποιητής των «Ειδυλλίων» μπορεί να
ταξινομηθεί σ’ αυτό το τμήμα της ανθολογίας μας, αφού τα λιτά και περίτεχνα ποιήματά
του είναι εμπνευσμένα από παιδικές μνήμες, τότε που ο λοφίσκος της Πειραϊκής ήταν
γεμάτος πράσινους αγρούς και ειδυλλιακά βοσκοτόπια».
Ενώ ο Πειραιώτης
Ανθολόγος και μελετητής της ιστορίας του Σονέτου Κάρολος Ε. Μωραϊτης, στο βιβλίο του «Μεγάλη Ανθολογία Ελληνικού Σονέτου» Αθήνα
1987, στην σελίδα 444 μεταφέρει το Σονέτο αφιέρωμα του ποιητή Λουκά Μουζάκη
στον Ν. Ι. Χαντζάρα.
Γιώργος Χ. Μπαλούρδος
Πειραιάς
Κυριακή 2 Νοεμβρίου 2025
ΥΓ. Πόσο χαρούμενη θα ήταν η αρχαία μαθηματικός και φιλόσοφος Υπατία, ο ποιητής Κωνσταντίνος Π. Καβάφης, ο συγγραφέας Μανόλης Γιαλουράκης, η ποιήτρια Ολυμπία Καράγιωργα, η πεζογράφος Πηνελόπη Δέλτα και άλλοι ελληνοαιγυπτιώτες λογοτέχνες με την Σύγχρονη Βιβλιοθήκη της Αλεξάνδρειας και το Νέο Υπέρλαμπρο Μουσείο του Φαραώ Ραμσή του Β΄ στην φίλη χώρα της Αιγύπτου. Ένα σύγχρονο Μουσείο, (100 αιθουσών με εκθέματα) Λίκνο του Παγκόσμιου Πολιτισμού. Κρίμα που κανένας τηλεοπτικός σταθμός δεν μας έδειξε την τελετή των εγκαινίων.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου