Παρασκευή 23 Αυγούστου 2013

ΒΙΚΥ ΠΑΤΣΙΟΥ

ΒΙΚΥ ΠΑΤΣΙΟΥ

«Τα πρόσωπα του παιδιού στην πεζογραφία (1880-1930),
εκδόσεις, Δωδώνη 1994.

Από το Ίδρυμα Ερευνών για το παιδί και τον εκδοτικό οίκο Δωδώνη, εκδόθηκε μια ενδιαφέρουσα και πρωτότυπη μονογραφία. Τίτλος της «Τα πρόσωπα του παιδιού στην πεζογραφία» της Βίκυ Πάτσιου.
Μια αξιοπρόσεκτη εργασία, πέρα από τις όποιες ατέλειες της μεθοδολογίας της, η οποία, δεν απευθύνεται μόνο σε ειδικούς ερευνητές, κριτικούς, μελετητές, αλλά, και στο βασικό πεδίο χρήσης της, που είναι ο ευσυνείδητος και φιλέρευνος αναγνώστης της Ελληνικής λογοτεχνίας. Η πολύμοχθη καταγραφή από την ερευνήτρια του εκτεταμένου λογοτεχνικού υλικού( διηγήματα, νουβέλες, μυθιστορήματα, κ.λ.π.) σχετικά με τον χαρακτήρα, το πρόσωπο και το ρόλο του παιδιού μέσα σε αυτό έχει στόχο, περισσότερο να γνωστοποιήσει το μεγάλο αυτό υλικό, να επισημάνει την ύπαρξή του, να το ταξινομήσει, παρά, να συμπληρώσει μια προυπάρχουσα ερευνητική εργασία ή να την συνεχίσει βελτιώνοντάς την.
Η ερευνήτρια και συγγραφέας, είναι πτυχιούχος του τμήματος Νεοελληνικών Σπουδών της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, και ασχολείται με θέματα Νεοελληνικής παιδείας και λογοτεχνίας.
Το βιβλίο, αρχίζει με έναν χρήσιμο προεισαγωγικό χρονολογικό πίνακα που, ξεκινά από το 1836 ημερομηνία έκδοσης του πρώτου Ελληνικού παιδικού περιοδικού «Παιδική Αποθήκη» του Δημήτρη Πανταζή. Παρακολουθεί τους σταθμούς της λογοτεχνίας σε αντίστιξη με τον αναπτυσσόμενο ρόλο του παιδιού, και κλείνει, το 1930 με τον Παιδικό κόσμο.
Έπεται ένα σύντομο και ενδιαφέρον εισαγωγικό σημείωμα, που υποδηλώνει τους αναγκαίους όρους, που καθόρισαν τον τρόπο της αφηγηματικής απεικόνισης, μιας ρητορικής της παιδικής ηλικίας, με πιθανές αφορμές ανάλυσης του χρόνου της διήγησης, ή τους τρόπους της αφηγηματικής διατύπωσης, σελίδα 21, και την ανάλογη θέση της ερευνήτριας, απέναντι στο εξεταζόμενο θέμα. Ένα σχέδιο ερευνητικής δράσης αρκετά αξιόλογο και φιλόδοξο, που στόχο έχει να αποκρυσταλλώσει την διαδικασία κοινωνικοποίησης του μελλοντικού ενήλικου, και να διακριβώσει την κοινωνική του υπόσταση. Να αφουγκραστεί τις διάφορες συγκλίνουσες ή μη νοοτροπίες των ενηλίκων, και, να καταγράψει τις τάσεις και στάσεις ζωής των μεγαλυτέρων απέναντι στου νεότερους. Ένα σχέδιο που ενώ επισημαίνεται, δυστυχώς μένει «ανεκμετάλλευτο από την συγγραφέα αλλά και χωρίς επιστημονική τεκμηρίωση στον τρόπο προσέγγισής του», σημειώνει ο κριτικός Δημήτρης Τσατσούλης. Ίσως, να μην είναι άστοχη η επισήμανση αυτή, αφού η Βίκυ Πάτσιου παρόλες τις διαπιστωτικές της αναφορές, δεν εξετάζει το ρυθμιστικό πρότυπο δράσης και συμπεριφοράς των ενηλίκων απέναντι στα παιδιά,-άραγε υπάρχει ένα μόνο πρότυπο σε διάφορες παραλλαγές ή περισσότερα-με επιθυμία την εκπλήρωση τόσο του κοινωνικού τους ρόλου, όσο και την ικανοποίηση των παιδικών αναγκών. Έτσι όπως πραγματεύεται το πρόβλημα  η Δήμητρα Μακρυνιώτη, ή ακόμα τις Νομικές προεκτάσεις του θέματος και τις κοινωνικές παραμέτρους για το παιδί όπως αναλύονται στο βιβλίο του Γιάννη Ληξιουριώτη.
Ούτε ακόμα, μέσα από την εμπεριστατωμένη και εξαντλητική πράγματι προσπάθεια και έρευνα των είκοσι δύο (22) συγγραφέων και των τριακοσίων (300) έργων, ερευνάται ή διαφαίνεται η πρόθεση να εξεταστούν οι όποιες πραγματικές ανάγκες των παιδιών, θεσμοθετούν υποχρεώσεις των γονέων και, κατ’ επέκταση, του κοινωνικού περίγυρου ή είναι απαραίτητες οριοθετήσεις των χαρακτήρων της λογοτεχνικής αφήγησης.
Ακολουθεί ο κεντρικός κορμός της εργασίας που είναι ο ερευνητικός διαχωρισμός του εξεταζόμενου θέματος σε επτά (7) διαφορετικές ενότητες που αρχίζουν από τον Εμμανουήλ Ροΐδη και τον Δημήτριο Βικέλα, και καταλήγουν στον Κώστα Παρορίτη.
Οι ενότητες χωρίζονται: είτε με άξονα το χρονολογικό κριτήριο, όπως το κεφάλαιο (Γ), οι πεζογράφοι της ποιητικής γενιάς του 1880, Γεώργιος Δροσίνης, Κωστής Παλαμάς. Είτε πάλι με αφετηρία το Κοινωνικό κριτήριο, όπως το κεφάλαιο (Ζ), Κοινωνική αδικία, Κώστας Παρορίτης. Είτε τέλος, κατά την Ειδολογική τους διάκριση, όπως το κεφάλαιο (Β), Το διήγημα και η ακμή της ηθογραφίας, που εξετάζονται εννέα (9) συγγραφείς. Γεώργιος Βιζυηνός, Ανδρέας Καρκαβίτσας, Γιάννης Βλαχογιάννης και άλλοι, και το κεφάλαιο (Σ) επίσης, Αστικό πεζογράφημα, Γρηγόριος Ξενόπουλος, Παύλος Νιρβάνας, Κωνσταντίνος Χρηστομάνος, και, την συνέχεια της διάκρισης που είναι το (ΣΤ) κεφάλαιο, Το ξεπέρασμα της ηθογραφίας, Μιχαήλ Μητσάκης, Κωνσταντίνος Χατζόπουλος, Κώστας Θεοτόκης.
Και εδώ, θα σταθούμε για να σημειώσουμε, ότι παρ’ όλο που η συγγραφέας εύστοχα ως βασικό κριτήριο της μελέτης της προάγει την αίσθηση που μεταδίδει στον αναγνώστη η διαπραγμάτευση του παιδικού προσώπου από τους ως άνω συγγραφείς, δεν αναφέρεται όσο θα έπρεπε στα έργα εκείνα, που αν και διακατέχονται από μία παιδοκεντρική ατμόσφαιρα όπως παραδείγματος χάρη εκείνα του Γρηγορίου Ξενόπουλου, του Ιωάννη Κονδυλάκη, ή του Παύλου Νιρβάνα κ.λ.π., η διηγηματική, μυθιστορηματική τους τέχνη δεν αποδέχεται πάντοτε την αποτύπωση της αφηγηματικής παιδικής παρουσίας μέσα στο έργο, παρά μόνον, όταν η παρουσία αυτή επιβάλλεται από τη φύση του θέματος.
Η κριτική και ερμηνευτική της θέση, που παρωθεί ορισμένες φορές προς μία επαναληπτική εξεταστική στασιμότητα, στηρίζεται στην απογραφή της θεματικής ενότητας, που είναι το πρόσωπο του παιδιού. Καταγράφει επίσης, την σπουδαιότητα της θεματολογικής ομοιότητας, αναφέρεται ακροθιγώς στην ιδεολογική επανάληψη της συγγραφικής αναφοράς από τους συγγραφείς, στέκεται στον συνδυασμό σταθερών ερμηνευτικών στοιχείων με αποκλίνουσες φυσικά από συγγραφέα σε συγγραφέα από την κεντρική θεματολογία και τάσεις, και μας κάνει λόγο για την συγγενή θεματογραφία των συγγραφέων και την ιστορική οργάνωση των αναφερομένων στοιχείων.
Η μονογραφία αυτή, είναι μάλλον μια προσπάθεια της συγγραφέως να συντάξει τα συστατικά στοιχεία της παιδικής ταυτότητας και του ρόλου της στους εξεταζόμενους συγγραφείς καθώς και των διαφόρων σχέσεων που τα οργανώνουν.
Σχέσεων είτε σαν μια αυτόνομη και αυτοτελή ιδιότητα όπως αναδύεται μέσα από την ιστορική διαδρομή του παιδικού προσώπου και της παιδικής λογοτεχνίας, είτε σαν αντανάκλαση του κοινωνικού συμβολισμού, όταν το παιδί εξετάζεται σαν εν δυνάμει ενήλικας.
Αν και στην αποδελτίωση καθόλα χρήσιμη των κειμένων που επιχειρεί η Βίκυ Πάτσιου, δεν μας κάνει λόγο για το ποιοι δημιουργοί υιοθετούν τις παιδαγωγικές αντιλήψεις των Δυτικών κρατών, ενστερνίζονται τις ιδεολογικές τους προτάσεις, μιμούνται τον τρόπο σκέψης τους, ή προβάλλουν τα επιχειρήματά τους, χωρίς να προσαρμόζουν όμως τα Δυτικά παιδαγωγικά μοντέλα στις υπάρχουσες τότε, Ελληνικές συνθήκες. Ακόμα, ή ποιοι επιδιώκουν να οικοδομήσουν ένα θεσμικό πλαίσιο για να έχουν την δυνατότητα ευκολότερα να προβάλλουν τις απόψεις τους.
Αν και, οι διαφορετικές εκδοχές της παιδικής ηλικίας, παρουσιάζονται κατά την συγγραφέα, δεν μας μιλά για το πώς αξιολογεί κάθε εξεταζόμενος δημιουργός σε όποια εποχή και αν ανήκει, τους χαρακτήρες των ηρώων του, παιδικούς ή ενήλικους. Σύμφωνα με τον ρόλο που έχουν μέσα στην κοινωνία, σύμφωνα με την εκάστοτε δραστηριότητά τους, σύμφωνα με αυτό που στην πραγματικότητα είναι, ή ανάλογα με τις ανάγκες της αφηγηματικής τεχνικής του,
δεν διακρίνονται επίσης, ποιοι ψυχολογικοί μηχανισμοί υιοθετούνται από τους ενήλικες για να εκφράσουν την σχέση τους με το παιδί.
Είναι πηγαίοι; ή επίκτητοι; ή αποτελούν και αυτοί τα αναγκαία στοιχεία του διηγηματογράφου για τις ανάγκες της μυθιστορηματικής του ανάπλασης.
Ερωτήματα που νομίζω ότι αναφύονται κατά την ανάγνωση της μονογραφίας που όμως είτε δεν εξετάζονται, είτε παραμένουν αναπάντητα.
Τέλος, θα μπορούσαμε να μιλήσουμε για παιδαγωγούς «ηθικολόγους» συγγραφείς όπως είναι μάλλον οι: Βλαχογιάννης, Μωραίτίδης, Τραυλαντώνης …, και παιδαγωγούς συγγραφείς με μια ευρύτητα στο εθνικό συγγραφικό τους φρόνημα, όπως είναι οι: Ροΐδης, Παλαμάς, Παρορίτης.
Και σημειώνοντας τις ως άνω ερωτήσεις μας γεννάται ένα ειδικότερο πρόβλημα καθώς διαβάζουμε την μελέτη της συγγραφέως.
Γιατί παραδείγματος χάρη ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, όταν οφείλει να διαλέξει ανάμεσα στην ενήλικη γυναίκα και στο ανήλικο παιδί, ενίοτε θυσιάζει το παιδί και επιδοκιμάζει ορισμένες φορές την φονική πράξη των ενηλίκων απέναντί του;
Μέσα από την καλαίσθητη αυτή μονογραφία της Βίκυ Πάτσιου βλέπουμε τα παιδιά να συγκεντρώνουν το αφηγηματικό ενδιαφέρον συγγραφέων με διαφορετική νοοτροπία και ανήκοντες σε διαφορετικές σχολές.
Η αποταμίευση των γνωρισμάτων και των χαρακτηριστικών των παιδιών-όπως είναι η ηθική τους απειρία, το εύπλαστο του χαρακτήρα τους, το ευάλωτο του ψυχικού τους κόσμου, η μαλθακή τους προσωπικότητα, η αθωότητα της ματιάς τους, η ακρισία τους- δίνεται με γλαφυρότητα, δεξιοτεχνία και διακριτή ταξινόμηση. Τα παιδιά σαν αφηγηματικά πρόσωπα, συμμετέχουν στους διαλόγους των έργων και διεκδικούν ισοδύναμο ή παράλληλο με τα άλλα πρωταγωνιστικά ή μη ενήλικα πρόσωπα ρόλο μέσα στο έργο, αν και, ποτέ τους δεν έχουν το δικαίωμα να υποβάλλουν με τρόπο καθαρό και απόλυτο ή να διεκδικήσουν τις δικές τους απόλυτες νεανικές αξίες.
Και τις διεργασίες αυτές του παιδικού κόσμου, η Βίκυ Πάτσιου θέλησε με αρκετή ευσυνειδησία ασφαλώς, να μας τις κοινοποιήσει αλλά και να τις περιορίσει σε μια ποσοτική καταγραφή μόνο, μέσα από τους επεξεργασμένους από τον υπολογιστή πίνακες επεξεργασίας, παρά, να σταθεί στην επιβεβλημένη ποιοτική ανάλυση και κοινωνιολογική εξέταση των στοιχείων αυτών.

Γιώργος Χ. Μπαλούρδος

Πρώτη δημοσίευση,
εφημερίδα «Εξόρμηση» Κυριακή 2 Οκτωβρίου 1994, σελίδα 21.

Πειραιάς, Παρασκευή 23 Αυγούστου 2013.



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου