ΛΕΥΤΕΡΗΣ ΠΟΥΛΙΟΣ
«Η Κρυφή Συλλογή»,
εικόνες Χρόνης Μπότσογλου,
εκδόσεις, Κέδρος 2008, σελίδες 89.
Απόμακρος
από την ποιητική τύρβη
Ο Λευτέρης Πούλιος, είναι μια
ιδιαίτερη χαρακτηριστική και άκρως ενδιαφέρουσα ποιητική παρουσία της Γενιάς
του 1970. Της Γενιάς της αμφισβήτησης όπως την έχουν ιστορικά αποκαλέσει. Από
την στιγμή της εμφάνισής του στα λογοτεχνικά γράμματα το 1969-αρχές της
Δικτατορίας της 21ης Απριλίου-με την συλλογή του «Ποίηση 1»έως την
τελευταία του με τίτλο «Η Κρυφή Συλλογή» από τις εκδόσεις Κέδρος, δεν παύει να
μας εκπλήσσει, να μας εντυπωσιάζει, να μας χαροποιεί, παρά το βαθύ αίσθημα
ναυτίας που προκαλεί η ανάγνωση του ποιητικού του έργου, ο φοβικός και
διακριτικά λυγμικός λόγος του, η εριστική και νηπτική γραφή του. Ο ίδιος, δεν
υπήρξε καριερίστας ποιητής, κρατήθηκε μακριά αλλά όχι απόμακρα από την ποιητική
τύρβη. Έχει εκδώσει μέχρι σήμερα δώδεκα ποιητικές συλλογές που δεν πέρασαν
απαρατήρητες τόσο από το μικρό αναγνωστικό ποιητικό κοινό, όσο και από τους
κριτικούς.
Μας υποβάλλει η διαπλαστική
λεκτικοποίηση του ενορατικού κόσμου που με ενάργεια αποτυπώνει.
Μας έλκει η ισόθερμη εφιαλτική
ατμόσφαιρα των ποιητικών του συνθέσεων.
Μας πλημμυρίζει ελπιδοφόρα αίσθηση
οι αγαπητικοί δίαυλοι κοινωνικής αισιοδοξίας όποτε τους συναντάμε στο έργο του.
Η φωνή του συνήθως πένθιμη αν και
θρυμματισμένη, είναι αδρή, ρωμαλέα, εξαντλητική όσον αφορά την κοινωνική
παθογένεια και τις επιμέρους στα άτομα ξεχωριστά επιδράσεις της.
Το ύφος πάντα μάλλον στρατευμένο
προς την καθολική άρνηση, εκρηκτικό και σπινθηροβόλο, απελπισμένο αλλά και
ευσπλαχνικό σηματοδοτεί μια πορεία σταθερής αυθεντικότητας.
Συνταράσσει η άσπιλη γοητεία του
υπαρξιακού του σπαραγμού.
Η φωτοσκιασμένη θεουργική του
γλώσσα που εικονογραφεί με καθαρότητα την ταραγμένη ιδιοσυγκρασία του.
Θέλγει η λειτουργικά προσοδοφόρα
δημιουργική του δυσαρμονία που ανακαλύπτουμε στο ποιητικό νόημα των στίχων του.
Προκαλούν οι βιωματικοί, λεκτικοί
του κώδικες που υιοθετεί για να αποδώσει το ψυχικό του αδιέξοδο.
Η ερεθιστική αν και σκόρπια πολυμορφία
των εικονοποιητικών του προτάσεων (παραπέμπουν άμεσα στην Αμερικάνικη γενιά των
Μπητ).
Ξαφνιάζει αλλά δεν ξενίζει η
αναμενόμενη ένθεση ποιητικών «ρήσεων» για το τετελεσμένο και απερίγραπτα
αναπότρεπτο της ανθρώπινης μοίρας.
Ο Πούλιος εκφράζει μια ποιητική ακοσμία,
η οποία προέρχεται από την ανθρωπολογική που τον περιτοιχίζει και του προκαλεί
ένα αβάστακτο αίσθημα ασφυξίας και αφόρητης μοναξιάς. Μια ακοσμία που το ειδικό
βάρος των λέξεων και οι νοηματικές μεταφορές που την ιχνηλατούν δεν την κατηγοριοποιούν
κοινωνικά. Δεν την ταξινομούν ιδεολογικά. Δεν την προβάλλουν αισθητικά. Αλλά,
κραυγάζουν σπαρακτικά με το στεγνό λυρισμό τους, την αδιόρατη μουσικότητά τους το
τέλος της Κοσμικής συμμετρίας. Τον σταδιακό απανθρωπισμό ενός καταρρέοντος
Πολιτισμού. Το αγωνιώδες ψυχομαχητό ενός Κόσμου που ξέμαθε ή δεν γνωρίζει πλέον
πώς να πεθάνει.
Την οριστική μάλλον, ασυμβατότητα
συνύπαρξης μεταξύ του ανθρώπινου όντος
και του περιβάλλοντος. Που, εδώ και αρκετές δεκαετίες αργά και ανοδικά
έχει αρχίσει η συνύπαρξη αυτή να κακοφορμίζει. Αφού χάθηκε αυτή η πρωταρχική
συναλληλία.
Το τραχύ ποιητικό έργο του Λευτέρη
Πούλιου, έχει μια εσωτερική σπονδυλωτή οργανική συνέχεια που πυκνώνεται γύρω
από έναν θρησκευτικό μηδενισμό. Αυτή την ανθρωπολογική παθογένεια μνημειώνει
και στη νέα του ποιητική συλλογή. Ενός Κόσμου που είναι «αυθάδης», είναι
«ανέκφραστος», είναι «διαλυμένος», είτε σποραδικά «καλός» είτε τέλος
«παρωχημένος» και «κουρασμένος», ιχνογραφείται με τραγικό τρόπο για να εκθεωθεί
σε μια ιερή πραγματικότητα του μηδενός. Μια γυμνή πραγματικότητα
απομυθοποιημένη και εφιαλτική χωρίς σωστικά ψεύδη. Χωρίς τα κατά συνθήκη ψεύδη
της που τις αξονοποιούσαν τους στόχους της, την παράδοσή της, τον κοινωνικό της
λειτουργισμό.
Αποτροπιαστική, άμορφη, άγρια
αποκρουστική, είναι η όψη της όπως η σκοτεινή όραση του μυαλού του την
αντιλαμβάνεται. Μια προβληματική για τον κόσμο συνειδητή, ειλικρινής, άμεση.
Που, οδηγεί προς μια αφηγηματική ροπή υπαρξιακών αποχρώσεων προς την απόγνωση. Που
αποφεύγει λεκτικά ποιητικά παραθέματα συνήθως, παρά μια ενιαία συμπαγή
θεματογραφική εικονογραφία, αν τον μελετάω σωστά.
«Η Κρυφή Συλλογή», με τα τριάντα
ένα (να είναι άραγε τυχαίος ο αριθμός τους;) μικρά ποιητικά της κομψοτεχνήματα,
που συμπληρώνεται το ειδικό τους βάρος από την σκοτεινή και μουντή
εικονογράφηση από τον Χρόνη Μπότσογλου-ανακαλεί έντονα στην μνήμη το έργο του
Φράνσις Μπέηκον- είναι το τελευταίο Crescendo, της ποιητικής του
αυτοπαρουσίασης. Έντονα «επισημασμένη» από τις κυματώδεις τρικυμίες του μυαλού
του ποιητικού υποκειμένου.
Εκφραστικά αρμονική, χωρίς
εξανθηματικές λεκτικές κορώνες λύτρωσης, χωρίς νοηματικούς αποπροσανατολισμούς
από τον κυρίαρχο στόχο του, δίχως ρομαντικές βινιέτες εξιλέωσης του ποιητικού
συναισθήματος. Με ευανάγνωστους υπαρξιακούς τόνους και επιτονισμούς.
Καθώς «Αιχμηρές σκέψεις τρυπούν το
μυαλό μου/ Στην ανυπαρξία και στη λήθη φεύγει η ζωή και χάνεται καθώς ρέει
αιώνια».
Η αφυπνιστική αφήγηση γίνεται
συνήθως σε πρώτο πρόσωπο, όπως αρμόζει, σε κάθε προσωπική εξομολογητική φωνή
στα μικρής φόρμας ποιήματα της συλλογής. Και, υαλογραφεί πρωτίστως την φθορά
και την παγίδευση του εσωτερικού του κόσμου.
Καθώς «Κάνοντας έρωτα στον εαυτό του/
ρουφήχτηκε απ’ το μυαλό του,/και τώρα τρελός/ ψάχνει για μια διέξοδο».
Αλλά και οι άλλοι γύρω του,
άνθρωποι ποταποί, μικρόψυχοι, χαοτικοί, ναυαγισμένες μεταφυσικά υπάρξεις, από
όλο το οικονομικό φάσμα της κοινωνίας, «επισκευάζονται καθημερινά στα συνεργεία της
αθλιότητας».
Η φωνή του Λευτέρη Πούλιου, μου
φέρνει στο νου τη ρήση του Οδυσσέα Ελύτη:
«Αν είναι να πεθάνεις πέθανε, αλλά
κοίταξε να γίνεις ο πρώτος πετεινός μέσα στον Άδη».
Ο ποιητής δέσμιος των αδιεξόδων
του που στην πραγματικότητα είναι οντολογικά αδιέξοδα κάθε ευαίσθητου και
συνειδητού ανθρώπου, βυθίζεται στο γνόφο του μυαλού του, αγωνιζόμενος με το
μεθυστικό πανηγύρι των ποιητικών λέξεων να ψαύσει τη δική του αλήθεια, να βρει
τρόπους που θα λυτρωθεί από το βάρος της φθοράς των πάντων γύρω του. Θρηνώντας
για την μυστηριακή αλλά βεβηλωμένη ομορφιά της ζωής.
Μόνος και έρημος, τσακισμένος από
τις ενοχικές επιθυμίες του Κόσμου που αντανακλώνται καταλυτικά στις
ανεξερεύνητες σπηλιές του μυαλού του, σκυφτός και δεητικός μέσα στον ιερό χώρο
της προσωπικής του Πάτμου, στέκει συντροφιά με τους αμαρτωλούς αγίους του, να
αναμένει το κάλεσμα της «Μαύρης Αράχνης στο υπερπέραν», όπως όλοι
μας.
Γιώργος Χ. Μπαλούρδος
Πρώτη δημοσίευση,
εφημερίδα «Ελευθεροτυπία», Πέμπτη
13 Αυγούστου 2009, σελίδα 13
Πειραιάς 31 Αυγούστου 2013
Τέλος διακοπών.
«Σώμα δροσερό αγαπημένο/σπιθοβολάς
αστέρια/της Ελλάδος εκεί/στο άνοιγμα του αθάνατου/ κινδυνεύεις χάνεσαι/ με αγκίστρι
θαυματουργό/ξανανεβαίνεις στα επουράνια.
Από την ποιητική συλλογή του Κώστα
Τσιρόπουλου, «Θαλασσογνωσία», 1965.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου