ΜΟΡΦΙΑ ΜΑΛΛΗ
«Μοντερνισμός, μεταμοντερνισμός και
περιφέρεια», εκδόσεις, Πόλις-Αθήνα 2002
ΜΕΤΑΜΟΝΤΕΡΝΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΠΟΙΗΤΙΚΗ ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ
Διαβάζοντας ο αναγνώστης το βιβλίο της Μορφίας Μάλλη νιώθει έκπληξη και
θαυμασμό για τον τεράστιο γνωστικό πλούτο που διαθέτει και τη λεπτομερή
παράθεση δεκάδων πληροφοριών που διερευνά και καταγράφει, καθώς πραγματεύεται το
πρόβλημα του μεταφραστικού μοντερνισμού στην Ελληνική ποιητική παράδοση μέσα
από τις θεωρητικές προτάσεις και τις ποιητικές συνακόλουθα καταθέσεις του Νάσου
Βαγενά.
Και η χαροποιός διάθεση επαυξάνεται,
αν αναλογιστούμε ότι η επεξεργασία ενός τόσο πολύπλοκου και πολυσήμαντου υλικού
πραγματοποιείται από γυναικεία γραφίδα.
Το αναφέρω αυτό, για να τονίσω την έλλειψη μιας ουσιωδώς περιεκτικής
ανθολόγησης δοκιμιακού λόγου που θα μας πρόσφερε την δυνατότητα να κατανοήσουμε ορθότερα την διαχρονική
περιπέτεια της Ελληνικής δοκιμιακής σκέψης, τόσο των αντρών όσο και των
γυναικών. Αλλά και θα μας βοηθούσε επικουρικά να εξακριβώσουμε τις θέσεις, τις
αντιθέσεις, τις συγκλίσεις, τις αποκλίσεις, τις αισθητικές αρχές, τόσο μεταξύ
των Ελλήνων στοχαστών, όσο και τις δάνειες αναφορές τους από τον Ευρωπαϊκό χώρο
και τις κατά καιρούς μιμήσεις τους. Θα είχαμε την δυνατότητα να ανακαλύψουμε
την εσωτερική σχέση που ο δημιουργός αναπτύσσει μεταξύ της ποιητικής του
πρότασης και του δημιουργικού του λόγου, δηλαδή των θεωρητικών του αρχών και
αξιών.
Αν εξαιρέσουμε τις σκόρπιες αναφορές-τις μάλλον λαθρόβιες- στα διάφορα
έντυπα, μόνο πέντε προτάσεις έχουμε ανθολόγησης του Ελληνικού δοκιμιακού λόγου,
που είναι όμως ελλιπείς, είτε μονοδιάστατες, είτε ελάχιστα εκλεκτικές:
Τους τόμους «Νεοελληνική Κριτική»
της Βασικής Βιβλιοθήκης, (1956) και
«Ελληνική κριτική σκέψη» του Ζήσιμου
Λορεντζάτου, (1976),
Τη δίτομη «Ανθολογία δοκιμίου και
άρθρου» των εκδόσεων Μαλλιάρη, (1976),
Την τρίτομη «Ανθολογία νεοελληνικής
κριτικής» του Γιάννη Γουδέλη, (1991-1992), και,
«Τα δοκίμια των Ελλήνων» του Κώστα
Τσιρόπουλου, (2002).
Ασφαλώς ούτε λόγος να γίνεται για
την γυναικεία πρόταση και δοκιμιακή προοπτική πάνω στον τομέα αυτόν. Στον
Μαλλιάρη υπάρχουν δύο γυναίκες, στον Τσιρόπουλο πέντε, και στον Γουδέλη δέκα,
αν και πολλές γυναίκες δημιουργοί δοκίμασαν με επιτυχία τις πνευματικές τους
δυνάμεις και στο πεδίο αυτό. Ελάχιστες όμως διασώθηκαν ως δοκιμιογράφοι και
διαμορφωτές στη διαχρονική ιστορία της Ελληνικής γραμματείας.
Οφείλουμε να επισημάνουμε ότι η
γενιά του 1970, κυρίως, αλλά και οι παλαιότερες γενεές, μας έδωσαν σημαντικές
γυναικείες δοκιμιακές φωνές που συμπλήρωσαν την ανδρική παράδοση, τόσο με την
αναλυτική περισσότερο αλλά και την συνθετική τους σκέψη, όσο και με τον
θεωρητικό τους προβληματισμό, και διεύρυναν τις αισθητικές και κοινωνικές
αναζητήσεις.
Οι περιπτώσεις της Ιμβριώτη, της
Παπαδάκη, της Αλεξίου, και της Ζωγράφου είναι ενδεικτικές.
Γι’ αυτό σημειώνω ότι μας προκαλεί θαυμασμό η συνθετική σκέψη και
συνδυαστική ερμηνευτική της Μορφίας Μάλλη. Αν παραβλέψουμε την κάποια ξηρότητα
της γλωσσικής της εκφοράς, και την σχολαστικότητα του ύφους της και ίσως την
υπερβολική παράθεση πληροφοριών και ξένων αναφορών, που διασπούν ενίοτε την
προσοχή του αναγνώστη από το κέντρο της αφήγησης, η αυστηρή της μεθοδολογία, η
συνδυαστική της ικανότητα στην πραγμάτευση του θέματος, και η σύνθετη
οριοθέτησή του μας αποκαλύπτουν ένα δυνατό συνθετικό μυαλό που ξέρει να
τιθασεύει το επικουρικό υλικό του. Και μάλιστα, με πολύ επιτυχία και
πρωτοτυπία.
Το βιβλίο αρθρώνεται στηριγματικά κατά κύριο λόγο από θεωρητικές πηγές
προερχόμενες από το μητροπολιτικό κέντρο και ιδιαίτερα, από την αγγλοσαξωνική
παράδοση. Μια παράδοση που δεσπόζει θα σημειώναμε, των άλλων παραδόσεων σχεδόν
αποικιοκρατικά. Οι πηγές από τις περιφερειακές παραδόσεις και ασφαλώς από την
Ελλάδα είναι ελάχιστες. Η αναφορά στις αξιολογικές αρχές του σημαντικού και
τόσο πρόωρα χαμένου Παναγιώτη Κονδύλη δεν αναιρεί τον κανόνα των μεγάλων
ελλείψεων που έχουμε σε αυτόν τον τομέα. Οι συνεχείς όμως υπομνηματίσεις σε
αλλόγλωσσες πηγές φανερώνει την καχεξία της κριτικής προβληματικής πάνω στο
θέμα της ποιητικής μετάφρασης στον Ελλαδικό χώρο, αλλά και την ανάγκη διερεύνησής
της. Αν αληθεύει αυτή η διαπίστωση σημαίνει ότι ο ποιητής και θεωρητικός της
ποίησης Νάσος Βαγενάς, από την μία μεριά, και η δοκιμιογράφος Μορφία Μάλλη από
την άλλη, θέτουν τα θεμέλια για μια ουσιαστική προσέγγιση του Ελληνικού
μεταφραστικού προβλήματος, αλλά και, για μια εποικοδομητική και επί ίσοις όροις
συνομιλία με τα θεωρητικά κείμενα του Ευρωπαϊκού μητροπολιτικού χώρου, και όχι
μόνο.
Είναι μια θεωρητική συνομιλία επωφελής μάλλον και για τις δύο πλευρές,
παρά μια μιμητική ανέξοδη αναφορά ή «υπηρετική» ρητορική επισήμανση, από την κατακτημένη
περιφέρεια, των αρχών και των αξιωμάτων του εξουσιαστικού μητροπολιτικού
κέντρου. Μια τέτοια ισότιμη σύζευξη και προσοδοφόρα συνομιλία, αν είχε στις
μέρες μας πραγματοποιηθεί και από άλλους, θα τροφοδοτούσε την περιφέρεια με
στοιχεία τέτοια, που θα τους έδιναν την δυνατότητα χωρίς καχυποψία και έλλειψη
σιγουριάς να διατυπώσει έναν νέο ουμανιστικό λόγο μέσα στην μεταμοντέρνα
προοπτική της κοινωνίας.
Το βιβλίο αυτό πέρα από τη σοβαρότητα των προθέσεών του, είναι και ένας
βιβλιογραφικός οδηγός, μια πυξίδα για την διερεύνηση των συγκεκριμένων
προβλημάτων, αν και φαίνεται, εκ πρώτης όψεως, αρκετά δύσκολο να αναιρεθεί μία
παράδοση υποτέλειας που υπάρχει στον ευρύτερο βαλκανικό χώρο απέναντι στον δυτικό,
η οποία ως ιδεολογική αγκύλωση συνεχίζεται μέσω της Ορθόδοξης χριστιανικής
μυθολογίας και των ιδεολογικών της επιταγών. Παραγνωρίζοντας η μυθολογία αυτή
τις επαναστατικές σταθερές που προέρχονται απευθείας από τον πνευματικό χώρο
της Αρχαίας Ελλάδας, και στάθηκαν τα κύρια και κεντρικά σημεία αναφοράς για τις
διάφορες πολιτιστικές και κοινωνικές ζυμώσεις και ανακατατάξεις στον Δυτικό
πολιτισμό.
Το βιβλίο χωρίζεται σε δύο μεγάλες συναφείς ενότητες.
Στην πρώτη, η συγγραφέας εξετάζει το
εγχείρημα του Νάσου Βαγενά να αρχιτεκτονίσει μια σύγχρονη μεταφραστική θεωρία
και πρακτική μέσα στο μοντερνιστικό και μεταμοντερνιστικό πλαίσιο, στηριζόμενος
στην ποιητική παράδοση των δημιουργών πριν από την γενιά του 1930. Γιατί, ο
Βαγενάς με τα κείμενά του, επανακαθορίζει την ερμηνευτική οπτική μας,
προτείνοντάς μας την επαναδιαπραγμάτευση των μεταφραστικών μας δυνατοτήτων με
βάση τις θέσεις που είχαν εκφράσει οι ποιητές της έμμετρης ποιητικής παράδοσης.
Μια τέτοια προοπτική μας απομακρύνει από τις μεταφραστικές θέσεις τόσο του
Γιώργου Σεφέρη, αλλά και του Οδυσσέα Ελύτη, και του Κλείτου Κύρου, όσο και των
σύγχρονων δημιουργών της γενιάς του1970, όπως ο Χριστόφορος Λιοντάκης, ή ο
Γιάννης Βαρβέρης, για να σταθώ ενδεικτικά. Αυτόν τον μεταφραστικό δρόμο, που
συγγενεύει με τις λησμονημένες προνεοτερικές φωνές της μετρικής μας παράδοσης,
επιδιώκει να αναπτύξει ο Νάσος Βαγενάς, διαχωρίζοντας την θέση του (αλλά όχι
αποκοπτόμενος) από τους ποιητές της δικής του γενιάς. Μη παραγνωρίζοντας ακόμα
και τις όποιες συστοιχίσεις με τις μεταφραστικές καρυωτακικές αποκλίσεις.
Η μετασχηματιστική αυτή πρόθεση του Νάσου Βαγενά, δεν έρχεται σε
αντίθεση ή σε απόσχιση οριστική με τις προθέσεις των υμνητών και θιασωτών του
ελεύθερου στίχου, αλλά σαν συμπλήρωμα και επικουρική αναφορά. Ο Βαγενάς φρονεί
ότι χρειάζεται να επανανακαλύψουμε τον ρυθμιστικό μηχανισμό και την τεχνική που
διέπει τον ελεύθερο στίχο, και να τον αναδείξουμε, χωρίς φόβο να μας θεωρήσουν
παλαιομοδίτες. Και, έχει δίκιο, γιατί η μεταμοντέρνα ποίηση οφείλει να βρει την
ρυθμιστική ρυθμοποιητική της ευαισθησία, αυτή που θα βοηθήσει τον σύγχρονο
μεταμοντέρνο αναγνώστη όχι μόνο στην ανάγνωσή της αλλά και στην περαιτέρω
εξέλιξή της και επεξεργασία της.
Οι παραβλεφθείσες αυτές θέσεις και στάσεις των προνεωτερικών δημιουργών
που υιοθετεί ο Νάσος Βαγενάς και τις διατυπώνει σε θεωρητικά του δοκίμια και
άρθρα, στις μεταφράσεις του, καθώς και μέσα στην ποίησή του, διερευνώνται και
επισημαίνονται με άκρα προσοχή από την Μορφία Μάλλη. Συσχετίζονται με θέσεις
αγγλόφωνων μοντερνιστών, με θεωρίες νοτιαμερικανών δημιουργών, ανακαλύπτονται
συγγένειες, προτείνονται διαφοροποιήσεις, αναδεικνύονται οι συνεργασιακές,
φανερές ή μη, ερμηνευτικές υποδείξεις, και τονίζονται οι ομοιότητες της
κειμενικής μνήμης και της γλωσσικής εκφοράς. Η Μορφία Μάλλη κατορθώνει να
συντονίσει ένα δύσβατο από πολλές πλευρές υλικό και να το προσανατολίσει
εύστοχα και επιδέξια τόσο προς τις προθέσεις του κειμένου που εξετάζει, όσο και
προς το αποτέλεσμα του εγχειρήματός του. Οι συνειρμικές αναφορές του
μεταμοντέρνου λόγου της μητροπολιτικής Δύσης είναι ο ερμηνευτικός της φακός κι
οδηγός για την «συν-συγγραφή» ή μάλλον συν-παρουσίαση, θα προσθέταμε, των θεωρητικών
μοντέλων του Νάσου Βαγενά.
Οι θέσεις της είναι διακριτικά
διατυπωμένες και με γυναικεία λεπτότητα. Αφήνει τα κείμενα και τις ξενόγλωσσες
παραθέσεις να αναδείξουν την υπό εξέταση θεωρία. Ο οικειοποιητικός δυναμισμός
των θέσεών της σχολιάζει με ακρίβεια και ευστοχία την ελλειμματική μεταφραστική
θεωρία των ποιητών της γενιάς του 1930. Αξιόλογες είναι ακόμα, οι αναφορές της
όσον αφορά τις γαλλικές μεταμοντερνιστικές επιδράσεις στον Ελληνικό χώρο και
τον δύσπεπτο μιμητισμό τους από Έλληνες δημιουργούς.
Το βιβλίο της Μορφίας Μάλλη, μας βοηθά να επαναδιαπραγματευτούμε το
ερώτημα:
Τι μεταφράζει το ποίημα και τι η
γλώσσα;
Διότι η μετάφραση είναι σαν την
προσευχή.
Ανεξάρτητα από την γλώσσα ή τα
σύμβολα που αυτή μετέρχεται, σημασία έχει η πρόθεση του αναγνώστη.
Αν η γλώσσα εμποδίζει την επιθυμία,
τότε δεν επιτυγχάνεται η μεταφραστική προσπάθεια.
Αν η γλώσσα υπερφαλαγγίζει την
πρόθεση, τότε πλεονάζει η σκοποθεσία ως ιδεολογική αγκύλωση. Η γοητεία της
μεταφραστικής φιλοδοξίας συναντάται μάλλον στην λεπτή ισορροπία μεταξύ της
προαίρεσης του μεταφραστή και της πρόθεσης του επαρκώς υποψιασμένου αναγνώστη.
Και το μεγάλο Ναι ή το μεγάλο Όχι της μεταφραστικής προσπάθειας θα απασχολεί
πάντα τον μεταφραστή, και όχι, τον ποιητή του πρωτοτύπου. Γιατί, ο δεύτερος στη
μετάφραση θα ανακαλύπτει πάντα το άπιαστο είδωλο του κειμένου του, ποτέ το ίδιο
το κείμενο. Και ο κάθε αναγνώστης το δικό του κείμενο. Το παράδειγμα του
Ντόριαν Γκρέυ, είναι σαφές, και μας υποδηλώνει συνεχώς την διαχρονική σχέση που
αναπτύσσεται ανάμεσα στη δημιουργική σύλληψη και τη γλωσσική της καταγραφή.
Στη δεύτερη ενότητα του βιβλίου, η συγγραφέας εξετάζει τις σχέσεις του Νάσου Βαγενά ως
ποιητή με τον μοντερνισμό και την επιδίωξη της υπέρβασής του προς μία
κατεύθυνση-μια νέα οραματική προοπτική-που η συγγραφέας περιγράφει ως
μεταμοντερνισμό, αλλά με την ξεκάθαρη διατήρηση του ανθρώπινου υποκειμένου. Ως
έναν μεταμοντερνισμό με ανθρώπινο πρόσωπο, πέρα από γλωσσικούς φορμαλισμούς,
δογματικές ιδεολογίες, ή ανελεύθερες λογοκρατικές επιταγές. Έναν
μεταμοντερνισμό που δεν θα είναι ένα ακόμα τεχνητό στεφάνι δόξας για το
μεταμοντέρνο υποκείμενο. Και αυτό, αποτελεί, την πλέον ενδιαφέρουσα θέση του
βιβλίου της Μορφίας Μάλλη, αφού τα πολεμικά κείμενα του Βαγενά εναντίον των
ορθοδόξων μεταμοντερνιστών (όπως του Ζακ Ντερριντά, ή του Ρολάν Μπαρτ) τον
έχουν κάνει να θεωρείται ακραιφνής μοντερνιστής.
Η υπέρβαση αυτή του Νάσου Βαγενά
επιτυγχάνεται στην πράξη, όπως αποδεικνύει η Μάλλη, μέσα από το βιβλίο του «Η
πτώση του ιπτάμενου», όπου η ανθολόγηση ποιημάτων ή πρόζα διαφορετικών σχολών,
περιόδων, και αλλότριων προθέσεων, συνυπάρχουν με πρωτότυπες ποιητικές καταθέσεις
του ίδιου του Βαγενά. Ενδιαφέρον προκαλεί ο διαχωρισμός που υιοθετεί η
συγγραφέας μεταξύ της εκφραστικής ποίησης του Wallace Stevens και της κατασκευαστικής ποίησης
του Ezra Pound, με ό,τι αυτό συνεπάγεται και ως ερμηνευτικό
μεταφραστικό μοντέλο και ως ποιητική πρόταση γραφής.
Θα ήθελα επίσης να παρατηρήσω ότι η
διαφοροποίησή της από άλλες παλαιότερες κριτικές προσεγγίσεις αξιόλογων
κριτικών που ασχολήθηκαν με την ποίηση του Νάσου Βαγενά, είναι εύστοχες, αν και
πρέπει να τονιστεί ότι διατυπώνονται από πλεονεκτικότερη θέση, αφού η Μορφία
Μάλλη πραγματεύεται το θεματικό της υλικό της μεταμοντέρνας ποιητικής γραφής με
περισσότερη χρονική άνεση, έχοντας στην διάθεσή της το ανάλογο τεράστιο υλικό,
πράγμα που της επιτρέπει μιαν ευρύτερη εποπτεία του θέματος.
Το βιβλίο στις γενικές προθέσεις του έχει επιτύχει τον στόχο του. Στις
επιμέρους αναφορές του κερδίζει τις εντυπώσεις. Στις ερμηνευτικές του
υποδείξεις προάγει την έρευνα. Βέβαια, ένα τέτοιου είδους μελέτημα απευθύνεται
σε ένα ειδικό, με ευρύτερες γνώσεις, αναγνωστικό κοινό.
Η Μεταμοντέρνα ποίηση έχει και αυτή τους δικούς της κανόνες, την δική
της στιχουργική ρυθμολογία, το δικό της όραμα. Γιατί, ακόμα και αν δεν τα έχει
όλα αυτά, θα χρειαζόταν να τα ανακαλύψει.
Η ποιητική αίσθηση του κόσμου δεν είναι κάτι που αφορά μόνο τους
ποιητές, αλλά όλους μας.
Και αυτό, μας το δείχνουν τόσο ο Νάσος Βαγενάς με το έργο του όσο και η
Μορφία Μάλλη με την εργασία της.
Γιώργος Χ. Μπαλούρδος
Πρώτη δημοσίευση,
περιοδικό «Ο Πολίτης», τεύχος 106/Δεκέμβριος
2002, σελίδες 41-43.
Πειραιάς 20 Αυγούστου 2013.
Με μιαν ηλιόλουστη και ζεστή μέρα
να αναμένει τους πόθους και την αναγνωστική μας περιέργεια.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου