ΝΙΚΟΛΟ
ΜΑΚΙΑΒΕΛΛΙ
ΜΕΡΟΣ Β
Συνέχεια από το προηγούμενο.
«Σαν
μύγες που τις παίζουν τα παιδιά, είμαστε για τους θεούς,
Μας
θανατώνουν για το κέφι τους»
Ουίλλιαμ Σαίξπηρ
Ο Μακιαβέλλι όπως οι βιογράφοι του μας
αποκαλύπτουν, ποτέ μέχρι το τέλος του βίου του δεν ακολούθησε τις Μακιαβελλικές
αρχές που περιγράφει και μας διδάσκει μέσα στο έργο του. Δεν φιλοδόξησε μάλλον
να επιλέξει στον προσωπικό του βίο τις συγγραφικές του διδαχές. Οι απόψεις του
για την κοινωνία και την ζωή και πως οικοδομείται ένα κράτος, μια πολιτεία
είχαν συγκεκριμένους στόχους, η φιλοσοφία του είχε συγκεκριμένη πολιτική κατεύθυνση
είχε συνοχή και εξέλιξη, η δύναμη τις σκέψης του δεν ήταν αθεμελίωτη
στηρίζονταν στα ιστορικά παραδείγματα του παρελθόντος που μελετούσε και σε
ατομικές και πολιτικές συμπεριφορές των συγχρόνων του ηγετών που ήταν
υποχρεωμένος επαγγελματικά να υπηρετήσει, γιαυτό και στα έργα του, συνιστούσε
στους συμπολίτες του όπως και στους έχοντας την εκάστοτε εξουσία να
ακολουθήσουν ένα πολιτικό μονοπάτι, μια πολιτική στάση που θα μετατρέψει το
τυχαίο της ιστορίας και το μοιραίο της ζωής σε οικοδόμηση κοινωνίας, σε
συγκρότηση κυβερνητικού καθεστώτος. Οι πολιτειακές του θέσεις και οι πολιτικές
του απόψεις δεν ήσαν ασκήσεις επί χάρτου, δεν εξαντλούνταν σε μια καλογραμμένη
διανοητική διατύπωση, δεν στοχάζονταν ενδόμυχα για τα κοινά της Φλωρεντίας, θα
τολμούσαμε να γράψουμε, ότι ο Μακιαβέλλι είχε πίσω του σαν παιδεία και πολιτική
πρακτική και εμπειρία ένα ολοκληρωμένο σύστημα σκέψης που δεν ήταν εύκολα
κατανοήσιμο από τους συμπατριώτες του, ασφαλώς δεν στηρίζονταν σε ένα θεολογικό
σύστημα αναφοράς, για μια χριστιανική ουράνια ανθρωπότητα όπως ο Δάντης(1265-1321)
αλλά, σε έναν πολιτικό σχεδιασμό και μια άκρως ρεαλιστική αντιμετώπιση των
κοινών. Και για να το προχωρήσουμε ακόμα παρά πέρα, μήπως οι απόψεις του δεν
είναι παρά αυτό το περιβόητο «γενναίον ψεύδος» που αναφέρεται στην Πλατωνική
Πολιτεία;
Σε
γράμμα του, στον Πέτρο Σοντερίνι γράφει μεταξύ άλλων:
«Και
θ’ απορούσα γι’ αυτό, αν η μοίρα μου δεν μου είχε φανερώσει τόσα πολλά
πράγματα, έτσι που αναγκάζομαι να θαυμάσω λίγο ή να ομολογήσω πως ούτε
διαβάζοντας ούτε κι ενεργώντας δεν ένιωσα τις πράξεις των ανθρώπων και τους
τρόπους που βαδίζουν…. Βλέπω λοιπόν, όχι
με τον δικό σας καθρέφτη, των πολλών, ότι στις δουλειές πρέπει να κρίνεις το
αποτέλεσμα, όταν πια τελειώσουν, κι όχι το μέσο, όταν ακόμα γίνονται. (Καθένας
πορεύεται κατά τη φαντασία του). Και βλέπω με διάφορους τρόπους να επιδιώκεται
το ίδιο πράμα, όπως και από διάφορους δρόμους φτάνεις στον ίδιο τόπο, και πάλι
πολλούς, που ενεργούν διαφορετικά, να πετυχαίνουν τον ίδιο σκοπό, κι αν έλειπε
κάτι για να αληθέψει τούτη τη γνώμη, μας το δίνουν σήμερα οι πράξεις τούτου του
ποντίφηκα και τ’ αποτελέσματά τους. (Κανένα να μη συμβουλεύεις κι ούτε από
κανένα να δέχεσαι συμβουλή, εκτός αν είναι συμβουλή γενική γιατί ο καθένας
κάνει ό,τι του λέει η καρδιά του με τόλμη)».
Ας μην ξεχνάμε επίσης, ότι στο βιβλίο του
περί Μοναρχίας, (De Monarchia), ένα βιβλίο που η Καθολική Εκκλησία έχει
συμπεριλάβει στον κατάλογο των απαγορευμένων προς ανάγνωση βιβλίων στο(Index expurgatorius, όπου μετά την σύνοδο του Τρέντο βρίσκονται και τα βιβλία του
Μακαιβέλλι), ο Δάντης μας μιλά για μία ηγεμονική αρχή, που είναι απαραίτητη να
κυβερνηθεί η ανθρωπότητα, δηλαδή τον ένα και πανίσχυρο Ηγεμόνα.
Εδώ,
στον Νικολό Μακιαβέλλι, σε αυτόν τον πολιτικό στοχαστή της Αναγέννησης, ο πολιτικός του σχεδιασμός τηρουμένων των
αναλογιών θα λέγαμε ότι προσομοιάζει με την ερμηνεία των ιστορικών και
πολεμικών γεγονότων που μας δίδει ο πατέρας της Ιστορίας Θουκυδίδης, και έχει
επίσης κοινά σημεία, όσον αφορά τους χαρακτηρισμούς πολιτικής ψυχολογίας και
αστάθμητης συμπεριφοράς των πολιτικών υποκειμένων. Το σημαίνον και κυρίαρχο
πολιτικό ήθος των αρχαίων δεν είναι η ωμή, σκληρή, ρεαλιστική και κυνική πολλές
φορές ειλικρίνεια; Να θυμηθούμε εδώ τον «Θουκυδίδειο λόγο», δηλαδή των Αθηναίων
προς τους Μηλίους; Δεν είναι αυτός ο πολιτικά ισχυρός στρατηγικός λόγος μια προ
Μακιαβελλική πρακτική, για το δίκαιο μόνο του ισχυρότερου ανά τους αιώνας;
Ο
Μακιαβέλλι, γράφει ο Θάνος Λίποβατς στο ενδιαφέρον κείμενό του «Η πολιτική
ψυχολογία στον Μακιαβέλλι», τώρα και στο βιβλίο του «Ζητήματα Πολιτικής
Ψυχολογίας», εκδόσεις Εξάντας 199, σελίδα 117, «Ο Μακιαβέλλι είναι ενάντια στον
λαϊκισμό, ο Νόμος υπάρχει μεν για να προστατεύει τον λαό, αλλά τον υπερβαίνει
και δεν υπάρχει για να ικανοποιεί τα στιγμιαία «κέφια» του και τις
παρτικουλαρίστικες ορέξεις του. Από την άλλη ο Μακιαβέλλι βλέπει στον διχασμό
των τάξεων έναν αναπόφευκτο και ωφέλιμο θεσμό(που δεν πρέπει να οδηγήσει σε
εμφύλιο πόλεμο: ο Μακιαβέλλι σε αντίθεση με τον Σαβοναρόλα δεν σκέφτεται
μανιχαίκά, αποκαλυπτικά). Οι πατρίκιοι, στο βαθμό που ως άτομα ήταν ικανοί,
έντιμοι, με πολιτική «τόλμη» και νομοταγείς, μπορούσαν να υπηρετήσουν (ως
«αποστάτες») τα λαϊκά συμφέροντα και ήταν με τις ικανότητές τους απαραίτητοι
για το μεγαλείο της Ρώμης(ως στρατηγοί, νομοθέτες, κήνσορες κ.τ.λ). Οι
παρατηρήσεις αυτές του Θάνου Λίποβατς για τον Νικολό Μακιαβέλλι, δεν ενώνουν σε
ζητήματα πολιτικής αρχής την αρχαία πολιτική σκέψη με εκείνη της εποχής του
Μακιαβέλλι αλλά και των νεότερων μας χρόνων;
Μόνο
που ο Μακιαβέλλι, δίνει μεγάλη σπουδαιότητα και ιστορική βαρύτητα στην Τύχη,
στον αστάθμητο παράγοντα, γράφει στο ίδιο γράμμα μεταξύ άλλων:
«(Σαν
κουραστεί η Τύχη, καταστρέφεσαι. Η οικογένεια, η πόλη κι ο καθένας θεμελιώνει
την τύχη του πάνω στον τρόπο που πολιτεύεται, μα η τύχη του καθενός αποσταίνει,
κι όταν αποστάσει, πρέπει να την ξανακερδίσεις μ’ άλλο τρόπο…. και συνεχίζει
παρακάτω, Πιστεύω πως, καθώς η φύση έδωσε στον άνθρωπο διαφορετικό πρόσωπο,
έτσι τούδωσε διαφορετικό μυαλό και διαφορετική φαντασία. Από δω γεννιέται ότι ο
καθένας πολιτεύεται κατά το μυαλό και τη φαντασία του. Κι επειδή, από την άλλη
μεριά, οι καιροί είναι άστατοι κι οι καταστάσεις διαφορετικές, στον έναν οι
επιθυμίες του βγαίνουν καταπώς θέλει και καλότυχος είναι όποιος αρμονίζει με
τον καιρό τον τρόπο που πολιτεύεται, ενώ απεναντίας κακοτυχίζει ο που με τις
πράξεις του διαφορίζεται απ’ τον καιρό κι από τις καταστάσεις…., γιατί τόσες
καταστάσεις υπάρχουνε, όσες χώρες και κράτη. Μα επειδή οι καιροί και τα
πράματα, γενικά κι ατομικά, συχναλλάζουν, ενώ οι άνθρωποι δεν αλλάζουνε τη
φαντασία τους μήτε τον τρόπο που πολιτεύονται, συμβαίνει νάχει κάποιος τον έναν
καιρό τύχη καλή και τον άλλον κακή. Κι αλήθεια, όποιος θα στεκόταν τόσο
γνωστικός, που να ξέρει τους καιρούς και τις καταστάσεις και να προσαρμόζεται,
αυτός θάχε πάντα καλή τύχη, ή πάντα θα φυλαγόταν απ’ την κακή, και τότε θα
αλήθευε πως ο συνετός προστάζει τ’ αστέρια και τα μοιρογραφτά. Μα επειδή
τέτοιοι γνωστικοί δε βρίσκονται, πρώτα γιατί οι άνθρωποι είναι κοντόθωροι και
στερνά γιατί δε μπορούνε να κουμαντάρουνε το φυσικό τους, το αποτέλεσμα είναι
πως η τύχη παραλλάζει και κυβερνάει τους ανθρώπους, κρατώντας τους κάτω απ’ το
ζυγό της…».
Η πολιτική του φιλοσοφία δεν είχε μια
εξευγενισμένη χροιά ώστε να γίνεται αρεστή από τους πολιτικούς ηγεμόνας της
εποχής του, δεν έδινε τροφή σε αργόσχολους παρατρεχάμενους της εκάστοτε
πολιτικής εξουσίας, σε αυτούς, που τους ενδιαφέρει μόνον «η εγγύηση των
απολαύσεών μας», όπως θα έγραφε και ο Μπένζαμεν Κονστάν, οι θέσεις του περί
πολιτικής και της τέχνης του κυβερνάν, δεν σου δίνουν την ευκαιρία να φλυαρήσεις
επί ματαίω για τα κοινά, αλλά με την εμπειρία και τις γνώσεις που είχε αποκτήσει
σαν αυθεντικό πολιτικό όν, ήθελε να οδηγήσει την πολιτική σκέψη και πολιτειακή
πρακτική για ένα ισχυρό και ενωμένο κράτος, για μια εθνική κρατική οντότητα του
καιρού του, εκεί που ο ίδιος πίστευε και θεωρούσε ότι έπρεπε να οδηγηθεί, μακριά
από την ηθική. Θα μπορούσαμε να γράφαμε χωρίς να είναι παραδοξολογία, ότι ο
πολιτικός του σχεδιασμός ταυτιζόταν με την πολιτική του στρατηγική, πολιτική
ίσον στρατηγική. Ξεχώρισε το πολιτικό από το ηθικό, την αρετή από την πολιτική,
την ουμανιστική πρόθεση από την στυγνή πολιτική αντιμετώπιση. Και για να
καταφύγουμε και πάλι στους αρχαίους, τι μας λέει ο Θείος Ηράκλειτος: «πόλεμος
πάντων μεν πατήρ εστί, πάντων δε βασιλεύς, και τους μεν θεούς έδειξε τους δε
ανθρώπους, τους μεν δούλους εποίησε τους δε ελεύθερους».
Και
για να παραφράσουμε τον λόγο ενός από τους τελευταίους πολιτικούς φιλοσόφους
των Ελλήνων τον Κώστα Αξελό, που
αναφέρεται για την μη χρησιμότητα της φιλοσοφίας, ο σύγχρονος κόσμος δεν την
χρειάζεται την πολιτική, η αλήθεια της λογικής, η καλοσύνη της ηθικότητας, η
ομορφιά της αισθητικής έχουν κιόλας θεωρητικά στερέψει, κι όσο στερεύουν όσο η
τεχνικοεπιστημονική δραστηριότητα κι η θεωρητική παραγωγή καταγίνονται να τις
πραγματώσουν έμπρακτα, με τρόπο συνδυαστικό». Αυτός δεν είναι ο
Μεταμακιαβελλικός κόσμος;
Ο
πολιτικά άκρατος, κυνικός και σκληρός ρεαλισμός του ήταν φυσικό να μην μπορούσε
να κατανοηθεί από τα άτομα της εποχής του, και γιατί να το κρύψομε άλλωστε όπως
θα έλεγε και ένας σύγχρονος Έλληνας Κρητικός πολιτικός, ο πολιτικός του «χαμαιλεοντισμός»
ενόχλησε και ενοχλεί ακόμα τους αναλυτές και σχολιαστές του έργου και των
θεωριών του.
Το
«Φιλοσοφικό Λεξικό του Cambridge», σε επιμέλεια έκδοσης του Robert Aydi,
εκδόσεις Κέδρος 2011, στην Ελληνική έκδοση στην σελίδα 652 αναφέρει τα εξής:
«Με
τον Μακιαβέλλι γεννιέται ένα νέο όραμα της πολιτικής ως αυτόνομης
δραστηριότητας που οδηγεί στη δημιουργία ελεύθερων και ισχυρών κρατών. Αυτό το
όραμα αντλεί τους κανόνες του περισσότερο από το τι κάνουν οι άνθρωποι παρά από
το τι θα όφειλαν να κάνουν. Συνεπώς, το πρόβλημα του κακού αναδύεται ως
κεντρικό ζήτημα, διότι ο πολιτικός δρων διατηρεί το δικαίωμα «να μετέχει στο
κακό, όταν αυτό αποτελεί αναγκαιότητα». Στην απαίτηση της κλασικής, μεσαιωνικής
και αστικής ουμανιστικής πολιτικής φιλοσοφίας, ότι η πολιτική θα πρέπει να
ασκείται μέσα στα όρια της αρετής, ο Μακιαβέλλι, απαντά με τον
επαναπροσδιορισμό του νοήματος της ίδιας της αρετής. Η μακιαβελλική virtu
συνίσταται στην ικανότητα επίτευξης μιας «αποτελεσματικής αλήθειας», ανεξάρτητα
από ηθικές, φιλοσοφικές και θεολογικές αναστολές….» μετάφραση Γεώργιος
Σαγκριώτης, και επιμέλεια της Ελληνικής έκδοσης, Στέλιος Βιρβιδάκης, Γιώργος
Ξηροπαίδης.
Ο Μακιαβέλλι δεν ήταν ένα εκλεπτυσμένο
πολιτικά πνεύμα, αλλά ένας μάλλον «ιδιαίτερος» επαγγελματίας πολιτικά τεχνοκράτης
που προσπάθησε να συνταιριάξει το κοινό κρατικό καλό με την αρχή του ενός αντρός
και φυσικά, να επιπλεύσει και εκείνος μέσα στην πολιτική κονίστρα δίπλα σε
άπληστους για εξουσία και οικονομική ή θρησκευτική δύναμη Ευρωπαίους ηγεμόνας
της εποχής του, γιαυτό ταλαιπωρήθηκε, φυλακίστηκε, βασανίστηκε και έχασε την
πολιτική του φερεγγυότητα. Οι δυσκολίες και οι περιπέτειες του βίου του
αντανακλούν την στάση μιας κοινωνίας και μιας εποχής αλλά και μιας πόλης-κράτος
όπως ήταν τότε η Φλωρεντία, που δεν ενδιαφέρεται να αποδεχθεί την πολιτική του
φιλοσοφία και σκέψη, ανεξάρτητα αν είναι υποχρεωμένη να υποστεί τον ίδιο, ή και
γιατί όχι να την ακολουθήσει. Είναι θα σημειώναμε,-το κάπως-αναγκαίο κακό των
πολιτικών και ιστορικών συγκυριών, η δικαίωσή του, θα έρθει πολύ αργότερα.
Πέθανε
παραγνωρισμένος και φτωχός.
Γράφει
ο Πέτρος Μακιαβέλλι σε γράμμα του στον Φραγκίσκο Νέλι, φλωρεντινό δικηγόρο,
στην Πίζα:
«
Αγαπημένε μου Φραγκίσκο. Δεν μπορώ να κρατήσω τα δάκρυά μου, όντας υποχρεωμένος
να Σου αναγγείλω ότι στις 22 τουτουνού πέθανε ο Νικολό, ο πατέρας μας, από
πόνους στην κοιλιά που τους έφερε κάποιο γιατροσόφι πούχε παρμένο στις 20.
Ξομολογήθηκε τα κρίματά του στο φρα Ματθαίο, που του κράτησε συντροφιά ώσπου
ξεψύχησε. Καθώς ξέρεις ο πατέρας μας, μας άφησε πάμφτωχους. Όταν γυρίσεις, θα
Σου πω πολλά. Τώρα είμαι βιαστικός κι άλλο δε Σου λέω παρά τα σεβάσματά μου».
Φλωρεντία 22 Ιουνίου 1527
Ο συγγενής Σου
Πέτρος Μακιαβέλλι.
Από
τις επιστολές, σελίδα 411, της έκδοσης του Κάλβου σε μετάφραση Τάκη Κονδύλη,
τόμος δεύτερος.
(και
μια μικρούλα παρένθεση, δηλαδή αν κατανοώ σωστά τα λεγόμενα του γιού του πέθανε
από ιατρικό λάθος, για να μην ξεχνιόμαστε).
Υπήρξε πιστός(κατά το δοκούν) πολιτικός
σύμβουλος, σχεδιαστής πολιτικών εφαρμογών και, διπλωματικός εκπρόσωπος της
πόλης του που με ειλικρινές πάθος αγαπούσε. Εξόρυξε την αστική πολιτική από τα
ορυχεία της πνευματικής θολούρας και της πονηρής καιροσκοπίας της Παπικής
πολιτικής φιλοδοξίας. Ο Μακιαβέλλι είναι ίσως ένας από τους ελάχιστους
πολιτικούς στοχαστές αλλά και δραστήριος πολιτικά που επιβεβαιώνει την ρήση του
Αριστοτέλη όπως εκφράζεται στο έργο του «Ηθικά Νικομάχεια», δηλαδή, ότι η πολιτική
ή η ενασχόληση γενικότερα με τα κοινά, είναι η αρχιτεκτονικότερη όλων των επιστημών
των σχετικών με το ανθρώπινο ον, δες και απόψεις του Κορνήλιου Καστοριάδη περί
του θέματος αυτού.
Ο
Νίκος Βαρδιάμπασης στον πρόλογό του στο περιοδικό «Ιστορικά» τεύχος 269, που
εξέδωσε η εφημερίδα Ελευθεροτυπία 20 Ιανουαρίου 2005, αναφέρει ότι: «Ο Μακιαβέλλι
προείδε την αξία και της πολιτικής τηλεοπτικής διαφήμισης», σελίδα 5.
Αυτός
που για μεγάλο χρονικό διάστημα υπήρξε διπλωματικός εκπρόσωπος πριγκίπων,
συνομιλητής Βασιλέων και των ισχυρότερων ανδρών της εποχής του, δεν
παραστράτησε σε οικονομικά ατοπήματα, πέθανε σχεδόν πάμφτωχος, δεν υιοθέτησε
την ανενδοίαστη κερδοθηρία των πολιτικών. Καμιά πηγή συγχρόνων του ή
μεταγενέστερων, δεν μας αφήνει έστω και την παραμικρή υπόνοια ότι διασπάθισε το
δημόσιο χρήμα που διαχειρίστηκε προς ατομικό του όφελος. Καμιά πληροφορία δεν
μας μαρτυρεί ότι κυνηγήθηκε για εχθρική στάση απέναντι στην Φλωρεντία που όπως
φαίνεται της ήταν αφοσιωμένος μέχρι το βιολογικό του τέλος. Ασφαλώς
κατηγορήθηκε, εκδιώχθηκε, φυλακίστηκε, βασανίστηκε, ταλαιπωρήθηκε για τις
πολιτικές του ιδέες και αρχές που πρέσβευε, για τις πολιτικές του επιλογές, και
για το ότι συμμετείχε στις κυβερνητικές και διοικητικές εναλλαγές της
Φλωρεντίας, ποτέ όμως για οικονομικό σκάνδαλο.
Όπως οι πηγές αφηγούνται και οι σχολιαστές
του αναφέρουν, προσπάθησε με απαράμιλλο πάθος και έντονο πολιτικό ζήλο να
παραμείνει στην επιφάνεια της ενεργούς πολιτικής δράσης, δεν δέχτηκε για τον
εαυτό του, ένα άτονο και χλιαρό πολιτικό ρόλο, ίσως ορισμένες φορές να
βρίσκονταν πίσω από τις πολιτικές κουΐντες, όμως έστω και έτσι, έδινε το παρόν,
μας άφησε το πολιτικό του στίγμα, στην προσπάθειά του να μετατρέψει την θεωρία
της πολιτικής σε πολιτική επιστήμη.
Ακολούθησε
και πίστεψε την θρυλική για τον πλούτο της οικογένεια των Μεδίκων, αποστέλλεται
και ακολουθεί τον Καίσαρα Βοργία, αποστέλλεται στην αυλή του βασιλιά της
Γαλλίας του ΙΒ, πραγματοποιεί διπλωματικές εξορμήσεις στην Γερμανία, σε πόλεις
της Ιταλίας, και αλλού, θεωρώντας πάντοτε ότι ένας ισχυρός και παντοδύναμος Ηγεμόνας,
είναι η ιδανική πολιτικά λύση για την συνένωση της κατακερματισμένης και
σπαρασσόμενης από εσωτερικές διαμάχες Ιταλικής χερσονήσου, και εθνική ασπίδα
απέναντι στις άλλες εξωτερικές Ευρωπαϊκές επιβουλές, χωρίς να πάψει
ερμηνεύοντας τα παλαιότερα ιστορικά και πολιτικά γεγονότα, να τους εικονογραφεί
ψυχογραφεί σαν σκεπτόμενος πολιτικά πολίτης. Υπήρξε αν είναι σωστός ο όρος,
ένας πολιτικός ψυχαναλυτής των πολιτικών της εποχής του. Ήταν βέβαιος για την
αποτελεσματικότητα των πολιτικών θέσεων που εξέφραζε, ευμετάβλητος όταν το
απαιτούσε η ιστορική ανάγκη, και σταθερός στο πολιτικό παιχνίδι που και εκείνος
συμμετείχε, και αυτό του το παινάδι αντί να του το προσμετρήσουν στα θετικά,
του το προσδίδουν με αρνητικό πρόσημο.
Ο
Ανατολικογερμανός Άλφρεντ Χένσκε-Klabund-, στο βιβλίο του «Βοργίες», μετάφραση
Αγγέλα Βερυκοκκάκη-Άρτεμη, εκδόσεις Νέα Σύνορα χ.χ. αφιερώνει αρκετές σελίδες
στον Μακιαβέλλι, στην σελίδα 130 αναφέρει τα εξής:
«Η
Πόλη της Φλωρεντίας στέλνει με ειδική αποστολή στον Καίσαρα Βοργία το Νικολό
Μακιαβέλλι. Κατάγεται από μια απλή λαϊκή οικογένεια, έχει ουμανιστική μόρφωση,
είναι γραμματέας του φλωρεντινού «Συμβουλίου των Δέκα».
Ο
Νικολό Μακιαβέλλι ζούσε σε ένα μικρό αγρόκτημα στη Φλωρεντία.
Σηκωνόταν
νωρίς το πρωί, κυνηγούσε πουλιά, δούλευε στο μικρό του δασάκι, έκοβε ξύλα,
καθόταν τη μισή μέρα στην ταβέρνα κουβεντιάζοντας με τον αγρότη Τζισμόντο
Μπουοναρόττι(έναν από τους αδερφούς του γλύπτη Μιχαήλ Άγγελου Μπουοναρόττι), με
χασάπηδες, φουρνάρηδες, αμαξάδες κι αγγειοπλάστες και παίζοντας κρίκκα ή τρικ-τρακ.
Τσακωνόταν
μαζί τους για κάθε κουαττρίνο, και οι φωνές ακούγονταν έξω στο δρόμο, από μισό
μίλι.
Το
βράδυ, όταν άρχιζε να σκοτεινιάζει, γύριζε με τα πόδια στο σπίτι του, έβγαζε το
χωριάτικο σακκάκι του, και καθόταν με το πουκάμισο στο γραφείο του και διάβαζε
Δάντη και Πετράρχη, Τίβουλλο και Οβίδιο.
Διάβαζε
την «Τέχνη του Έρωτα» του Οβίδιου και αναστενάζοντας θυμόταν τις δικές του
παλιές αγάπες.
Αυτά
είχαν περάσει.
Είχε
γυναίκα και τέσσερα παιδιά, και μόνο αραιά και που κάποιος καλός άνεμος έφερνε
στα δασάκι του κάποια νέα ή μεσόκοπη χωριάτισσα.
Όταν βαριόταν τον Οβίδιο, τον έκλεινε
κι άνοιγε το χαρτοφύλακά του και
συνέχιζε τις μελέτες του “ Sui arte del stato” .
Το χτήμα του δεν τα κατάφερνε να το
διαχειριστεί καλά, όμως το πνεύμα του κυβερνούσε ηγεμονικά δημοκρατίες και
μοναρχίες:
Το πνεύμα ενός έξυπνου, διορατικού,
αδιάφθορου ανθρώπου, αδιάφθορου από χρυσό και κολακείες, ανεπηρέαστου από
συμπάθειες και αντιπάθειες.
Τον ενδιέφερε η «πολιτική καθεαυτή», η
μεθοδολογία της. Και το μέτρο των κριτηρίων του ήταν μόνο ο άνθρωπος, που κάνει
την πολιτικήν και την ιστορία.
Πως
ήταν φτιαγμένη η φύση του ταπεινού ανθρώπου; Ήταν κουτός, δειλός, εγωιστής,
άπιστος…
Πως
ήταν φτιαγμένη η φύση του ανώτερου ανθρώπου;
Ήταν έξυπνος, γενναίος, γεμάτος αυτοπεποίθηση,
και πιστός στον εαυτό του. Η εξυπνάδα του επέβαλε να χρησιμοποιεί την κουταμάρα
των άλλων, η γενναιότητά του να καταλύει την ελευθερία τους, η πίστη στον εαυτό
του μπορούσε να εκδηλώνεται σαν απιστία προς τους άλλους. Ανόητος, όποιος
κρατάει το λόγο του σε επίορκους, βλάκας όποιος αντιμετωπίζει κουτά τους
έξυπνους, δειλός όποιος διστάζει μπροστά στη δολοφονία, όταν οι άλλοι του
ετοιμάζουν ήδη το δηλητήριο κι έχουν στήσει την αγχόνη. Σημασία έχει να είναι
κανείς ο πρώτος: σε μια γυναίκα, στην πολιτική.
Να πηγαίνει νωρίς για ύπνο και να σηκώνεται
νωρίς, όταν οι άλλοι ξυπνούν, πρέπει να έχει ήδη γίνει η μισή δουλειά της
μέρας.
Εκείνος, όταν ξυπνούσαν οι άλλοι, είχε
πιάσει κιόλας εφτά πουλιά κι ο Καίσαρας Βοργίας εφτά προδότες κοντοτιέρους.
Οι Φλωρεντινοί ήξεραν τι έκαναν όταν έστειλαν
στον Καίσαρα Βοργία τον Μακιαβέλλι. Δεν ήταν η πρώτη φορά που ο χωριάτης αυτός
με την ψυχή ενός μεγάλου πολιτικού τους εξυπηρετούσε σε σημαντικές
αποστολές…..».
Νομίζω
με το απόσπασμα αυτό, έχουμε μια καθαρή εικόνα του ποιος ήταν στην καθημερινή
του ζωή, ο Νικολό Μακιαβέλλι.
Ο
Παναγιώτης Νούτσος στο ενδιαφέρον μελέτημά του, «Niccolo Machiavelli-πολιτικός
σχεδιασμός και φιλοσοφία της ιστορίας», εκδόσεις Ζαχαρόπουλος 1983, στα
«Συμπεράσματά του» σελίδα 152, μεταξύ άλλων αναφέρει:
«Μια
νέα «ανάγνωση» του μακιαβελικού έργου οφείλει να εξηγήσει ποιοι είναι οι νέοι
παράγοντες που επιτρέπουν τώρα μια ουσιαστικότερη προσέγγιση του μηνύματός του,
και ταυτόχρονα να προσδιορίσει ποιοι είναι οι λόγοι που η ιστορία των ιδεών
τους άφησε αναξιοποίητους. Το τελευταίο σημείο συνδέει την έρευνα αυτή με την
εποχή μας, εφόσον έτσι αναλύονται τα ιστορικά δεδομένα του καιρού μας που
κάνουν δυνατή αυτή την ανάγνωση….».
Νομίζω μιλώντας πάντοτε πολιτικά, οι
καιροί μας, που σήμαναν το τέλος των πάσης φύσεως ιδεολογιών και ίσως και των ιδεών,
μιας και δεν «κυοφορούνται» καινούργιες γόνιμες ιδέες πλέον, τόσο στο
φιλοσοφικό, μεταφυσικό, θεολογικό, όσο και κυρίως στο πολιτικό επίπεδο,
καθιστούν αναγκαία την επανά-ανάγνωση του Μακιαβελλικού έργου, οι πολιτικοί μας
δεν είναι μάλλον, παρά διεκπεραιωτές οικονομικών «συμφερόντων», μια και όλα
πλέον ανάγονται στον χώρο της Οικονομίας. Μια θεολογία του χρήματος και του
οικονομικού κέρδους είναι αυτή που επικρατεί στις μέρες μας στην πολιτική και
στην καθημερινή μας ζωή. Γίναμε όλοι μας εκόντες άκοντες Μαρξιστές, με την
έννοια ότι αφήσαμε πίσω μας κάθε πολιτική ή πολιτιστική παράδοση, και προτάξαμε
το κέρδος σε όλους τους τομείς της ζωής μας. Ότι δεν μας αποφέρει υλικό κέρδος,
ανεξάρτητα από την οντολογική, φιλοσοφική, ανθρωπιστική ή αισθητική του
βαρύτητα μας είναι άχρηστο. Ένας νέος πολιτισμός γεννιέται που στηρίζεται σε
άλλους αξιακούς κανόνες και κοινωνικές
προδιαγραφές. Ο Κόσμος μας από-Πλατωνίζεται πρώτα, και κατόπιν
από-Χριστιανίζεται. Υπάρχει μια πολιτισμική αποσάθρωση που έχει συμπαρασύρει
όλες γενικά τις Δυτικές-και αν θέλετε Καπιταλιστικές αξίες. Η Ευρώπη, αν και
συσσώρευσε αρκετές πολεμικές και πολιτικές φρικαλεότητες μέσα στους κόλπους της
αλλά και εναντίον άλλων κρατών, έπαψε πλέον να παράγει κλασικά ιδεώδη-ανθρωπιστικά
ιδεώδη-και επαναστατικές αξίες, με ότι αυτό συνεπάγεται, στο χώρο της ιστορίας
και της πολιτικής της. Και η πολιτική της διακυβέρνησης έγινε μια στυγνή και στεγνή υπόθεση
επαγγελματιών τεχνοκρατών και ανελέητων οικονομολόγων, αν δεν αφήνεται στα χέρια
λαοπλάνων και δημοκόπων πολιτικάντηδων-Μαυρογιαλούρων- και εκ δεξιών και εξ
αριστερών. Ακόμα και οι Πόλεμοι, οι διεθνείς συρράξεις δεν γίνονται φυσικά προς
δόξα των Ηγεμόνων, αλλά προς δόξα της πάσης φύσεως οικονομίας. Δυστυχώς δεν
μπορούμε να να επαληθεύσουμε τον καίριο και σοβαρό πολιτικό στοχασμό του
τελευταίου μεταμαρξιστή Έλληνα φιλοσόφου του Κορνήλιου Καστοριάδη ο οποίος
αναφέρει τα εξής μεταξύ άλλων σπουδαία:
«Η
ίδια αυτή αυτονόμηση του υποκειμένου, η δημιουργία ενός ατόμου που φαντάζεται
και στοχάζεται, θα είναι και το έργο μιας αυτόνομης κοινωνίας. Φυσικά δεν
φαντάζομαι μια κοινωνία όπου όλοι θα ήταν Μιχαήλ-Άγγελοι ή Μπετόβεν, ούτε καν άφταστοι
τεχνίτες. Απλώς, σκέφτομαι μια κοινωνία όπου όλα τα άτομα θα είναι ανοιχτά στη
δημιουργία, θα μπορούν να την δεχτούν δημιουργικά, με την δυνατότητα να την
κάνουν ό,τι θέλουν». Βλέπε Κορνήλιος Καστοριάδης, «Η άνοδος της ασημαντότητας»,
εκδόσεις Ύψιλον 2000, μετάφραση Κώστας Κουρεμένος. Φοβάμαι ότι και η πολιτική
φαντασία αυτού του σημαντικού στοχαστή των καιρών μας, δεν είναι παρά μια
πολιτική ουτοπία και μετά το τέλος των ισμών.
Κάτω από αυτήν την προϋπόθεση, είναι
απαραίτητη η επανα-ανάγνωση των έργων του Μακιαβέλλι αλλά και άλλων θεωρητικών και πολιτικών στοχαστών από την
Αναγέννηση μέχρι τις ημέρες μας.
Ο
«Ηγεμόνας» είναι ένα εγχειρίδιο πολιτικής ανάλυσης και κατανόησης των σημερινών
πολιτικών μας συμβάντων τόσο στον Ευρωπαϊκό χώρο, όσο και στην διεθνή πολιτική
σκακιέρα, για να μην μείνουμε στα στενά πολιτικά αδιέξοδα της ψωροκώσταινας και
στην περίτρανη πτώχευσή της.
Σε γράμμα του προς τον Φραγκίσκο Βεττόρι που
του στέλνει στις 10 Δεκεμβρίου του 1513 αναφέρει μεταξύ άλλων:
«….
Κι αφού ο Δάντης λέει πως γνώση δε γίνεται άμα δε συγκρατείς ό,τι έμαθες, γι’
αυτό κι εγώ κατέγραψα ό,τι ωφελήθηκα από τις κουβέντες τους και σύνθεσα ένα
έργο μικρό «Περί Ηγεμονιών», όπου εμβαθύνω όσο μπορώ στους στοχασμούς πάνω σε
τούτο το θέμα, συζητώντας τι πράμα είναι η ηγεμονία, πόσων λογιών είναι, πως
αποχτιούνται, πως κρατιούνται, γιατί χάνονται. Κι αν ποτέ Σου άρεσε κανένα μου
σκαρίφημα, τούτο δε θάπρεπε να Σου φανεί άσχημο, και σ’ έναν ηγεμόνα, και
προπαντός σ’ ηγεμόνα καινούργιο, θάπρεπε νάναι καλόδεχτο, γι’ αυτό και το
αφιερώνω στη Μεγαλειότη του τον Τζουλιάνο Μέδικο. Ο Φίλιππος Καζαβέκια το είδε
και θα μπορέσει να Σε πληροφορήσει μέσες-άκρες για τη φτιαξιά του και για τις
συζητήσεις πούκαμα μαζί μ’ αυτόν, μ’ όλο που συνέχεια το πλουτίζω και το
χτενίζω….»και παρακάτω στην ίδια ενδιαφέρουσα Επιστολή, γράφει: «Αν λοιπόν διάβαζαν
αυτό μου το έργο, θα βλέπανε ότι δεκαπέντε τώρα χρόνια που μελετάω την
κυβερνητική τέχνη ούτε κοιμήθηκα ούτε έπαιζα, και στον καθένα θάπρεπε να
καλαρέσει, αν έχει στην υπηρεσία του κάποιον που είναι μεστός από πείρα, μ’
έξοδα άλλων. Και για την πίστη μου δε θάπρεπε να φοβούνται, γιατί, αφού πάντα
την κράτησα, δε θα μάθω τώρα να την πατάω, κι όποιος στάθηκε πιστός και καλός
σαραντατρία χρόνια, όσο είμαι εγώ, δεν μπορεί ν’ αλλάξει φυσικό, και μάρτυρας
της πίστης και της καλοσύνης μου είναι η φτώχεια μου».
Σίγουρα
μια αποκαλυπτική μαρτυρία του πολιτικού ήθους του Φλωρεντινού πολιτικού
στοχαστή και συγγραφέα, ο οποίος αν μη τι άλλο, ξεπέρασε με την εξυπνάδα και
καπατσοσύνη του την τάξη του και άφησε στους μεταγενέστερους το γονιμοποιό έργο
του.
Ο Νικολό Μακιαβέλλι, έτσι όπως μας παρουσιάζεται
μέσα από το μεγάλο και πολύπλευρο έργο του,(πολιτικές πραγματείες, θεατρικά
έργα, ποιητικός λόγος, προσωπικές επιστολές, ιστορικές αφηγήσεις, μυθοπλαστικές
νουβέλες) αντιλαμβανόταν την πολιτική ιστορία όχι σαν μια θεωρητικά ομιχλώδη Πλατωνική
πρόθεση-πρόταση μιας Ουτοπικής Πολιτείας, όπου θα πρυτανεύουν ραβδούχοι επαΐοντες,
και σοφοί ηγεμόνες, ή σαν μια Θεολογική-χριστιανική προπαρασκευή σε ένα
καθορισμένο νομοτελειακά Σύμπαν που τα πάντα πηγάζουν και απορρέουν από την
υπέρτατη αρχή που είναι ο Θεός ο οποίος δομεί τον Κόσμο κατά το δοκούν, σύμφωνα
με τις δικές του προδιαγραφές περί δικαιοσύνης, αρετής, ηθικής, έρωτος και άλλων
μεταφυσικών αναφορών, σε μια τελεολογική σκοπιμότητα. Δεν ονειρεύεται μια
ιδανική Πολιτεία όπου διαβιούν ιδανικοί άρχοντες και αρχόμενοι, στοχεύει μάλλον
σε μια εύθραυστη κοινωνική ισορροπία των υπαρχόντων τάξεων, έστω και με
πανούργα πολιτικά μέσα. Η παλαιά Ρωμαϊκή πολιτική κυριαρχία και κυβερνητική
συγκρότηση του Ιταλικού imperium δεν είναι μια μακρινή σκιά του παρελθόντος
αλλά, ένα σταθερό πολιτικό σημείο αναφοράς και ανάλυσης για την καλυτέρευση του
παρόντος πολιτικού χρόνου και τόπου. Ο Φλωρεντινός πολιτικός στοχαστής
διαφοροποιείται επίσης και από το Δαντικό ηθικά χριστιανικό και πολιτικά
διαμερισματοποιημένο σύμπαν του. Δεν σχηματίζει ούτε Κόλαση, ούτε Καθαρτήριο,
ούτε Παράδεισο για να εγκαταστήσει τις δικές του αγάπες ή γνωριμίες. Η Βεατρίκη
του όμως του Μακιαβέλλι είναι η Πολιτική Επιστήμη σε όλη της την καθαρότητα και
την ιστορική αλήθεια. Αλλά χωρίς τις θεωρητικές παλινωδίες του Μεσαιωνικού
κόσμου, χωρίς τα θεολογικά τσιμπούρια που απομυζούν τις ανοιχτές διαδικασίες
της ελεύθερης σκέψης, αμπάρωτος ηθικά, και χωρίς να είναι πολιτικά πρεσβύωπας,
υποστηρίζει τις πολιτειακές του αρχές με τον δικό του συγγραφικά χαρακτηριστικό
τρόπο, με την καθαρή βεβαιότητα της εμπειρικής πολιτικής του σκέψης, ιστορικής ανάλυσης
και ερμηνείας της διακυβέρνησης της Πόλης-Κράτος που υπήρξε η Φλωρεντία, αλλά
και λόγω της μακρά του ενασχόλησης με τα κοινά από πολύ σημαντικές και ειδικές
θέσεις. (αντικαγκελάριος, γραμματέας, διπλωμάτης κ.λ.π) και ασφαλώς την
συναναστροφή του με τους πολιτικά, στρατιωτικά και οικονομικά ισχυρούς της
εποχής του. Και όντας έμπειρος διπλωμάτης όπως αποδείχτηκε, είχε
συνειδητοποιήσει ότι η ανθρώπινη φύση είναι πολύ δύσκολο αν όχι ακατόρθωτο να
κυβερνηθεί με ήπια μέσα και αγαθούς σκοπούς. Από την ανθρώπινη αυτή παρατήρηση πηγάζει
και η υιοθέτησή του, των ρεόντων σκοπιμοτήτων των καιρών και των ιστορικών
συνθηκών. Ο ίδιος άλλωστε αναφέρει αρκετές φορές, την αλλαγή των καιρών και των
συνθηκών που αντιλαμβάνεται.
Ο
Μακιαβέλλι φωτογραφίζει τους ανθρώπους με τους θετικούς ή αρνητικούς τους
χαρακτήρες και συμπεριφορές θα γράφαμε, όπως ο αρχαίος Ευριπίδης, όπως
πραγματικά είναι, και όχι όπως θα θέλαμε να είναι.
Ο
Μακιαβέλλι και δεν είναι ο πρώτος στοχαστής της Αναγέννησης που το πρεσβεύει αυτό,
θεωρούσε ότι το ανθρώπινο Ον, είναι άτιμο και ανήθικο και σίγουρα ιδιοτελές από
την φύση του, αχάριστο και ματαιόσχολο, ματαιόδοξο και μη σκεπτόμενο, θέλγεται
από το κακό και την καταστροφή και ρέπει προς την αδικία περισσότερο παρά προς
την δικαιοσύνη.
Και
ίσως να μην είναι άστοχο αν σημειώναμε, ότι η μεγάλη ανθρωπογνωσία του
Μακιαβέλλι αφήνει πίσω της την ανθρωπολογική θεωρία του αγίου Θωμά του Ακυινάτη(1225-1274),
και συγγενεύει με εκείνη του Αντωνίνου της Φλωρεντίας (1389-1459). Και σίγουρα,
δεν συμπίπτουν οι απόψεις του με εκείνες του Μπαλτάσαρ Καστιλιόνε, όπως
αναφέρονται στο σύγγραμμά του ο «Τέλειος Αυλικός». Δες «Το εγχειρίδιο του καλού
Αυλικού», εκδόσεις Ερατώ 1997.
Είναι μάλλον βέβαιο ότι ο Μακιαβέλλι δεν
είχε εμπιστοσύνη στην κρίση του λαού, και ιδιαίτερα όσον αφορά την πολιτική του
κρίση και το πολιτικό του ένστικτο. Οι κοινωνικές και πολιτικές του δοσοληψίες
τον είχανε κάνει ώριμο και ρεαλιστή πολιτικά, και γιατί όχι και επιφυλακτικό
και διστακτικό και κυνικό. Επίσης, σίγουρα γνώριζε, ότι οι Κυβερνώντες-Ηγεμόνες
συνηθίζουν να ακούν τις γνώμες εκείνων που τους θαμπώνουν με τα μεγάλα και
ωραία λόγια, αυτά τα κούφια λόγια που αρέσουν στους Βασιλείς, όπως θα έλεγε και
ο Αλεξανδρινός ποιητής Κωνσταντίνος Καβάφης.
Ο
Φλωρεντινός στοχαστής και πολιτικός αναλυτής σαν διπλωμάτης και πολιτικός
διάκονος της Φλωρεντινής ηγεμονίας των Μεδίκων, αλλά και κατά την περίοδο της
Δημοκρατίας των Δέκα που ήταν, ήξερε εκ των έσω που κατέληγαν όσοι τολμούσαν να
έχουν διαφορετική γνώμη από αυτή που ήθελαν να ακούσουν οι Ηγεμόνες και
ανέμεναν να τους εκφράσουν οι διάφοροι κόλακες μυστικοσύμβουλοί τους. Συνειδητοποιούσε
ακόμα, την ανερμάτιστη έως καθόλου πολιτική σκέψη που είχε ένα μεγάλο κομμάτι
των πολιτών της Φλωρεντινής δημοκρατίας. Είναι φυσικό να σχοινοβατεί μεταξύ του
προσωπικού του δικαίου για πολιτική επιβίωση και της εξουσιαστικής θέσης του
συμφέροντος των Ηγεμόνων. Ο συσχετισμός των πολιτικών δυνάμεων όπως θα λέγαμε
σήμερα, σίγουρα και στον χώρο των ιδεών,
δεν ήταν συνήθως με το μέρος του. Οι άνθρωποι γενικότερα, συνηθίζουν ευκολότερα
ή αρέσκονται στην μεταφυσική τοκογλυφία της ζωής τους από αμοραλιστές κάθε
είδους ηγέτες παρά την φορητή τους πατρίδα-την μνήμη τους που είναι οι θετικές
και αρνητικές εμπειρίες της ζωής τους.
Ο ξεχασμένος σήμερα μάλλον Γάλλος
φιλόσοφος Λουϊ Αλτουσέρ, σε ένα μικρό βιβλιαράκι με τίτλο «Ο Μετασχηματισμός
της Φιλοσοφίας» και «Η Μοναξιά του Μακιαβέλι», εκδόσεις του περιοδικού Ο
Πολίτης 1992, μετάφραση του πρώτου κειμένου από τον Σπύρο Λαπατσιώρα, ενώ του
δευτέρου από τον εκδότη-συγχωρεμένου πια- Άγγελο Ελεφάντη κάνει μερικές πολύ
εύστοχες παρατηρήσεις γράφει μεταξύ άλλων:
«Ο
Μακιαβέλι είναι μόνος διότι έμεινε απομονωμένος, έμεινε απομονωμένος διότι αν και
οι πάντες πάλεψαν με τη σκέψη του, δεν στοχάστηκαν μέσα στη σκέψη του. Και δεν
το έπραξαν για λόγους που οφείλονται στη φύση της σκέψης του, αλλά επίσης για
λόγους που οφείλονται στη φύση της σκέψης με την οποία στοχάστηκαν μετά απ’
αυτόν.».
Μια
πολύ πάρα πολύ εύστοχη ερμηνευτική παρατήρηση που μας ξεκλειδώνει αρκετά
αντιφατικά εκ πρώτης όψεως σημεία του Μακιαβελλικού έργου και όχι μόνο.
Και
παρακάτω συνεχίζοντας την ανάλυσή του, αναφέρει:
«Επανέρχομαι
στην μοναχικότητα του Μακιαβέλι κάνοντας λόγο γι’ αυτό που είναι ίσως το πιο
έωλο στο λόγο του. Σημείωνα πριν λίγο τα αποτελέσματα έκπληξης που προξενεί η
ανάγνωσή του. Γιατί μας εκπλήσσει, τι θέλει να πει, γιατί συλλογίζεται έτσι, με
έναν τόσο επαμφοτερίζοντα τρόπο, περνώντας από το ένα κεφάλαιο στο άλλο χωρίς
να είναι ορατή η αναγκαιότητα αυτού του περάσματος, διακόπτοντας ένα θέμα που
θα πρέπει να το αναζητήσει κανείς πιο κάτω, γιατί χωρίς ποτέ να τελειώνει
ξαναπιάνει τα ζητήματα, χωρίς ποτέ να τους δώσει απάντηση με την αναμενόμενη
μορφή. Ο Κρότσι έλεγε ότι το ζήτημα Μακιαβέλι δεν θα τακτοποιηθεί ποτέ. Θα ήταν
ίσως σωστό να αναρωτηθούμε μήπως είναι ο τύπος ερωτήσεων που του θέτουμε αυτός που
δεν μπορεί να πάρει απάντηση παρά ο τύπος ερωτήσεων που απαιτεί και
περιμένει.».
Και
οι δύο επισημάνσεις, δηλαδή και του Αλτουσέρ και του Κρότσι που αναφέρει, είναι
σημαντικές για την ερμηνεία του Φλωρεντινού θεμελιωτή της νεότερης πολιτικής
επιστήμης.
Αυτό το πολυμεταφρασμένο διεθνώς και τόσο
κατασυκοφαντημένο βιβλίο του Ο «Ηγεμόνας»
πρέπει να διαβαστεί αλληγορικά και να τονιστούν αντίθετα τα επαινετικά στοιχεία
που προβάλει στο πρότυπο του Ηγεμόνα, αν θέλουμε να υποψιαστούμε τι ήθελε να
αποκρύψει και τι να μας υποδηλώσει μέσα από την τόσο πομπώδη όπως φαίνεται
ηγεμονολατρεία του, σαν ιστορικός αναλυτής της εποχής του και σαν πολιτικά
ενεργό πρόσωπο.
Το έργο σε μετάφραση του Νίκου Καζαντζάκη,
που πριν μια εβδομάδα επανακυκλοφόρησε όχι από τις εκδόσεις Γαλαξίας που είχε
πρωτοκυκλοφορήσει, αλλά από την ημερήσια εφημερίδα το «Έθνος της Κυριακής», με
εισαγωγή του Πάτροκλου Σταύρου, εκδότη του έργου του Καζαντζάκη, αρχίζει ως
εξής:
«Ο
Νικολός Μακιαβέλης πολίτης και γραμματικός της Φλωρεντίας, στο Λαυρέντιο το
Μεγαλοπρεπή, γιο του Πέτρου των Μεδίκων, Δούκα του Ουρμπανού, αφέντη του Πεζάρο
κτ,. κτλ.
Συνήθεια
το ‘χουν όσοι ποθούν να καλοπιάσουν ένα ηγεμόνα να παρουσιάζονται μπροστά του
κρατώντας ό,τι πιο σπάνιο έχουν ή ό,τι θαρρούν πως πιότερο του αρέσει, για αυτό
βλέπουμε περίσσιες φορές να του χαρίζουν άλογα, άρματα, χρυσοΰφαντα σκουτιά,
πολύτιμα πετράδια και άλλα τέτοια στολίδια, άξια του ηγεμονικού του μεγαλείου.
Ποθώντας λοιπόν κι εγώ να παρουσιαστώ μπροστά στη Μεγαλοπρέπειά Σου με κάποιο
σημάδι υποταγής μου, δε βρήκα ανάμεσα σε όλο μου το βιός πράμα πιο σπάνιο και
πιότερο να τιμώ, από τη γνώση των έργων των μεγάλων αντρών, που την απόχτησα
χρόνια πολλά, ζώντας τους νεώτερους καιρούς κι ακατάπαυτα μελετώντας τους
αρχαίους.
Τη
γνώση τούτη, αφού πολύ καιρό την ερεύνησα και τη βάθυνα και την περιμάζεψα στο
μικρό τούτο βιβλιαράκι, τη στέλνω στη Μεγαλοπρέπεια Σου. Κι αν και στοχάζομαι
το έργο τούτο ανάξιό Σου, όμως ελπίζω η καλοσύνη Σου θα θελήσει να το δεχθεί,
ξέροντας πως δώρο καλύτερο δεν μπορώ να Σου προσφέρω από τούτο: σ΄ ελάχιστο
καιρό να Σε κάμω να μάθεις ό,τι εγώ, ύστερα από πολλά χρόνια και από πολλούς
κόπους μόχτους και κιντύνους, γνώρισα κι έμαθα.
Το έργο τούτο δεν το στόλισα μήτε το
παραφόρτωσα με απλωμένους επιλόγους ή παραφουσκωμένα και φανταχτερά λόγια ή με
οποιοδήποτε εξωτερικό στολίδι και πλάνος, καθώς πολλοί το συνηθίζουν να
καταστολίζουν τα έργα τους, εγώ θέλησα να το κάνουν ευχάριστο μονάχα η αλήθεια
που ‘χουν τα συστατικά του κι η σοβαρότητά του που ‘χε το θέμα του-κι ας μην
έχει καμιά άλλη αξία…».
Όπως επίσης, οφείλουμε να μελετήσουμε το έργο
του «Διατριβές
πάνω στην πρώτη Δεκάδα του Τίτου Λίβιου» για να κατανοήσουμε την
εξέλιξη της πολιτικής του σκέψης και την άποψή του για το Δημοκρατικό
πολίτευμα. Εδώ οφείλουμε να επισημάνουμε ότι ο Μακιαβέλλι, στηρίζεται κατά
κύριο λόγο στους συμπατριώτες του Ρωμαίους Ιστορικούς και λιγότερο αναφέρεται
στους αρχαίους Έλληνες συγγραφείς, πιστεύει ακράδαντα στην συνέχεια της Ρωμαϊκής
ιστορίας γιαυτό και αγωνίζεται για την ενοποίηση της Ιταλικής γεωγραφικής
επικράτειας, όχι με ποιητικό προφητικό τρόπο όπως έπραξε παλαιότερα ο Δάντης,
αλλά με ένα σύγχρονο ρεαλιστικό και πολιτικά πιο αποτελεσματικό τρόπο. Σε άλλα
του έργα, αυτά τουλάχιστον που έχω μελετήσει από τις Ελληνικές εκδόσεις, και
κυρίως, από την έκδοση των εκδόσεων Κάλβου, τόμοι 2, και σε επιμέλεια του Τάκη
Κονδύλη, αυτού του τόσο πρόωρα χαμένου Ευρωπαίου και παγκόσμιου Έλληνα Επιστήμονα
και πολιτικού στοχαστή, συναντάμε μια σκέψη φιλεύσπλαχνη, διστακτική, έναν
ελεήμονα και σατιρικό στοχαστή, έναν περισσότερο δημοκράτη πολιτικό από όσο του
το επιτρέπει η εποχή, οι πολιτικές και ιστορικές συνθήκες της. Άλλες φορές
αναφέρεται με γλαφυρό τρόπο για την αρμόζουσα κατά την γνώμη του διάρθρωση της
πολιτικής διακυβέρνησης, σε πολλά κείμενά του διακρίνεται η ουσιαστική αίσθηση
που είχε και το ορθό πολιτικό κριτήριο για την αλλαγή των καιρών, ήταν θα γράφαμε
έντονα πραγματιστής, και κατ’ επέκταση και των πολιτικών συνθηκών. Σαν άτομο
του καιρού και της εποχής του, δεν πιστεύει στην Μεσαιωνική αντίληψη της Θεϊκής
αρχής αλλά, διαισθάνεται την ρευστότητα και την τυχαιότητα των ιστορικών
συνθηκών και των ευμετάβλητων συμπεριφορών των πολιτικών προσώπων. Πιστεύει
πολύ στο τυχαίο γεγονός και το απροσδόκητο των εξελίξεων, στους αστάθμητους
ατομικούς ή κοινωνικούς παράγοντες, («γιατί οι άνθρωποι είναι κοντόθωροι και
στερνά γιατί δε μπορούνε να κουμαντάρουνε το φυσικό τους, το αποτέλεσμα είναι
πως η τύχη παραλλάζει και κυβερνάει τους ανθρώπους, κρατώντας τους κάτω απ’ το
ζυγό της») από τις Επιστολές του, ο
σταθερός προσανατολισμός του προς τους θεσμούς φανερώνεται σε πολλά του κείμενα
και παρατηρήσεις του καθώς και η προσήλωσή του στο πολιτικό προς την πόλη του
καθήκον.
Γράφει:
«Όμως και αυτό αν γίνει, πάλι δεν γίνεται τίποτα, άμα δεν αποχτήσουνε κύρος οι
πρώτοι θεσμοί της δημοκρατίας, κύρος που να το στηρίζουν τα ίδια τα πρόσωπα που
παίρνουν μέρος σε αυτούς»,
δες
«Ανάλυση
των Φλωρεντινών πραγμάτων μετά το θάνατο του νεότερου Λορέντσου Μέδικου».
Πόσο
σημαντική αλλά και πόσο ιστορικά και πολιτικά επίκαιρη είναι αυτή του η
επισήμανση.
Η
Δημοκρατία στηρίζεται στους θεσμούς, αλλά και οι θεσμοί στηρίζονται από το Δημοκρατικό
πολίτευμα, αλλά οι θεσμοί δεν είναι ένα αποστεωμένο και άχαρο κοινωνικά πλαίσιο,
εξαρτώνται από όλους μας, από το πολιτικό μας ήθος, από την κοινωνική μας
δράση, από την συμμετοχή μας σε ορθές κάθε στιγμή διαδικασίες ή αποχή από
αυτές,-που είναι και αυτή η στάση μια μορφή συμμετοχής. Τελικά οι θεσμοί και η
Δημοκρατία δεν στηρίζονται σε αφηρημένα μεταφυσικά, ή νομικά σχήματα, σε
ιδεολογικές ιδεοληψίες, αλλά από την διαρκή μας συμμετοχή, την πολιτική και
κοινωνική παιδεία και αναθεώρηση πολλών παλαιών στερεοτύπων, και όχι μόνο από
την βούληση των πολιτικών. Οι πολιτικοί είναι οι επικαιρικοί εκφραστές μας μια
δεδομένη ιστορική στιγμή, και αυτό μπορεί να αλλάξει όποτε εμείς σαν κοινωνικό
σύνολο ζούμε ή θέλουμε να ζήσουμε μια ουσιαστικά αληθινή ζωή και όχι μια
εικονική τηλεοπτική ή μη πραγματικότητα. Η ευθύνη σήμερα είναι επιμερισμένη σε
όλους μας, οι ανθρώπινες πρακτικές θετικές ή αρνητικές είναι σε όλους μας
κοινές, άρχοντες και αρχόμενους, όσο παραιτούμαστε της κοινής μας συμμετοχής
στα κοινά τόσο κερδίζουν έδαφος οι διάφοροι πολιτικοί, θρησκευτικοί,
οικονομικοί, μεταφυσικοί λαοπλάνοι. Δεν αρκεί πολιτικά μόνο η κάθε τετραετία,
ψήφος, Το δημοκρατικό πολίτευμα έχει μια ανθρώπινη οικειότητα, αυτό χάθηκε
διαχρονικά στα μετά τον Μακιαβέλλι χρόνια και ιδιαίτερα στις μέρες μας, έχει
μια ανθρώπινη οικειότητα έστω και αν ο άνθρωπος εξακολουθεί να παραμένει ένας απολιτικός
και αφερέγγυος συνομιλητής.
Στο βιβλίο του «Η ζωή του Καστρούτσο Καστρακάνι», βλέπουμε την εντιμότητά του στην βιογραφική
περιγραφή της στρατιωτικής αξιοσύνης του κατατρεγμένου από την μοίρα ήρωά του,
την γενναιοφροσύνη του και τον ηθικό του χαρακτήρα μέσα από την κλήση του προς
τις πολεμικές τέχνες.
«…
η γέννησή του δεν υπήρξε ούτε ευτυχής ούτε επιφανής, όπως θα δούμε άλλωστε στην
πορεία της ζωής του. Θεώρησα λοιπόν καλό να την ανακαλέσω στη μνήμη των
ανθρώπων γιατί συνάντησα στην περίπτωσή της πολλά χαρακτηριστικά σχετικά τόσο
με την ανδρεία της όσο και με την τύχη της, που μου φάνηκαν πέρα για πέρα
υποδειγματικά….», από την μετάφραση της συγγραφέως Σώτης Τριανταφύλλου εκδόσεις
Άρκτος 1993.
Στην
μυθική του νουβέλα «Ο αρχιδιάβολος Μπέλφαγκορ
ή η ιστορία του δαίμονα που παντρεύτηκε», παρατηρούμε την λεπτή του
ειρωνεία και το ιδιοφυές χιούμορ του, αλλά και τους αρχαίους Θεούς να
συνυπάρχουν με τον χριστιανό εωσφόρο με το όνομα Ροδερίκος της Καστίλιας. Ο
Παγανισμός, συμπλέει με την Χριστιανική δεισιδαιμονία.
Στο
έργο αυτό σημειώνει ο επιμελητής των «Απάντων» του και μεταφραστής του
Παναγιώτης Κονδύλης, «ανιχνεύουμε καθαρά δύο μοτίβα συνηθισμένα στους μύθους
της εποχής, που η διαπλοκή τους μας δίνει την αφήγηση τούτη, το ένα είναι τα
πάθη των συζύγων και το άλλο η πονηρία του χωρικού, που συχνά παρουσιάζεται να
ξεπερνάει την πονηριά του διαβόλου…»
Στο
έργο του όπως είναι φυσικό στον νέο κόσμο που ανατέλλει, της Αναγέννησης, ο
θρησκευτικός ιδεότυπος της Χριστιανικής θρησκευτικής μυθολογίας-παραμυθίας, ο
Ιουδαίος Χριστός απουσιάζει. Στις ελάχιστες φορές που κάνει επίκληση για μεταφυσική
βοήθεια αναφέρει την λέξη Θεός, αόριστα και μάλλον αναποτελεσματικά.
Η
Μοίρα και η Τύχη, είναι αυτές που κηδεμονεύουν τις ζωές των ανθρώπων
καθοριστικά και με επαναληπτική βεβαιότητα.
Στην
πεντάπρακτη θεατρική του Κωμωδία «Ο
Μανδραγόρας», δεν μένει απλά στη μίμηση των Ρωμαϊκών προτύπων της Κωμωδίας,
αλλά απολαμβάνουμε τους χαρακτήρες της Αναγέννησης που προσπαθούν να ξεφύγουν
από τις δεισιδαιμονίες που ταλανίζουν την ζωή του Μεσαιωνικού ανθρώπου. Η
ψυχογραφία του θέλγει, καθώς και οι λεπτές ισορροπίες του παιχνιδιού της
πλεκτάνης, η συναίσθηση του κωμικού στοιχείου δεν έρχεται σε αντίθεση με την
διανοητική παραδοξότητα των ηρώων. Η μωρία τους δεν διατυμπανίζεται με
Μολλιερικό τρόπο, αλλά με λεπτό σαρκασμό χωρίς να καταφεύγει σε πνευματώδη
τεχνάσματα, τα τραγούδια που προηγούνται των διαλόγων και εξιστορούν την
ιστορία είναι θαυμάσια και θυμίζουν την Βουκολική παράδοση των τροβαδούρων.
«Ο
Κύριος να σας σκέπει, ακροατές μου καλόγνωμοι! Αναγάλλια θ’ ανταμείψει την
προθυμία σας να ‘ρθετε δω-χάμω και πράματα παράξενα που γίναν στη Φλωρεντία θα
μάθετε: μπροστά σας την έχετε-το σκηνικό τη δείχνει…», από την μετάφραση του
Παντελή Πρεβελάκη έκδοση Εταιρεία Σπουδών Σχολή Μωραϊτη 1981.
Στην
«Φλωρεντινή Ιστορία», ξεχωρίζουμε
πληροφορίες που μας είναι χρήσιμες για την κατανόηση της εποχής του, αλλά και
τα διάφορα πολιτικά στάδια που κυβερνήθηκε η Πόλη του και τις εσωτερικές της
διαμάχες από τις διάφορες πολιτικές φατρίες και «κομματικές» ομάδες.
Γράφει:
«γιατί σ’ όλα μου τα γραφτά ποτέ δεν θέλησα να σκεπάσω ένα έργο κακό με μιαν
αιτία καλή, ούτε και να κρύψω κάποιο έργο αξιέπαινο, γιατί τάχατες έγινε για
τον αντίθετο σκοπό. Μα το πόσο κρατιέμαι απ΄ τις κολακείες μακριά φαίνεται σ’
όλα τα κομμάτια της ιστορίας μου, και πιο πολύ στις δημηγορίες και στις
ιδιωτικές συζητήσεις(τόσο στον πλάγιο όσο και στον ευθύ λόγο) που κρατούνε
χωρίς καμιάν επιφύλαξη, στις φράσεις τους και στη διάταξή τους, ό,τι ταιριάζει
με το χαρακτήρα του προσώπου που μιλάει. Παντού αποφεύγω πέρα για πέρα τα βαριά
και σκληρά λόγια, γιατί πολύ λίγο τα χρειάζεται η περιωπή κι η αλήθεια της
ιστορίας». Από την μετάφραση του Τάκη Κονδύλη.
Στο
έργο του «Η τέχνη του πολέμου», η
ορθή και λελογισμένη εξύμνηση της αρχαίας αρετής, φωτίζει μια άλλη πλευρά της
σκέψης του και μας αποκαλύπτει την ευφυή άποψή του, για την στρατιωτική ανδρεία
και τον εθνικό στρατό αντί του μισθοφορικού.
Οι
«Επιστολές» του, έτσι όπως τις
διαβάζουμε στην μετάφραση του τόσο πρόωρα χαμένου πολιτικού φιλοσόφου και
στοχαστή και διανοητή Τάκη Κονδύλη, βλέπε Νικολό Μακιαβέλλι, «Έργα», τόμος δεύτερος, σελίδες 349-414,
εκδόσεις Κάλβος 1972, ανιχνεύουμε τις συμπληρωματικές των συγγραφικών του
θέσεων προσωπικές του αγωνίες και πολιτικές αμφιβολίες, αντλούμε πληροφορίες
όχι μόνο για τον καλόγερο δικτάτορα Σαβοναρόλα που κάηκε στην πυρά, αλλά και
για τα πνευματικά του διαβάσματα, τους αγαπημένους του συγγραφείς που αποστήθιζε
με πάθος, τις ιδιαίτερα δύσκολες οικονομικά συνθήκες που έζησε τα τελευταία
χρόνια της ζωής του, την αχαριστία που του έδειξαν παλαιοί του συντοπίτες, την
αδυναμία που έτρεφε σε γνωστή τραγουδίστρια και θεατρίνα της εποχής του, το
πότε άρχισε να συγγράφει την μελέτη του «Περί
Ηγεμονιών», και τι επεδίωκε. Αλλά, και μια ξεκαρδιστική και σκαμπρόζικη
ομοφυλόφιλη περιπετειούλα, ενός γνωστού ομοφυλόφιλου προσώπου της εποχής του
και το αποτέλεσμα που είχε η νυχτερινή του και κάπως μυστηριώδης έξοδός του για
«ψώνια». Δες Επιστολή στον Φραγκίσκο Βεττόρι, «Νυχτερινή περιπέτεια του
Τζουλιάνου Μπρανκάτσι κοντά στη Στοά των Πιζανών» και, «Στο δικό Σου γράμμα
άλλο δεν έχω να Σου πω παρά ν’ ακολουθείς τον Έρωτα μ’ όλα τα χαλινάρια Σου
λυτά, γιατί τη χαρά που παίρνεις σήμερα αύριο δε θα την έχεις,…», από την
μετάφραση του Κονδύλη, ο οποίος στις σημειώσεις γράφει τα εξής: «Φλωρεντινός,
γνωστός ομοφυλόφιλος. Είναι εύκολα να μαντέψει ο αναγνώστης τι σημαίνει το
κυνήγι του. Γενικά, η ξεκαρδιστική αφήγηση τούτης της επιστολής αποτελεί έξοχο
δείγμα της σατιρικής φλέβας του Μακιαβέλλι».
Ακόμα,
τον διπλωματικό τρόπο με τον οποίον συμβουλεύει τους παραλήπτες των επιστολών
του και τι προσωπικό ή πολιτικό τους αναφέρει, επίσης περιγράφει πως περνούσε
τις ώρες του στο μικρό του κτήμα, παροπλισμένος από τα πολιτικά του ενδιαφέροντα
ανάμεσα στους χωρικούς και τους απλούς και φτωχούς κατοίκους της περιοχής του,
και οτιδήποτε προσποριζόταν από το μικρό οικογενειακό αγρόκτημα που είχε στην
κατοχή του. Εντύπωση προκαλεί, η μη αναφορά σε οικογενειακά του πρόσωπα ή την
σύντροφο της ζωής του μιας και ήταν πολύτεκνος, παντρεύτηκε το 1500 την
Μαριέττα ντι Λουίτζι Κορσίνι.
Η
ψυχογραφία του πορτρέτου του Νικολό Μακιαβέλλι έτσι όπως μας αποκαλύπτεται μέσα
από τις δημοσιευμένες επιστολές του, δεν είναι μόνο μια επικουρική πηγή
πληροφοριών για να κατανοήσουμε ορθότερα το έργο του, την σκέψη του και την
ίδια την ζωή του, αλλά ένα ουσιαστικό φρέαρ πολιτικού δημιουργικού ύδατος για
να ξεδιψάσουμε από τα επιχώματα των άκριτων επικριτών του.
Και όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο Macaulay στο βιβλίο του «Ο Μακιαβέλι», εκδόσεις Γκοβόστη χ.χ.,
σε μετάφραση Λ. Παυλίδη σελίδα 63:
«Τα
έργα του παραποιήθηκαν υπό των σοφών, παρεξηγήθηκαν υπό των αμαθών, αφωρίσθησαν
υπό της Εκκλησίας, προκάλεσαν τας αράς και την μνησικακίαν μιας προσποιημένης
αρετής υπό των οργάνων μιας περιφρονητέας κυβερνήσεως και υπό των ιερέων μιας
δεισιδαιμονίας περισσότερον ακόμη αξίας καταφρονήσεως».
Ο Μακιαβέλλι είναι μάλλον ο πρώτος, πριν
τον Χιουμ, που προσπάθησε να ξεδιαλύνει την πολιτική από την θρησκευτική
εξουσία. Είναι αυτός που συστηματικά και σταθερά καταδίκασε την Παπική εξουσία
και την ανάμειξή της στην διακυβέρνηση της Πολιτείας στις θέσεις του αυτές η
σκέψη του δεν είναι δασώδης ή μαιανδρική, αλλά σταθερή και ξεκάθαρη. Τα γραπτά
του φανερώνουν έναν «επαρχιώτη» πολιτικό άνδρα παθιασμένο με την πολιτική, έναν
πολιτικό ψυχογράφο και οργανωτικό σχεδιαστή ρεαλιστικών και πραγματιστικών
κυβερνητικών προδιαγραφών ο οποίος ζούσε και ανέπνεε από αυτήν όχι μόνο ως
διεκπεραιωτής των πολιτικών θεμάτων της Φλωρεντίας,- Γραμματέας, Διπλωμάτης,
Πρεσβευτής, αλλά και ως κύριος διαμορφωτής της πολιτικής της και πολιτειακός
της σύμβουλος σε σχέση με τα άλλα μικρά πόλεις-κράτη για να κρατήσει την
παντοδυναμία και την κυριαρχία της γενέθλιας πόλης του.
Πάντα
είχε κατά νου την συνένωση της Ιταλικής χερσονήσου, αν και γνώριζε πολύ καλά
τις τεράστιες δυσκολίες και τις αντίξοες συνθήκες που επικρατούσαν για μια
τέτοια πρόθεση.
Ο Άγγλος φιλόσοφος και ηγέτης του
Ειρηνιστικού κινήματος στην εποχή του Μπέρναντ Ράσσελ, στην «Ιστορία της
Δυτικής Φιλοσοφίας» του, παρότι στέκεται αρνητικά στην πολιτική του σκέψη
αναφέρει έναν εύστοχο χαρακτηρισμό για αυτόν, τον αποκαλεί «καλλιτεχνικός
εμπειρογνώστης της κρατικής τεχνικής».
Στον Νικολό Μακιαβέλλι οφείλει το αστικό
κράτος τον θεσμό του εθνικού στρατού, όπως πρώτος αυτός σκέφτηκε να εφαρμόσει
για να αντιμετωπίσει τους εξωτερικούς κινδύνους της πατρίδας του, ή για την
κατάκτηση νέων εδαφών. Θεωρούσε ότι οι διάφοροι μισθοφόροι που χρησιμοποιούσε
το κράτος της Φλωρεντίας για την άμυνά της και για τις διάφορες πολεμικές της
επιχειρήσεις, της στοίχηζαν πολύ ακριβά και ήταν δέσμια στα χέρια τους. Το
Αυτοκρατορικό μεγαλείο της αρχαίας Ρώμης της πατρίδας του,(μιας
κατακερματισμένης σε μικρές πόλεις-κράτη Ιταλίας) ήταν το όνειρό του και από
εκεί αντλούσε δύναμη και ιστορικά παραδείγματα και κανείς δεν μπορεί να τον
κατηγορήσει για αυτό. Οι διάφορες μομφές εναντίον του, για το ότι αντέγραψε
τάχα τον ιστορικό Πολύβιο, ή ξεσήκωσε κεφάλαια από τα «Πολιτικά» του Αριστοτέλη,
ή τους «Βίους Παράλληλους» του Πλουτάρχου αλλά και άλλων συγγραφέων Ελλήνων και
Λατίνων της Αρχαιότητας, νομίζω ότι δεν είναι εκείνο το σημείο που θα πρέπει να
μας απασχολήσει αρνητικά ή θετικά στην ανάγνωση και ερμηνεία του έργου του και
του πολιτικού του σχεδιασμού. Ούτε πάλι το πρόβλημα, αν γνώριζε και σε ποιο
βαθμό την αρχαία ελληνική γλώσσα, έτσι όπως ο Έλληνας καθηγητής και στοχαστής
Κωνσταντίνος Τριανταφύλλης υποστηρίζει στην τρίτομη εργασία του που εκδόθηκε
στην Ιταλική γλώσσα το 1875 και το 1878 αντίστοιχα.
Βλέπε
και σχετική αναφορά στο λήμμα της Εγκυκλοπαίδειας του «Ηλίου», τόμος 12ος αλλά και το μελέτημα υποστήριξης της θέσης
του Κωνσταντίνου Τριανταφύλλη από τον ιστοριοδίφη Κώστα Καιροφύλλα, «Ο
Μακιαβέλλη λογοκλόπος των αρχαίων Ελλήνων συγγραφέων», στο περιοδικό «Ελληνική
Δημιουργία» τεύχη 30 και 31/1949.
Θα
πρέπει κάποια στιγμή εμείς οι θεωρούμενοι Έλληνες, οι συστηματικοί αναγνώστες
των αρχαίων κειμένων να συνειδητοποιήσουμε ότι ούτε οι Έλληνες τα είπαν όλα
ούτε τα γνώριζαν όλα. Η Παγκόσμια Ιστορία ούτε αρχινάει ούτε τελειώνει με εμάς,
και σε αυτή την μικρή μεσογειακή κακοτράχαλη χώρα. Η εγωτική και φίλαυτη
επιθυμία να καπελώσουμε κάθε άλλη πολιτισμική έκφραση και δημιουργία, κάθε
αλλότρια πολιτισμική ιστορική συμπεριφορά, μόνο απογοήτευση και χαχανητά μπορεί
να φέρει πέρα φυσικά από το να μας αποκαλύψει την τεράστια και εξακολουθητική
Εθνική μας ανασφάλεια και καιροσκοπική μας αγραμματοσύνη. Δαφνοφόρος λαός δεν
υπήρξε μόνο ο Ελληνικός, εκτός αν εννοούμε μόνο τον τομέα της μαγειρικής. Οφείλουμε
να ξεμάθουμε να αγιοποιούμε τις αρνητικές ιστορικές πτυχές και συμβάντα των
Ελλήνων, να πάψουμε να χειροκροτούμε σαν αναγκαίο κακό τα ιστορικά μας λάθη που
επειδή τα διέπραξαν οι πρόγονοί μας καθαγιάζονται μέσα στο δισκοπότηρο της πνευματικής
μας ανόητης μεγαλαυχίας, αξίζει να αρχίσουμε να ερμηνεύουμε όχι μονοσήμαντα
πλέον τις ιστορικές μας αναγκαιότητες. Οι Έλληνες ούτε Ουράνιοι ούτε Πάνδημοι
υπήρξαν, αλλά είναι ένας δύστροπος και απειθάρχητος πολεμοχαρής αγροτικός λαός
σε μια ακόμα πιο δύσκολη γεωγραφικά εποχπεριοχή, και που σήμερα μάλλον αρέσκεται
στη ραχάτ ζωή και βιοθεωρία και την φιλοσοφία του περίπου, και μια καφενόβια
ερμηνεία και φιλοσοφία του κόσμου. Θέλγεται από μια αυτοκαταστροφική διάθεση
και δεν αναρωτιέται ποτέ και δια νόμου, έστω και σαν υπόθεση εργασίας, αν ο
Ελισαβετιανός Ουίλλιαμ Σαίξπηρ και το νέο σύμπαν που οικοδομεί μέσα στο
πολύπλευρο έργο του είναι ανώτερο σαν καλλιτεχνική προσφορά από το έργο των
Τριών Ελλήνων τραγικών. Πως μπορεί να υπάρχει καλλιτεχνική ή αισθητική μαγεία στην
παραδοσιακή Κινέζικη ποίηση και βαθειά φιλοσοφία ζωής, ισόμοιρη ή ανώτερη από
την φλύαρη μεταφυσική κρισολογία των εκκλησιαστικών ποιητών.
Πότε
εμείς σαν λαός, αφουγκραστήκαμε τους ιστορικούς πόθους ενός άλλου λαού;
Πότε
αναλογιστήκαμε ουσιαστικά γιατί τόσοι Έλληνες Μήδισαν; Γιατί εθιστήκαμε τόσο
εύκολα στην διαχρονική μετανάστευση τόσων και τόσων Ελλήνων; Γιατί ποτέ δεν
γράφτηκε μια ιστορία για να δείξει με ιστορικά παραδείγματα όχι μόνο πόσους Έλληνες
εξόρισε αυτή η Κρόνια χώρα-η πατρίδα μας η Ελλάδα-αλλά και πόσους Έλληνες
σκότωσε και δολοφόνησε σε καιρό ειρήνης από τα λάθη της και τις πολιτικές της
παραλήψεις. Σε περίοδο ειρήνης οι Έλληνες που έχασαν την ζωή τους από τα
εσκεμμένα λάθη των συνελλήνων είναι ίσως περισσότεροι από ότι σε περίοδο πολέμου.
Κανένας Έλληνας, δεν μπορεί να χρεωθεί τα πολιτιστικά κλέη μεμονωμένων
πνευματικών μονάδων, το όποιο προσωπικό τους ήθος, την όποια σοφία των αρχαίων
προγόνων του, αν και ο ίδιος δεν οικοδομήσει με το αγωνιστικό του φρόνημα στον
παρόντα χρόνο της ζωής του το δικό του μεγαλείο πέρα από τις ιστορικές μας
μεγαλεπήβολες μεγαλοστομίες για τα ιδεώδη και τα ιδανικά της αθάνατης φυλής. Το
παρελθόν μας το γνωρίζουμε, το μέλλον μας είναι αβέβαιο.
Εκτός
αν μας τέλειωσε το φύραμα της φυλής και πάμε για άλλα.
Η
ειρωνεία της ιστορίας είναι ότι ο Μακιαβέλλι, χρεώθηκε το αρνητικό στίγμα της
πολιτικής του Κυβερνάν και όχι και άλλοι ιστορικοί και πολιτικοί στοχαστές πριν
από αυτόν, λες και δεν συναντάμε παραπλήσιες ή παρόμοιες πολιτικές να
εφαρμόζονται στα Ομηρικά Έπη, στους αρχηγούς της εκστρατείας των Ελλήνων, δεν
πλεονάζει η πολιτική φιλαυτία και τα εγωιστικά πάθη; δεν είναι «σπερματικά»
Μακιαβελλική, η γενικότερη στάση του Οδυσσέα; δεν ξεχωρίζουμε ισόμοιρες
αντιλήψεις να υιοθετούνται μέσα στο έργο του Θουκυδίδη; αλλά και στους αρχαίους
Ρωμαίους ιστορικούς δεν συναντάμε παρόμοιες συμπεριφορές; Στην περίοδο της
Βυζαντινής αυτοκρατορίας οι αυτοκράτορες Έλληνες ή μη, δεν συμπεριφέρονταν Μακιαβελλικά;
Η Βίβλος, το μυθολογικό, θεολογικό και ιστορικό βιβλίο των Χριστιανών, δεν
είναι γεμάτη από παρόμοια παραδείγματα, σαν αυτά που συμβουλεύει ο Φλωρεντινός
τον Ηγεμόνα; Οι παγκόσμιες αυτοκρατορίες, οι αποικιοκρατικές αυτοκρατορίες του
Δυτικού κόσμου δεν μας αποκαλύπτουν με την πολιτική και διοικητική πρακτική τους
και την πολιτική στάση των ηγεμόνων τους, παρόμοια παραδείγματα και χειρότερα
μέσα στην ιστορία από αυτά που συναντάμε μέσα στο σύνολο έργο του Μακιαβέλλι;
Η
αιματηρή δραματικότητα των ιστορικών στιγμών της ανθρωπότητας, δεν είναι κάτι
που δημιουργήθηκε στο μυαλό οποιουδήποτε στοχαστή ή πολιτειολόγου. Αλλά είναι η
αλήθεια της ίδιας της ιστορίας μέσα στο χρόνο.
Ο
τραγικά ειλικρινής τόνος της πολιτικής του διδαχής, ο κυνισμός των σκέψεών του,
η ρεαλιστική του φιλοσοφία, δεν είναι παρά η αντανάκλαση της ωμότητας της ανθρώπινης
συμπεριφοράς στην διάρκεια των αιώνων. Είναι η πικρή συναίσθηση της ανθρώπινης
φύσης που την αντικρίζεις σε όλη της την ωμότητα και την γυμνή αλήθεια καθώς
την συναναστρέφεσαι και συνεργάζεσαι μαζί της, την περιγράφεις ή την
καταγράφεις στις διάφορες στιγμές της όπως μεθοδικά και απροκάλυπτα έπραξε ο
Νικολό Μακιαβέλλι, σε εποχές πολύ πιο χαλεπές και ραδιούργες από τις δικές μας.
Ο καιρός των δολοφόνων για να θυμηθούμε και έναν άλλον σύγχρονο Αμερικανό
συγγραφέα, είναι μια πολιτική σταθερά στην διακυβέρνηση της κοινωνίας μέσα στο
ποτάμι της ιστορίας.
Στο έργο του Νικολό Μακιαβέλλι, διακρίνουμε
έναν αναπάντητο κυνισμό, μια ενάντια πολιτική φιλανθρωπία, μια θαρρετή πολιτική
σκέψη που δεν τεμαχίζει το καθόλου της πολιτικής δράσης αλλά σταθεροποιεί την
κυριαρχία του ισχυρού πόλου αναφοράς διακυβέρνησης. Πως μπορούμε να δεχόμαστε
το μεγαλείο της διακυβέρνησης του Περικλή, και να το απορρίπτουμε σε έναν
Αναγεννησιακό Μονάρχη. Ποιά ιστορική αναγκαιότητα μας κάνει να αποδεχόμαστε
αβασάνιστα το αδιαμφισβήτητο μεγαλείο του Μεγάλου Αλεξάνδρου ως πολιτική δράση
και ηγεμονική καθεστωτική πρακτική, και να απορρίπτουμε τον Μακιαβελλικό πολιτικό
ρεαλισμό της ανθρώπινης φύσης του Ηγεμόνα. Μήπως θα πρέπει να ξαναδιαβάσουμε
τους αρχαίους ιστορικούς τουλάχιστον κάτω από το πρίσμα μιας Μακιαβελλικής
ανάγνωσης; Αλλά και γιατί όχι μιας Ηρακλείτειας αναφοράς, για να θυμηθούμε ξανά
τον παππού μας από την Έφεσο, παρά να βλέπουμε την Ιστορία σαν σχολιασμό της
Πλατωνικής φιλοσοφίας και ιδεολογίας, ή ερμηνεία της μυθολογούσας χριστιανικής
μεσσιανικής θεωρητικολογίας. Μήπως δηλαδή εμείς οι Έλληνες είμαστε περισσότερο
από όσο πρέπει δέσμιοι μιας Πλατωνικής μεταφυσικής και θεολογίας που μας κάνει
να μην μπορούμε να κατανοήσουμε τον ρεαλισμό τον κάθετο της ιστορίας αλλά και
τον οριζόντιο αυτόν της ζωής. Τα όποια πολιτισμικά βαρίδια δεν μπορούν να
σταματήσουν την ιστορική και πολιτική εξέλιξη, ίσως μόνο την καθυστερούν για
λίγο μέχρι τη νέα απαιτούμενη ισορροπία της ζωής.
Ο πολιτικός σχολιασμός του Μακιαβέλλι,
είναι ένα κακτοειδές φυτό και όχι ένα εύοσμο τριαντάφυλλο.
Κανείς
δεν κατηγορεί τον Δάντη γιατί έβαλε στην Κόλασή του τόσα και τέτοιου είδους
αξιόλογα πρόσωπα ή ότι μερολήπτησε ιστορικά. Κανείς δεν αρνείται τον Σαίξπηρ
για τις φρικτές εγκληματικές πράξεις, τις πολυμήχανες δολοπλοκίες, τις
ακατανόητες μοχθηρίες των ιστορικών προσώπων που περιγράφει. Κανείς δεν
κηλιδώνει αρνητικά τη μνήμη του Ομήρου όταν βάζει τον Αχιλλέα να σφάξει τους
εφήβους νέους της Τροίας, ή μήπως τον δικαιολογούμε επειδή ήταν Έλληνας και του
σκότωσαν τον σύντροφό. Μήπως δεν είναι μακιαβελικός ο ραδιούργος, ο πολυμήχανος
και εκδικητικός Οδυσσέας; Ποιος πιστός χριστιανός απορρίπτει την πίστη του όταν
διαβάσει τα εγκλήματα που κατά καιρούς διέπραξαν οι χριστιανοί άγιοι ηγεμόνες
του; Ποιος δεν φρικιά μπροστά στην εγκληματική κοινωνική πρακτική του Γιαχβέ,
του Θεού των Χριστιανών, έτσι ώστε να αλλαξοπιστήσει; Κοιτάτε τα εγκλήματα των
Μουσουλμάνων στο όνομα ποιανής αρχής διαπράττονται; Διαβάστε προσεκτικά τους
τόμους του Συναξαριστή με τους βίους των αγίων, για να διαπιστώσετε την
μακιαβελλική πρακτική σε πολλούς βίους αγίων εν ονόματι της Θεϊκής δόξας.
Μελετήστε τα απομνημονεύματα των αγωνιστών του 1821, την διπλωματική ιστορία
των τελευταίων αιώνων των Εθνών-Κρατών και θα ανακαλύψετε πάνω σε ποιες πολιτικές
αρχές στηρίζουν την αμοραλιστική πολιτική τους τα διάφορα ισχυρά κράτη και όχι
μόνο.
Η
Ιστορία της εξέλιξης της ανθρωπότητας στηρίζεται πάνω στην ωμή Βία και το
χυμένο αίμα εκατομμυρίων αθώων ανθρώπων, παρά στους θυσιαστικούς χαμένους
παραδείσους και τα μεγάλα δήθεν πολιτικά-κοινωνικά οράματα ή επαναστατικές
προθέσεις των διαφόρων προσωπικοτήτων, των λαμπρών μονάδων-εξαιρέσεων της
παγκόσμιας σκηνής.
Οι
μεγάλες επαναστάσεις κρατούν συνήθως όσο μια μικρή αναλαμπή στην διάρκεια μιας
σκοτεινής νύχτας. Πόσες φορές δεν παρατηρούμε οι κοινωνίες να ξανά επιστρέφουν
στην προτεραία τους μορφή μετά από μεγάλες επαναστατικές συγκρούσεις και αλλαγές,
να επιστρέφουν στην παλιά ήσυχη τάξη των ενστίκτων του ανθρώπινου πολιτικού
ζώου μέσα στην περίλαμπρη ικανοποιητική του μεγαλοπρέπεια.
Την
Ιστορία η ιστορία μας διδάσκει, ότι οι Μακιαβελλικές αρχές περισσότερο την πάνε
μπροστά παρά οι άλλες.
Ο Μακιαβέλλι είναι ο τυχερός της ιστορίας
γιατί του δόθηκε από την μοίρα ή την ιστορική τύχη, να έχει αυτός πρώτος το
προβάδισμα της πολιτικής σκέψης των σύγχρονων κοινωνιών, και όπως τόσο συχνά
επαναλαμβάνει στο έργο του, ο στοχαστής πίστευε περισσότερο στην Τύχη και το
Τυχαίο συμβάν την Μοίρα και το Μοιραίο της στιγμής παρά στην Θεία Πρόνοια και
ευτυχώς. Κάτω από αυτήν την εμπειρική ανθρώπινη ερμηνεία των πολιτικών
συμβάντων σχεδίαζε την πολιτική του θεωρία έγραφε τις μικρές αλλά
αποτελεσματικές του δημηγορίες και προέτρεπε τους άλλους να τις ακολουθήσουν.
Η
πολιτική αλληλεγγύη στον Μακιαβέλλι δεν εκπορεύεται από μια άτολμη, αδύναμη και
ισχνή ανυπεράσπιστη δικαιοσύνη, αλλά από την ισχυρή πειθώ του άρχοντα και την
δύναμη της κρατικής επιβολής, από την παντοδύναμη και εγωτική επιθυμία του
φωτισμένου και στρατιωτικά ισχυρού ηγεμόνα, ενός ισχυρού και με πολιτική και
στρατιωτική πυγμή ηγεμόνα, ο οποίος αναλογίζεται μαζί με την επιθυμία για
ενίσχυση της κυριαρχίας του της πολιτικής του δύναμης και εδραίωσης της
πολιτειακής του προβολής, και για το κοινό καλό των κατοίκων του, την ενοποίηση
των κατακερματισμών γεωγραφικών περιοχών της διαμελισμένης χώρας του και, την
διατήρηση των απαραίτητων ισορροπιών ανάμεσα στις διάφορες τάξεις των υπηκόων
του. Ο σαρκασμός του από την άλλη και η λεπτή και καυστική του ειρωνεία
υποσκάπτει τα θεμέλια αυτά, τα οποία την ίδια στιγμή προσπαθεί να οικοδομήσει μέσα
στο συγκεκριμένο ιστορικό περιβάλλον στο οποίο ζει.
Ένα
παράξενο πολιτικό παιχνίδι της αλεπούς με τον κυνηγό βλέπουμε να εκτελείται
μέσα στο έργο του ανάμεσα σε αυτόν και την οικογένεια των Μεδίκων, μια
ριψοκίνδυνη και γοητευτική πολιτική και μια διπλωματία ισορροπιών αμφοτέρων των
συμφερόντων. Ο καινούργιος Προμηθέας του κόσμου της Αναγέννησης δεν κομίζει
μόνο την γνώση της αμφισβήτησης προς την νέα κρατική εξουσία, αλλά κουβαλάει
και το σπέρμα της αυτοδιάψευσής της, μια που η οργανική αλληλεγγύη του παλαιού
κόσμου αρχίζει αργά και σταθερά και μετέπειτα με βήμα ταχύ, να υποχωρεί μπροστά
στην υλιστική ή ορθότερα μηχανική αλληλεγγύη του νέου κόσμου της Αναγέννησης
του νέου Ατομιστικού φρονήματος. Η ισχυρή προσωπικότητα πρυτανεύει του
πολιτικού συνόλου μιας κοινωνίας, γίνεται σημείο αναφοράς ενός κόσμου ντετερμινιστικού
και επιβίωσης του ισχυρότερου και του δυνατότερου και θα σημειώναμε του πιο
πολιτικά και οικονομικά καπάτσου.
Μήπως
όμως και στα θεατρικά έργα του μεγάλου Ελισαβετιανού αυτού του μάγου των
πολύπλευρων και ποικιλόμορφων ονείρων του Ουίλλιαμ Σαίξπηρ, δεν αντικρίζουμε
παρόμοιες πολιτικές θεωρίες και κυβερνητικές πρακτικές με αυτές του Νικολό
Μακιαβέλλι; Ο οποίος όχι μόνο αναφέρεται αρνητικά από τον Θεϊκό και πανούργο
αυτόν συγγραφέα, αλλά είναι και παρόν σε αρκετά ιστορικά του έργα.
Η αυτοτέλεια του λόγου του Μακιαβέλλι δεν
έχει πλέον ανάγκη να ενδυθεί την μεταφυσική εσθήτα ή να αναζητήσει φιλοσοφικές
αρχές για να εδραιώσει το πολιτικό του στίγμα, έχει την δική του οντότητα,
είναι ένας λόγος κυνικός μέσα στην παντοδυναμία του ρεαλισμού του, γυμνός και
αληθινά αποκαλυπτικός μπροστά στις αχαλίνωτες πολιτικές μεταβλητές της
ιστορίας, δεσποτικός μπροστά στις μεταφυσικές θολούρες αδέξιων πολιτικών επιλογών,
ιστορικά ενάρετος σε καιρούς πολιτικής ανηθικότητας και σημαδεμένου δημοκρατικού
ταρτουφισμού, συνεκτικός σε σχέση με τις διαλυτικές φιλοδοξίες δημοκόπων
πολιτειακών αρχόντων και συμφεροντολόγων πολιτικών, είναι τέλος ένας λόγος
κυβερνητικός που παρά την λεκτική του αναίρεση θα δεσπόζει και μετά την
δημοσίευσή του.
Ο
όρος Μακιαβελλισμός ενώ έχει φορτιστεί τόσο αρνητικά, έχει μια τέτοια δυναμική
που ξεπερνά κατά πολύ τους ανάλογους –ισμούς και ίσως η διαχρονική του δυναμική
να οφείλεται σε αυτή την αρνητική του ερμηνεία, κάτι σαν εξαγνισμός της
πολιτικής μας αδεξιότητας.
Η σκέψη του Φλωρεντινού μας προστατεύει
σαν τα διάφορα αναλγητικά φάρμακα που λαμβάνουμε έστω και αλόγιστα παραβλέποντας
το θετικό ρόλο που παίζουν στην υγεία μας. Είναι μοχθηρή γιατί αντικατοπτρίζει
τη δική μας πολιτική αφερεγγυότητα, είναι καταδικαστική στο βαθμό που
αντιπροσωπεύει την επαναστατική λαίλαπα και εφαρμογή της Ροβεσπιανής πολιτικής
μεθοδολογίας, είναι επαίσχυντα ειλικρινής όπως είναι η ηθική της αστικής τάξης,
είναι ηθικά ανυπόκριτη όπως είναι η συστηματική αγραμματοσύνη και φοβερή
αδιαφορία της εργατικής τάξης, αυτού του μυθοποιητικού και πολιτικού μορφώματος
για να μην αλλάξει τίποτα ούτε στην ζωή ούτε στην κοινωνία. Είναι μια σκέψη
ζημιογόνος αφού ρέπει προς τον εξ
ορθολογισμό της δημοκρατικής πολιτικής θολούρας και η οποία αρνείται την
ερασιτεχνική δοξασία της δήθεν αβίαστης ελευθερίας. Ο αντί ιδεαλισμός του
Μακιαβέλλι γκρέμισε τις έτσι και αλλιώς σαθρές βεβαιότητές μας για μια ιδανική παραδείσια
και ελεύθερη πολιτεία. Η πολιτική «ανηθικότητά του» δεν είναι όπως απέδειξε η
ιστορία των πολιτικών θεωριών παρά η εφαρμοσμένη ηθική της διακυβέρνησης των
ανθρώπων ανά τους αιώνες.
Η αυτοτέλεια της πολιτικής του σκέψης βοήθησε
στην χειραφέτηση όχι τόσο των μεγάλων λαϊκών μαζών, όσο την δεσποτική κυριαρχία
των κατά διαστήματα πεφωτισμένων ηγεμόνων της άρχουσας αστικής τάξης. Ο
Μακιαβέλλι δεν ανέβηκε ποτέ στα μαγικά χαλιά της πολιτικής, ο λόγος του ήταν
γειωμένος σε μια ιστορική πραγματικότητα με συγκεκριμένες προδιαγραφές
επεξήγησης γιαυτό και έγινε ο λόγος περί Ηγεμονίας του σημείο αντιλεγόμενο.
Σημείο απεχθούς αναφοράς αλλά αναγκαίας και υποχρεωτικής υιοθέτησής του, γιατί
στους πολιτικούς ταιριάζει η ασθμαίνουσα πολιτική θεωρία, ο δυναστευτικός
κοροϊδευτικός λόγος, η θολούρα της μεταφυσικής θεολογικής αοριστολογίας, η
υποσχεσιολογική ακαμψία της δικής τους ανικανότητας και πολιτικής αβελτηρίας,
παρά ένας πολιτικός λόγος ασίκικος , μια πολιτική σκέψη καθαρή και νοηματικά
γάργαρη απαλλαγμένη από οικονομικές και μεταφυσικές αλυσίδες που θα δημιουργεί
η ίδια την δυνατότητα της ευκταίας επιτυχίας της στην τεχνική εφαρμογή της
τέχνης του Κυβερνάν, αλλά και την αναγκαία αυτοδέσμευσή της στην δημοκρατική
της προοπτική, χωρίς τα παραφερνάλια των ιστορικών παραδοσιακών αγκυλώσεων της.
Με
τον Μακιαβέλλι η πολιτική φιλοσοφία του Κυβερνάν δεν από-ιεροποιήθηκε μόνο αλλά
και από ωραιοποιήθηκε. Το Κράτος απόκτησε την παντοδύναμη και κυρίαρχη
θεσμοθετημένη αναφορικότητά του. Έμεινε ψυχρή στην μετοχοποίηση των εκπροσώπων
της, αδίστακτη στην οικονομική της στοχοθεσία, κυνική στην ανοραματική της
θεσμοθέτηση, χυδαία στην δεσμευτική της αποφυγή, προσβλητική στην ωραιότητα της
ακοινωνησίας της, σαρκαστική στην προβλεπτική της προτροπή, ωφελιμιστική στις
κυβερνητικές της αναφορές υλοποίησής της, μεροληπτική στα αποτελεσματικά της κίνητρα,
πιθανολογική στις αξιωματικές της προθέσεις, αλλά και μοιραία αποτελεσματική
για τους κυβερνώμενους που βρίσκονται μέσα στην όποια Κρατική-Κοινωνική
στρούγκα. Έγινε η εξαίρεση που θεσμοθετήθηκε σε κανόνα όχι προς χάρη του
εφικτού της κοινοβουλευτικής δικαίας και ισότιμης διακυβέρνησης του κοινωνικού
συνόλου, αλλά για να οργανώσει και οικοδομήσει τις ανεπάγγελτες κάστες των
πολιτικών στην εδραίωσή της οικονομικής τους και πολιτικής τους κυριαρχίας.
Έγινε η τέχνη του Κυβερνάν όχι του λαού, αλλά επί του λαού για να παραφράσουμε
την γνωστή ρήση του Λεωνίδα Κύρκου σχετικά με την δικτατορία επί του
προλεταριάτου.
Όμως για να είμαστε δίκαιοι
απέναντι στους πολιτικούς εκπροσώπους μας, η τεράστια κι αθεσμοθέτητη μάζα του
ζώου-άνθρωπος, ελάχιστες φορές μέσα στην ιστορία πήρε στα σοβαρά την τέχνη και
την χρησιμότητα της πολιτικής. Ποτέ μάλλον δεν δημιούργησε η ίδια η μεγάλη μάζα
των ατόμων έναν σοβαρό πολιτικό λόγο, θέλγονταν πάντα από το ανταυτού, σπάνια
και σε ελάχιστες στιγμές της παγκόσμιας ιστορίας κατανόησε τις πραγματικές της
και ουσιαστικές της πολιτικές ανάγκες, τυχαία και σποραδικά προσέδωσε στην
πολιτική σκέψη και θεωρία και κατ’ επέκταση στην πολιτική και πολιτειακή της
διακυβέρνηση τον πρέποντα χαρακτήρα που τις αξίζει. Πάντα ερωτοτροπούσε και
θέλγονταν από τις πολιτικές αδεξιότητες αμοραλιστών εκπροσώπων της, από τις
επιφανειακές γενικολογίες των κούφιων εθνικών οραμάτων, από τις πατριωτικές
σκοπιμότητες λαοπλάνων πολιτικών που οδηγούσαν συνηθέστερα στον θάνατο και την
αποτυχία παρά στην πλέρια και ισότιμη ελευθερία μεταξύ των πολιτών και την
ορθότερη διακυβέρνηση. Ελάχιστες επαναστατικές στιγμές στην πολιτική ιστορία
έγιναν αποδεκτές έστω και για μικρό διάστημα από τις μεγάλες λαϊκές μάζες. Η
πλειονότητα των ανθρώπων δυστυχώς έρχονται σε αυτήν την τόσο σύντομη, τυχαία
και άχαρη πολλές φορές ζωή ως τουρίστες, ζουν για να φωτογραφίζουν τα αξιοθέατα
της προσωπικής τους ζωής και των συνανθρώπων τους χωρίς να πάρουν μυρωδιά για
το τι είναι ουσιαστικά αληθινή ζωή, ποιο το περιεχόμενό της και ιδιαίτερα ποια
είναι πραγματικά η πολιτική ζωή των ανθρώπων, χωρίς να αποφασίσουν να σκεφτούν
να αποδεσμευτούν από την όποια άγνοιά τους, μάλλον επαναπαύονται μέσα σε αυτήν.
Ζουν
μακάριοι και ευδαίμονες είτε μέσα στην συστηματική και δια βίου ηθελημένη άγνοιά
τους, την θαυμαστή σκανδαλοθηρική τους διάθεση, την πολιτική της κοινωνικής
κλειδαρότρυπας, είτε μέσα στον θεϊκό και χρηστικό ασφαλώς συμφεροντολογισμό
τους, στην αποτελεσματική τους απάθεια.
«Οι
άνθρωποι διαπράττουν πάντα το σφάλμα να αγνοούν τα περιθώρια των ελπίδων τους»,
γράφει ο Φλωρεντινός πολιτικός στοχαστής και δεν έχει άδικο σε αυτήν του την
παρατήρηση.
Αλλά για ελπίδα ζωής αντιπροσωπευτική ή μη
μπορεί να μιλήσει κανείς όταν η ιστορία επαναλαμβάνεται πάνω στις ίδιες
σταθερές της ανθρώπινης πολιτικής αποτυχίας και των κατ’ εξακολούθηση
κοινωνικών αδιεξόδων. Όταν συνηθέστερα η ανθρώπινη ιστορία στρατολογεί
τυχοδιώκτες ηγέτες, αντιπροσώπους ενός υπανάπτυκτου όχλου για να την οδηγήσει,
προς τα πού, παρά, ενάρετους οραματιστές πικρών και ίσως αμφίβολων δημοκρατικών
προσδοκιών; Οι εξ επαγγέλματος δημαγωγοί, πολιτικοί ή θρησκευτικοί πάντοτε
βρίσκονται από την πλευρά των αντιμακιαβελλιστών, οι άλλοι, απλά αποδέχονται
την διακυβέρνησή των.
Το ευτυχές γεγονός πάντως είναι, ότι
ένας μεγάλος μάλλον ενάρετος πολιτικός άντρας όπως υπήρξε στην δημόσια και την
προσωπική ζωή του ο Νικολό Μακιαβέλλι, ή αν θέλετε ένας γοητευτικός μάγος της
διπλοπροσωπίας, ένα πολιτικό αίνιγμα της θεωρητικής σκέψης στην παγκόσμια τέχνη
του κυβερνάν, με το σημαντικό έργο του, ανατάραξε τα βαλτώδη ύδατα του
σκοτεινού Μεσαιωνικού κόσμου και των αρχών της Αναγέννησης και ανάγκασε τις
επίσημες αρχές αλλά τους διανοούμενους-σκεπτόμενους-της εποχής του και στους
μεταγενέστερους αιώνες να στραφούν προς το έργο του, να το μελετήσουν, να το
ερμηνεύσουν ή να το παρερμηνεύσουν, να το απορρίψουν χωρίς να το έχουνε
ουσιαστικά διαβάσει, να το καταδικάσουν σίγουροι για τον ηθικό του πολιτικό
αμοραλισμό αλλά και την περισπούδαστη αγραμματοσύνη της μεγάλης μάζας που
μετέχει ενεργά δια της ψήφου της στην διακυβέρνηση και τέλος, να το αποδεχτούν
σαν αναγκαίο πολιτικό κακό της δικής τους καιροσκοπικής πρόθεσης.
Πλείστοι αυτοί που ασχολήθηκαν μαζί του
και ακόμα περισσότεροι με το έργο του μέσα στην παγκόσμια Ιστορία και Πολιτική
τέχνη.
Γιώργος
Χ. Μπαλούρδος
Πρώτη
δημοσίευση, περιοδικό «Οδός Πανός» τεύχος 138/10,12,2007, σελίδες 159-186.
Τώρα
επεξεργασμένο και συμπληρωμένο ξανά και στα τρία του μέρη.
Υ.
Γ. Τέλος του δεύτερου μέρους, στην επόμενη ανάρτηση θα συνεχίσω το τελευταίο κομμάτι
των βιβλιογραφικών αναφορών και πληροφοριακών επισημάνσεων.
Πειραιάς,
Σάββατο, 12 Απριλίου 2014
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου