ΣΥΝΟΜΙΛΙΕΣ
ΨΥΧΩΝ
Ο Αχιλλέας απ΄ το
Κάιρο - 1994 Στίχοι: Κώστας Τουρνάς Μουσική: Κώστας Τουρνάς
Ο Αχιλλέας απ' το
Κάιρο εδώ και χρόνια ζει στην Αθήνα σ' ένα υπόγειο
σκοτεινό γωνιακό κάπου στην Σίνα, μαζί του ζει κάποιος Μηνάς γι' αυτούς τους
δυο και τι δεν λένε οι πιο σεμνοί της γειτονιάς ξέρουν επίθετα που καίνε.
Είναι κάτι παιδιά που δε γίνονται άντρες και δε ζουν τη ζωή τη δικιά σου είναι κάτι παιδιά που δε γίνονται άντρες θα μπορούσαν να είναι παιδιά σου.
Είναι κάτι παιδιά που δε γίνονται άντρες και δε ζουν τη ζωή τη δικιά σου είναι κάτι παιδιά που δε γίνονται άντρες θα μπορούσαν να είναι παιδιά σου.
Ποτέ δε βγαίνουνε μαζί
κανείς δεν ξέρει πώς περνάνε υπόγεια κάνουνε ζωή κι όλοι οι αργόσχολοι ρωτάνε
η κυρά Λέλα η Σμυρνιά στην αμαρτία λέει βουλιάζουν και διώχνει τα μικρά παιδιά όταν στο υπόγειο πλησιάζουν.
η κυρά Λέλα η Σμυρνιά στην αμαρτία λέει βουλιάζουν και διώχνει τα μικρά παιδιά όταν στο υπόγειο πλησιάζουν.
Είναι κάτι παιδιά που
δε γίνονται άντρες και δε ζουν τη ζωή τη δικιά σου
είναι κάτι παιδιά που δε γίνονται άντρες θα μπορούσαν να είναι παιδιά σου.
είναι κάτι παιδιά που δε γίνονται άντρες θα μπορούσαν να είναι παιδιά σου.
Τα βράδια απ' έξω σαν
περνάς μια μουσική ακούς και γέλια και στο υπόγειο αν κοιτάς βλέπεις μια
ολάνθιστη καμέλια
Ο Αχιλλέας απ' το Κάιρο
ας είναι χρόνια στην Αθήνα
η μάνα του δεν τον ξεχνά
κι ας είναι απ' τα παιδιά εκείνα...
...που είναι κάτι παιδιά που δε γίνονται άντρες
και δε ζουν τη ζωή τη δικιά σου
είναι κάτι παιδιά που δε γίνονται άντρες
Θα μπορούσαν να είναι παιδιά σου
Ο Αχιλλέας απ' το Κάιρο
ας είναι χρόνια στην Αθήνα
η μάνα του δεν τον ξεχνά
κι ας είναι απ' τα παιδιά εκείνα...
...που είναι κάτι παιδιά που δε γίνονται άντρες
και δε ζουν τη ζωή τη δικιά σου
είναι κάτι παιδιά που δε γίνονται άντρες
Θα μπορούσαν να είναι παιδιά σου
·
Category
o Music
·
License
- Sylvester James,
“ You make Me Feel”
• Δεν είδα ποτέ νεκρός τους ζωντανούς
ανθρώπους
Μιλάω και κάποιος μου μιλάει και ξέρω το χώρο
και το χρόνο που χωρίζει και συνδέει τα πράγματα
και θαμπώνω τα μάτια και συγχέω τα τριαντάφυλλα
βλέπω από μια μόνη θεώρηση αυτό που διαρκεί ή σβήνεται.
Το παρόν έχει για μένα συμφωνίες από αυτό που αγαπώ
Αυτό είναι όλο μου το μυστικό αυτό που αγαπώ θα ζήσει
αυτό που αγαπώ ζει πάντα μέσα στην ενότητα
οι κίνδυνοι και τα πένθη τα σκοτεινά λανθάνουν
ποτέ δεν θα μπορέσουν να λυγίσουν την παιδική μου επιθυμία
Απ’ όλα τα σημεία του ορίζοντα αγαπώ και μ’ αγαπούν
Δεν βλέπω καλά και δεν είμαι σαφής
παρ’ όταν ο έρωτας μου φέρει τη γύρη από αλλού
θαμπώνω του ήλιου την ανθρώπινη παρουσία
ζωογονούμαι σαν παλίρροια μ’ όλα της τα στοιχεία
Είμαι δημιουργημένος δημιουργώ αυτό είναι η μόνη αρμονία
αυτό είναι η μόνη δικαιοσύνη
Ανάμεσα σε μένα εσύ υγεία μου
Ανάμεσα σε μένα εσύ πάθος μου για ζωή
Paul Eluard, «Ποιήματα», μτφ. Σπύρου ΑΛ. Γκίνη, εκδ. Καστανιώτη χ.χ.
σελ. 95
-Claude Francois, “
Alexandrie, Alexandra”
• από Ο ΔΟΥΛΟΣ ΤΟΥ ΕΡΩΤΑ (ΙΙΙ) (απόσπασμα)
Αχ βάζω το κλειδί όπως στον έρωτα
το σπίτι ευωδιάζει απ’ την ανάσα σου
τα μέλη σου ανθούνε στο ημίφωτο
έλα και τύλιξέ με δεν ζητώ φαΐ
δεν θέλω ύπνο μιας στιγμής ξεκούραση
ακούμπα με το κορμί σου ντύσε με.
Κλειστά παράθυρα πεσμένα κάτω τα
παραπετάσματα. Δεν με χρειάζονται τα ξένα
βλέμματα ούτε οι φωνές τα ξένα βήματα.
Χαμηλωμένο ας μένει το τηλέφωνο.
Στα μάτια κοίταξέ με καταδέξου με.
Γιώργος
Ιωάννου, σελ. 62, από
«Η Έλξη των Ομωνύμων». Ανθολογία Ομο-Ερωτικών Ποιημάτων»,
Ανθολόγηση-μετάφραση Ρήγας Κούπα, εκδόσεις Οδυσσέας 2005
- MADONNA, « Like A Prayer”
• ARIEL
Θεέ μου! Θεέ μου μεγαλοδύναμε!
Θα τελειώσουμε, λοιπόν,
στην άκρη ενός σκοινιού,
σ’ ένα βρόμικο μπάνιο,
μακριά απ’ το Παρίσι,
μακριά από τα στοργικά πόδια των γυναικών!
Τα πόδια μου
κρεμάμενα
πάνω απ’ την
προστυχιά
του φθαρμένου
δαπέδου,
το τηλέφωνο να
χτυπά,
τα γράμματα ακόμη
κλειστά,
τα σκυλιά να
κατουράν’ στο δρόμο.
Άλλοι δυνατότεροι από ‘μένα
δεν κατάφεραν να τα βρουν
με την ζωή.
Ίσως έπρεπε να δείτε τον αδελφό μου το Μάρτυ:
ύπουλος, βρόμικος, αξιολάτρευτος.
Μια χαρά
τα πηγαίνει!
Τσάρλς
Μπουκόβσκι(Charles Bukowski),
«Η αγάπη είναι ένας σκύλος απ’ την κόλαση»- Ποίηση 1960-1980.
επιλογή-μετάφραση: Γιώργος Μπλάνας, εκδόσεις Απόπειρα 1986, σελ. 63.
-Los Rop Tops, « Mammy Blue”
• ΕΠΕΙΣΟΔΙΟ
Μάτι δειλό, που σε κοιτάζει
βαθιά, βουβά και σκοτεινά,
κ’ έτσι πιστά, σα να σου τάζη:
Θα σ’ αγαπώ παντοτινά.
Ψηλό, λιγνό, τρελό για χάδι,
δουλεύει σ’ ένα μαγαζί.
Το πήρα ένα Σαββάτο βράδι
και κοιμηθήκαμε μαζί.
Ναπολέων
Λαπαθιώτης, «Τα Ποιήματα», εισαγωγή, σχόλια, παρουσίαση, Άρη Δικταίου,
εκδόσεις Φέξη 1964, σελίδα 200.
-Λίτσα Διαμάντη, «Τέρμα τα παράπονα τέρμα και οι καημοί».
• ΤΟ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ ΣΟΝΕΤΟ ΓΙΑ ΤΗΝ ΤΖΕΝΗ
Απόμεινε ένα πράγμα να σου πω
Για να σ’ αποχαιρετήσω μικρό μου παιδί
Τώρα που το τραγούδι μου τελειώνει
Είναι τα τελευταία κύματα των ασημένιων παλμών
Και της φουσκοθαλασσιάς όπου χαρίζει τη
Μουσική της, η ανάσα της Τζένης μου.
Σαν χελιδόνι πάνω από γκρεμό
Πέφτει το σούρουπο στους καταρράκτες
Και στ’ απέραντα δάση,
Οι ευκίνητες στιγμές της ζωής συνεχίζουν
Βιαστικά να κυλούν ώσπου πάλι να βρούνε
Σε σένα τα όρια της απόλυτης τελειότητας.
Θαρραλέα ντυμένες με χιτώνες φωτιάς
Που κυματίζουνε, περήφανες καρδιές εξυψωμένες
Και μεταμορφωμένες απ’ το διάφανο φως,
Ελεύθερες τώρα δεσπόζουν για πάντα,
Κι έτσι εγώ σταθερά θα μπορώ να πατήσω
Μέσα στο απέραντο διάστημα,
Νικώντας κάθε πόνο στην λάμψη του προσώπου σου
Τη στιγμή που τα όνειρα πάλι προβάλλουν
Σαν αστραπές γύρω απ’ το Δέντρο της
Ζωής.
Κάρλ
Μάρξ (Karl Marx), «Ερωτικά Ποιήματα», εισαγωγή, μετάφραση: Ευγένιος
Αρανίτσης, εκδόσεις Ερατώ 1982, σελίδα 57.
-Μάνος Χατζιδάκις, «Το Χαμόγελο της Τζοκόντας»
• Έξι χρόνια
(για τη Νάνσυ)
Μια φίλη μας αποκαλεί
γέρικο παντρεμένο ζευγάρι.
Εγώ εκνευρίζομαι,
εσένα δε σε νοιάζει.
Στο δρόμο για το σπίτι
ρωτάς γιατί τσαντίστηκα
Είμαστε κάτι
σαν αυτό που είπε
λες Εγώ λέω
Όχι
Δεν είμαστε παντρεμένες
Κανένας δεν ευλόγησε
αυτή την ένωση Κανένας
δε μας χάρισε κουζινικά
Μόνες μας αγοράσαμε μίξερ
Χτίσαμε, την κοινή μας ζωή
στο κενό μεταξύ των νόμων
Έξι χρόνια
τι να μας έφερε κοντά
ένας χαρτογράφος μια μαγνητική δύναμη
τα κορμιά μας η ομιλία
ο αέρας κάποια πείνα
Ακροάτριες κι οι δύο
μιλήσαμε
Ήθελα: την τεντωμένη σου ενεργητικότητα,
Έλεγχο αποφασιστικότητα
ειλικρίνεια το παρελθόν σου
ως αθλήτρια
Ήθελες: την «καλλιέργειά» μου
ευγένεια, ζεστασιά
Και φυσικά, είμαστε καταδικασμένες
ν’ αποτύχουμε:
έφερες στην επιφάνεια
το θυμό μου Αντιστέκομαι
στον έλεγχό σου. Η ενεργητικότητά σου
μ’ εξοντώνει. Τα χέρια μου
παραείναι ζεστά για σένα πήρες
το βάρος που έχασε η ευγένειά μου
είναι ανειλικρινής η ειλικρίνειά σου
είναι σκληρό σιχαίνομαι
τη μοτοσυκλέτα σου
Κι ωστόσο κάτι έχει αλλάξει
έγινες πιο ευγενική
εγώ αποφασιστικότερη
Εύκολα περπατάμε
γύρω απ’ το σπίτι μας
και μέσα στους κώδικες η μία της άλλης
Δεν υπάρχει τίποτα
που να μη μπορούμε να συζητήσουμε
Στέρεο το έδαφος κάτω απ’ τα πόδια μας
ξέρουμε αυτό το τοπίο
Δεν επιλέγουμε κατεύθυνση
όμως το μονοπάτι είναι καθημερινά ένα μυστήριο.
Ένας καινούργιος χάρτης της ίδιας περιοχής.
Alice Bloch (ΗΠΑ, 1947), μετάφραση
Όλβια Παπαηλιού, σελίδες 51-52
από «ΣΑΠΦΟΥΣ ΣΑΠΦΕΙΡΟΙ», Ανθολόγιο Γυναικείας Ομοφυλόφιλης
Ποίησης. 19ου -20ου αιώνα. Εισαγωγή-επιλογή Γιώργος Κ.
Καραβασίλης, εκδόσεις Γαβριηλίδης 2001
-Καίτη Γκρέυ, «Άναψε το τσιγάρο δος μου φωτιά, έχω μεγάλο ντέρτι μες
στην καρδιά»
• Ω ΠΙΚΡΕ ΕΡΩΤΑ, Ω ΘΑΝΑΤΕ…
Πέρασα ένα κοτσάνι ξερής χλόης στα χείλη μου
και τ’ άκουσα ν’ αναστενάζει
«Κάποτε ήμουν η χρυσή Ελένη… μα είμαι τώρα ένα λεπτό
ξερό κοτσάνι τρεμάμενης χλόης… Ποιος άνεμος, ποιος Πάρις
θα θελε τώρα να κερδίσει
την αγάπη μου; γιατί είμαι πιο στεγνή κι από γριά.»
Όμως ο χυμός σε κείνες τις στεγνές φλέβες σαν το πουλί
τραγού-
δησε:
«Ήμουν η θάλασσα που γνώρισε το τραγούδι των σειρήνων
κι’ οι φλέβες μου άκουσαν
τον πλανήτη που τραγουδούσε Δωρικά!»
Ένας γέρος κουρασμένος να κυλά τη σοφία σα πέτρα
ψηλά στους ατέλειωτους λόφους για να την αποθέσει στ’ αθώα
μάτια
είπε, «ήμουν κάποτε ο Πλάτων, σοφός
στους ώριμους και στους ανώριμους καιρούς του νου,
και μπόρεσα να ζωγραφίσω
τους χάρτες των κόσμων πέρα απ’ τις χώρες της τυφλής
αίσθησης βρήκα το νόμο
που σμίγει τ’ άτομα του Χάους μας όπως η αγάπη
σμίγει τ’ αγόρι με το κορίτσι».
Ένας άλλος γέρος είπε,
«Ήμουν μεγάλος χρυσόνευρος Βασιλιάς, είχα χαίτη λιονταριού
σαν τον μαινόμενο Ήλιο…. Όμως τώρα είμαι μόνος-
κι η αγάπη μου, κείνη η λευκή κυρά, δεν είναι παρά ένα λεπτό
άσπρο κόκκαλο.
Ζω στο κάθετο τεφρό σπίτι μου,
Ύστερα στο οριζόντιο σπίτι μου-ανόητη κοίτη
για έναν που το αίμα του σαν τον Αλέξανδρο περιπλανήθηκε
να καταχτήσει τις χώρες της καρδιάς.
Όλα είναι τα ίδια:
οι ήρωες προχώρησαν σαν κύματα στην ακροθαλασσιά:
οι μεγάλοι τους ορίζοντες, και το φιλί
των εραστών, και των ατόμων, έτσι τελειώνουν.»
Ω πικρέ έρωτα, ώ Θάνατε που ήρθες
να κλέψεις ό,τι κατέχω!
Ήντιθ Σίτγουελ, «Ο
ίσκιος του Κάιν», μετάφραση Ηλία Κυζηράκου, Αθήνα 1971, σελ. 36-37
- Δήμητρα Γαλάνη. «Σε όποιον αρέσουμε για τους άλλους δεν θα
μπορέσουμε…»
• ΣΥΝΤΟΜΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ
Η ζωή μου κρεμάστηκε απάνω στην υπόσχεσή του
αβέβαιη όπως οι δροσοσταλίδες
που γίνονται ένα μ’ αυτά τα κόκκινα φύλλα
απ’ το σφεντάμι.
Πάλι γελάστηκαν οι ελπίδες μου,
κι έτσι πάλι το φθινόπωρο τούτης της χρονιάς
με βρήκε με όνειρα σπασμένα.
επιμέλεια-μετάφραση Ανδρέας Αγγελάκης, εκδόσεις Οδυσσέας
1982, σελίδα 41
Υ. Γ. Περιμένοντας να επιδιορθωθούν οι βλάβες από τις πλημμύρες
στον Πειραιά, θέλησα να ανοίξω μια συνομιλία με παλαιά διαβάσματα και
ακούσματα, θέλησα καθώς τα παραθέτω να ανοίξουν μια συνομιλία μεταξύ τους και
μεταξύ μας, ευελπιστώντας να καρπίσουν τώρα που το ερωτικό χώμα της γης είναι
ακόμα υγρό.
Λέξεις, σπέρματα του νου απλωμένα πάνω στο διψασμένο της
πολύτεκνης πικρολεβεντομάνας γης το Σώμα.
Γιώργος Χ. Μπαλούρδος
Πρώτη γραφή, σήμερα, Σάββατο, 1 Νοεμβρίου 2014
Πειραιάς, Σάββατο, 1 Νοεμβρίου 2014.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου