ΠΡΩΤΗ
ΥΛΗ
ΠΟΙΗΤΙΚΑ
ΚΕΙΜΕΝΑ
Ψάχνοντας κατά καιρούς σε παλαιοπωλεία
για παλαιά περιοδικά και ποιητικές συλλογές, ανακάλυπτα μικρά βιβλία
διαμαντάκια. Βιβλία που εκδόθηκαν τις προηγούμενες δεκαετίες και άφησαν το
στίγμα της καλαισθησίας και ποιότητάς τους μέσα στην ελληνική γραμματεία.
Εκδόσεις, που ακόμα και σήμερα θέλω να πιστεύω, αγγίζουν τις μύχιες χορδές των
ελάχιστων ελλήνων αναγνωστών που αγαπούν τον ποιητικό, τον πεζό λόγο και την
τέχνη της λογοτεχνίας γενικότερα. Τα βιβλία αυτά δεν μας φανερώνουν το μεράκι,
την ευαισθησία και την ευρύτατη παιδεία των ανθρώπων που τα εξέδωσαν μόνο, αλλά
και το τι διάβαζαν παλαιότερα οι άνθρωποι που αγαπούσαν με περισσότερο πάθος
την τέχνη.
Ο
ποιητικός λόγος κάποτε στην ελλάδα ξεσήκωνε συνειδήσεις, άνοιγε καινούργιους
πολιτικούς δρόμους, δημιουργούσε κοινωνικές ζυμώσεις, άλλαζε ίσως νοοτροπίες, λαμβάνονταν
τα μηνύματά του υπόψη από τους κρατούντες, οδηγούσε στα επαναστατικά πεζοδρόμια
και τις πλατείες τεράστιες και πολυποίκιλες ομάδες ανθρώπων, ανεξάρτητα των πολιτικών
ή κομματικών τους επιλογών οι άνθρωποι ενώνονταν σε έναν κοινό στόχο-αλλαγής
της κοινωνίας-σιγοψιθυρίζοντας Οδυσσέα Ελύτη, Άγγελο Σικελιανό, Γιάννη Ρίτσο,
Μανόλη Αναγνωστάκη, Νίκο Καββαδία όπως και, Νίκο Γκάτσο, Μάνο Ελευθερίου, Άλκη Αλκαίο, Λευτέρη Παπαδόπουλο, Λίνα
Νικολακοπούλου, Λαυρέντη Μαχαιρίτσα και άλλους αξιόλογους δημιουργούς,
ποιητές-στιχουργούς.
Υπάρχει
όμως και μια άλλη ποίηση, η οποία δεν είναι εύκολο να την σιγοψιθυρίσεις στους
δρόμους και τα πεζοδρόμια, δεν είναι για τις μεγάλες πολύχρωμες ιδεολογικά
μάζες των ανθρώπων,(όπως παραδείγματος χάριν ο ποιητικός λόγος και οι μουσικές
συνθέσεις του Μάνου Χατζιδάκι), ένας ποιητικός λόγος ο οποίος απαγγέλλεται κατά
μόνας, όταν συνομιλείς μόνο με τον εαυτό σου, με τις εμπειρίες σου, όταν ο άνθρωπος
κοιτάζεται στον θαμπό καθρέφτη των συναισθημάτων του, όταν στέκεται έμπροσθεν
των οντολογικών αμφιβολιών του, όταν γίνεται ο ίδιος ένα μεγάλο και
ανεξερεύνητο ερωτηματικό στην αγωνιώδη προσπάθεια του ανακάλυψης και κατανόησης
των αινιγματικών θαυμάτων της φύσης γύρω του, όταν αναζητά τον Θεό του που
εύχεται να είναι αιώνιος, όταν μπλέκεται στους ιστούς της ερωτικής αράχνης στο
εξακολουθητικό γαϊτανάκι των ανθρώπινων μικρών στιγμών ευτυχίας του, όταν
συνομιλεί με τους κεκοιμημένους δικού σου, όταν μένει ενεός ενώπιον του φοβερού μυστηρίου
του θανάτου. Τότε ο ποιητικός λόγος αποκτά μια άλλη διάσταση, του προσδίδεις
ένα άλλο πρόσημο, γίνεται η ίδια η ανθρώπινη φωνή που τον απαγγέλλει, γίνεται ο
εσωτερικός οφθαλμός του κάθε ανθρώπου που τον διαβάζει κοιτώντας την άβυσσο, γίνεται ο σιγαλόφωνος ήχος που διαπνέει το πολύμορφο
δάσος των αισθήσεών του, γίνεται ανθρώπινος κουρνιαχτός της καθημερινής μας
υπαρξιακής αγωνίας, γίνεται η μνήμη θανάτου του καθενός μας. Ένας ποιητικός
λόγος πέρα από το ίδιο το βιβλίο που τον καταγράφει, πέρα από ακαδημαϊκές σχολές,
χρονικές περιόδους συγγραφής του, τεχνικές γραφής του και μηνύματα, πέρα ακόμα
και από τον ίδιο τον δημιουργό που τον εμπνεύστηκε, το χέρι που τον έγραψε που
τον διέσωσε, ένας ποιητικός λόγος που είναι η ίδια η αποκαλυπτική μαγεία της
Ζωής στις πιο φωτεινές και σκοτεινές της διαστάσεις.
Εξαιρετικής
ποιότητας, ουσιαστικής ευαισθησίας και μεγάλης
ποιητικής πυκνότητας, τα κείμενα-ελληνικά και ξένα-που ανακαλύπτει ο
αναγνώστης στα δύο βιβλία «Πρώτη Ύλη-Ποιητικά Κείμενα»,
που θα τύχει να πέσουν στα χέρια του.
Δύο
βιβλία διαχρονικός ποιητικός θησαυρός που εκδόθηκαν τον Απρίλιο του 1959 το
νούμερο ένα, και τον Ιανουάριο του 1961 το δεύτερο. Δύο «περιοδικά»-βιβλία που
μας τα προσέφεραν με ειλικρινές πάθος ψυχής, καλλιτεχνικό μεράκι, στέρεα
παιδεία, δυό καταξιωμένοι λάτρεις του ποιητικού λόγου, δύο σημαντικοί έλληνες
δημιουργοί, ο Δημήτρης Π. Παπαδίτσας και ο Ε. Χ. Γονατάς.
Ο νούμερο 1
ποιητικός τόμος αποτελείται από 128 σελίδες και στον τελευταία σελίδα του αναγράφονται τα
εξής:
ΠΡΩΤΗ ΥΛΗ
των Δημήτρη Π. Παπαδίτσα-Ε. Χ. Γονατά τυπώθηκε από τον
Ιανουάριο έως τον Απρίλιο του 1959 με την από κοινού επιμέλεια τους στο
τυπογραφείο των αδελφών Ταρουσόπουλου Νέο Φάληρο σε 500 αριθμημένα αντίτυπα»
Αριθμός αντιτύπου 83
(ΠΡΩΤΗ ΥΛΗ) Ε. Χ. Γονατάς-Δ. Π. Παπαδίτσας
Απρίλιος 1959.
Το
εξώφυλλό του βιβλίου είναι ανοιχτό θαλασσί και έχει κουβερτούρα.
Στο
αυτί του πρώτου εξωφύλλου της θαλασσιάς κουβερτούρας αναφέρονται:
περιέχει
Ροδιακά: Στίχοι περί έρωτος και αγάπης
Ε. Χ. Γονατάς: Η Κρύπτη
MIRABILIA: Η Άρκτος
Δ. Π. Παπαδίτσας: Ουσίες
Yvan Goll: 29
Ποιήματα
ΣΗΜΕΙΩΜΑΤΑ
Yvan Goll
Richard Exner
Marcel Brion
Claire Goll
κ. ά.
Στο αυτί του οπισθόφυλλου της κουβερτούρας αναφέρονται
επίσης τα κάτωθι:
Ποιος ήταν ο Yvan Goll;
Richard Exner:
Ένας ποιητής κυριευμένος απ’ το Λόγο, απ’ την τραχιά ύλη που θέλει να σμιλευτεί
σε μορφή. Ένας άνθρωπος πρωτοποριακός, που δε διστάζει ν’ αδράξει τη φωτιά με
τα γυμνά χέρια του κι ας ξέρει ότι αυτό σκοτώνει. Ένας απομονωμένος, που η φήμη
κι ο θόρυβος των κοινωνικών σχέσεων του ήτανε πάντα περιττά. Ένας άντρας που
ασώτεψε μιαν εξαιρετικά δυνατή καρδιά στην πάλη του πάνω απ’ την άβυσσο της
ψυχής και του κόσμου…
Marcel Brion:
Ένας από τους πιο αληθινούς ποιητές της εποχής μας, ένας από εκείνους που έδωσαν
στην έννοια της ποίησης τις πιο βαθιές της προεκτάσεις, τις πιο λαμπρές της
αποθεώσεις, τα πιο μυστηριώδη μυστικά της…
Ο δεύτερος τόμος που φέρει την αρίθμηση 2, έχει
λιγότερες σελίδες, 94, έχει το ίδιο σχήμα και χρώμα, στην τελευταία σελίδα του
αναφέρονται τα εξής:
ΠΡΩΤΗ ΥΛΗ(2)
των Ε. Χ. Γονατά-Δ. Π. Παπαδίτσα
στοιχειοθετήθηκε και τυπώθηκε
το Χειμώνα του 1960
σε 350 αριθμημένα αντίτυπα
Αριθμός αντιτύπου
349
>ΠΡΩΤΗ ΥΛΗ< Δ. Π. Παπαδίτσας-Ε. Χ. Γονατάς
Ιανουάριος 1961
Όπως διαπιστώνουμε, το δεύτερο τεύχος-βιβλίο
κυκλοφόρησε με λιγότερες σελίδες από ότι το πρώτο και σε λιγότερα αντίτυπα, το
γεγονός όμως αυτό, που ίσως είχε να κάνει με οικονομικούς λόγους των
επιμελητών-εκδοτών-συγγραφέων και μεταφραστών, δεν άλλαξε ούτε την φυσιογνωμία
του, ούτε την ποιότητα της ύλης και των θεμάτων του, ούτε τους ποιητικούς
στόχους των ποιητών και των επιλογών τους.
Στο αυτί του εξωφύλλου αναφέρονται τα κάτωθι:
περιέχει
Ιωάννου Μόσχου/ Λειμών
(Νέος Παράδεισος) 8 διηγήσεις
Yvan Goll/ 9 Ποιήματα
Claire Goll/ 12 Ποιήματα
Ε. Χ. Γονατάς/ 3 Όνειρα
Wols/ 15 Ποιήματα
Δ. Π. Παπαδίτσας/ Ο Δρόμος
ΣΗΜΕΙΩΜΑΤΑ
Marsel Brion
κ. ά.
Στο
δε αυτί του οπισθόφυλλου αναφέρεται μια ρήση του ποιητή WOLS
«Αυτό που κάνουμε, το κάνουμε γιατί είμαστε ανίκανοι
να μην το κάνουμε».
Και
οι δύο καλαίσθητοι τόμοι οφείλουμε να τονίσουμε, ότι κοσμούνται με εικόνες και
σχέδια του Marc Chagall, του Antoni
Clave, της Claire
Goll και αρκετά έργα του ίδιου του ποιητή και εικαστικού Wols.
Επίσης,
ας μην μας διαφεύγει, και την σπουδαία τυπογραφική δουλειά που έκανε το
τυπογραφείο των Αδελφών Ταρουσόπουλοι στο Νέο Φάληρο την εποχή εκείνη,
πάμπολλοι έλληνες δημιουργοί συνεργάστηκαν με το καλλιτεχνικό αυτό τυπογραφείο.
Ο
πρώτος τόμος, Αθήνα 1959 περιέχει τα εξής:
ΚΕΙΜΕΝΑ
ΣΤΙΧΟΙ ΠΕΡΙ ΕΡΩΤΟΣ ΚΑΙ ΑΓΑΠΗΣ
«Αναδενδράδι νερατζιάς…»
«Αφέντη μου πολύκαρπε…»
«Εγώ ‘λεγα, η αγάπη σου…»
«Λαγήνιν, τι λιμπίζομαι…»
«Πάντα, κυρά μου, εγάπουν σε…»
«Σελήνη, φως ανέσπερον…».
Ε. Χ. ΓΟΝΑΤΑΣ: Η ΚΡΥΠΤΗ
Ανασκαφή
Οι πεταλούδες
Ο σκαντζόχειρος
Το μυστικό
Το περιστέρι
Η ουλή
Τα κρίνα
Τα φύλλα
Τα μάτια
Η τίγρις
Ο έρωτας όταν αστοχεί
Το είδωλο
MIRABILIA
Η άρκτος
Δ. Π. ΠΑΠΑΔΙΤΣΑΣ: ΟΥΣΙΕΣ
Πρόλογος
Είναι δυνατόν να μην υπάρχεις;
Πίσω από κάθε πόρτα
Απ’ το βυθό
Καταγωγή
Αρχέτυπο
Ιστορίες
Τα μικρά συμβάντα του βίου
Το κυπαρίσσι
YVAN GOLL: 29
ΠΟΙΗΜΑΤΑ
ΜΑΛΑΙΣΙΑΚΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ(CHANSONS MALAISES)
«Από τότε που γεννήθηκα…»
«Δεν ήθελα να είμαι παρά ο κέδρος…»
«Είμαι η γη που οργώνεις…»
«Κάπου ανθίζει το πικρό μπαχάρι…»
METRO DE LA MORT
Ο άγγελος…
ΔΕΚΑ ΧΙΛΙΑΔΕΣ ΑΥΓΕΣ(DIX MILLE AUBES)
«Είσαι άπιαστη…»
«Απ’ όλα τα δέντρα στα δάση…»
«Να το κεφάλι σου…»
«Είδα τις σάρκες σου διάφανες…»
«Είναι ο καιρός της ζήλειας…»
«Η οδύνη σου στη λίμνη…»
«Και σ’ εκατό χρόνια…»
«Α! θα ‘θελα να θρηνώ…»
«Το δάσος κλείνει…»
«Δέκα χιλιάδες αυγές…»
ΟΙ ΜΑΓΙΚΟΙ ΚΥΚΛΟΙ(LES CERCLES MAGIQUES)
Οι μαγικοί κύκλοι
Ελεγείο της Ελευθερίας
Ελεγείο του φτωχού Εγώ
Μάτι
Οι πόρτες
ΟΝΕΙΡΟΧΛΟΗ(TRAUMKRAUT)
Περιπλάνηση
Γέροι
Το χέρι της καστανιάς
Στα χωράφια της καφουράς
An Claire-Liliane
An Claire
Κόρη του βάθους
Η καλύβα της στάχτης
Το δέντρο της σκόνης
ΣΗΜΕΙΩΜΑΤΑ, σελίδες (100-106)
Στίχοι περί έρωτος και αγάπης
Λεξιλογικό βοήθημα
Mirabilia
Yvan Goll(Για
τον ποιητή και την ποίησή του)
Yvan Goll/ Marcel
Brion/ Richard Exner/ Δ. Π. Παπαδίτσας/ Ε. Χ. Γονατάς
ΕΙΚΟΝΕΣ
Αυτά
είναι τα περιεχόμενα του πρώτου τόμου του βιβλίου «ΠΡΩΤΗ ΥΛΗ»-Ποιητικά Κείμενα.
Ας δούμε τώρα εν τάχει, πατώντας και πάνω στις ράγες
των πληροφοριακών σημειωμάτων που μας παραθέτουν και οι συγγραφείς -μεταφραστές
των κειμένων την ποιητική ύλη του πρώτου αυτού τόμου.
Οι
Στίχοι περί Έρωτος και Αγάπης, που δημοσιεύονται στις σελίδες 7-9, είναι λαϊκά
δημοτικά ερωτικά τραγούδια της Ρόδου, οι πρωτόλειοι κάπως αυτοί δημοτικοί
στίχοι, ανάγονται στην χρονική περίοδο 1309-1522, όπως γράφει στο σημείωμά του
ο ποιητής Δημήτρης Π. Παπαδίτσας. Πρώτη φορά, συναντάμε τους ερωτικούς αυτούς
δημοτικούς στίχους σε χειρόγραφο του Βρετανικού Μουσείου, από το χειρόγραφο
αυτό, τους μεταφράζει στην γερμανική γλώσσα και τους δημοσιεύει στην Λειψία το
1879 ο γνωστός γερμανός ελληνιστής Wilhelm Wagner, “Das ABC der Liebe” Leipzig 1879.
Τα
ερωτικά αυτά τραγούδια που μας θυμίζουν σίγουρα την ατομική ατμόσφαιρα των
κατοπινών ερωτικών τραγουδιών των Τροβαδούρων των μεσαιωνικών χρόνων, ανήκουν
σε μια δημοτική παράδοση που ήταν διαδεδομένη στον ελληνική αγροτική ύπαιθρο,
φέρνουν στο κέντρο του ενδιαφέροντός τους το αιώνιο θέμα του έρωτα και των
παθών του, έχουν μια έντονη προσωπική ματιά που ορισμένες φορές μας κάνει να
ξεχάσουμε ότι είναι λαϊκά-δημοτικά άσματα, νομίζουμε ότι δεν προέρχονται δηλαδή
από τον απλό ανώνυμο λαό, δεν είναι έντεχνα, η φιλοσοφία πολλών από αυτά, μας δίνουν την προσωπική
σφραγίδα και ευαισθησία επώνυμου λυράρη, σαν τους ανώνυμους ποιητάρηδες που μας
αναφέρει ο παππούς μας ο Όμηρος, έχουν μια έντεχνη προσωπική φόρμα και επώνυμη
ατμόσφαιρα τα οποία αγγίζουν τις παρυφές του ανώνυμου δημοτικού μας τραγουδιού.
Η
γλώσσα τους είναι άκρως ερωτική όχι μόνο για την εποχή της αλλά ακόμα και
σήμερα, παρότι χρειάζεται κανείς γλωσσάρι για ορισμένες ιδιωματικές τους λέξεις
που μέσα στην σκόνη του χρόνου έχει αλλάξει σίγουρα η σημασιολογική τους
ερμηνεία, διαβάζονται ευχάριστα και μας φανερώνουν τις απαρχές της δημιουργίας
της Νέας Ελληνικής Δημοτικής μας γλώσσας. Οι εικόνες διαδέχονται η μία την άλλη
με εκπληκτική ευκολία χωρίς να μπουκώνει η σύνολη ποιητική ερωτική ατμόσφαιρα
σαν τις ακατάσχετες ερωτικές υποσχέσεις που δίνουν οι αγαπημένοι για αιώνιους
έρωτες, τα επίθετα θερμαίνουν τα ουσιαστικά χωρίς να τα λυγίζουν, χωρίς να τα
αποψιλώνουν από το ειδικό ερωτικό τους βάρος που προσδιορίζουν με αρκετή
σαφήνεια. Όλα αυτά τα μικρά ερωτικά τραγούδια εκφράζουν τους καημούς και τα
πάθια του έρωτα, αλλά με έναν θα γράφαμε αριστοκρατικό τρόπο, με μια διάθεση
ευγενική καλοσυνάτου μεγαλείου καθώς εξυμνούν τα κάλλη της αγαπημένης τους ή
του αγαπημένου τους. Κύριος στόχος του ποιητικού αυτού λόγου είναι ο έρωτας,
αυτός ο ιπτάμενος μικρός τύραννος του ανθρώπου,
έτσι δεν έχουν πεσιμιστική διάθεση ούτε τάσεις εκδικητικής αναφοράς από
την μη απόκτηση του αγαπημένου προσώπου, αντίθετα τους στίχους διακρίνει μια
ανθοφορία ερωτικών λέξεων, εικόνων, σκηνών, δανεισμένων από ανοιξιάτικο τοπίο, μια
υφαντουργός και κομμώτρια φύση που περιλαμπάνει(αγκαλιάζει) με θέρμη τους
αγαπημένους και σκορπίζει τις πολυποίκιλες ερωτικές μυρωδιές της ακόμα και σε
μας τους κατοπινούς αναγνώστες. Τα ερωτικά ν στο τέλος των λέξεων είναι οι
μικρές καμπανούλες του αιώνιου πόθου που αναζητά το ταίρι του.
89
«Σελήνη, φως ανέσπερον, ώσπερ εκείνην λάμπεις,/
Η συνοδιά μου δια παντός εσύ ‘σαι, η κυρά μου».
57
«Λαγήνιν, τι λιμπίζομαι τα πάντερπνά σου κάλλη!/
εσύ σταμνίν και ‘γω άνθρωπος κάλλιαν μου τύχην έχεις,/
εσύ να σύρνης κρυόν νερόν ‘ς της λυγερής τα χείλη.»
74
«Πάντα, κυρά μου, εγάπουν σε, και δα, ‘γαπώ σε πλέον/
ά δε πιστεύης, λυγερή, κι ά δεν πληροφοράσαι,/
ερώτησε τους έρωτες τους καρδιοφλογιστάδες,/
που βάλαν και φυτεύσαν σε μέσα εις την καρδιάν μου./
καταπατείς και κόφθεις τα τα φύλλα της καρδιάς μου,/
κι ως ν το ‘νύχι και το κρεάς, έτζε ‘μια ‘γω μετά σου/
κυρά μου, εσύ ‘σαι ο ποταμός ο χρυσομελιτάρις,/
οπού έχεις κλώσματα πολλά με σείσμαν και με διώμαν,/
όσοι διαβούν και πίνουν το, ποτέ ουκ εδιψούσιν…»
13
«Αφέντη μου πολύκαρπε, κοκκινομηλοφόρε,/
ηθέλασιν τα ‘μμάτια μου πάντοτε να σε βλέπουν,/
και δυσκολά μ’ η μάνα μου, ουκ ημπορώ θωρεί σε,/
και συ με τα κολάκεια σου και με την φρόνεσίν σου/
επιάστηκα ‘ς τα βρόχια σου κ’ ουκ ημπορώ πετάσειν,/
κι αν είχες πόθον εις εμέν ωσάν εγώ ‘ς εσένα,/
να μη ‘τρωγες, να μη έπινες, να μη εκοιμούν τας
νύκτας/
πουλίτζιν ήθελες γενή, να κελαδής τας νύκτας…».
7
«Αναδενδράδι νερατζιάς, σταφύλι του κλημάτου,/
κανίν του ροδοστάματος, μόσχος της Αλεξάνδρειας,/
τα κρίνα και δαμάσκηνα με μενεξές δεμένα,/
και με το κερομάστιχον σ’ έχω θεμελιωμένην,/
και (παντ’) εγώ να (σε) φιλώ και σε περιλαμπάνω.»
Στα ελληνικά, ο εκδοτικός οίκος του
Κώστα Σπανού «Βιβλιοφιλία» επανέκδωσε χωρίς ημερομηνία τα “ CARMINA GRAECA MEDII AEVI” του Gvilelmvs Wagner, στο οποίο όμως βιβλίο δεν
περιέχονται τα παραπάνω άσματα. Αν δεν με απατά η μνήμη μου, νομίζω ότι τα είχα
διαβάσει πριν αρκετές δεκαετίες στην «Μεσαιωνική Βιβλιοθήκη» του Κωνσταντίνου
Σάθα και του Αιμίλιου Λεγκράντ, ή ίσως στο βιβλίο του Παύλου Γνεύτου «Τραγούδια
Δημοτικά της Ρόδου» εκδόσεις Πρίσμα 1980, ή στα «Δωδεκανησιακά Δημοτικά Τραγούδια»
του Μανώλη Μακρή πάλι από τις εκδόσεις Πρίσμα 1983, βιβλία που δεν έχω πια.
Επίσης, Ελληνικά “CARMINA AMATORIA” από όλη την Ελλάδα μας διασώζει ο Arnoldvs Passow,
στα «Τραγούδια Ρωμαϊκά» που επανεκδόθηκαν στην Αθήνα χ.χ. από τον Χ.
Τεγόπουλο-Ν. Νίκας, ο πατέρας της ελληνικής Λαογραφίας Νίκος Πολίτης, ο
πεζογράφος Γιώργος Ιωάννου και ο συγγραφέας και ανθολόγος Σωκράτης Λ. Σκαρτσής
στις συλλογές που εξέδωσαν και πολλοί άλλοι ερευνητές του Δημοτικού μας
Τραγουδιού.
Ακολουθεί «Η ΚΡΥΠΤΗ» του Ε. Χ. Γονατά.
«Πολλά
λουλούδια πολλοί άγριοι στήμονες πολλές ρίζες μπαλσαμωθήκαν, ασημώθηκαν και
μέσα σε πολύχρωμες βελουδένιες θήκες, πίσω από παχιά κρούσταλλα, θαμπώνουν τους
επισκέπτες των μουσείων».
Είχε
κρεμάσει μικρούς καθρέπτες πάνου στα δέντρα για να βλέπωνται τα πουλιά».
«Αφού
το χάιδεψε ώρα πολλή με το ερωτικό της βλέμμα άπλωσε τη φούχτα της να το
τσακώσει. Το αχλάδι όμως οργισμένο, κοπανώντας της μια στο χέρι, ξέφυγε,
στήθηκε ορθό στην ουρά του κι άρχισε να χορεύει πάνω στο τραπεζομάντηλο έναν
άγριο κι απειλητικό χορό».
«Κοντά
στο φράχτη του κήπου είναι μια στέρνα, πράσινη γιομάτη δυόσμο κι άσπρα
νερολούλουδα. Μόλις πλησιάζει η μύτη να τα μυρίσει, ανοίγουν, σκίζονται ως το
κοτσάνι και τρέμει στο βάθος-ασκημάτιστο μαργαριτάρι-το θαμπό μεδούλι του
πάθους».
«Να
τη σέβεσαι τη Νύχτα».
«Οι
κρίνοι, εκείνα τα χαμόγελα στις άκριες των βράχων».
«Μέσα
στ’ ανοιχτά λιονταρίσια στόματα των μπρούντζινων πόμολων του κρεββατιού έχει
φυτέψει γαρύφαλλα για ν’ ακούει στον ύπνο της το βουητό της μέλισσας που θα
πετάει διψασμένη».
«Μέσα
στα μήλα είναι μωρά φχαριστημένα που γελάνε».
«Η
ομορφιά τους λάμπει πιότερο κι από την αρετή».
Και,
«Τπομονή. Θα πήξει το δάκρυ, θα γίνει νησί»
Είναι
μερικά από τα αποσπασματικά κείμενα του Επαμεινώνδα Χ. Γονατά.
Τα
κείμενα του Γονατά έχουν μια ποιητική σίγουρα μεταφυσική ατμόσφαιρα, βρίσκονται μέσα σε ένα ασυνείδητο αλλά οικείο
μας περιβάλλον, το υπέρλογο, το φανταστικό, των δραστικών και σκοτεινών
δυνάμεων της συνείδησης που μας στοιχειώνουν την ίδια στιγμή που μας μιλούν με
μεγενθυτικές λεπτομέρειες και εικόνες φυσικής ερωτικής ομορφιάς, συνηθίζει να
χρησιμοποιεί μικρές γοητευτικές ιστορίες με μια ελλειπτική γραφή για να
σχηματίσει ένα ψηφιδωτό υπέρλογων καταστάσεων, μεταφυσικών ονείρων, σκοτεινών
εκπλήξεων, φαντασιακών εικόνων. Ενώνει ασχημάτιστες εντυπώσεις πάνω σε έναν
φυσικό ονειρικό καμβά. Η γραφή του, έχει έντονα υπερρεαλιστικά στοιχεία,
τυλίγεται από μια φαντεζί υπέρλογη ατμόσφαιρα, μια ονειρώδη γραφή που σε
μαγεύει ακόμα και όταν δεν την κατανοείς, ακόμα και όταν προσπαθείς να τις
δώσεις μια ενιαία μορφή. Αυτός ο κόσμος που σκιαγραφεί με μουντές και φωτεινές
φωτοσκιάσεις συνήθως δεν ολοκληρώνεται, δεν σχηματίζει την εικόνα του πάνω στις
λευκές σελίδες του βιβλίου, μοιάζει με τις παράξενες και ίσως ακατανόητες για
εμάς λέξεις-εικόνες ονείρων που ζωγραφίζουν τα μικρά παιδιά πάνω στο μπλοκ
ιχνογραφία τους. Έντονα μεταφυσικός ο Γονατάς μαγεύεται με το άρρητο, το
μυστηριώδες, το υπέρλογο, το μη ερμηνεύσημο από τις δυνάμεις του νου και
δημιουργεί μια ολιγογραφική κρυπτική γραφή που μαγεύει πρώτα τον ίδιο και
έπειτα εμάς. Τα κείμενά του μοιάζουν με κείμενα αρχαίων αλχημιστών που
αναζητούν το ελιξίριο όχι της αθανασίας αλλά του μυστηρίου, της πρώτης
εντύπωσης του όντος καθώς βαδίζει στα τυφλά μέσα στην πολύγλωσση αλλά
χαμηλόφωνη φύση, μοιάζουν με σκόρπια κείμενα ασκητών μοναχών που βαδίζουν πάνω
στο τεντωμένο σχοινί της αβύσσου της πίστης τους. Ένας καταπληκτικός συγγραφέας
και ένας εξίσου καταπληκτικότερος
μεταφραστής, μεταφράζει μόνο αυτό που του πηγαίνει και αυτό είναι πολύ
σπουδαίο.
Ο
Αθηναίος πεζογράφος και μεταφραστής Επαμεινώνδας Χ. Γονατάς,(1924-2006), που
τιμήθηκε και δικαίως με το Κρατικό Βραβείο λογοτεχνικής μετάφρασης, εμφανίστηκε
στα Ελληνικά γράμματα το 1944 σε μια δύσκολη ιστορικά για την ελλάδα περίοδο
από το περιοδικό «Παλμός». «Η Κρύπτη», δημοσιεύτηκε το 1959 που σημαίνει ότι
ίσως εδώ, δημοσιεύεται ένα μέρος της για πρώτη φορά πριν την έκδοσή της. Βιβλία
του πεζογράφου, ποιητή και μεταφραστή Επαμεινώνδα Χ. Γονατά, μπορεί να βρει
κανείς στις εκδόσεις «Κείμενα» «Η Κρύπτη» 1979, «Οι Αγελάδες» 1980, και στις
εκδόσεις «Στιγμή» «Το Βάραθρο»1984, «Ο Ταξιδιώτης» 1985, «Ο Φιλόξενος
Καρδινάλιος» 1986, «Η Προετοιμασία» 1991 καθώς και δοκίμιά του για τον Γιώργο
Δανιήλ και τον Νίκο Καχτίτση. Έχει επιμεληθεί επίσης την ανέκδοτη αλληλογραφία
του ποιητή Γιώργου Κοτζιούλα, τα γραπτά του Γιώργου Μακρή και άλλα. Σαν
μεταφραστής είναι αυτός που μας γνώρισε στα ελληνικά τον ποιητή Ιβάν Γκολ,
μεταφράζοντας τα «Μαλαισιακά τραγούδια» του το 1960. Δες Ιβάν Γκόλ, «Μαλαισιακά
Τραγούδια», εκδόσεις «στιγμή» 1988, και «Ποιήματα» (1920-1950)
επιλογή-μετάφραση-επίμετρο-σημειώσεις Ε. Χ. Γονατάς, εκδόσεις «στιγμή»2003.
Και
ένα ακόμα διαμαντάκι του παραδοξογράφου αυτού συγγραφέα
«Είσαι
νησί από αλαφρόπετρα ή μήπως ναυάγιο από ανάμνηση;».
Ακολουθεί
ένα ερανισμένο κείμενο του Φλέγοντος Τραλλιανού, που το συμπεριέλαβε ο Antonius Westermann
στην ανθολογία του «Παραδοξογράφοι» με τον γενικό τίτλο «Mirabilia”.
Η
ΑΡΚΤΟΣ
«Εις
εκ Μαλάτιας χωρικός, ονόματι Μαχμούτ Τζεϊλάν, μεταβάς εις πυκνόν δάσος έκοψε
ξύλα, τα οποία και εφόρτωσεν επί του υποζυγίου του. Εις ένα όμως σημείον του
δάσους ανετράπη το φορτίον και ο χωρικός ήρχισε να τα φορτώνη δια δευτέραν
φοράν….».
Στις επόμενες σελίδες διαβάζουμε τις
ποιητικές καταθέσεις του ποιητή Δημήτρη Π. Παπαδίτσα.
ΠΡΟΛΟΓΟΣ
«Εκείνο
που συμβαίνει εντός μας αιφνιδίως/
Όταν
μας επισκέπτεται ένα συμβάν ή μία σκέψη/
Μας
απαλλάσσει από της καθημερινής ζωής το αίσθημα/
-----
Τα
μάτια του πλησίον μας πλημμυρίζουν δρόσο πρωϊνή/
Λησμονημένες
ανοίξεις φτάνουν με όλα τα /
πανηγύρια
τους/
Ικεσίες
απελπισμένες αποβάλλουν την απελπισία τους/
Και
μοιράζουν χωρίς να λιγοστεύουν τις δυνάμεις τους/
Το
φως τους/
----
Εκείνο
που συμβαίνει εντός μας/
Δια
της υπάρξεως μουσικά μας αγγίζει/
Και
μας δροσίζει, όπως η σκιά/
Μερικών
κινουμένων φύλλων πάνω σε τάφο».
ΑΡΧΕΤΥΠΟ
«Της
ίδιας ομιλίας χνάρια/
Κρατούν
χιλιόφωνων πουλιών την ιστορία/
Οστά
καλλίγραμμα στης πέτρας τη σκληράδα/
Προυπαντούν
τη μάθηση/
Και
του χεριού την πολυπραγμοσύνη/
Τότε
που γλύκαιναν γαμήλιοι φθόγγοι τις σπηλιές/
Κι
ο ψίθυρος του μαχαιριού το ψητό ελάφι».
ΤΑ
ΜΙΚΡΑ ΣΥΜΒΑΝΤΑ ΤΟΥ ΒΙΟΥ
«Τα
μικρά συμβάντα του βίου/
Παρηγορούν
τις άγριες από δίψα ψυχές/
Απ’
τα μικρά συμβάντα του βίου/
Προσφέρονται
το πρωί στα πτηνά σπόροι, σκουλήκια/
Και
άλλα βιολογικά περίεργα/
Ενώ
χάμω κείτονται/
Λείψανα
άλλων πτηνών στο βίο που τους έλλειψε/
Η
καλωσύνη/
Τα
σκόρπια εδώ κι εκεί οστά/
Η
ελευθερία του βλέμματος εύκολα παρομοιάζει/
Με
σπάνιους αδαμάντινους συνδυασμούς ή άνθη/
πολύχρωμα/
Που
εκτοξεύουν την υφή τους την υγρή/
Στα
σύννεφα/
Αυτά,
τα μικρά συμβάντα του βίου, συνθέτουν/
Αενάως
συνθέτουν/
Τον
έκπαγλο της φύσεως προορισμό».
Ο ποιητικός κόσμος του Δημήτρη
Παπαδίτσα είναι ένας κόσμος που κινείται μέσα στο υπερρεαλιστικό σύμπαν ελλήνων
αλλά και ξένων σουρεαλιστών, έχει επιρροές από τον Ανδρέα Εμπειρίκο αλλά και
τον Ανδρέα Κάλβο, από τον Νίκο Εγγονόπουλο αλλά και τον Διονύσιο Σολωμό. Πηγές
της έμπνευσής του είναι ακόμα η προσωκρατική σκέψη και η αρχαία υπαρξιστική
φιλοσοφία. Πολλές του ποιητικές συνθέσεις έχουν μια έντονη ενορατική διάθεση,
μια τάση να ξεδιπλωθούν πέρα από τα όρια του ορατού, να αγγίξουν τον κόσμο του
θαύματος με τον τρόπο των αρχαίων μυστικών κάτι όμως που μάλλον κατά την γνώμη
μου δεσμεύει την ποιητική του ανάσα, η οποία χάνει τον βηματισμό της, γίνεται
δύσκαμπτη, αργοκίνητη, με πολλές εγκεφαλικές προεκτάσεις. Ο φανερός του
πανθεισμός δεν αναιρεί τα φιλοσοφικά του βαρίδια που αγκυλώνουν την ποιητική
αίσθηση και χαλιναγωγούν τον ποιητικό του οίστρο. Η ποιητικός λόγος του Δημήτρη
Παπαδίτσα, μάλλον τις περισσότερες φορές ξεφεύγει από τον ποιητικό του στόχο
και γίνεται άρρυθμος, αργοκίνητος, σκοτεινός σε σημείο ακαταλαβίστικο, γίνεται
λεκτικός φιλοσοφικός διάλογος με διαβάσματα του συγγραφέα, ένας λόγος περισσότερο
φιλοσοφικός παρά ποιητικός, η μουσική του χάνεται μέσα σε εικόνες που δεν
συναρθρώνουν μια ενιαία εικόνα του σύμπαντος, αλλά και της ποιητικής ουσίας,
δεν αρτιώνονται τόσο ποιητικά όσο φιλοσοφικά. Δύσκολος ποιητικός λόγος που σε
κρατά σε μια απόσταση αλλά, έτσι, χάνεται η ποιητική μέθεξη, η μαγεία του
ποιητικού οίστρου, η απόλαυση όχι των ιδεών του ποιητή αλλά της ίδιας της
προσπάθειας του ποιητικού φαινομένου. Μια ποίηση «ως δι’ εσόπτρου» όπως τιτλοφορείται
και μια του ποιητική συλλογή.
Ο Σαμιώτης ιατρός, ποιητής,
μεταφραστής και δοκιμιογράφος γεννήθηκε στην Σάμο το 1922 χρονιά της
μικρασιατικής καταστροφής και πέθανε στην Αθήνα το 1987, σε ηλικία μόλις 65
ετών. Στην λογοτεχνία, παρουσιάστηκε το 1943 σε ηλικία μόλις 21 ετών με την
ποιητική συλλογή «Το φρέαρ με τις φόρμιγγες». Έργα του εκδόθηκαν από τον
εκδοτικό οίκο «Ευθύνη» το «Δύο είδης λόγοι» 1986, το «Ως δι’ εσόπτρου» 1989, από
τις εκδόσεις «Γνώση» «Ποίηση 2» 1981, «Η ασώματη» 1983, και από τις εκδόσεις
«στιγμή» «Ποίηση 1», 1985, και «Το προεόρτιον» 1986 και άλλα πολλά. Μαζί με την
συγγραφέα Ελένη Λαδιά, μετέφρασε επίσης και «Ορφικούς Ύμνους» 1984 και ένα
χρόνο αργότερα και τους «Ομηρικούς Ύμνους». Τα Τετράδια της Ευθύνης εξέδωσαν
την «Πολυφωνία για τον Δημήτρη Παπαδίτσα» τόμος 28/1988, το περιοδικό «Νέα
Εστία» του Αφιέρωσε το τεύχος 1437/15-5-1991, καθώς και το περιοδικό
«Μανδραγόρας» δες τεύχος 39/Φθινόπωρο 2008. Από τις εκδόσεις του Στέφανου
Πατάκη το 2000 κυκλοφόρησε η αλληλογραφία του με τον Ε. Χ. Γονατά, «Να μου
γράφεις έστω, και βαδίζοντας».
Στις επόμενες σελίδες, συναντάμε τον
ποιητικό κόσμο του Ιβάν Γκόλ, (Yvan Goll), στην εξαίρετη μετάφραση του
Επαμεινώνδα Γονατά. «Chansons
malaises- metro de la mort- dix mille aubes- les circles magiques- traumhraut”
ΜΑΛΑΙΣΙΑΚΑ
ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ
6
«Από
τότε που γεννήθηκα/
Είμαι
στολισμένη για τον ερχομό σου/
Δέκα
χιλιάδες μέρες πέρασαν/
Κι
όλο πηγαίνω να σε συναντήσω/
Οι
χώρες στένεψαν/
Τα
βουνά χαμηλώνουν/
Τα
ποτάμια λίγνεψαν/
Το
κορμί μου μεγάλωσε με ξεπέρασε/
Απλώνεται
απ’ την αυγή ως το λυκόφως/
Σκεπάζει
όλη τη γη/
Όποιο
δρόμο κι αν πάρεις/
Θα
περπατήσεις επάνω μου».
14
«Είμαι
η γη/
Που
οργώνεις/
Να
σπείρεις το ρύζι και τη χαρά/
Κάτω
απ’ τ’ αναγάλλιασμα των ποδιών σου/
Τα
λιβάδια μου χορεύουν/
Ο
ήλιος κυλάει απ’ το κεφάλι σου/
Μα
όταν απλώνεις τη σκιά/
Παγώνω
σα μια πεθαμένη/
Μια
μέρα σκάφτονάς με/
Θα
βρεις τον τάφο σου».
ΔΕΚΑ
ΧΙΛΙΑΔΕΣ ΑΥΓΕΣ
«Είσαι
άπιαστη/
Σαν
το ρυάκι/
Στις
τούφες του δυόσμου!/
Κάθε
τόσο ανατριχιάζεις/
Στη
μορφή μου,/
Όταν
σκύβω απάνω σου./
Τ’
αστέρια ανάβουν,/
Όταν
με κοιτάς./
Μου
ανήκεις/
Όπως
το μάτι ανήκει στο πρόσωπο/
Και
θα κατέβεις στο θάνατο/
Μ’
ένα τραγούδι μου στα χείλη…/
Αλλά
μου ξεφεύγεις, φεύγεις/
Σαν
ήχος του μαντολίνου μου/
Άπιαστη/
Ώ
έρωτά μου, ω ζωή μου».
*
«Και
σ’ εκατό χρόνια τα συντριβάνια θα σε θρηνούνε/
Τα
κοράκια πάντα θα μαυροφορούν./
Ο
βραδινός άνεμος θα φοράει τους
στεναγμούς του/
Αφού
θα λένε νεκρή!/
Όμως
κανείς πια δεν θα ξέρει ότι η ψυχή σου είναι/
Που
μεθάει ακόμα την άνοιξη,/
Ότι
είσαι τριφύλλι/
Ή
βιγκόνια,/
Ότι
οι φράουλες οσφραίνονται τα χείλη σου,/
Ότι
ο θάνατος έρωτάς σου είναι αυτός/
Που
εμπνέει τον κόσμο.»
ΕΛΕΓΕΙΟ
ΤΟΥ ΦΤΩΧΟΥ ΕΓΩ
«Τι
τον έκανες τον άγγελο τον ακατάλυτο από φωτιά/
Που
έλεγες να τον φυλάξεις στον πύργο της σάρκας/
Ίσως
δεν σας χωρούσε/
Αυτό
το σώμα το χτισμένο με πενήντα πόνους/
Ανάμεσα
σε τειχόκαστρα μουχλιασμένα./
Ο
πύρινος άγγελος σκόνταψε στους τοίχους σου/
Με
φτερούγες που τραγουδούσαν;/
Δεν
σ’ αγαπώ πιά, φτωχό μου Εγώ/
Όλο
να καταγίνεσαι με τη σκόνη σου/
Όλο
να καθαρίζεις τα βιδώματα του σκελέθρου σου/
Να
ξύνεις τη σκουργιά απ’ τα γόνατά σου/
Να
σφουγγίζεις το οξείδιο απ’ τα πρασινισμένα σου/
Μελίγγια/
Δεν
σ’ αγαπώ πιά, είσ’ ένας ξένος/
Που
κοιμάσαι, όταν το τρίγωνο των πελαργών/
Φεύγει
για τη χαρά ενός μύθου/
Όταν
το σύννεφο του μελισσιού λαμπρύνει την έκταση/
της
βραδιάς/
Δε
σ’ αγαπώ πιά, εσένα που λησμόνησες/
Όλες
τις ευτυχίες του αγγέλου/
Μου
απόμεινε μια γεύση καμένου στη γλώσσα/
Αφότου
η πορφυρένια φτερούγα πήρε φωτιά/
Και
το χέρι της φιλίας/
Ξεράθηκε
σαν ένα κλωνάρι φτελιάς τον Οχτώβρη/
Φανερώνοντας
τις φλέβες άδειες από έρωτα/
Είμαι
μόνος, είμαι μόνος στον πύργο της σάρκας μου/
Ανοίγω
το στόμα μου χωρίς φωνή/
Και
κλείνω τα μάτια χωρίς όραμα/
Είμαι
μόνος, είμαι μόνος/
Γιατί
ο άγγελος μ’ εγκατέλειψε/
Κάθε
τόσο η πείνα με βγάζει από τη φυλακή μου/
Πηγαίνω
σ’ αυτούς που ζυγίζουν το χρόνο/
Σ’
αυτούς που ψαρεύουν το χρυσό ψάρι/
Σ’
αυτούς που μαστορεύουν τα φέρετρα γελώντας/
Και
σ’ αυτούς που πλήττουν να ονειρεύονται ελεύθεροι/
Σε
βαβυλώνες μερμηγκιών/
Στη
ρίζα των ελιών, στους σοφούς βράχους/
Τα
ρυάκια κυλούνε/
Το
αίμα μου κυλάει κι αυτό/
Ανάμεσα
στα ερειπωμένα κλειδοκόκκαλά μου/
Μια
μέρα, που ο βράχος δε θα τριφτεί σε άμμο/
Που
η θάλασσα θα τραβηχτεί απ’ την καρδιά μου/
Ο
άγγελος με το πύρινο μαλλί/
Θα
ξανά’ρθει ν’ αποδώσει δικαιοσύνη;»
ΟΝΕΙΡΟΧΛΟΗ
«Κρυφακουστής
του ύπνου σου/
Ακούω
την τυφλή πιανίστρια/
Να
παίζει επάνω στις πλευρές σου/
Ακούω
τα μαύρα κύματα της νύχτας/
Να
σπάζουν στην τρυφερή σου περηφάνεια/
Το
ζώο της αγωνίας σκίζεται απ’ τις λόχμες σου/
Και
γέφυρες στο αιμάτινο ποτάμι σου γκρεμίζονται/
Κρυφακουστής
του ύπνου σου/
Μετράω
τους σφυγμούς του χρόνου μου»
Ο Yvan Goll γεννήθηκε στις 29 Μαρτίου
1891 στο Saint Die. Ο πατέρας του ήταν αλσατός, η μητέρα του απ’ τη
Λωραίνη. Η γλώσσα που πρωτάκουσε και στην άπλαστη ζύμη της συνείδησής του
εσφράγισε τις πρώτες εντυπώσεις, ήταν τα γαλλικά. Η μόνη γλώσσα που μιλούσαν
στο σπίτι των γονιών του, στη Λωραίνη….
Τα
πρώτα του ποιήματα γραμμένα στα γερμανικά φέρνουν τη σφραγίδα του
εξπρεσιονιστικού κινήματος στο οποίο έλαβε μέρος με την ομάδα των ποιητών Trakl, Stadler, Benn.
Η
συμβολή του και στη γαλλική και στη γερμανική γλώσσα υπήρξε τόσο μεγάλη, ώστε
κι οι δύο φιλολογίες που τον θεωρούσαν δικό τους ποιητή, αιστάνθηκαν την ανάγκη
να του εκφράσουν την ευγνωμοσύνη τους. «Ο Ιβάν Γκόλ(Yvan Goll) προίκισε
τη γαλλική γλώσσα με μια παράξενη αρετή μαγείας, με εκείνη την ασύγκριτη χάρη
του ποιήματος-δέηση, του ποιήματος που είναι αγνό τραγούδι, τραγούδι που
αναστατώνει, που παρασιωπά πίσω απ’ τη χάρη του χαμόγελου την πληγή του
ανθρώπινου δράματος» αναφέρει ο Marcel Brion.
Και
ο Richard Exner
γράφει: «Στα ποιήματα του η γερμανική γλώσσα δοξάστηκε με τρόπο παράδοξο και
γνώρισε ένα βασιλικό θρίαμβο».
Όταν
κηρύχθηκε ο Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος, ο Goll έφυγε στην Ελβετία. Στη Λωζάννη
και τη Ζυρίχη ήρθε σε επαφή με τους Arp, Jouve, Romains, Zweig, Werfel, και τον ιρλανδό μυθιστοριογράφο James Joyes.
Τον
Ιανουάριο του 1916, ο Γκολ συνάντησε στη Γενεύη την Claire Studer
που έμελλε να αποτελέσει αργότερα το αγαπημένο
ποιητικό του σύμβολο με τις ατέλειωτες προεκτάσεις, τη συνεχή αφετηρία και
επάνοδο «στην απόπειρά του την προεκτεινόμενη ως το άπειρο, να περικλείσει το
σύμπαν σε λίγους στίχους, το προσωπικό εκείνο «συ» στο οποίο αρέσκεται
συστηματικά να απευθύνει την ποίησή του, την Αγαπημένη που την επικαλείται κάθε
φορά, όταν πρόκειται να επιχειρήσει-μόνος ή παρασύροντάς την μαζί του-τις
αγωνιώδεις αναζητήσεις του έρωτα, της γνώσης ή του θανάτου.
Προσβάλλεται
από λευχαιμία και μετά από διάφορες δύσκολες περιπέτειες πεθαίνει στο
Αμερικάνικο Νοσοκομείο του Παρισιού όπου είχε εισαχθεί από τις 13 Δεκεμβρίου
του 1949, στις 27 Φεβρουαρίου του 1950. Η σωρός του Yvan Goll αναπαύεται
σήμερα στο κοιμητήρι του Pere-Lachaise, απέναντι από στον Chopin.
«Στο
θάνατο που έρχονταν, φώναξε όλα τα λόγια που μπορεί να εμπνεύσει η ανθρώπινη
αγωνία μπρος στο μεγάλο μυστήριο, το εκστατικό πένθος, το ρίγος μπρος στη
φρικαλεότητα της αποσύνθεσης, όλη την πλάνη της ζωής και το προαίσθημα του
αγνώστου, τέλος την απάρνηση και την γνώση: όλα εκείνα που οι σύντροφοί του στο
θάλαμο δεν ήξεραν να εκφράσουν παρά με υπόκουφα βογγητά, με στεναγμούς ή με
απλοϊκές φράσεις που ψελλίζανε στην αλσατική διάλεκτο. Έγινε ο λυρικός φορέας
του λόγου τους, εκείνος που αποκρινόταν εν ονόματί τους στον Άνθρωπο με το
συμβολικό δρεπάνι». γράφει γιαυτόν η σύντροφός του ποιήτρια Claire Goll,
στον Πρόλογο του έργου του «Traumkraut».
Στον δεύτερο τόμο του περιοδικού-βιβλίου έχουμε την παρουσίαση 8 μικρών
ιστοριών του Ιωάννη Μόσχου από το γνωστό έργο του «Λειμών»(Νέος Παράδεισος).
Είναι μικρές θρησκευτικές ιστορίες διδακτικού περιεχομένου που γράφτηκαν από
τον Ιωάννη Μόσχο ή Ευκρατά που γεννήθηκε στην Δαμασκό της Συρίας γύρω στο 545.
Το Λειμωνάριο περιέχει περίπου 219 μικρές αφηγήσεις, αφηγήσεις που αφορούν την
ζωή και τα προβλήματα των απλών καθημερινών ανθρώπων της εποχής του. Ο Ιωάννης
Μόσχος δεν εξομολογείται γεμάτος αυτομεμψία την ζωή του, δεν φιλοσοφεί πάνω στα
ιερά θρησκευτικά κείμενα των πατέρων της εκκλησίας προσπαθώντας και αυτός με
την σειρά του να εδραιώσει το χριστιανικό δόγμα, όπως έπρατταν κατ’
εξακολούθηση οι διάφοροι εκκλησιαστικοί συγγραφείς, ούτε θεωρεί ιερή του
υποχρέωση να οικοδομήσει με ηθικές αρχές και κανόνες διατάξεων την εκκλησία της
εποχής του, δεν οραματίζεται ουράνιες πολιτείες και συνομιλίες με αγγελικές δυνάμεις,
ούτε βλέπει μεγάλα μεταφυσικά ενύπνια οράματα προσπαθώντας κατόπιν να τα αποτυπώσει
στο χαρτί από ιερό διδακτικό καθήκον, ο Ιωάννης Μόσχος με απλό και ελεήμονα λόγο
επιδιώκει μέσα από τις μικρές του
καθημερινές ιστορίες να κατηχήσει τον απλό λαό, να τον δροσίσει με το άσβεστο
πάθος για αρετή, βαθιά και ουσιαστική πίστη. Το ύφος του δεν είναι περίτεχνο
δεν τον διακρίνει η συγγραφική καλλιέπεια άλλων μοναχών, έχει μια αφέλεια που
αμέσως γίνεται φανερή, η γραφή του έχει την ατμόσφαιρα του προφορικού λόγου, με
λέξεις καθημερινές, καθόλου σπάνιες, απλές, οικείες στους βιοπαλαιστές του
καιρού του, η γλώσσα του προεικονίζει την λαϊκή δημοτική γλώσσα των κατοπινών
του χρόνων, μια λαϊκή γλώσσα που καταξιώθηκε μέσα στην συνείδηση των απλών
ανθρώπων ως η πλέον αρμόζουσα για να εκφράσει τα προβλήματα του απλού πιστού,
και η οποία μιλιέται ακόμα και σήμερα.
Οι
μικρές αυτές ιστορίες του Ιωάννη Μόσχου, βρίσκονται στον 87 τόμο της Patrologia Graeca, από
όπου και το αντέγραψε ο D. C. Hesseling
τον μετέφρασε στα γαλλικά και τον
εξέδωσε από τις εκδόσεις “ Les Belles Lettres” Paris 1931.
156
«Δύο
φιλόσοφοι παρέβαλον γέροντι και επερώτησαν αυτόν ειπείν αυτοίς λόγον ωφελείας.
Ο δε γέρων εσιώπα. Πάλιν οι φιλόσοφοι είπον. Ουδέν ημίν αποκρίνη, Πάτερ; Τότε ο
γέρων λέγει αυτοίς, Ότι μεν φιλόλογοι έστε οίδα, ότι δεν ουκ αληθείς φιλόσοφοι
μαρτυρώ. Μέχρις ουν ποτε μανθάνετε λαλείν, οι αεί το λαλείν ουι ειδότες;
Γενέσθω ουν υμών φιλοσοφίας έργον, το αεί μελετάν τον θάνατον και τη σιωπή και
ησυχία εαυτοίς φυλάττετε».
Ακολουθούν
και πάλι 9 ποιήματα του Yvan Goll.
Κατόπιν από την σελίδα 37 έως 48 έχουμε
12 Ποιήματα της Claire Goll.
ΕΡΩΤΙΚΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ(Duo d’ Amour)
«Όλα
τα γλυκά νερά κατεβαίνουν σε σένα!/
Τα
σύννεφα γονατίζουν,/
Τα
ποτάμια σε ψάχνουν διασχίζοντας τον κόσμο,/
Τα
σιντριβάνια για να σε δουν καλύτερα ανασηκώνονται/
στις
μύτες των ποδιών,/
Οι
πηγές λένε τα τραγούδια σου σ’ όλες τις γλώσσες,/
Οι
βάλτοι βρίσκουν καινούργια ψάρια να σε θρέψουν./
Οι
λίμνες μετατοπίζονται για να ποτίσουν τα όνειρά σου,/
Ένας
καφτός νεροπίδακας αναβρύζει απ’ την καρδιά μου/
Πιο
ψηλός κι απ’ τη στήλη του Τραϊανού!»
*
«Είσαι
τόσο τρυφερός/
Σαν
τ’ αχνάρια/
Των
πουλιών στο χιόνι./
Είσαι
τόσο θλιμμένος/
Σαν
ένας αγριόπευκος στο βουνό/
Μ’
απελπισμένη χαίτη./
Είσαι
γλυκός/
Σαν
τους χουρμάδες/
Του
βιβλικού φοίνικα./
Κι
όμως είσαι πιο δυνατός/
Από
έναν ανεμοστρόβιλο, από έναν κυκλώνα/
Από
τις χάλκινες πύλες των ναών»
*
«Που
να κλάψω σ’ αυτή την πόλη/
Με
τον ασφαλτωμένο ουρανό;/
Χαμένη
μες στους διαβάτες,/
Μες
στους ανέμους,/
Πιο
μονάχη κι από ‘να δέντρο των λεωφόρων/
Που
ονειρεύεται το απριλιάτικο δάσος του./
Ήθελα
να ‘μουν πέρα απ’ τη ζωή/
Στις
όχθες των ματιών σου,/
Αυτές
τις δυό βουνίσιες λίμνες/
Κάτω
απ’ τον Καύκασο του μετώπου σου,/
Να
κρυβόμουν πίσω απ’ τις βλεφαρίδες σου,/
Κλαίουσες
ιτιές,/
Και
μες στη σγουρή φτέρη των μαλλιών σου/
Όπου
πολλές φορές αυτοκτονούσαμε,/
Οι
λαγοί, η αγράμπελη κι εγώ,/
Γιατί
φοβόμαστε το Νοέμβρη!»
*
«Όλο
ονειρεύομαι να σ’ ανταμώσω/
Μα
ένα μελλοντικό τριαντάφυλλο/
Ίσως
γυρεύει το δάκρυ μου/
Για
να θεριέψει/
Όλο
ονειρεύομαι να σ’ ανταμώσω/
Μα
ένας φλογερός στίχος/
Ίσως
γυρεύει την πέννα μου/
Να
σε τραγουδήσει/
Όλο
ονειρεύομαι να σ’ ανταμώσω/
Μα
ένας ρυθμός του Bartok/
Ίσως
γυρεύει τ’ αυτί μου/
Να
ξαναγεννηθεί/
Όλο
ονειρεύομαι να σ’ ανταμώσω/
Μα
ένα κακό χορτάρι/
Ίσως
γυρεύει το βλέμμα μου/
Για
να γίνει καλό/
Όλο
ονειρεύομαι να σ’ ανταμώσω/
Μα
ένας ετοιμοθάνατος/
Μπορεί
να γυρεύει το χέρι μου/
Για
να μην πεθάνει.»
ΤΟ ΦΑΣΜΑ
«Ανεβαίνεις
πάλι απ’ τα βάθη της νύχτας/
Και
το φίλντισι του κροτάφου σου με τυφλώνει/
Άσε
μου λίγο καιρό να ντυθώ/
Στο
προζύμι του πένθους μου/
Με
τις τρεις φωσφορικές τρύπες/
Του
προσώπου σου παραστέκεις στις αγρύπνιες μου/
Την ώρα του βούρκου και της ποταμόλασπης/
Με
διασχίζεις/
Κάθε
τόσο στου ύπνου την κόλαση/
Μου
ξανά ‘ρχεσαι χωρίς όψη/
Αχ!
σ’ εξορκίζω νεκρέ μου/
Πάψε
μέσα μου, πάψε πια να πεθαίνεις!»
ΜΝΗΜΟΣΥΝΟ
«Πεθαίνω
κάθε νύχτα με το θάνατό σου:/
Η
προσευχή στα χέρια σου σκληραίνει/
Οι
κόγχες σου όλο και χάνουν το σχήμα τ’ αστεριού/
Το
στόμα σου γεμίζει άμμο σταχτερή/
Στο
κρεββάτι σου οι τρείς αδελφές του Ερέβους/
Τυλιγμένες
μ’ αράχνινα δίχτυα/
Διώχνουν
τους θαλασσαετούς με τις μαύρες φτερούγες/
Μια
τρέλλα υπερκόσμια φαρδαίνει τα μάτια σου/
Μια
κραυγή κρεμιέται στο βραδινό ουρανό/
Η
υστερνή τρυφεράδα σου βαλσαμώνεται/
Οι
μενεξέδες των μαλλιών σου μαραίνονται!/
Κι
απλώνεσαι στο άπειρο.»
Η ποιητική φωνή της Claire Goll, αυτής
της δίγλωσσης ποιήτριας φέρνει στο νου το αρχαίο κείμενο του «Άσματος Ασμάτων»,
είναι ένα ένας ερωτικός ύμνος, μια ερωτική ελεγεία απέναντι στην ερωτηματική
ποίηση του συντρόφου της του ποιητή Ιβάν Γκολ. Οραματικές στιγμές που
ορθώνονται μπροστά μας θέλοντας να μας παρασύρουν μπρος στο μεγαλείο μιας αιώνιας
αγάπης, μιας αγάπης που κατοικεί μέσα σε σκοτεινές σκηνές αποσύνθεσης της
αγαπημένης υλικής παρουσίας του άλλου, μια ερωτική φωνή που σελαγίζει σε
ανεξερεύνητα εσωτερικά μονοπάτια εμπειριών, που περιπλανιέται μέσα σε ένα
ερωτικό πένθος έχοντας για συντροφιά της μόνο τον αχό της παλιάς μνήμης. Ο
ποιητικός της λόγος θυμίζει έντονα ορισμένες ελεγείες του Ράινερ Μαρία Ρίλκε,
τον οποίο η ποιήτρια γνώρισε από κοντά. Η απύθμενη αγάπη της συγχέεται με την
λάμψη της ύπαρξης εκείνου, συμπορεύεται με την απουσία του που είναι τόσο
αισθητή όσο παλαιότερα την αγκάλιαζε η παρουσία του. Η λάμψη της απουσίας του
φωτίζει την συννεφιασμένη απελπισία της, αναζητά μια δικαιολογία για να υπάρξει
ως ερωτικό όνειρο, να ενωθεί με το όραμά του. Ο λυρισμός της είναι πηγαίος, οι
εικόνες της πρωτόγονα αισθησιακές αρθρώνουν έναν ερωτικό λόγο προσευχής σαν τις
μυστικές προσευχές των μοναχών στις σκήτες της ερήμου. Ο Θεός είναι ο έρωτας
για τον Άλλον, γιαυτόν που έτυχε να συναντήσει στο διάβα της ζωής της και να
μοιρασθεί μαζί του τους εφιάλτες της, να κοινωνήσει μαζί του στο στίβο της
αγωνίας και της απόγνωσης του έρωτα, να καεί μαζί του στο καμίνι των κοινών
εμπειριών τους.
Η
γυναικεία ποίηση της Claire Goll, είναι τόσο ασφυκτικά προσωπική που αποκτά μια
οικουμενική διάσταση στο άπειρο. Διαβάζεται με την προσοχή που κάποιος πιστός
θα διαβάσει το Ευαγγέλιο της πίστης του. Είναι μια γυναικεία ποιητική φωνή που
όπως στο Πλατωνικό Συμπόσιο αναζητά απελπισμένα να ενωθεί με την συμπληρωματική
αντρική της, που είναι η ποιητική φωνή του συντρόφου της Ιβάν Γκόλ, που
απηχήσεις της ποιητικής του φωνής συναντάμε στη δική της ποιητική περιπέτεια.
Δεν
γνωρίζω εγώ τουλάχιστον, άλλη μετάφραση του έργου της από έλληνα δημιουργό,
ούτε και έχουν δημοσιευθεί αποσπάσματα των ποιημάτων της σε Ξένες Ανθολογίες
μεταφρασμένες στα Ελληνικά. Ίσως να υπάρχουν ποιήματά της σε λογοτεχνικά
περιοδικά, ίσως αλλού, δεν γνωρίζω. Αξίζει όμως νομίζω κάποτε το ελληνικό
αναγνωστικό κοινό, να γνωρίσει πληρέστερα το έργο της μαγευτικής αυτής
ποιητικής φωνής. Μιας φωνής όπως και του Ιβάν Γκόλ, που έρχεται από το πρόσφατο
παρελθόν της Ευρωπαίκής γραμματείας και οδεύει στο αιώνιο μέλλον της. Η
περίοδος του μεσοπολέμου δεν στιγματίστηκε μόνο ιστορικά από το αίμα χιλιάδων
αθώων νέων του Μεγάλου Πολέμου, αλλά και ανθοφόρησε τα μελλοντικά άνθη ελπίδας
των κατοπινών χρόνων, πέρα από την επίσης αιματοβαμμένη παρένθεση του Ναζισμού.
Ακολουθεί κατόπιν ο ποιητικός λόγος του
Γερμανού ζωγράφου Alfred Otto Wolfgang Schulze, γνωστού ως Wols.
Ο
Wols, γεννήθηκε στις 27 Μαϊου του 1913 στο Βερολίνο και πέθανε πολύ νέος μόλις
38 ετών, την 1 Σεπτεμβρίου του 1951 στο Παρίσι από τροφική δηλητηρίαση, φτωχός
και εξαθλιωμένος χωρίς να προλάβει να γευτεί την δόξα της δημιουργίας του είτε
στον εικαστικό είτε στον ποιητικό χώρο. Η ζωή του έχει κάτι από την τραγική ζωή
ενός άλλου καταραμένου καλλιτέχνη, του ζωγράφου Μοντιλιάνι, που είχε και αυτός
μεγάλο πάθος για το αλκοόλ, μόνο που ευτυχώς ο Μοντιλιάνι, δεν έζησε την
τραυματική εμπειρία του εγκλεισμού σε στρατόπεδα συγκέντρωσης που βίωσε
δραματικά ο Wols. Μια δραματική περιπέτεια που έζησε τους πρώτους δεκατέσσερις
μήνες του πολέμου. Εμπειρία όμως που του στάθηκε η αφορμή να ασχοληθεί
συστηματικά με την ζωγραφική. «Διηγόμαστε
τις μικρές γήινες ιστορίες μας σε μικρά κομματάκια χαρτί» γράφει ο ίδιος. Δες
τις εξαιρετικές σημειώσεις του Ε. Χ. Γονατά στο τέλος του δεύτερου τόμου του
περιοδικού για τον πρόωρα χαμένο αυτό καλλιτέχνη.
Και
πάλι ο Marcel Brion,-στα ελληνικά κυκλοφορεί η δίτομη εργασία του για τον
Μιχαήλ Άγγελο-αναφέρει τα εξής σελίδα 80:
«Με
τον Wols, που απ’ τους πρώτους πραγματοποίησε ον πίνακα
κραυγή, τον πίνακα έκρηξη, το έργο παίρνει μια συγκλονιστική αυθεντικότητα. Το
έργο του ζωγράφου αυτού, που έμελλε να πεθάνει νέος, αναλωμένος από το σκοτεινό
πυροτέχνημα του δράματός του, δεν είναι αυτόματη ζωγραφική, αλλά ένα άμεσο
πέρασμα απ’ τη συγκίνηση στην πράξη: η πράξη, τη στιγμή εκείνη, ήταν ο πίνακας.
Αυτό το έργο έχει την ομορφιά των κατακλυσμών, την ένταση που έχουν τα
σπαραχτικώτερα ανθρώπινα δράματα. Ο ιστορικός της τέχνης ας αναζητεί σε έναν
άμορφο πίνακα, τη συμμετοχή του εκούσιου, του αυτόματου, του τυχαίου. Τα έργα
του Wols έχουν
την σφραγίδα του πεπρωμένου, της ανεπιφύλακτης συγκατάθεσης στους σάλους και
τους στροβίλους της μοίρας».
WOLS
15
ΠΟΙΗΜΑΤΑ
*
«Στο
Cassis οι πέτρες, τα ψάρια/
οι
βράχοι όπως φαίνονται με το φακό/
το
αλάτι της θάλασσας κι ο ουρανός/
μ’
έκαναν να ξεχάσω το ανθρώπινο νόημα/
με
προσκάλεσαν να γυρίσω την πλάτη/
στο
χάος των σχέσεών μας/
μου
έδειξαν την αιωνιότητα/
μες
στα μικρά κύματα του λιμανιού/
που
πάνε κι έρχονται/
χωρίς
να ‘ναι ποτέ τα ίδια…»
*
«Πως
η λευκή φυλή που ακόμα βρίσκεται/
στην
άχαρη ηλικία/
εβγαλε
ένα σοφό σαν τον Ιωάννη Σεβαστιανό Μπάχ/
είναι
ένα θαύμα»
*
«Ο
κίτρινος σκύλος μου ανασαίνει τη νύχτα/
ξέρει
τι είναι το αύριο/
με
τις σκοτούρες και τις χαρές του/
στον
ύπνο του συλλογίζεται/
ξέρει
πως όλα είναι απαράλλαχτα/
απαράλλαχτα
όπως κι η νύχτα που θα ‘ρθει»
*
«Όταν
ξανοίγεται μπροστά μας ένας δρόμος/
προς
την ενότητα, την ομορφιά, τον ουρανό/
οι
λεπτομέρειες χάνουν τη χάρη τους.
Σαν
φτάνω κάπου φτάνω με μια/
μικρή
βαλίτζα σχεδόν αόρατη/
όταν
φεύγω έχω ανάγκη πάντα ένα αμάξι/
όλοι
οι έρωτες οδηγούν σ’ ένα μόνο/
πέρα
απ’ τους προσωπικούς έρωτες/
υπάρχει
η αγάπη δίχως όνομα».
*
«Οι
λέξεις είναι χαμαιλέοντες/
η
μουσική έχει δικαίωμα να είναι αφηρημένη/
η
πείρα πως όλα είναι ανεξήγητα οδηγεί/
στο
όνειρο».
*
«Κάθε
στιγμή/
μέσα
σε κάθε πράγμα/
υπάρχει
η αιωνιότητα».
*
«Να
ξεδιαλύνεις το Χ/
το
μεγάλο μυστήριο/
δε
γίνεται/
να
βλέπεις το φεγγάρι/
μπορείς/
ολόκληρη
ζωή/
μέσα
από το χορτάρι/
το
δέντρο/
το
τζάμι/
τα
σύννεφα/
ΜΟΝΟΣ».
Ο Wols γράφει στις σημειώσεις
ο Επαμεινώνδας Γονατάς για τον ποιητή έγραψε λιγοστά ποιήματα όπου με μεγάλη
οικονομία εικόνων και συμπύκνωση σκέψης περιέκλεισε επιγραμματικά αντιφατικές
εμπειρίες και παρατηρήσεις απ’ τις ανιχνεύσεις του στις σιωπηλές περιοχές του
«μεγάλου», όπως έλεγε, «μυστηρίου», εκείνου που δεν έχει όνομα ούτε μπορεί να
ονομαστεί κι όμως η αλήθεια του μας πιέζει μ’ όλο το βάρος μιας αδιαφιλονίκητης
αλλά αδιαπέραστης πραγματικότητας. Και συνεχίζει ο Γονατάς, ο Wols, όπως είπαν,
«αγάπησε το Υπέρτατο, αλλά δεν κατόρθωσε να μάθει ποτέ τη διεύθυνσή του». Είχε
βρει το θεό αλλ’ όχι τη γλώσσα να συνομιλεί μαζί του.
Με τη βοήθεια όμως του Lao Tseu,
ακολούθησε πάντα το δρόμο προς τη μεγάλη, την αρχέγονη απλότητα που τη
συνθέτουν άπειρες αντιθέσεις. «Όταν γίνεις θρύψαλα τότε βρίσκεις την ολοκλήρωσή
σου» διδάσκει ο κινέζος σοφός, επαναλαμβάνοντας τα λόγια ενός πανάρχαιου ρητού,
σημειώνει στην σελίδα 85 ο μεταφραστής του ποιητή από τα γαλλικά Ε. Χ. Γονατάς.
Από
τις εκδόσεις Καστανιώτη το 1983 κυκλοφόρησε το βιβλίο Wols, «Ποιήματα (σχέδια, πίνακες, φωτογραφίες) σε
μετάφραση του Ε. Χ. Γονατά.
Και από τις εκδόσεις Στιγμή
το 2002 πάλι σε μετάφραση του Γονατά «Ποιήματα και Αφορισμοί (σχέδια,
φωτογραφίες, ακουαρέλλες)».
Τέλος, ακολουθεί «Ο Δρόμος», δύο ποιήματα από την συλλογή
«Ουσίες β΄» του Δημήτρη Π. Παπαδίτσα.
«Έτριβα τα κόκκαλά μου στο
γυαλόχαρτο της/
λησμονιάς/
Κάθε χειρονομία μου ένας
ξένος που μ’ έδιωχνε…»
Εδώ τελειώνει η προσωπική μου περιδιάβαση στο ενδιαφέρον
αυτό περιοδικό και την ποιητική του ύλη.
Ένα πλούσιο σεργιάνι
εμπειριών, εικόνων, συναισθημάτων, εκπλήξεων και ονείρων.
Ένα ποιητικό σελάγισμα στο
χρόνο και τα μυστήριά του.
Γιώργος Χ. Μπαλούρδος
Πρώτη γραφή σήμερα, Σάββατο,
8 Νοεμβρίου 2014
Πειραιάς, Σάββατο, 8
Νοεμβρίου 2014.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου