ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΟ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ 1949
Χίλια εννιακόσια σαράντα εννέα, η ελλάδα
έβγαινε από τον εμφύλιο πόλεμο και έμπαινε στην δίνη των εσωτερικών διώξεων από
πλευράς των νικητών. Μια παρατεταμένη χρονικά, εσωτερική πολιτική και κοινωνική
αναστάτωση, που κράτησε μέχρι το χίλια εννιακόσια ογδόντα ένα, χρονιά πολιτικής
αλλαγής που έγινε άρση των νομοθετημάτων της εμφύλιας εποχής. Από την μια το
κράτος των νικητών και οι εσωτερικές πολιτικές και κοινωνικές διώξεις και
κυβερνητικές του αγκυλώσεις εκ μέρος της συντηρητικής παράταξης, και από την
άλλη, οι ηττημένοι πολιτικά και ιδεολογικά αριστερές δυνάμεις και οι λεγόμενοι
«συνοδοιπόροι» τους που υφίστανται πλέον τα σκληρά αποτελέσματα της ήττας τους.
Δυο ιδεολογικές ηγεμονίες κράτησαν τα σκήπτρα για πάνω από σαράντα χρόνια, η κρατική-εθνική της
επίσημης πολιτείας που αποφάσιζε για τους πάντες και τα πάντα είτε με τις
εκλεγμένες νόμιμα κυβερνήσεις ή στρατιωτικές δικτατορίες, είτε αυτή της
κομμουνιστικής αριστερής ιδεολογίας-που επικράτησε ελέω κυβερνητικών διώξεων- στον
χώρο του πνεύματος της καλλιτεχνίας και εν μέρει της εκπαίδευσης. Πάντως για
την Ιστορία και μόνο, και εις μνήμη όλων των νεκρών και από τις δύο πλευρές του
εμφυλίου σπαραγμού, θα άξιζε κάποτε και στον ελληνικό χώρο, να εξεταστεί από
ιστορικούς και άλλους επιστήμονες νηφάλια πολιτικά και ψύχραιμα ιδεολογικά, ο
ρόλος και οι επιπτώσεις των επιλογών του «κόκκινου πατερούλη» της τότε
παντοδύναμης κραταιάς χώρας του Κομμουνισμού, που στην γνωστή συμφωνία της
Γιάλτας με τους ηγέτες των άλλων δυτικοευρωπαϊκών δυνάμεων, χώρισαν τον κόσμο
σε σφαίρες επιρροής, και η χώρα μας υπέστη ιστορικά αυτό που υπέστη. Εκείνο που
σε θλίβει και σε πικραίνει όταν μελετάς ιστορικά και πολιτικά κείμενα εκείνης της περιόδου,
είναι ότι εκ των υστέρων ασφαλώς, βλέπεις τα τραγικά παρατεταμένα πολιτικά λάθη
των ηγετών και των δύο παρατάξεων που είχαν τεράστιες αρνητικές επιπτώσεις στην
κοινωνική και προσωπική ζωή των ελλήνων, και σε θλίβει ακόμα περισσότερο, η
άρνηση και η ανωριμότητα ακόμα και σήμερα των συμπατριωτών μας να κλείσουν τις
πληγές της εμφύλιας αυτής διαμάχης και να κοιτάξουν το μέλλον, λες και η
ιστορία σταμάτησε σε δικτατορικές εποχές και αμφότερες αιμοσταγείς ιδεολογίες.
Δηλαδή, ελληνικές πολιτικές ιδεοληψίες σε όλο τους το καταστροφικό μεγαλείο. Αλλά
όταν μια μεγάλη μερίδα των συμπατριωτών μας και ψηφοφόρων πιστεύει στους
εξωγήινους, τι να πει κανείς; Να γελάσει με εμάς τα μειράκια της
μεταπολιτευτικής εποχής, που διαβάζαμε Έριχ φον Ντένικεν, Πήτερ Κολόσιμο και
Λόμψα Ράμπα(Το τρίτο μάτι) ή το γνωστό επιστημονικό περιοδικό «Αινίγματα του
Σύμπαντος; Πάντως, κλείνοντας αυτήν την φλύαρη ιστορικά εισαγωγή και
χαμογελώντας σήμερα, ο υποφαινόμενος, είχε παρακολουθήσει την ομιλία σε θέατρο
των Αθηνών του Έριχ φον Ντένικεν και είχε δημοσιεύσει «επαναστατική»-τρομάρα
του-επιστολή στο ως άνω περιοδικό για την ιστορικότητα του Ιησού, με την
ευκαιρία της έκδοσης ενός βιβλίου του Νικόλαου Κόκκινου για το ιστορικό πρόσωπο
του Ιησού Από τότε με κυνηγούσε το φάντασμα και τα αινίγματα του εκκλησιαστικού και θρησκευτικού αυτού
παγκόσμιου ιδεότυπου, που έδωσε ειρήνη και λύτρωση σε εκατομμύρια ψυχές,
αργότερα το Σαιξπηρικό φάντασμα συνοδοιπόρησε με το άλλο.
Μεγάλη εφεύρεση το φωτοτυπικό μηχάνημα
οφείλω να το αναγνωρίσω, για αυτούς που δεν είναι συλλέκτες και δεν έχουν πάντα
τις οικονομικές δυνατότητες για να αγοράσουν τα βιβλία που τους ενδιαφέρουν σε
αυτές τις εξωφρενικές τιμές, και δεν υπάρχει συνήθως αποτελεσματική βοήθεια από
πλευράς των δημόσιων βιβλιοθηκών.
Το «Λογοτεχνικό Ημερολόγιο
1949», είχε την καλοσύνη εδώ και χρόνια φιλικό μου πρόσωπο να μου το
φωτοτυπήσει, γνωρίζοντας ότι με ενδιαφέρει το περιεχόμενο ενός βιβλίου ή
περιοδικού και όχι τόσο το ίδιο το γνωστικό αντικείμενο. Από αυτές τις
φωτοτυπίες θα αναφερθώ εδώ.
Το
ημερολόγιο έχει διαστάσεις 14Χ20 cm αν δεν λαθεύω, και οι σελίδες του είναι
160,-δέκα δεκαεξασέλιδα. Έχει κόχη που αναφέρεται ο τίτλος του, το οπισθόφυλλό
του είναι λευκό, το δε εξώφυλλό του έχει φιλοτεχνηθεί από τον Γ. Γρηγόρη όπως
αναφέρεται στην τελευταία σελίδα του κάτω από τα περιεχόμενά του.
Το «Λογοτεχνικό Ημερολόγιο
1949», εκδόθηκε από την Λογοτεχνική Γωνιά τον Δεκέμβριο του 1949, που
βρίσκονταν στον οδό Σόλωνος 21στην Αθήνα., χωρίς να δίνονται άλλες πληροφορίες
για τους εκδότες, το τυπογραφείο που εκδόθηκε, την τιμή του, τους συντελεστές
της έκδοσης, τους συμμετέχοντες κλπ. Ενδεικτικά μόνο μπορούμε να εικάσουμε-και
αναφέρομαι φυσικά μόνο στις πληροφορίες που μπορεί να αντλήσει κανείς από το
ίδιο το έντυπο και όχι από άλλες εξωτερικές πηγές ή κρίσεις και σχολιασμούς-από
το τελευταίο κείμενο με τίτλο «Το Λογοτεχνικό 1948» σελίδες 154-158 που υπογράφεται από τον Αλέξανδρο Αργυρίου, το οποίο αναφέρεται στα λογοτεχνικά
πεπραγμένα των προηγούμενων ετών, και μας δίνει μια σφαιρική θεωρητική εικόνα
για το που βαδίζει η ποίηση της εποχής του μετά το σπάσιμο της ρίμας από το
μοντερνιστικό κίνημα και τους νέους ποιητές, την συνέχιση της παράδοσης από
τους παλαιότερους ή την μείξη των ρυθμικών ειδών που υιοθέτησαν άλλοι, αλλά και
γενικότερα, την λογοτεχνική και κριτική παραγωγή στην ελληνική λογοτεχνική
επικράτεια. Μια αναδρομή σ' εκείνα τα χρόνια μέσα από τα διάφορα παραδοσιακά
λογοτεχνικά περιοδικά, και τις μεταγενέστερες ιστορίες της λογοτεχνίας, κριτικό και δοκιμιακό λόγο της περιόδου
αυτής, θα μας φανερώσουν το εύρος των δημοσιευμάτων, το πλήθος των εκδόσεων,
τις ζυμώσεις και αψιμαχίες των συγγραφέων της εποχής πάνω σε θέματα
ενδοκαλλιτεχνικά, τις διάφορες ξένες επιρροές-κυρίως από Άγγλους ή Γάλλους
δημιουργούς, τις νέες προτάσεις και θεματολογία που κόμιζαν οι τότε νεοσσοί της
ποίησης και της λογοτεχνίας, και σίγουρα, τι έμεινε μεταγενέστερα, από όλη
αυτήν την προσπάθεια και πόσο μπόλιασε τους μετέπειτα δημιουργούς. Οι
λογοτεχνικές γενιές μετά τον πόλεμο και τον επακόλουθο εμφύλιο διατηρήθηκαν στην
πνευματική επικαιρότητα μέχρι την γενιά του 1970 πάνω κάτω, που άρχισαν να
αναφύονται νέες ποιητικές, λογοτεχνικές και δοκιμιακές δυνάμεις που θα άλλαζαν
το κοσμοείδωλο του ελληνικού λογοτεχνικού στερεώματος, χωρίς φυσικά να
εξαντλήσουν τα αποθέματα των προηγούμενων γενεών ούτε και να τα παραμερίσουν
εντελώς. Κάθε εποχή γεννά τους ποιητές και τους πεζογράφους της, τους
διηγηματογράφους και τους κριτικούς της, τους ανθολόγους και τους ιστορικούς
της καταγραφείς. Οι μνήμες των ανθρώπων όπως είναι φυσικό με το πέρασμα των
χρόνων σβήνουν και έρχονται οι νέες παραστάσεις και τα γεγονότα να
συμπληρώσουν τα καινούργια δεδομένα των ιστορικών, πολιτικών και κοινωνικών εξελίξεων.
Πολλά από τα ονόματα που αναφέρει ο Αλέξανδρος Αργυρίου διασώθηκαν μέχρι
σήμερα, και δεν εννοώ ως καταγραφή των προσώπων ή των έργων τους στις σελίδες
των Ιστοριών της Λογοτεχνίας, αλλά εννοώ ότι εξακολουθούν να διαβάζονται από
τους ελάχιστους έστω σημερινούς αναγνώστες της ποίησης ή της κλασικής
λογοτεχνίας. Ίσως κάποιος να αναρωτηθεί αν είναι εύκολο και όχι τόσο χρονοβόρο
στους σημερινούς γρήγορους και αντίξοους ρυθμούς ζωής που διανύουμε, να
μελετήσει το πολύτομο(16 τόμοι) έργο του Κωστή Παλαμά, το πολυδαίδαλο
έργο του Άγγελου Σικελιανού, ή το μιας άλλης παραδοσιακής κοινωνικής οπτικής
και φιλοσοφίας εξάτομο έργο του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη, να
γνωρίσει το έργο του μοντερνιστή Τάκη Παπατσώνη, τον Απόστολο Μελαχρινό, το
δυσκολοχώνευτο έργο του Νίκου Γαβριήλ Πεντζίκη, ή του Καίσαρος Εμμανουήλ και
άλλων παλαιότερων δημιουργών που σημάδεψαν την εποχή τους, όμως ευελπιστώ, ότι
η πλειάδα αυτή των εξαίρετων δημιουργών και των έργων που μας κληροδότησαν, δεν θα μείνει μόνο
στις σελίδες των διαφόρων μελετημάτων ή σαν μια ακόμα επαγγελματική ασχολία για
τους Πανεπιστημιακούς καθηγητές ή μετά πτυχιακούς ερευνητές, αλλά θα κεντρίσει το
ενδιαφέρον των σημερινών αναγνωστών που θα μελετήσουν το έργο τους ή θα
ασχοληθούν μαζί τους επανερμηνεύοντάς τους.
Ας δούμε τι αναφέρει ο ιστορικός και
κριτικός της λογοτεχνίας αείμνηστος Αλέξανδρος Αργυρίου:
«Το σαράντα οχτώ απέρχεται εν
ειρήνη κι αν δεν βγαίναν τέσσερα πέντε περιοδικά που δίνουν ένα νεύρο στην
πνευματική μας ζωή θα έλεγε κανείς ότι πάψαμε να υπάρχουμε. Τόσο μηδαμινός
είναι ο απολογισμός μιας χρονιάς που φυσιολογικά έπρεπε ν’ αρχίζει να δίνει
τους καρπούς της εποχής μας. Μα πώς να μη δικαιολογήσεις όλη την καθυστέρηση,
όλη την έλλειψη διάθεσης, όταν η ίδια η ατμόσφαιρα των ημερών αποκλείει τη
συγκέντρωση που είναι απαραίτητη για να δημιουργηθεί ένα στέρεο έργο; Κι ενώ
τέσσερα χρόνια μετά το κλείσιμο του πολέμου έπρεπε ν’ αρχίζει η συγκομιδή των
καρπών, δε βλέπουμε ούτε τα προμηνύματά της. Είναι να μη γέννησε, η εποχή, τα
πρόσωπά της; Να μη δημιούργησε τους ανθρώπους της;
Έτσι ή αλλιώς, δικαιολογημένα ή όχι, η
παράταση της μεταβατικής περιόδου κατάληξε α μη λύσει κανένα από τα προβλήματα
που ετοίμαζαν τη λύση τους.
Η
ποίηση εξακολουθεί την χωρίς κατάληξη πορεία της τα πεζογραφικά έργα κάνουν
δειλά-δειλά την εμφάνισή τους πορευόμενα σε ευθεία γραμμή, τα κριτικά έργα
είναι αποσπάσματα ενός σκελετού που λείπει το σύνολο του.
Τι θα δώσει το αύριο, αν αυτή η αναμονή
προμηνύει το καλλίτερο, είναι αναπάντητες απορίες.
Ας καταμετρήσουμε όμως τα πράγματα για να
συνεννοηθούμε. Δεκαπέντε χρόνια, περίπου πέρασαν από την εποχή που η ελληνική
ποίηση διχάστηκε. Ένα μέρος συνέχισε την ελληνική παράδοση, δεν ξέρουμε αν αντλώντας
δύναμη από τις αυθεντικές της ρίζες. Σήμερα από τον απολογισμό της παραδοσιακής
ποίησης όλου του τελευταίου διαστήματος, πολύ λίγα πράγματα θα μας
δικαιολογήσουν τη φανέρωσή τους. Κι όσο κι αν στην κατηγορία αυτή έχουμε ν’
αναφέρουμε ονόματα σαν του Σικελιανού, του Μελαχρινού, του Εμμανουήλ, του
Παπατζώνη(του τελευταίου στο μεταίχμιο), φοβόμαστε ότι δυστυχώς μόνο σε αυτά θα
περιοριστούμε. Δηλαδή η παράδοση συνέχισε τη δημιουργική της δράση με τα πολύ
ισχυρά ταλέντα ετούτα, που κατά έναν τρόπο από ιδιοσυγκρασία συγγένευαν με τα
νεώτερα πνεύματα που τροφοδοτούσαν το άλλο μέρος του διχασμού.
Αυτό το άλλο μέρος, είτε από το ευρωπαϊκό
φιγουρίνι αν θέλετε, είτε από εσωτερική κατάληξη(εξάλλου δεν είναι εύκολο να τα
ξεχωρίσουμε) αφού διάλυσαν ένα ένα όλα τα στηρίγματα της παράδοσης ανοίχτηκαν
σ’ ένα πέλαγος που κανείς δε γνώριζε που θα οδηγούσε.
Στην αρχή το πράγμα έφερε έκπληξη, ύστερα
ήρθε η αντίδραση, μα ταυτόχρονα άρχισαν και οι πρώτοι καρποί. Έτσι μαζί με τις
αντιρρήσεις έφταναν και οι υποψίες ότι κάτι καλό ίσως μηνούσαν οι νέοι τρόποι.
Από το σημείο τούτο άρχισε να δημιουργείται ένα μεγάλο κοινό(κάποιο κοινό
υπήρχε δημιουργημένο σύγχρονα με τη νέα έκφραση, που σήμαινε την αναγκαιότητά
της στη χρονική στιγμή της εμφάνισής της), που δικαιολογούσε στην ύπαρξη της
νέας μορφής αλλά άρχιζε να την κάνει υπεύθυνη άσκηση και. Από περίπτωση,
εκδήλωση ζωϊκή.
Από τότε πέρασαν πολλά χρόνια. Η νέα
έκφραση πέρασε αρκετά στάδια.. Το ένα είναι η αρχή. Το άλλο έφερνε τα μηνύματα.
Το ακόλουθο μας άγγιζε την ψυχή.
Όταν έγινε ο πόλεμος βρήκε την ποίηση σε
κρίσιμο σημείο. Είχε πετύχει στο πρώτο της στάδιο, είχε κλείσει ένα φωτεινό
κύκλο, αλλά άρχιζαν να εμφανίζονται και οι ουσιαστικές της δυσκολίες. Τα
κείμενα που παρουσιαζόντουσαν δεν μπορούσε επ’ άπειρον να πορεύονται σε μήκος.
Κυρίως όμως ένα μεγάλο ζήτημα άρχισε να επιβάλλεται. Η δραματική ένταση των
ημερών μηδένιζε τα έργα που εξαντλόντουσαν σε πλήθος αυτοτελείς εντυπώσεις,
έκανε φανερή την έλλειψη της δραματικής ουσίας από ένα μεγάλο μέρος της νέας
μορφής. Και ακόμα ανεξάρτητα από την αρχική της εκπόρευση, η νέα ποίηση για να
στερεωθεί, να δώσει ένα έργο ελληνικό και να μη διασκεδάζει σε ανεύθυνους
δρόμους, έπρεπε να εξαρτηθεί από τις φυσικές ρίζες που ήταν η λαϊκή παράδοση με
τον πλούτο της.
Από τη ώρα εκείνη άρχισε ένα νέο πρόβλημα
που ακόμη δεν βρήκε τη λύση του.
Που είμαστε τώρα; Νομίζουμε ότι φτάσαμε σ’
ένα επικίνδυνο άκρο. Οι άξιοι δημιουργοί βασανίζονται και ελάχιστα δείγματα των
βασάνων τους παρουσιάζονται. Μάλιστα παρατηρήθηκε και μια επιφύλαξη των
δημιουργών να δώσουν το έργο τους, αντιμετωπίζοντας, ποιος ξέρει τι εσωτερικές
απορίες.
Από όσα ποιητικά έργα είδανε το φως της
δημοσιότητας το 1948, θα ξεχωρήσουμε του κ. Γ. Θέμελη το «Γυρισμό», έργο με
γερή βάση και ανήσυχα βήματα, της κ. Ζωής Καρέλλη, την «Εποχή του Θανάτου» που
απασχολεί με μεταφυσικά θέματα ένα στίχο με λειτουργία εσωτερική, τον κ. Γ.
Βαφόπουλο στην «προσφορά και τα Αναστάσιμα» που εκδηλώνει ποιητικούς τόνους
αξιόλογους, τη «Χαμένη Βροχή» του κ. Ν. Καρύδη, ποιήματα που ο δημιουργός τους
μέτρησε και μελέτησε τη συγκίνησή του και την αποδίδει σε μας με σωστή
εκτίμηση, τον κ. Γ. Σφακιανάκη με τα «Τραγούδια της Αυγής», ένα βιβλίο
διανοητικό, την εργασία του κ. Ν. Παππά. «Τα Παραμύθια του Υπνοβάτη»,
παλλόμενη, πληθωρική (με όλα τα συνακόλουθα) με προθέσει μεγάλες που προμηνάν
το καλλίτερο μέλλον τους.
Από τους νεότερους ξεχωρίζει ο κ. Ν.
Αναγνωστάκης («Εποχές 2»)που δουλεύει με σκοτεινή διάθεση ένα δύσκολο στίχο, ο
κ. Μ. Σαχτούρης, «Παραλλογές», με ποιητικές υπερρεαλιστικές εμπνεύσεις και
γνήσιο αίσθημα, ο κ. Κ. Αθανασούλης με την «Ιχώρα», ο κ. Χ. Κολούρης,
(«Ιωλκός»), ο κ. Σαράντος Παυλέας, «Τραγούδι των Ωκεανών», ο κ. Τ. Μωραϊτης
«Άρνηση».
Με στίχους μετρικούς έδωσαν έργο, από τους
παλαιότερους ο κ. Γ. Σταμπολής «Δειλινό στα ελληνικά ακρογιάλια», ο κ. Η.
Μάλλωσης, ο κ. Σ. Μπολέτσης, ο κ. Γ. Μαιναλιώτης που όλοι εργάζονται άρτια τα
γνωστά μοτίβα και έχουν μεγάλες προθέσεις κι από τους νεώτερους ένας με λαμπρό
μέλλον, ο κ. Γ. Δάλλας (θρήνος για τον Λόρκα) με άξιες λυρικές επιτεύξεις, ο κ.
Τ. Παππάς, (Τραγούδια του Παθανάρες) ένα μικρό βιβλίο με ποιητικά υλικά, ο κ.
Ν. Ρυσσιανός στο «Σκουριασμένο νερό», που το διαποτίζει μια λεπτή ευαισθησία, ο
κ. Ν. Πρόκος(Νήτη) με την εργασμένη μορφή, και ακόμα ένα νέος με γερή θεμελίωση
και δυνατή έμπνευση ο κ. Ν. Βαλαωρίτης που στην «Τιμωρία των Μάγων» εργάζεται
σε ελεύθερους αλλά και υπερρεαλίζοντες τονικούς στίχους.
Εδώ κλείνουμε, χωρίς αξιόλογες παραλήψεις
τον απολογισμό της ποιητικής παραγωγής του 1948….»
Ακολουθεί η μνημόνευση της Πεζογραφίας
αναφέροντας τα εξής:
«Η Πεζογραφία μας έχει πάθει
και αυτή ένα διχασμό λιγότερο καταφανή από τον Ποιητικό. Η εσωτερική πεζογραφία
που άνθισε τους τελευταίους καιρούς, η λυρική που φάνηκε αργότερα και τα
ελάχιστα υπερρεαλιστικά κείμενα, έδειξαν ότι η πεζογραφία μας προβληματίζεται
και αυτή αναζητώντας το νέο της δρόμο. Γι αυτή όμως χρειαζόταν ένα μεγαλύτερο
χρονικό μήκος για να φανερώσει τους ώριμους καρπούς, το διάστημα της δοκιμασίας
υπήρξε πολύ σύντομο και δεν άφησε να παρουσιάσει τίποτε σχεδόν το οριστικό. Στο
μεταξύ και αυτή αντιμετώπισε ζήτημα ριζών και μια κατηγορία πεζογράφων ζήτησε
στην ελληνική ιστορία τους μύθους που εύρυναν τον ορίζοντά της….» Και
αναφέρεται ο Αργυρίου στους Παντελή Πρεβελάκη, Θανάση Πετσάλη-Διομήδη, Μ. Καραγάτση, Α. Αγγελόγλου, Α. Κοββατζή, Γ. Μαυροειδή, την Μ.
Μητροπούλου, τον Ν. Νικολαϊδη, τον Μ. Λουντέμη, τον Στρατή Τσίρκα, την Κατίνα
Παπά, τον Λουκή Ακρίτα και άλλους.
Τέλος, στον χώρο των μελετών
αναφέρει τους Μ. Παπαϊωάννου, τον Μ. Χατζηδάκη, τον Ιωάννη Κακριδή, τον Β.
Φράγκο και άλλους. Και κλείνοντας την γενική πληροφοριακή αυτή ανασκόπηση του
1948 ο Αργυρίου, κάνει λόγο και για το βιβλίο του Σωτήρη Πατατζή, «Μεθυσμένη
Πολιτεία», και το βιβλίο της Μαργαρίτας του ποιητή Νικηφόρου Βρεττάκου,
αναφέροντας ότι «σε μια εποχή που αδιαφορεί για το πνεύμα τουλάχιστον όσον οι
χειρότερες περίοδοι του έστω, πολιτισμού».
Όπως βλέπουμε από την γενική αυτή
ανασκόπηση του Αλέξανδρου Αργυρίου, πάρα πολλά ονόματα από αυτά που αναφέρονται
διασώθηκαν μέχρι των ημερών μας, άλλα λησμονήθηκαν, και ορισμένα από αυτά μας
έδωσαν αξιόλογους εκδοτικούς καρπούς και στο χώρο του δοκιμίου κυρίως. όπως ο
Γιάννης Δάλλας, ακόμα ο ποιητής Μίλτος Σαχτούρης που είχε μια ισχυρή παρουσία στο
χώρο της ποίησης, ο Μανώλης Αναγνωστάκης που άφησε τα ίχνη του και πέραν των
ορίων της συμπρωτεύουσας, ο Γιώργος Θέμελης με την σημαντική ποιητική δουλειά
του, ο Γιώργος Βαφόπουλος με τις μελέτες και τις αναμνήσεις του, ο
σημαντικός και αυθεντικός έλληνας υπερρεαλιστής ποιητής Νάνος Βαλωρίτης που
εξακολουθεί να δημιουργεί ακόμα-και ευτυχώς- και άλλοι. Ο μελετητής ξεχωρίζει
τόσο τους ποιητές όσο και τους πεζογράφους σε δύο κατηγορίες, τους παραδοσιακούς
και τους νεότερους που ακολουθούν διαφορετική ρυθμολογία στους στίχους τους, που περιγράφουν άλλες ιστορικές και κοινωνικές
παραστάσεις μέσα στο έργο τους και αναζητούν νέους δρόμους για να εκφράσουν τις
ευαισθησίες, τα όνειρά τους και τα κοινωνικά τους οράματα. Αξίζει να
μνημονεύσουμε και την μνεία που κάνει στην γυναικεία παρουσία, όχι μόνο στο
χώρο της ποίησης όπως είναι η Ζωή Καρέλλη αλλά και στον πεζό λόγο, αναφέροντας
την σημαντική Κατίνα Παπά και άλλες γυναικείες φωνές.
Ας δούμε τώρα εν τάχει τα περιεχόμενα του
«Λογοτεχνικού Ημερολογίου» όπως αναφέρονται στις δύο τελευταίες σελίδες των
περιεχομένων του.
Άγγελος Σικελιανός, Το
τραγούδι του Μιχαήλ, ποίημα
Α. Θέρος, Στο Μέσαγρο στην
Αμπολή, ποίημα.
Β. Ρώτα, Απ’ το ολάνοιχτο
παράθυρο, ποίημα.
Χ. Νάτσιου, Ναρκισσισμός,
γλυπτό.
Τ. Κ. Παπατζώνης, Το νησί του
θησαυρού, εντυπώσεις.
Γ. Κόλλια, Το όνειρο δεν
πέθανε, ποίημα.
Γ. Σταμπολή, Στοχασμοί για το
Θεό και τη Φύση.
Χ. Γαννιάρη, Σε ένα παιδί,
ποίημα.
Γ, Τρίκκη, Τ’ όμορφο όνειρο,
λυρική πρόζα.
Φ. Γιοφύλλη, Αξιοπρέπεια,
ποίημα.
Ν. Βρεττάκος, ο κορυδαλός του
πρωινού, ποίημα.
Γ. Κοτζιούλας, Ηπειρώτικο
Μοιρολόι για το ξεκοίλιασμα ενός Γερόγυφτου.
Γ. Σημηριώτης, Τι
νάταν;-Ευτυχία, ποιήματα.
Ι. Μόραλης, Προσωπογραφία,
ζωγραφική.
Έλλης Παπαδημητρίου,
Εξιστόρηση, ποίημα.
Μίχου Κάρη, Τότε, δίχως
Φεγγάρι…, διήγημα.
Πάνου Σπάλα, Η νιότη της
Μαρίας, ποίημα.
Αν. Μαυρικίου, Το παιδί της
κατοχής.
Τίλλας Μπαλή, Στο ακρότατο
σύνορο, ποίημα.
Ιφ. Λαγανά, Ακουαρέλλα.
Σ. Σπαθάρη, Παλιές
Αναμνήσεις, απομνημονεύματα.
Ι. Σπυρόπουλου, Λαϊκή Αγορά,
Κ. Ντάκου, Μπόρα.
Ν. Σφυρόερα, Η πείνα, ποίημα.
Τ. Βουρνά, Ο Μαρίνος
Παπαδόπουλος-Βρεττός και το Εθνικόν του Ημερολόγιον, μελέτη.
Χ. Κουρσάρε δωδεκάχρονε,
ποίημα
Τ. Σιωμόπουλου, Όνειρο,
ποίημα.
Α. Βερβενιώτη, Huberd Pernot,
μελέτη.
Νότη Ρυσσιανού, Οι μάντισσες,
διήγημα.
Κ. Μαρκίνα, Οι Νεκροί μας,
ποίημα.
Γ. Πολιτάρχη, Η γυναίκα,
διηγήμα.
Βάσως, Ξυλογραφία.
Φ. Δέλφη, Ηλιόλουστη, θερμή
μεσόγειος.
Βαν Γκόγκ, ο άνθρωπος μπρος
στην αιωνιότητα.
Τ. Τσιάκου, Τέλος-Λεύκα,
ποιήματα.
Α. Περαστικού, Ταξίδι στον
Ακροπόταμο, εντυπώσεις.
Φ. Κατσίπη, Στροφές, ποίημα.
Κ. Καμπάνη, Ανοιξιάτικες
Ώρες, ποίημα.
Δ. Γαλάνης, Το παιδί, σχέδιο.
Κ. Αλέπη, Πως γίνεται να σε
αγαπώ-Για την αγάπη της δύναμης, ποιήματα.
Χ. Ρωμανού, Χριστούγεννα στο
τρελλοκομείο, διήγημα.
Γ. Τσουκαλά, Αγάπη, ποίημα.
Σ. Χατζημιχελάκη, Εγκατάλειψη,
διήγημα.
Γ. Σαραντή, Το τραγούδι των
ταπεινών, ποίημα.
Τ. Βρεττάκου, Νεκρή Φύση.
Η. Μάλλωση, Η Νοσταλγία της
Ψυχής, ποίημα.
Ν. Μουσούρη, ο Ανέκδοτος
Συγγραφέας, διήγημα.
Στέλιος Γεράνης, Ρυθμός
Γαλήνης, ποίημα.
Γ. Βερβενιώτη, Ιωάννης
Λάσκαρις, μελέτη.
Α. Τσιριμπέα, Πύρινη Ρομφαία,
ποίημα.
Σ. Δούκα, Οι Βιβλιοθήκες των
Μοναστηριών, μελέτη.
Ν. Δασκαλόπουλου, Η κόρη του
Αλετριού, ποίημα.
Γ. Γαβαλά, Νεκρή πολιτεία,
ποίημα.
Σ. Πατατζή, Το Παιδί,
διήγημα.
Γ. Γρηγόρη, Περιπλάνηση,
ποίημα.
Λ. Παυλίδη, Ελεγείο σε
αγαπημένο ποιητή, ποίημα.
Κ. Ζαμπαθά, Δε μαραθήκανε τα
τριαντάφυλλα, διήγημα.
Π. Μελτέμη, Νηρηϊδες, ποίημα.
Γ. Φλιάσιου, Θρύλοι, ποίημα.
Ν. Σταυρόπουλου, Αναμνήσεις
της Αυγής, διήγημα.
Ρενουάρ, η πηγή, πίνακας.
Φ. Ανατολέα, Τιτανική
Συμφωνία, ποίημα.
Γ. Κότσιρα, Πλατεία
Συντάγματος, ποίημα.
Π. Ντάλα, η αυτοκτονία της
Γιουλίσκα, ποίημα.
Α. Λημναίου, Κεφαλή κόρης.
Α. Ζ. Βάρδη, Η Μπάμπω η
Μαριούλα, ποίημα.
Χ. Γ. Ανυφαντή, Απόψε,
ποίημα.
Ρ. Μανθούλη, Γιορτή, ποίημα.
Γιαν. Σπανόπουλου, Ελεγείο,
ποίημα.
Γ. Δάλλα, Βρέχει, ποίημα.
Ειρ. Δανοπούλου, Ο
Καντηλανάφτης, διήγημα.
Σ. Τζουβέλη, Πάρνηθα, ποίημα.
Κ. Χατιάδη, Η κυρά Σοφία,
ποίημα.
Β. Λιάσκα, Εσπερινή σημαία,
Λυρική πρόζα.
Α. Αργυρίου, Το Λογοτεχνικό
σαρανταοχτώ, ανασκόπηση.
Όπως βλέπουμε, η ύλη του περιοδικού είναι πολυποίκιλη
και αρκετά ενδιαφέρουσα και αγγίζει τα όρια των πιο προοδευτικών περιοδικών της
εποχής του. Συνεργάτες του είναι τόσο οι παραδοσιακοί συγγραφείς όσο και οι
νεότεροι-τότε-δημιουργοί που στα κατοπινά χρόνια άφησαν σημαντικό συγγραφικό ίχνος.
Υπερτερεί ο ποιητικός λόγος και το διήγημα, χωρίς να λείπουν και οι σχετικές
μελέτες. Τα Απομνημονεύματα του Ευγένιου Σπαθάρη νομίζω ότι παρουσιάζονται για
πρώτη φορά αν δεν κάνω λάθος. Η μελέτη του Στρατή Δούκα για τις Βιβλιοθήκες των Μοναστηριών είναι
επίσης ενδιαφέρουσα.. Από την περιοχή του Πειραιά συμμετέχουν ο συγγραφέας
Πάνος Σπάλας, ο πεζογράφος Γιώργος Μ. Πολιτάρχης, η ποιήτρια Τούλη Βρεττάκου
και ο ποιητής και κριτικός Στέλιος Γεράνης. Σημαντικές δημιουργικές φωνές του Πειραϊκού χώρου, με παρουσία στον ποιητικό λόγο, τον πεζό και τον δοκιμιακό. Οι κριτικές
του ποιητή Στέλιου Γεράνη από όσο γνωρίζω δεν έχουν καταγραφεί. Η γυναικεία
φωνή αντιπροσωπεύεται από την ποιήτρια Τίλλα Μπαλή, την δοκιμιογράφο Έλλη
Παπαδημητρίου και άλλες. Έλληνες και Ξένοι εικαστικοί κοσμούν τις σελίδες
του Ημερολογίου. Από τους ξένους, έχουμε τον Ρενουάρ και τον Βαν Γκογκ. Ο
ιστορικός και κριτικός Τάσος Βουρνάς, γράφει μια ιστορική μελέτη αρκετά
ενδιαφέρουσα. Το περιοδικό χωρίς να ανήκει στην αριστερή θα γράφαμε παράταξη,
δημοσιεύει κείμενα πολλών αριστερών δημιουργών, τα οποία όμως δεν χρωματίζουν
ιδεολογικά το ύφος του Ημερολογίου, αντίθετα, το εμπλουτίζουν δίνοντάς του μια
ευρύτερη καλλιτεχνική προοπτική. Δεν κινείται θέλω να πω, μέσα στα «στενά» ιδεολογικά όρια
που έχει η «Επιθεώρηση Τέχνης», ή οι «Πρωτοπόροι» για να μείνω σε δύο μόνο από
τα αριστερής ιδεολογίας έντυπα. Ο διηγηματικός ακόμα λόγος αντιπροσωπεύεται με υποφερτά κείμενα..
Μεγάλη η βεντάλια του ποιητικού και του
πεζού λόγου του Ημερολογίου για την εποχή του, με σύγχρονες συμμετοχές της
πνευματικής και καλλιτεχνικής ζωής του τόπου. Πρόσωπα που διακρίθηκαν στον τομέα
τους και στην πνευματική τους δημιουργία., πρόσωπα που τα ίχνη τους τα
συναντάμε και σε άλλα έντυπα της εποχής τους και μεταγενέστερα.
Δεν θέλησα να αναφέρω δείγματα του ποιητικού, του διηγηματικού ή του δοκιμιακού λόγου που μου άρεσαν καθώς
μελετούσα το «Λογοτεχνικό Ημερολόγιο 48» γιατί πίστευα ότι όφειλα να μην
ξεχωρίσω τα κείμενα, ανεξάρτητα από την «αξία τους», και να μην διαχωρίσω τους συγγραφείς
σε αυτούς που ακόμα τους θυμόμαστε και σε αυτούς που τους έχουμε λησμονήσει,
άλλου είδους μελέτες για τα Ημερολόγια, θα απαιτούσαν μια διαφορετική κριτική
αντιμετώπιση και αναφορά.
Γιώργος Χ. Μπαλούρδος
Πρώτη γραφή, σήμερα, Σάββατο,
18 Απριλίου 2015
Πειραιάς, Σάββατο, 18
Απριλίου 2015
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου