Τα Σεπτά
Πάθη του Ανθρώπου Εικονογραφεί η Ποίηση του Τριωδίου
Σάββατο του Λαζάρου σήμερα, μνήμη του
φίλου του Υιού του Ανθρώπου. Κοιμήθηκε και τις δύο αδερφές του Μάρθα και Μαρία
τις σκέπασε το πένθος, τις τύλιξε ο πόνος, μαυροφορέθηκαν. Τι θα απογίνονταν
τώρα έρημες και μόνες, αβοήθητες, απροστάτευτες. Μοιρολογώντας τον αδερφό τους
τύλιξαν το Σώμα του με εντάφια σπάργανα, το μύρωσαν με μύρα εύοσμα της
ανατολής, τον άλειψαν με αρώματα, το ενταφίασαν σε κενό μνημείο, σφραγίζοντάς
το με βαριά, ασήκωτη πέτρα μας λέει το Ευαγγελικό ανάγνωσμα. Η μέχρι πριν λίγο
αναπνέουσα Ύπαρξη κατέβηκε την σκάλα της αβύσσου. Θρηνούσαν και οδύρονταν για
τον χαμό του αγαπημένου τους αδερφού, πίστευαν, ότι αν ο Κύριος και φίλος τους
ήταν κοντά τους, ο αδερφός τους δεν θα κατέβαινε στον Άδη, θα ζούσε, θα ήταν δίπλα
τους, θα συνομιλούσε μαζί τους. Η Μάρθα δεν θα «μεριμνούσε και θα τύρβαζε περί
πολλών…». Εκείνος, ο «Ενός εστί χρεία» δεν πρόλαβε να παρευρεθεί στο ξόδι του,
δεν είδε ζωντανό τον φίλο του Λάζαρο, τον πήρε ο λυσσομανής και ύπουλος
Θάνατος. Ο μαύρος τοξευτής. Οι δύο μαυροφορούσες αδερφές περίλυπες,
βαρυπενθούσες και αλαφιασμένες, έτρεξαν και τον ειδοποίησαν, παρεκάλεσαν τον
Ιησού όπως μας λένε οι Γραφές να έρθει κοντά τους. Ο Κύριος των Δυνάμεων έτρεξε
κοντά τους, πριν εισέλθει ο ίδιος προς το Εκούσιο πάθος. Όπως μας λένε και πάλι
οι ιερές Γραφές , «Ο Νυμφίος που έρχεται εν τω μέσω της νυκτός» ανέστησε τον
φίλο του Λάζαρο, προεικονίζοντας την δική του λαμπροφορούσα Ανάσταση. Ο
αναστημένος Λάζαρος έζησε ακόμα τριάντα χρόνια όπως θρυλείται. Ποτέ όμως, μα
ποτέ δεν μίλησε, δεν μας αφηγήθηκε, δεν ψέλλισε λέξη, δεν έβγαλε άχνα για το τι
είδε, τι αντίκρισε, τι άκουσε, ποιους συνάντησε, με ποιους μίλησε, ποιους
ασπάσθηκε, ποιανών χέρια χειροφίλησε, ποια λείψανα αναζήτησε να προσκυνήσει, τι
μυστικά του εξομολογήθηκαν, τι αγωνίες του εκμυστηρεύθηκαν, τι αναμνήσεις τους
του αφηγήθηκαν τα «οστά των κεκοιμημένων» και σε ποια γλώσσα, στο μικρό
διάστημα που κατέβηκε στον Άδη όσο βρίσκονταν ανάμεσα σε «είδωλα καμόντων».
Σιώπησε μέχρι την ημέρα που πέθανε για δεύτερη φορά. Μια Σιωπή εκκωφαντική,
βροντώδη, αινιγματική, παρατεταμένης αλαλίας. Προφητικής αφωνίας, διδασκαλίας
για τους ζωντανούς. Μια Σιωπή σημαίνουσα την α-σημία της, το προλεχθέν άλεκτο
της νόησής της. Το αιώνιο, το αξεπέραστο, το ακατανόητο στον ανθρώπινο νου Μυστήριο
της συνάντησης της μη Επιστροφής της Ζωής ως ετέρα φανέρωση. Το φαινόμενο της
Ύπαρξης τέθηκε από εδώ και πέρα σε μία παρατεταμένη αμφιβολία για τα Μετά,
αμφισβήτησης της συνέχισής της στον ατελεύτητο Χρόνο και την αναγεννώμενη
συνεχώς Ιστορία σε όλες τις ενσαρκωμένες παραμέτρους της. Αντιμετωπίζεται μόνο
ως συμμετοχή στο Μέλλον του μακάβριου χορού που μας αναμένει, που απώλεσε την
αρμονία του βηματισμού του, απογυμνώθηκε τελειωτικά από το «αρχαίο κάλλος» της
Εικόνας της. Πώς να ερμηνευτεί το φαινόμενο του Θανάτου, το ασύλληπτο της
ύπουλης αναμονής του από την τυχαία και στιγμιαία, θνητή και φθαρτή ύπαρξή μας,
μιά ύπαρξη ασθενοφόρα βουτηγμένη στην φθορά, την σήψη, την διάλυση, το χάος,
τον μηδενισμό, την δυσαρμονία, την αταξία, την μωρία. Ποιά η νέα πραγματικότητα
όσων έφυγαν και αυτών που εξακολουθούν ακάθεκτα να φεύγουν μέσα στα όρια του
Χρόνου της Ιστορίας. Εμείς μόνο τους θυμόμαστε ή και Εκείνοι, μας αναζητούν στο
βασίλειο της απουσίας τους; Αυτών που άφησαν τις τρώγλες της Ζωής και
ταξιδεύουν στο σκοτεινό άγνωστο, στο αρχοντικό του Πλούτωνα και της Περσεφόνης,
και προστέθηκαν ως νέα ασώματα μέλη στο ατέλειωτο και διηνεκές κομβόι των ψυχών
και των σωμάτων που διάβηκαν τις πύλες του Άδου. Πολιτογραφήθηκαν μόνιμοι
κάτοικοι του κεκορεσμένου από νεκρές υπάρξεις
βασιλείας του. Αυτών που γεύθηκαν πρώτοι το απόλυτο, το αδιανόητο, το
άμορφο, το δίχως είδος και κατηγορία, μορφή, όψη, το ανονόμαστο, την
αμεταμόρφωτη τετελεσμένη κατάσταση της λύσης, μοναδικής και ξεχωριστής του
καθενός μας. Η Ζωή προδίδει τον θάνατο ή ο Θάνατος τη ζωή από τότε που το Κακό
εισήλθε στον Κόσμο, ενδύθηκε με σκούρα χρώματα χαράσσοντας τα ίχνη του μέσα
στην Ιστορία της Ανθρωπότητας. Το ανθρώπινο όν εξήλθε από το Σπήλαιο του Μύθου
χάνοντας την αθανασία του και εισήλθε στην θεολογούσα θνητότητα της Ιστορίας.
Παράδοξο το μέγα μυστήριο της Αναστάσεως ως ετέρα όψη της Πίστης. Ωσαννά-
Ωσαννά, Ευλογημένος ο Ερχόμενος ακούγεται σήμερα Κυριακή να ψάλλουν τα χείλη
των πιστών στους ιερούς Ναούς. Ο Υιός του Ανθρώπου ως φτωχός μαραγκός, λέγοντας
παραβολές και μικρές ιστορίες στους ψαράδες φτωχούς μαθητές του, εισέρχεται επί
πόλου Όνου, πάνω σ’ ένα μικρό γαϊδουράκι στην ιερή πόλη Ιερουσαλήμ. Ο
Ναζωραίος, ο απόγονος του προφητάνακτα Δαυίδ έρχεται όχι ως εστεμμένος
βασιλιάς, όχι ως εξουσιαστής δυνάστης, όχι ως άρχοντας περιτριγυρισμένος από
τους ακολούθους του, αλλά ως απλός, ταπεινός, φτωχός και ρακένδυτος
απροστάτευτος ραβί, ακολουθώντας και εκπληρώνοντας τον θείο σκοπό και σχεδιασμό
πρόκειται να ανεβεί τον Γολγοθά, να σταυρωθεί, να πιει από το ποτήρι του πόνου
και της ανθρώπινης πίκρας. Αυτόν τον προορισμό του επεφύλαξε η Ιστορική Μοίρα.
Ο Ωσαννά- Ωσαννά, Ευλογημένος ο Ερχόμενος εν ονόματι Κυρίου, να γίνει ο
αναγκαίος Σωτηριολογικός σωσίβιος Μύθος της Ιστορίας για να μπορεί να
συνεχιστεί στον Χρόνο. Ο Μύθος και ο
Θρύλος είναι το αναγκαίο και απαραίτητο σωτηριολογικό σωσίβιο του γίγνεσθαι της
Ιστορίας. Ένας ιστορικός Εμμανουήλ ομοιάζει με τους άλλους προγενέστερους και
μεταγενέστερούς του Σωτήρες και Προφητολόγους που εμφανίστηκαν στην
Ανθρωπότητα. Ένας ενδεδυμένος όμως την παραμυθία και την ελπιδοφορία, την
ελεήμονα παρηγοριά του Μύθου και του Θρύλου γύρω από το Όνομά του, τότε η πίστη
στην Ανάστασή του είναι κάτι περισσότερο από ελπιζόμενη αναμονή, είναι βεβαία.
Η κάθαρση δεν υπάγεται στους νόμους της τραγωδίας της Ιστορίας αλλά στην
αποτελεσματικότερη εκδοχή της ως Μύθος και Θρύλος. Όταν ο Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι
μας λέει: «Αν ήμουν αναγκασμένος να διαλέξω ανάμεσα στον Χριστό και στην
αλήθεια, θα επέλεγα τον Χριστό και θα απέρριπτα την αλήθεια» δεν ψεύδεται,
εκφράζει την ομολογία της παράδοσης της ορθόδοξης πίστης του μέσα στην Ιστορία
του Έθνους και της Πολιτείας του. Ο Θεός είναι πολύ ψηλά για να μας ακούσει και
διαρκώς να μας επιβλέπει, ο Χριστός μετά την ενσάρκωσή του από την Νύμφη
Ανύμφευτη, είναι αρκετά κοντά μας για να μας συμπαρασταθεί. Ένας Χριστός
βασιλεύς των Ιουδαίων μέσα στον Ιστορικό χρόνο και τόπο θα είχε το ίδιο
ενδιαφέρον όσο και οι άλλοι Χρηστοί, ένας Χριστός όμως του Μύθου και του Θρύλου
παρέμεινε και θα παραμείνει νυν και αείν στις συνειδήσεις των πιστευόντων
ανθρώπων ως η μοναδική προτεινόμενη εσχατολογική επιλογή παραδειγματική
σωτηριολογία της ανθρώπινης ψυχής. Σε όσους παραβλέπουν τα όρια του Χρόνου και
της Ιστορίας και εμπιστεύονται το παράδειγμα Εκείνου ως ζώσα μίμηση Προσώπου
συλλογικής μνήμης. Και Ανάσταση δίχως Πάθος του Ανθρώπου που πάσχει στην πορεία
του από την Φάτνη στο Γολγοθά δεν μπορεί να υπάρξει. Αυτά τα επαναλαμβανόμενα
μέσα στην Ιστορία των Ανθρώπων Πάθη είναι για τα οποία μας μιλά, αναφέρεται,
εξιστορεί και υμνεί η Ποίηση. Η Ποίηση ως γεγονός του Λόγου της έμπνευσης της
Θείας αρχής. Της Γραφής ως Σαρκωμένος Λόγος ερμηνείας του Πασχάλιου αψηλάφητου
γεγονότος της Τριημέρου Ανάστασης που ολοκληρώνει τον κύκλο της μετά την
σταύρωση και την ταφή. Η ανθρωπολογική αστοχία βρίσκεται μέσα στα
συρματοπλέγματα που περικλείει η Ιστορία, αντίθετα με την ανοιχτή πάντα
στόχευση και πρόσκληση που μας προσφέρει ο Μύθος και ο Θρύλος της αυτόβουλης
οικειοθελούς Πίστης.
Κυριακή των
Βαΐων
Πειραιάς
2025
γ. χ.
μπαλούρδος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου