GIACOMO LEOPARDI –ΤΖΙΑΚΟΜΟ
ΛΕΟΠΑΡΝΤΙ
(Ρεκανάτι 29 Ιουνίου 1798- Τόρε Ντελ
Γκρέκο 14 Ιουνίου 1837)
Το ποίημα ΕΙΣ ΕΑΥΤΟΝ
Πέντε
μεταφράσεις
ΕΙΣ ΕΑΥΤΟΝ
Τώρα θ’
αναπαυτής για πάντα πιά,
καρδιά μου
κουρασμένη.
Πάει κι’ η
στερνή μου πλάνη
πού αθάνατον
επίστευα τον εαυτό μου’
πάει πιά!
Καλά το νιώθω,
για τις
αγαπημένες μας τις πλάνες
δεν έχει
μόνο η ελπίδα,
και η
επιθυμία έχει σβύσει.
Σταμάτησε
λοιπόν για πάντα πιά. Περίσσια,
καρδιά μου,
καρδιοχτύπησες
και δεν
αξίζει τίποτα
το
καρδιοχτύπημά σου.
Ανάξια η γη
για στεναγμούς.
Πίκρα η ζωή
και βαρεμάρα
και τίποτ’
άλλο. Ο κόσμος βούρκος.
Ησύχασε
λοιπόν για πάντα, κι’ απελπίσου
για μια
στερνή φορά.
Στο γένος
μας η μοίρα
δέν έδωσε
παρά το θάνατο.
Τώρα τον
εαυτό σου περιφρόνησε,
τη φύση, και
την απαίσια δύναμη
που
κυβερνάει κρυμμένη
την δυστυχία
ολονών μας,
και την
απέραντη ματαιότη του Παντός.
Μετάφραση ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΤΣΑΤΣΟΣ
Από το
βιβλίο: ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΤΣΑΤΣΟΣ, ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΑΛΛΩΝ ΚΑΙΡΩΝ ΚΑΙ ΑΛΛΩΝ ΤΟΠΩΝ.
Μεταφράσεις. Εκδ. Οι Εκδόσεις των Φίλων, Αθήνα, 12, 1980, σ. 63.
ΕΙΣ ΕΑΥΤΟΝ
Κουρασμένη
καρδιά, τώρα για πάντα
θ’
αναπαυτείς. Ως κ’ η στερνή μου απάτη
πού αιώνια
τη θαρρούσα μ’ έχει αφήσει,
και κάθε
γλυκειάς πλάνης
η ελπίδα
πάει κι ο πόθος έχει σβήσει.
Στάσου πιά.
Φτάνουν τα χτυποκάρδια
γιά πράγματα
που αξία καμμιά δεν έχουν…
Γι’ αυτή τη
γη δεν πρέπει να στενάζεις.
Είν’ η ζωή
πίκρα και βάρος μόνο
και τίποτ’
‘άλλο. Κ’ είν’ ο κόσμος λάσπη.
Ησύχασε. Και
τέλος απελπίσου.
Η Μοίρα μόνο
θάνατο μας δίνει.
Και τώρα
καταφρόνεσε τη φύση,
τον εαυτό
σου, τη δύναμη του ολέθρου
πού όλα,
κρυμμένη και σκληρή τα ορίζει,
την άπειρη
των πάντων ματαιότη…
Μετάφραση ΜΑΡΙΝΟΣ ΣΙΓΟΥΡΟΣ
Από τον τόμο
ΡΙΤΑ ΜΠΟΥΜΗ- ΝΙΚΟΥ ΠΑΠΠΑ, ΝΕΑ ΠΑΓΚΟΣΜΙΑ ΠΟΙΗΤΙΚΗ ΑΝΘΟΛΟΓΙΑ. ΤΟΜΟΣ Ε΄ ΞΕΝΕΣ
ΧΩΡΕΣ. Επιμέλεια εκδόσεως: Διονύσης Ι. Τσουράκης. Εκδόσεις «Διόσκουροι», Αθήνα
1976., σ. 2037-2044. [Περιλαμβάνει ποιητές από: ΙΣΡΑΗΛ- ΙΤΑΛΙΑ- ΚΑΝΑΔΑ- ΚΟΥΒΑ-
ΚΥΠΡΟ-ΜΕΞΙΚΟ- ΝΙΚΑΡΑΓΟΥΑ- ΟΛΛΑΝΔΙΑ- ΟΥΓΓΑΡΙΑ-ΟΥΚΡΑΝΙΑ- ΟΥΡΟΥΓΟΥΑΗ- ΠΕΡΟΥ-
ΠΟΛΩΝΙΑ- ΠΟΡΤΟΓΑΛΙΑ- ΡΟΥΜΑΝΙΑ.]. Υπάρχει και στην «Ανθολογία» του Κλέων Παράσχου.
Βλέπε προηγούμενο σημείωμά μας.
ΕΙΣ
ΕΑΥΤΟΝ
Τώρα για
πάντα θα ξεκουραστείς καϋμένη μου καρδιά. Η έσχατη
πλάνη είναι
νεκρή που πίστεψες από μικρός. Νεκρή. Νοιώθεις τον
πόθο για
γλυκές ελπίδες και φενάκες ξεδιψασμένο για καλά. Για
πάντα
ξεκουράσου. Πάρα πολύ ταράχθηκες. Τίποτα πιά δεν
ισοδυναμεί
με κείνους τους σπασμούς σου μήτε και τούτη η γης είν’
άξια των
αναστεναγμών σου. Πικρή και πληχτική είν’ η ζωή και
τίποτ’ άλλο.
Βούρκος ο κόσμος. Ξεκουράσου. Η Μοίρα δεν χάρισε
στο γένος
μας άλλο δώρο από τον θάνατο. Μυκτήρισε τον εαυτόν
σου, την
φύση, την βάρβαρην αυτήν ορμή-πάντα κρυφά κυριαρχεί
για να μας
εξοντώσει- και του κόσμου την άπειρη ματαιότητα…
Μετάφραση ΝΙΚΟΣ ΣΠΑΝΙΑΣ
Από το βιβλίο ΝΙΚΟΣ ΣΠΑΝΙΑΣ, ΜΕΤΑΦΡΑΣΕΙΣ
1941-1971.Εκδόσεις Νέα Υόρκη, 1972, σ. 5.
ΕΙΣ ΕΑΥΤΟΝ
Τώρα θα
ξαποστάσεις πιά για πάντα,
κουρασμένη
καρδιά μου. Η στερνή πλάνη
έχει χαθεί,
που αιώνια τη θαρρούσα.
Χαθήκαμε.
Και καλά το νιώθω: εντός μου
απ’ τις
αγαπημένες πλάνες, όχι
μόνον η
ελπίδα, αλλά κι ο πόθος έχει
πεθάνει πιά.
Για πάντα ξεκουράσου.
Χτύπησες
αρκετά και δεν αξίζει,
τίς ταραχές
σου, τίποτα. Μηδ’ είναι
άξια των
στεναγμών σου η γη. Πικρή ‘ναι
η ζωή και
πληχτική και τίποτα άλλο,
και πηλός,
είναι ο κόσμος: αναπαύσου.
Για
τελευταία φορά απελπίσου. Η μοίρα
στο γένος μας
το θάνατο έχει δώσει
μονάχα.
Καταφρόνα τον εαυτό σου
πιά, τη
φύση, τη ρώμη την κτηνώδη
πού, για
κακό κρυμμένη, βασιλεύει
στην άπειρη
ματαιότητα των κόσμων.
Μετάφραση
ΑΡΗΣ ΔΙΚΤΑΙΟΣ
Από τον τόμο ΑΡΗΣ ΔΙΚΤΑΙΟΣ, Σ’ ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ
ΤΟΥ ΑΠΟΛΥΤΟΥ. ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΑΝΘΟΛΟΓΙΑ ΤΗΣ ΠΑΓΚΟΣΜΙΟΥ
ΠΟΙΗΣΕΩΣ, εκδ. Εκδοτικός οίκος Γ. ΦΕΞΗ, Αθήναι 1960, σ.575-579
ΕΙΣ ΕΑΥΤΟΝ
Τώρα για
πάντα θε ν’ αναπαυτείς
καρδιά μου
αποσταμένη. Χάθηκε η έσχατη αυταπάτη,
πού έλεγα
πώς είμαι αιώνιος. Χάθηκε. Σωστά το νοιώθω:
σε μας, από
τις αυταπάτες που αγαπούμε,
όχι η
ελπίδα, μα η επιθυμία είναι πού εσβύστη.
Αναπαύσου
για πάντα. Για πολύν καιρό
Χτυπούσες.
Τίποτα δεν αξίζανε
οι παλμοί
σου, μήτε κι είναι άξια η γης
για
στεναγμούς. Πίκρα και ανία
η ζήση,
τίποτ’ άλλο’ και βόρβορος είναι ο κόσμος.
Ησύχασε τώρα
πιά. Για στερνή φορά
απελπίσου.
Στο γένος το δικό μας η Μοίρα
δεν εχάρισε
παρά το θάνατο. Τώρα πιά περιφρόνησε:
τον εαυτό
σου, τη Φύση, την άχαρη
τη Δύναμη
πού, αφανέρωτη, την κοινήν ορίζει συμφορά’
και την
απέραντη ματαιότητα των πάντων.
Μετάφραση
ΜΑΡΓΑΡΙΤΑ ΔΑΛΜΑΤΗ
Από το
περιοδικό Νέα Εστία τχ. 1461/15-5-1988, τόμος 123ος, σ.659. Αφιέρωμα
στον Τζιάκομο Λεοπάρντι (150 χρόνια από το θάνατό του). Στις σελίδες του
περιοδικού 638-648 δημοσιεύεται και η μελέτη της ποιήτριας για τον νεαρό ποιητή
Τζιάκομο Λεοπάρντι.
Σημειώσεις:
Στις
20 Ιουλίου 2022 αναρτήσαμε στα Λογοτεχνικά Πάρεργα ένα σημείωμα με τίτλο:
«Ποιήματα Ξένων Δημιουργών για την Σαπφώ», ανάμεσα στους ευρωπαίους ποιητές
συναντήσαμε και τον σπουδαίο, ιδιοφυή ιταλό ποιητή και θεωρούμενο από σημαντική
μερίδα μελετητών του φιλόσοφο Τζιάκομο Λεοπάρντι (Ρεκανάτι της επαρχίας Μάρκε
29 Ιουνίου 1798-Τόρε Ντελ Γκρέκο 14 Ιουνίου 1837). Μεταφέραμε στην σειρά των
Σαπφικών αφιερωμάτων μας το ποίημα «Το τελευταίο τραγούδι της Σαπφώς» σε
μετάφραση του ποιητή και μεταφραστή, δοκιμιογράφου, ανθολόγου Άρη Δικταίου. Ενός
ποιητή και μεταφραστή των παλαιότερων γενεών δημιουργό που, θεωρούμε, ότι
μάλλον έχει κάπως παραβλεφθεί το έργο και η μεγάλη μεταφραστική προσφορά του.
Όπως επίσης στο γεγονός ότι στον Άρη Δικταίο ως υπεύθυνο των παλαιών εκδόσεων
του Γεωργίου Φέξη και όχι μόνο, οφείλουμε την γνωριμία μας με δεκάδες έργα της
κλασικής παγκόσμιας γραμματείας και τίτλους βιβλίων ελλήνων συγγραφέων. Η
συμβολή του Άρη Δικταίου στον μεταφραστικό χώρο (δεν μιλάμε για την πρωτογενή
ποιητική του παραγωγή ούτε και για τις εισαγωγές και αναστυλώσεις του, βλέπε
περίπτωση Ναπολέοντα Λαπαθιώτη) είναι σημαντική όχι μόνο στην εποχή της. Οι
μεταφράσεις του Δικταίου διακρίνονται για τον σεβασμό και την ακριβολόγα
έκφρασή του όσον αφορά το πνεύμα και το ύφος, το στυλ του ποιητή ή πεζογράφου
που αποδίδει στην ελληνική γλώσσα. Ο Δικταίος δεν ισοπεδώνει, ομογενοποιεί τον
λόγο και το ύφος του ξένου συγγραφέα που μεταφέρει στα ελληνικά, δεν προβάλει
το δικό του ύφος γραφής σε βάρος του ξένου ποιητή, δεν παραγεμίζει τις
μεταφράσεις του με φωσφορίζουσες ελληνικές λέξεις εντυπωσιασμού, διατηρεί την
ατμόσφαιρα και το άρωμα του αλλόγλωσσου κειμένου σε μία μεταφραστική εκφραστική
ισορροπία αποδεχτή και στον λόγιο και στον ανώνυμο έλληνα βιβλιόφιλο
αναγνώστη. Σε αντίθεση μάλλον, με αυτό
που συμβαίνει σε σύγχρονους μεταφραστές και μεταφράστριες που τυγχάνουν να
είναι καλοί πεζογράφοι ή ποιητές, οι οποίοι με την επίσημο «τήβεννο»
αναγνώρισης του μεταφραστή, «καπελώνουν» το κείμενο που μεταφράζουν, θα γράφαμε
αν στέκει, «ελληνοποιούν» το ξένο έργο περισσότερο από όσο το ίδιο το κείμενο
αντέχει χάνοντας με τον τρόπο αυτόν τα ουσιώδη πρωτογενή συστατικά και τους
χυμούς της δικής του γλώσσας και τα χαρακτηριστικά της ταυτότητάς του. Κάτι που
αντιλαμβάνεται ο αναγνώστης ακόμα και αν δεν έχει την επάρκεια κατοχής της
ξένης γλώσσας που διαθέτει ο μεταφραστής ή η μεταφράστρια. Αλλά, ας μην
ξεστρατίσουμε πολύ από το θέμα μας. Στις 20 Μαρτίου 2025-πριν μερικές
εβδομάδες- αναρτήσαμε (με την ευκαιρία της Ημέρας του Εορτασμού της Ποίησης-21
Μαρτίου), την «Εισαγωγή σε μια μετάφραση ενός ποιήματος» το ποίημα «Το Άπειρο»
και την μετάφρασή του, του ομότιμου καθηγητή και ποιητή, μεταφραστή Νάσου
Βαγενά, και παράλληλα, ορισμένες άλλες μεταφράσεις του συγκεκριμένου ποιήματος
έτερων μεταφραστών που γνωρίζαμε και είχαμε αποδελτιώσει. Συμπληρώσαμε την
ανάρτηση με αποσπάσματα κρίσεων και πληροφοριών για τον ιταλό ποιητή, από το
236 κεφάλαιο του πολύτομου έργου «Ιστορία του Ευρωπαϊκού Πνεύματος» του
πατρινού πολιτικού και κοινωνιολόγου Παναγιώτη Κανελλόπουλου τόμος 10ος,
μέρος 4ο, «Από τον Πούσκιν ως τον Σούμπερτ», εκδ. Γιαλλελής, Αθήνα
1984. Δίνοντας και ένα σύντομο ονοματολόγιο ελλήνων και ελληνίδων μεταφραστών
που καταπιάστηκαν να μας φέρουν σε επαφή με το έργο του Λεοπάρντι.
Με αναγνωστική συνέπεια διαβάζω ό,τι έχει
δημοσιευθεί και πέφτει στα χέρια μου για τον Ιταλό φιλελεύθερων για την εποχή
του ιδεών, πεσιμιστή ποιητή με τα τραγικά κτυπήματα της Μοίρας στον ατομικό του
βίο φιλάσθενο Τζιάκομο Λεοπάρντι. Στο παρόν σημείωμα αναρτώ πέντε ολοκληρωμένες
μεταφράσεις του ποιήματος «ΕΙΣ ΕΑΥΤΟΝ» που μας αποκαλύπτουν στο πώς δεξιώθηκαν
την ποίησή του μεταφραστικά στην ελληνική γλώσσα έλληνες και ελληνίδες ποιητές
και ποιήτριες, και στίχους του ποιήματος μεταφρασμένους από τον Παναγιώτη
Κανελλόπουλο που τεκμηριώνουν τις απόψεις που του αφιερώνει στην πολύτομη
Ιστορία του.
«A se stesso- Στον εαυτό του»
«…. Τίποτε δεν αξίζει
τα χτυποκάρδια σου, δεν είναι άξια
των στεναγμών σου
η γη. Πίκρα και ανία είναι
η ζωή, τίποτε άλλο, λάσπη είναι ο
κόσμος,
ησύχασε τώρα πιά. Απελπίσου
για ύστατη φορά. Στο ανθρώπινο γένος
η μοίρα
δεν πρόσφερε παρά το θάνατο.
Περιφρόνησε πιά
τον εαυτό σου, την φύση, την κακιά
εξουσία πού, κρυμμένη, τάζει σ’ όλους
δυστυχία,
και την άπειρη ματαιότητα των πάντων».
Ο Ιταλός ποιητής που θεωρείται από τους
μελετητές και βιογράφους του δεύτερος μετά τον εθνικό ποιητή της Ιταλίας Δάντη,
αγαπημένος ποιητής του φιλόσοφου ποιητή γερμανού Φρειδερίκου Νίτσε και πολλών
άλλων διάσημων παγκόσμιας φήμης πνευματικών δημιουργών, γεννήθηκε από
αριστοκρατική πολυμελή οικογένεια στο χωριό Ρεκανάτι. Ο πατέρας του ήταν ο
κόμης Μονάλντο ένας φιλομαθής άρχοντας, άτομο με μεγάλη έφεση στην λογοτεχνία
και τα γράμματα και έντονα συλλεκτικά ενδιαφέροντα. Η οικογενειακή Βιβλιοθήκη
του επαρχιακού αρχοντικού των Λεοπάρντι, ήταν για τα μορφωτικά δεδομένα της
εποχής «τεράστια». Ο φιλελεύθερων ιδεών πατέρας του-αν και αριστοκράτης-
φρόντιζε να προμηθεύεται βιβλία και χειρόγραφα από Μοναστηριακές Βιβλιοθήκες,
Μονές που έκλειναν ή κατέστρεφαν οι Γάλλοι στρατιώτες οπαδοί της Επανάστασης και ενάντιοι της Καθολικής Εκκλησίας, και από
Παλαιοβιβλιοπωλεία. Μέσα στον πλούσιο αυτόν πνευματικό κόσμο, των κάθε είδους
βιβλίων και παλαιών χειρογράφων γεννήθηκε, μεγάλωσε και έζησε τα παιδικά,
νεανικά και εφηβικά του χρόνια ο ραχιτικός ποιητής και μεταφραστής Τζιάκομο
Λεοπάρντι. Η άρνηση του κοινωνικού περιβάλλοντος της επαρχίας που βρίσκονταν το
οικογενειακό τους αρχοντικό, των συγχωριανών του και του υπηρετικού προσωπικού
της οικίας του να αποδεχτούν την φιλάσθενη φύση του και την σωματική του
δυσπλασία, έκαναν τον ντροπαλό και δειλό ποιητή μία φυσική παρουσία έγκλειστη
μέσα στο ανήλιαγο, υγρό και αποκομμένο από τον υπόλοιπο κόσμο τις χαρές και τις
διασκεδάσεις του, σκοτεινούς χώρους της μεγάλης Βιβλιοθήκης του κόμη πατέρα
του. Τις δύο πρώτες δεκαετίες του βίου του ο ποιητής Τζιάκομο Λεοπάρντι, ο
μελαγχολικός και θλιμμένος νεαρός τα πέρασε κλεισμένος μέσα στην οικογενειακή
τους εστία. Ότι έβλεπε και γνώριζε από τον έξω κόσμο ήταν ότι έβλεπε από τα
παράθυρα της Βιβλιοθήκης και τους ελάχιστους περιπάτους που έκανε μαζί με τα
δύο από τα αδέρφια του. Καθώς σε κάθε αποτόλμημά του μα βγει παραέξω και να
ζήσει τις καθημερινές χαρές που ζουν τα παιδιά, συναντούσε τα αρνητικά σχόλια
και τον χλευασμό των κατοίκων του χωριού της Ιταλικής αυτής επαρχίας. Το
παράθυρο της Βιβλιοθήκης ήταν το μοναχικό παρατηρητήριό του από όπου έβλεπε το
φώς της ημέρας και τον ουράνιο νυχτερινό θόλο τις ξάστερες νύχτες, τον
κεντημένο με τα χιλιάδες αστέρια που τρεμόσβηναν και ξυπνούσαν την παιδική και
εφηβική του φαντασία. Ο πλούσιος κόσμος της γνώσης που του παρείχαν τα βιβλία
και τα διαβάσματα τους ήταν ταυτόχρονα η φυλακή και το φτερούγισμα των
ημερήσιων και νυχτερινών ονειροπολήσεων του. Τα αρώματα και τα χρώματα του
φυσικού τοπίου οι ήχοι και τα κελαϊδίσματα των πουλιών ακούγονταν στον
κλεισμένο μέσα στους τέσσερεις τοίχους σαν βάλσαμό στην τραυματισμένη ψυχή του
και στο κυρτό σώμα του. Μεγάλωνε αποκομμένος από τον έξω κόσμο μόνο στις αρχές
της δεύτερης δεκαετίας της ζωής του θα αποτολμήσει να απεγκλωβιστεί από το
πατρικό και οικογενειακό περιβάλλον, να εγκαταλείψει το χωριό του και να
ταξιδέψει σε διάφορες μεγάλες πόλεις της Ιταλίας αναζητώντας εργασία και
οικονομική ανεξαρτησία μέσω των συγγραφικών του εργασιών και μεταφράσεων αρχαίων
συγγραφέων, μη ξεκόβοντας τελείως από την οικογενειακή επίβλεψη και φροντίδα
και τους περιορισμούς της. Το αποπνιχτικό και υγρό, σκοτεινό περιβάλλον της
Βιβλιοθήκης που ήταν περιορισμένος και αυτοπεριορισμένος στα πρώτα τρυφερά
χρόνια της ενηλικίωσής του και της κατοπινής ωριμότητάς του σαν έφηβος ο
Τζιάκομο Λεοπάρντι, είχε ως αποτέλεσμα να καταστρέψει ακόμα περισσότερο την
επισφαλή σωματική και ψυχική του υγεία και να προσδώσει στον χαρακτήρα του μια
τάση ηττοπάθειας, βαθειάς μελαγχολίας και απαισιοδοξίας για την ίδια την ζωή
και τις πρόσκαιρες απολαύσεις της, να χαρεί τις ερωτικές στιγμές με το άλλο
φύλο τις μεγαλύτερες σε ηλικία γυναίκες (και παντρεμένες) που παθιασμένα
ερωτεύτηκε. Τον έκαναν σαν άτομο και χαρακτήρα, σαν ποιητή και πεζογράφο
στοχαστή- φιλόσοφο πεσιμιστή, απαισιόδοξο όπως μας αποκαλύπτει η εικόνα των
αυτοβιογραφικών του στιγμών ενταγμένες μέσα στις ποιητικές του συνθέσεις, τα
εξαίσια γεμάτα νοσταλγία και τρυφερότητα, ευαισθησία και πόνο ποιήματά του. Η
ποιήτρια και μεταφράστρια Φαίδρα Ζαμπαθά Παγουλάτου στην γνωστή μελέτη της για
τον Τζιάκομο Λεοπάρντι που κυκλοφόρησε από το τυπογραφείο και τις εκδόσεις
«Μαυρίδης» το 1977, μεταξύ άλλων γράφει στην σελίδα 21:
«Ο Λεοπάρντι είναι πεσιμιστής.
Υποφέρει σε όλη του τη ζωή από υπερβολικό συναισθηματισμό. Ένα συναισθηματισμό
θα λέγαμε εφηβικό, που θα τον κρατήσει όχι μόνο ανέπαφο αλλά και πάντα έντονο,
ως την τελευταία μέρα της ζωής του. Οι κλιμακώσεις αυτού του συναισθηματισμού
διαμορφώνουν την ψυχοσύνθεσή του ποιητή και υφαίνουν τον καμβά της λεοπαρντικής
φιλοσοφίας. Σε κάθε άνθρωπο, ιδιαίτερα ευαίσθητο υπάρχει το στάδιο της
απελπισίας, του πόνου, υπάρχει ακόμη η παύση του ρυθμού της ύπαρξης, μα κάποτε
αυτή η πληγή επουλώνεται και η ζωή συνεχίζει αναδυόμενη μέσα από τον πόνο
ακολουθώντας τους κανόνες και τα όρια προς το ειδικό σκοπό της δημιουργίας. Ο
Λεοπάρντι δεν μπόρεσε να αποτινάξει τον πόνο, δεν ένιωσε ποτέ την ψυχή του ν’
αναδύεται και έτσι να λυτρώνεται. Δεν επουλώθηκε ποτέ η πληγή του η οποία
αιμορραγεί σε κάθε λεπτό της σύντομης ζωής του. Δεν μπόρεσε ακόμη να βγει από
την ψυχονευρωτική εφηβεία του. Παρέμεινε κλεισμένος μέσα στον κύκλο του πόνου
και της δυστυχίας, με τα χαρακτηριστικά του απομονωμένου ανθρώπου.
Στο έργο του Λο Ζιβαλντόνε (το σημειωματάριο), σπουδαίο ντοκουμέντο του
λεοπαρντικού στοιχείου, βρίσκεται και η πιο μικρή πτυχή της σκέψης του, πάνω
στη ζωή, το θάνατο, στο ματεριαλισμό που τον διακρίνει και στην πολεμική του
εναντίον των ιδεαλιστών και των νέο-καθολικών. Μέσα στο Ζιβαλντόνε εξηγεί και
αναλύει τρείς τρόπους γα την αντιμετώπιση των προβλημάτων της ζωής. Πρώτα
εκείνον της παιδικής ηλικίας και των πρωτόγονων, που είναι φανταστικός,
ποιητικός και κατά συνέπεια ευτυχισμένος, αλλά συγχρόνως και εφήμερος, ο
δεύτερος της εφηβείας και των πολιτισμένων ανθρώπων που δέχονται τη μετριότητα
της δυστυχίας και την καθημερινότητα, κι’ αυτός ευτυχισμένος για τα κατώτερα
κι’ ανίδεα όντα και ο τρίτος είναι το αποκορύφωμα της απαισιοδοξίας, γιατί το
ανθρώπινο όν, ύστερα από την εφηβεία, τη μόνη αλήθεια που αντικρίζει είναι το
κενό της ζωής. Για τον Λεοπάρντι ο τρίτος τρόπος είναι ο μοναδικός για τον
ευαίσθητο και πνευματικό άνθρωπο, τρόπος ρομαντικός που αντιτίθεται και
περιφρονεί την αστική τάξη που είναι ευτυχισμένη και ευχαριστημένη.
Η
λεοπαρντική φιλοσοφία είναι η ίδια έκφραση της ανικανότητας του ποιητή να ζήσει
μέσα στα όρια της πραγματικότητας.».
Τα παραπάνω λεγόμενα της ιταλομαθούς
ποιήτριας και μεταφράστριας Φαίδρας Ζαμπαθά Παγουλάτου, μας δίνουν μία
ουσιαστική εικόνα της τραγικής προσωπικότητας του ποιητή Τζιάκομο Λεοπάρντι,
πού, τόσο ο σημαντικός γερμανός φιλόσοφος και ποιητής Φρειδερίκος Νίτσε όσο και
ο φιλόσοφος Σοπενχάουερ και αρκετοί άλλοι, βάζουν στίχους του ή αποσπάσματα των
σκέψεών του ως προμετωπίδα στα δικά τους έργα. Είναι πολλές οι μελέτες και
αρκετές οι βιογραφίες που γράφτηκαν μετά τον θάνατό του για την προσωπικότητα
του ποιητή Τζιάκομο Λεοπάρντι και το έργο του μέχρι σήμερα σε διάφορες γλώσσες.
Κυκλοφόρησαν και αρκετές ανεκδοτολογικές
σημειώσεις, σχόλια και εργασίες, ημερολογιακές καταγραφές ατόμων που τον
έζησαν από κοντά και έγραψαν κατόπιν για την γνωριμία τους μαζί του. Όπως
παραδείγματος χάρη έχουμε την περίπτωση του κατά πολύ νεότερού του όμορφου
θαυμαστή και φίλο του Αντώνιου Ρανιέρι. Γνωριμία του ποιητή σε επίσκεψή του
στην Φλωρεντία, με τον νεαρό εξόριστο ναπολιτάνο με τις φιλελεύθερες ιδέες και
απόψεις που, του συμπαραστάθηκε και τον φρόντισε το τελευταίο διάστημα της ζωής
μαζί με την αδερφή του, φιλοξενώντας τον ποιητή στο σπίτι τους στη Νάπολη,
καθώς το δρεπάνι του σκοτεινού θανάτου θέριζε τους κατοίκους της πόλης, η
επιδημία της χολέρας που εξαπλώνονταν στις ιταλικές πόλεις. Ο Ρανιέρι είχε
επιμεληθεί και την κυκλοφορία έργων του, ενώ, πριν φύγει από την ζωή σε μεγάλη
ηλικία κυκλοφόρησε τις αναμνήσεις του με τα περιστατικά της γνωριμίας τους και
των πνευματικών του συνομιλιών και συναντήσεών με τον ποιητή. Αρκετά
δημοσιεύματα και κείμενα βιογράφων του τυλίγουν την μονήρη ζωή και τον δυστυχισμένο
και βασανισμένο χαρακτήρα του σε ένα πέπλο θρύλου, μιάς προσωπικότητας ξέχωρης
από τις άλλες της εποχής του. Αν και για να είμαστε ακριβέστεροι πέρα από την
αξία που αναγνωρίζουμε στο ποιητικό του έργο, πέρα από τους ατομικούς του
στοχασμούς και σκέψεις που εκφράζει και τροφοδοτεί τον ποιητικό και τον πεζό
του λόγο, ο Λεοπάρντι, δεν οικοδόμησε μία συστηματική φιλοσοφική θεωρία, μία
μεθοδολογική ανάλυση και σύνθεση φιλοσοφικών προτάσεων, επεξεργασία φιλοσοφικών
καθαρά ιδεών, αν δεν λαθεύω, πού, ξεφεύγουν, από την προσωπική περιπτωσιολογία
του βίου του. Είμαστε βέβαιοι μόνο των θέσεών του, ότι ήταν αντίθετος σαν ποιητής
στον ρομαντισμό που υιοθετούσε και υποστήριζε η πολυθρύλητη πεζογράφος Μαντάμ
ντε Στάελ. (Madame de Stael 1766-1817). Κάτι που κάνει τους μελετητές του να τον
εντάσσουν είτε από την πλευρά των κλασικιστών είτε από την πλευρά των
ρομαντικών.
Μπορεί τα Βιβλία να του διεύρυναν τους
πνευματικούς του ορίζοντες, να τον εφοδίασαν με γνώσεις και ιδέες, να του
καλλιέργησαν το φιλελεύθερο πνεύμα, περίοδος της εξέγερσης των Καρμπονάρων,
όμως, ο υγρός και σκοτεινός χώρος της τεράστιας Βιβλιοθήκης, τα παγωμένα
δωμάτια που διάβαζε ο νεαρός Λεοπάρντι τυλιγμένος με μάλλινο επανωφόρι δίχως
θέρμανση- κατέστρεψαν, επιβάρυναν το ζήτημα της υγείας του και μείωσαν τους
βαθμούς της όρασής του. Οι γονείς του τον προόριζαν για τον χώρο της νομικής
επιστήμης επαγγελματικά ή του κλήρου της καθολικής εκκλησίας του οποίους
υπηρέτησαν αρκετοί αριστοκράτες πρόγονοί του. Αντίθετα από τον πατέρα του που
ήταν σπάταλος στα οικονομικά μην κάνοντας σωστή διαχείρισή τους, η μητέρα του
ήταν αυτή, ως οικονόμα, όπως γράφουν οι βιογράφοι του σφιχτοχέρα, που κρατούσε
και φρόντιζε τα του επαρχιακού αρχοντικού τους, των μελών της οικογένειας και
του υπηρετικού τους προσωπικού, κάτι που δυσκόλευε ακόμα περισσότερο την
οικονομική αυτονομία και ανεξαρτησία του νεαρού Λεοπάρντι. Από ένδοξο λίμπρο ντόρο ο ποιητής συνήθιζε να
λέει για τους συντοπίτες του χωριανούς του που τον κορόιδευαν: «Γεννήθηκα σε
οικογένεια ευγενών σε μια πόλη αγενή». Στις προσωπικές του «Αναμνήσεις» (“Ricordanze”) που καταγράφει μέσα στα ποιήματά
του, μας δίνει με ανάγλυφο και παραστατικό τρόπο την εικόνα των παιδικών του
χρόνων, γεμάτος πίκρα, νοσταλγία, παράπονο, αναπόληση, θλίψη. Ο φράχτης του
αυλόγυρου και τα στενά παράθυρα όπου έβλεπε τον έξω Κόσμο ήταν η δική του
«φυλακή». Έγκλειστος και περιορισμένος,
φιλάσθενος και ψυχικά υπερευαίσθητος, ντροπαλός και δειλός, άτολμος βρήκε
παρηγοριά στο διάβασμα και την ποίηση. Η χολή των συγχωριανών του έγινε ποίηση,
η άρνηση να τον δεχτούν στα επίσημα πνευματικά σαλόνια της εποχής έγινε ποίηση,
η ερωτικές του απορρίψεις από τις ελάχιστες γυναίκες που αγάπησε έγιναν
τραγούδια, ειρωνικός σχολιασμός της φιλαρέσκειας των γυναικών που, προτιμούσαν
την συντροφιά του ευειδή νεαρού, ξανθού φίλου του Αντώνιου Ρανιέρι από την δική
του σωματική φιλάσθενη παρουσία του καμπούρη ποιητή και λόγιου. Και ας μην
διέθετε ο φίλος του την πνευματική σπιρτάδα και την πνευματική καλλιέργεια, την
ιδιοφυία εκείνου. Εδώ, δεν μπορούμε παρά να θυμηθούμε αυτό που μας είπε αιώνες
πριν ο μέγιστος των ελλήνων φιλοσόφων θείος Πλάτων, ότι το ανθρώπινο πνεύμα
έχει ανάγκη απόδειξης και φανέρωσής του στους άλλους, αντίθετα από την ομορφιά
η οποία δηλώνει την αυταπόδεικτη αλήθεια της. Είναι το αγεφύρωτο χάσμα μεταξύ
αισθητικής και ηθικής- γνωσιολογίας.
Ίσως συνειδητοποιώντας το προσωπικό του αδιέξοδο ο ιταλός μονήρης ποιητής
είχε προτείνει να εκδοθούν έργα του Πλάτωνα σε δική του μετάφραση-κάτι που δεν
επιτεύχθηκε-και αναζητούσε την συντροφιά ωραίων γυναικών και την φιλία και
αγάπη ωραίων αντρών. Κοντά τους κάλυπτε την δική του σωματική καχεξία και
ατολμία. Δειλός και άτολμος αλλά και άτυχος υπήρξε και στις ερωτικές του
προθέσεις, οι ελάχιστες γυναίκες που πόθησε από την εφηβική του ηλικία έως τις
ελάχιστες άλλες που τις είδε σαν το ιδανικό του ερωτικό ίνδαλμα και αγάπησε
παθιασμένα, είτε πέθαναν νωρίς είτε απέρριψαν την φιλική ή ερωτική συντροφιά
του. Η Μοίρα στάθηκε σκληρή και άδικη απέναντί του, τον καταδίκασε σε έναν
μονήρη βίο, σε μια ανθρώπινη φιγούρα που, ενώ το αίμα του έσφυζε από ζωή η ίδια
η ζωή και οι χαρές της τον αρνιόταν, οι άνθρωποι που πλησίαζε και συναναστρέφονταν
δεν του έδιναν την παρηγοριά και την ψυχική γαλήνη που αναζητούσε. Το κενό της
πραγματικής ζωής το κάλυπτε η συντροφιά των βιβλίων και η ενασχόληση με την ποίηση
και τον φιλοσοφικό στοχασμό. Οι γυναικείοι έρωτές του δεν ήταν παρά οπτασίες
του νου του, ονειρικά ινδάλματα της φαντασίας του. Εικόνες μια άλλης της ζωής
του πραγματικότητας που την αλήθεια τους την συναντούσε μόνο στην σύνθεση των
στίχων και των τραγουδιών του που άφηναν την γήινη κυνική παρουσία τους και την
αδιαφορία τους προς το πρόσωπό του, στην αθανασία της τέχνης της ποιήσεως και τους
μηχανισμούς της μνήμης. Παρ’ όλες όμως τις άτυχες και τραγικές στιγμές του
σύντομου βίου του, ο ευαίσθητος και τρυφερός Λεοπάρντι, δεν θα αποκτούσε ποτέ την αιμοβόρο
συνείδηση και τον δολοφονικό χαρακτήρα ενός νεαρού «Ριχάρδου του Γ΄», ήρωα του
άγγλου δραματουργού Ουίλλιαμ Σαίξπηρ, με την ίδια πάνω κάτω σωματική τυπολογία.
Έγινε ίσως ο ίδιος ο πικραμένος και θλιμμένος, πεσιμιστής ποιητής, ήρωας του
μυθιστορήματος της αληθινής ιστορίας της ζωής του. Και θυμόμαστε το μυθιστόρημα
του Γκαίτε Βέρθερος με τους άδοξους έρωτες των νεαρών, την πεσιμιστική ποίηση
του δικού μας ποιητή Δημητρίου Παπαρρηγόπουλου-γιου του εθνικού μας ιστορικού Κωνσταντίνου
Παπαρρηγόπουλου και ορισμένων άλλων ελλήνων και ευρωπαίων ποιητών που η ατομική
τους Μοίρα γράφτηκε με μελανά χρώματα.
Τα ποιήματά του είναι υφασμένα με το στημόνι
του αργαλειού της μνήμης και των αναμνήσεών του. Η μνήμη παίζει σχεδόν τον
αποκλειστικό ρόλο στην σύνθεση και το ταμπλό της θεματογραφίας των ποιημάτων
του. Ο ποιητής θυμάται, εξιστορεί με νοσταλγία, φέρνει στην επιφάνεια και την
παραμικρή λεπτομέρεια των συμβάντων της πρότερης ζωής του, των παιδικών του χρόνων.
Η φύση, μπορεί να μην τον προίκισε με σωματική ρώμη και ευεξία που θα του
άνοιγαν τα φτερά της ερωτικής φαντασίας και κοινωνικής του ζωής και συναναστροφών,
όμως ο ίδιος καλλιέργησε τον χαρακτήρα του και τον ψυχικό του κόσμο, την
προσωπικότητά του, με τις γνώσεις και τα διαβάσματά του, δεν του δόθηκε η
δυνατότητα να πει «Θυμήσου Σώμα» που μας είπε ο Αλεξανδρινός όμως, το ποιητικό
τσαγανό και η ευφυΐα που διέθετε φανερώθηκε από τα 13 του χρόνια, τα έτη
1810-1811 όταν άρχισε να γράφει τα πρώτα του ποιήματα, τις πρώτες του στοχαστικές
πρόζες, την πρωτόλεια τραγωδία του «Ο Πομπήιος στην Αίγυπτο». Μέχρι τα δεκαοχτώ
του μελετά αρχαίους κλασικούς έλληνες συγγραφείς και ρωμαίους, μεταφράζει και
διασκευάζει την «Βατραχομυομαχία» του Ομήρου και την πρώτη ραψωδία της
«Οδύσσειας». Ο δρόμος της ποιητικής συγγραφής που άνοιξε θα τον βαδίσει μέχρι
το τέλος του πριν κλείσει τα σαράντα του χρόνια. Το 1817 δημοσιεύει τον «Ύμνο στο
Νεύτωνα» και δύο ελληνικές ωδές, καθώς και το ποίημα «Η πρώτη αγάπη» με αφορμή
τον έρωτά του με την ξαδέρφη του Γερτρούδη Κάσσι. Την επομένη χρονιά γράφει την
μελέτη του «συζήτηση ενός ιταλού γύρω από την ρομαντική ποίηση», και τα σημαδτηιακά
του ποιήματα «Στην Ιταλία» και «Πάνω απ’ το μνημείο του Δάντη» στα οποία εκφράζει
τις φιλελεύθερες δημοκρατικές του ιδέες και τον πατριωτισμό του. 1819 αντιμετωπίζει
προβλήματα με την υγεία του, γράφει τα ποιήματα «Το Άπειρο» και «Στη Σελήνη». 1820
συνθέτει μεταξύ άλλων το ποίημα «Το Όνειρο» και «Στον Άγγελο Μάη». Ακολουθούν,
1821 χρονιά της Ελληνικής Επανάστασης, τα ποιήματα «Άσχημο μινόρε», «Η μοναχική
ζωή», «Στους γάμους της αδερφής Παολίνας» και άλλα. 1822 ταξιδεύει για πρώτη
φορά στην Ρώμη που, η εκεί ζωή δεν τον ενθουσιάζει, γράφει τα ποιήματα «Το
τελευταίο τραγούδι της Σαπφώς», τον «Ύμνο στους Πατριάρχες». Το 1823 τον συναντάμε
στην γενέτειρά του στο Ρεκανάτι να συνθέτει το ποίημα «Στη γυναίκα σου» και το
πεζό «Συζήτηση πάνω στα ήθη των Ιταλών». Μεταφράζει δύο αποσπάσματα από την ποίηση
του αρχαίου Σιμωνίδη. 1824 αρχίζει την συγγραφή των «Ηθικών Έργων» του. 1826
αρχίζει η δημοσίευση της μελέτης του για τις «Ρίμες» του Πετράρχη. Το Παπικό
καθεστώς του αρνείται άδεια εργασίας εξαιτίας των πολιτικών του πεποιθήσεων. 1827
επεξεργάζεται το έργο του «Ιταλική Χρηστομάθεια». Ταξιδεύει στην Φλωρεντία και
στην Πίζα. 1828 απορρίπτει προτάσεις να αναλάβει την καθηγεσία σε πανεπιστήμιο της
Βόννης και της Μπολόνιας εξαιτίας προβλημάτων υγείας του. Γράφει το ποίημά «Στη
Σύλβια» και το «Ρισορτζιμέντο». 1829 επιστρέφει στην Φλωρεντία και ολοκληρώνει
το ποίημά του «Βραδινό Τραγούδι». 1831 χρονιά της επανάστασης των Καρμπονάρων. Η
γενέτειρά του τον στέλνει ως πληρεξούσιο αντιπρόσωπό της στην Εθνοσυνέλευση της
Μπολόνια. Εκδίδονται τα «Τραγούδια» του. 1833 εγκαθιστάτε με τον θαυμαστή και φίλο
του Αντώνιο Ρανιέρι στη Νάπολι όπου τυγχάνει της φροντίδας του και της αδελφή
του. Αφήνει πίσω του τον τελευταίο μεγάλο έρωτα της ζωής του την Φανή Ταρτζιόνι-
Τορτζέττι. Αρχίζει να γράφει το σατιρικό έργο του «Παραλειπόμενα». 1834-1835
κυκλοφορεί ο δεύτερο τόμος των «Ηθικών Έργων» του. Γράφει τον κύκλο των πέντε
ποιημάτων της «Ασπασίας». Φεύγει από την ζωή στις 14 Ιουνίου του 1837. Την ίδια
περίοδο φεύγει από την ζωή ο αγαπημένος του γερμανός ποιητής φον Πλάτεν
προσβεβλημένος από την επιδημία της χολέρας.
Το δεκαεξάστιχο αυτό πυκνογραμμένο ποίημα
του Τζιάκομο Λεοπάρντι, «Εις Εαυτόν» είναι από τα πλέον μεταφρασμένα στην χώρα
μας, συναγωνίζεται το ποίημά του «Το Άπειρον» και ορισμένα άλλα. Ο τίτλος του
ανακαλεί στην μνήμη μας τίτλο βιβλίου του στωικού αυτοκράτορα φιλοσόφου Μάρκου
Αυρηλίου, ή ακόμα κείμενα εκκλησιαστικών συγγραφέων εξομολογητικής,
παρηγορητικής διάθεσης αναφοράς (όπως είναι ο «Εκκλησιαστής» ή Δαυιδικοί ψαλμοί)
αν και στο βραχίστιχο ποίημα του νεαρού Τζιάκομο Λεοπάρντι υπερτερεί το κλίμα
της πεσιμιστικής διάθεσης, της προσωπικής απόγνωσης, ενός κλίματος ατομικού
άγχους και σκοτεινής απαισιοδοξίας. Ο ποιητής συνηθίζει να απευθύνεται στον
εαυτό του και ιδιαίτερα, στον πληγωμένο των αισθημάτων και συναισθημάτων του
κόσμο. Για άλλη μία φορά νιώθει απογοητευμένος, προδομένος από το πρόσωπο που
θέλησε να εκφράσει την ερωτική του επιθυμία, να εκδηλώσει τα ερωτικά του
συναισθήματα, το φλογερό του πάθος. Το γυναικείο αυτό πρόσωπο είναι ο τελευταίος
της ζωής του έρωτας, η Φανή Τορτζέττι Ταρτζιόνι, η κατά μερικά χρόνια
μεγαλύτερή του ζωηρή και φιλάρεσκη παντρεμένη γυναίκα, η οποία από την φιλική
και ερωτική συντροφιά του ραχιτικού ευαίσθητου ρομαντικού και ντροπαλού ποιητή
προτιμά την συντροφιά του φίλου του, νεότερου σε ηλικία ξανθού γόη, ενθουσιώδη
Αντώνιου Ρανιέρι, φανατικού θαυμαστή και υποστηρικτή στα οικονομικά του
αδιέξοδα (του άφραγκου) Τζιάκομο Λεοπάρντι. Είναι η τελευταία συγγραφική
περίοδος της ζωής του, το ποίημα αυτό μαζί με άλλα τέσσερα του, γράφτηκαν
μεταξύ των ετών 1834 και 1835 και συγκαταλέγονται στον «κύκλο της Ασπασίας».
Είναι: «Η κυρίαρχη σκέψη», «Έρως και θάνατος», «Κονσάλβο», «Εις Εαυτόν» και
«Ασπασία».
Ο Ιταλός ποιητής Τζιάκομο Λεοπάρντι είναι
γνωστός στη χώρα μας από τους προηγούμενους αιώνες, οι επτανήσιοι ποιητές
Λορέντζος Μαβίλης και Μαρίνος Σιγούρος είναι από τους πρώτους που φρόντισαν να μας
τον γνωρίσουν, έκτοτε η μεταφραστική πορεία του έργου του είναι σταθερή και σε
χρονικές επετείους έντονη.
Από δημοσιευμένο στο διαδίκτυο γενικό σχεδιάγραμμα
της πρόσληψης της Ιταλικής Λογοτεχνίας στην χώρα μας, που υπογράφει η καθηγήτρια
Ζώζη Ζωγραφίδου αποδελτιώνουμε τις βιβλιογραφικές πληροφορίες που μας δίνει στις
Σημειώσεις της για την περίπτωση του Τζιάκομο Λεοπάρντι.
«[53] Βλ.
τις μελέτες: «Τradurre poesia e della fortuna di Leopardi in Grecia» στον τόμο
των πρακτικών της διεθνούς συνάντησης ‘Giacomo Leopardi nel mondo, Macerata,
2/10/1991′, Centro Nazionale Studi Leopardiani, Recanati, 1995;
Φ. Γκικόπουλος,
«Bibliografia Leopardiana in Lingua Greca», Studi Leopardiani: Quaderni di
filologia e critica leopardiana τχ.8, 1996, σσ.11-3; Τζιάκομο Λεοπάρντι, Αναμνήσεις, φιλολογική επιμέλεια και
μετάφραση Φ. Γκικόπουλος, Θεσσαλονίκη, University Studio Press, 2001, σσ.30;
Z.
Zωγραφίδου, «O Tζιάκομο Λεοπάρντι στον ελληνικό χώρο. Απόπειρα βιβλιογράφησης»
στο http:// www. diapolitismos.gr/epilogi/ keimeno.php? id=
4&id_leimeno=505 & id_atomo=379> ;
Ζ. Ζografidou,
«O Tζιάκομο Λεοπάρντι στον ελληνικό χώρο. Απόπειρα βιβλιογράφησης» στο
Z.Zografidou, Voci italiane, ό.π., σσ. 131-142.
[54] Κωστής
Παλαμάς, «Ο Λεοπάρδης», εφημ. Εμπρός,17 Ιουν.1916; Κωστής Παλαμάς, «Eνας
λεοπαρδινός ποιητής [Δ. Παπαρρηγόπουλος]». Ημερολόγιον Ποικίλη Στοά, Ι.Αρσένη,
1914, σσ.307-317. Η μελέτη ξανατυπώθηκε στο βιβλίο: Κωστής Παλαμάς, Πεζοί
Δρόμοι Γ’. Κάποιων νεκρών η ζωή: Προλεγόμενα – Παπαρρηγόπουλος – Βλάχος –
Βερναρδάκης – Μοreas – Παπαδιαμάντης – Καρκαβίτσας – Μαβίλης – Δεληγιώργης –
Θεοτόκης – Φουτρίδης – Richepin – Shakespeare – [Swinburne] -Mistral –
Πορφύρας, Αθήναι, Εκδοτικός Οίκος Πέτρου Δημητράκου Α.Ε., 1934, σσ.198.
[55]
Θεόδωρος Μακρής, «Ιάκωβος Λεοπάρντη (1798-1837). Ο Μεγάλος Ιταλός ποιητής του
Πεσσιμισμού», Νέα Εστία τόμ.74, τχ.864 (1963) 862-872.
[56] Γιώργος
Σαραντάρης, «Σημειώσεις στα ποιήματα του Λεοπάρντι», Παρνασσός, τχ.10, 1968,
σσ.116-20. [Περιλαμβάνει «σημειώσεις» γραμμένες ιταλικά από το περιοδικό Olimpo
(1937) και ανέκδοτη «Σημείωσις» για την ιταλική ποίηση μετά τον Leopardi].
[57] Φωφώ Μιλτιάδου Μαλαίνου, Στοχασμοί:
επιλογή στοχασμών, Αθήναι, 1974.
[58] Φαίδρα
Ζαμπαθά- Παγουλάτου, Τζιάκομο Λεοπάρντι (1798-1837), Αθήνα, 1977.
[59] Βλ.
Ελευθερία Οικονομίδου, «Vigny-Leopardi: η στάση τους μπροστά στην ανθρώπινη
μοίρα», Εκηβόλος, τχ.12, 1983, σσ.993-1007.
[60] Στη Νέα
Εστία τόμ.123, τχ.1461, 1988 παράλληλα με τη δημοσίευση αξιόλογων μεταφράσεων
δημοσιεύονται οι μελέτες: Ε. Ν. Μόσχος, «Το αφιέρωμα» [πρόλογος για το αφιέρωμα
στον Giacomo Leopardi», σ.632; Γιωργής Κότσιρας, «Giacomo Leopardi-Ο ιδιοφυής
ποιητής», σσ.633-7; Μαργαρίτα Δαλμάτη, «Τζιάκομο Λεοπάρντι», σσ.638-648; Mario
Luzi, «Ποίηση και φιλοσοφία στον Λεοπάρντι» [ομιλία του ποιητή Mario Luzi στο
Recanati, τον Ιούν.1987 για τα 150 χρόνια από τον θάνατο του Giacomo Leopardi],
μτφ. Εσπέρια Καπόγλου-Σουρβίνου, σσ.649-655.
[61] Christos Bintoudis,
Leopardi in Grecia, introduzione di Novella Bellucci, Roma, Bulzoni, 2012, σσ.384.».
Σε επόμενη ανάρτησή μας για τον αγαπημένο
μας ιταλό ποιητή Τζιάκομο Λεοπάρντι θα δημοσιεύσουμε και άλλα του ποιήματα καθώς
και κείμενα για το έργο του.
Γιώργος Χ. Μπαλούρδος
Πειραιάς
Δευτέρα 7 Απριλίου
2025
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου