Δευτέρα 3 Μαρτίου 2014

ΜΕΓΑΛΗ ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ

Την Μεγάλη Παρασκευή αναβιώνουν τα ήθη και έθιμα του τόπου μας.

          Ενώ η νοερά προσευχή, οδηγεί στην ελπίδα της Αναστάσεως


      Η Μεγάλη Παρασκευή είναι η σεμνότερη και ιερότερη μέρα της Ορθόδοξης Χριστιανοσύνης, γράφει σε ένα διήγημά του ο κυρ Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης.
      Είναι η μέρα που βασιλεύει ο Άγιος Πόνος.
     Ο πόνος του Θεού για τον άνθρωπο και ο πόνος του ανθρώπου για τον Θεό.
Ο Ορθόδοξος Έλληνας, δεν λατρεύει τον Θεό του με τον στοχασμό, την λογική του ή διανοητικά με τον νου του, όπως τον λατρεύει μάλλον ο δυτικός άνθρωπος-ο άνθρωπος της Επιστήμης, της Λογικής και των επιτευγμάτων και θαυμάτων της τεχνολογίας. Ούτε πάλι, χάνεται μέσα στους αέναους κυκλικούς συμπαντικούς ρυθμούς και την απραξία των Ανατολικών Θρησκειών, με την δική τους ξεχωριστή παράδοση και μεταφυσική πρακτική. Αλλά, με όλη την ψυχική και συναισθηματική του ενάργεια ταυτίζεται με τον Θεό του που πεθαίνει. Ενστερνίζεται το θείο του δράμα γιατί πιστεύει βιωματικά, ότι είναι το δικό του δράμα της ζωής, το προσωπικό δράμα του κάθε ανθρώπου.
     Ο Έλληνας Ορθόδοξος πιστός την ημέρα αυτή, φτάνει στο αποκορύφωμα της προσωπικής του μέθεξης. Τα σεπτά και ιερά πάθη του Θεανθρώπου δεν είναι για αυτόν μια απλή επετειακή ανάμνηση, μια ακόμα θρησκευτική εορτή ανάμεσα στις άλλες του βίου του. Αλλά μια εν δυνάμει επανάληψη του θεϊκού μαρτυρίου και των επιπτώσεων του μαρτυρίου αυτού μέσα στην ζωή του. Πάσχει μαζί με τον Χριστό και πονάει μαζί του γιατί, έχει ιστορικά-από τα αρχαία χρόνια-βιώσει την λυτρωτική εμπειρία του πόνου. Και η ίδια η εμπειρία της καθημερινής ζωής διαχρονικά τον έχει διδάξει, ότι χωρίς την πτώση, δεν υπάρχει Ανάσταση. Γιαυτό και πάνω στον καταστόλιστο επιτάφιο δεν κλαίει μόνο και θρηνεί για τους δικούς του νεκρούς, αλλά τοποθετεί με ευλάβεια και σεβασμό τις ελπίδες του, τα όνειρά του.
     Ο Επιτάφιος Θρήνος-αυτά τα υπέροχα και αξεπέραστα λαϊκά άσματα-στα χείλη του κάθε πιστού γίνεται ψαλμωδία ζωής, που ξεπερνάει τον χρόνο και τον χώρο. Γίνεται το νοερό τόξο με το οποίο ο πιστός στοχεύει προς τον Θεό, είναι η πάσχουσα οδός που οδηγεί στην Θέωση. Από τον παλαιό πατέρα, μέσο των παθών οδηγούμαστε στον Υιό, και από εκεί, μέσω της Ανάστασης στην χάρη του Αγίου Πνεύματος.
      Μέσα στην αργόσυρτη ιστορική του πορεία ο χριστιανός άνθρωπος, νιώθει την μικρότητά του, την μοναξιά του, την ερημιά του, τον ίδιο του τον προσωπικό θάνατο. Γιαυτό και ο Θεός, οφείλει να εγκολπωθεί το ανθρώπινο σώμα, σε όλο το φθαρτό του μεγαλείο, σε όλη την υπέροχη πτώση του για να το καθαγιάσει. Έτσι και ο άνθρωπος, πρέπει να πονέσει για να ενωθεί με τον συνάνθρωπό του, τον Θεό του, και να σωθεί.
Μια ιερή παράδοση θείου εξαγνισμού και πανάρχαιας ιερής μέθεξης που τουλάχιστον στον Ελλαδικό χώρο, μας είναι τόσο οικεία γιαυτό και πάνδημα αποδεκτή.
     Τα ήθη και τα έθιμα την ημέρα αυτή, είναι πάρα πολλά και ποικίλλουν από περιοχή σε περιοχή.
Από το Μοιρολόι των Μοιρολογιών:
«Σήμερα μαύρος ουρανός, σήμερα μαύρη μέρα…», της Παναγίας, της αιώνιας μάνας πουν θρηνεί για τον χαμό του μοναχογιού της, έως την εκφορά του Επιταφίου και την περιφορά του μέσα στους δρόμους της ενοριακής πόλης, τα έθιμα και τα ήθη του Ελληνικού λαού ακολουθούν και αυτά την θεϊκή πορεία.
     Στην μεγαλόνησο, την λεβεντομάνα Κρήτη, την ημέρα αυτή, τρώνε νερόβραστα σαλιγκάρια, που το ζουμί τους, θυμίζει την «χολή» του Κυρίου σύμφωνα με την παράδοση, ενώ στην περιοχή της Κορώνης, δεν βάζουν μπουκιά στο στόμα τους όλη μέρα, παρά πίνουνε μερικές γουλιές ξίδι ανάμεικτες με καπνιές. Για να θυμίζει το ξύδι που έδωσαν οι σταυρωτές στον Ιησού πάνω στον σταυρό, όταν αναφώνησε «διψώ». Γιαυτό και την ημέρα αυτή της κορύφωσης του θείου δράματος, Καπνοπαρασκευή την ονομάζουν στις περιοχές αυτές. Ακόμα τα παιδιά, ντυμένα με πένθιμες φορεσιές, το πρωί της Μεγάλης Παρασκευής γυρίζουν στα σπίτια και λένε τα Θεία Πάθη.
     Στα Τελώνια της Λέσβου, συνηθίζουν να σηκώνονται χαράματα, και να επισκέπτονται τα ξωκλήσια της περιοχής τους να ανάβουν τα κεριά και να τα λειτουργούν, έχοντας μαζί τους συνήθως πιάτα με στάρι και πρόσφορα. Επίσης, επισκέπτονται τα διάφορα συγγενικά τους σπίτια, ανταλλάσσουν ιερές εικόνες αγίων και άλλα μικρά φιλέματα.
     Στην Βόρειο Ελλάδα, στην περιοχή της Θράκης, τρώνε νερόβραστες φακές-κάτι που συνηθίζεται ευρέως σε όλο τον Ελλαδικό χώρο-γιατί πιστεύουν ότι είναι τα δάκρυα της Παναγίας καθώς αντικρίζει τον μοναχογιό της σταυρωμένο πάνω στον σταυρό. Ακόμα, στα παλαιότερα χρόνια στα χωριά, οι γυναίκες συνήθιζαν να ντύνονται με πένθιμα ρούχα αυτήν την ημέρα σε ένδειξη πένθους και σεβασμού προς την Παναγία, αλλά και γιατί πενθούσαν και τους δικούς τους νεκρούς.
Στην περιοχή του Αίνου, την ημέρα αυτή, δεν ανάβουν φωτιά να μαγειρέψουν ούτε στρώνουν τραπέζι για να δειπνίσουν.
      Στην Πελοπόννησο πάλι, στην περιοχή του Μελιγαλά, ανάβουν τις λεγόμενες φουντουριές. Κάθε νοικοκυρά, όταν σημάνει η καμπάνα για την περιφορά του Επιταφίου, ρίχνει μπροστά στην πόρτα του σπιτιού της δύο, τρεία ματσάκια κληματόβεργες και θα τους βάλει φωτιά, ώστε σαν βγει ο Επιτάφιος και περάσει μπροστά από την πόρτα του σπιτιού της, οι λούρες-τα δεμάτια-θα έχουν γίνει θράκα. Και την ώρα που περνά έξω από την πόρτα της ο Επιτάφιος, εκείνη ρίχνει πάνω στην μισαναμμένη θράκα, μοσχολίβανο, για να μοσχοβολήσει και να αγιασθεί ο χώρος.
     Και πάλι στην Βόρειο Ελλάδα στην περιοχή των Σερρών, οι γυναίκες, τοποθετούν κατά την ώρα της περιφοράς του Επιταφίου ένα τραπέζι έξω από την πόρτα του σπιτιού τους με την εικόνα του Εσταυρωμένου, στολισμένου με λουλούδια και αναμμένα κεριά πάνω του, με τον τρόπο αυτό πιστεύουν, ότι τοποθετώντας στο κατώφλι τους την ιερή εικόνα εξαγιάζουν το σπίτι και τον πέριξ αυτού χώρο.
      Στην περιοχή Καστανόφυτο της Καστοριάς, τα παιδιά του χωριού παίρνουν από την εκκλησία το χελιδόνι(ένα ξύλινο ομοίωμα), το στολίζουν με λουλούδια το μοιραίνουν, το κρεμούν σε ένα κοντάρι και το περιφέρουν στα σπίτια του χωριού μαζεύοντας από τις νοικοκυρές διάφορα δώρα και φιλέματα.
     Στην ακριτική Κάρπαθο, όποιος έχει πεθαμένο της χρονιάς, δηλαδή συγγενικό του πρόσωπο που κοιμήθηκε αυτόν τον χρόνο, την βραδιά της εξόδου και περιφοράς του Επιταφίου, παίρνει μια λαμπάδα στολισμένη με μωβ κορδέλα και την ανάβει στον Επιτάφιο, για να την πάρει όπως πιστεύουν, ο Χριστός στον Κάτω Κόσμο και να την ανάψει μπροστά στον πεθαμένο συγγενή του, και με μετέπειτα να οδηγηθεί και εκείνος μαζί με τον Χριστό στον Παράδεισο.
       Η περιφορά του στολισμένου Επιταφίου στους γύρω δρόμους της ενορίας του κάθε χωριού αλλά και της πόλης, είναι για τον Ορθόδοξο πιστό το αποκορύφωμα του Θείου και ιερού Πάθους, και το εξαγνιστικό και σωτήριο γεγονός, λίγο πριν την Ανάσταση. Λίγο πριν ο ιερέας μας καλέσει με το «δεύτε λάβετε φως, εκ του ανεσπέρου φωτός…».
      Ο λαϊκός άνθρωπος, πιστεύει αληθινά, ότι ο χώρος από όπου περνάει ο στολισμένος Επιτάφιος εξαγιάζεται, απολυμαίνεται από τα ανθρώπινα πάθη και τις διάφορες αμαρτίες, το κακό δεν μπορεί να πλησιάσει την περιοχή αυτή πλέον για μεγάλο χρονικό διάστημα. Και, όσο μεγαλύτερος είναι ο γύρος του Επιταφίου, τόσο μεγαλύτερη είναι και η πεποίθηση του κόσμου και των απλών πιστών ότι ο χώρος έξω από την Εκκλησία τους, την ενορία τους, το χωριό τους, τα κτήματά τους, την πόλη τους, την κοινότητά τους προστατεύεται και προφυλάσσεται από τις διάφορες αρρώστιες και άλλες κακουχίες. Και ο καθαρμός και λυτρωμός τους είναι πιο αποτελεσματικός.
       Γιαυτό και οι θλιμμένοι και πονεμένοι από τον θάνατο δικών τους ανθρώπων, θυμιάζουν και θρηνούν την ίδια ώρα τους δικούς τους κεκοιμημένους, μοιρολογούν τα δικά τους πρόσωπα. Συνηθίζουν επίσης, να επισκέπτονται τα κοιμητήρια και να παρακολουθούν την περιφορά του Επιταφίου ο οποίος περιφέρεται ανάμεσα στα διάφορα μνήματα, και να στολίζουν με στεφάνια τους τάφους των δικών τους και άλλα λουλούδια τους χώρους αυτούς. ΄Η πάλι, σε μερικά νησιά του Αιγαίου, βγάζουν και κρεμούν έξω από την πόρτα του σπιτιού τους τις φορεσιές των ναυτικών τους που χάθηκαν σε ναυάγια, επειδή πιστεύουν ότι ο Χριστός κατεβαίνοντας στον Άδη, θα συναντήσει τους νεκρούς τους και θα τους πάρει μαζί του στα ουράνια.
     Συνηθίζουν ακόμα σε πολλά μέρη, την ημέρα αυτή που είναι ημέρα πένθους για κάθε πιστή ορθόδοξη οικογένεια, να φτιάχνουν κόλλυβα και να τα μοιράζουν στις γειτονιές, ή να τα αφήνουν πάνω στα ασβεστωμένα μνήματα των νεκρών τους για να τα φάνε τα πουλιά.
     Όμως τα έθιμα της Μεγάλης Παρασκευής δεν έχουν τέλος μέσα στην διαχρονική και πανάρχαια παράδοση του τόπου μας.
Ο Έλληνας, είναι εξοικειωμένος με την χαρμολυπική αυτή μνήμη θανάτου και τελετουργία.
      Μα ίσως, το πιο καρποφόρο έθιμο την ημέρα αυτή να είναι η σιωπή και η νοερά προσευχή.
     Μια και η σιωπή, είναι που θα μας βοηθήσει να νοιώσουμε και να βιώσουμε την μέθεξη του Θείου πόνου.
      Είναι η προσωπική περισυλλογή που θα μας μετατρέψει σε ζωντανούς μεταξοσκώληκες, λίγο πριν την Ανάσταση.
      Και τέλος, είναι η νοερά προσευχή που θα μας οδηγήσει στην ελπίδα του Αναστάσιμου και ανέσπερου φωτός.

Γιώργος Χ. Μπαλούρδος

Πρώτη δημοσίευση, εφημερίδα,
«Η Καθημερινή», Μεγάλη Παρασκευή 17-Απριλίου 1987.

Πειραιάς, Δευτέρα, 3 Μαρτίου 2014.
       Καλή μας Σαρακοστή, έστω και αν ηχούν τα τύμπανα του πολέμου και πάλι, σε αυτή την δύσμοιρη γηραιά Ευρώπη.


                               

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου