Σάββατο 8 Μαρτίου 2014

ΧΡΗΣΤΟΣ ΓΙΑΝΝΑΡΑΣ

«Διαβάζουν κι αφομοιώνουν μόνον όσοι δεν έχουν φωνή…»

     Γιώργος Μπαλούρδος
Αγαπητέ Χρήστο Γιανναρά, δεν με ενδιαφέρει η επικαιρότητα του έργου σου, ούτε οι εφήμερες ρήσεις, τηλεοπτικές ή ραδιοφωνικές. Με ενδιαφέρει η τραγικότητα και διαχρονικότητα των όποιων μηνυμάτων του, η μυστική, κρυμμένη ή μη φωνή του, η αγωνία του, η δική του ταυτότητα. Τι κομίζει καινούργιο στον πολιτισμό, αν κομίζει. Τι κλειδιά χρησιμοποιεί για να κοινοποιηθεί, ποιον τρόπο;
ΧΡΗΣΤΟΣ ΓΙΑΝΝΑΡΑΣ
Ας μη μιλάμε για συμβολή στον πολιτισμό, θα ήταν κωμικά υπερφίαλο. Με τη συγγραφική μου δουλειά προσπαθώ να κοινωνήσω τη ζωή, δηλαδή την εμπειρία μου και την προσωπική μου αναζήτηση. Είναι βαθιά ανάγκη αυτή η κοινωνία, είναι ο ορισμός της ζωής, η δίψα μας για πληρότητα ζωής. Και ο τρόπος της κοινωνίας-πέρα από τις δεδομένες σε όλους δυνατότητες προσωπικών σχέσεων-είναι η τέχνη που ο καθένας μας εξασκεί: άλλος φτιάχνει καρέκλες, άλλος κτίζει σπίτια, άλλος γράφει βιβλία. Οι στόχοι συχνά διαφοροποιούνται: Μπορεί να ασκείς μια τέχνη μόνο για βιοπορισμό, ή από ναρκισσική ανάγκη αυτοπροβολής. Όμως πίσω και από τέτοιους στόχους, λανθάνει νομίζω η ίδια η δίψα κοινωνίας της ζωής. Όσο γνησιότερη είναι η δίψα σου, τόσο εναργέστερη γίνεται η σφραγίδα της προσωπικής σου ετερότητας στις καρέκλες που φτιάχνεις, στα σπίτια που χτίζεις, στα βιβλία που γράφεις.
Αν η συγγραφική μου δουλειά κομίζει κάτι καινούργιο στην τέχνη μου, δηλαδή στην φιλοσοφία, αυτό θα το κρίνουν άλλοι πολύ αργότερα-αν κάτι επιβιώσει από τα γραπτά μου. Προς το παρόν ο μόχθος μου μοιάζει ανώφελος, ο κόπος μου χαμένος. Αυτά που θεωρώ σαν τα πιο ουσιαστικά από τα βιβλία μου τις «Προτάσεις Κριτικής Οντολογίας», «Το πραγματικό και το φαντασιώδες στην Πολιτική Οικονομία», το «Ορθός λόγος και κοινωνική πρακτική», δεν προκάλεσαν την παραμικρή κριτική, κατάκριση, ψόγο, έπαινο, τίποτα. Η πρόταση που κομίζουν(ίσως ανόητη, ίσως λαθεμένη)μοιάζει να παραμένει τελείως ανεπίγνωστη και ακατανόητη. Ακόμη και οι «Προτάσεις Κριτικής Οντολογίας», που επαγγέλλονται θρασύτατα με τον τίτλο τους την άρση του καντιανού αδιεξόδου(τι συνύπαρξη κριτικισμού και οντολογίας) είναι το βιβλίο που δεν αξιώθηκε ούτε μιας-κριτικής ή έστω και χλευασμού.
Γιώργος Μπαλούρδος
Εσύ τι ερμηνεία δίνεις σε αυτή τη σιωπή. Γιατί τόσοι πολλοί απορρίπτουν το έργο σου, χωρίς να το μελετήσουν καν. Τι τους ενοχλεί, τι τους υπενθυμίζει, τι τους υποδεικνύει. Μήπως είναι λόγος άκαιρος, μιας άλλης εποχής; Μήπως δεν ταιριάζει στο σημερινό πνευματικό θησαυροφυλάκιο;
Χρήστος Γιανναράς
Δεν έχω απάντηση, ειλικρινά δεν έχω. Μόνο υποθέσεις κάνω. Ίσως οι άνθρωποι δεν διαβάζουν πια. Διαβάζουν και αφομοιώνουν μόνο όσοι δεν έχουν φωνή, όσοι δεν διαθέτουν δημόσιο λόγο. Οι ειδικοί της Φιλοσοφίας έχω την εντύπωση ότι διαβάζουν ο καθένας μόνο τα δικά του βιβλία, ή και την Ευρωπαϊκή βιβλιογραφία που τους επιτρέπει να εμφανίζονται επιστημονικά ενήμεροι.
Αν στην Ελλάδα κυκλοφορήσει-υποθετικά-ένα ριζοσπαστικό, πρωτοποριακό φιλοσοφικό βιβλίο, ιδιοφυές, αποκαλυπτικό, είναι σίγουρο ότι θα ταφεί από σιωπή. Οι πανεπιστημιακοί φιλόσοφοι θα το αγνοήσουν, γιατί τους είναι αδύνατο να παρακολουθήσουν οποιαδήποτε προβληματική έξω από τα πολύ στενά όρια των ατομικών τους επιλογών. Οι κριτικοί των εφημερίδων δεν επαρκούν για να αξιολογήσουν το ξεχωριστό, το έκτακτο. Ποιο κανάλι απομένει για να εκτιμηθεί μια ουσιαστική εκδοτική έκπληξη;
Μην υποθέσεις ότι κατατάσσω τα βιβλία μου σε αυτή την κατηγορία των ιδιοφυών εκπλήξεων. Όχι προς Θεού. Αλλά σου δίνω ένα υποθετικό μέτρο, για να πιστοποιήσεις ότι κριτική δεν λειτουργεί στη σημερινή Ελλάδα. Αν προσθέσεις σε αυτή την πιστοποίηση και τον εθνικό μας εγωκεντρισμό-διεστραμμένο κατάλοιπο της αριστοκρατικής καταγωγής μας-μαζί με την ψυχολογική ανασφάλεια της κρατικής μας μειονεξίας, έχεις ίσως, μια εξήγηση των αναιτιολόγητων απορρίψεων για τις οποίες μίλησες.
Γιώργος Μπαλούρδος
Μήπως τα βιβλία σου είναι έργα γραφείου, όπως η ψυχαρική γλώσσα; Μήπως απευθύνεται σε κόσμο που δεν κοινωνεί πλέον με τις αξίες που προσπαθούν να εκφράσουν; Μήπως και ο συγγραφέας, ο στοχαστής, εγκλωβίζεται στο ναρκισσισμό του;
Γιατί η μαγεία του Γιανναρικού λόγου στην συνομιλία του με το θάνατο δεν αγγίζει κανέναν; Μήπως απευθύνεται σε σαλούς, σε απροσάρμοστους στα κοινά μέτρα;
Χρήστος Γιανναράς
Και πάλι θα σου πω ότι δεν ξέρω, δεν έχω απάντηση. Σίγουρα-και είσαι ο πρώτος που το πιστοποιείς- κάθε βιβλίο μου είναι μια προσπάθεια να αποκρυπτογραφηθεί το αίνιγμα του θανάτου. Ίσως οι άνθρωποι σήμερα απωθούν το αίνιγμα, για αυτό και παρακάμπτουν ή αφήνουν στην σιωπή την επιμονή μου στο οντολογικό ερώτημα. Αλλά πιθανόν και η γλώσσα μου να μην τους αγγίζει-είναι συχνά δύσκολη, από δική μου ανικανότητα ή από τη δυσκολία της θεματικής την οποία-προσπαθεί να τιθασσεύσει.
Δεν πιστεύω ότι είναι η γλώσσα του γραφείου, όπως η ψυχαρική γλώσσα. Πρώτον γιατί παλεύω με την έκφραση και θέλω κάθε κείμενό μου, ακόμη και το πιο φιλοσοφικά εξειδικευμένο, να είναι άρτιο εκφραστικά, να σώζει τη μουσική της γλώσσας μας. Και δεύτερον, γιατί η γλωσσική μου διατύπωση αντιπαλεύει πραγματικά και επίπονα προσωπικά μου προβλήματα.
Με αυτά τα δεδομένα δεν αίρεται η διαπίστωσή σου-ίσως ενισχύεται, ίσως τα γραψίματά μου αφορούν περιθωριακούς, σαλούς και ανένταχτους σε σχηματικές βεβαιότητες. Το βρίσκω πολύ πιθανό και οι απορρίψεις που εισπράττω, χρόνια τώρα, από κάθε μεριά, να είναι αντιστάσεις αυτοάμυνας μιας κοινωνίας που φράζει κάθε ρωγμή υπαρκτού προβληματισμού με ετικέτες «ανορθολογισμού», «νέο-ορθοδοξίας», «ελληνοκεντρισμού», ή όποιες άλλες.
   Έχεις δίκιο ότι και από τη δική μου μεριά, μια τέτοια ερμηνεία ενδεχομένως να εκφράζει επίσης αυτοάμυνα, άλλου είδους, ναρκισσική. Είναι επαναπαυτικό να εισπράττεις την περιθωριοποίηση σαν καύχηση, αλλά είναι και επικίνδυνο. Αν έχεις επίγνωση του κινδύνου, περπατάς στην κόψη του ξυραφιού.
Γιώργος Μπαλούρδος
Διερωτώμαι όμως: Μήπως ο Γιανναρικός λόγος εξαντλήθηκε, μήπως τα Γιανναρικά προικιά έχουν ειπωθεί; Μήπως απομένει μόνο η καλλιέργεια της γραφής; Το παράδειγμα του Γιάννη Ρίτσου σε δίδαξε τίποτα; Και γιατί αυτή συνεχής ανακύκλωση στα ίδια θέματα; Δεν έφτασες σε ικανοποιητικές λύσεις με τα πρώτα βιβλία σου;
Χρήστος Γιανναράς
Ανεξάρτητα από την ποιοτική της στάθμη, την αξία ή απαξία της, η συγγραφική μου δουλειά επικεντρώνεται πάντοτε στον ίδιο στόχο:
Να ξεκαθαρίσει «κλειδιά» για την ερμηνεία και κατανόηση των θεμελιωδών προβλημάτων της φιλοσοφίας-του προβλήματος της ύπαρξης και του προβλήματος της γνώσης. Ένα τέτοιο ξεκαθάρισμα απαιτεί προοδευτική επιμονή και ανακυκλούμενη ενασχόληση με τη θεμελιώδη θεματική-πρέπει να την «πολιορκήσεις» από κάθε μεριά, και κυρίως, πρέπει να δοκιμάσεις τη χρήση των «κλειδιών» σε επιμέρους ερμηνευτικά και αναλυτικά εγχειρήματα.
Για μένα τέτοια «κλειδιά» είναι: η διαφορά του ελληνικού Λόγου από τη λατινική Ratio της ελληνικής αλήθειας από τη δυτική Veritas η διαφορά του προσώπου από το Res Cogitans, η διαφορά της Εκκλησίας από τη Θρησκεία, της άσκησης από την ηθική. όλες αυτές οι διαφορές συγκλίνουν στην προϋποθετική κατανόηση του γεγονότος της σχέση, στην απροσδιοριστία και ετερότητα της υπαρκτικής δυναμικής της, στον εκ-στατικό, ερωτικό χαρακτήρα της σχέσης ως προσωπικού τρόπου της υπάρξεως.
Αλλά τα ερμηνευτικά αυτά προαπαιτούμενα πρέπει να δοκιμαστούν στην αμεσότητα της εμπειρίας, στον ρεαλισμό της πράξης. Ποια επιστημολογία συγκροτούν, ποια αντίληψη Πολιτικής Οικονομίας, ποια εκδοχή του πολιτικού γίγνεσθαι.
Πάντοτε μέσα στο συγκεκριμένο υφάδι της Ιστορίας. Η ελληνική διαφορά, αρχαία και βυζαντινή, είναι μόνο ρομαντικό παρελθόν, η συνιστά πρόταση νοήματος, της ανθρωπίνης ύπαρξης σήμερα, στο πολιτισμικό αδιέξοδο του νεωτερικού «παραδείγματος»-πρόταση με πανανθρώπινη εμβέλεια.
Γιώργος Μπαλούρδος
Φοβάμαι ότι δεν κατέχω τη δημοσιογραφική τεχνική, για να υποβάλω επίκαιρες ερωτήσεις.
Πες μου απλώς, τι επιδιώκεις να αποφύγεις στη ζωή σου και στο έργο σου; Μήπως είναι λάθος κίνηση η αναγνώρισή σου από δημοσιογράφους και λαοπλάνους της εποχής μας;
Χρήστος Γιανναράς
Λάθος κίνηση, ποιανού; Δική μου; Και ποια είναι η «αναγνώρισή μου»: κάποιες συγκυριακές συμμετοχές σε τηλεοπτικές συζητήσεις; Θεωρείται «αναγνώριση» αυτό και μάλιστα επιδιωκόμενο;
Πονάω την πατρίδα μου, με πληγώνει το κατρακύλισμά της στην παρακμιακή ευτέλεια. Προσπαθώ, όταν μου δίνεται η δυνατότητα, να παρεμβαίνω στα κοινά ως ενεργός πολίτης. Αλλά επιδιώκω να αποφύγω δύο πράγματα: Τεχνητές και μεθοδευμένες επιβραβεύσεις, από τη μια, και από την άλλη την παραλυτική απογοήτευση στην οποία βυθίζει τον άνθρωπο η απουσία κάθε ανταπόκρισης, η έντεχνη περιθωριοποίηση, η έλλειψη κάθε κριτικής, αντίδρασης, κάθε ενθάρρυνσης ή ψόγου.
Έχω δεχθεί στη ζωή μου μάλλον τη μεγαλύτερη ποσότητα λάσπης από κάθε άλλον της γενιάς μου, αλλά η λάσπη δεν συνιστά κριτική αντίδραση.
Όμως με παρέσυρες να σου πω πράγματα, που δεν πρέπει να λέγονται δημόσια. Δεν έχει νόημα.
Γιώργος Μπαλούρδος
      Κλείνοντας αυτήν την σύντομη, αλλά νομίζω μεστή και ζεστή συνομιλία, αφού σε ευχαριστήσω, επίτρεψέ μου να θέσω ένα τελευταίο ερώτημα.
Σχηματικό, ίσως, που υπολείπεται της αξίας του τεράστιου και επίπονου έργου σου.
Ένα ερώτημα, όχι τόσο σε σένα, αλλά σε εκείνους που στέκουν με αγάπη και διάκριση πάνω στο έργο σου, και αναγνωρίζουν την ευαισθησία του, και την προοπτική του, έστω και αν δεν συμμερίζονται πάντοτε τις αξιολογικές του αρχές.
     Άραγε το έργο σου είναι ένα Requiem για τον ελληνικό πολιτισμό που χάνεται, ή ένα θρηνητικό υπόμνημα, μιας μελλοντικής ανάστασης;
       Σαν υστερόγραφο στη συνομιλία μας αυτή με τον καθηγητή Χρήστο Γιανναρά, θα ήθελα να σημειώσω ότι για να κατανοήσει ένας μελετητής το ογκώδες πολύπλευρο και σημαντικό έργο του, να το κρίνει, να το συγκρίνει, να το σχολιάσει, να το εντάξει στην εποχή του και να διακρίνει την όποια συμβολή του, εκτός από τη Νηπτική συγγραφική παράδοση της Ορθοδόξου πατερικής γραμματείας, θα πρέπει να έχει μάλλον υπόψη του και τους εξής συγγραφείς και έργα, χωρίς κατ’ ανάγκη να έχει εξαντλήσει τις πηγές του ίδιου του έργου.
Και ενδεικτικά αναφέρω από την προσωπική μου βιβλιοθήκη  ορισμένους ξενόγλωσσους τίτλους μελετημάτων ή συγγραφείς που προηγήθηκαν της ελληνικής ορθόδοξης άνοιξης της δεκαετίας του 1960.
     Τον γερμανό συγγραφέα Καρλ Μπάρθ και το πολύτομο έργο του «Δογματική της Εκκλησίας», αλλά, και το, «Υπόμνημα στην προς Ρωμαίους επιστολή».
Τον Τ. Α. Ρόμπινσον, και το βιβλίο του «Τίμιοι με το Θεό» που εκδόθηκε το 1963 στο Λονδίνο και επηρέασε το χώρο στον οποίο απευθύνονταν. Τον σημαντικό θεολόγο Ρ. Μπούλτμαν και την «Εισαγωγή στη Θεολογία της καινής Διαθήκης».
Τα βιβλία «Μεταθεολογία» και «Τα δύο χέρια του Θεού» του γνωστού Άλαν Ουάτς. Το «Αγάπη και έρως» εκδόθηκε το 1939 του Α. Νίγκρεν. Τα βιβλία των Πωλ Τίλλιχ, του Παύλου Ευδοκίμωφ, του πατρός Φλορόφσκι(έχουν εκδοθεί στην Θεσσαλονίκη από γνωστό εκδοτικό οίκο), του Λόσκυ(η περίοδος του πατρός-η περίοδος του υιού-η τελευταία περίοδος του αγίου πνεύματος), όπως αναφέρει στο γνωστό βιβλίο του που εκδόθηκε από την Αποστολική Διακονία της Ελλάδος. Τα βιβλία του Μαξ Σέλερ, του Μ. Σανταγιάντ. Που αν δεν κάνω λάθος, είναι οι πρώτοι που στα βιβλία τους και τις θεολογικές τους μελέτες ταύτισαν την πίστη με το ερωτικό στοιχείο, ο μανικός εραστής Θεός, ξεκινά από αυτούς και ορισμένους άλλους να διαδίδεται μέσα στους θεολογικούς και εκκλησιαστικούς χώρους, και πάλι αν δεν κάνω λάθος.
Τα ξενόγλωσσα έργα όπως: «Christian Mysticism Today” του William Johnston. Το “ The Philosophy of Religion” του Ninian Smart. Το “ Cristian Mysticism” του Michael Cox, τo “ Road to Paradise” της Alison Goddard Elliott. Το God and The Universe of Faittsτου John Hick, και θα πρόσθετα και το δίτομο συλλογικό έργοChristian Spirituality”, Origins to the twelfth century των Bernard Mognn and John Meyendorff, Λονδίνο 1986 και πολλά άλλα. Μια που οι θεολογικές σπουδές στον δυτικό κόσμο δεν δυναστεύονται από καλογερίστικες αγραμματοσύνες και φανατισμούς, λες και ο Θεός τους έδωσε το μονοπώλιο της ερμηνείας των όποιων λόγων του.
      Αν εξαιρέσουμε τους Ρώσους Ορθόδοξους Θεολόγους της διασποράς, αυτούς όλους που έφυγαν μετά την επικράτηση της Οκτωβριανής Επανάστασης, αλλά και του φρικτού δικτατορικού καθεστώτος που ακολούθησε μετά τον θάνατο του Βλαδίμηρου Ίλιτς Ουλιάνοφ Λένιν, την μακρόχρονη δικτατορία του Ιωσήφ Στάλιν, του επονομαζόμενου και «πατερούλη», οι υπόλοιποι συγγραφείς είναι μάλλον αμετάφραστοι στον Ελλαδικό χώρο.
Κάτι που δυσκολεύει όχι μόνο την κατανόηση του πολύπλευρου έργου του Χρήστου Γιανναρά, αλλά εμποδίζει και τους ενδιαφερόμενους μελετητές της ελληνικής ορθόδοξης παράδοσης, να κατανοήσουν βαθύτερα την άνθηση της δεκαετίας του 1960 και την όψιμη στροφή πολλών ατόμων προς τους λεγόμενους νηπτικούς εκκλησιαστικούς πατέρες της ορθοδοξίας, άγνωστους σχεδόν μέχρι τότε όχι μόνο στην ελληνική προβληματική, αλλά και στη ζωή της Εκκλησίας.
     Το υστερόγραφο αυτό, γράφεται παρά την αντίθετη άποψη του Χρήστου Γιανναρά, ο οποίος δεν συμφωνεί με την ένταξη του έργου του, στην ερμηνευτική αλυσίδα(δρόμο) που άνοιξαν οι ως άνω συγγραφείς και όχι μόνο, που ασφαλώς ο καθηγητής Χρήστος Γιανναράς έχει μελετήσει ή τουλάχιστον κατέχει το έργο τους.
    Έχοντας όμως στην μνήμη μου τη ρήση του μυστικού ποιητή Ουίλλιαμ Μπλέηκ, ότι: «ο ανόητος που επιμένει στην ανοησία του γίνεται σοφός», και, επειδή πιστεύω ότι στην σημερινή κοινωνία που ζούμε, θα ήταν μάλλον άκαιρο να υποστηρίζει κανείς ότι μία μυθολογούσα ορθόδοξη ή μη θεολογική σκέψη, ή φιλοσοφική θεώρηση είναι η «μόνη αλήθεια», επέμενα στο να γραφεί το Υ. Γ. Αποδεχόμενος την θέση, ότι το μόνο που μπορούμε να ισχυριστούμε ότι καταφέραμε με τις ισχνές γνώσεις μας, μελετώντας τα έργα της εθνικής μας παράδοσης, είναι η «αληθοφάνεια τους». Αυτή που ταιριάζει περισσότερο στην δική μας ιδιοσυγκρασία. Γιατί εκείνο που έχουμε περισσότερο ανάγκη-και αυτό μας το διδάσκει εδώ και χρόνια ο συγγραφέας Χρήστος Γιανναράς, δεν είναι η βεβαιότητα του όποιου δόγματος ή οι αμετακίνητες θέσεις της εθνικής μας κρατικής πίστης, αλλά η ευελιξία του ελληνικού πνεύματος, και η προσαρμοστικότητά του στο σύγχρονο μεταβαλλόμενο πνεύμα και τόσο ευμετάβλητες συνθήκες ζωής και εποχής μας. Το ρίσκο της πίστης, η αποδοχή της διαφορετικής εμπειρίας του άλλου, η ψηλάφηση της μυστικής συνείδησης του άλλου. Μιας νέας μυθολογούσας θεολογικής κριτικής και ανάλυσης, τόσο της κοινωνίας, όσο και των πολιτισμικών δομών της.
     Ο κόσμος μας ο μικρός ο μέγας, είναι τραγικά εκπληκτικός και μυστικά εύθυμος από μόνος του ώστε να μην χρειάζεται μοναδικές, αιώνιες και ανεπανάληπτες αλήθειες, ή εκκλησιαστικά δόγματα. Αλλά κοινές εμπειρίες ζωής και θανάτου. Άποψη που ίσως να συμμερίζεται και ο δάσκαλός μας Χρήστος Γιανναράς.
      Ο Χρήστος Γιανναράς, είναι συγγραφέας εκατοντάδων άρθρων σε εφημερίδες και περιοδικά, «μεταφραστής» και το σύνολο έργο του, ξεπερνάει τους 30 τίτλους μέχρι σήμερα. Εκ των οποίων πάρα πολλά από αυτά, έχουν μεταφραστεί σε αρκετές ευρωπαϊκές γλώσσες. Είναι επίσης καθηγητής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο.
Ενδεικτική βιβλιογραφία του:
-Η ελευθερία του ήθους, εκδ. Το Σύνορο 1970.
-Το Πρόσωπο και ο Έρως, εκδ. Παπαζήση 1976.
-Η Νεοελληνική ταυτότητα, 1978
- Πείνα και δίψα, 1969,
-Το προνόμιο της απελπισίας, 1983,
-Κεφάλαια πολιτικής Θεολογίας, 1983,
-Η απολογητική στην Ορθοδοξία, 1989, όλα από τις εκδόσεις Γρηγόρη.
-Ανθολόγιο τεχνημάτων, 1991,
-Ελλαδικά προτελεύτια, 1991,
-Το Κενό στην τρέχουσα Πολιτική, 1989, όλα από τις εκδόσεις Καστανιώτη.
-Η Μεταφυσική του σώματος, εκδ. Δωδώνη 1971,
 Από την περιηγητική Λέσχη, σε συνεργασία με τον Μανόλη Χατζηδάκη, και τον Νίκο Σβορώνο το βιβλίο «Μυστράς» 1990.
Και τέλος, από τις εκδόσεις Δόμος, τα:
-Το Αλφαβητάρι της πίστης, 1983,
-Η κρίση της προφητείας, 1981
-Ορθός λόγος και κοινωνική πρακτική, 1984,
-Σχεδιάσματα Εισαγωγής στη Φιλοσοφία, 1981,
-Κριτικές παρεμβάσεις, 1983,
-Χαιντεγκέρ και Αεροπαγίτης, 1988.
-Καταφύγιο Ιδεών, 1987, και άλλα πολλά στον ίδιο εκδοτικό οίκο.

Γιώργος Χ. Μπαλούρδος
Πρώτη δημοσίευση, περιοδικό «ΚΛΠ» Και Γράμματα και Τέχνες τεύχος 3/ Δεκέμβριος 1993, σελίδες 20-21.
Υ. Γ.
      Για τους νέους της γενιάς μου, εννοώ των μέσω της δεκαετίας του 1970, προς τις αρχές του 1980, ο Χρήστος Γιανναράς, ο Στέλιος Ράμφος, ο Κώστας Ζουράρης, ο Σάββας Αγουρίδης, ο πατήρ Γεώργιος Πυρουνάκης, ο πατήρ Τιμόθεος Κηλίφης, ο Νίκος Ψαρουδάκης, (με την εφημερίδα «Χριστιανική») και ορισμένοι άλλοι, ήσαν εκείνοι που μας απεγκλώβισαν από τα φοβερά δυναστικά δεσμά των κατηχητικών που μας είχε επιβάλλει η δικτατορία των συνταγματαρχών, και ορισμένες παραεκκλησιαστικές οργανώσεις, που κυριαρχούσαν τότε στο δημοτικό και το γυμνάσιο. Θυμάμαι ότι όχι μόνο μας έβαζαν κακούς βαθμούς στο δημοτικό και στις πρώτες τάξεις του γυμνασίου αν δεν παρακολουθούσαμε τις Σαββατιάτικες λειτουργίες και τα ανούσια κηρύγματα, αλλά μας δαχτυλόδειχναν στους άλλους μαθητές. Δυστυχώς οι αντιπαιδαγωγικές ενέργειες πολλών θεολόγων, ιερέων και άλλων φορέων της εποχής εκείνης, μας σημάδεψαν για πάρα πολλά χρόνια. Έπρεπε να περάσουν αρκετές δεκαετίες, για να αρχίσουμε σιγά-σιγά, να ισορροπούμε μέσα μας, και να προσπαθούμε να κατανοήσουμε τι πραγματικά σημαίνει παράδοση, τι εκκλησία, τι ορθοδοξία.  Πολλοί από εμάς, φυσικά έπαψαν να πιστεύουν σε οποιαδήποτε μεταφυσική αρχή, ή στην ύπαρξη ενός ανώτατου όντος. Άλλοι πελαγοδρόμησαν ανάμεσα σε μια ατομική σωτηρία και μια φολκλορική παράδοση και βυζαντινό τελετουργικό. Φυσικά, υπήρξαν και εκείνοι, που ξεπλύθηκαν από τα λασπόνερα των φρικτών εκείνων χρόνων του «Ελλάς Ελλήνων Χριστιανών», και σιχτίρησαν και το Ελλάς και το Ελλήνων και το Χριστιανών. Άλλοι απαλλάχθηκαν από τις πολύμορφες και κρατικές αγκυλώσεις της επίσημης εκκλησίας και ισορρόπησαν στην πίστη των αυθεντικών προγόνων τους.
Όλοι όμως οφείλουμε ευγνωμοσύνη σε αυτούς τους συγγραφείς που με το έργο τους μας άνοιξαν νέους δρόμους προσέγγισης της ορθόδοξης εθνικής μας παράδοσης. Μιας παράδοσης, που οφείλουμε να κατανοήσουμε ότι δεν ανήκει κατά αποκλειστικότητα στους ιερείς και τους μοναχούς, αλλά σε όλους μας, σε όλους τους κατοίκους αυτής της δύσμοιρης χώρας. Οι άνθρωποι αυτοί με το έργο τους, χτυπούσαν το καμπανάκι για το που βαδίζει η χώρα από πολιτικάντηδες λαοπλάνους πολιτικούς, επισκόπους, ιερείς, μοναχούς, ή λαϊκούς, όμως ποιος τους άκουγε; Ποιος τους διάβαζε; Ποιος άνοιγε συζήτηση με το έργο τους; Τα σημερινά αποτελέσματα στον κοινωνικό χώρο και στην πτωχευμένη πατρίδα μας, βεβαιώνουν του λόγου το αληθές.
Κόμματα και ευσεβίστικες οργανώσεις, και μια ακατάσχετη ηθικολογία,-λες και ο καλός Θεούλης είναι ο μέγας ηδονοβλεψίας των πάσης φύσεως επιλογών μας-έφεραν τα σημερινά αποτελέσματα.
     Μετά από τόσες δεκαετίες, και τόσα διαβάσματα, το μόνο που μπορεί να πει κανείς είναι ότι, δύο φορές το χρόνο αν επισκεπτόμαστε ένα νοσοκομείο και ένα νεκροταφείο, θα διδαχθούμε, και για το δήθεν τέλειο σχέδιο τόσο του όποιου παραδοσιακού ιστορικά Θεούλη, όσο και της μητέρας και τροφού Φύσης που μας φιλοξενεί πρόσκαιρα. Οι αρρώστιες και οι θάνατοι κάθε λογής είναι αυτά που σου δείχνουν προς τα πού πρέπει να στραφείς, και τι κοινωνία σχέσεων οφείλεις να οικοδομήσεις. Μπορεί να κάνω λάθος, αλλά η ζωή του καθενός μας, είναι πολύ σοβαρή υπόθεση, για να την αφήνουμε στα χέρια μοναχών, ιερέων, κομματικών καθοδηγητών, ή άλλων ιεροεξεταστών πάσης φύσεως.
Η Ελλάδα, κρατήθηκε δέσμια μιας παράδοσης χριστιανικής και κομμουνιστικής για πολλές δεκαετίες, και αυτό την κράτησε πίσω, και δεν αφέθηκε να εκσυγχρονιστεί. Έμεινε δέσμια ανθρώπων που δεν ήθελαν να δουν την πραγματικότητα που γύρω τους άλλαζε. «Είτε με τις αρχαιότητες είτε με ορθοδοξία των Ελλήνων οι κοινότητες φτιάχνουν άλλον γαλαξία» τραγουδάει ο Διονύσης Σαββόπουλος. Μόνο που αυτό το τραγουδούσε μέσα σε ένα αερόστατο κάποτε μέσα στο στάδιο στο Μαρούσι, όμως το αερόστατο προσγειώθηκε πάνω σε ξέρα, και χέρσα γη, και ημείς και υμείς ξεραθήκαμε από την πολύ μεταφυσική και κομματική ιδεολογία.
    Ο κόσμος άλλαξε, και εμείς πτωχεύσαμε. Αλλά, εκείνοι που μας πτώχευσαν, και εκείνοι που εξακολουθούν να μιλούν για καλούς Θεούληδες και ετερότητα προσώπου και άλλα μεταφυσικά τινά, περνάν πολύ καλύτερα από εμάς.
Πειραιάς, Σάββατο, 8 Μαρτίου 2014    
        

                    

     

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου