Λόγος Ποιητικός, Λόγος Θρησκευτικός
«Κάθε πλευρά του αισθητικού σταδίου, είναι απελπισία»
S. Kierkegaard
Η επί
του Όρους ομιλία
Λεπτή βροχούλα
στις δαμασκηνιές
Και τα φυτά
της γης να ‘χουν ανθίσει.
Ο Κύριος
κάθισε και μίλησε,
Όχι σαν
χειμωνιάτικη νεροποντή που παίρνει
ξύλα και
κέδρους στο ποτάμι της,
αλλ’ όπως
τούτη τη βροχή που μούσκεψε
τ’ άχραντα
πόδια Του.
------------
Ταπεινά
φυτρώνει το άνθος, ταπεινά
να υψώνετε στο
βαθύ ουρανό τα μάτια σας.
Η αγάπη, η
αγάπη καταξιώνει
τις πράξεις
μας’ σαν αγαπάμε,
μοιάζουμε στην
πηγή που δεν γνωρίζει τα νερά της,
κι όμως κυλάει
αστείρευτη στη χλόη.
-------------
Όταν το ψωμί
αχνιστό θα κόβετε στην καμάρα
την εσπέρα, να
θυμάστε πόσο σιτάρι
έριξαν τα
χέρια του γεωργού, τις προσευχές
της μάνας να
δυναμώση το πράσινο φύτρο.
-----------
Εγώ θα φύγω,
όμως, πάλι θα μαι κοντά σας,
όταν γυρνάτε
με τα ζώα απ’ το χωράφι,
με της
καμπάνας τους αχούς στ’ αυτιά σας,
λέγοντας
καλησπέρα στη γιαγιά του δάσους.
Αντρέας Αγγελάκης
Ποιός
πρώτος, Θέ μου
Ποιός πρώτος,
Θέ μου, σ’ έκραξε; Ποιός πρώτος
από τη γη σ’
ανάστησε, να ορμήσω
μύρια φιλιά
στα πόδια του ν’ αφήσω;
-------------
Που βγαίνεις
σιγαλόποδος τη νύχτα
απ’ της σιωπής
τα χώματα, τους ίσκιους
και των
δακρυών την καταχνιά, να μ’ έβρεις
στο ερημικό
καλύβι μου, σαν όλα
το πιο θλιφτό
τραγούδι τους θρηνούνε.
-------------
Κι ασκώνω αργά
την κεφαλή και μπαίνει
μες στην ψυχή
μου φως κι αργά σταλάζουν
τα μάτια, ως
Σε θωρώ, της ομορφιάς μου
θάλασσα εσύ,
που εντός σου γλυκοσβήνω!
Ολγα Βότση
Στη
Σταύρωσή σου
Χριστέ μου,
πίκρα ένοιωσα πολλή στη σταύρωσή Σου,
γιατί ενώ
ερχόμουνα κοντά σαν μαθητής Σου
και με του
Σίμωνα διάθεση, του Κυρηναίου,
με πόνο
αντίκρυσα τον εαυτό μου σταυρωτή Σου,
στο πρόσωπο
ενός ευσεβεστάτου φαρισαίου.
Ελευθέριος Μάινας
Δειλινή
Ώρα
Ψάλλοντας ήρθα
τούτο το σπερνό
στο γαληνό,
μικρό ερημοκλήσι
να Σου
προσφέρω Δειλινέ, για θυμιατό
τον πόνο, που
σαν θάνατο
μέσα μου έχω
κλείσει…
------------
Γονατιστός και
σιωπηλός
δίχως σκιές κι
υπεροψίες
να κλάψω,
να προσευχηθώ,
για τις σκληρές
κι ενδόμυχες,
δοκιμασίες.
---------
Ψάλλοντας ήρθα
Αστερινέ.
Κι ως διάβηκα
την Πύλη
έμεινα λάτρης,
ικέτης ταπεινός,
ζητώντας μόνο
λίγο φως
απ’ το χρυσό
Σου το καντήλι.
Δημήτρης Φερούσης
Προσδοκία
Κύριε, κάποτε
θα ρθη και το δικό σου βράδυ,
η τελευταία
μας είναι απαντοχή.
Τα μάτια μας
θ’ ανοίξουν φως γεμάτα, στο σκοτάδι.
Θα ξαναβρή το
δρόμο σου η ψυχή.
----------
Τη γήινη μνήμη
θα γδυθή κ΄ ελεύθερη θα φύγη.
Το βήμα της
στο χάος δε θ΄ αντηχή,
καθώς, στη
σιωπηλή την αρμονία, θα σμίγη
Το Τέρμα που
ήταν άλλοτε η Αρχή.
------------
Ανταύγεια από
το φως αυτό, μες το πηχτό σκοτάδι,
μας φέγγει ως
τελευταία απαντοχή,
Κύριε, στείλε
πιο νωρίς το τελευταίο σου βράδυ
δίψα να βρή το
δρόμο σου η ψυχή….
Γιώργος Τσουκαλάς
Ιερό
Τα άγια των
αγίων λειτουργήστε,
λειτουργηθήτε
όσοι εσείς πιστοί,
μες΄ την ψυχή
σας πίστι αιώνια κλείστε
και δεηθείτε
και για το ληστή.
--------------
Χριστιανοί στη
σκέψι και στο σχήμα
Ιδανιστές στην
πίστι του Υψηλού,
λυτρώστε τη ζωή
σας απ΄ το κρίμα
κι΄ αύριο
θάστε απ’ τη Γη γι΄ αλλού.
Ρώμος
Φιλύρας
Στην
Πάλευκη καμάρα
Στην καμάρα
την πάλλευκη
όλοι έχουνε
τώρα λείψει,
και μόνον του
εικονίσματος
στον τοίχο
μένει η θλίψη.
----------
Ο Γολγοθάς
στυλώνεται
θολός,
ανταριασμένος,
και ‘ςτην
κορφή του αφώτιστος
μονάχα ο ΄
σταυρωμένος.
-----------
Κ’ έχει πάρει
η καμάρα
‘ςτην τόση
ερημιά της,
κάτι απ’ την
τρικυμιά της.
--------
Κάποια αγριάδα
αλλοιώτικη
τη δέρνει
αιώνια τώρα,
πού λές βογγάει ‘ςτα βάθη της
του Γολγοθά η
μπόρα.
Λάμπρος Πορφύρας
Νυχτωθήκαμε
στις γειτονιές του Κόσμου
Νυχτωθήκαμε
στις γειτονιές του κόσμου
και χάσαμε τον
ήλιο.
Ο Μίθρας κι ο
Απόλλωνας αδιαφόρησαν πια,
οι θεοί
μίκραιναν,
ο Βούδδας
χαιρέτησε ταπεινά την άγνοιά μας.
------
Και τότε ένας
λιγνός, σκοτεινιασμένος άγιος,
με ξεχασμένο
όνομα,
το σώμα του
άφταστο,
με τα μαλλιά
του λαδερά απ’ τις απρόσεχτες καντήλες,
τα πόδια του
ρεβά απ’ το καβαλλίκευμα,
τα δάχτυλα
στεγνά ως τους κόμπους,
και φθαρμένα
από τον κάματο,
όρμησε έξω απ’
το εικόνισμα,
τρεμούλιασε τη
θάλασσα και τον ορίζοντα
σε μιαν ανάσα,
άρπαξε τον
φλογάτορα απ’ τα μαλλιά
και τον
κράτησε για μια στιγμή μπροστά μας,
καταδικό μας
θάμπωμα,
πρώτη στιγμή
αυτογνωσίας.
Μαρία Αδάμ
Μικρά
Ψηφιδωτά
Α.
Κοίταξε
αυτή τη μαύρη
σκιά
γύρω από τα
μάτια σου
σύντροφε.
Είναι ο πόνος
αδέλφι μου,
που με
ζηλεύει.
Β.
Τι
χαράζεις
Πάνω στην
άκαμπτη
σκληράδα του
χρόνου,
αδέλφι μου;
Τη βιογραφία
του Θεού
φίλε μου,
γραμμένη από
ανθρώπινο χέρι.
Γ.
Κρυφτό
παίζει η ζωή
μας
με τη μοίρα.
Όποιος
προλάβει
και αισθανθεί
την Αγάπη
θα βγει
νικητής….
ή ηττημένος.
Γιώργος Μπαλούρδος
Η
Αγάθη στους βασανιστές της
Τα στήθια μου
γιατί τα ξεριζώνετε
με πυρωμένη
σιδεροτανάλια;
Γιατί με
τέτοια λύσσα τα βουβάλια
να μ’
ανακερατίζουν τα κεντρώνετε;
Όσο οι θυμοί
σας βράζουν, αλαφρώνεται
το βάρος μου
και φεύγει αγάλια-αγάλια.
Ψηλά, για με
τ’ ανάψαν τα μανουάλια!
Και βιάζεται η
ψυχή μου κι αντρειώνεται!
Ακέρια,
φυλαγμένα για τον Κύριο,
έχω άλλα
στήθεια εγώ, λευκά σα χιόνια,
που δεν τα
πιάνει φλόγα ουδέ μαρτύριο!
Και του κρατάω
και μια καρδιάν ακόμη,
Που ‘ναι για σας γεμάτη από συμπόνια,
που ‘ναι για
σας γεμάτη από συγγνώμη!
Λευτέρης Αλεξίου
Θνητών
Αγάπες
Ποιος να το
‘λεγε
Πως
«Πεθαίνω από
αγάπη»
θα ‘ρχόταν μια
μέρα,
που να
σημαίνει
«έχω Αίητζ».
Ανάμνηση
Τίποτα άλλο
δεν πήρα μαζί μου
Δικό σου
Έξω από την
ανάμνηση της φωνής
Που κάθε πρωί
Μέχρι χθες
ανανέωνες.
Κι από χθες
Ούτε αυτό.
Έχω, λοιπόν,
μαζί μου
Τη σιωπή σου.
Περσεφόνη
Α. Κωστέα
Κασσιανή
Κύριε, σαν τη
γυναίκα πούχε ζήσει
αισθάνομαι
βαθειά κι αμαρτωλή,
της κεφαλής
μου καταδέξου τη στολή
τ’ άχραντα
πόδια Σου να τα σφουγγίσει.
---
Κι ας ήταν σαν
την ώριμην οπώρα
γλυκειά νάχα
τη μνήμη της σαρκός,
σκοτάδι, κι
είναι πλημμύρα φωτός
έξω, κι
άνοιξις είναι μυροφόρα.
----
Κρύφτηκα σαν
την Εύα τρομαγμένη
στη θεία της
αγάπης προσταγή,
αρνήθηκα τα
σπλάχνα μου, κι η γη
τώρα μ’
ανθοκοιτάζει λιγωμένη.
-------
Κύριε, την
κολασμένην ιστορία
άκουσα στα
τρισάγια της ψυχής
κι είμαι στο
σχήμα μου της μοναχής
γυναίκα, μια
Μαγδαληνή, Μαρία.
-------------- ------------
Κι απ’ το
όνειρο που μοναξιά το φτιάνει,
πληρώθηκε γύρα
ο τόπος ο γυμνός,
κι υψώθη ο
λόγος, μόνος καθαρμός,
κι’ έγινε
ανθός, και σμύρνα και λιβάνι.
Μαρία Περικλή Ράλλη
Αν δε
μπορείς
Κουράστηκα,
ζωή, προτού σε ζήσω,
Με κούρασες
προτού να σε γευτώ.
Συχώρα με,
Θεέ, στη δίνω πίσω,
Με δίχως
τύψεις και παράπονο γι’ αυτό.
-------
Δέχομαι νάμαι αρνητής
κι απαρνημένος
Σ’ έναν αγώνα
που βαθειά περιφρονώ,
Δέχομαι νάμαι
για τους άλλους νικημένος
Μια και δεν
έμαθα να σκύβω σαν πονώ.
----
Κι είναι μια
δύναμη να ζεις τα όνειρά σου,
Πόθοι κι
αλήθειες με το είναι σου δετά,
Κι αν δεν
μπορείς τότε σταμάτα την καρδιά σου,
Κράτα τα μάτια
και τα χείλη σφραγιστά.
Ρίτα Βελιώτη
Δικαιοσύνη
Παρακαλώ
να μην
έρχονται Χριστούγεννα
γιατί δεν
είμαι πιά παιδί
και το παιδί
μέσα μου
δε λουφάζει.
-----
Παρακαλώ
να μη βλέπω
όνειρα
γιατί είμαι
πιά γέρος
και πρέπει ν’
ασκηθώ
στο θάνατο.
Υποπροβολή
Την ομορφιά
την αξιολογήσαμε
μέσ’ απ’ τα
μάτια
των νεκρών
μας.
Χαρά Τζαβέλλα-Evjen
Ουρανέ
μου
Άλλο δεν κάνω
παρά να υψώνω τα χέρια
και τα
βλέμματα.
όταν μ’ απειλούν
τα σάπια νερά
και η σκουριά
της νύχτας,
όταν η βουβή
απορία
με παγώνει.
Όταν ο πόνος
μου σφίγγει σαν φίδι
την πετρωμένη
ψυχή
άλλο δεν κάνω
παρά να σηκώνω τα χέρια
και τα
βλέμματα ψηλά.
Κι όπως είσαι
πολύ χαμηλά
πάντα με
βλέπεις.
Όπως είσαι
πολύ ψηλά
πάντα μ’
ανεβάζεις.
Κώστας Λουκάκης
Φωνή
Δεύτερη
Πάρ’ το
σεντόνι του Χριστού
τον κλώνο της αβύσσου
-----
Φωνή δεύτερη
Το μανιασμένο
σύννεφο
και το παιδί
του άδη
Πάρ’ τα
παπούτσια της βροχής
το αίνιγμα του
κόσμου
-----
φωνή
πρώτη
Τι θέλουν οι
νεκρές
αμμουδιές
σου;
Τα φθαρτά
μάτια
των γιγάντων
σου;
Τι θέλουν πάλι
Στα χειρο γραφά μου
τα βάγια
της ασυνταξίας
σου;
Ματίνα Μόσχοβη
Εκ
Βαθέων
Νύχτα, κ΄ έχω
χάσει το φεγγάρι,
σκιές με ζώνουν
και σχήμα νοητό
σκοτεινός ο
τρόμος μου έχει πάρει:
Κύριε, πως
βαδίζω και πατώ;
-----
Πού το φως της
κρύφτει η θεία σου χάρη
και τυφλός
εγώ, το αναζητώ;
Κι’ έπνιξε το
λόγο Σου-ως εσπάρη-
αχ! ποιο,
εντός μου, χέρι δυνατό;
---
Κύκλο με
οδηγούν πλάνον οι δρόμοι
και βουβός
δειλιώ, νήπιος εγώ,
Και να μη Σ’
ευρίσκω ακόμη, ακόμη!
-----
Εκ βαθέων Σε
κράζω μιας αβύσσου:
Κύριε, λάμψε
εμπρός μου, να Σε ιδώ,
πριν σβυστή και
η πίστη μου μαζί Σου…
Κλέαρχος Στ. Μιμίκος
Προσευχή
Ωραίε Χριστέ,
των μακρυνών προγόνων μου η εικόνα,
στα κάλλη Σου
αν δεν κάηκε θυμίαμα η ζωή μου,
πολεμιστής
αφίνοντας τον μάταιο αγώνα,
Σου ανάβω το
καντήλι Σου με τη στερνή πνοή μου.
Παύλος Νιρβάνας
No Smoking
Χωρίς τσιγάρα
το πακέτο
και δίχως
ουρανό η πόλη
Πού νάβρεις
τόση δύναμη
για να
σηκώσεις
πρώτα τον
ατομικό
και ύστερα το
δημόσιο πόνο
τώρα που σου
στέρησαν
και το
δικαίωμα του καπνίζειν;
Λίλλυ Βαρίνου
Ανάστασι
Για το
μυστήριο των νεκρών, που αφίνουνε τον Άδη,
Μαζί με
το Χριστό,
Τάστρα, που
λάμπουν, ρώτησα και μούπαν χτες το βράδυ,
Με φως
τρεμουλιαστό:
-Απόψε, ποιοι
με το Θεό σηκώνουνται απ’ το μνήμα;
-Οι δίκαιοι,
πούπεσαν σκληρώς κι’ άδικης Μοίρας θύμα!
-Ποιοι τώρα με
το Λυτρωτή πετούν στους Ουρανούς;
-Κάθε καρδιά,
που αγάπησε και κάθε μέγας Νούς!
-Ποιοι γύρω
κάθουνται απ’ αυτόν τον αστρινό Του θρόνο;
-Όσοι μεγάλοι
επόνεσαν, απ’ των μικρών το φθόνο!
-Ποιοι με τα
Σεραφείμ μαζύ του ψάλλουν Ωσαννά;
-Όσοι την
Πίστι εφύλαξαν σε πέλαγα ή βουνά!
-Ποιοι στα
παλάτια των Ρυθμών δοξάζουν το Σωτήρα;
-Όσοι με
θάρρος, τόνισαν στη Λευτεριά τη λύρα!
-Ποιοι πάνω εκεί
μ’ Αυτόν φορούν της Δόξας τάγιο
στέμμα;
Μεσάνυχτα κι
ενώ μου λεν αυτά γαλήνια τάστρα
Κι’ όλη ευωδιάζει η Φύσι,
Τρέμουν τα
θεμέλια της Γης μ’ οργή κοσμοχαλάστρα
Σ’ Ανατολή και
Δύσι….
Γεώργιος Στρατήγης
Επίκλησις
Θεέ,
βοήθησέ με να
μη Σε μισήσω
γιατί δεν με
βοήθησες,
αλλά μονάχα να
Σε ρωτήσω
που ήσουνα
άραγε
όταν χανόμουν;
Εσύ, Μοναδικέ,
που ήσουν
πάντα δίπλα μου.
Στέλλα Αγγελοπούλου
7
Έσκυψα να πιω
και με πήραν τα δάκρυα.
Ευχαριστώ,
κύριε, είπα
Καθώς έτρεχε
το νερό,
Εξ ουρανού, κι
ο Θεός-παρών ή απών-
Ευλογούσε την
ύπαρξή μου.
Ρούλα
Κακλαμανάκη
Σε
διάλεξε ο Θεός
«Σ’ εκείνη που την
πήρε
ο απρόσμενος
άνεμος…»
Σε διάλεξε ο
Θεός,
πριν από μένα,
αγάπη μου,
Σε είχε
διαλέξει
-μέσα σε τόσα
λουλούδια-
να είσαι εσύ
που θ’
ανοίξεις το παράθυρο
της ψυχής μου
να μπει το
δυνατό φως
της ευλογίας
του.
---
Σε είχε
διαλέξει
να φέρεις
την άνοιξη
στην καρδιά
μου
χωρίς να το
ξέρεις
--
Χωρίς να
ξέρεις εσύ η ίδια
ποια ήταν η
μεγάλη σου
αποστολή
Χωρίς να
ξέρεις
ποιο μεγάλο
κρουνό ευτυχίας
θ’ άνοιγες στη
ζωή μου
ποιους
κραδασμούς θα προκαλούσες
ποιους
ορίζοντες θα αποκάλυπτες
ποιους
φωτεινούς ήλιους
θα παρουσίαζες
ποια βουνά
ποιες θάλασσες
ποιους
ουρανούς
Μόσχος Κεφάλας
Ανάσταση
Σ’ ακούω μέσα
σου να λες
πως πάει,
πέθανε ο Θεός
για σένα.
Το βλέπεις, το
διαπιστώνεις
κι ίσως ακόμα
να το εύχεσαι
γιατί δε θες
εντός σου
της φωνής του
τον έλεγχο.
---
Κι έρχεται
ώρα,
κάποια
ευλογημένη στιγμή,
που αυτός ο
ίδιος ο Θεός
ξαναγεννιέται
μέσα σου
και την ίδια
στιγμή
ανασταίνεται
μέσα σου και πάλι.
-----
Η Γέννησή του,
δε γίνηκε
μονάχα
μέσα στο
Σπήλαιο,
κι ακόμα κι η
Ανάστασή του
στο άλλο
εκείνο το Σπήλαιο
«ὀ ήν λελατομημένον εκ πέτρας».
Ευάγγελος Μόσχος
Σημείωση:
Σε μια εποχή που ο τηλεοπτικός
λόγος και η τηλεοπτική εικόνα είναι αυτή που κυριαρχεί στις συνειδήσεις των
ανθρώπων, σε μια εποχή που η life style διαφημιστική ζωή έχει απορροφήσει ή
τουλάχιστον πάει να εκμηδενίσει την ανθρώπινη αφήγηση, είτε αυτή είναι ο λόγος
του παραμυθιού, είτε είναι ο λόγος της πρόζας, είτε ο ποιητικός λόγος αλλά και
την ίδια την ζωή των ανθρώπων, ο λόγος ψυχής, ο λόγος της προσωπικής αγωνίας
του καθενός μας, της προσωπικής μας απόγνωσης, δηλαδή ο θεολογικός και
θρησκευτικός λόγος, κρατάει ακόμα ορισμένα ψήγματα ευαισθησίας και αληθινής
ζωής, πέρα από σύμβολα και πρότυπα παλαιών πολιτισμών, ή τουλάχιστον πάνω από
αυτά. Ο θρησκευτικός λόγος των ανθρώπων σε σχέση με τον λόγο της ιδεολογίας,
που θέλει τον άνθρωπο μια κοινωνική εργαλειακή μηχανή, κρατάει ακόμα ανοιχτά τα
παράθυρα του ονείρου και του αγνώστου. Ασφαλώς είναι δύσκολο και σίγουρα
ακατόρθωτο, ο ποιητικός λόγος να εξοβελίσει την κυριαρχία και απολυταρχία της εικόνας,
είναι σίγουρα ακατόρθωτο να οδηγήσει εν ειρήνη την μεγάλη μάζα των ανθρώπων στο
αιώνιο σκοτεινό και αινιγματικό τίποτα, όμως όσο έχουμε αυτήν την
ποιητική-εποπτική παραμυθία, αυτήν την διαχρονική θρησκευτική ποιητική ανάταση
της ανθρώπινης φωνής, μπορούμε να ευελπιστούμε ότι κάτι θα διασωθεί από αυτό το
ματωμένο και σκονισμένο κουβάρι που λέγετε ζωή.
Τα ποιήματα αυτά, τα οποία είναι όλα
Πειραιωτών δημιουργών, τα ερανίστηκα είτε από θρησκευτικές ανθολογίες που είναι
αρκετές και κυκλοφορούν στο εμπόριο, είτε από τις ίδιες τις συλλογές των
δημιουργών. Δεν θέλησα να προσθέσω βιογραφικά στοιχεία ή άλλες πληροφορίες, για
να μην δώσω φιλολογική προέκταση στα ποιήματα αυτά, προτιμώ να μας μιλήσουν με
την ίδια τους την ευαισθησία. Ακόμα και ορισμένα ποιήματα γυναικών που ξενίζουν
ίσως για το θέμα τους, όπως είναι της Περσεφόνης Α. Κωστέας, ή της Λίλλυς
Βαρίνου, ή του Μόσχου Κεφάλα, θεωρώ ότι ταιριάζουν στην όλη ατμόσφαιρα του
ποιητικού συνόλου.
Άφησα και δεν άλλαξα την
γραμματική των ποιητικών κειμένων, που ανήκουν σε διαφορετικές γλωσσικές και
ιστορικές περιόδους της ελληνικής γραμματείας, και δεν έθεσα τις ποιητικές
αυτές μονάδες με αλφαβητική σειρά των δημιουργών τους, γιατί προσπάθησα να
ανοίξω μια συνομιλία μεταξύ των ίδιων των ποιημάτων και των Πειραιωτών
δημιουργών.
Ίσως, μέσα σε αυτόν τον άχαρο
πολιτικό κουρνιαχτό των ημερών μας, να ενδιαφέρει κάποιους ο ποιητικός αυτός
λόγος που έρχεται από έναν άλλον κόσμο και οδεύει επίσης σε έναν άλλον.
Γιώργος Χ. Μπαλούρδος,
Πρώτη μεταφορά, Σάββατο 26
Απριλίου 2014.
Πειραιάς, 26/4/2014.