Ο Γεώργιος
Μ. Πολιτάρχης, πεζογράφος και
δοκιμιογράφος γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη το 1910, μικρός ήρθε στην Ελλάδα
και εγκαταστάθηκε στον Πειραιά και εκεί τελείωσε το γυμνάσιο. Ο Πειραιάς ήταν
τότε γιομάτος δυστυχία και ίσως αυτό να επέδρασε, ώστε η κατάσταση αυτή να
γίνει βίωμα στο όλο έργο του συγγραφέα. Δημοσίευσε διηγήματα, μυθιστορήματα,
δοκίμια(και λίγα ποιήματα) σε περιοδικά και εφημερίδες…..
Στην ψυχή του συγγραφέα Γιώργου Πολιτάρχη είναι φανερό πως έχουν
επιδράσει δύο βασικοί παράγοντες: Η προσφυγιά ως συνέπεια της μικρασιατικής
συμφοράς του 1922. Το προσφυγικό στοιχείο ο συγγραφέας το είδε σαν μια ανανέωση
του όλου ελληνικού κυττάρου. Ο ίδιος έχει σημειώσει εμφαντικά πως το «ζύμωμα
αυτό των προσφύγων και των γηγενών έφερε το ανέβασμα της φυλής». Ο δεύτερος
παράγοντας που σημειώνει την παρουσία του στο έργο του Γ. Πολιτάρχη είναι η
επιστράτευση για να κρατηθούν τα σύνορα στον Έβρο, τα γεγονότα δηλαδή που
συνδέθηκαν με την καταδίωξη των ανθρώπων σε μιαν υποχρεωτική επιστράτευση. Και
αυτό ακριβώς είναι το ηρωικό στοιχείο που προβάλλεται στο έργο του…..
Αυτά είναι μερικά από τα οποία γράφει ο συγγραφέας και
ιστορικός της παιδικής λογοτεχνίας Δημήτρης Γιάκος, στο λήμμα της
«Μεγάλης Εγκυκλοπαίδειας της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας» του Χάρη Πάτση, Αθήνα 1966,
τόμος 11ος σελίδα 558.
Και
συγγραφέας Δημήτρης Π. Λιάτσος, στο βιβλίο του «Κοκκινιά-Ένα όνομα, μια
πολιτεία»-Η πολιτιστική και πνευματική πορεία της, Νίκαια 1960, σημειώνει
μεταξύ άλλων:
Από
τους λογοτέχνες που έζησαν και πέρασαν απ’ την πόλη μας και που την αγάπησαν
αληθινά, είναι ο πεζογράφος Γιώργος Πολιτάρχης. Στάθηκε πολύ κοντά στα πρώτα
πνευματικά βήματα της Κοκκινιάς, πλάι με τους δικούς μας ντόπιους λογοτέχνες.
Έμενε τότε, το 1932, στην Αγία Σοφία, στην οδό
Δερβενακίων…. σελίδα 63.
Τον συγγραφέα
αυτόν ξαναθυμήθηκα καθώς έγραφα πρόσφατα τα κείμενα για τον θαλασσογράφο
Κωνσταντίνο Βολανάκη και την μελέτη και αποδελτίωση του «Πειραϊκού Ημερολογίου»
του 1966 του Νίκου Κατσικάρου. Τον είχα διαβάσει εδώ και χρόνια και μου άρεσε η
παραδοσιακή γραφή του και η έμφαση που έδινε στο ηρωικό στοιχείο και στα θέματα
και προβλήματα του προσφυγικού Ελληνισμού. Διάβασα ιδιαίτερα τα δοκίμιά του και
τα κείμενα εκείνα που αναφέρονταν στον Πειραϊκό χώρο. Η μεγάλη του αγάπη για
την θάλασσα και τους ανθρώπους της μου έκανε μεγάλη τότε εντύπωση και σε
ορισμένα του συγγραφικά σημεία μου θύμιζε τον κυρ Φώτη Κόντογλου χωρίς να έχει
την μαγευτική ατμόσφαιρα εκείνου αλλά και χωρίς να υπολείπεται σε διηγηματική
τεχνική.
Από το βιβλίο του «Πρόσωπα και Ιδέες» μεταφέρω εδώ ένα
μικρό κείμενό του που μου άρεσε ιδιαίτερα και μας φανερώνει την αγάπη του
Πολιτάρχη για την θάλασσα και τους ανθρώπους της. Σε άλλο μου κείμενο θα
επανέλθω για το πως είδε και περίγραψε ο Πολιτάρχης τον Πειραιά, στο βιβλίο του
«Γνώρισα τον Πειραιά».
Ας απολαύσουμε το κείμενο.
ΓΙΩΡΓΟΣ
Μ. ΠΟΛΙΤΑΡΧΗΣ
(Κωνσταντινούπολη
1910-1987)
ΔΥΟ ΣΥΜΒΟΛΑ, ΚΑΡΑΒΙ ΚΑΙ ΘΑΛΑΣΣΑ
Οι άνθρωποι που δεν γεύτηκαν την
αρμύρα του πελάγου, δεν έβρεξαν το πρόσωπο με τ’ άγριο κύμα και δεν κινδύνεψαν
σε κείνους τους τρομερούς τυφώνες, που αρπάζουν τα πλεούμενα και τα γυροφέρνουν
σαν καρυδότσουφλα στο έλεος του νερού, μοιάζουν με τα καράβια τα δεμένα με
χοντρά παλαμάρια, περασμένα στους σιδερένιους κάβους του λιμανιού, σιωπηλά και
ακίνητα. Τούτα τα καράβια ζούνε μονάχα στη μνήμη των γέρων ναυτικών αυτών που
μπορούν ακόμα να διαβάσουν το «Ημερολόγιο» στο σκουριασμένο σκαρί, μετρώντας
τις κεχριμπαρένιες χάντρες του κομπολογιού..
Όσοι πάλι δεν ακούνε μέσα στην καρδιά
τους να παφλάζει βουερό το βαθύ κύμα του ωκεανού και δεν νιώθουν την ψυχή τους
να στέκεται ορθή και πανέτοιμη να δεχτεί το κάλεσμα της ξελογιάστρας θάλασσας,
είναι σαν τα ψωριασμένα σκυλιά, τα ξαπλωμένα στον ήλιο καθώς περιμένουν να τους
πετάξουν τα γλυμμένα κόκκαλα. Τούτα τα ζωντανά άφησαν να κοιμηθεί μέσα στο
στήθος τους η φωνή του δάσους, η μυστηριακή φωνή της γενιάς τους.
Στη γιγάντεια υγρή επιφάνεια που
λίκνισε τα μυστικά, τις αγάπες, τους καημούς και τα όνειρα του κόσμου,
λαχταράει πάντα η ψυχή του λογοτέχνη ν’ αρμενίζει και να ανασάνει τον αγέρα του
βασανισμένου δελφινιού, του αμέριμνου γλάρου.
Το καράβι και η θάλασσα είναι τα δύο
αγαπημένα στοιχεία της λογοτεχνίας. Δύο σύμβολα που τα χρησιμοποιεί όταν θέλει
να μας βεβαιώσει για το πλάτος του κόσμου και τη μηδαμινότητά μας. Και πάλι τ’
αναποδογυρίζει κρυφτό με το θάνατο διασχίζοντα νυχτοήμερα τον ατέλειωτο ωκεανό.
Μπορεί το αεροπλάνο να κατακομμάτιασε τις αποστάσεις και νάγινε παιχνιδάκι το
φοβερό πλεούμενο, τίποτε δεν άλλαξε από τον πόθο της ψυχής του ανθρώπου να
γνωριστεί με κείνες τις θάλασσες, που πάλεψαν μαζί τους και τις νίκησαν οι
γενναίοι μεγάλοι θαλασσοπόροι.
Ο λογοτέχνης αγάπησε τον άνθρωπο που
έχει στην ψυχή του την ανήσυχη θάλασσα και στη ματιά του τον πόθο για τα μεγάλα
ταξίδια. Θέλει να βρίσκεται με κείνους τους κουρασμένους απ’ όλες τις φυλές κι
απ’ όλα τα χρώματα. Τους ανθρώπους που πολέμησαν μαζί με τους ατίθασους
κουρσάρους και τους άλλους που σύρθηκαν σκλάβοι και πέθαναν πάνω στην κουβέρτα
χωρίς νερό κάτω απ’ τον καυτό ήλιο της Κόκκινης θάλασσας ή πετάχτηκαν βορά του
αφρισμένου σκυλόψαρου, στο νοτιά, για να ξαλαφρώσουν το σκαρί που δεν άντεχε
άλλο φορτίο.
Όλα τα θαλασσινά βιβλία, από τα πιο
παλιά χρόνια, μιλάνε γι’ αυτή την πάλη του ανθρώπου με το κύμα. Η τρικυμία
γίνεται αγωνία που συνεπαίρνει τα πάντα, κάνει την καρδιά του ανθρώπου να
σταματήσει. Όπως σκουπίζει πάνω από την κουβέρτα κάθε φθαρτό κι εφήμερο, έτσι ξεπλένει
κι από την ψυχή κάθε γήϊνο, που μέσα στο μυαλό σαν κάτι ακατανόητο. Πως είναι
δυνατό τούτη η θάλασσα να γίνεται ζωή μέσα στα στήθια των θαλασσινών, πως
μπορεί κι ακούει τον παφλασμό της ο λογοτέχνης, είναι ένα αξεδιάλυτο μυστήριο.
Αυτοί οι θαλασσόλυκοι του Λόντον, του Κίπλιγκ, του Κόνραντ, του Μάριατ, είναι
τόσο ανθρώπινοι και τόσο κοντά μας. Στη θαλασσινή λογοτεχνία υπάρχει αγρύπνια.
Μιλούν οι αισθήσεις, τα αισθήματα, η καρδιά.
Ο άνθρωπος πρέπει ν’ αγρυπνά, να
υποφέρει. Όχι για το δικό του το κορμί. Το Εγώ είναι ένα μικρό μόριο στον
ωκεανό των ψυχών. Ταξιδεύει το ταξίδι της ζωής, της πικρής και της αιώνιας, κι
αγρυπνά για κείνους που δεν μπορούν να βαστάξουν τον αβάσταχτο πόνο του κόσμου.
Στέκεται και κοιτάζει τα δεμένα καράβια. Κοιμούνται χωρίς όνειρα, φουνταρισμένα
στα βρώμικα νερά, και λυπάται πιο πολύ γι’ αυτούς που έχασαν τη ζωή τους στο
ανεκπλήρωτο όνειρο. Δεν τόλμησαν φτερουγίσματα κι έφυγαν τα χρόνια μέσα απ’ την
πυρετωμένη παλάμη σαν κυνηγημένα πουλιά. Ας ακούσει ο ουρανός τη λαχτάρα της
φωνής των δεμένων καραβιών κι ας ρίξει το δάκρυ του σα σταγόνα δροσιάς, να
γλυκάνει τον ύπνο τους.
Η ιστορία του τόπου μας είναι γραμμένη στα
κύματα. Παλιοί και νεώτεροι συγγραφείς μας διάβασαν την ιστορία των κυμάτων και
άκουσαν το τραγούδι των νερών. Είδαν τη γυμνή πέτρα να λούζεται με τους αφρούς
αυτών των νερών κι αφήσαν τη φαντασία τους να ταξιδεύει μακριά στους σκοτεινούς
ωκεανούς και την καρδιά τους να γεμίσει αγάπη για όσους έμειναν μόνοι,
παλεύοντας νύχτες και μέρες με τη μανιασμένη θάλασσα χωρίς ψωμί και χωρίς νερό
μέσα στο απεριόριστο και ατίθασο νερό, που στη φαντασία του κατατυραννισμένου
ανθρώπου δεν έχει αρχή και τέλος ή ταξιδεύει στα ταραγμένα νερά της μαύρης
θάλασσας που λες και βράζουν σαν πελώριο και συγχυσμένο καζάνι. Ο άνθρωπος που
ζη με τη θάλασσα δεν ξέρει το θάνατο. Νομίζει πως ο θάνατος είναι για τους άλλους
αυτούς που δεν ξέρουν να παλεύουν με τους τυφώνες του Νοτιά, και μένουν κάτω
από τα κεραμίδια, δεμένοι απ’ τα δοκάρια, φυλακισμένοι στα στενόχωρα δωμάτια. Ο
λογοτέχνης είναι ο ιστορητής της ψυχής. Βαθαίνει το βλέμμα του μέσα σ’ αυτήν
και μας μαθαίνει πως ο κάθε άνθρωπος έχει μέσα του μια θάλασσα. Έναν άγνωστο
χώρο, που δεν θέλει να βάλει το πόδι του εκεί. Φοβάται το άγνωστο και ζη μόνο
με το όραμα.
Η θαλασσινή λογοτεχνία πλάτυνε πολύ.
Στις σελίδες της ακούσαμε το βαθύ κύμα του μεγάλου Ωκεανού, του ατέλειωτου, του
τρομερού, του αγαπημένου Ωκεανού, που καμμιά υποψία στεριάς δεν ταράζει τη
μεγαλοσύνη του. Πολλά είναι τα σύμβολα που χρησιμοποιεί ο λογοτέχνης. Μα τούτα
τα δύο, καράβι και θάλασσα, είναι τα πιο αγαπημένα.
Ας είναι ευλογημένοι τούτοι οι
κουρσάροι του πνεύματος που άνοιξαν τα
μάτια της ψυχής τους και είδαν κι έφεραν και μας πότισαν με την αρμύρα του
πικρού ποτηριού που το λένε θάλασσα.
Αγάπησα πάντα τη θαλασσινή λογοτεχνία,
και τους θαλασσινούς συγγραφείς, μα πιο πολύ αγάπησα τους ανθρώπους που
στέκονται στο μουράγιο και κοιτάζουν τα πλεούμενα να φεύγουν. Τα μάτια τους
είναι δακρυσμένα. Η παράξενη έλξη του γαλάζιου νερού εξουθενώνει και την πιο δυνατή
ύπαρξη. Κι όμως τώρα τελευταία γεννήθηκαν κάτι άλλοι άνθρωποι τολμηροί,
ριψοκίνδυνοι και ρωμαλέοι. Οι στεριές και τα πέλαγα δεν τους χωράνε. Μπαίνουν
στις περίεργες μηχανές και πάνε ν’ αλητέψουν ανάμεσα στ’ αστέρια, μακρυά απ’ το
μικρό πορτοκάλι που συνηθίσαμε να το λέμε υδρόγειο. Μ’ αυτούς τους ρωμαλέους
και ριψοκίνδυνους πεθύμησε η λογοτεχνία να γίνει ένα και να βγει να σεργιανίσει
τους καινούργιους καιρούς.
Από το βιβλίο του Γιώργου Μ.
Πολιτάρχη,
«Πρόσωπα
και Ιδέες» εκδόσεις Το Ελληνικό Βιβλίο 1963, σελίδες 71-74
Σημείωση:
Έχω
διαβάσει τα εξής βιβλία του, όλα από τις εκδόσεις Το Ελληνικό Βιβλίο:
-Βασανισμένα
χρόνια 1974
-Ο
εκδικητής 1976
-Το
μυστικό της νεκρής πολιτείας 1978
-Ιωάννης
Κουκουζέλης 1977
-
Αφρική-Η Έρημος 1986
Καθώς
και τα δοκίμια και τις μελέτες του όπως:
-Πρόσωπα
και Ιδέες, εκδόσεις Το Ελληνικό Βιβλίο 1963
-Ποιητικές
Μορφές, εκδόσεις Το Ελληνικό Βιβλίο 1970
-Γνώρισα
τον Πειραιά, εκδόσεις Το Ελληνικό Βιβλίο 1969
-Υπατία
Δελή/ Γεώργιος Δελής/ Χρίστος Δελής, Αθήνα 1970
-Σκέψεις
πάνω στην Αγροτική ποίηση του ποιητή Φοίβου Δέλφη, Αθήνα 1944.
* Στο ίντερνετ βρήκα και τα άλλα του
βιβλία που τα μεταφέρω εδώ, χωρίς να αναφέρεται ο συντάκτης τους.
|
Γιώργος Χ.
Μπαλούρδος
Πρώτη γραφή,
σήμερα Κυριακή, 13 Ιουλίου 2014
Πειραιάς,
Κυριακή 13 Ιουλίου 2014.
Καθώς το
πολυπληθές κοινό του επαγγελματικού πλέον ποδοσφαίρου αναμένει την τελική νίκη
περισσότερο, παρά απολαμβάνει την προσπάθεια και την ποδοσφαιρική άμιλλα μεταξύ
των ομάδων. Κάποτε έπαιζαν για την φανέλα όπως έλεγαν σήμερα αγωνίζονται γιατί;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου