Παρασκευή 22 Αυγούστου 2014

ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΟΙ ΔΡΟΜΟΙ ΕΜΠΕΙΡΙΩΝ

                             ΠΑΡΑΛΛΗΛΟΙ ΔΡΟΜΟΙ

                                                Κείμενο 1


          Εν αρχή ην ο λόγος, και ο λόγος ήν προς τον θεόν και θεός ήν ο λόγος, ούτος ήν εν αρχή προς τον θεόν, πάντα δι’ αυτού εγένετο και χωρίς αυτού εγένετο ουδέ εν ο γέγονεν εν αυτώ ζωή ην, και η ζωή ην το φως των ανθρώπων, και το φως εν τη σκοτία φαίνει, και η σκοτία αυτό ου κατέλαβεν.
                                            Κατά Ιωάννην

                                                Κείμενο 2

Frgm. 15: Τους ευαγγελιστάς εφευρετάς ούχ ίστορας των περί τον Ιησούν γεγενήσθαι πραξέων, έκαστος γαρ αυτών ου σύμφωνον αλλ’ ετερόφωνον μάλιστα τον λόγον περί του πάθους έγραψεν… φανερόν ως ασύμφωνος αύτη μυθοποιϊα ή πολλούς σταυρομένους εμφαίνει ή ένα δυσθανούντα και το σαφές τοις παρούσι του πάθους μη παρέχοντα, ει δε κατά αλήθειαν τον τρόπον του θανάτου ειπείν μη δυνάμενοι ούτοι παντάπασιν ερραψώδησαν, και περί των λοιπών ουδέν εσαφήνισαν.
Σκηνήν σεσοφισμένην είναι το ευαγγέλιον εξ ών έκαστα ζητούμεν λεπτότερον.
                                                                  XI Porphyrius

                                                Κείμενο 3

Εγώ ανήρ ο βλέπων πτωχείαν εν ράβδω θυμού αυτού επ εμέ, παρέλαβέν με και απήγαγεν εις σκότος και ου φως, πλήν εν εμοί επέστρεψεν χείρα αυτού όλην την ημέραν. Επαλαίωσεν σάρκας μου και δέρμα μου, οστέα μου συνέτριψεν, ανωκοδόμησεν κατ’ εμού και εκύκλωσεν κεφαλήν μου και εμόχθησεν, εν σκοτεινοίς εκάθισεν με ως νεκρούς αιώνος.
Ανωκοδόμησεν κατ’ εμού, και ούκ εξελεύσομαι, εβάρυνεν χαλκόν μου, και γε κεκράξομαι και βοήσω, απέφραξεν προσευχήν μου, ανωκοδόμησαν οδούς μου, ενέφραξεν τρίβους μου, ετάραξεν.
Άρκος ενεδρεύουσα αυτός μοι, λέων εν κρυφαίοις.

                                                                       Θρήνοι(Lamentationes)

                                                Κείμενο 4

Είτα επεισήγον τοις ιεροίς τόποις τους καλουμένους μοναχούς, ανθρώπους μεν κατά το είδος, ο δε βίος αυτοίς συώδης, και ες το εμφανές έπασχόν τε και εποίουν μυρία κακά και άφραστα αλλ’ όμως τούτο μεν ευσεβές εδόκει, το καταφρονείν του θείου, τυραννικήν γάρ είχεν εξουσίαν τότε πας άνθρωπος μέλαιναν φορών εσθήτα, και δημοσία βουλόμενος ασχημονείν, ες τοσόνδε αρετής ήλασε το ανθρώπινον, αλλά περί τούτων μεν και εν τοις καθολικοίς της ιστορίας συγγράμμασιν είρηται, τους δε μοναχούς τούτους και εις τον Κάνωβον καθίδρυσαν, αντί των όντων θεών εις ανδράποδων θεραπείας, και ουδέ χρηστών, καταδήσαντες το ανθρώπινον, οστέα γάρ και κεφαλάς, των επί πολλοίς αμαρτήμασιν εαλωκότων συναλίζοντες, ους το πολιτικόν εκόλαζε δικαστήριον, θεούς τε απεδείκνυσαν, και προσεκαλινδούντο τοις μνήμασι και κρείττους υπελάμβανον είναι μολυνόμενοι προς τοις τάφοις, μάρτυρες γουν εκαλούντο και διάκονοί τινές και πρέσβεις των αιτήσεων παρά των θεών, ανδράποδα δεδουλευκότα κακώς, και μάστιξι καταδεδαπανημένα, και τας της μοχθηρίας ωτειλάς εν τοις ειδώλοις  φέροντα…

                                                                          XVI Eunapius      

                                                Κείμενο 5

Γνώρισόν μοι, κύριε, το πέρας μου
και τον αριθμόν των ημερών μου, τις έστιν,
ίνα γνω τι υστερώ εγώ.
ιδού παλαιστάς έθου τάς ημέρας μου,
και η υπόστασίς μου ωσεί ουθέν ένώπιον σου
και πλήν τα σύμπαντα ματαιότης πάς άνθρωπος ζών,
διάψαλμα.
μέντοιγε εν εικόνι διαπορέυεται άνθρωπος,
πλήν μάτην ταράσσονται,
θησαυρίζει και ου γινώσκει τίνι συνάξει αυτά,
και νύν τις η υπομονή μου; ουχί ο κύριος,
και η υπόστασίς μου παρά σου εστίν.
από πασών των ανομιών μου ρύσαί με,
όνειδος άφρονι έδωκάς με.
εκωφώθην και ούκ ήνοιξα το στόμα μου, ότι σύ ει ο
ποιήσας με.
απόστησον απ’ εμού τάς μάστιγας σου,
από της ισχύος της χειρός σου εγώ εξέλιπον,
εν ελεγμοίς υπέρ ανομίας επαίδευσας άνθρωπον
και εξέτηξας ως αράχνην την ψυχήν αυτού,
πλήν μάτην ταράσσεται πάς άνθρωπος
διάψαλμα.
εισάκουσον της προσευχής μου, κύριε,
και της δεήσεώς μου ενώτισαι,
των δακρύων μου μη παρασιωπήσης,
ότι πάροικος εγώ ειμί παρά σοι
και παρεπίδημος καθώς πάντες οι πατέρες μου,
άνες μοι, ίνα αναψύξω
πρό του με απελθείν και ουκέτι μη υπάρξω.

                                          Ψαλμοί (Δαυίδ)

                                      Κείμενο 6

Peregrinus XI-XIII et XVI: ότεπερ και την θαυμαστήν σοφίαν των Χριστιανών εξέμαθε, πε΄ρι την Παλαιστίνην τοις ιερεύσοι και γραμματεύσιν αυτών συγγενόμενος και τι γαρ; Εν βραχεί παίδας αυτούς απέφηνε, προφήτης και θιασάρχης και συναγωγεύς και πάντα μόνος αυτός ων, και των βιβλίων τας μεν εξηγείτο και διεσάφει, πολλάς δε και αυτός συνέγραψε, και ως θεόν αυτόν εκείνοι ηγούντο και νομοθέτη εχρώντο και προστάτην επεγράφοντο, τον μέγαν γούν εκείνον έτι σέβουσι, τον άνθρωπον τον εν Παλαιστίνη, ανασκολοπισθέντα, ότι καινήν ταύτην τελετήν εισήγαγεν ες τον βίον. ΧΙΙ: τότε δη και συλληφθείς επί τούτω ο Πρωτεύς ενέπεσεν ες το δεσμωτήριον, όπερ και αυτό ου μικρόν αυτώ αξίωμα περιεποίησε προς τον εξής βίον και την τερατείαν και δοξοκοπίαν, ων ερών ετύγχανεν, επεί δ’ ουν εδέδετο, οι Χριστιανοί συμφοράν ποιούμενοι το πράγμα πάντα εκίνουν εξαρπάσαι πειρώμενοι αυτόν, ειτ’ επεί τούτο ήν αδύνατον, ή γε άλλη θεραπεία πάσα ου παρέργως, αλλά σύν σπουδή εγίγνετο, και έωθεν μεν ευθύς ήν οράν παρά τω δεσμωτηρίω περιμένοντα γράδια, χήρας τινάς και παιδία ορφανά, οι δε εν τέλει αυτών και συνεκάθευδον ένδον μετ’ αυτού, διαφθείροντες τους δεσμοφύλακας, είτα δείπνα ποικίλα εισεκομίζετο και λόγοι ιεροί αυτών ελέγοντο και ο βέλτιστος Περεγρίνος-έτι γαρ τούτο εκαλείτο-καινός Σωκράτης υπ’ αυτών ωνομάζετο.
                                                                     Lucianus

                                                Κείμενο 7

          Διό ουκ εγκακούμεν, αλλ’ ει και μο έξω ημών άνθρωπος διαφθείρεται, αλλ’ ο έσω ημών ανακαινούται ημέρα και ημέρα το γαρ παραυτίκα ελαφρόν της θλίψεως ημών καθ’ υπερβολήν εις υπερβολήν αιώνιον βάρος δόξης κατεργάζεται ημίν, μη σκοπούντων ημών τα βλεπόμενα αλλά τα μη βλεπόμενα τα γαρ βλεπόμενα πρόσκαιρα, τα δε μη βλεπόμενα αιώνια.
                                                                     Προς Κορινθίους Β΄       


                                                Κείμενο 8

In semet ipsum XI 3,2: Οίαν εστίν η ψυχή η έτοιμος, εάν ήδη απολυθήναι δέη του σώματος, και ήτοι σβεσθήναι, ή σκεδαθήναι, ή συμμείναι, το δε έτοιμον τούτο, ίνα από ιδικής κρίσεως έρχηται, μη κατά ψιλήν παράταξιν, ως οι Χριστιανοί, αλλά λελογισμένως και σεμνώς και ώστε και άλλον πείσαι, ατραγώδως.
                                                                     Marcus  Aurelius


                                                Κείμενο  9

Τούτο εστί ο της αρχής των όντων προεπινοούμενος θείος σκοπός, ον ορίζοντες είναι φάμεν, προεπινοούμενον τέλος, ου ένεκα μεν πάντα, αυτό δε ουδενός ένεκα. Προς τούτο το τέλος αφορών, τας των όντων ο Θεός παρήγαγεν ουσίας. Τούτο κυρίως εστί το της προνοίας και των προνοουμένων πέρας. Καθ’ ό εις τον Θεόν ή των υπ’ αυτού πεποιημένων εστίν ανακεφαλαίωσις. Τούτο εστί το πάντας συγγράφον τους αιώνας και την υπεράπειρον και απειράκις απείρως προυπάρχουσαν των αιώνων μεγάλην του Θεού βουλήν εκφαίνον μυστήριον. Ής γέγονεν άγγελος αυτός ο κατ’ ουσίαν του Θεού λόγος γενόμενος άνθρωπος.

                                                       Άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής

                                      Κείμενο 10

Τις αν εις ζώντας τελών τούτων ανάσχοιτο, οι πλείω μεν σολοικίζουσιν ή φθέγγονται…. Οι των μεν αποστερείν κοινωνείν όνομα τέθεινται, τω δε φθορείν φιλοσοφείν, τω δ’ απορείν υπεροράν χρημάτων, επαγγελλόμενοι δε φιλανθρωπίαν ώνησαν μεν ουδένα πώποτε… και τους μεν άλλους ουδ’ απαντώντες ορώσι, των δε πλουσίων ένεκα εις την υπερορίαν απαίρουσιν… και προσιόντων ευθύς ώσφροντο και παραλαβόντες άγουσι, και την αρετήν παραδώσειν υπισχνούνται και τους μεν άλλους ουδέ προσειπόντας αντιπροσείποιεν αν ευμενώς, τους δε των πλουσίων οψοποιούς και σιτοποιούς και τους εν ταις άλλαις τάξεσι πόρρωθεν ευθύς ασπάζονται, πριν ευ και καλώς οφθήναι, ώσπερ τούτω χάριν εξ ευνής αναστάντες, κάν τοις προθύροις καλινδούνται, πλείω τοις θυρωροίς συνόντες ή τοις δεσπόταις αυτών, αναιδεία την κολακείαν επανορθούμενοι…
Εξαπατώσι μεν γαρ ως κόλακες, προπηλακίζουσι δ’ ως κρείττονες, δύο τοις εσχάτοις τοις εναντιωτάτοις ένοχοι κακοίς όντες, ταπεινότητι και αυθαδεία, τοις εν τη Παλαιστίνη δυσσεβέσι παραπλήσιοι τους τρόπους και γαρ εκείνοις τουτ’ εστί σύμβολον της δυσσεβείας ότι τους κρείττους ου νομίζουσι και ούτοι τρόπον τινά αφεστάσι των Ελλήνων, μάλλον δε και πάντων των κρειττόνων… συγκαταπράξαι μεν τι των δεόντων απάντων αχρηστότατοι, διορύξαι δ’ οικίαν και ταράξαι και συγκρούσαι τους ένδον προς αλλήλους και φήσαι παντ’ αυτούς διοικήσειν πάντων δεινότατοι, οι λόγον μεν έγκαρπον ουδένα πωποτ’ ουτ’ είπον ουθ εύρον ούτε εποίησαν, ου πανηγύρεις εκόσμησαν, ου θεούς ετίμησαν, ου πόλεσι συνεβούλευσαν, ου λυπουμένους παρεμυθήσαντο, ου στασιάζοντας διήλλαξαν, ου προύτρεψαν νέους, ουκ άλλους ουδένας, ου κόσμου τοις λόγοις προυνοήσαντο, καταδύντες δε εις τους χηραμούς εκεί τα θαυμαστά σοφίζονται.
                                                                     Aelius  Aristides

                                      Κείμενο 11

          Δώθεν δ’άμμες νιν άμα δρόσω αθρόαι έξω
οισεύμες ποτί κύματ’ επ’ αιόνι πτύοντα,
λύσασαι δε κόμαν και επί σφυρά κόλπον ανείσαι
στήθεσι φαινομένοις λιγυράς άρξεύμεθ’ αοιδός.
Έρπεις, ω φιλ’ Άδωνι, και ενθάδε, κής Αχέροντα,
ημιθέων, ως φαντί, μονώτατος. Ούτ’ Αγαμέμνων
τούτ’ έπαθ’ ούτ’ Αίας ο μέγας βαρυμάνιος ήρως,
ουθ’ Έκτωρ, Έκαβος ο γεραίτατος είκατι παίδων,
ου Πατροκλής, ου Πύρρος από Τροίας επανελθών,
ουθ’ οι έτι πρότεροι Λάπιθαι και Δευκαλίωνες,
ου Πελοππιάδαι τε και Άργειος άκρα Πελασγοί.
Ίλαος, ω φιλ’ Άδωνι, και ες νέωτ’ ευθυμεύσαις
και νυν ήνθες, Άδωνι, και όκκ’ αφίκη φίλος ηξείς…

                                               Θεόκριτος «Αδωνιάζουσες»

                                                Κείμενο 12

Στάση Πρώτη
Η ζωή εν τάφω
κατετέθης, Χριστέ,
και αγγέλων στρατιαί εξεπλήττοντο,
συγκατάβασιν δοξάζουσαι την σην.
----
Η ζωή πως θνήσεις;
πως και τάφω οικείς;
του θανάτου το βασίλειο λύεις δε
και του άδου τους νεκρούς εξανιστάς.
 ----
Της ζωής την πέτραν
εν κοιλία λαβών
άδης ο παμφάγος, εξήμεσεν
εξ αιώνος ους κατέπιε νεκρούς.

Στάση δεύτερη

Έφριξεν η γη
και ο ήλιος, Σώτερ, εκρύβη,
σου του ανεσπέρου φωτός, Χριστέ,
εν τω τάφω δύντος νυν σωματικώς.
  ----
Γης ο κατ’ αρχάς
μόνω νεύματι πήξας τον γύρον
άπνους ως βροτός καθυπέδυ γην
τω θεάματι δε, φρίξον, ουρανέ.
  ----
Κόκκος διφυής
ο φυσίζωος εν γης λαγόσι
σπείρεται συν δάκρυσι σήμερον,
αλλ’ αναβλαστήσας κόσμον χαροποιήσει.

ΔΕΛΤΊΟ ΕΙΔΗΣΕΩΝ:

Είδηση Α.

Δύο Έλληνες νεαροί δέκα οχτώ και δέκα εννέα χρόνων στην περιοχή της Καλαμάτας, σκότωσαν για 800 ευρώ δύο άλλους νεαρούς είκοσι πέντε και είκοσι έξι χρόνων. Όπως φαίνεται, από την πλευρά των θυμάτων( ο ένας εκ των δύο νέων) υπήρξε η παράπλευρη απώλεια της φοβερής αυτής σύγχρονης τραγωδίας.

Είδηση  Β.
 Έλληνας πατέρας μεγάλης ηλικίας , βοηθούμενος από την μητέρα και ίσως και άλλα μέλη της οικογένειάς του, δολοφόνησαν τον γιό τους και κατακρεούργησαν το πτώμα του.

Είδηση Γ.
Στο Ιράκ,  ακραίοι Μουσουλμάνοι εν ονόματι του Θεού τους αποκεφαλίζουν ανθρώπους, επειδή δεν αλλαξοπίστησαν, και διώχνουν από τις εστίες τους, τους Χριστιανικούς πληθυσμούς.  

          Το  παιδί  με  το  ταμπούρλο

Ζούσε κάποτε στον κόσμο τον αγιάτρευτο
ένα αγόρι ξεχασμένο κι απροστάτευτο
είχε ένα μικρό ταμπούρλο και το βάραγε
τι ψυχή βασανισμένη να  ‘ταν άραγε.
  ----
Τάμ-τάμ τάμ-τάμ η γειτονιά του δεν το κράταγε
τάμ-τάμ τάμ-τάμ τους δρόμους πήρε και περπάταγε
τάμ-τάμ τάμ-τάμ καπνός τριγύρω δε φαινότανε
τάμ-τάμ τάμ-τάμ μα κάπου πόλεμος γινότανε.
  ----
Τι τα θέλεις τα βιβλία και τα γράμματα
σ’ όλους έρχονται μια μέρα τα γεράματα
τι τα θέλεις τα παλάτια τα μαλάματα
η ζωή κυλάει με δάκρυα και με κλάματα.
  ----
Τάμ-τάμ  τάμ-τάμ κανένας τόπος δεν το χώραγε
τάμ-τάμ τάμ-τάμ στις ερημιές μακριά προχώραγε
τάμ-τάμ τάμ-τάμ ούτ’ ένα φύλλο δεν κουνιότανε
τάμ-τάμ τάμ-τάμ μα κάπου πόλεμος γινότανε.
  ----
Νύχτα μέρα περπατούσε ασταμάτητα
σε λαγκάδια φουντωμένα δάση απάτητα
μα στου ποταμού την άκρη που αργοκύλαγε
το τσακάλι του πολέμου παραφύλαγε.
  ----
Τάμ-τάμ τάμ-τάμ με τ’ άγριο νύχι του σημάδεψε
τάμ-τάμ τάμ-τάμ και μια ζωούλα ακόμα κλάδεψε
τάμ-τάμ τάμ-τάμ τ’ αγόρι λές ονειρευότανε
τάμ-τάμ τάμ-τάμ μά γύρω πόλεμος γινότανε.
 ----
Κι όταν στις καρδιές απάνω μέρα χάραξε
στη μικρή καρδιά του μέσα κάτι σπάραξε
έτσι πέρασε στη χώρα του αμίλητου
και τ’ αγρίμια του άλλου κόσμου γίναν φίλοι του.
 ----
Τάμ-τάμ τάμ-τάμ της γής ο κόρφος δεν το χώρεσε
τάμ-τάμ τάμ-τάμ στον ουρανό βαθιά προχώρησε
τάμ-τάμ τάμ-τάμ ταμπούρλο πιά δεν ακουγότανε
τάμ-τάμ τάμ-τάμ μά πάντα πόλεμος γινότανε.

                                                                     Νίκος Γκάτσος

Βιβλία που είχα υπόψη μου:
- Νίκος Γκάτσος, «Όλα τα Τραγούδια», Πατάκη 1999
- Θεόκριτος, «Ειδύλλια», Ζαχαρόπουλος χ.χ.
- Μάξιμος ο Ομολογητής, «Προς Θαλάσσιον περί διαφόρων απόρων της θείας Γραφής…», «Ελληνική Πατρολογία», Migne.
- Επιτάφιος Θρήνος
- “ Scriptorum Paganorum I-IV Saec. De Christianis Testimonia”  edidit W. Den Boer, Leiden 1965
- «Η Παλιά Διαθήκη κατά τους Ο΄», Επιστημονική Επιμέλεια: Alfred Rahlfs, Αποστολική Διακονία της Ελλάδος, 1981.
- «Novum Testamentum Graece” , post Eberhard Nestle et Erwin Nestle communiter ediderunt Kurt Aland., 1987.

Γιώργος Χ. Μπαλούρδος
Πρώτη γραφή σήμερα, Παρασκευή, 22 Αυγούστου 2014.
Πειραιάς, 22 Αυγούστου 2014.       

                                       


            

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου