Π Α Λ Ι
Ένα τετράδιο αναζητήσεων
Το
περιοδικό «πάλι», ένα καθαρώς μοντερνιστικό και υπερρεαλιστικό περιοδικό, κυκλοφόρησε
από τις αρχές του 1964 έως τον Δεκέμβριο
του 1966. Κύριος εμπνευστής και δημιουργός του ο ποιητής Νάνος Βαλαωρίτης, με
την σημαντική οικονομική και συμβουλευτική βοήθεια του συγγραφέα Κώστα Ταχτσή,
όπως ο ίδιος ο ποιητής Νάνος Βαλαωρίτης σημειώνει στο ενδιαφέρον βιβλίο του «Μοντερνισμός
πρωτοπορία και Πάλι», Με γράμματα των ποιητών γύρω από την έκδοση του «Πάλι»
Εισαγωγή και Σημειώσεις του Νάνου Βαλαωρίτη. εκδόσεις Καστανιώτη 1997. Το σχήμα
του ήταν μικρό, διαστάσεων 14,5Χ20, είχε λευκό εξώφυλλο και οπισθόφυλλο, με
μαύρα έντονα γράμματα αναγράφεται ο τίτλος και το νούμερο του τεύχους, στην
κώχη του γράφονταν και πάλι ο τίτλος του και το νούμερο του. Το τελευταίο
τεύχος, το έκτο, έχει λίγο μεγαλύτερο σχήμα, τόσο το εξώφυλλο όσο και το
οπισθόφυλλο κοσμούνται με σχέδια γνωστών ελλήνων και ξένων καλλιτεχνών. Ο
χρόνος κυκλοφορίας του είναι ακανόνιστος, χωρίς τακτικά χρονικά διαστήματα
έκδοσης, τα ελληνικά κείμενα που δημοσιεύονται είναι στο γνωστό γραμματικό
σύστημα της εποχής το πολυτονικό, σε ορισμένες περιπτώσεις, οι ποιητές,
παρουσιάζονται και στην γλώσσα τους(Γαλλικά),-ιδιαίτερα οι Γάλλοι- κάθε τεύχος
έχει την δική του αρίθμηση, υπάρχουν κείμενα ελλήνων υπερρεαλιστών που
δημοσιεύονται σε συνέχειες.
Τόσο
στην μέσα σελίδα του εξωφύλλου όσο και του οπισθόφυλλου δημοσιεύονται στοιχεία
που αφορούν το περιοδικό,-τα Περιεχόμενα, ή Για τους νέους συνεργάτες, ή Οι
νέοι συνεργάτες του «πάλι». Ο τίτλος είναι με μικρά μπολντ μαύρα γράμματα, το
δε νούμερο του τεύχους γράφεται στο κάτω δεξιό μέρος του περιοδικού, στο κάτω
επίσης μέρος προς την μέση. γράφεται το εξής: «ένα τετράδιο αναζητήσεων».
Τα
τεύχη ακολουθούν το καθένα την δική του αρίθμηση.
Το πρώτο τεύχος κυκλοφόρησε το 1964(δεν αναγράφεται ο μήνας), σελίδες
1 έως 96.
Το δεύτερο και το τρίτο τεύχος κυκλοφόρησαν μαζί(διπλό τεύχος), πάλι δεν αναγράφεται
ο μήνας κυκλοφορίας, σελίδες 1 έως 144.
Το τέταρτο τεύχος κυκλοφόρησε το Καλοκαίρι του 1965, σελίδες 1 έως 80.
Το πέμπτο τεύχος κυκλοφόρησε τον Νοέμβριο του 1965, σελίδες 1 έως 96.
Και
το τελευταίο, το έκτο τεύχος τον
Δεκέμβριο του 1966, σελίδες 1 έως 96.
Συνολικά
σε ακανόνιστο διάστημα δύο περίπου χρόνων κυκλοφόρησαν έξι τεύχη, το ένα διπλό
το νούμερο (2-3), σύνολο σελίδων περίπου 520. Εκδόθηκαν δηλαδή τρία τεύχη το
1964, δύο το 1965 και ένα το τελευταίο, το 1966.
Στο
εμπόριο κάποτε, βρήκα και αγόρασα τα μονά τεύχη, δεν έχω δει, την ανατύπωση του
περιοδικού σε έναν τόμο το 1975, από το περιοδικό «Σήμα».
Το περιοδικό κατά την γνώμη μου, έχει
μια συγγένεια υφολογική και θεματική με δύο άλλα περιοδικά που εκδόθηκαν τον
μεσοπόλεμο και αργότερα, που έτυχε να πέσουν στα χέρια μου από ανατύπωση.
«Το
3ο μάτι»(1935-1937) έκδοση
ΕΛΙΑ 1982, και το περιοδικό « Το Τετράδιο»(1945/1947) έκδοση ΕΛΙΑ(Ελληνικό
Λογοτεχνικό Αρχείο) 1981, ένα άλλο, σε στυλ εφημερίδας, τον «Ιππόκαμπο»(1945)
που έτυχε να συναντήσω σε παλαιοπωλεία δεν κατόρθωσα να βρω όλα τα τεύχη και
έτσι είναι δύσκολη η παράλληλη εξέταση.
Όλοι
οι μελετητές που ασχολήθηκαν με το περιοδικό αλλά και ο ίδιος ο Νάνος
Βαλαωρίτης στο παραπάνω βιβλίο του,
αναφέρουν ότι το «πάλι» δημιουργήθηκε για να αντιπαραβληθεί με το περιοδικό
«Εποχές» που κυκλοφόρησε το πρώτο του τεύχος τον Μάϊο του 1963, ως «Μηνιαία
έκδοση πνευματικού προβληματισμού και γενικής παιδείας», με διευθυντή τον
γνωστό συγγραφέα Άγγελο Τερζάκη, και Συμβούλους τους: Γιώργο Σεφέρη, Κωνσταντίνο
Θ. Δημαρά, Γιώργο Θεοτοκά, Κ. Σκαλιόρα, Λέων Β. Καραπαναγιώτη και Χρήστο Δ.
Λαμπράκη. Ένα περιοδικό του δημοσιογραφικού συγκροτήματος του ΔΟΛ, και στο
οποίο κύριος σύμβουλος, υπήρξε ο Νομπελίστας ποιητής Γιώργος Σεφέρης, το
περιοδικό κυκλοφόρησε μέχρι τον Απρίλιο του 1967 που το έκλεισε η Δικτατορία.
Σύνολο τευχών 48. Το περιοδικό αυτό ήταν το κύριο δημοσιογραφικό βήμα των
μοντερνιστών, παραδοσιακών ή συντηρητικών της γενιάς του 1930 όπως τους
αποκαλούσαν οι άλλοι, οι νεότεροι, οι πιο ρηξικέλευθοι, οι πιο επαναστάτες,
αυτοί που μετέφεραν στα λογοτεχνικά καθ’ ημάς του ευρωπαίους και Αμερικανούς Σουρεαλιστές
και την γενιά των Beat. Επίσης, το «πάλι», ήρθε να συμπληρώσει τα θεματικά και
αισθητικά κενά που άφηνε το γνωστό και πρωτοπόρο για την εποχή του φημισμένο περιοδικό
της αριστεράς «Επιθεώρηση Τέχνης», το οποίο κυκλοφόρησε από τον Γενάρη του 1955
έως τον Φλεβάρη του 1967, σε 146 τεύχη.
Οι
συνεργάτες που αναφέρω-αποδελτιώνω παρακάτω έλληνες και ξένοι, είναι η
πρωτοπορία της εποχής τους, με ιστορία και παράδοση.
Οι
μεταφράσεις μοντέρνων ποιημάτων και πεζού και δοκιμιακού λόγου, το πλήθος των
εικαστικών-προκλητικών για την εποχή τους σχεδίων, όπως ήσαν τα σχέδια του
Μιχάλη Μακρουλάκη, του Γιάννη Μιγάδη μαθητών του Γιάννη Τσαρούχη, αλλά και των
Αλέξη Ακριθάκη, Μίνωα Αργυράκη, Νίκου Εγγονόπουλου, Χρήστου Καρρά, Αλέκου
Φασιανού, και πολλών υπερρεαλιστών ξένων ζωγράφων όπως ο Χουάν Μιρό, τα νέα
ποιητικά ξένα ρεύματα που παρουσιάζονται, η πρωτοτυπία των θεμάτων, ο νέος
μεταμοντέρνος ποιητικός λόγος, η κυριαρχία του Σουρεαλιστικού κινήματος ως
πρυτανεύουσα μόνη αναφορά, τα πεζά κείμενα ιδιαίτερα αυτά του Γιώργου Μακρή και
του Αλέξανδρου Σχινά, οι ποιητικές συνθέσεις των νέων συνεργατών ανδρών και
γυναικών, όπως είναι η Εύα Μυλωνά, η Μαντώ Αραβαντινού κ.λ.π., η συμμετοχή ως
συνεργατών ελλήνων επαναστατών πρωτοπόρων στον ποιητικό και κοινωνικό χώρο όπως
υπήρξε ο ποιητής Νικόλαος Κάλλας, αλλά και οι καθοδηγητικές με θετικό πρόσημο πρωτοποριακές
για την εποχή τους συμβουλές και επισημάνσεις τόσο του Κώστα Ταχτσή όσο και του
Νάνου Βαλαωρίτη, οι συμμετοχές ενός ψυχαναλυτή ποιητή, του Ανδρέα Εμπειρίκου-ενός
ακραιφνούς και μάλλον ακραίου υπερρεαλιστή και ενός εικαστικού και ποιητή του
Νίκου Εγγονόπουλου, ο οποίος κατόρθωσε να συνενώσει στοιχεία της ελληνικής
παράδοσης με τον υπερρεαλιστικό οραματισμό, η παρουσία του Γάλλου Ισιδώρου
Ντυκάς αλλά και ενός από τους ηγέτες της αμερικάνικης γενιάς των Μπητ του Άλλεν
Γκίνσμπεργκ, δίπλα στον πάπα του Σουρεαλισμού τον Αντρέ Μπρετόν αλλά, και τον
επαναστάτη που δεν συνέγραψε μόνο το Μανιφέστο του Σουρεαλισμού(μαζί με τον
Μπρετόν), αλλά και οργάνωσε τον Σοβιετικό στρατό, κατέστειλε την εξέγερση της
Κροστάνδης και δημιούργησε τα πενταετή αγροτικά προγράμματα της ΕΣΣΔ, τον
γνωστό μας θεωρητικό και στρατιωτικό επαναστάτη Λέων Τρότσκι, ο οποίος μας μιλά
για το άλλο αντικομφορμιστικό επαναστατικό καλλιτεχνικό κίνημα αυτό του
Φουτουρισμού, αλλά και οι απόψεις της Αγγλίδας πεζογράφου Βιρτζίνιας Γουλφ, μας
δίνουν την εικόνα ενός περιοδικού το οποίο απείχε πολύ από τα μέχρι τότε
καθιερωμένα και ακαδημαϊκά λογοτεχνικά περιοδικά της εποχής του, μας δίνουν την
εικόνα ενός κοσμοπολίτικου εντύπου που ανοίγει τα φτερά του σε κάθε νέα
πρωτοποριακή φωνή και σίγουρα, ανοίγει μια συνομιλία των ελλήνων υπερρεαλιστών
με τους ξένους ομοτέχνους τους. Το «πάλι» από το πρώτο του τεύχος μέχρι το
τελευταίο δεν είναι μόνο μια διαρκής πρόκληση αλλά και μια έντονη ανατροπή στα
μέχρι τότε καθιερωμένα μικροαστικά και αστικά ηθικά και λογοτεχνικά αξιακά
πλαίσια.
Εντύπωση
ευχάριστη προκαλεί τόσο η συγγραφική παρουσία του ηθοποιού-τραγουδιστή Δημήτρη
Πουλικάκου με τις συγγραφικές και μεταφραστικές του καταθέσεις, όσο και οι
μεταφραστικές προτάσεις του Κώστα Ταχτσή και οι διάφορες καλλιτεχνικές επιλογές
του, που φανερώνουν έναν συγγραφέα πανέξυπνο, πρωτοπόρο, μοντέρνο και ανατροπέα
για την εποχή του σε σχέση με άλλους καλλιτέχνες, με ανοιχτές τις αντένες του
στα νέα ρεύματα και ιδέες, άτομο καλλιεργημένο και κοινωνικά δραστήριο με
τρομερό αισθητήριο όσον φορά τις διάφορες αποχρώσεις της ελληνικής γλώσσας,
κάτι που φαίνεται όχι μόνο στο μυθιστόρημά του «το τρίτο στεφάνι» αλλά και σε
άλλα του πεζά, και μεταφράσεις αρχαίων έργων του Αριστοφάνη. Από την άλλη,
βλέπουμε τον ποιητή Νάνο Βαλαωρίτη να προσπαθεί να συμβιβάσει τις διάφορες
απόψεις και θέσεις και να φέρει σε επαφή τους συντηρητικούς έλληνες μοντερνιστές με τα νέα ρεύματα που
εκείνος γνώριζε και κατείχε από την θητεία του στο εξωτερικό. Για τον ποιητή
Νάνο Βαλαωρίτη-όπως και στο βιβλίο του διακρίνεται-το πρόβλημα της ελληνικής ποίησης,
πεζογραφίας και δημιουργίας εν γένει, έγκειται ότι έχει αγκυλωθεί σε μια
θεματολογία εντελώς στενάχωρη και περιθωριακή και σίγουρα ηθογραφικής υφής,
κάτι που την κάνει σχεδόν αδιάφορη τόσο στους ευρωπαίους διανοούμενους όσο και
στο ευρύ ευρωπαϊκό κοινό.
Τα θέματα τα οποία διαπραγματεύονται οι
Έλληνες συγγραφείς,-τουλάχιστον μέχρι πρόσφατα- κινούνται μέσα στα στενά όρια
ενός βαλκανικού περιφερειακού κράτους κάτι που τα αποκλείει από μια ουσιαστική
και δημιουργική συνομιλία με τις λογοτεχνίες των πλούσιων ανεπτυγμένων δυτικών
κρατών αλλά και της Αμερικής. Η ποιητική παρουσία των ελλήνων δημιουργών πέρα
από τις φιλότιμες προσπάθειες των ξένων φιλελλήνων μεταφραστών στο να
γνωστοποιήσουν στο εξωτερικό την ελληνική ποίηση και πεζογραφία, όπως υπήρξαν
οι μεταφραστικές προτάσεις του Κίμωνος Φράιερ, του Έντμουντ Κήλυ, του Φιλλίπ
Σέρραντ και πολλών άλλων, δεν κατόρθωσε μάλλον να έχει μια ουσιαστική συνομιλία
με την ποιητική γλώσσα άλλων ευρωπαίων και αμερικανών συγγραφέων. Τα έργα των
ελλήνων δημιουργών έχουν μια έντονη «εθνικιστική» διάθεση μια έντονη
πατριδολατρία και μάλλον πολλά από αυτά, είναι πολύ «ναρκισσιστικά», τους
λείπει αυτό το διεθνές άπλωμα, ο πειραματισμός προς κάτι το καινούργιο, το
αχαρτογράφητο, η περιπέτεια μιας άλλης θεματικής πορείας που θα αγγίξει τα
ενδιαφέροντα και τις οραματικές προκλήσεις των ξένων αναγνωστών. Ποια δηλαδή
ελληνίδα πεζογράφος θα μπορούσε να σταθεί δίπλα στην μάγισσα της πρόζας
Βιρτζίνιας Γουλφ, ποια θα μπορούσε να σχεδιάσει ιστορικά μυθιστορήματα με το
ύφος και την τεχνική της Μαργαρίτας Γιουρσενάρ; Ο έντονος ελληνοκεντρισμός, η
επανάπαυση στην μακαριότητα της ένδοξης πολιτιστικής μας ιστορίας, η καταφυγή
σε παλαιές ιστορικές δάφνες, το πρόβλημα της γλώσσας (που δεν μιλιέται
παγκοσμίως), είναι μερικά από τα προβλήματα που δεν κατόρθωσαν να ξεπεράσουν οι
έλληνες συγγραφείς, και έτσι, έμειναν καθηλωμένοι σε ένα περιβάλλον ελλαδικό με
τα ανάλογα αδιέξοδα. Η Ελληνική λογοτεχνική και ποιητική παραγωγή για πολλά
χρόνια έμεινε περίκλειστη στον εαυτό της και επαναπαυόταν στον μικρό και
στενάχωρο χώρο της μικρής και πτωχής αποικιοκρατικής ευρωπαϊκής επαρχίας που
είναι η χώρα μας. Σίγουρα υπάρχουν και οι εξαιρέσεις, η περίπτωση του
κοσμοπολίτη Αλεξανδρινού ποιητή Κωνσταντίνου Καβάφη, ενός ποιητή της
περιφέρειας και όχι του κέντρου, που κατόρθωσε να απαλλαγεί από τον εθνικιστικό
μανδύα και να εμπλουτίσει το έργο του με θέματα και ζητήματα παγκόσμιου και
διαχρονικού ενδιαφέροντος μας λέει πολλά, όπως και η περίπτωση του Κρητικού
Νίκου Καζαντζάκη, που ορισμένα του μυθιστορήματα καθώς και το έπος του
«Οδύσσεια» είναι ελληνικά best seller στον αγγλοσαξονικό κόσμο και όχι μόνο. Τα δύο μας
Νόμπελ δεν είχαν τέτοια απήχηση, μεγάλη απήχηση και λόγω πολιτικών συγκυριών
είχε ο τροβαδούρος του ελληνισμού Γιάννης Ρίτσος, αντίθετα ένας ποιητής που
υπήρξε διαρκής συνομιλητής με την ευρωπαϊκή πρωτοπορία της εποχής του και
ουσιαστικός ποιητικός πειραματιστής ο γεραρός Κωστής Παλαμάς ξεχάστηκε γρήγορα,
τόσο στο εξωτερικό και ίσως και στο εσωτερικό. Η γυναικεία φωνή της ποιήτριας
Κικής Δημουλάς είναι μάλλον αμφίβολο αν βρήκε την απήχηση που όλοι μας
περιμέναμε αν δεν κάνω λάθος. Ανοικτό ερώτημα παραμένει ίσως η ποιητική και
δοκιμιακή περιπέτεια του υπερρεαλιστή Νικόλαου Κάλλα, ενός ποιητή που δεν έχουν
χαρτογραφηθεί μάλλον επαρκώς τα ίχνη του. Στο πρώτο τεύχος όπως είναι φυσικό,
αναφέρονται στο «Προοίμιο», ο σκοπός και ο στόχος της έκδοσης του περιοδικού
καθώς και η φιλοσοφία και το όραμα της επιτροπής της έκδοσης. Γράφουν στις
σελίδες 2 και 3 του πρώτου τεύχους:
«Η επιτροπή που αποφάσισε την έκδοση
του «ΠΑΛΙ», θάθελε με την εμφάνιση του πρώτου της τεύχους να διευκρινίσει όσα
νομίζει συγκροτητικά για τα ίδια της τα κίνητρα. Και πρώτα-πρώτα για τον τίτλο,
«Πάλι», δηλώνει βασικά μια επανάληψη: αλλά τι είδους επανάληψη προτίθεται να
καλύψει η έκδοσή μας; Η απάντησή μας, θα θέλαμε να μην αφήσει κανένα έδαφος για
παρανοήσεις.
Θέλουμε «Πάλι» ν’ ανοίξει ο ορίζοντας
της έρευνας, της ανίχνευσης και της έκφρασης καθώς και της επικοινωνίας με τον
ντόπιο και παγκόσμιο χώρο, ανεξάρτητα από οποιουδήποτε είδους αναστολές και
απωθήσεις.
Θέλουμε να λειτουργήσει «Πάλι»
οργανικά η ανακοίνωση, η διαμάχη και οι αντινομικές εκφάνσεις που συνιστούν τον
χώρο της συνείδησης και της δημιουργίας, τις αυθόρμητες τάσεις και κατευθύνσεις
της σκέψης και της αίσθησης.
Βλέπουμε δηλαδή το «Πάλι», σαν
ξανάνοιγμα της αέναης οντότητας που συνιστά την ουσία κάθε αυθεντικής στιγμής
στη σκέψη, στην τέχνη, όπως στην ζωή και την ιστορία.
-------
Βέβαια αυτό το ξανάνοιγμα προϋποθέτει
1) την αίσθηση ενός «κλεισίματος»αποτελέσματος ποικίλων προελεύσεων φραγμών και
Taboo’sπου η πρόθεσή
μας είναι να συμβάλουμε στην άρση τους, στο βαθμό που η διάγνωση και η
διαίσθησή μας θα λειτουργήσει σωστά. 2) Την ύπαρξη προηγουμένων «ouvertures», που αφού λειτούργησαν όσο (ή και λιγώτερο απ’ όσο)
έπρεπε ή μπορούσαν, θάφτηκαν κάτω από συνθήκες αρτιοσκληρωτικές και συμβατικές,
αφήνοντας την θέση τους στα υποπροϊόντα αυτών ακριβώς των συνθηκών, που στον
τόπο μας απόκτησαν επί χρόνια μια σαθρή, σχηματική, μα παραδόξως ακλόνητη
παντοδυναμία . *
Αυτά τα ανοίγματα του παρελθόντος, το
«ΠΑΛΙ» δεν προτίθεται να το επαναλάβει με κλειστό τρόπο, είτε μορφολογικά, είτε
ουσιαστικά, αλλά να ξαναπολεμήσει με τα ίδια, κι’ αν το κατορθώσει και με
περισσότερο αδιάλλακτο θάρρος, όσα πολέμησαν, αγνοώντας όσα αγνόησαν, κι αυτά,
όσες κι’ αν είναι οι επιφανειακές μεταβολές τους, παραμένουν σε
(απελπιστικά;)μεγάλο βαθμό απαράλλακτα, ώστε οτιδήποτε αρνιόμαστε, να μην υπάρχει καν λόγος να κατονομαστεί
εξ αρχής, εντοπίζοντας έτσι εκείνο που διάχυτα είναι «εγκατεστημένο».
Το «Πάλι» δεν είναι μια επιθεώρηση
κλειστών και εκ των προτέρων καθορισμένων κατευθύνσεων.
Εκείνοι που αποτελούν το πρώτο
κλιμάκιο της εκκίνησής του, δεν προτίθενται ν’ αποκρύψουν ούτε τις διαφωνίες
τους, ούτε την πιθανή ετερογένεια των καταβολών τους, σχετικά με βαθύτατες, όχι
όμως αγεφύρωτες διαφορές αξιολόγησης ως προς τις βασικές τους «θέσεις» απέναντι
στο αίνιγμα του είναι, στον οραματισμό τους για την τέχνη και στο πρόβλημα του
ιστορικοπολιτικού γίγνεσθαι. Παραμένουν όμως σύμφωνοι σ’ ένα βασικό αίτημα: την
από τα ίδια τα κείμενα προβολή και αυτοδιαγραφή των τάσεων, κλίσεων και
«αποκλίσεων», όπως και την προσφορά τους στον εντός κι εκτός του χώρου του
τετραδίου διάλογο.
Ύστερα από τα παραπάνω,
αποσαφηνίζεται:
1ο
Ότι το τετράδιο είναι ξένο προς κάθε πνεύμα συντήρησης, αλλά πως αυτό δεν
σημαίνει ότι γόνιμες περιοχές του παρελθόντος δηλωτικές της βαθειάς ενότητας της
ζωής καθώς και οι αντίστοιχες αναζητήσεις πάνω σε αυτές, δεν είναι
ευπρόσδεκτες.
2ο
Ότι το τετράδιο παραμένει έξω από κάθε πνευματική ή πολιτική «στράτευση», αλλά
σεισμογραφικά ευαίσθητο σε κάθε απελευθερωτικό μήνυμα, προερχόμενο τόσο από το
ιστορικό όσο και από το πνευματικό πεδίο.
3ο Ότι το τετράδιο δεν αποτελεί όργανο ενός
πνευματικού ή καλλιτεχνικού κινήματος, (χωρίς ούτε να προετοιμάζεται, ούτε να
αποκλείεται η γέννησή του, από τους κόλπους του) αλλά πεδίο ελεύθερων
αναζητήσεων και προσεγγίσεων όσων κινημάτων (ατομικών ή συλλογικών) έφεραν σε
γονιμότερη πυκνότητα παρουσίας την ανθρώπινη σκέψη και ύπαρξη, την διαύγεια και
την ελπίδα (με όλη τη τραγική διάσταση που συχνά χωρίζει τις δύο τελευταίες).
Σ’ αυτήν την περιοχή θα θέλαμε οι συμπάθειες και οι θέσεις των συνεργατών μας,
να μην ασκούν παρά μίαν αυτοδύναμη επίδραση από τα ίδια τους τα κείμενα καθώς
κι από τα κείμενα που θα θελήσουν να μεταφέρουν στη γλώσσα μας σαν
αντιπροσωπευτικά. Όσο για το διάλογο, παραμένει ανοιχτός.
Πάντως η επιτροπή του «Πάλι» έχει
πλήρη επίγνωση της κρισιμότητας των καιρών, μέσα και έξω από την καλλιτεχνική
περιοχή. Γιαυτό και θεωρεί καθήκον της την απόλυτη περιφρόνηση κάθε σχηματικού “esprit de serieux” και κάθε δογματισμού.
4ο
Η τέχνη και η σκέψη ήταν, είναι, και θα είναι, ριψοκίνδυνη υπόθεση. Καθένας από
τους συνεργάτες μας, είναι περιττό να το πούμε, επωμίζεται τους δικούς του
κινδύνους, με τον τρόπο που νομίζει πιο πρόσφορο και μέσα από την διαδρομή απ’
όπου το ανέφικτο και το αναπόδραστο του αποκάλυψαν τα όριά τους.
Από το παιχνίδι ως την εμβρίθεια, κι’
από την πιο αινιγματική εσωτερικότητα ως την πιο εμπράγματη κριτική στάση, κάθε
τι μπορεί, (με την έννοια του αρχαίου «δύνασθαι», που περιέχει το ζύγισμα με
την οδυνηρή πιθανότητα να μη μπορέσει) ν’ ανοίξει τον δρόμο προς την μη
«αποκεκαλυμμένη» (ακόμα;) ολικότητα* του πνεύματος, της ποίησης και του
συγκεκριμένου κόσμου. The rest is silence.».
*
Δεν θα θέλαμε να κλείσουμε αυτή την παράγραφο, χωρίς να υπομνήσουμε (δεν θα τις
κατονομάσουμε) ορισμένες ελάχιστες αλλοίμονο, εξαιρέσεις.
*
Εδώ, ο συντάκτης αυτών των γραμμών υπαινίσσεται ίσως τον φιλόσοφο Ernest Bloch και
το γραφτό του “ Zur Ontologie des noch nicht Seins».
Το
κείμενο, είναι του συγγραφέα και μεταφραστή Γιώργου Μακρή.
Σημειώνει
μεταξύ άλλων ο ποιητής Νάνος Βαλαωρίτης στο βιβλίο του «Μοντερνισμός Πρωτοπορία
και Πάλι» σελίδα 50,
«Ο
σκοπός του περιοδικού δεν ήταν να παίξει ένα συμπαντικό ρόλο, αλλά να προβάλει
ορισμένες θέσεις και πρόσωπα που θεωρούσαμε ότι είχαν παραμεριστεί άδικα τις
προηγούμενες δεκαετίες. Οι αντιδράσεις συνεχίστηκαν με το τεύχος 2-3, τούτη τη
φορά ανάμεσα σε άλλους πρωτοποριακούς που φιλοδοξούσαν μια θέση στον ήλιο της
πρωτοπορίας, και τελικά με τα τεύχη 4,5,6, σταμάτησαν οι εξωτερικές
εχθροπραξίες και εμφανίστηκε ένας εμφύλιος πόλεμος ανάμεσα στους συνεργάτες,
που μερικοί δεν μιλιόνταν, όπως είναι συνηθισμένο γενικά στα πρωτοποριακά
περιοδικά και κινήματα, και ιδιαίτερα σε μας τους Έλληνες απ’ τον καιρό του
Πελοποννησιακού Πολέμου».
Θέσεις ακόμα και σήμερα επίκαιρες θα
προσθέταμε εμείς.
Η καθηγήτρια
και μελετήτρια Ελισάβετ Αρσενίου, στο βιβλίο της «Νοσταλγοί και
Πλαστουργοί»-Έντυπα, Κείμενα και Κινήματα στη Μεταπολεμική Λογοτεχνία-εκδόσεις
Τυπωθήτω 2003, στο κεφάλαιο «Ο λογοτεχνικός τύπος» αφιερώνει τις σελίδες
104-113 στο περιοδικό «Πάλι», έχοντας ως επικεφαλίδα «ΠΑΛΙ: Οι αναζητήσεις ενός
νεουπερρεαλιστικού περιοδικού», γράφει μεταξύ άλλων τα εξής:
«Το
περιοδικό Πάλι, που χαρακτηρίζεται στον υπότιτλο ως «ένα τετράδιο αναζητήσεων»,
είχε χαρακτήρα περιθωριακό και ριζοσπαστικό στην κριτική της σύγχρονης
πνευματικής ζωής, διατηρώντας πολλά από τα χαρακτηριστικά του «μικρού
περιοδικού». Το Πάλι μόνο περιφερειακά, συχνά χωρίς χρονολόγηση, και ήταν
βραχύβιο(1963-1966)…Πάντως, η θεματική και υφολογική ομοιογένειά του οφειλόταν
στις κατευθυντήριες παρεμβάσεις του Νάνου Βαλαωρίτη και του Κώστα Ταχτσή, των
βασικών εκδοτών του περιοδικού, ενώ τα σχόλια του περιοδικού πρόβαλλαν τις
απόψεις των συντελεστών του πάνω σε ζητήματα λογοτεχνικής κυρίως επικαιρότητας.
Τους συντελεστές του Πάλι αποτελούσαν συγγραφείς διαφορετικών λογοτεχνικών
προτιμήσεων, σταθερά όμως προσανατολισμένοι σε αναζητήσεις….»
Και
παρακάτω: «Η θέση του Πάλι στη δεκαετία του 1960 συνδέεται στενά με το
πολιτιστικό περιβάλλον που διαμόρφωσε ο καθιερωμένος λογοτεχνικός Τύπος της
εποχής, ο οποίος με τη σειρά του καθιέρωσε τα ζητήματα που απασχόλησαν το
περιοδικό». Και ακόμα πιο κάτω:
«Οι
αρχές του Πάλι δεν είναι σαφώς προκαθορισμένες.».
Η
θέση αυτή της Ελισάβετ Αρσενίου έχει μια βάση, όπως φαίνεται και από το κείμενο
κατάθεση για το περιοδικό του ποιητή Νάνου Βαλαωρίτη, όμως έστω και έτσι, αν
διαβάσει ο σημερινός αναγνώστης τα τεύχη του Πάλι, θα ανακαλύψει κείμενα και
θέσεις που είναι ακόμα επίκαιρες, μπορεί να μην απασχολεί κανέναν ίσως πλέον η
διαφορά μοντερνιστών και μεταμοντερνιστών, ή πρωτοπόρων και μετα-πρωτοπόρων,
μπορεί να έχει χάσει πολύ από την αίγλη του το επαναστατικό κίνημα του
Σουρεαλισμού, όμως μέσα στο γενικό ιστορικό διαχρονικό πανόραμα της
καλλιτεχνικής δημιουργίας και αναζήτησης, όλα αυτά έχουν την δική τους σημασία,
και σίγουρα, προσθέτουν κάτι στην έρευνα και την οικοδόμηση του καθόλου της
ελληνικής και ευρωπαϊκής λογοτεχνικής περιπέτειας.
Να
τονίσουμε επίσης, ότι η Ελισάβετ Αρσενίου, υπογράφει και το λήμμα για το
περιοδικό Πάλι, στο «Λεξικό Νεοελληνικής Λογοτεχνίας» των εκδόσεων Πατάκη 2007.
Αντίθετα,
ο ιστορικός της λογοτεχνίας και μελετητής Αλέξανδρος Αργυρίου, αφιερώνει μάλλον
καταχρηστικά εννέα καθαρά πληροφοριακές γραμμές για το περιοδικό.
«Το
περιοδικό Πάλι (1964-1966) που αυτοπροσδιορίστηκε ως «Τετράδιο αναζητήσεων» επανέφερε
στο προσκήνιο έναν «αδιάλλακτο» υπερρεαλισμό με γενναίες συνδρομές του Νίκου
Εγγονόπουλου, του Ανδρέα Εμπειρίκου, του Νικολάου Κάλα….» σελίδα 96, δες
Αλέξανδρος Αργυρίου, «Ιστορία της ελληνικής λογοτεχνίας και η πρόσληψή της όταν
η δημοκρατία δοκιμάζεται, υπονομεύεται και καταλύεται» (1964-1974 και μέχρι τις
μέρες μας), τόμος Ζ΄, εκδόσεις Καστανιώτη 2007.
«Η
ποίηση τέχνη αριστοκρατική απομονώθηκε στα χέρια των ιερέων της»
Virginia Woolf
ΕΛΛΗΝΕΣ
-
Μαντώ
Αραβαντινού,
(ποίηση), «Από τη Γραφή Β», σελ. 32-36,
τχ. 1/1964
-
Μαντώ
Αραβαντινού,
(μετάφραση), (Claude Simon), σελ.
25-31, τχ. 2-3/1965 και 78-79,
τχ. 4/1965.
-
Κείμενα Ελλήνων
Αλχημιστών,
«ΛΑΒΥΡΙΝΘΟΣ ΗΝΠΕΡ ΣΟΛΟΜΩΝ ΕΤΕΚΤΗΝΑΤΟ»,
μτφ.
Ν. Βαλαωρίτη σελ. 54-56, τχ. 1/1964
-
Βασίλης
Βασιλικός,
σελ. 138-140, τχ. 2-3/1964.
-
Νάνος Βαλαωρίτης,
(ποίηση),
«Το Θαύμα», σελ. 19-24, (Του Νικόλαου Κάλας),
τχ. 1/1964
«Δανιήλ
Φιλιππίδης»,
«Το 1801 ο Δανιήλ Φιλιππίδης δημοσιεύει στη
Βιέννη μια
μετάφραση της Λογικής του Κονδιλλιάν…» σελ.
75-84,
τχ. 2-3/1964
«Η
γέννηση του Κόσμου», «Μετουσίωση» σελ. 12-13, τχ. 4/1965
«Προμελέων»,
σελ.39-44, τχ. 5/1965
«Το μαρμαρωμένο Βασίλειο ή το άλλο άκρο», σελ.
92-94,
τχ. 5/1965
«Πέντε
και Τέταρτο ακριβώς», σελ. 62-71, τχ. 6/1966
(για
τον «Αντρέ Μπρετόν»), σελ. 74-81, τχ. 6/1966
-
Μάρκος Φίλιππος Δραγούμης,
«Μουσική και Κριτική», σελ. 89-92, τχ. 6/1966
- Στέφανος
Δημητριάδης,
«Ένας άνθρωπος 700 ετών», (Κείμενο παρμένο
από την Ανθολογία
του Βαλέτα), σελ. 92-95, τχ. 1/1964.
- Τάσος Δενέγρης,
«Δύο κείμενα», σελ. 68-69, τχ. 1/1964
(ποίηση), «Λεωφόρος της Δύσεως ή Η οδός
Λουκιανού…»,
σελ. 33-34, τχ. 2-3/1964.
(
// ), «Ο θάνατος στην πλατεία
και άλλα», σελ. 47-50, τχ. 6/1965
(
// ), “ Sketch”, “ Bossa
Nova”, «Επτά», σελ. 27, τχ. 4/1965
- Ανδρέας Εμπειρίκος,
«Αργώ ή Πλους Αεροστάτου»…, σελ. 8-18,
(αφιερωμένο στην
Βιβίκα) τχ. 1/1964
«Αργώ ή Πλους Αεροστάτου», ΙΙΙ σελ. 7-19,
τχ. 2-3/1964
«Αργώ ή Πλους Αεροστάτου», ΙV, σελ. 29-37,
τχ. 4/1965
(ποίηση), 6 Ποιήματα, σελ. 2-8, τχ. 5/1965
«Ο Μεγάλος Ανατολικός», (Εικόνες από το
μυθιστόρημα),
Απόσπασμα εκ του 52ου
κεφαλαίου, σελ. 15-21, τχ. 6/1966
- Νίκος Εγγονόπουλος,
«Δύο μορφές ενός πίνακος και τρία ποιήματα
για τον θάνατο τριών
ποιητών», σελ. 2-5, τχ. 2-3/1964
(ποίηση), «Ποίημα περί Γκέοργκ Τρακλ»,
σελ. 4-14, τχ. 6/1966
- Δημήτρης Ζορμπάς,
«Ιεριχώ», σελ. 59-60, τχ. 4/1965
- Γιώργος Θέμελης,
«Ποίηση και Ψευδαίσθηση», κρίσεις για τον
Γ. Θ. σελ. 90-91,
τχ. 5/1965
- Παναγιώτης Κουτρουμπούσης,
«Ο ΕΦΕΥΡΕΤΗΣ ΜΠΕΝΝΕΤ», (εφεδρικός τίτλος
ασφαλείας: Η
Σφιγξ, Προστατεύει την Μοναξιά), σελ.
46-48, τχ. 1/1964
«Δεκήρικος ο Βολιώτης», σελ. 49-52, τχ.
4/1965
(ποίηση), «7 μολυσμένα κομμάτια ύστερα από
τη Μεγάλη Βόμβα»,
σελ. 49-50, τχ. 5/1965
- Νικόλαος Κάλας,
(ποίηση), «Οδός Νικήτα Ράντου», «Μέρος Α΄»
σελ. 4-7, τχ. 1/1964
(ποίηση), «Οδός Νικήτα Ράντου», «Μέρος Β΄»
σελ. 21-24,
τχ.2-3/1964
- Γιώργος Μακρής,
«40 χρόνια Ελληνικού Κινηματογράφου από της
«Μοίρας τ’
αποπαίδι» στον Καραμανλή», σελ. 91-98, τχ.
2-3/1964
- Σπύρος Μεϊμάρης,
«Η πρώτη κρίση», μτφ. Νάνος
Βαλαωρίτης-Σπύρος Μεϊμάρης,
σελ. 55-59, τχ. 6/1966
- Εύα Μυλωνά,
(πεζό), «Ένας Βασιλιάς», σελ. 57-59, τχ.
1/1964
(ποίηση), «Να βγω απ’ τη θάλασσα», σελ.
56-58, τχ. 4/1965
- Δημήτρης Πουλικάκος,
(μυθιστόρημα), «ΤΟ ΜΙΚΡΟΝ ΥΠΟΔΗΜΑΤΟΠΩΛΕΙΟΝ»
ή
αργότερον ΚΑΙ ΥΠΟΔΗΜΑΤΟΠΟΙΕΙΟΝ», (Κεφάλαιο
πρώτο
σελ.25-31, τχ. 1/1964
(ποίηση), «Τρελλός Χορός», σελ. 61-64, τχ. 4/1965
«Εθεωρήθη υπό Χ»(Μαϊτούνα), σελ. 31-34, τχ.
5/1965
- Τάκης
Παπατσώνης,
(ποίηση), «Νύχτες του Αυγούστου», σελ. 2, τχ.
4/1965
- Γιώργος
Παντελίδης,
(ποίηση), «Υπερλεξιστική Εισαγωγή στην
μοντέρνα ποίηση της
Γραικίας», σελ. 80, τχ. 4/1965
- Μιχάλης
Παπανικολάου,
(ποίηση), «Η Στοά», σελ. 59-61, τχ. 5/1965
- Παπαπολίτης
Σάββας Σωτήρης,
(ποίηση), «Τρία Ποιήματα», σελ. 71-72, τχ.
5/1965
- Λίνος
Πολίτης,
«Ανθολογίες Ελληνικής Ποίησης», σελ. 89-90,
τχ. 5/1965
-
Αλέξανδρος Γ. Πωπ,
(ποίηση), «Το νησί των Τρελλών», σελ. 33-40,
τχ. 6/1965
-
Δημήτρης Ρικάκης,
«Ημερολόγιο αγωνίας», (αφιερώνεται στην Νινέτ)
σελ. 35-44,
τχ. 2-3/1964
«Η Λίμνη του Ντονέν», σελ. 41-46, τχ. 6/1966
-
Νίκος Στάγκος,
«Γεγονότα, Μύθοι και προβλέψεις του Ν. Α.»,
Ι,ΙΙ, σελ.49-53,
τχ. 2-3/1964
(ποίηση), «Δύο απ’ τα ποιήματα για το Μάτι»,
σελ. 14, τχ. 4/1965
«Η Αερομαχία», σελ. 51-54, τχ. 6/1966
-
Αλέξανδρος Σχινάς,
«Περί Υπερλεξισμού, Κειμενοκολλήσεως και Αθανασίας»,
σελ. 112-127, (Αλέξανδρος Παλινισταίς ευ
ποιείν),
τχ.
2-3/1964
-
Γιώργος Σεφέρης,
«Ιδέες γύρω από την ποίηση VI», μτφ. Ν.
Β(αλαωρίτης), σελ. 2-3,
τχ. 6/1966
-
Γιάννης Τσαρούχης,
«Δοκιμές για μια αυτοβιογραφία», σελ. 4-10,
79-80, τχ. 4/1965
-
Κώστας Ταχτσής,
(διήγημα), «ΤΑ ΡΕΣΤΑ», στο Βασίλη Βόγλη, σελ.
37-40, τχ. 1/1964
«Ζεϊμπέκικο, 1964: ένα Δοκίμιο», σελ. 85-90,
τχ. 2-3/1964
(μετάφραση), σελ. 73-65, τχ. 2-3/1964
(διήγημα), «Το Άλλοθι», σελ. 15-26, τχ.
4/1965
«Η πρώτη εικόνα»-Μικρό Αυτοβιογραφικό
Δοκίμιο, σελ. 27-32,
τχ. 6/1966
«Σκέψεις ύστερ’ απ’ την ανάγνωση ενός
Ελληνικού βιβλίου»,
σελ. 86-88, τχ. 6/1966
- Κυριάκος Φραγκούλης,
(ποίηση), «Σεληνιασμός», σελ. 54, τχ.
2-3/1964
- Λεωνίδας Χρηστάκης,
(ποίηση), «Ποίημα», σελ. 87-88, τχ. 5/1965
- Μαίρη Χατζημιχάλη,
(ποίηση), σελ. 93, τχ. 6/1966
- ΣΗΜΕΙΩΜΑΤΑ
«Αυτό είναι το αντίτιμο», «Βασιλικές
φωτογραφίες», «Οι κριτικοί της
ποίησης και η ποίηση των κριτικών», «η
Μουσική της Ποίησης, Ώ
Ποίηση!», «Η Ποίηση και το Θέατρο»,
«Κινηματογράφος»,
«Δημόσιες απαγγελίες και δίσκοι ποιήσεως»,
«Η πολιτική της
Ποίησης» και «Παροράματα», σελ. 137-144
ΞΕΝΟΙ
-
Aldous Huxley,
«ΟΙ ΘΥΡΕΣ ΤΗΣ ΕΝΟΡΑΣΕΩΣ»-Απόσπασμα,
μτφ. Δημήτρης
Πουλικάκος, σελ. 49-53, τχ. 1/1964
- Arrabal,
(θέατρο), «Η Επίσημη Κοινωνία»,(Μία Πράξη),
σελ. 51-58,
μτφ. Δημήτρη Πουλικάκου, τχ. 5/1965
- Bill Barker,
(ποίηση), «Σκοτεινό», σελ. 72, τχ. 6/1966
- Samuel Beckett,
«Ο Ανονόμαστος», μτφ Νίκος Στάγκος, σελ.
53-55, τχ. 4/1965
- Jean Louis Bedouin,
«Εισαγωγή στην Υπερρεαλιστική ποίηση», μτφ.
Κώστας Ταχτσής,
σελ. 65-73, τχ. 2-3/1964
- Louis J. Borges,
«Οι δυό που ονειρεύτηκαν», (Ιστορία από τις «Χίλιες
και μία νύχτες»,
που αναφέρεται στην «Ιστορία της Ατιμίας
και της Αιωνιότητας»,
του J. L. Borges), μτφ. Ν.
Β(αλαωρίτη), σελ. 55-56, τχ. 2-3/1964
- Thomas Dylan,
(ποίηση), «Έρωτας στο Άσυλο», μτφ. Κώστας
Ταχτσής,
σελ. 61, τχ. 2-3/1964
- John Esam,
(ποίηση), «Από το Ορφεύς και Ευρυδίκη», μτφ.
Π. Κουτρουμπούσης,
σελ.
61-, τχ. 6/1966
- Charles Henri
Ford,
«Ποίημα-Εικόνα», σελ. 20, τχ. 2-3/1964
- Allen Ginseberg,
(ποίηση), «Αμερική», μτφ. Δ(ημήτρης)
Π(ουλικάκος) σελ. 45-48,
τχ. 2-3/1964
(
// ), «Μαγικός Ψαλμός», μτφ.
Σπύρου Μεϊμάρη, σελ. 35-38.
τχ. 5/1965
- Ted Joans,
(ποίηση), «Η Αλήθεια», μτφ. Δ. Πουλικάκου,
σελ. 67, τχ. 1/1964
- Alain Jouffroy,
(μυθιστόρημα), «Ένα όνειρο πιο μακρύ κι από τη
νύχτα», σελ. 58-59,
(απόσπασμα μυθιστορήματος), μτφ. Ν.
Β(αλαωρίτης), τχ. 2-3/1964
- Μπόργκε Κνος,
«Ιστορία των Ελληνικών Γραμμάτων», σελ. 79,
τχ. 4/1965
- Philip Lamantia,
(ποίηση), «Η Ομορφιά του Κόσμου τούτου»,
σελ. 57, τχ. 2-3/1964
- Comte de Lautreamont(Isidore
Ducasse),
«Τα τραγούδια του Μαλντορόρ»,Τραγούδι ΙΙ,
Απόσπασμα, μτφ. Δ.
Πουλικάκος, σελ. 60-65, τχ. 1/1964
- Χουάν Μιρό, (Joan Miro),
«Εργάζομαι σαν ένας Κηπουρός», μτφ. Α.
Σ(χινάς), σελ. 63-69,
τχ. 5/1965
- Αντρέ Μπρετόν, (Andre Breton),
σελ. 137-138, τχ. 2-3/1964
«Ο
παράγων άλογο», «Ελεύθερη Ένωση», μτφ. Νάνος
Βαλαωρίτης, σελ. 74-85, τχ. 6/1966
«Ο Αστερωμένος Πύργος», (λυρικό πεζογράφημα),
μτφ. Τάκη Παπατσώνη, σελ. 38-48, τχ.
4/1965,
«Ο Αστερωμένος Πύργος», σελ. 10-23, τχ.
5/1965
- Jouce Mansour,
(ποίηση), «Από τα «Ξεσκίσματα»», μτφ. Νάνου
Βαλαωρίτη,
σελ. 23-25, τχ. 6/1966
- Harold Norse,
(ποίηση), «ΤΩΡΑ», μτφ. Νάνου Βαλαωρίτη,
σελ. 41-45, τχ. 1/1964
- Octavio Paz,
(ποίηση), «Πέτρα του Ήλιου», μτφ. Γιώργου
Μακρή, σελ. 75-91,
τχ. 1/1964
(ποίηση), «Σαλαμάνδρα», μτφ. Νάνος
Βαλαωρίτης, σελ. 25-29,
τχ. 5/1965
- Claude Simon,
«Η Καταγραφή», μτφ. Μαντώ Αραβαντινού, σελ.
25-31, τχ. 2-3/1964
σελ. 78-79, τχ. 4/1965
- Jorge
Semprun,
«Λογοτεχνία και Επανάσταση του Λέων
Τρότσκι», σελ. 75-77,
τχ. 4/1965
- Jean Tardieu,
(ποίηση), «Ο θρήνος του Απαιτητικού
ανθρώπου», μτφ.
Ν.
Βαλαωρίτης, σελ. 63-64,
τχ. 2-3/1964
- Tristan Tzara,
(DADA),
μτφ. Νίκος Στεργίου, σελ. 99-104, τχ. 2-3/1964
- Λέων Τρότσκι,
«Ο Φουτουρισμός», μτφ. Κώστας Ταχτσής, σελ.
65-74, 75-77,
τχ. 4/1965
«Ο Φουτουρισμός», σελ. 73-85, τχ. 5/1965
- Aldous Huxley,
«Οι θύρες της ενοράσεως», σελ. 49-53, τχ.
1/1964
«Οι θύρες της ενοράσεως», μτφ. Δημήτρης
Πουλικάκος,
σελ. 105-111, τχ. 2-3/1964
- Virginia Woolf,
(δοκίμιο), «Το κείμενο αυτό της Βιρτζίνιας
Γουλφ(Virginia Woolf)
γράφτηκε πριν από τριάντα περίπου χρόνια. Η συγγραφεύς με εκπληκτική διαίσθηση
προφήτευσε την τύχη του μυθιστορήματος. Αναδημοσιεύουμε ένα από τα δοκίμια που
κυκλοφόρησαν τότε με τον τίτλο “ For the common reader”, «Για το Μυθιστόρημα»,
μτφ. Μαντώ Αραβαντινού, σελ. 70-74, τχ. 1/1964
Ας κλείσουμε την σύντομη αυτή
περιδιάβαση και αποδελτίωση του ενδιαφέροντος αυτού περιοδικού, του περιοδικού
που δεν είχε μακροζωία, είχε όμως πάθος, τόλμη, διάθεση για ρήξη, επιθυμία για
αλλαγή, γενικά μια στάση αντίστασης απέναντι στα καλλιτεχνικά κατεστημένα της
εποχής του, που μπορεί να μην ανέδειξε νέες φωνές, έβαλε όμως το λιθαράκι του
στην σύγχρονη φωνή της ελληνικής λογοτεχνίας.
Ας
κλείσουμε λοιπόν πάλι με τον λόγο του ποιητή Νάνου Βαλαωρίτη από τις σελίδες
«Σημειώματα» και το κείμενο που έχει γενικό τίτλο «Γύρω από την έκδοση του
Πάλι», τεύχος 4/ Καλοκαίρι 1965, σελίδες 77-78.
«….
Απ την εποχή αυτή παύει να υπάρχει πνευματική ζωή στην Ελλάδα. Οι σχέσεις
μεταξύ των ανθρώπων που είχαν κάτι να πούνε αραιώνουν, ώσπου να διακοπούν
οριστικά. Φυλακισμένος ο καθένας αποφεύγει την οδυνηρή συντροφιά των άλλων
φυλακισμένων. Τα στρατόπεδα συγκεντρώσεως, πραγματικά και φανταστικά-και τα
δεύτερα είναι ίσως πολύ στυγνώτερα-είναι γεμάτα. Όσοι καταφέρνουν να μείνουν
απέξω-επειδή είναι λίγο πιο δυνατοί-νοιώθουν να περπατάνε στους διαδρόμους μιας
φυλακής. Ο πίθος των Δαναΐδων έχει ανοίξει κάτω από μια ολόκληρη χώρα. Μαζί με
το αίμα και τα δάκρυα, κατρακυλάνε και τα έργα των ανθρώπων. Μια ολόκληρη χώρα
είναι υπόδικη-με τον έναν ή τον άλλον τρόπο. Μεσ’ στην σύγχυση και τις αντιφάσεις,
η απάθεια και η πόρωση, κάνουν την εμφάνισή τους και θα μείνουν μόνιμα
χαρακτηριστικά ως τις μέρες μας-της επικρατούσης νοοτροπίας, που υποδέχεται τον
έκπληκτο επαναπατριζόμενο, σαν να μην είχε φύγει ποτέ του ή και ακόμα
συμβουλεύοντάς τον να ξαναφύγει αμέσως. Φεύγει άραγε κανείς ποτέ από αυτό που
τον περιμένει στην επιστροφή-απ’ την Κλυταιμνήστρα του πνεύματος με το μαχαίρι
σηκωμένο; Η αντίδραση εκείνων που επέστρεφαν, ήταν να γυρίσουν την πλάτη τους
στους ανθρώπους που είχαν γίνει ψυχικά αφιλόξενοι, όπως οι Λαιστρυγόνες, και να
δουν την Ελλάδα απλώς σαν ένα τόπο αναψυχής, όπως οι άλλοι ξένοι, αυτοί που
ήταν ξένοι στον ίδιο τους τον τόπο όπου μόνη πραγματικότητα απέμενε, ο ήλιος, η
θάλασσα, τα βουνά, κι ο λαός με το φολκλόρ των μπουζουκιών και των πανηγυριών,
εκφυλισμένα και αυτά σε απλά θεάματα για τους τουρίστες.
Σε μια τέτοια στιγμή, η εμφάνιση του
«ΠΑΛΙ» έχει μια σχεδόν συμβολική σημασία. Σε μια Αθήνα, όπου κι ο χαιρετισμός
στο δρόμο είναι απ’ τα πιο δύσκολα και πιο οδυνηρά πράγματα-και κατ’ επέκταση η
αναγνώριση του άλλου-ακόμα κι’ η εντύπωσή του, πάλι εις πείσμα αντιστάσεων και
νευρώσεων, ακόμα κι όσων είναι γύρω του, είναι ένας πραγματικός άθλος. Είναι
ένα αίνιγμα του φράκτη, για να κυλήσει ΠΑΛΙ το νερό στ’ αυλάκι. Είναι μια
προσπάθεια για να σπάσει η γκίνια, και να ειπωθούν επί τέλους τα λόγια-κλειδιά
που θα διαλύσουν την κατάρα της στειρότητας, που βαραίνει το μαγεμένο
βασίλειο.».
Νάνος Βαλαωρίτης
Νομίζω ότι το απόσπασμα αυτό από τις
«Σημειώσεις» του ποιητή Νάνου Βαλαωρίτη μας αποκαλύπτει την συνέχεια των
πραγμάτων, της ζωής , των εκδόσεων και της διαχρονικής μας παθογένειας.
Η
Ελλάδα ως Κλυταιμνήστρα, σκοτώνει τους επιγόνους της.
Γιώργος
Χ. Μπαλούρδος
Πρώτη
γραφή, σήμερα, Παρασκευή, 3 Οκτωβρίου 2014
Πειραιάς,
Παρασκευή, 3 Οκτωβρίου 2014
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου