ΚΥΠΡΟΣ 2015
Σαράντα ένα χρόνια πέρασαν από τότε που η
Τουρκία, εισέβαλε, σκλάβωσε και υπέταξε το βόρειο τμήμα της Κυπριακής Δημοκρατίας,
την «Γαίαν την φερέκαρπον όσην έζωκε περίχθων ωκεανός… και γλαυκήν με θάλασσαν
απηκριβώσατο Κύπρος…» για να παραφράσω ένα αρχαίο επίγραμμα ενός Θεσσαλονικέα
επιγραμματοποιού. Σαράντα ένα χρόνια και ακόμα δεν κατορθώθηκε να βρεθεί μια
βιώσιμη πολιτική λύση στην Κυπριακή τραγωδία, να αποχωρήσουν τα τουρκικά
στρατεύματα κατοχής από την μεγαλόνησο, να επιστρέψουν στις εστίες των προγόνων
τους οι πρόσφυγες, να πάψουν οι γεωγραφικές διαχωριστικές γραμμές να χωρίζουν
τις δύο κοινότητες, να επανενωθούν οικογένειες, να δοθούν τα λείψανα των
Κυπρίων σκοτωμένων αγωνιστών στους οικείους τους, να ανθίσουν επιτέλους ξανά
μετά από τέσσερεις δεκαετίες τα άνθη της ειρήνης και της ευημερίας και για τις
δύο κοινότητες, να μπορέσουν να ζήσουν ειρηνικά και αδερφωμένα χωρίς ξένες αποικιοκρατικές
επεμβάσεις, χωρίς τα στρατεύματα κατοχής της γείτονος χώρας, χωρίς θρησκευτικές
διαχωριστικές γραμμές. και άλλου είδους κοινωνικούς αποκλεισμούς, χωρίς Buffer
Zone, για κανέναν. Η μεγαλόνησος έχει μία ταυτότητα, την Κυπριακή, δεν μπορεί
να είναι μια ανεξάρτητη χώρα με δύο πατρίδες.
Η πολιτική, γεωγραφική και
ανθρώπινη τραγωδία του κυπριακού ελληνισμού που άρχισε στις 15 Ιουλίου του 1974,
με την επέμβαση του Τουρκικού Κράτους εναντίον της ανεξάρτητης Κυπριακής
Δημοκρατίας, εξαιτίας ασφαλώς του πραξικοπήματος εναντίον του τότε προέδρου και
αρχιεπισκόπου Μακαρίου Γ΄, από άφρονες έλληνες πραξικοπηματίες, και κυπρίους
πετεινόμυαλους πολιτικούς, και την ανοχή των τότε ισχυρών δυνάμεων της Δύσης
(ΗΠΑ, Μεγάλη Βρετανία)αλλά και της πρώην Σοβιετικής Ένωσης, είναι καιρός να
πάρει ένα τέλος. Ο Οργανισμός Ηνωμένων Εθνών ιδρύθηκε για να λύνει τα
προβλήματα μεταξύ των κρατών και όχι για να διατηρεί τις όποιες εθνικές διενέξεις,
ή να θεωρεί Δίκαιο, «Δίκαιον ουκ άλλο τι ή το του κρείττονος συμφέρον». Πρόσφυγες, δεν έχουν μόνο τα μουσουλμανικά
κράτη της μεσογειακής λεκάνης αλλά και η Κύπρος, που ζει εδώ και σαράντα ένα χρόνια
κάτω από την στρατιωτική επαγρύπνηση των κατακτητών. Στην Κύπρο, ο χρόνος
κυλάει πιο αργά από τις άλλες χώρες της μεσογείου, τα κτιριακά και τα ανθρώπινα
προσφυγικά ερείπια παραμένουν μάρτυρες βιγλάτορες της συνεχιζόμενης τραγωδίας, φαντάσματα
μνήμης μιας ένοπλης καταστροφής που χώρισε μια
ελεύθερη χώρα αναίτια στα δύο, λείψανα ενός πολιτισμού που καταστράφηκε
με την εισβολή, που εξανάγκασε απλούς ανθρώπους να φύγουν από τις πατρογονικές
τους εστίες, που άνοιξε αιμάτινο ρήγμα στο ενιαίο σώμα της Κυπριακής
Δημοκρατίας. Και, το πιο παράξενο από πολιτικής απόψεως, η Κυπριακή Δημοκρατία
να είναι ισότιμο μέλος της Ευρωπαίκής Ένωσης,, ενώ ταυτόχρονα να παραμένει
υποδουλωμένη στα ξένα στρατεύματα κατοχής.
Οι κύριοι υπαίτιοι και από τις δύο πλευρές
έχουν φύγει από την ζωή, οι νέοι ηγέτες εντεύθεν κακείθεν φοβάμαι ότι
αρέσκονται στο επί σαράντα ένα χρόνια Status Quo. Θεωρώ, ότι
όσο ο καιρός περνά, τόσο δυσκολεύουν οι συνθήκες επιλογής επίλυσης της
κυπριακής τραγωδίας. Ο Κυπριακός πόνος συνεχίζεται.
Όμως, η δική μου γενιά
εξακολουθεί να θυμάται.
ΔΕΥΤΕΡΗ ΣΤΑΣΗ
Το σπίτι της Άννης
«Στα ερείπια της Πομπηϊας, μπορεί κανείς να διαβάσει
σε ορισμένες προσόψεις: σπίτι του Φαύνου, της Ποππαίας, του Μενάνδρου.
Στην παλαιά οδό Αγίου Γεωργίου διαβάζει κανείς σε μια
από τις προσόψεις: Σπίτι της Άννης. Άννη Κούπη, μια Ελληνοκύπρια, ήταν στο
σπίτι της όταν ξέσπασαν οι μάχες. Με την ανακοίνωση για κατάπαυση του πυρός,
εκείνη αποφάσισε να μείνει αντί να φύγει με όλη την οικογένειά της, που
αναζήτησε καταφύγιο στον Νότο. Έζησε έτσι χρόνια, απομονωμένη στην απαγορευμένη
ζώνη, όπου ανεφοδιαζόταν καθημερινά με τρόφιμα από τους στρατιώτες του ΟΗΕ, οι
οποίοι την είχαν αναλάβει με στοργή. Πέθανε το 1991σε ηλικία 91 ετών και
επέζησε με αυτό τον τρόπο δεκαεπτά χρόνια στην πόλη-φάντασμα, αποκηρυγμένη από
την οικογένειά της, η οποία την απαρνήθηκε γιατί δεν της συγχώρεσε το γεγονός
ότι έθεσε τον εαυτό της υπό την κηδεμονία του ΟΗΕ. Αποστάτρια; Ασφαλώς όχι.
Αντάρτισσα; Ακόμα λιγότερο. Ας πούμε ότι θέλησε να γίνει ένα με το σπίτι της,
παρά να τελειώσει τη ζωή της στην ανωνυμία ενός προσφυγικού καταυλισμού».
Το κείμενο είναι από το βιβλίο του Γάλλου
συγγραφέα Jacques Lacarriere, «Λευκωσία-Η Νεκρή Ζώνη», εκδόσεις Ολκός 2003,
μετάφραση Βούλα Λούβρου, σελίδα 19.
Γιώργος Χ. Μπαλούρδος
Πρώτη γραφή σήμερα, Δευτέρα,
20 Ιουλίου 2015
Πειραιάς, 20/7/2015, Σαράντα
ένα χρόνια μετά
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου