Σάββατο 24 Νοεμβρίου 2018

Λέξεις και χρώματα: σύνθετη όψη. Η Κοιλάδα με τους ροδώνες


Λέξεις και χρώματα: σύνθετη όψη

του Μιχάλη Μόσχου,
εφημερίδα Η Καθημερινή 19/2/1981

ΝΙΚΟΣ ΕΓΓΟΝΟΠΟΥΛΟΣ
«Στην κοιλάδα με τους ροδώνες»
Με είκοσι έγχρωμους πίνακες και ένα σχέδιο
Αθήνα, Ίκαρος 1978, 231 σελ.

      Οι λέξεις και τα χρώματα είναι δύο διαφορετικά μέσα έκφρασης και υπακούουν σε διαφορετικούς κανόνες. Ο ποιητής δουλεύει με τις λέξεις, ο ζωγράφος δουλεύει με τα χρώματα.
     Έτσι τουλάχιστον είχαν τα πράγματα ως τη δεύτερη δεκαετία του αιώνα μας, όταν πρώτος παγκόσμιος πόλεμος κατέλυσε κάθε πίστη στην ηθική της πολιτικής και το Νταντά κάθε αισιοδοξία για την αναζήτηση του μεγάλου και του ωραίου στην τέχνη της Δύσης. Τα δύο γεγονότα επικύρωσαν, το καθένα με τον τρόπο του, την ίδια φοβερή αλήθεια: ότι η πολιτιστική παράδοση της Ευρώπης ήταν νεκρή.
     Η τεράστια θετική σημασία του Νταντά για την τέχνη άρχισε να εκτιμάται σε βάθος τα τελευταία μόλις χρόνια, ίσως επειδή ο δεύτερος παγκόσμιος πόλεμος συνέβη μια γενιά μόλις μετά τον πρώτο-και ήταν πολύ πιο καταστροφικός (1). Το κίνημα των ντανταϊστών άλλαξε μια για πάντα την έννοια της παράδοσης και δημιούργησε τις προϋποθέσεις για την καινούργια τέχνη του αιώνα. Αντί άλλης απόδειξης της σοβαρότητας και της επιρροής του νταντά, θα καταγράφω εδώ μόνο τα ονόματα μερικών καλλιτεχνών που συμμετείχαν στο μοναδικό τεύχος του CABARET VOLTAIRE (Ζυρίχη, 1916) όπου ο Τζαρά χρησιμοποίησε για πρώτη φορά τη λέξη εφεύρεση Νταντά: Άρπ, Απολλιναίρ, Γιάντσο, Καντίνσκυ, Μαρινέττι, Μοντιλιάνι, Πικάσσο, Τζαρά.
      Ανάμεσα στις άλλες ευφάνταστες ιδέες των ντανταϊστών, ξεχωριστή θέση κατέχουν οι πειραματισμοί τους για τη χρήση των λέξεων στη ζωγραφική. Οι ντανταϊστές δεν χρησιμοποίησαν μόνο την εικαστική παρουσία των λέξεων αλλά και τη γλωσσική τους χρήση, δημιουργώντας έτσι ένα είδος πρωτογενούς MIXED MEDIA COLLAGE. Η πρωτοπορία ανήκει εδώ στα Καλλιγράμματα του Απολιναίρ (1913-6), όπου οι λέξεις σχηματίζουν πάνω στη σελίδα ένα σιντριβάνι, ένα μάτι, ή τη βροχή. Τις πρωτότυπες σελιδοποιήσεις του Απολιναίρ ακολούθησαν ο Τζάρας κι οι σύντροφοί του στα περιοδικά που εξέδωσαν στη Ζυρίχη, στο Βερολίνο, στο Παρίσι, στη Νέα Υόρκη.
     Στην Αθήνα σχεδόν πενήντα χρόνια αργότερα, υπήρξε το «Πάλι» (1964-1966) περιοδικό περισσότερο υπερ-ρεαλιστικό παρά νταντά. Στο «Πάλι» συμμετείχε και ο Εγγονόπουλος με ποιήματα και πίνακες που εκδόθηκαν ξανά στην «Κοιλάδα με τους ροδώνες» (1978), αναδρομική ποιητική συλλογή «με είκοσι έγχρωμους πίνακες και ένα σχέδιο». Κατά τα φαινόμενα, η συλλογή αυτή διέφυγε με επιτυχία την προσοχή των κριτικών τα τελευταία δύο χρόνια.
     Υποθέτω ότι οι λόγοι της διαφυγής αυτής δεν μένουν άγνωστοι ούτε στον ζωγράφο ποιητή, ούτε στους κριτικούς. Ο Εγγονόπουλος είναι πολύ γνωστός και αγαπητός, ιδιαίτερα στους πολυπληθείς μαθητές του του Πολυτεχνείου που χαίρονται να το θυμούνται και που αυθόρμητα διηγούνται ιστορίες και ανέκδοτα για την ευρυμάθεια και την ευαισθησία του. Σπεύδω, πάντως να προσθέσω ότι η μνήμη αυτή μπορεί κάλλιστα να θεωρηθεί άσχετη με το ποιητικό αυτό έργο του Εγγονόπουλου.
     Θέση αυτού του δοκιμίου είναι το ζωγραφικό και ποιητικό έργο του Εγγονόπουλου διέπει μια άρρηκτη ενότητα αισθητικής και ηθικής. Την ενότητα αυτή τονίζει με πάθος η «Κοιλάδα με τους ροδώνες», όπου ποίηση και ζωγραφική συνυπάρχουν και όπου η άρτια κατανόηση του ποιητικού λόγου προϋποθέτει-αλλά και συνεπάγεται- την αισθητική κατανόηση των εικόνων. Υποψιάζομαι μάλιστα ότι η ίδια η άρρηκτη ενότητα ηθικής και αισθητικής πού διαφυλάσσει τους «Ροδώνες» εμπνέει και τη ζωή του ποιητή και ότι αυτό το χάρισμα χαίρονται να θυμούνται οι παλιοί μαθητές του. Αλλά δεν θα επιμείνω στο σημείο αυτό.
      Το νταντά σημαδεύει την αρχή του υπερ-ρεαλισμού. Ο Εγγονόπουλος εντάσσεται στη συγκεκριμένη αυτή παράδοση λέξεων και χρωμάτων που γνώρισε από τη νεότητά του και το ύφος της οποίας ελεύθερα από τότε εκφράζει:
 Έτσι/στους τελευταίους ακριβώς χρόνους της φθίνουσας περιόδου «του 30»/αναμεσίς/στους φιλόδοξους με τ’
 ακαθόριστα σχέδια/τους άγρια λυσσαγμένους-παρόλο το ισχνότατο των εφοδίων τους-/για μιάν όσο μπορούσαν πλατύτερη επικράτηση/ τους άγουρους-σαλιάρηδες-διακοναρέους και κλέφτες της δόξας/ ξεκίνησε νεώτατος ο Βελισσάριος/ παρέα με τον Ανδρέα Εμπειρίκο/να δημιουργήση/ και να ζήση.
Η ανάλογη (2) ιστορική αναδρομή σε ελληνικές πηγές θα τοποθετούσε τον Εγγονόπουλο στη συνέχεια της Βυζαντινής παράδοσης, δίπλα στους αγιογράφους της μεταβυζαντινής περιόδου, στον δάσκαλό του Φώτη Κόντογλου και στον αγαπητό του «καβάση» Σιδερή Στεϊκοβιτς (3). Ο ιστορικός αυτός δρόμος δεν θα διαφοροποιούσε καθόλου, πιστεύω την κριτική θέση του δοκιμίου τούτου, αντίθετα, θα πλάταινε τη θεμελίωσή του και θα πρόσφερε μια πολύ χρήσιμη άποψη της ηθικής και αισθητικής ενότητας του έργου του Εγγονόπουλου μέσα στην καθαρά ελληνική παράδοση. Μια τέτοια ανάλυση θάταν ευπρόσδεκτη εργασία ενός ιστορικού της τέχνης.
     Ένας από τους στόχους των ντανταϊστών και των υπερ-ρεαλιστών ήταν να ελευθερώσουν την τέχνη από τα παραδοσιακά της όρια, να αναγνωρίσουν τη δημιουργική φαντασία σε οποιαδήποτε έκφρασή της. Το 1928, ο Ρενέ Μαγκρίτ ζωγράφισε μια σειρά με τίτλο, «Η χρήση της ομιλίας». Ο πρώτος απ’ τους πίνακες της σειράς αυτής είναι μετρίων διαστάσεων (73Χ54 εκ.) και χωρίζεται σε δυό μέρη με μια χοντρή ίσια γραμμή στη μέση. Το πάνω μέρος ο Μαγκρίτ κάλυψε με αδιαπέραστο γκρί-άσπρο χρώμα. Στο κάτω μέρος ζωγράφισε σε μαύρο φόντο, αριστερά το προφίλ του Μπρετόν και δεξιά το προφίλ του εαυτού του. Μπροστά στα χείλη του Μπρετόν είναι ζωγραφισμένη η λέξη LE PIANO, ενώ μπροστά στα χείλη του Μαγκρίτ είναι ζωγραφισμένη η λέξη LA VIOLETTE. Πρέπει να σημειωθεί ότι εδώ ο Μαγκρίτ ασχολούνταν στην κάτω σύνθεση με το ψυχαναλυτικό παιχνίδι της αυθόρμητης απόκρισης που τός αγαπούσαν οι υπερρεαλιστές.
     Στο κείμενό του «Οι λέξεις και οι εικόνες» (4), ο Μαγκρίτ γράφει: «ορισμένες φορές λέξεις γραμμένες σ’ ένα πίνακα δηλώνουν κάτι συγκεκριμένο και η εικόνα κάτι το ακαθόριστο. Συμβαίνει όμως και το αντίστροφο».
     Διερμηνεύοντας την έννοια της παρατήρησης αυτής, ο πίνακας «Η χρήση της ομιλίας» πραγματοποιεί εμφανώς ένα πείραμα εκφράζοντας με τη διπλή πάνω-κάτω σύνθεσή του-παραμένοντας όμως ταυτόχρονα ένας πίνακας-και την εικαστική ασάφεια και την εικαστική χρήση των λέξεων και των χρωμάτων. Οι λέξεις στον πίνακα του Μαγκρίτ σημαίνουν προφανώς κάτι το συγκεκριμένο: «πιάνο» και «βιολέττα». Αλλά λειτουργούν συγχρόνως και σαν αναπαραστάσεις της ψυχικής κατάστασης των δύο ανδρών που παίζουν αυθόρμητα (5).
     Έτσι η εικόνα στο κάτω μέρος του πίνακα παρασταίνει κάτι συγκεκριμένο και κατανοητό, ενώ το πάνω μέρος παρασταίνει κάτι τελείως ακαθόριστο. Το πείραμα του Μαγκρίτ (δηλ. ολόκληρος ο πίνακας) θα μπορούσε να χαρακτηριστεί εικαστικό και γλωσσικό ταυτόχρονα, αν και δεν παύει να είναι φιλοσοφικό (εννοιολογικό) επειδή απευθύνει στον θεατή το σύνθετο ερώτημα: κατανοεί αυτό που βλέπει;/αυτό που βλέπεις είναι κατανοητό;
      Ο πίνακας του Μαγκρίτ, όπως άλλωστε και κάθε δημιούργημα του αμιγούς Μαγκρίτ, υπερρεαλισμού, έχει σκοπό την αποκάλυψη της ανθρώπινης φύσης όπως πραγματικά είναι. Μέρος της αποκάλυψης αυτής είναι βέβαια και η γνώση ότι, αν και τα χρώματα και οι λέξεις αποτελούν διαφορετικές τέχνες, εκφράζουν στην ουσία τις ίδιες ανθρώπινες αλήθειες.
      Ανάμεσα στα πολλά έργα των ντανταϊστών και υπερρεαλιστών που χρησιμοποιούν εικόνες και λέξεις, διάλεξα τον πίνακα αυτόν του Μαγκρίτ επειδή πραγματοποιεί ένα σύνθετο πείραμα με την «αναπαραστατική» χρήση των λέξεων. Και θα καλούσα τον αναγνώστη να μελετήσει τις αντικριστές σελίδες ποίησης-ζωγραφικής στην «Κοιλάδα με τους ροδώνες» όπως ακριβώς θα μελετούσε τον διπλό αυτό πίνακα του Μαγκρίτ: σαν ένα ενιαίο σύνθετο έργο.
Ο ΟΡΦΕΥΣ
τον Ορφέα ποτέ-μά ποτέ-τίποτα δεν τον
              επαρηγόρησε

για την διπλήν απώλεια
της Ευρυδίκης:
άλλοτε-για λίγο-έλεγε κάνα τραγούδι μεσ’
              στο μαράζι του
άλλοτε-για λίγο πάλε-
τα χρώματα
τον γοητεύανε
με τις άπειρες ποικιλίες τους
και τους συμπτωματικούς
λογής λογής συνδυασμούς τους (….)
     Ο μύθος του Ορφέα είναι ιδιαίτερα αγαπητό θέμα των υπερρεαλιστών. Ο ήρωάς του συχνά συμβολίζει τον καλλιτέχνη που πολεμά να νικήσει το θάνατο μεσ’ απ’ την τέχνη του. Στο ποίημα του Εγγονόπουλου ο Ορφέας αφοσιωμένος εραστής της Ευρυδίκης, απαρηγόρητος για τη δεύτερη απώλειά της, πέφτει θύμα των σκληρών παρθένων της Θράκης πού τον κατακρεουργούν «ακονισμένες κάμες και χατζάρια/… κραδαίνοντας/…. Στ’ άσπρα χέρια τους». Οι παράφορες μαινάδες φθονούν το τέλειο έρωτα πού δεν εγνώρισαν ποτέ και με βαρβαρότητα τον καταστρέφουν στο σώμα του Ορφέα. Αλλά, κατά τον μύθο, το αλώβητο κεφάλι του Ορφέα πλέει τραγουδώντας πάνω στη θάλασσα ως τη λυρική Λέσβο.
      Στην αντίθετη σελίδα του ποιήματος «Ορφεύς» βρίσκεται ο πίνακας «Ορφεύς και Ευρυδίκη» που παρασταίνει τους εραστές στην έξοδο, του Άδη, τη στιγμή της ύστατης χαράς και της ύστατης θλίψης. Πίσω του γέρνει στη στάση του λεωφορείου καπνίζοντας νωχελικά ο δόλιος Ερμής ψυχοπομπός, το βλέμμα του προσηλωμένο στους δείχτες του ρολογιού του. Στο βάθος τα σύννεφα-χατζάρια των Θρακικών παρθένων στέκουν καρφωμένα στον ουρανό.
     Κατ’ αρχήν ο πίνακας λειτουργεί με πλήρη αυτοτέλεια ΄ όμοιο και το ποίημα. Πέρα όμως από την αυτοτέλειά τους δημιουργούν ένα σύνθετο έργο λέξεων και χρωμάτων το οποίο απαιτεί την ενδελεχή ευαισθησία του θεατή, όπως άλλωστε την ίδια ευαισθησία απαιτεί και ο σύνθετος πίνακας του Μαγκρίτ. Το διττό ερμηνευτικό ερώτημα που θέσαμε προηγουμένως (κατανοείς αυτό που βλέπεις/ αυτό που βλέπεις είναι κατανοητό;) οδηγεί στην εναργή αντίληψη του έργου του Εγγονόπουλου. Στις σελίδες της «Κοιλάδας με τους ροδώνες» το ερώτημα αυτό αποκτά πρακτική χρησιμότητα για την ορθή κατανόηση και των ποιημάτων και των πινάκων. Η παράσταση του Ορφέα και της Ευρυδίκης δεν εκφράζει τα ίδια αισθήματα και τις ίδιες σκέψεις που εκφράζει το ποίημα για τον Ορφέα. Συμβαίνει βέβαια και το αντίστροφο. Ειδικά για αυτό το ποίημα θα μπορούσε να πει κανείς ότι οι λέξεις αρχίζουν εκεί που σταματούν τα χρώματα. (Ο Ερμής δεν ονομάζεται στο ποίημα ΄ οι παρθένες της Θράκης δεν παρίστανται στον πίνακα). Αλλά το ποίημα και ο πίνακας συνυπάρχουν δημιουργικά όπως δημιουργικά συνυπάρχουν στον θεατή η ομιλία και η όραση.
     Αυτή η δημιουργική συνύπαρξη χαρακτηρίζει το έργο του Εγγονόπουλου, όχι μόνο στην «Κοιλάδα με τους ροδώνες» αλλά και στις προηγούμενες ποιητικές συλλογές του. Η παραγνώρισή της συνεπάγεται την ελλιπή κατανόηση τη σκοτεινή θέα.
     Μ’ αυτές τις παρατηρήσεις στο νου μας πρέπει να δούμε το έργο του Εγγονόπουλου εξ αρχής. Αναφέραμε ήδη την άρρηκτη ενότητα αισθητικής και ηθικής που διέπει το έργο αυτό, ενότητα που εκφράζεται αδιάλειπτα με χαρά, με πίστη, με έρωτα. Στο «Ποίημα-Απομίμησις πολλών ψαλμών αρμοσμένο γι’ αποκλειστικά ανδρική χορωδία σ’ εκκλησιαστική μουσική του Ιωάννου Σεβαστιανού Μπάχ προτάσσεται η παράσταση ενός εκηβόλου άνδρα, γονατιστού κάτω από το φως της Ακρόπολης. Μια όρθια γυναίκα οδηγεί τα βέλη του. Ο πίνακας ονομάζεται «Εκεί».
              [….]
και πλάι απ’ τη σακάτικη τη δικαιοσύνη των
ανθρώπω
κρύφτεται η Ερινύα
βαθειά μέσα στον ίδιο φταίχτη φωλιασμένη
αμείλιχτη ανελέητη
πού καλά ρούχα και οφφίκια και νομιμοφάνειες
       δεν ψηφά
πού η καλοπέραση-μά προς Θεού- δεν
       τηνέ νοιάζει
και τιμωρεί
σκληρά
τους άμυαλους και τους δειλούς που κάνουν το
       κακό
γιατί
υπάρχει Θεός!
[…]
     Το ποίημα είναι μια προσευχή, μια επίκληση δικαιοσύνης. όπως η μουσική του Μπάχ αποτελεί έξοχη συνοδεία χριστιανικών ύμνων, έτσι και ο προτασσόμενος πίνακας αποτελεί την οπτική συνοδεία του ποιητικού ψαλμού.
     Η ποίηση του Εγγονόπουλου μιλά συχνά με μύθους ή διηγήσεις, με επιφωνήματα ή επικλήσεις με αυτοβιογραφικές παρενθέσεις. Επικαλείται την ερωτική μνήμη ονειροπολεί μιάν ωραία μιγάδα να χορεύει γύρω από μια μαγνόλια, ή στοχάζεται τον ατυχή ποιητή Γκέοργκ Τάκλ που κατάφερε-«επί τέλους!»-να πεθάνει, παραμονές Χριστουγέννων. Ο ίδιος ο Εγγονόπουλος μιλά για τα ποιήματά του σαν «τραγούδια» που «σκαρώνει» αυθόρμητα καθώς ζωγραφίζει (6).
Η διαρκής αυτή συνύπαρξη λέξεων και χρωμάτων ακόμα και την ώρα της δουλειάς επικυρώνει όσα ήδη λέχτηκαν για την σωστή κατανόηση του έργου του ποιητή. Μας επιτρέπει όμως να σταθούμε  στην αυθορμησία με την οποία ο ποιητής εμπιστεύεται τις λέξεις. Η αυθορμησία αυτή ξενίζει τον σύγχρονο αναγνώστη, ο οποίος συχνά εκλαμβάνει τον Εγγονόπουλο σαν υπερβολικά απλοϊκό, είτε σαν είρωνα κρυψίνου, είτε και σαν «αστείο σουρεαλιστή». Τίποτα από αυτά δεν συμβαίνει. Για παράδειγμα, θα μπορούσε κανείς να χαρακτηρίσει «απλοϊκή» την αντίληψη ορισμένων ποιημάτων του Εγγονόπουλου ότι το κακό αυτοτιμωρείται ή ότι οι κακοί είναι ανόητοι-αλλά αυτό δεν σημαίνει καθόλου ότι και τα ποιήματα που εκφράζουν αυτή την ιδέα είναι απλοϊκά. Ορισμένα ποιήματα του Εγγονόπουλου εκφράζουν απλά (όχι απλοϊκά) όπως το ποίημα «Άνθη», πού όμως ζητά από την φαντασία του αναγνώστη κάτι δύσκολο: να δεί με τα μάτια των λουλουδιών.
μάτια που πλέον δεν βλέπετε
βλέμματα όπου δεν
σας ελκύει πιά η μορφή του κόσμου
είσαστε αστέρια
φωτίζετε
Η «Κοιλάδα με τους ροδώνες» αποτελείται από συνθέσεις ποιημάτων και πινάκων. Αρχίζει με τον εξορκισμό του κακού («Η πέιρα») και τελειώνει με μια παρηγορητική «παράφαση»:
       του ποιητή
       πιά μόνη-θέοθεν-σωτήρια λύσις
       παρηγόρηση
       μένει η κοιλάς με τις τριανταφυλλιές
       ό εστι
       μεθερμηνευόμενο
       η κοιλάδα των ροδώνων
Διασχίζοντας τους ροδώνες ο ποιητής εκφράζει με τον πλούτο της φαντασίας του, με χρώματα και με λόγια, τη χαρά, την πίστη, τον έρωτα της ζωής.
Μιχάλης Μόσχος, εφημερίδα Η Καθημερινή 19/2/1981
1.Εδώ πρέπει να σημειωθεί η συμβολή της μεγάλης έκθεσης DADA AND SURREALISM REVIEWED, Ιανουάριος- Μάρτιος 1978, HAYWARD GALLERY, Λονδίνο
2. «Ο Βελισσάριος», σ. 161 (Όλα τα ποιήματα που αναφέρονται είναι από την «Κοιλάδα με τους ροδώνες»).
3. Δές το ποίημα «Η μπαλλάντα του Ισίδωρου-Σιδερή-Στεϊκοβιτς», σ.153. «Καβάσης» θα πει (περίπου) θυρωρός, από τα τούρκικα.
4. Στο περιοδικό LA REVOLUTION SURREALISTE, τεύχος 12, 1929.
5. Δές Τ. Τζάρα, «Διάλεξη για το Νταντά», Πάλι 2-3, σ.σ. 101-104
6. Σημειώσεις, σ.221.
--
Σημειώσεις:
Μετέφερα ξεχωριστά το δοκίμιο του κυρίου Μιχάλη Μόσχου, όπως δημοσιεύτηκε στην έγκριτη πρωινή εφημερίδα Η Καθημερινή της 19 Φεβρουαρίου 1981, τρία περίπου χρόνια μετά την πρώτη έκδοση της τελευταίας ποιητικής συλλογής του υπερρεαλιστή ποιητή και ζωγράφου Νίκου Εγγονόπουλου. Ένα δοκίμιο σίγουρα γνωστό στους λάτρεις και αναγνώστες του ποιητικού και εικαστικού του έργου αλλά, και στους ερευνητές των επιδράσεων των ευρωπαϊκών κινημάτων της τέχνης των αρχών του προηγούμενου αιώνα, όπως του σουρρεαλισμού, του ντανταϊσμού, του φουτουρισμού, του λετρισμού, της εικονικής ποίησης, της άβα γκαρντ, του κυβισμού, της ψυχανάλυσης, του «μοντερνισμού», του σοσιαλιστικού ρεαλισμού, του συμβολισμού, του παραλόγου, του ρεαλισμού, της ουσιαστικής ποίησης, της θρησκευτικής επίσης, το μπόλιασμα της ποιητικής γραφής με φιλοσοφικά στοιχεία και δοξασίες προερχόμενες από την άπω ανατολή, βλέπε Ζεν, αρχές του Κομφούκιου, Χάι-Κου, κλπ., της αφαιρετικής τέχνης και άλλων επαναστατικών στην εποχή τους κινημάτων, που επηρέασαν τους έλληνες καλλιτέχνες και επέδρασαν αποφασιστικά στην εξέλιξη της σκέψης και του έργου τους. Όπως παλαιότερα, ο ρομαντισμός, ο νιτσεϊσμός, η ηρωολατρεία, η επιστροφή στους αρχαίους έλληνες και την παράδοσή τους (πίσω στους προσωκρατικούς), η επανεύρεση της ελληνικής παράδοσης, η βυζαντινή αισθητική και αρχιτεκτονική, ο κοσμοπολιτισμός, η φυγή και περιπλάνηση, και άλλα ρεύματα και κινήσεις, (ατομικές ή συλλογικές προσπάθειες) που επιδράσεις και καταβολές τους συναντάμε στο έργο των προηγούμενων ποιητικών γενεών, διανοουμένων και συγγραφέων που, οικοδόμησαν τις δημιουργίες τους, πάνω στις νέες βάσεις που κυοφορήθηκαν τον προηγούμενο αιώνα με τρομακτικό θόρυβο και προβολή και που η θεματογραφία των περισσοτέρων ελλήνων δημιουργών εμπνευσμένη από τα δεκάδες αυτά μικρά και μεγάλα-περιθωριακά κινήματα της τέχνης και της πολιτικής, αντικαθρεπτίζει τις τάσεις αυτές στον ελλαδικό χώρο. Το κείμενο αυτό του κυρίου Μόσχου έχει μια αυτοτέλεια, διακρίνεται και για την καθαρότητα της σκέψης και των επιχειρημάτων του και το ύφος του είναι σαφές καθώς και η γλώσσα που χρησιμοποιεί για να μας εκθέσει τις κρίσεις του. Φυσικά, τέτοια δοκίμια, προϋποθέτουν όχι μόνο διάθεση ανάγνωσης ή φιλερευνίας, αλλά, και σταθερές γνώσεις πάνω στα θέματα που αναφέρονται είτε αυτά άπτονται των εικαστικών έργων είτε των ποιητικών. Η παράλληλη συνεξέταση από τον μελετητή της εικαστικής δημιουργίας με την ποιητική στον Νίκο Εγγονόπουλο, είναι η πλέον ενδεδειγμένη ερμηνευτική του έργου του και όχι μόνο της συγκεκριμένης του τελευταίας συλλογής. Οι πρωτογενείς επιδράσεις του ποιητή, η σταθερή και διαρκής ένταξή του στο κίνημα των σουρεαλιστών, οι φιλικές και πνευματικές του σχέσεις με τον άλλο σουρεαλιστή ποιητή Ανδρέα Εμπειρίκο όπως εξιστορούνται στις σημειώσεις του της συλλογής «Η Κοιλάδα με τους ροδώνες» ο εμπλουτισμός της έκδοσης με πίνακες του ίδιου του Εγγονόπουλου όχι σαν διακόσμηση του ποιητικού λόγου ή της αισθητικής της έκδοσης, μας δηλώνουν το καίριο της ερμηνείας του κυρίου Μιχάλη Μόσχου, ο οποίος, όπως ο αναγνώστης θα διακρίνει, άρχεται των σκέψεών του και των ερωτήσεών του από την εμφάνιση του Ντανταιστικού κινήματος. Ενός κινήματος που επέδρασε και στις σκέψεις και συνειδήσεις των μετέπειτα υπερρεαλιστών. Η κάπως κλειστή δομή του δοκιμίου αυτού-και ίσως ορθά-που επικεντρώνεται αυστηρά στην συνεξέταση της σύνθετης όψης της ζωγραφικής και της ποίησης στο έργο του Νίκου Εγγονόπουλου, θεωρώ ότι δεν επιτρέπει στον υποφαινόμενο αντιγραφέα του κειμένου να προβεί σε έτερους σχολιασμούς και μάλιστα στις μέρες μας, που έχει ξεκαθαριστεί το τοπίο αυτό με αρκετά δημοσιεύματα και εκδόσεις μελετημάτων, τόσο για τον Εγγονόπουλο όσο κυρίως για τα κινήματα αυτά του προηγούμενου αιώνα που άφησαν τα ίχνη τους και στον παρόντα. Αντί σχολιασμών, παραθέτω ορισμένους ενδεικτικούς τίτλους βιβλίων που έχουν εκδοθεί στα ελληνικά που αφορούν το διαπραγματευόμενο θέμα και τις αρχικές του καταβολές. Η ενδεικτική αυτή συμπλήρωση έχει να κάνει μόνο με την προσωπική μου επιθυμία, να βοηθήσει τον όποιο αναγνώστη, να κατανοήσει καλύτερα πρώτα το δοκίμιο του Μιχάλη Μόσχου, ένα μικρό μελέτημα που μπορεί να σταθεί και ως υπόδειγμα άλλων παρόμοιων ερευνών και συνεξετάσεων όσο και να στραφεί το σύγχρονο ενδιαφέρον στο έργο τόσο το εικαστικό όσο και το ποιητικό του Νίκου Εγγονόπουλου. Ας μου επιτραπεί μόνο να αναφέρω αυτό που κατέθεσα στο προηγούμενο σημείωμα για την συλλογή «Η Κοιλάδα με τους ροδώνες» ότι οι μεταφράσεις των ξένων ποιητών από τον ποιητή είναι καταπληκτικές. Ιδιαίτερα τα μέρη του έργου από τα «Άσματα του Μαλντορόρ» του Isidore Ducasse, είναι το κάτι άλλο, σε σχέση με άλλες μεταφράσεις που έχω διαβάσει, χωρίς να θέλω να μειώσω και τις προσπάθειες των άλλων ελλήνων μεταφραστών του παραληρηματικού αυτού έργου. Αν δεν γνωρίζαμε το δημιουργό, και αν παραγνωρίζαμε ορισμένα στοιχεία και πληροφορίες που μας δίνει ο Isidore Ducasse μέσα στα «Άσματά του» για τον ίδιο και την ζωή του, ένας ποιητής που χάθηκε πολύ νέος, και αν ίσως παραβλέπαμε το λεξιλόγιο της ποίησης του Νίκου Εγγονόπουλου, αβίαστα θα το προσθέταμε στις δικές του ποιητικές καταθέσεις. Πάντως, όπως και νάχει, τόσο ο ποιητικός όσο και εικαστικός κόσμος του Νίκου Εγγονόπουλου, και οι σποραδικές μεταφράσεις του-μια και υπήρξε δίγλωσσος δημιουργός-είναι εξαιρετικός. Ένας ελληνικός κόσμος που, σηματοδοτεί ότι αυθεντικότερο έχει να δείξει η ελληνική παράδοση, και η προσπάθεια της γενιάς του 1930 και των εκπροσώπων της στην ανεύρεση ή επανεύρεση της Ελληνικότητας.
      Το DADA ιδρύθηκε τη άνοιξη του 1916 στην Ζυρίχη, μέσα σ’ ένα μικρό bar, το Cabaret Voltaire, από τους κυρίους Hugo Ball, Tristan Tzara, Hans Arp, Marcel Janko and Huelsenbeck. Ο Hugo Ball είχε ανεβάσει εκεί, μαζί με τη φίλη του Emmy Henning, ένα επιθεωρησιακό θέαμα  στο οποίο είχαμε όλοι δραστήρια συμμετάσχει. Ο πόλεμος μας είχε πετάξει πέρα από τα σύνορα των πατρίδων μας. Ο Ball και εγώ ερχόμασταν από την Γερμανία, ο Tzara και ο Janco από την Ρουμανία, ο Hans Arp από την Γαλλία. Είμασταν όλοι σύμφωνοι: οι διάφορες κυβερνήσεις είχαν υπθάλψει τον πόλεμο για τους πλέον υλιστικούς λόγους….». Αυτά αναφέρει στο βιβλίο του ο γερμανός Richard Huelsenbeck, EN AVANT DADADIE GESCHICHTE DES DADAISMUSHannover/ Leipzig 1920. Το μικρό αυτό μελέτημα για την ιστορία του Dada, στα γαλλικά σημαίνει: μικρό αλογάκι από ξύλο. «Το Dada εντυπωσιάζει με την συντομία του και την υποβλητική του δύναμη. Έγινε γρήγορα το σήμα κατατεθέν όλων όσων προωθήσαμε ως τέχνη στο  Cabaret Voltaire. Ως «την πιο σύγχρονη τέχνη» εννοούσαμε τότε, γενικά, την αφηρημένη τέχνη. Το νόημα της λέξης Dada μεταμορφώθηκε στην συνέχεια.» βλέπε σελίδα 22. Το βιβλίο κυκλοφόρησε πρώτη φορά στα ελληνικά τον Φεβρουάριο του 1988 από τις ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΥΠΕΡΔΙΕΘΝΙΣΜΟΣ σε μετάφραση Γιάνη Πανά. Περιέχει ένα μακροσκελές συνεχούς ροής εκδοτικό σημείωμα, την Iστορία του Dadaiσμου, την Τριλογία ανάμεσα σε ανθρώπινα όντα. Αφανισμένος απ’ το DADA, σημειώσεις της μετάφρασης, και Πρώτη προσφώνηση του κινήματος DADA στη Γερμανία, και Μια επίσκεψη στο Cabaret DADA. Σελίδες 64, 8 ευρώ. Ενδιαφέρον βιβλίο, αλλά κάπως σκοτεινή και πυκνή η εισαγωγή και τα κείμενα.
      Το 1987 ένα χρόνο πριν την έκδοση του ως άνω βιβλίου, κυκλοφόρησε στην Αθήνα από τον εκδοτικό οίκο ΕΛΕΥΘΕΡΟΣ ΤΥΠΟΣ σε μεγάλο μέγεθος το μελέτημα του Willy VerkAuf, Dada: Monography of a movement.  DADA ΜΟΝΟΓΡΑΦΙΑ ΕΝΟΣ ΚΙΝΗΜΑΤΟΣ, η μετάφραση έγινε από τον Άρη Μαραγκόπουλο. Σελίδες 114, δραχμές 1100. Το βιβλίο είναι ασπρόμαυρο και συνοδεύεται από δεκάδες φωτογραφίες γνωστών εικαστικών του προηγούμενου αιώνα. Χρήσιμο μελέτημα για το κίνημα αυτό. Καλή και εύληπτη η μετάφραση για εμάς τους αμύητους. «Η βίαιη έκρηξη του ντανταϊστικού κινήματος στα 1916, υπήρξε η πιο ακραία καλλιτεχνική έκφραση του ψυχολογικού και πολιτιστικού κατακλυσμού που προκάλεσε ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος. Αντιμέτωπη με τις μαζικές σφαγές και τις ταραχές ενός πολιτισμού που είχε σειστεί εκ θεμελίων, μια ομάδα ζωγράφων, συγγραφέων και μουσικών συσπειρώθηκε, στην ουδέτερη Ελβετία, γύρω απ’ τις έννοιες «αντιτέχνη» και «αντίλογος». Ο αναρχικός μηδενισμός κι η αυθόρμητη οργή των ντανταϊστών, κυρίως των ποιητών  Τριστάν Τζάρα και Ρίχαρντ Χύλζενμπεκ και των καλλιτεχνών Χανς Αρπ και Μαρσέλ Γιανκό, αντιπροσώπευε κάτι περισσότερο από μια βαθιά αισθητή, αλλά συχνά παράλογα εκφραζόμενη, αποστροφή. Αποτελούσαν επίσης βασικό συστατικό μιάς θετικής καλλιτεχνικής ηθικής, που δεχόταν την ατομική έμπνευση, όσο παράλογη κι αν ήταν και διακήρυσσε το απελευθερωτικό αποτέλεσμα του παραλογισμού σ’ έναν παράλογο κόσμο.»….
      Το 1980 οι γνωστές εκδόσεις ΑΙΓΟΚΕΡΩΣ κυκλοφορούν το βιβλίο του ΤΡΙΣΤΑΝ ΤΖΑΡΑ, ΜΑΝΙΦΕΣΤΑ ΤΟΥ ΝΤΑΝΤΑΊΣΜΟΥ, σε μετάφραση και πρόλογο του Αντρέα Κανελλίδη. Χρονολογία ΝΤΑΝΤΑ: Willy Verkauf-Hans Bolliger. Η επιμέλεια ήταν του ιστορικού του ελληνικού κινηματογράφου Γιάννη Σολδάτου. Σελίδες 96, δραχμές 1850. Ενδιαφέρον και χρήσιμο βιβλίο για το επαναστατικό αυτό κίνημα. Καλή και στρωτή η μετάφραση. ΤΡΙΣΤΑΝ ΤΖΑΡΑ: «Κοιτάξτε με καλά!
Είμαι ένας ηλίθιος, είμαι ένας φαρσέρ, είμαι ένας καπνοδοκαθαριστής.
Κοιτάξτε με καλά!
Είμαι άσχημος, το πρόσωπό μου δεν έχει καμιά έκφραση, είμαι μικρόσωμος.
Είμαι σαν όλους εσάς!»
Και
«Το νταντά δεν ξεκινάει σαν ένα κίνημα περιορισμένο στον χώρο της τέχνης αλλά απεναντίας φιλοδοξεί-κυρίως-να επέμβει στον γενικότερο κοινωνικό χώρο. (Αυτό άλλωστε γίνεται ιδιαίτερα φανερό αν λάβει κανείς υπ’ όψη του την ενεργό συμμετοχή των γερμανών ντανταϊστών στις προλεταριακές εξεγέρσεις του 1919-1920, την απαγόρευση των εντύπων τους από τον αγγλικό στρατό κατοχής και τη βίαια καταστολή των χάπενινγκς τους από την αστυνομία και από τους χιτλερικούς τραμπούκους.
Η παγκόσμια διάδοση του νταντά, από την Μπαρτσελόνα στο Αννόβερο κι από το Παρίσι στη Νέα Υόρκη, οφείλεται οπωσδήποτε στην ακούραστη ενεργητικότητα όσο και στις προπαγανδιστικές και οργανωτικές ικανότητες του Τζάρα, που διατηρούσε αλληλογραφία με ολόκληρη την Ευρώπη, κι έκανε ότι περνούσε από το χέρι του για να μετατρέψει το νταντά σε κίνημα…..».
      Το 1983, ο Δημήτριος Βέσκος, από τις εκδόσεις ΔΩΔΩΝΗ εκδίδει την ΠΟΙΗΤΙΚΗ ΑΝΘΟΛΟΓΙΑ DADA, σελίδες 124, δραχμές 3120. «Η παρούσα Ανθολογία δεν αποτελεί με κανέναν τρόπον εισαγωγή του δαδαϊσμού στην χώρα μας. Ένα τέτοιο φαινόμενο δεν εισάγεται και δεν μεταφυτεύεται από έναν τόπο σε άλλον, το γεννά ο ίδιος ο τόπος, όταν υπάρχουν οι κατάλληλες προϋποθέσεις. Οι προϋποθέσεις αυτές δεν υπήρξαν μέχρ σήμερον εδώ, ίσως εις το μέλλον…
    Σκοπός της Ανθολογίας είναι μάλλον να προσφέρη ένα ανάγνωσμα πρωτότυπο και μίαν ενημέρωσιν-αν και με μισό αιώνα καθυστέρηση-στους ενδιαφερόμενους για τις νέες μορφές της τέχνης και την εξέλιξη της νοήσεως.»
Χαωνία 1970. Αυτά σημειώνει ο ανθολόγος στο δισέλιδο πρόλογό του. Στο Παράρτημα της ανθολογίας δημοσιεύεται και ένας χρήσιμος κατάλογος 51 τον αριθμό των Σπουδαιότερων Περιοδικών ΝΕΑΣ ΤΕΧΝΗΣ. Η Ανθολογία περιλαμβάνει 12 ποιητικές φωνές και κείμενά ντανταϊστών καλλιτεχνών όπως του Ιωάννη Βαάδερ, του Φραγκίσκου Πικαβία, του Κούρτιους Σβίττερς, του Βασίλειου Κανδίνσκυ και άλλων, όπως τους αναφέρει με τα εξελληνισμένα ονόματά τους ο ανθολόγος.
      Το μελέτημα του γερμανού ζωγράφου και σκηνοθέτη Hans Richter DADA, Art and Anti-Art, Χάνς Ρίχτερ, ΝΤΑΝΤΑ ΤΕΧΝΗ ΚΑΙ ΑΝΤΙ-ΤΕΧΝΗ μεταφράζεται από τον γνωστό μας Ανδρέα Ρικάκη και κυκλοφορεί από τις καλαίσθητες εκδόσεις ΥΠΟΔΟΜΗ στην Αθήνα το 1983. Ένα βιβλίο 354 σελίδων, που ολοκληρώνει θα σημειώναμε την ενημέρωσή μας και τις γνώσεις μας στην ελληνική γλώσσα για το κίνημα του ΝΤΑΝΤΑ. Την επιμέλεια της έκδοσης είχε ο Ανδρέας Παππάς. Το βιβλίο διαθέτει έναν κατατοπιστικό πρόλογο, μικρή εισαγωγή, ξενόγλωσση βιβλιογραφία βιβλίων και περιοδικών για το DADA, και ένα χρήσιμο ευρετήριο. Η εργασία αυτή εξετάζει το κίνημα στις διάφορες χρονολογικά φάσεις του στη Ζυρίχη, την Νέα Υόρκη το Βερολίνο, το Αννόβερο την Κολωνία και το Παρίσι. Επίσης, τα Μετά-Νταντά και Νέο-Νταντά. Το βιβλίο συμπληρώνεται ακόμα με έναν μικρό επίλογο του Βέρνερ Χάφτμαν. Εξαιρετική η μεταφραστική δουλειά του κυρίου Ανδρέα Ρικάκη, που η φωνή του στο ΤΡΙΤΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ του αλησμόνητου Μάνου Χατζιδάκι μας είναι γνωστή και αγαπητή. Καθώς και από συγγραφικές του εργασίες από τις εκδόσεις της Ιωάννας Χατζηνικολή. Το βιβλίο παρά το ειδικό του θέματός του, διαβάζεται άνετα και χωρίς κόμπους, μια και το ύφος του Ρικάκη, είναι κρυστάλλινο.
     Τέλος από τις εκδόσεις ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ το 1999, εκδίδεται το μελέτημα του Matthew Gale, Dada & Surrealism.  Η μελέτη είχε εκδοθεί στην Αγγλία δύο χρόνια νωρίτερα, που μας δείχνει το πόσο επίκαιρες είναι οι εκδόσεις Καστανιώτη, αλλά, και αντίστοιχα πόσο ενημερωμένο είναι το ελληνικό κοινό. Το βιβλίο έχει 448 σελίδες και τιμάται 114.40. Την μετάφραση του Νταντά & Υπερρεαλισμός του Μάθιου Γκαίηλ έκανε ο συγγραφέας και κριτικός Γιώργος Ίκαρος Μπαμπασάκης. Το ογκώδες αυτό μελέτημα εντάσσεται στην σειρά του εκδοτικού οίκου ΤΕΧΝΗ & ΙΔΕΕΣ. Η εμπεριστατωμένη και διεξοδική αυτή μελέτη αφορά πρωτίστως τον εικαστικό χώρο και τις ευρωπαϊκές τέχνες. Παρόλα αυτά όμως, δεν είναι απαραίτητο μόνο σε ερευνητές ή σπουδαστές των καλών τεχνών ή ζωγράφους, ο αναγνώστης θα αντλήσει και πληροφορίες ή στοιχεία που αφορούν και τις άλλες τέχνες. Ο μεταφραστής-συγγραφέας κύριος Γιώργος Ίκαρος Μπαμπασάκης, μας έχει δώσει αξιόλογες μεταφράσεις αμερικανών μυθιστοριογράφων όπως ο Ουίλλιαμ Μπάροουζ αλλά και άλλων συγγραφέων, η εμπειρία του αυτή και η ενασχόλησή του με τον σύγχρονο αμερικάνικο και ευρωπαϊκό συγγραφικό λόγο του έχει προσφέρει τα κατάλληλα εφόδια που χρειάζονται για τέτοιου είδους μεταφραστικές καταθέσεις. Έργα που απευθύνονται κυρίως σε ένα ειδικό κοινό, μυημένο, ξενόγλωσσο, ένα κοινό που να συγγενεύουν ίσως οι οραματικές του προθέσεις περί τέχνης με αυτά τα κινήματα. Η γλώσσα που χρησιμοποιεί είναι καθαρή, έχει σαφήνεια στην μετάφραση των ορολογιών και κυλάει στις πλείστες σελίδες του βιβλίου. Πάντως είναι ένας μικρός μεταφραστικός άθλος για τέτοιου είδους ζητήματα που προϋποθέτουν ειδικές γνώσεις και κατάρτιση. Η μόνη δυσκολία ίσως είναι οι πολλές πληροφορίες που δίνονται για τα δύο αυτά επαναστατικά κινήματα και χρειαζότανε ένα ειδικό ευρετήριο. (όχι ονομάτων). Πράγμα όμως που κατανοούμε ότι θα αύξανε τον αριθμό των σελίδων και την τιμή του βιβλίου.
     Να συμπληρώσουμε ότι, στα περισσότερα βιβλία και τις μελέτες που αναφέρονται στο κίνημα των Σουρεαλιστών και των προσώπων του, αυτά που έχουν εκδοθεί στα ελληνικά, υπάρχουν πληροφορίες και στοιχεία για το κίνημα του ΝΤΑΝΤΑΙΣΜΟΥ. Περιορίζομαι εδώ, να αναφέρω μόνο τις πληροφορίες αμιγώς για το DADA.
Τέλος, για τον αρχαίο μύθο του Ορφέα-αυτό το μυητικό-θρησκευτικό ταξίδι του ανθρώπου στον Κάτω Κόσμο και της αιώνιας ανεκπλήρωτης ιδανικής αγάπης, όπως μας έχει διασωθεί από τις παραδόσεις των αρχαίων ελληνικών κειμένων, και πως επηρέασε ξένους και έλληνες δημιουργούς μέχρι των ημερών μας, όσον αφορά τον κόσμο της ποίησης (όχι των εικαστικών τεχνών ή της μουσικής κλπ.) κυκλοφορεί η χρήσιμη μελέτη του Συμεών Ι. Δεγερμεντζίδη, Ο ΜΥΘΟΣ ΤΟΥ ΟΡΦΕΑ. ΗΘΙΚΟ-ΑΡΧΕΤΥΠΙΚΟ ΜΟΝΤΕΛΟ ΣΥΓΚΡΙΣΗΣ: (ΕΓΓΟΝΟΠΟΥΛΟΣ- ΝΟΒΑΛΙΣ, ΧΕΛΝΤΕΡΛΙΝ, ΡΙΛΚΕ). Συγκριτική μελέτη. ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ Εργαστήριο Συγκριτικής Γραμματολογίας, εκδόσεις Κορνηλία Σφακιανάκη 2004. Η μελέτη εκδόθηκε στην σειρά Διακειμενικά νούμερο 2. Την επιμέλεια είχε ο καθηγητής Γιώργος Φρέρης. Το αντίστοιχο κεφάλαιο είναι «Οριοθέτηση της κυρίαρχης ορφικής εκδοχής του Εγγονόπουλου» σ.79-, στο κεφάλαιο ΜΥΘΙΚΗ ΦΑΣΗ ΕΡΜΗΝΕΙΑΣ (ΗΘΙΚΗ ΚΡΙΤΙΚΗ).
     Τα ενδεικτικά αυτά στοιχεία θέλω να πιστεύω ότι μας βοηθούν να κατανοήσουμε καλύτερα το  δοκίμιο του Μιχάλη Μόσχου, «Λέξεις και χρώματα: σύνθετη όψη», που δημοσιεύτηκε πριν 40 περίπου χρόνια αλλά δεν έχει χάσει την αξία του, το κίνημα των ΝΑΝΤΑ και φυσικά, το έργο του ποιητή και ζωγράφου Νίκου Εγγονόπουλου.
Γιώργος Χ. Μπαλούρδος
Πρώτη γραφή σήμερα 24/11/2018
Πειραιάς 24 Νοεμβρίου 2018
ΥΓ.  Τελικά, διαβάζοντας για το ΝΤΑΝΤΑ, μόνο στους Νταντά μπορούμε να κατατάξουμε τον σημερινό μας πρωθυπουργό που θέλει να μείνει και άλλες 20 μέρες στην εξουσία πριν τις εκλογές, ο οποίος λέει: «Θα άρουμε την μονιμότητα 10.ΟΟΟ. ιερέων, δηλαδή θα τους αποκρατικοποιήσουμε, αλλά ταυτόχρονα από την άλλη, θα  προσλάβουμε άλλους 10.000 δημόσιους υπαλλήλους, στις θέσεις αυτών που θα διώξουμε». Πάντως, αν μια οικογένεια μεταναστών που διαμένει στην ελλάδα και τα μικρά παιδιά τους έχουν μάθει να ψελλίζουν λίγα ελληνικά και άκουγαν αυτά τα λόγια του πετίτ Αλέξη,-του παιδιού θαύμα στις κολοτούμπες-θα έλεγε στους γονείς του τρομαγμένο: «Μαμά, μαμά, αυτός είναι Γκαγκά. Πάμε να φύγουμε από δω, ας γυρίσουμε στην βομβαρδισμένη από τους ευρωπαίους χώρα μας. οι έλληνες είναι τρελοί». Μήπως λαθεύω;
ΥΓ. Ωραίο το ανέκδοτο με τα τρία Δ του αρχιεπισκόπου κυρίου Ιερωνύμου. Αν όμως πιστεύει ότι αληθεύει το τρίτο Δ, τότε οφείλει να προστατεύσει την μισθοδοσία των 10.000 περίπου ιερωμένων και να μην τους αφήσει στις χριστιανικές χαντζάρες των δεσποτάδων. Και μετά δεν κατανοώ, πως δέχεται να διώχνονται στην ουσία τόσες χιλιάδες άτομα και οι οικογένειές τους; Τι σόϊ εργοδότης είναι που αφήνει έτσι απροστάτευτους τους λειτουργούς του; Να χωριστεί η εκκλησία ναι, από το κράτος, αλλά αυτό μπορεί να γίνει μη μετέχοντας οι δεσποτάδες στις δημόσιες κρατικές παρελάσεις, να μην ορκίζουν τους βουλευτές του εθνικού μας κοινοβουλίου,-έτσι και έτσι, τώρα που τους ορκίζουν, τηρούν αυτά που υπόσχονται; Επίορκοι είναι. Αλλά, πως μπορείς να διώχνεις τους λευίτες και να τους στέλνεις στα ιερατικά ρετιρέ; Φαντάζεστε τι εξουσία θα έχουν πάνω στους απλούς παπάδες οι περί ου 80 αρχιερείς; Τι έχουν να τραβήξουν; Δεν είναι σοβαρά αυτά τα πράγματα. Μαζί με το μεταναστόπουλο και εμείς θα φωνάξουμε αυτός είναι Γκαγκά-Γκαγκά.
Και, ας μην το παραδέχονται πιστοί και άπιστοι, ένθεοι και άθεοι. Από έναν χριστιανό κληρικό θα φας και ένα κομμάτι ξερό έστω ψωμί, από αυτούς τους νεόπλουτους άεργους ελληναράδες, που βρίσκονταν πάντα στα πράγματα είτε με την δεξιά είτε με το πασοκ, δεν πρόκειται να δεις ούτε ψίχουλο. Πολιτικοί φιγουρατζήδες του κερατά.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου