Κυριακή 4 Νοεμβρίου 2018

Η ΠΙΟ ΒΑΘΙΑ ΠΛΗΓΗ


Η ΠΙΟ ΒΑΘΙΑ ΠΛΗΓΗ
Ποιήματα
Ντίνος Χριστιανόπουλος
Θεσσαλονίκη
Εκδόσεις Διαγωνίου 1998
νέα σειρά 24
διαστάσεις 11Χ15, σελίδες 16
Τα ποιήματα του Ντίνου Χριστιανόπουλου Η ΠΙΟ ΒΑΘΙΑ ΠΛΗΓΗ τυπώθηκαν τον Μάϊο του 1998 στη Θεσσαλονίκη (στοιχειοθεσία Infoprint εκτύπωση Θανάση Αλτιντζή, βιβλιοδεσία Γ. Δεληδημητρίου)
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ
3 Εξυπονοείται (1995)
4 Ποίηση 1453
5 Αυτά τα τέσσερα (1997)
6 Ρωσοπόντιοι
7 Η απάντηση του πατριάρχη
8 Ο μαρμάρινος δίσκος της Τραπεζούντας [1997-1998]
9 Λουκάς Νοταράς (1998)
ΕΞΥΠΟΝΟΕΙΤΑΙ
Δίπλα στον ανδριάντα του ήρωα Κασομούλη, που αγωνίστηκε στο Μεσολόγγι, ο Δήμος Θεσσαλονίκης έστησε μια φωτεινή διαφήμιση της κόκα-κόλα. Το σλόγκαν εξυπονοείται: «Εδώ δεν είναι Μεσολόγγι, είναι Τέξας». σ.3
ΠΟΙΗΣΗ 1453
Κανένας βασιλιάς του Βυζαντίου δεν έγραψε ποτέ ποιήματα, ενώ οι σουλτάνοι ήταν όλοι ποιητές, διατείνεται ο Τουργκούτ Οζάλ.
Πόσο ποιητές μπορεί να ήταν οι σουλτάνοι, που η χαντζάρα τους κολύμπαγε στο αίμα των θυμάτων τους; Ενώ ο τελευταίος Παλαιολόγος, το ένα και μοναδικό του ποίημα, το ‘γραψε με το ίδιο του το αίμα.  σ.4
ΑΥΤΑ ΤΑ ΤΕΣΣΕΡΑ
Είκοσι χρόνια μετά την τούρκικη εισβολή στην Κύπρο, ο Κίσινγκερ λέγεται ότι δήλωσε τα εξής: «Αν θέλουμε να πλήξουμε τους Έλληνες, θα πρέπει να τους πλήξουμε στη γλώσσα, στη θρησκεία τους, και στα πνευματικά και ιστορικά τους αποθέματα». Με άλλα λόγια, είναι σαν να ομολογεί πώς δεν κατάφερε με τίποτε να εξουδετερώσει ηθικά τους Έλληνες ΄ ό,τι επέτυχε, το πέτυχε μονάχα με τη δύναμη των όπλων. σ.5
ΡΩΣΟΠΟΝΤΙΟΙ
Σε μια λαϊκή αγορά, ένας νεαρός Ρωσοπόντιος άπλωσε μια κουβέρτα με κάτι ψιλοπράγματα για πούλημα. Απέναντί του, ένας κοτοπουλάς, μόλις τον είδε, άρχισε να βρίζει: «Τουρκόσποροι, τι θέλατε και ήρθατε εδώ; Ήρθατε να μάς φάτε το ψωμί μας; Να φύγετε, δε σας θέλουμε». Ο Ρωσοπόντιος δεν ήξερε ελληνικά, δεν καταλάβαινε. Φώναξε τον παππού του, πού στέκονταν λίγο πιο πέρα και άκουγε Εκείνος, ατάραχος, πλησίασε τον υβριστή και του είπε με πεντακάθαρα ελληνικά: «Άκου, παιδί μου, μια κουβέντα θα σού πω, και βάλ΄ την καλά στο μυαλό σου: Εάν εσύ είσαι Έλληνας, εγώ είμαι Έλλην!»
Ο κόσμος χειροκρότησε με ενθουσιασμό. Έφυγα συγκινημένος και εγώ που αξιώθηκα ν’ ακούσω τέτοιοι ποίημα. σ.6
Η ΑΠΑΝΤΗΣΗ ΤΟΥ ΠΑΤΡΙΑΡΧΗ
Το 1955, μετά τα σεπτεμβριανά, ένας δημοσιογράφος ρώτησε τον πατριάρχη Αθηναγόρα μήπως θα έπρεπε να φύγει πλέον το πατριαρχείο από την Κωνσταντινούπολη. «Γιατί;» είπε ο πατριάρχης. «Μά έχετε μείνει πιά ελάχιστοι εδώ», απάντησε ο δημοσιογράφος. «Πράγματι, μείναμε λίγοι», είπε ο πατριάρχης «όμως ξεχνάτε πόσα εκατομμύρια είναι οι πεθαμένοι κάτω από τα πόδια μας; Αυτούς δεν τους υπολογίζετε; Μαζί μ’ αυτούς είμαστε πάρα πολλοί».
Χρόνια με απασχολεί αυτή η απάντηση του πατριάρχη. Τι συγκινητικό, η ορθοδοξία κι ο ελληνισμός επιβιώνουν με τα εκατομμύρια των πεθαμένων τους. Αυτό περίπου το νιώθω και εγώ στον εαυτό μου: Τώρα πού πιά ξεράθηκα ερωτικά, οι δώδεκα αλησμόνητοι έρωτές μου όχι μόνο μου φαίνονται πάρα πολλοί, αλλά τους νιώθω μέσα μου να υπάρχουν ολοζώντανοι. Τόσο, που εξαιτίας τους κρατιέμαι ολοζώντανος κι εγώ. σ.7
Ο ΜΑΡΜΑΡΙΝΟΣ ΔΙΣΚΟΣ ΤΗΣ ΤΡΑΠΕΖΟΥΝΤΑΣ
Κάποτε είδα στη Ροτόντα ένα ολοστρόγγυλο μαρμάρινο ανάγλυφο, που έδειχνε έναν αετό να υποτάσσει με τα νύχια του ένα λαγό. Ήταν, μου είπαν, σύμβολο της αυτοκρατορίας των Μεγαλοκομνηνών. Το 1860, το βρήκε κάποιος κρυπτοχριστιανός, ο Ευθύμιος Χατζημουράτ, σ’ ένα τζαμί της Τραπεζούντας, και με πολλούς κινδύνους το ‘κρυψε στην ιδιαίτερη πατρίδα του, στην Κρώμνη. Εξήντα πέντε χρόνια αργότερα, το 1924, ο γιός του, Ιωάννης Βαφειάδης, συνεννοήθηκε απ’ τη Θεσσαλονίκη με κάποιους Τραπεζούντιους, πού θα  ‘ρχονταν εδώ ως ανταλλάξιμοι, κι αυτοί έκρυψαν στο βαπόρι το ανάγλυφο και το ‘φεραν στην πόλη μας, χωρίς να πάθει τίποτε.
Αυτούς τους ήρωες θέλησα να τους κάνω ποίημα-μά ποιο ποίημα να χωρέσει μια τέτοια εποποιία; Προτίμησα, λοιπόν, να σας διηγηθώ με λίγα λόγια το άγνωστο αυτό κατόρθωμα, για να θαυμάσετε κι εσείς τη λεβεντογενιά της Ρωμανίας, πού μια ολόκληρη ζωή «ανθεί και φέρει κι άλλο». σ.8
ΛΟΥΚΑΣ ΝΟΤΑΡΑΣ
Όταν η Πόλη έπεσε στους Τούρκους και ο Μωάμεθ χόρτασε από αίμα, θέλησε να χορτάσει κι από ωραία αγόρια. Έστειλε τότε τον αρχιευνούχο του στον τελευταίο πρωθυπουργό του Βυζαντίου, Λουκά Νοταρά, πού τον είχε αιχμάλωτο, και του ζήτησε να του στείλει τον δεκατετράχρονο γιό του. Ο Νοταράς αρνήθηκε και ο Μωάμεθ λύσσιαξε. Κι ευθύς τον αγγελόμορφο έφηβο αρπάζει και σφάζει τον πατέρα με τους άλλους δύο γιούς.
Αυτή την ιστορία ξαφνικά θυμήθηκα, όταν με ρώτησε ένας φίλος μου αν θέλησα ποτέ να κάνω έρωτα με Τούρκο, «γιατί, όπως λένε, μόνο οι Τούρκοι ξέρουν από έρωτα». Του απάντησα: «Μά είναι δυνατό να ξέρουν από έρωτα, αυτοί πού ξέρουν μόνο από βιασμό; Όσο για μένα», του είπα, «κάλλιο να διώ το αίμα μου στη γη να κοκκινίσει/ παρά να διώ τα χείλη μου Τούρκος να τα φιλήσει».  σ.9
--
Σημείωση:
     Διαβάζω το τελευταίο διάστημα ποιητές και ποιήτριες που σημάδεψαν με την φωνή τους και τη δημιουργία τους τα πολιτιστικά και πνευματικά πράγματα τον προηγούμενο αιώνα την χώρα μας. Ποιητές και ποιήτριες, που για δικούς τους προσωπικούς λόγους, δεν ασπάσθηκαν ούτε τις αρχές ούτε τις αξίες της κομμουνιστικής ιδεολογίας στην χώρα μας, πριν και μετά τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο και την κατοχή. Όσοι ασχολούνται με την ελληνική λογοτεχνία, την ελληνική ποίηση και τα γράμματα, γνωρίζουν τις θυσίες, τους αγώνες και τα χιλιάδες προβλήματα που πέρασαν και αντιμετώπισαν οι αριστεροί συγγραφείς στην χώρα μας, αλλά, και τον μεγάλο πατριωτισμό και την άδολη αγάπη που έφεραν μέσα τους για την κοινή πατρίδα μας την Ελλάδα. Δεν χρειάζεται παρά να αναφέρω νομίζω πασίγνωστα και αγαπητά μας ονόματα ελλήνων δημιουργών, όπως: ο Γιάννης Ρίτσος, ο Νίκος Παππάς, η Σοφία Μαυροειδή-Παπαδάκη, ο Τάσος Λειβαδίτης, η Έλλη Παππά, ο Κώστας Βάρναλης, ο Βασίλης Ρώτας, η Ρίτα Μπούμη-Παππά, ο Κώστας Θρακιώτης, ο Μενέλαος Λουντέμης, ο Ζήσιμος Σκάρος, ο Νίκος Καρβούνης, η συγγραφέας Άλκη Ζέη,ο Θέμος Κορνάρος, ο θεατρικός συγγραφέας Γιώργος Σεβαστίκογλου, ο Τίτος Πατρίκιος, η Έλλη Αλεξίου, ο Γιώργος Κοτζιούλας, η Μέλπω Αξιώτη, ο πεζογράφος Δημήτρης Χατζής, ο ιστορικός Νίκος Σβορώνος, ο Τάσος Βουρνάς, ο φιλόσοφος Κώστας Αξελός, ο πολιτειολόγος και φιλόσοφος Κορνήλιος Καστοριάδης, η βυζαντινολόγος Ελένη Γλύκαντζη-Αρβελέρ, και πολλοί άλλοι έλληνες συγγραφείς, ποιητές, ιστορικοί, διανοούμενοι και πνευματικοί άνθρωποι του τόπου μας, που κυνηγήθηκαν, φυλακίστηκαν ή εξορίστηκαν ή έφυγαν από την χώρα για να αποφύγουν τις πολιτικές διώξεις στις ταραγμένες και βασανισμένες για την χώρα μας ιστορικές στιγμές μετά την απελευθέρωση από τα γερμανικά στρατεύματα κατοχής, και την επακολουθήσασα περίοδο του εμφύλιου σπαραγμού και τον εθνικό κατά κάποιον τρόπο και πάλι «διχασμό». Στους στρατευμένους αυτούς συγγραφείς, παρά τα ατομικά τους προβλήματα και τις κακουχίες που υπέστησαν, βλέπουμε να κυριαρχεί μια φιλοπατρία, ένα βαθύ και ειλικρινές αίσθημα αγάπης για την Ελλάδα, μέσα στο έργο τους. Αρκετά από τα πρόσωπα αυτά, βρέθηκαν στο μέτωπο, πολέμησαν για την απελευθέρωση της χώρας από τον ξένο ζυγό, εντάχθηκαν σε ομάδες αντιστασιακές. Και στα κατοπινά χρόνια και πάλι κυνηγήθηκαν για την ιδεολογία τους. Το ποιητικό και πεζογραφικό τους έργο, παρόλα αυτά, οι προσωπικές τους αναμνήσεις και τα απομνημονεύματα, τα διάφορα κατά καιρούς δημοσιεύματά τους, μας δείχνουν ένα έντονο πατριωτικό φρόνημα ελλήνων που σε εκπλήσσει, παρά την διεθνιστική κόκκινη ιδεολογία που πρέσβευαν και αγωνίζονταν για την επικράτησή της. Υπάρχει κάτι το ιστορικά θαυμαστό σε αυτήν την περίπτωση για τα ελληνικά ιστορικά πράγματα καθώς διαβάζουμε το έργο τους. Και αναρωτιόμαστε εμείς οι μεταγενέστεροι-που δεν βιώσαμε και δεν ζήσαμε αυτά τα τραγικά γεγονότα-από πού πηγάζει αυτή η θερμή τους πατριδολατρεία; Αυτή η θέρμη για την χώρα τους, αυτή η ατομική τους αυταπάρνηση να υπερασπιστούν με όποιον τρόπο μπορούν από όποιο μετερίζι την γη των προγόνων τους. Είναι οι δεσμοί αίματος που τους ενώνει; Είναι η ελληνική παράδοση που βίωσαν και έζησαν στα πρώτα χρόνια της ζωής τους; είναι η εκπαιδευτική πολιτική του επίσημου ελληνικού κράτους που τους έχει επηρεάσει; Είναι η ορθόδοξη θρησκευτική παραμυθία και διαχρονική παράδοση που κρατά ζωντανή ακόμα τη φλόγα για αυτόν τον τόπο; Είναι η ενασχόλησή τους με την αρχαία ελληνική γραμματεία; Το στοιχείο της φιλοπατρίας και του εθνικισμού αν θέλετε, πρυτανεύει στις αρχαίες τραγωδίες και σε πολλούς αρχαίους ποιητές μας. Είναι τα προσωπικά τους διαβάσματά ή η ενασχόλησή τους με παλαιότερους έλληνες δημιουργούς όπως ο Κωστής Παλαμάς, ο Άγγελος Σικελιανός, ο Ανδρέας Κάλβος, ο Διονύσιος Σολωμός, ο Αριστοτέλης Βαλαωρίτης και μια σειρά άλλων ποιητών που το έργο τους το χαρακτηρίζει μια εθνική πνοή και αγάπη για την Ελλάδα; Τι είναι αυτό τέλος πάντων που τους κάνει να υπερασπίζονται με τέτοιο πάθος τον τόπο τους. Για να μην αναφερθούμε στις περιπτώσεις του Ίωνα Δραγούμη, της Πηνελόπης Δέλτα, το Περικλή Γιαννόπουλου, ακόμα και του Νίκου Καζαντζάκη, που σε πολλά του έργα, η Κρητική του ματιά και αγάπη για την Κρήτη, υπερτερεί της θεματικής του διαπραγμάτευσης. Στον παππού του Δομήνικο Θεοτοκόπουλο είναι η «Αναφορά» του κλπ. Αυτοί οι πνευματικοί έλληνες θα μπορούσαν ίσως να αδιαφορήσουν για την χώρα τους ενδεχομένως, μια και αυτή τους φέρθηκε τόσο άδικα. Ακόμα και τους εξόρισε. Και όμως, αυτοί οι Έλληνες πιστοί μέχρι τέλους.
     Τα αυτά και άλλα ερωτήματα θα θέταμε και από την «άλλη» πολιτική πλευρά. Την πλευρά της αστικής ιδεολογίας, των αντικομουνιστών, των βενιζελικών, των προερχόμενων από την μικρασιατική καταστροφή, των κεντρώων, ή των λεγόμενων κεντροαριστερών. Οι συγγραφείς και ποιητές, οι στοχαστές και δοκιμιογράφοι, οι θεατρικοί δημιουργοί και πεζογράφοι, ιστορικοί και φιλόσοφοι, ιδιαίτερα της λεγόμενης Γενιάς του 1930 αλλά και άλλων μετέπειτα γενεών, τρέφουν επίσης έναν έντονο και εναργή πατριωτισμό, μια άδολη πατριδολατρεία, μια αμέριστη αγάπη για αυτήν την βασανισμένη πατρίδα και τον ταλαιπωρημένο ιστορικά και πολιτικά λαό της. Το ίδιο θα υποστηρίζαμε αβίαστα και για τους ποιητές και δημιουργούς του ελληνισμού της Κύπρου. Υπάρχει ένα συνεχές και διαρκές πατριωτικό ρεύμα σε όλους σχεδόν ανεξαιρέτως  έλληνες δημιουργούς, του προηγούμενου αιώνα, μια ένθερμη έμπρακτη και ιστορικά βεβαιωμένη φιλοπατρία που μας ξαφνιάζει. Συγγραφείς όπως ο Άγγελος Τερζάκης, ο Ηλίας Βενέζης, ο Φώτης Κόντογλου, ο κριτικός Ανδρέας Καραντώνης, ο ιστορικός του θεάτρου Γιάννης Σιδέρης, ο συγγραφέας Αλέκος Λιδωρίκης, ο Κωστής Μπαστιάς, ο βιβλιογράφος και παλαμιστής Γιώργος Κ. Κατσίμπαλης, ο ιστορικός της λογοτεχνίας Κωνσταντίνος Θ. Δημαράς, ο μικρασιάτης Στράτης Μυριβήλης, ο πεζογράφος Μ. Καραγάτσης, ο Πέτρος Χάρης, ο συγγραφέας Θανάσης Πετσάλης-Διομήδης με τις υπέροχες ιστορικές του τοιχογραφίες, ο συγγραφέας Τάσος Αθανασιάδης με την εξιστόρηση των μεγάλων επών των οικογενειών, ο δοκιμιογράφος Πάνος Καραβίας, ο ιστορικός της λογοτεχνίας Δημήτρης Τσάκωνας, οι νομπελίστες μας ποιητές Γιώργος Σεφέρης και Οδυσσέας Ελύτης, ο ποιητής Γιώργος Γεραλής, ο δοκιμιογράφος και ανθολόγος Γιάννης Χατζίνης, η ποιήτρια Μελισσάνθη, η Ζωή Καρέλλη, ο χριστιανός ποιητής Γιώργος Βερίτης, ο Γιώργος Θεοτοκάς, ο Κοσμάς Πολίτης, ο Λουκής Ακρίτας, ο φιλόσοφος και πρώην πρόεδρος της δημοκρατίας Κωνσταντίνος Τσάτσος, ο ιστορικός και πολιτικός Παναγιώτης Κανελλόπουλος, ο αρχιτέκτονας Δημήτρης Πικιώνης, ο πεζογράφος Νίκος Γαβριήλ Πεντζίκης, ο Θράσος Καστανάκης, ο δοκιμιογράφος Ζήσιμος Λορεντζάτος, η Άλκης Θρύλος και πάρα πολλοί άλλοι σημαντικοί και φημισμένοι λογοτέχνες και πνευματικοί άνθρωποι του τόπου μας που ανήκαν σχηματικά πλέον θα σημειώναμε στην «κεντροαριστερά» παράταξη ή στην αμιγώς «δεξιά» οι οποίοι όμως έτρεφαν μεγάλο σεβασμό και αγάπη για τον πολιτισμό, την παράδοση και τα χώματα της πατρίδας μας. Ακόμα και ο ακραία εθνικόφρων Άριστος Καμπάνης, (ποιος διαβάζει σήμερα την λογοτεχνική του ιστορία) ο θεατρικός και πεζογράφος, ο περιβόητος «κομμουνιστοφάγος» Σπύρος Μελάς, που συνήργησε να χάσουν το νόμπελ έλληνες συγγραφείς, ο απόλυτος στις απόψεις του ανθολόγος και συγγραφέας Ρένος Αποστολίδης,  σαν δημιουργοί διαθέτουν έντονο πατριωτισμό, από την δική τους σκοπιά ερμηνεύοντας και κρίνοντας τα πολιτικά και ιστορικά πράγματα της εποχής τους.
Θέλω να πω ότι, ανεξάρτητα ποια κομματική ιδεολογία ή πολιτική επιλογή έκαναν, ή ποιο ρεύμα ακολουθούσαν, τα έργα τους, έχουν και πάλι επαναλαμβάνω, έντονο το πατριωτικό στοιχείο και οι ήρωές τους διαθέτουν εθνικό φρόνημα. Δεν συναντάμε αν δεν κάνω λάθος,-στα προσωπικά μου διαβάσματα-το στοιχείο του εθνομηδενισμού μέσα στην ελληνική γραμματεία. Δεν έχουμε ήρωες-εθνομηδενιστές, που να αντιπροσωπεύουν το λογοτεχνικό σώμα. Όπως συνηθίζεται να αποκαλούμε πολιτικούς και άλλους κυβερνητικούς παράγοντες μέσα στην πολιτική ιστορία της σύγχρονης Ελλάδας. Έχουμε σίγουρα ακραίες φωνές, έχουμε φωνές πίκρας και διαμαρτυρίας, πολλοί συγγραφείς έφυγαν και έζησαν στο εξωτερικό, βλέπε την περίπτωση του υπερρεαλιστή ποιητή Νικόλαου Κάλλας, (ΗΠΑ) του γεννημένου στον πειραιά αλεξανδρινού ποιητή και δοκιμιογράφου Τίμου Μαλάνου (Ελβετία), της δημοσιογράφου και πεζογράφου Λιλίκας Νάκου, του ποιητή και μεταφραστή Νίκου Σπάνια (Νέα Υόρκη), όμως το στοιχείο του εθνομηδενισμού επαναλαμβάνω δεν το αναγνωρίζουμε. Κοσμοπολίτες συγγραφείς και κοσμοπολίτικη συγγραφική ατμόσφαιρα έχουμε στα γράμματα, αλλά άπατρις ήρωας νομίζω δεν υπάρχει, αν δεν κάνω λάθος.
     Μέσα σε αυτό το γενικό πλαίσιο διαβάζω τα εξαιρετικά μικρά παλαιότερα ποιητικά διαμαντάκια του Θεσσαλονικιού Ντίνου Χριστιανόπουλου, ενός πνευματικού ανθρώπου, που δεν μπορεί κανείς «σούπερ» πολιτικός και δημοσιογράφος της «αριστεράς» να τον χαρακτηρίσει με όλα αυτά τα ανόητα και αηδή επίθετα που χαρακτηρίζονται όσοι σύγχρονοι έλληνες σκεπτόμενοι και προβληματισμένοι φορολογούμενοι ψηφοφόροι, είναι ενάντια στην μνημονιακή πολιτική που εφαρμόζουν εδώ και τέσσερα κυβερνητικά χρόνια που είναι στην εξουσία. Σαν τα πλέον υπάκουα παιδάκια και υπηρετάκια με την συγκατάθεση του νυν προέδρου της ελληνικής δημοκρατίας και την συνεργία της αντιπολίτευσης.
Ο ποιητής Ντίνος Χριστιανόπουλος, που ζει μόνιμα στην συμπρωτεύουσα-και σπάνια κατεβαίνει στην πρωτεύουσα-μας δίνει μικρές ιστορίες υφασμένες με προσωπικά του ιδιαίτερα περιστατικά και συμβάντα. Τα ιστορικά γεγονότα ή άλλα περιστατικά που είναι εξακριβωμένα, συνδέονται με την σύγχρονη πολιτική και κοινωνική πραγματικότητα της ελλάδας. Ο Ποιητής είτε σαρκάζει αυτά τα στιγμιότυπα, είτε τα επικροτεί, είτε τα αρνείται σε προσωπικό επίπεδο πάντως το σίγουρο είναι, ότι δεν τα προσπερνά αδιάφορος, κοιτώντας ας μου επιτραπεί η έκφραση «την πάρτι του». Λέξεις όπως «Τέξας», «μοναδικό του ποίημα», «οι Κίσινγκερ», «Έφυγα συγκινημένος που αξιώθηκα να ακούσω τέτοιο ποίημα», «ξεράθηκα ερωτικά», «εξαιτίας τους κρατιέμαι ολοζώντανος κι εγώ» (αναφερόμενος στους κεκοιμημένους της βυζαντινής πρωτεύουσας, η «λεβεντογενιά της Ρωμανίας» ο «Μωάμεθ λύσσιαξε». Αναφέρω ενδεικτικά είναι που σηκώνουν το ευεργετικό εθνικό βάρος των ποιητικών αυτών συνθέσεων του ερωτικού ποιητή Ντίνου Χριστιανόπουλου. Ο εμπλουτισμός των μικρών αυτών ποιητικών μονάδων με στίχους της λαϊκής παράδοσης, μας δείχνουν την μαεστρία της ποιητικής γραφής ενός δημιουργού, που έζησε στο πετσί του τον καημό του έρωτα και της ρωμιοσύνης. Ο Χριστιανόπουλος, δεν ομολογεί παθητικά θα γράφαμε μια τεχνική της ποίησης σύμβαση, δεν στέκεται σαν ένας αποστασιοποιημένος θεατής ο οποίος μας αναπαριστά μια σειρά από μικρά αλλά καίρια περιστατικά της ιστορίας και της κοινωνίας, της ίδιας τελικά της ζωής των ανθρώπων. Όταν γράφει ότι το μοναδικό ποίημα του τελευταίου αυτοκράτορα Κωνσταντίνου Παλαιολόγου είναι η υπεράσπιση από τους κατακτητές των πατρογονικών του εστιών και της βασιλεύουσας, το εννοεί, δεν είναι σχήμα λόγου. Όταν χαίρεται τη λέξη «Έλλην» δεν είναι σουπερ πατριώτης, όταν γράφει «λύσσιαξε» γνωρίζει πολύ καλά και την βυζαντινή ιστορία και την χρήση της ελληνικής γλώσσας. Όταν παραθέτει το στίχο που μιλά για τα γνωστό περιστατικό με το γιό του Λουκά Νοταρά, έχει ήδη κάνει μέσα του σαν ένας έλληνας ποιητής το σκληρό συμβόλαιο με την εθνική του συνείδηση. Η αμεσότητα και η ισχύς αυτής της ποίησης, αυτού του «εν σπέρματι» αφηγηματικού λόγου είναι η αυθεντικότητά της, των ειλικρινών προθέσεων του ποιητή. Η αλήθεια του προσωπικού του βιώματος. Δεν μπορεί ο αναγνώστης να ισχυριστεί ότι ο ποιητικός του λόγος παραχωρεί ή σιγοντάρει την ιστορική εθνική σκοπιμότητα, για να αναδειχθεί το πατριωτικό φρόνημα των ελλήνων, να τονωθεί μέσω της ποιητικής εξιστόρησης. Δεν έχει συναφθεί καμιά εθνική σύμβαση μεταξύ της ποίησης με την ιστορία, αλλά, μέσω αυτών των μικρών εξιστορήσεων, παρμένων από πραγματικά ιστορικά γεγονότα και αληθινά κοινωνικά περιστατικά της αγορά όχι των γραφείων, διαχέεται η λειτουργία της τέχνης της ποιήσεως μέσα στον καθόλου βίο, την ίδια την ζωή και κατ’ επέκταση στην παλαιότερη αλλά και σύγχρονη ιστορία έστω αν θέλετε σαν παραδειγματισμό των νεοτέρων. Δεν μπορεί να είσαι εκλεγμένος βουλευτής και πολιτικός του ελληνικού κοινοβουλίου, να αμείβεσαι από φορολογούμενους κατοίκους αυτής της πατρίδας και να υπερασπίζεσαι τα δικαιώματα όποιων εισέρχονται παράνομα στην χώρα σου και την λυμαίνονται, (κοιτάξτε τι λέει το λεξικό του Γιώργου Μπαμπινιώτη για την λέξη λαθρομετανάστης, για την πράξη όχι για το υποκείμενο και θα καταλάβετε) και από την άλλη να εχθρεύεσαι, και να κατηγορείς τα όποια δίκαια δικαιώματα έχουν οι κάτοικοι αυτής της δύσμοιρης χώρας έλληνες ή ξένοι. Αν αυτό εντάσσεται μέσα στους κανόνες της σύγχρονης των ημερών μας δημοκρατίας, τι να πω, εμείς οι παλαιότεροι αυτές οι πρακτικές πιστεύαμε ότι προέρχονταν από τις πολιτικές και πρακτικές της τελευταίας δικτατορίας. Την οποία, σαν δημοκρατικοί πολίτες πολεμούσαμε και αντιστεκόμασταν.
    Τα κείμενα αυτά που διαβάζω και ορισμένα από αυτά αντιγράφω στην ιστοσελίδα-έστω και αν πολλούς δυσαρεστούν, έστω και αν σε κάνουν να είσαι το μαύρο πρόβατο και να σε αγνοούν, έστω και αν σε χαρακτηρίζουν με όλα αυτά τα διχαστικά λόγια οι βολεμένοι και οι καρεκλοκένταυροι, οι λάτρεις και μόνο της εξουσίας, οι αριστεροί της πολιτικής ιδιοτέλειας, οι σινιέ επαναστάτες, έχουν μια αυθεντικότητα που προέρχεται από την ζωή των ανθρώπων, των καθημερινών ανώνυμων ελλήνων ή των συγγραφέων και ποιητών αυτής της χώρας. Δεν είναι κατασκευασμένες μυθοπλασίες ευφάνταστων μυαλών μέσα στο μονήρες δωμάτιό τους, που ξεδιπλώνουν τις σκέψεις τους προς συναγωνισμό αναγνώρισης από το όποιο μικρό ή μεγάλο καλλιτεχνικό σινάφι. Είναι βιώματα ζωής, σκέψης, έρωτος, κοινωνικής συμπεριφοράς και αντίδρασης, κείμενα αυτογνωσίας της φυλής μας, του έθνους μας, εμάς των ιδίων. Δεν είναι μόνο ο Εθνικός μας Ύμνος και η ύψωση της σημαίας κατά τις εθνικές επετείους και στις παρελάσεις. Είναι όλα αυτά που σπονδυλώνουν την εθνική παράδοση και την συνέχεια της ιστορίας του έθνους μας. Πέρα από ευτελείς ιδεοληψίες, πολιτικά προδοτικά πάθη, ξεπερασμένες ιδεολογίες άλλων εποχών, εθνικιστικές συναισθηματικότητες, ηχηρά επικήδεια λόγια σε δικτάτορες ξένους ηγέτες, κατσιασμένες διπλωματίες. Εκτός αν αποδεχτούμε, ότι υπάρχει μια απροσδόκητη εκλογικά μαύρη τετραετή σελίδα, μια σκοτεινή σελίδα των ημερών μας η οποία συνειδητά καταστρέφει ότι οι παλιότεροι πρόγονοι μας, έλληνες αριστεροί και δεξιοί, κεντρώοι και απολιτικ οικοδόμησαν. Τότε έχουμε την έμπρακτη διάψευση από τα μέσα-από τους ίδιους εμάς τους έλληνες τους ψηφοφόρους και πολιτικούς αντιπροσώπους-του ελληνικού μύθου. Για να μην γράψω του ελληνικού θαύματος. Όπως αυτοί οι συγγραφείς και οι παλαιότεροι, τα έργα τους μας το δίδαξαν. Είναι το τέλος του «Άξιον Εστί» της χώρας. Μόνο που οι εφιάλτες, είναι από τα μέσα. Και η πολιτική αδυναμία δική μας.
     Τα περισσότερα μικρά ποιητικά κείμενα του ποιητή Ντίνου Χριστιανόπουλου, κινούνται σε ένα κλίμα θα λέγαμε «ευαγγελικής καλοσύνης» ίσως είναι το πέρασμά του από τα κατηχητικά της εποχής του. Παρότι η Μοίρα αλλιώς πλέκει το κουβάρι της, η ατμόσφαιρα ενός ανεκπλήρωτου καημού, μιας ορισμένες φορές σαρκαστικής απαισιοδοξίας, μιάς ερωτικής ματιάς που ξεχειλίζει από πίκρα, είναι τόσο ανόθευτο και γνήσιο το συναίσθημα που αποπνέουν, ακούγεται τόσο καθαρή η φωνή του κορμιού του ποιητή, που τα καθιστούν διαρκώς επίκαιρα και χωρίς γωνιώδεις λεκτικές εκ των υστέρων επισκιάσεις. Εξάλλου, οι δώδεκα έρωτες της ζωής του ποιητή (δεν είναι και λίγοι στην διάρκεια του βίου του) του πρόσφεραν τον απαραίτητο της ζωής εξαγνισμό. Το αλάτι του ερωτικού του πάθους, νοστίμισε τα ερωτικά φαγητά της ζωής του. Και δεν τον αιχμαλώτισαν ούτε σε μια ιδεατή περί του έρωτος αγγελικότητα ούτε σε μια απαγορευτική και ενοχική δαιμονιακή συνείδηση των κατηχητικών διδαχών της Ζωής.
Γιώργος Χ. Μπαλούρδος
Πρώτη γραφή σήμερα 4/11/2018
Πειραιάς, 4 Νοεμβρίου 2018
ΥΓ. Και μια μικρή εξιστόρηση από τον ποιητή και φιλόλογο κυρό Σταύρο Βαβούρη.
Πριν μερικά χρόνια σε μία από τις επισκέψεις μου στο σπίτι του, μου διηγήθηκε την εξής ιστορία:
«Ο πατέρας του, αν θυμάμαι καλά, ήτανε συντηρητικών πολιτικών θέσεων, και αυτό το γνώριζαν οι άνθρωποι της εποχής εκείνης. Οι κομμουνιστές, θεώρησαν σκόπιμο να συλλάβουν αρκετές εκατοντάδες έλληνες νέους σαν ένα είδος «αιχμαλωσίας» σαν εκδίκηση για τα φρονήματα των γονιών τους. Μέσα σε αυτούς που συνέλαβαν ήταν και ο ποιητής ο οποίος δεν είχε σε μεγάλο βαθμό το πρόβλημα με την υγεία του-το κληρονομικό-που είχε μεταγενέστερα. Δηλαδή μπορούσε έστω με δυσκολία να περπατήσει. Παρότι δημοκρατικών θέσεων ο νεαρός Σταύρος Βαβούρης-υπήρξε συμφοιτητής του Χρήστου Λαμπράκη, της Λένας Σαββίδη, του Γιώργου Σαββίδη, του Άγγελου Βογάσαρη και άλλων γνωστών συγγραφέων στο Πανεπιστήμιο των Αθηνών όταν σπούδαζε φιλολογία-,τον συνέλαβαν και αυτόν για να εκδικηθούν τον πατέρα του οι αριστεροί. Έφηβος ακόμα, ακολούθησε την ομάδα αυτή των «αιχμαλώτων» που βάδιζαν πεζοί από την Αθήνα σχεδόν μέχρι την Βοιωτία αν θυμάμαι σωστά. Το που τους πήγαιναν οι κομμουνιστές στρατιώτες δεν θυμόταν ούτε ο Σταύρος. Τελικά μετά από ταλαιπωρίες και κατακουρασμένοι-και εκείνος εξαιτίας του προβλήματός του στην βάδιση, τους απελευθέρωσαν. Εκείνος με δυσκολίες γύρισε πίσω στο οικογενειακό του σπίτι.» Θυμόταν έντονα το περιστατικό αυτό, παρόλα αυτά, στα μεταγενέστερα χρόνια, δεν κράτησε κακία στην αριστερή παράταξη. Ψήφιζε θα λέγαμε το παλαιό Πασοκ ή την ΄Ενωση Κέντρου, προδικτατορικά. Το δημοκρατικό του φρόνημα δεν κάμφθηκε. Αγαπούσε την χώρα του και μιλούσε αρνητικά για τους δεξιούς πολιτικούς που στο όνομα μιας οικονομίστικης πολιτικής τα ξεπουλάνε όλα. Όπως επίσης, αργότερα, όταν ήταν διορισμένος σε δημόσιο λύκειο σαν εκπαιδευτικός και τον είχαν αποσπάσει επίτηδες σε ένα σχολείο που δεν μπορούσε να ανεβεί τις σκάλες και χωρίς να έχει ανελκυστήρα, το κτήριο, ο τότε υπουργός παιδείας Γιάννης Βαρβ. αρνήθηκε να τον μεταθέσει (σε άλλο κτήριο που θα ήταν λειτουργικότερο στην περίπτωσή του) μετά από παράκληση άλλων φιλολόγων και συγγραφέων. Προβάλλοντας το επιχείρημα ότι: «αυτός ο π…, μας κατηγορεί συνέχεια στα δημοσιεύματά του, και υποστηρίζει τον Ανδρέα Παπανδρέου και την κυβέρνηση του Πασόκ, πώς θέλετε να τον βοηθήσω αφού είναι εναντίον μας».
Αυτά τα δύο περιστατικά από τα ντεσού της λογοτεχνίας που αφορούν την πρόσφατη ιστορία της χώρας μας.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου