Τρίτη 6 Νοεμβρίου 2018

Στιχουργικά δάνεια του ρεμπέτικου


Κείμενα του ποιητή Ντίνου Χριστιανόπουλου

Τι να τα κάνω τα τραγούδια σας
ποτέ δεν λένε την αλήθεια
ο κόσμος υποφέρει και πονά
και ‘σεις τα ίδια τα παραμύθια

Τι να τα κάνω τα τραγούδια σας
είναι πολύ ζαχαρωμένα
ταιριάζουν για σοκολατόπαιδα
μα δεν ταιριάζουνε για μένα
Στίχοι: Ντίνος Χριστιανόπουλος
Ερμηνεία: Διονύσης Σαββόπουλος
Μουσική: Διονύσης Σαββόπουλος

Στιχουργικά δάνεια του ρεμπέτικου

Στην # 65 «ΡΕΜΠΕΤΙΚΩΝ ΤΡΑΓΟΥΔΙΩΝ» του Ηλία Πετρόπουλου σημειώνονται αρκετές περιπτώσεις στίχων από ρεμπέτικα που α) ξεσηκώθηκαν ή διασκευάστηκαν από δημοτικά, β) αποτελούν παραλλαγές από στίχους άλλων ρεμπέτικων, γ) παρουσιάζουν τυχαίες ομοιότητες με στίχους από λόγια ποιήματα, δ) αποτελούν διασκευές από προπολεμικά σπανιόλικα τραγούδια. Σε μια μελλοντική εργασία θα μπορούσε κανείς να χωρίσει το υλικό αυτό ως εξής: Α: Παραλλαγές ή διασκευές στίχων από α) δημοτικά, β) ελαφρά, γ) ξένα ελαφρά. Β: Παραλλαγές, ή διασκευές από α) ποιήματα Νεοελλήνων ποιητών, β) ποιήματα ξένων ποιητών. Στο σημείωμα αυτό θα προσθέσω πρόχειρα μερικές ακόμη περιπτώσεις.
ΑΠΟ ΔΗΜΟΤΙΚΑ
1.Σύμφωνα με τον Σ. Μαράντο, σε βιβλιοκρισία του για τα «Ρεμπέτικα Τραγούδια» του Πετρόπουλου (εφ. «Νέα Πολιτεία», Αθήνα, 13/11/1969), το δημοτικό της περιοχής Μεσολογγίου «Πάνω σε τρίκορφο βουνό» το διασκεύασε με προσθήκες ο Μάρκος Βαμβακάρης. (Με την ευκαιρία θα ήθελα να σημειώσω ότι ο Βαμβακάρης έχει διασκευάσει ή έχει πάρει αυτούσια πολλά δημοτικά, αλλά και ελαφρά. Θα άξιζε να γίνει μια λεπτομερής έρευνα).
2.Σύμφωνα με τον Τάσο Σχορέλη («Ρεμπέτικη Ανθολογία», τόμ. Α΄, Αθήνα, 1977, σ. xxiv και 53), το αδέσποτο ρεμπέτικο «Δυό γυφτοπούλες στο βουνό» είναι παραλλαγή του δημοτικού «Απάνω σ’ αψηλό βουνό» (βλ. Γεωργίου Δ. Παχτίκου, 260 Δημώδη ελληνικά άσματα, εν Αθήναις, 1905,σ. 385-386). Κυκλοφόρησε σε δίσκο πρίν από το 1930 με τη Μαρίκα Παπαγκίκα, το 1930 με τον Ρούκουνα, αργότερα με τον Στελλάκη και πολύ αργότερα με τον Βαμβακάρη. Συμπληρώνω πώς στο ίδιο τραγούδι οι στίχοι «Μανούλα μου, τον αγαπώ/και ντρέπουμαι να σου το πω» είναι παρμένοι από άλλο δημοτικό.
3.Το γνωστό χασικλίδικο του Μπάτη
Ζούλα σε μια βάρκα μπήκα,
στη σπηλιά του Δράκου βγήκα.
Βλέπω τρείς μαστουρωμένοι
και στην άμμο ξαπλωμένοι.
αποτελεί διασκευή ενός δημοτικού (βλ. Αθανασίου Κ. Οικονομίδου, Τραγούδια του Ολύμπου, εν Αθήναις, 1881, και επανέκδοση, 1979, σ.113):
Σε καινούργια βάρκα μπήκα,
μές στον άγι-Γιώργη βγήκα.
Βρίσκω νέους, παλικάρια,
που ψαρεύανε τα ψάρια.
Σε μια μικρασιατική παραλλαγή (βλ. Παχτικού, ό.π, σ.116) ο δεύτερος στίχος γίνεται «και στο Μιχαλίτσι βγήκα»
     Σε δίσκο κυκλοφόρησε ως αδέσποτο το 1930 (βλ. Σχορέλη, ό.π. σ. 104).
4.Τα περίφημα «Καβουράκια» του Βασίλη Τσιτσάνη (τραγούδι του 1949, δίσκος του 1953), ο ίδιος ο συνθέτης αφηγείται τα εξής (βλ. Κώστα Χατζηδουλή, Βασίλης Τσιτσάνης, [Αθήνα, 1979], σ. 174-175): «Υπήρχε ένα τραγούδι του παλιού πρωτοπόρου ρεμπέτη Γιώργου Μπάτη πού έλεγε:
«Κάτω στο γιαλό στην άμμο
κάναν τα καβούρια γάμο
και παντρεύανε το σπάρο
με τον κοκοβιό κουμπάρο».
Το θυμόμουνα πού το τραγουδούσε ο γραφικός Μπάτης με τον μπαγλαμά του και με τον γνωστό χιουμοριστικό τρόπο του. Τότε, αρχές του 1949, είχα γνωρίσει την Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου [….] Έχοντας στο μυαλό μου, λοιπόν, το τραγούδι του γέρο-Μπάτη, φώναξα την Ευτυχία και της είπα να μου γράψει ένα τραγούδι τέτοιο, παίρνοντας εικόνες από εκείνο. [….] Επειδή δε μου πολυάρεσε από πλευράς στίχων το τραγούδι του Μπάτη (μου άρεσε μόνο σαν θέμα), είπα στην Ευτυχία ότι θέλω με πλατύτερη έννοια και με το οικογενειακό περιβάλλον στο στίχο. Το ήθελα με λόγια πιο ξεκάθαρα, πιο απλά, πιο σατιρικά, άς το πούμε, να άγγιξαν πιο πολύ τον κόσμο. Εκείνη μου έφερε ένα τραγούδι που έλεγε:
Στη φωλιά τους την καινούργια
κάθονται δυό καβούρια,
ορφανά και πληγωμένα
κι όλο κλαίνε τα καημένα.

Κι η μαμά η καβουρίνα
το γλεντάει στην Αθήνα,
κι όλο κλαίνε τα καβούρια
στη φωλιά τους την καινούρια.
Κλπ.[…] Άλλο της παράγγειλα κι άλλο μου έφερε. Εγώ το άλλαξα και το έκανα έτσι όπως το ξέρει σήμερα όλη η Ελλάδα. Έγραψα τη μουσική…».
     Το απόσπασμα είναι αποκαλυπτικό. Ένα τόσο γνωστό δημοτικό, όπως το «Κάτω στο γιαλό στην άμμο/ τα καβούρια κάναν γάμο», που ακόμη τραγουδιέται σε πολλά μέρη της ελληνικής υπαίθρου, ο Τσιτσάνης δεν το ήξερε από την πατρίδα του αλλά το πρωτάκουσε από τον Μπάτη και το εξέλαβε ως ρεμπέτικο. Του άρεσε το θέμα και θέλησε να κάνει κάτι παραπλήσιο, όπως άλλωστε συμβαίνει και στη δημοτική παράδοση: όταν ένας αρέσει ένα τραγούδι, βασίζεται σ’ αυτό και κάνει κάτι παρόμοιο. Και όταν δεν του άρεσαν οι στίχοι της Παπαγιαννοπούλου, τους διασκεύασε προς το καλύτερο, ακριβώς όπως συμβαίνει και στη δημοτική παράδοση: οι στίχοι πλάθονται από τραγουδιστή σε τραγουδιστή μέχρι να φτάσουν σε καλύτερη μορφή.
5.Το δημοτικοφανές τραγούδι «Κίνησε η Γερακίνα/ για νερό κρύο να φέρει» το έγραψε ο Τσιτσάνης το 1937 και το έβγαλε σε δίσκο το 1947. Επειδή δε μοιάζει καθόλου για ρεμπέτικο, ο συνθέτης αναγκάστηκε να δώσει τις εξής εξηγήσεις (βλ. Χατζηδουλή, ό.π., σ.154): «Υπήρχε ένα παλιό τραγούδι πού άρχιζε με τη φράση «Κίνησε η Γερακίνα». Εκείνο ήταν τσάμικος χορός και δεν έχει σχέση με το δικό μου, πού είναι καλαματιανό. Μόνο τη φράση εκείνη δανείστηκα, η οποία και με ενέπνευσε για να γράψω και να συνθέσω το τραγούδι».
     Υποψιάζομαι ότι όλη η «Γερακίνα» είναι παρμένη ή διασκευασμένη από δημοτικό (ή βλάχικο). Το θέμα θέλει διερεύνηση.
6.Το γνωστό δίστιχο του Μουφλουζέλη
Ήμουνα στη γης βελόνι,
το πατάς και σ’ αγκυλώνει.
είναι (όπως και άλλα δίστιχα του Μουφλουζέλη) δημοτικό (βλ. Οικονομίδου, ό.π., σ. 150):
Να ‘μουνα στη γης βελόνι,
να πατείς να σ’ αγκυλώνει.
ΑΠΟ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΝΕΟΕΛΛΗΝΩΝ ΠΟΙΗΤΩΝ
7.Το ωραιότατο τετράστιχο του Τσιτσάνη
Σαν την ρημαγμένη χώρα
μοιάζει η δόλια μου καρδιά
Κι αν οι ομορφιές μου όλες νεκρωθήκανε,
η ψυχή κι η αρχοντιά μου δε χαθήκανε.
Από το τραγούδι του «Άπ’ τη μάνα μου διωγμένος» (1948) αποτελεί διασκευή ενός τετράστιχου από το ποίημα «Καρδιάς ερείπια» της ποιήτριας Ανθούλας Σταθοπούλου:
Μοιάζει η καρδιά μου-αλίμονο-με μια έρημη
από βάρβαρους χώρα ρημαγμένη.
Τι κι αν οι ομορφιές της νεκρωθήκανε;
Κάτι απ’ την αρχοντιά της απομένει.
    Η Θεσσαλονικιά ποιήτρια, που πέθανε νεώτατη το 1935, είχε συμπεριλάβει το ποίημα αυτό στη μοναδική της ποιητική συλλογή «Νύχτες αγρύπνιας» (1932). Ένα χρόνο μετά το θάνατό της, ο άντρας της, ποιητής Γιώργος Θ. Βαφόπουλος, εξέδωσε τα άπαντά της (Ανθούλας Σταθοπούλου-Βαφοπούλου, Έργα, Θεσσαλονίκη, 1936), όπου και αναδημοσιεύτηκε το ποίημα (σ. 48). Ο Τσιτσάνης, όσο ζούσε στη Θεσσαλονίκη, έμενε-ή είχε μαγαζί-κατά σύμπτωση στο ίδιο σπίτι όπου είχε ζήσει η Σταθοπούλου. Στο σπίτι αυτό ο Τσιτσάνης βρήκε ένα αντίτυπο των ποιημάτων της και από κεί πήρε το τετράστιχο, που το διασκεύασε κάνοντάς το πολύ καλύτερο.
ΑΠΟ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΞΕΝΩΝ ΠΟΙΗΤΩΝ
8. Ο ωραιότατος στίχος «την καρδιά μου σα χαρτί την τσαλακώσανε» ενός ρεμπέτικου του Τόλη Χάρμα (1948) θυμίζει-διόλου τυχαία-το στίχο του Μπωντλαίρ “langoisse/ […], qui compriment le coeur comme un papier quon froisse” (η αγωνία/ […], που συνθλίβει την καρδιά, σαν ένα χαρτί που το τσαλακώνουν) από το ποίημα  Reversibilite”. Δεν αποκλείεται ο Χάρμας να είχε διαβάσει Μπωντλαίρ από την αρκετά διαδεδομένη έκδοση με τις μεταφράσεις του Νίκου Σημηριώτη. (Οφείλω την υπόδειξη στον φίλο Ηλία Σπυρόπουλο).
Ντίνος Χριστιανόπουλος, περιοδικό «Εκ Παραδρομής» τχ. 9/1990, σ. 46-49
--
«πόρνοι και καταδόται
βασιλείαν θεού ού κληρονομήσουσι»
Θεέ μου
είναι τρομερό
να με βάζεις μαζί με τους χαφιέδες
Ποιήματα, 1992, σ.168
--
Δύο νέοι καλλιτέχνες του λαϊκού τραγουδιού

     Όταν πρίν από ενάμισυ χρόνο έβγαλα μια κασέτα, στην οποία τραγουδούσα χωρίς συνοδεία οργάνων μερικά τραγούδια μου, ήξερα ότι αυτό που έκανα ήταν αρκετά τολμηρό κι ότι θα οδηγούσε και κάποιους άλλους σε μια ελεύθερη έκφραση. Πράγματι, από τότε έτυχε να γνωρίσω έξι νέους συνθέτες στο χώρο του λαϊκού τραγουδιού, πού είτε δεν ήθελαν να περάσουν μέσα από εταιρίες, είτε δεν είχαν φιλοδοξίες για ευρύτερη προβολή. Μερικοί από αυτούς μου φάνηκαν αρκετά αξιόλογοι, και μου έκαναν εντύπωση τόσο η μουσική τους όσο και οι στόχοι τους. Γι’ αυτό σκέφτηκα να παρουσιάσω δύο από αυτούς, που νομίζω πώς είναι και καλοί και γνήσιοι, άσχετα αν θα συνεχίσουν ή όχι.
     Ο πρώτος είναι ο Κώστας Ριτσώνης, ο ποιητής από την Αθήνα, που παρουσιάστηκε από τη «Διαγώνιο» το 1969. Εδώ και αρκετά χρόνια παίζει κιθάρα και συνθέτει λαϊκά τραγούδια. Η ζωντανή λαϊκή του γλώσσα, πού δίνει τόση φρεσκάδα στα ποιήματά του, καθώς και η αληθινή λαϊκή του ψυχή, με την έντονη ρομαντική μελαγχολία, αποτελούν βασικά στοιχεία του τραγουδιού του. Επιπλέον όμως υπάρχει μια λυρικο-αφηγηματική διάθεση, πού οδηγεί τον Ριτσώνη να διηγείται μικρές ιστορίες αγάπης και προδοσίας για τη Σοράγια, τη Λεϊλά Χαλέντ, τον Ταρζάν, ή να μας εξομολογείται τους δικούς του ερωτικούς καημούς. Οι ιστορίες αυτές ξετυλίγονται μακρόσυρτα, σα μικρές μπαλάντες, με ομοιοκατάληκτα δίστιχα. Η κιθάρα συνοδεύει και το τραγούδι κυλάει συγκινητικό και μονότονο μέσα από την ανατολίτικη ψυχή του Ριτσώνη. Μια παιδική αφέλεια και απλοϊκότητα που χαρακτηρίζει και τη σύνθεση και τους στίχους και το τραγούδισμα μπορεί να μας ξεγελάσει, ώστε να μην πιάσουμε εύκολα τη γνησιότητα της έμπνευσης και τη λαϊκότητα του ψυχισμού του. Σαν τους παλιούς ποιητάρηδες της Κρήτης, ο Ριτσώνης συγκινείται από ορισμένες ιστορίες-ξένες ή δικές του-κι αμέσως τις κάνει τραγούδι, με μια λαϊκή ευκολία πού, χωρίς να στερείται από τέχνη, συχνά δε φοβάται την προχειρότητα.
     Θα ακούσουμε τώρα ένα αρκετά μεγάλο τραγούδι του Ριτσώνη, τα «Δυό λεωφορεία», που νομίζω πώς είναι από τα πιο αντιπροσωπευτικά του.
ΤΑ ΔΥΟ ΛΕΩΦΟΡΕΙΑ
Δυό λεωφορεία πήγαιναν το ένα πίσω απ’ τ’ άλλο,
εσύ ‘σουνα στο μπροστινό, εγώ ήμουνα στο άλλο.
-Δε μπορώ να σε ξεχάσω, δε μπορώ,
δε μπορώ, πάει καιρός που σ’ αγαπώ.

Μού λέει ο εισπράκτορας, κόβοντας εισιτήριο:
Εσένανε, παιδάκι μου, σού δώσαν δηλητήριο.
-Δε μπορώ, εισπράκτορα, την αγαπώ,
δε μπορώ, δυό μήνες την ακολουθώ.

Ανοίγω το παράθυρο, βλέπω μια φωταψία:
δυό κτίρια πού καιγόντουσαν από απροσεξία.
-Και σε μένα να ρθούνε, πείτε, και σε μένα
οι αντλίες-με κάψαν οι απροσεξίες.

Οι πυροσβέστες ήρθανε και σβήσαν τη φωτιά μου
και χύσαν δροσερό νερό στη φλογερή καρδιά μου.
-Δε μπορώ να σε ξεχάσω, δε μπορώ,
στις αντλίες ζεσταθήκαμε όλο το νερό.

Λεωφορείο κόκκινο με μια γαλάζια πόρτα
θα σ’ αγοράσω, αγάπη μου, να σε πηγαίνω βόλτα.
-Πές το ναι, και μη γυρεύεις άλλονε,
πές το ναι, πού θα ‘βρεις άλλον σαν και με;

Εγώ θα είμαι οδηγός κι εσύ στα εισιτήρια,
θα σταματώ όπου μού λες, κι όλα σου τα χατίρια
θα σ’ τά κάνω-άχ μη μ’ αφήνεις να πεθάνω,
πές το ναι, και μη γυρεύεις άλλονε.
     Ο δεύτερος συνθέτης είναι ο Θωμάς Κοροβίνης, νέος φιλόλογος, από τη Θεσσαλονίκη, ο οποίος παρουσιάστηκε πέρσυ από τη «Διαγώνιο» με μεταφράσεις τούρκικων παροιμιών. Ο Κοροβίνης ξεκινάει μόλις τώρα έχοντας πολλές προϋποθέσεις για μια καλή εξέλιξη: Σαν τον Ριτσώνη, έχει κι αυτός μια γνήσια λαϊκή ψυχή, ζωντανή γλώσσα, ευαισθησία, δυνατό ταλέντο και ανησυχία. Αντίθετα με πολλούς νέους της εποχής μας που αμερικανοφέρνουν, ο Κοροβίνης είναι στραμμένος ψυχή τε και πνεύματι στην ανατολή, μές στην οποία ψάχνει να βρεί τις ρίζες του κι ανανεώνει τα αισθήματά του. Σπουδαστής της τουρκικής, γράφει και τουρκικά τραγούδια, ενώ παράλληλα οι ελληνικές του συνθέσεις στηρίζονται στη γνώση και την αίσθηση του ρεμπέτικου και γενικότερα του λαϊκού μας τραγουδιού, καθώς και στη βυζαντινή μουσική. Με τέτοια εφόδια ο Κοροβίνης έχει συνθέσει ως τώρα καμιά σαρανταριά τραγούδια, όπου με απλούς στίχους, πού δεν τους λείπει όμως η ποιητική διάθεση, προσπαθεί να μιλήσει για όλα αυτά που καίνε τους σημερινούς νέους και τον ίδιο προσωπικά: το πάθος του έρωτα, την εκμετάλλευση του έρωτα, τα ναυάγια του έρωτα, τη λατρεία της ανατολής, τη λαχτάρα της φυγής, τη ζωή στο στρατό, την κοινωνική αδικία, το ανικανοποίητο και άλλα, που μπορούν να συνοψιστούν με δυό λέξεις: πίκρα και αγανάκτηση. Ωστόσο υπάρχει στον Κοροβίνη κάτι το δυναμικό: η θλίψη γίνεται επιθετικότητα, η αηδία σαρκασμός, το λύγισμα ξαναφέρνει στον αγώνα, καμιά σχέση με τα παλιά βαλτόνερα της αισθηματολογίας.
     Θ’ ακούσουμε τώρα δυό τραγούδια του Κοροβίνη, ένα ερωτικό κι ένα κοινωνικό, που εκφράζουν και τα δυό τον ιδιαίτερο ψυχισμό του.
ΣΑΜΠΑΧ
Σαμπάχ το λένε το πρωί
και λεϊλά τη νύχτα.
Τ’ ατέλειωτα φαρμάκια σου
βαθιά στο Νείλο πνίχ’ τα.

Σαμπάχ το λένε το πρωί
και λεϊλά το βράδυ.
Αγνότητα και προστυχιά
μας κάνανε ρημάδι.

Σ’ αναζητώ κάθε πρωί,
μού λείπεις κάθε βράδυ.
Τους δυό μας φίλοι και εχθροί
μας βάλαν στο σημάδι.

Σαμπάχ το λένε το πρωί
και λεϊλά τη νύχτα.
Ξεδίπλωσε τα χρόνια σου
Στην Αραπιά και ζήσ’ τα.

Ο ΦΑΝΤΑΡΟΣ
Με τι σπαθάκι ζώστηκες,
με τι όρκους σπαταλιέσαι,
με τι κορμάκι αφίλητο
τα νιάτα σου βαριέσαι.

Με τι φοβέρες σ’ έστησαν
μές στο χακί ντυμένο,
άγαλμα εικοσάχρονο,
ψάρι απολεπισμένο.

Νύχτα, βοήθα το κι εσύ
κι αυγή μου, χάιδευέ το
κι εσύ καρδιά, ό,τι σου ‘μεινε
σπάταλα χάριζέ το.
     Αυτοί είναι οι δύο νέοι συνθέτες που ήθελα να σας παρουσιάσω. Δεν ξέρω πώς σας φάνηκαν, πάντως εμένα με συγκίνησαν και με έπεισαν. Ακόμη και ο αδέξιος και απλοϊκός τρόπος με τον οποίο τραγουδούνε, μου αρέσει. Βαρέθηκα πιά τις πλούσιες ενορχηστρώσεις, τις επαγγελματικές ορχήστρες, τους καλοδιαλεγμένους ερμηνευτές, τα μεγάλα ονόματα, που σχεδόν πάντα αποβλέπουν στο κέρδος και τη δόξα και πολύ σπάνια στην ανθρώπινη επικοινωνία.
Σημείωση: Το κείμενο αυτό μεταδόθηκε στις 27.4.1984 από την ΕΡΤ-2 Θεσσαλονίκης. Η ξυλογραφία που το συνοδεύει είναι του Νίκου Νικολαϊδη.
Ντίνος Χριστιανόπουλος, περιοδικό «ΙΑΝΟΣ» τεύχος 7/Μάης 1984, σ.461-464
--
Η νύχτα είναι παγερή
και μ’ έχεις στήσει
Με γέλασες με γέρασες
Στίχοι: Ντίνος Χριστιανόπουλος
Ερμηνεία: Ντίνος Χριστιανόπουλος
Μουσική: Σταύρος Κουγιουμτζής
Από το δίσκο Μικραίνει ο κόσμος (1982)
--
Στα κατώτατα όρια της ηττοπάθειας»
Στους επικριτές του απαντά με επιστολή του στα «ΝΕΑ» ο Θεσσαλονικιός ποιητής Ντίνος Χριστιανόπουλος, σχετικά μ’ ένα πεζό ποίημά του που έπαιρνε σαν αφορμή μια ρήση του Χένρυ Κίσινγκερ για το πώς μπορούν να πληγούν οι Έλληνες. Το ποίημα αυτό προδημοσιεύτηκε στις 25 Φεβρουαρίου στα «ΝΕΑ», από την ύλη του προσεχούς τεύχους του «Εντευκτηρίου» και προκάλεσε αντιδράσεις, με τη δικαιολογία ότι η σχετική συνέντευξη (και η ρήση) του Κίσινγκερ αποδείχθηκαν πλαστές. Όμως, ο ποιητής εξηγεί πως λειτούργησε «ποιητικά», προκειμένου να μιλήσει για τις ηθικές αντιστάσεις των Ελλήνων. Άλλωστε, στο ποίημά του «Αυτά τα τέσσερα» τονίζει ότι «λέγεται» πως ο Κίσινγκερ δήλωσε: «Αν θέλουμε να πλήξουμε τους Έλληνες, θα πρέπει να τους πλήξουμε στη γλώσσα, στη θρησκεία τους και στα πνευματικά και ιστορικά τους αποθέματα» και αναφέρεται γενικώς «στους Κίσινγκερ».
Η επιστολή του έχει ως εξής:
     «Το ποίημα ο εμπνεύσθηκα τον Ιούνιο του 1997, πριν ακόμη γίνει γνωστή η πολυσυζητημένη πλαστότητα της συνέντευξης Κίσινγκερ. Αλλά και μετά, δε βρήκα τον λόγο να μην το δημοσιεύσω. Η συνέντευξη Κίσινγκερ, και αν ακόμη είναι πλαστή, αποδίδει στην εντέλεια τον μισελληνισμό του, χώρια που την επικυρώνουν περίτρανα οι ίδιες οι πράξεις του. Θα μείνουμε λοιπό στα λόγια, όταν τα έργα βοούν; Και γιατί τόση αβρότητα, εκ μέρους των επικριτών μου, για τον σφαγέα της Κύπρου; Και γιατί δεν ασχολούνται με το περιεχόμενο του ποιήματός μου, που έχει κάτι να τους πει, αλλά θέλουν, ντε και καλά, ο ποιητής να αναστέλλει την έμπνευσή του προκειμένου να ερευνήσει πρώτα την εγκυρότητα των ξένων δηλώσεων; Με την ίδια λογική και ο Σικελιανός δε θα έπρεπε να είχε γράψει το «Άγραφον», μόνο και μόνο επειδή το εμπνεύσθηκε από ένα ευαγγέλιο, που η εκκλησία το θεωρεί πλαστό.
     Όμως φοβούμαι πως η αιτία των επικρίσεων είναι άλλη: Έχουμε φτάσει πλέον, ως λαός και ως διανοούμενοι, στα κατώτατα όρια της ηττοπάθειας. Και ενώ δεν μας καίγεται καρφί για τα όσα τραβάει σήμερα ο ελληνισμός και η Κύπρος, σπεύδουμε να αγανακτήσουμε όταν βρίσκονται κάποιοι που αμφισβητούν την αξιοπιστία των σφαγέων μας».
Ευχαριστώ για την φιλοξενία
Ντίνος Χριστιανόπουλος
Εφ. ΤΑ ΝΕΑ, Σάββατο 7 Μαρτίου 1998, σ.34. Πανόραμα-Θέματα σ.12
--
Ένα άγγιγμα μονάχα
δεν αρκεί

ένα κορμί μονάχα
πέφτει λίγο

θέλουμε πιο πολλά
θέλουμε χώμα
Ποιήματα, 1992, σ.125
Χριστιανόπουλος και νέοι
«…Νομίζω πως υπάρχει μια νεολαία που δε φαίνεται και μια νεολαία που φαίνεται», λέει ο Ντίνος Χριστιανόπουλος
«Η νεολαία που φαίνεται είναι όλα αυτά τα τσόλια που κάθονται στην πλατεία Ναυαρίνου και πίνουν τις λεμονάδες τους, μουτζουρώνουν τα ντουβάρια με σαχλά συνθήματα, ξεβρακώνονται στη μέση του δρόμου, βρίζουν, δεν σηκώνονται στο λεωφορείο για να κάτσει καμιά γκαστρωμένη και κάνουν όλους να δυσανασχετούν. Όλη αυτή η αηδία προέρχεται από τη νεολαία που φαίνεται. Παράλληλα, υπάρχει και μια άλλη νεολαία που δεν φαίνεται. Αυτοί κάθονται στο δωματιάκι τους, ακούνε μουσική και διαβάζουν βιβλία. Κάνουν το χόμπι τους, φωτογραφίζουν ή ζωγραφίζουν, είναι άνθρωποι πιο σκεπτικοί, πιο ώριμοι και τελικά ίσως τα σημαντικότερα πράγματα στο κοινωνικό προτσές και στην εξέλιξη της τέχνης να προέρχονται από αυτούς τους νέους που δε φαίνονται. Ενώ, λοιπόν, κατ’ επανάληψη, έχω βρίσει τη νεολαία, τώρα μετάνιωσα.
Ξεχνούσα τη νεολαία που δημιουργεί χωρίς να φαίνεται…»
Εφημερίδα Ελευθεροτυπία 30/3/1990.
(μέρος της τελευταίας συνέντευξης του ποιητή στο καινούργιο τεύχος του περιοδικού «ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ»)
--
Εσείς πού βρήκατε τον άνθρωπό σας
κι έχετε ένα χέρι να σας σφίγγει τρυφερά,
Έναν ώμο ν’ ακουμπάτε την πίκρα σας
ένα κορμί να υπερασπίζεστε την έξαψή σας,
κοκκινίσατε άραγε για την τόση ευτυχία σας
έστω και μια φορά
Είπατε να κρατήσετε ενός λεπτού σιγή
για τους απεγνωσμένους
Ποίηση: Ντίνος Χριστιανόπουλος
Ερμηνεία: Ανδρέας Καρακότας
Μουσική: Μάνος Χατζιδάκις
Δίσκος: Τα Τραγούδια της αμαρτίας 1996
Από τα Τραγούδια της αμαρτίας 1996
Σημείωση:
Μεταφέρω στο ιστολόγιό μου δύο δημοσιεύματα του ποιητή Ντίνου Χριστιανόπουλου που αναφέρονται στο ρεμπέτικο και στο λαϊκό τραγούδι, μια επιστολή διαμαρτυρίας του που έχει να κάνει με την Κύπρο και το Κυπριακό ζήτημα, και τις απόψεις του για τα ελληνικά νιάτα. Θεώρησα ενδιαφέρουσες τις απόψεις του ποιητή της Θεσσαλονίκης, για πολλούς λόγους. Αλλά κυρίως, γιατί μας φανερώνει έναν δημιουργό ο οποίος δεν ήτανε κλεισμένος μέσα στο μονήρες δωμάτιό του, μέσα στον «ρομαντικό πύργο του» και ονειρεύονταν ή έγραφε τα στιχάκια του, τα τραγούδια του και τα ποιήματά του ή τα μικρά πεζά του. Ο ποιητής Ντίνος Χριστιανόπουλος, θα τολμούσαμε να γράφαμε ότι είναι ένας δημιουργός της πιάτσας, των νυχτερινών ερωτικών αναστεναγμών, των καημών της νύχτας. Τίποτα δεν είναι προκατασκευασμένο στο έργο και στα λεγόμενά του, τα πάντα είναι προσωπικές του εμπειρίες, πληγές και βιώματα αυθεντικά και αληθινά. Ο Ντίνος Χριστιανόπουλος, έζησε μια ζωή γεμάτη εμπειρίες και ας τον πίκραναν οι περισσότερες, ας μας τις αφηγείται ποιητικά με δραματικό τόνο μέσα στο έργο του. Ο άνθρωπος και ο ποιητής στο έργο του είναι ένα και το αυτό. Είναι η φωνή της αληθινής ζωής, είναι η αλήθειες της όπως τις βίωσε ο θεσσαλονικιός ποιητής εδώ και μισό αιώνα. Ο Χριστιανόπουλος γεύτηκε την γλύκα της ζωής όπως και την πίκρα της. Δεν λιγοψύχησε, δεν απελπίστηκε, δεν βαρυγκώμησε, στωικά και ηρωικά, με πόνο και πίκρα στα χείλη, δόθηκε στην ζωή με πάθος και αυταπάρνηση και εκείνη, τον αντάμειψε, του πρόσφερε το υλικό της δημιουργίας του. Πίσω από τον άντρα που αναζητούσε να εκπληρώσει το ερωτικό του πάθος στους νυχτερινούς του περιπάτους καιροφυλακτούσε ένας ποιητής, κάθε αντρικό σώμα που του δίνονταν ήταν και μία ακόμα ποιητική περιπέτεια γραφής, ένα ακόμα περιστατικό που με τα γαιώδη χρώματά του γέμιζε τις λευκές σελίδες του. Μία ακόμα εμπειρία που, θα κατέγραφε η σωματική του μνήμη, και θα αποκτούσε υπόσταση μέσα στα γραφτά του. Η σχέση της λογοτεχνίας με την ζωή υπήρξε ανέκαθεν ένα ανοιχτό ερώτημα. Στον Χριστιανόπουλο αυτό το ερώτημα βρίσκει την απάντησή του. Ο κόσμος υπάρχει για τον ποιητή όχι γιατί τον ονειρεύτηκε ή γιατί κάποιος άλλος του τον αφηγήθηκε, αλλά, γιατί τον βίωσε, με τις ευτυχισμένες του στιγμές και με τις πικραμένες του. Τα μεράκια του και την απόγνωσή του, τις γλυκάδες του και την ερημιά του. Ο ποιητής όσα αντρικά σώματα αγγίζει, τα κάνει πρώτη ύλη για την ποίησή του. Η πόλη του και οι έρωτές του έχουν αισθηματοποιηθεί σε μια ποικιλία αποχρώσεων, σε μικρές ομάδες ποιημάτων του. Παρόλα αυτά, ο Χριστιανόπουλος δεν είναι μόνο ένας ερωτικός ποιητής, είναι ένας κοινωνικός ποιητής με την ευρύτερη έννοια που κουβαλά μέσα του αυτός ο όρος. Η ερωτική πράξη στην ποίησή του είναι πολιτική πράξη, είναι θρησκευτική ταυτόχρονα. Γιατί, η απόγνωση του έρωτα, δεν είναι παρά η αστοχία του ανθρώπινου όντος να αναγνωρίσει στο σώμα του άλλου την πληρότητα της δικής του ταυτότητας. Ο Χριστιανόπουλος μορφοποιεί όσο ελάχιστοι έλληνες ποιητές τα ατομικά του βιώματα, και τα καθιστά μαγιά της τέχνης του. Δεν είναι τόσο η μνήμη που θυμάται στον ποιητή όσο το σώμα του και οι ανάγκες του. Τίποτα δεν είναι τυχαίο σε αυτήν την ποίηση και σε αυτά τα πεζά, τα πάντα είναι οργανωμένα για να εξυπηρετήσουν τον τελικό σκοπό του ποιητή, που δεν είναι άλλος από την φιλανθρωπία, από την αγαπητική διάθεση απέναντι στους αμαρτωλούς και τους κατατρεγμένους του κόσμου τούτου. Η γραφή του αποπνέει μια χοϊκότητα, σου δίνει την αίσθηση ότι ο ποιητής προσπαθεί να επανασηματοδοτήσει τις ανθρώπινες σχέσεις, τις ερωτικές σχέσεις μεταξύ των ανθρώπων, να εξαλείψει τον πόνο που αυτές προκαλούν. Τον πόνο των ανθρώπων, που δεν έχει να κάνει με την μορφή του έρωτα, αν είναι ετεροφυλόφιλος ή ομοφυλόφιλος, αλλά με το ήθος του έρωτα, με την ερωτική προαίρεση των ανθρώπων πέρα από φύλο ή ερωτικό στεναγμό. Η αποδυνάμωση της ερωτικής σχέσεις δεν έχει να κάνει με την ιδιαιτερότητα της επιλογής, αλλά με την απληστία του ερωτικού υποκειμένου. Με το ακόρεστο πάθος που δεν μπορεί να χαλιναγωγηθεί. Τόσο τα ποιήματα όσο και τα τραγούδια του Ντίνου Χριστιανόπουλου διακρίνονται για την μικρή τους φόρμα, για την νοηματική τους πυκνότητα, την εσωτερική τους πύκνωση. Ο σχεδιαστικός τους πυρήνας μοιάζει σαν ένα άτομο (για να χρησιμοποιήσω έναν παράδειγμα από την Φυσική) που δεν έχει στοιβάδες να περιστρέφονται γύρω από αυτό. Τα ποιήματα του έχουν τέτοια αυτάρκεια και γυμνότητα που τολμάς να αφαιρέσεις ούτε καν ένα σημείο στίξεως ή να προσθέσεις ένα. Όλα εξυπηρετούν τον σχεδιασμό του ποιητή, που δεν είναι άλλος από την αρτιμέλεια της ίδιας της ποιητικής μονάδας ή πεζολογικής.
     Η αγάπη του ποιητή για το Ρεμπέτικο Τραγούδι αρχινά από τα εφηβικά του σχεδόν χρόνια. Το τραγούδι, και μάλιστα το ρεμπέτικο και το λαϊκό, είναι η άλλη πλευρά της ποίησης του. Μεγάλη του αγάπη ο Βασίλης Τσιτσάνης, που έγραψε μελέτες για την μουσική του δημιουργία. Ο Χριστιανόπουλος υπήρξε και συλλέκτης ρεμπέτικων τραγουδιών. Τα δύο κείμενα που αναδημοσιεύω εδώ αποτελούν μια ενότητα που μας δείχνουν το αληθινό και γνήσιο ενδιαφέρον του ποιητή για το λαϊκό τραγούδι. Λαϊκή στόφα ανθρώπου και θεσσαλονικιού ο Χριστιανόπουλος, δεν θα μπορούσε να μην ασχοληθεί και με τα είδη αυτά του τραγουδιού.
Οι απόψεις που εκφράζει για το Κυπριακό πρόβλημα, μας φανερώνουν για άλλη μία φορά την ειλικρινή του αγάπη για τον ελληνισμό και τα ιστορικά του προβλήματα. Ένας άδολος πατριωτισμός που τον συναντάμε και σε άλλα του γραπτά και συνεντεύξεις. Ο Χριστιανόπουλος δεν φοβάται μην τον κακοχαρακτηρίσουν οι κουλτουριάρηδες της πρωτεύουσας, οι διανοούμενοι των σαλονιών και των δημοσιογραφικών γραφείων. Ο ποιητής της Θεσσαλονίκης δεν ψεύτισε ποτέ το προσωπικό του λαϊκό ήθος και τις αξίες του για να γίνει αρεστός. Ήταν ο ίδιος ακόμα και μέσα στις ποιητικές του παλινδρομήσεις. Και αυτό, του το πιστώνουν ακόμα και οι αρνητές του ερωτικού του ποιητικού λόγου.
     Γέμισα τα κενά μεταξύ των δημοσιευμάτων του με ποιήματα-στίχους του που έχουν μελοποιηθεί.
Γιώργος Χ. Μπαλούρδος
Πειραιάς, 6 Νοεμβρίου 2018

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου