Κυριακή 6 Οκτωβρίου 2024

Ο Βρασίδας Καραλής: Αποχαιρετισμός στον Ρόμπερτ- ΣΦΕΡΔΟΥΚΛΙΑ ΣΤΟ ΚΕΦΑΛΙ

 

 ΨΙΘΥΡΟΙ  ΖΩΗΣ  ΦΩΝΕΣ  ΤΟΥ  ΚΟΣΜΟΥ

Ο πανεπιστημιακός συγγραφέας Βρασίδας Καραλής μας αφηγείται

 

        3ο   ΛΥΚΕΙΟ  ΠΕΙΡΑΙΑ

Μνήμη καθηγήτριας Πετρούλας Κασίμη

 

     Μια παράξενη συγκυρία δύο ανεξάρτητων και άγνωστων μεταξύ τους γεγονότων και προσώπων, μου ξύπνησε εφηβικές-νεανικές σχολικές μνήμες, εικόνες και παραστάσεις από το 3ο Λύκειο Πειραιά και την περιοχή στην οποία από χρόνια κατοικώ. Πρώτη αφορμή υπήρξε η αναφορά και ανάρτηση στα Λογοτεχνικά Πάρεργα της κριτικής για την αυτοβιογραφία του καπνοβιομήχανου Ευάγγελου Α. Παπαστράτου από την πεζογράφο και μεταφράστρια, κριτικό Νατάσα Κεσμέτη. Το εργοστάσιο της Καπνοβιομηχανίας των Αδερφών Παπαστράτου, βρίσκονταν ένα στενό-επί της οδού Μαυρομιχάλη γωνία στην αγία Σοφία πριν το συγκρότημα του Γυμνασίου και Λυκείου μας, του 3ου Λυκείου Πειραιά. Απέναντι από το καινούργιο Σχολικό μας Συγκρότημα, εξακολουθούν νομίζω να στεγάζονται οι Σχολές του ΟΑΕΔ. Το Λύκειο, και αν θυμάμαι σωστά και το παλαιό Γυμνάσιο, στεγάζονταν στα παλαιότερα χρόνια (το είχαν νοικιάσει) στο οίκημα των Τεχνικών Σχολών του «Αποστόλου Παύλου» στην πλατεία της αγίας Σοφίας, στην δεξιά μεριά όπως κατεβαίναμε προς το Λιμάνι της οδού Αρτεμισίου-τώρα Παναγιώτη Βλαχάκου. Πριν την δική μας νέα εγκατάσταση-στο καινούργιο και ευρύχωρο Σχολικό Κτήριο- είχε μεταφερθεί το Γυμνάσιο το οποίο ήταν μεσοτοιχία με τις τάξεις και τα τιμήματα του Λυκείου υπήρχε ξεχωριστή πόρτα εισόδου και δύο αυλόγυροι. Όλοι-ή τουλάχιστον η πλειονότητά τους- υπήρξαν μαθητές και μαθήτριες των διαφόρων Σχολικών Κτηρίων της περιοχής και ιδιαίτερα του 3ου Λυκείου. Το καθηγητικό δυναμικό ήταν κοινό για τις περισσότερες γενιές των μαθητών και αποσπώνταν από κτήριο σε κτήριο ανάλογα τις εκπαιδευτικές ανάγκες και τον προγραμματισμό του υπουργείου παιδείας και θρησκευμάτων. Ονόματα καθηγητών και καθηγητριών όπως η Πολίτου, η Στούρου, ο Οικονομόπουλος, ο Μπάμπας, ο Σγουράκης, ο Στεφανουδάκης, η Αλεξοπούλου, ο Τσίφτης, η Κασίμη, ο Νικολόπουλος (για ένα διάστημα), ο Γυμνασιάρχης- Λυκειάρχης μας πρόσωπα που διαμόρφωναν την εκπαιδευτική καθημερινότητά μας και τον χαρακτήρα μας ως μαθητές τους, των συγκεκριμένων σχολικών περιόδων. Το Σχολικό μας Συγκρότημα μάλιστα, για διαστήματα, χρησιμοποιούνταν οι αίθουσες διδασκαλίας του για Εκπαιδευτικά Σεμινάρια και άλλες Εκπαιδευτικής φύσεως ομιλίες και συνάξεις. Χαρακτηριστική έμεινε η παρουσία του καθηγητή λαογραφίας και ιστορικού της ελληνικής λογοτεχνίας Μιχάλη Γ. Μερακλή στην πόλη μας. Μία από τις ενδιαφέρουσες καθηγητικές μας γυναικείες μορφές, υπήρξε η φιλόλογος Πετρούλα Κασίμη η οποία μας δίδαξε Ιστορία. Η Πέτρα όπως της άρεσε να την αποκαλούμε, ήταν πάντα με μία κούπα καφέ στο χέρι και μόλις χτυπούσε ο κώδων του διαλείμματος έσπευδε να ανάψει το τσιγαράκι της. Προσπαθούσε κυρίως, να μας μεταδώσει την αγάπη  της για την Ιστορία και το πετύχαινε με έναν απαράμιλλο προσωπικό τρόπο. Ήρεμος χαρακτήρας, πράος και οικείος προς τους μαθητές της, ξεχώριζε όσους είχαν έφεση για διάβασμα και εγκυκλοπαιδικές γνώσεις. Άνοιγε συζητήσεις και τους πρότεινε τίτλους ιστορικών βιβλίων για εξωσχολικό διάβασμα, τους εμφυσούσε πάντα την έφεση για ιστορικές γνώσεις και άλλα θέματα. Ήταν ακέραια και αδέκαστη, ακριβοδίκαιη στις βαθμολογικές της κρίσεις, έτσι είμασταν όλοι ευχαριστημένοι τόσο στο μάθημα της ιστορίας όσο και σε άλλα μαθήματα που κατά διαστήματα δίδασκε, πχ. Λατινικά. Εκ νεότητός μου φιλίστωρ, με ξεχώρισε και ανοίγαμε συζητήσεις είτε εντός του σχολικού περιβάλλοντος είτε εκτός. Με είχε προσκαλέσει στο σπίτι που διέμενε αναπτύσσοντας μεταξύ δασκάλου και μαθητή μία εποικοδομητική σχέση,-ενδέχεται επωφελής φανταζόμουν-και από τις δύο πλευρές παρά την διαφορά ηλικίας και το κοινωνικό στάτους. Εξάλλου, η κοινή μας αγάπη για την λογοτεχνία και την ιστορία (ιδιαίτερα-τότε- των ιστορικών εργασιών του Νίκου Σβορώνου, του Τάσου Βουρνά και του Γιάννη Κορδάτου) έφερναν κοντύτερα έναν νεοσσό που τσιμπολογούσε τους καρποφόρους σπόρους της Ιστορίας και την έμπειρη και πάντα πρόθυμη φιλόλογό μας. Η Πετρούλα Κασίμη διέμενε μαζί με την  αρχαιολόγο αδερφή της, την Μαρία, και τον γαμπρό της, ο οποίος της στάθηκε «βράχος» όπως μου έλεγε στις δύσκολες στιγμές της αρρώστιάς της που τελικά την οδήγησε στο πρόωρο τέλος της. Όταν πληροφορήθηκα τον θάνατό της, έχοντας αποφοιτήσει από το Λύκειο, ήταν ένα πλήγμα για εμένα αλλά και το υπόλοιπο εκπαιδευτικό περιβάλλον και τους παλαιότερους και καινούργιους μαθητές του 3ου Λυκείου Πειραιά όπως είχα πληροφορηθεί. Δυστυχώς, η δική μας σχολική φουρνιά, πρόλαβε δύο ακόμα πρόωρες απώλειες από την κακιά αρρώστια, τον καρκίνο. Τον έφηβο συμμαθητής μας Σωτήρη Τσίχλο και τον γυμναστή μας, τον Οικονομόπουλο. Και στις δύο περιπτώσεις μαζί με την καθηγήτρια Πετρούλα Κασίμη είχαμε οι δυο μας επισκεφτεί-στο σπίτι του τον μαθητή της και συμμαθητή μου, και στο Νοσοκομείο Αντικαρκινικό «Μεταξά» τον συνάδερφό της και γυμναστή μας. Αναφέρω αυτά τα θλιβερά γεγονότα για να δείξω-μετά από χρόνια- καλές και όμορφες συμπεριφορές των παλαιών δασκάλων, συμπαραστατικές και καθοδηγητικές των πρώτων νεανικών φτερουγισμάτων μας. Δίχως βία, επικίνδυνες ουσίες ή άλλες αρνητικές για την εκπαιδευτική κοινότητα πράξεις και ενέργειες που αμαυρώνουν και αποπροσανατολίζουν τους εκπαιδευτικούς χώρους, των κοινών συμμετοχών καθηγητών και μαθητών. Με μόνο ίσως ισχυρό πάθος μας, την τότε έντονη πολιτικοποίησή μας και τους κομματικούς αγώνες μας καθηγητών και μαθητών. Ωραίες εφηβικές υπάρξεις συμμαθητών, που ο καθένας τους πέτυχε στους επαγγελματικούς του στόχους. Ο ασκητικός Δημήτρης, ο πασιφιστής Μπάμπης, ο ευειδής ξανθός Γιάννης (που αναστέναζα κρυφά όταν τον έβλεπα), ο άλλος Δημήτρης μαμούνι στα ηλεκτρονικά, ο Κώστας, ο δασύτριχος Νίκος εξπέρ στα ηλεκτρολογικά, ωραία νεανικά χρόνια που απορροφούσαμε σαν σφουγγάρι γνώσεις, ειδήσεις, πληροφορίες, εμπειρίες, αισθήσεις, κρυφά ψηλαφήματα χεριών και τυχαία τάχα αγγίγματα σωμάτων, σπρωξίματα επιθυμιών, βιβλία, μουσικές και κινηματογραφικές ταινίες, θεατρικές παραστάσεις, επισκέψεις σε μουσεία, καλλιτεχνικά συμβάντα που ανθούσαν εκείνα τα χρόνια στην πόλη μας, τον Πειραιά όταν εμείς ανδρωνόμαστε μέσα στην «πονηρή» αθωότητά μας, και η μικροιστορία μας συνδέονταν με την μακροιστορία του Πειραιά. Ενώ η φαντασία δεν ξεχώριζε από την πραγματικότητα και η μνήμη ήταν ακόμα άγραφη. Μια Πόλη ένα Λιμάνι μία διαρκής ατομική και συλλογική περιπέτεια. Εκείνα πάνω κάτω τα χρόνια, ή μάλλον λίγο πιο μπροστά, μπήκε στην ζωή μου μία άλλη τετραμελής φιλική παρέα (οι τρείς από την περιοχή της αγίας Σοφίας, ο ένας, ο Αντώνης, διέμενε σε άλλο γεωγραφικό διαμέρισμα του Πειραιά). Ο Βρασίδας, ο Αντώνης, ο Θανάσης, ο Δημήτρης. Οι δύο διέπρεψαν στην επαγγελματική τους σταδιοδρομία, ιδιαίτερα ο πρώτος, ο Βρασίδας Καραλής, ο Δημήτρης μάλλον χάθηκε σε αδιέξοδα και ψευδαισθήσεις των προσωπικών του επιλογών. Ο Θανάσης καθηγητής θεολόγος. Όσο για τον Αντώνη Σταυροπιεράκο, το πιο μικρόσωμο, μινιόν, λεπτοκαμωμένο «μελανούρι» με το μουστακάκι της φιλικής μαθητικής συντροφιάς σπούδασε κλασική φιλολογία και ξενιτεύτηκε προς λύπη όλων μας στον μακρινό και παγωμένο Καναδά, εργαζόμενος ως καθηγητής και ασχολούμενος με τα κλασικά γράμματα. Δυστυχώς, για άλλη μία φορά, Μοίρα κακιά Μοίρα καταραμένη, του στέρησε την ζωή πολύ μα πάρα πολύ νωρίς, πριν προλάβει να ανθήσει συγγραφικά, πνευματικά και βιολογικά. Έκλεισε τα μάτια του μονάχος στην ξενιτειά χτυπημένος από την κακιά αρρώστια, δίχως την παρηγοριά της αγαπημένης μητέρας του και των δύο κοριτσιών αδερφών του. Μακριά από την φροντίδα των Πειραιωτών παιδικών του φίλων που τον αγαπούσαν αγνά, άδολα με εφηβικό πάθος, όπως γνωρίζουν να πράττουν οι φίλοι των νεανικών χρόνων, που δεν έχασαν στα μελλοντικά χρόνια τον ανθρωπιστικό τους στόχο. Ο Αντώνης, ήταν «δεμένος» περισσότερο με τον Βρασίδα ο οποίος κράτησε στα υγρά φύλλα της καρδιάς του την αλληλογραφία τους. Την επιστολογραφία δύο νέων από τον Πειραιά, την μαγεία των ονείρων, την ανταλλαγή οραμάτων, την αναφορά καταστάσεων, ιδιαίτερων ιδιωτικών αισθημάτων, νεανικών ψυχών και σωμάτων αρόζιαστα από τον καιρό τους, του χωρόχρονου μιας εποχής που έφυγε και διαφυλάσσει μόνο, η ακόμα πάντα παρούσα, ενεργή, πληγωμένη, πολυτραυματίας κοινή Μνήμη. Οδυσσείς οι άνθρωποι, αυτά τα κυκλοθυμικά όντα της στιγμής, ταξιδεύουν με μεγάλες ταχύτητες εξερευνώντας τον Πάνω με τον Κάτω Κόσμο με μεγάλη ευκολία, αναίδεια και αστάθμητες ταχύτητες. Φαντασιώσεις πρόσκαιρης επιβεβαίωσης και μεγαλείου δικαίωσης, αιωνιότητας.

     Την δεύτερη αφορμή, μου την έδωσε η αγορά ορισμένων καινούργιων τίτλων βιβλίων του πανεπιστημιακού και συγγραφέα, κριτικού και μεταφραστή Βρασίδα Καραλή, του οποίου την συγγραφική παραγωγή παρακολουθώ από παλαιά, όσο το επιτρέπουν οι δυνάμεις και ερευνητικές αντοχές μου. Το οικογενειακό σπίτι της οικογένειας Καραλή ήταν στην αρχή στην οδό Αιγάλεω και κατόπιν η οικογένεια του κυρού Γιάννη Καραλή και της συγχωρεμένης Τασίας Καραλή (η τρίτεκνη οικογένεια κατάγονταν από τα Κρέστενα του νομού Ηλίας), εγκαταστάθηκαν στην οδό Μακεδονίας στα ριζά της αγίας Σοφίας στον Πειραιά. Τα τρία παιδιά της οικογένειας ήταν ο Νίκος (που έφυγε πρώτος), η Αμαλία-σπούδασε φιλολογία, δίδαξε σε σχολεία και κυκλοφόρησε την μελέτη της για το λογοτεχνικό περιοδικό της αριστεράς «Επιθεώρηση Τέχνης» και ο μικρότερος, ο Βρασίδας Καραλής κριτικός της λογοτεχνίας, μεταφραστής και δοκιμιογράφος, ο οποίος επαγγελματικά σταδιοδρόμησε ως πανεπιστημιακός καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Σύδνεϋ της Αυστραλίας μέχρι και σήμερα, αφήνοντας στο εκεί πέρασμά του σπουδαίο και σημαντικό εκπαιδευτικό-διδασκαλικό έργο, στην εκεί ελληνική κοινότητα, πολιτιστικά έργα και δράσεις κοινής διαδρομής της ελληνικής με την αυστραλέζικη γραμματεία και πολιτισμικές συνομιλίες των δύο λαών. Παράλληλα, μετέφρασε έργα αυστραλών συγγραφέων στα ελληνικά φέρνοντας σε επαφή τα ελληνικά γράμματα με αυτά της Αυστραλίας για τους σύγχρονους αναγνώστες και μελετητές. Εξέδωσε σαν ποιητής μία ποιητική συλλογή την «Ωδή στον Γεώργιο Γεμιστό Πλήθωνα», μετέφρασε βυζαντινούς ιστορικούς και χρονογράφους, βλέπε Μιχαήλ Ψελλός, δημοσίευσε μελέτες και βιβλίο για την σταθερή και ακλόνητη αγάπη του τον Νίκο Καζαντζάκη. Ενώ, σαν δίγλωσσος (ελληνικά- αγγλικά) έγραψε μελέτες και κυκλοφόρησε την τελευταία τριακονταετία απ’ ευθείας στην αγγλική γλώσσα τις ερευνητικές εργασίες του για την Ιστορία του Ελληνικού Κινηματογράφου (μεταφράστηκε στα ελληνικά από τον Αχιλλέα Ντελή και κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις «Δώμα»). Δημοσίευσε ακόμα μελέτη για την σκηνοθετική φιλοσοφία οπτική και τεχνική του σκηνοθέτη Θεόδωρου Αγγελόπουλου, ενώ συμμετείχε και επιμελήθηκε συλλογικούς τόμους για τον έλληνα φιλόσοφο Κορνήλιο Καστοριάδη, τον γερμανό σημαντικό φιλόσοφο του προηγούμενου αιώνα Μάρτιν Χάιντεγκερ, την πολιτική επιστήμονα και φιλόσοφο Χάννα Άρεντ, που έζησε στην Αμερική και δίδαξε εκεί γράφοντας τις εξαιρετικές εργασίες της και αναλύσεις της. Πολλές και διαφόρων ειδών άλλες εργασίες του Βρασίδα Καραλή, δημοσιεύτηκαν σε ελληνικά και ξενόγλωσσα περιοδικά ανά την υφήλιο. Μετείχε επίσης σε επιστημονικά συνέδρια. Πριν σταδιοδρομήσει ως Πανεπιστημιακός στην μακρινή και αχανή Ωκεανία, είχε διδάξει πρώτα σε Σχολείο της Σαντορίνης, της Ελευσίνας, στο εξωτερικό, στην γη της τουλίπας και των σημαντικών ζωγράφων την Ολλανδία. Ο Βρασίδας Καραλής τέλειωσε και αυτός το 3ο Λύκειο Πειραιά ενώ σε αρκετές δημοσιεύσεις του φανερώνει την πειραϊκή του συνείδηση αν και θεωρεί τον εαυτό του πολίτη του Κόσμου. Διαρκή Ταξιδευτή. Αυτό μας φανερώνει άλλωστε και ο πολυταξιδεμένος βίος του. Ένας έλληνας κάτω από το αυλάκι, ένας πελοποννήσιος κοσμοπολίτης.

Την χρονιά που μας πέρασε, 2023, κυκλοφόρησαν στα ελληνικά δύο βιβλία του, ενώ πρόσφατα, πριν εκπνεύσει το 2024, άλλοι δύο τίτλοι είδαν το φως της ελληνικής εκδοτικής επικαιρότητας. Οι τέσσερεις αυτοί τίτλοι στάθηκαν η δεύτερη όπως προανέφερα αφορμή για την συγγραφή αυτού του Πειραϊκού σημειώματος μνήμης, αφιερωμένο στην μορφή της καθηγήτριας Πετρούλας Κασίμη και τους μαθητές του 3ου Λυκείου Πειραιά.

Οι τίτλοι των βιβλίων είναι οι εξής:

- Βρασίδας Καραλής: «Επιστολές προς Ευστάθιον», εκδόσεις Lifo Books/ Δύο Δέκατα Εκδοτική. Την έκδοση επιμελήθηκε ο δημοσιογράφος και συγγραφέας Στάθης Τσαραγκουσιάνος, την διόρθωση των κειμένων έχει η Βασιλική Ζάππη, το εξώφυλλο είναι του Γιάννη Καρλόπουλου και οι φωτογραφίες του Πάρι Τιβιτιάν. Το 74 σελίδων βιβλίο, τιμή 10 ευρώ, αποτελείται από 8 Επιστολές του Β. Κ. από την Αυστραλία στον έλληνα φίλο του στην Ελλάδα Ευστάθιον. Η φόρμα του και η φιλοσοφία του ανακαλεί στη μνήμη τις αρχαίες Πλατωνικές Επιστολές, που, με κάθε τρόπο και συγγραφική ευκαιρία μας υπενθυμίζει ο Νεοπλατωνιστής ή μάλλον ακριβέστερα «Νεογνωστικός» Βρασίδας Καραλής, αν δεν παρερμηνεύω την καθόλου πορεία της σκέψης του μέχρι σήμερα.

– Βρασίδας Καραλής, «Αποχαιρετισμός στον Ρόμπερτ», η επιμέλεια είναι και πάλι του Στάθη Τσαραγκουσιάνου, η μετάφραση του αγγλικού κειμένου έγινε από την Κατερίνα Σχινά, ενώ το εξώφυλλο και οι διορθώσεις έγιναν από τους ίδιους συνεργάτες των εκδόσεων Lifo- Δύο Δέκατα Εκδοτική. Το βιβλίο έχει 134 σελίδες και τιμάται 16 ευρώ.  Το «Αποχαιρετισμός στον Ρόμπερτ» είναι ένα από τα πιο συγκλονιστικά θρηνητικά εξομολογητικά κείμενα που μπορεί να διαβάσει κανείς στις μέρες μας από έναν φίλο και σύντροφο προς τον έτερο φίλο και σύντροφό του μετά την φυσική απώλειά του. Ο Βρασίδας Καραλής δίνει φωνή μέσα από την θρηνωδία της γραφής του, τον έκδηλο και διαρκή σπαραγμό των συναισθημάτων του στον σύντροφό του Robert Joseph Meader (17 Ιανουαρίου 1958- 10 Μαϊου 2022). Στην δακρυρροούσα αυτή εξομολόγηση, συμβαίνει να διευκρινίσουμε το εξής: Ο συγγραφέας Βρασίδας Καραλής κάνει κάτι πρωτότυπο με τον συγκινητικό λόγο του ταυτόχρονα (το οποίο επαναλαμβάνει και σε έναν άλλον τίτλο βιβλίου του, αυτό για την γιαγιά του που θα αναφερθούμε παρακάτω), δίνει φωνή μέσω των δικών του προσωπικών συναισθημάτων και αισθημάτων στον Ρόμπερτ, στον για δεκαετίες σύντροφό και συνοδοιπόρο του στην ζωή και στις πνευματικές και καλλιτεχνικές τους περιπλανήσεις. Στα κοινά τους ταξίδια στην Ελλάδα, την γη της Αυστραλίας και το εξωτερικό. Στις καλές και ομιχλώδεις στιγμές τους που τους κράτησαν σφιχτά αγκαλιασμένους για μία ολόκληρη ζωή, δίχως στιγμή να μετανιώσουν για αυτήν τους επιλογή. Και δεν ήταν πάντα στρωμένη με ροδοπέταλα η κοινή αυτή τους συμβίωση. Το βιβλίο είναι  ένα διαρκές δάκρυ-ένας φανερός γόος για αυτόν που δεν είναι πλέον πλάι του όπως τον είχε συνηθίσει η ακτίνα της αγαπητικής όρασής του και η εξακτίνωση των σωματικών του ερεθισμάτων, αλλά υπάρχει με ετέρα ύπαρξη η οποία αναιρεί την φυσική του, γήινη απώλεια. Ο σπαραγμός για ένα γεγονός που δεν κατανοείται και μάλιστα δημιουργεί συνθήκες άγχους, φόβου, διάλυσης, αποσύνθεσης του ιστού ύπαρξης του πιστού συντρόφου που μένει πίσω.  Φεύγοντας ο Ρόμπερτ αισθάνεται ο Βρας, ότι φεύγει ολόκληρος ο Κόσμος κάτω από τα πόδια του, ότι κατακερματίζεται και η δική του ζωή με τον θάνατο του συντρόφου του. Ποιος ή ποια δεν έχει αισθανθεί παρόμοια συναισθήματα, δεν έχει βιώσει αυτοκαταστροφικά συναισθήματα, να γίνονται σμπαράλια οι πυλώνες της ζωής στον χαμό αγαπημένων του προσώπων ακόμα και μετά την διάρκεια πένθους. Οι γονείς για το χαμό των παιδιών τους, ο πατέρας για τον θάνατο του δικού του πατέρα, η Μάνα για την απώλεια της κόρης ή του γιού της. Τα αδέρφια για τον θάνατο των αδερφών τους. Η γυναίκα για τον σύζυγό της, ο άντρας για την σύντροφό του, ο στρατιώτης για την απώλεια του συνστρατιώτη του, ένας ιδεολόγος αγωνιστής για τον συναγωνιστή του. Μια ερωτευμένη γυναίκα για μία άλλη ερωτευμένη γυναίκα, ένας άντρας ερωτευμένος με έναν άλλον άντρα. Ένας σύντροφος-φίλος για έναν άλλον σύντροφο-φίλο. Ας φέρουμε στη σκέψη μας τα Ομηρικά Έπη και την Πατρόκλεια Ραψωδία, την μάννα Εκάβη και την του Ευριπίδη Τρωάδες, τον Σοφόκλειο των γυναικών θρήνο. Τα Δημοτικά Τραγούδια και Μοιρολόγια. Ελληνικούς παροιμιόμυθους και λαϊκά παραμύθια. Μήπως ξεχωρίζουμε από τον θρήνο της απώλειας την μάνα ελαφίνα που ο βασιλιάς κυνηγώντας σκότωσε το ελαφάκι της; «Όλα τα ελάφια βόσκουνε/και όλα δροσολογούνται….». Κοινά της ζωής τα παθήματα, οι θάνατοι, οι αρρώστιες, οι απώλειες, οι χαμοί, η αλαλία μας μπροστά στην έλευση του μαύρου καβαλάρη. Ο θρήνος των περιλυπόμενων δεν έχει φίλο, φυλή, χρώμα, εθνική διάκριση, ηλικία στην αυθεντικότητα και ειλικρίνεια έκφρασης εκδήλωσης των συναισθημάτων. Το πένθος τροφοδοτεί και πλημμυρίζει τις ζωές δικαίων και αδίκων, ομοφυλόφιλων και ετεροφυλόφιλων (παρακινδυνευμένα θα γράφαμε, αγγίζει και τα 34 είδη φύλων της ύπαρξης που υπάρχουν όπως μας λένε οι επιστήμονες). Ο πόνος της απώλειας περιλούζει όλους και όλες, όλα, με την ίδια ένταση. Γκρεμίζει κάθε υπαρξιακή βεβαιότητά μας, κάθε ψευδαίσθηση αθανασία μας, κάθε όνειρο ελπίδας επαναφοράς εις τα εξών συνετέθη η αγαπημένη ύπαρξη. Το πένθος γεννά αρχέγονες αντιδράσεις, προκαλεί αιτήματα παράλογα, ανεδαφικές επιθυμίες, λανθασμένες στοχεύσεις, συσκοτισμένες σκέψεις, αν ο θεός ή ο θάνατος είναι «καλόκακος». Έχουμε συζεύξεις αντικρουόμενων συναισθημάτων, παρουσιάζονται ένστικτα επικίνδυνα, οράματα νυκτός εκδικητικά του ίδιου μας του εαυτού που, τολμά ακόμα να ανασαίνει και να αντικρίζει το φως του ήλιου και όχι το άφατο σκοτάδι. Όλα τα μεταλλεύματα στήριξης της ζωής εξαντλούνται σε μία στιγμή, εν μία νυχτί. Υπάρχει θεραπευτική αγωγή στην οντολογική αυτή ερημιά που αφήνει πίσω της η απώλεια, ο θάνατος; Ποιος μπορεί να δώσει με ασφάλεια μια σαφή απάντηση σε αυτόν ή αυτήν που χάνει τον ή την σύντροφό του; Μια αντιπρόταση παρηγοριάς, ανακούφισης πρόσκαιρης, ο χρόνος μήπως, η ψευδαίσθηση της τέχνης, της γραφής του Λόγου που έγινε σάρκα; Ποιοι μηχανισμοί εδραιώνουν και πάλι την σκηνογραφία της Ζωής που συνεχίζεται αενάως. Τον έρωτα της ζωής και του ανθρώπου ως εύπεπτο θέαμα αστάθμητων συνθηκών πρόσληψής της ή ως αμετάκλητη τραγικότητα συμμετοχής σε κάτι που εύκολα δεν κατανοούμε, δεν αποδεχόμαστε. Ασυμμετοχικά τα φωτεινά και ελπιδοφόρα στιγμιότυπα της ζωής, συμμετοχικές οι σκοτεινές λάμψεις της. Η φύση, η πανσθενουργός και υφάντρα δεν πενθεί, ο άνθρωπος πενθεί την φθαρτότητά του. Ποιος παίζει τελικά το παιχνίδι της ψευδαίσθησης της αθανασίας εμείς οι ρόλοι που ερμηνεύουμε. Υπάρχει ποίηση του πένθους ή δεν είναι παρά ένας ναρκισσισμός της γραφής που μας προσκαλεί να διαβάσουμε ο όποιος συγγραφέας; Προκαλεί αποδοχές η ανάγνωση του βιβλίου «Αποχαιρετισμός στον Ρόμπερτ» και ποιες και από ποιους; ποιες ομάδες ανθρώπων αντικρίζουν τον εαυτό τους στην ανάγνωσή του; Αντίστοιχα ποιες απορρίψεις εγείρονται και από ποιους -ορμώμενοι; Αποδέχεται εύκολα η Κοινωνία την ταύτιση με το θρήνο σε αυτό που η ίδια αποκαλεί «ενοχή» παρέκκλιση της φυσικής διαδικασίας ή μήπως δι' ελαίου, φόβου και προοδευτικής «έπαρσης» αποδέχεται τον συντροφικό θρήνο πιστεύοντας ότι δεν την αγγίζει και δεν αφορά την καθολικότητα των μελών της; Που αρχίζει τελικά ο μύθος της γραφής του Βρασίδα Καραλή και που η αλήθεια της εξομολογητικής του πρόθεσης να μας την κοινοποιήσει. Ο Ρόμπερτ είναι αυθεντικός χαρακτήρας ή σκιτσάρισμα των ατομικών μνημών και συναισθημάτων ενός εραστή που χάνει τον σύντροφό του παρά την θέλησή του. Η εξομολόγηση είναι λυτρωτική του συγγραφέα ή δική μας; Ταυτιζόμαστε με το κρυφό πάθος του έρωτα (ομοφυλόφιλου ή ετεροφυλόφιλου δεν έχει σημασία) ή με την εξομολογητική θρηνωδία του; Το πένθος που εκφράζει ο Καραλής ανήκει στον Ρόμπερτ ή στον ίδιο ή μήπως μεταφέρεται σε εμάς μέσω της ανάγνωσης; Συγκοινωνούντες πηγές ολοκλήρωσης της εικόνας του θανάτου πέρα από τις φθαρτές επιλογές και προτιμήσεις μας. Ποιος κηδεύει ποιόν!!!

    Ο αυστραλός δάσκαλος της μουσικής και μουσικός ο ίδιος, ο ευαίσθητος και ήρεμος σαν χαρακτήρας,  πράος σύντροφός του, που δεν αρνήθηκε στον κοινό τους βίο τις μικροχαρές της ζωής και τις απολαύσεις που εκείνη γνωρίζει να χαρίζει στους θαρραλέους της ηδονής όπως θάλεγε ο Αλεξανδρινός ποιητής ή ορθότερα και ουσιαστικότερα, της πλέριας και ανυπόκριτης αγάπης, εξακολουθεί να είναι παρόν και μετά την φυσική του απώλεια. Ένα είδωλο πλέον δίχως φωνή που να κατανοείται από τους ζωντανούς αλλά ως αίσθηση σιγαλής παρουσίας στον χώρο της μνήμης, στη μνήμη του τοπίου και της κοινής εστίας, στα κύτταρα της ύπαρξης του εν ζωή συντρόφου του. Ενώ η ζωή συνεχίζεται δίχως τελεία, σαν παραλήρημα σύνταξης της ποίησης της γλώσσας πάνω στο λευκό χαρτί, στην οθόνη του υπολογιστή, στο κριτικό σημείωμα για την έκδοση του βιβλίου. Το ύστερο βλέμμα του πένθους. Ο Ρόμπερτ υπάρχει και κυκλοφορεί ανάμεσά μας με πολλά ανώνυμα ονόματα χαμένων μας συντρόφων, αφήνει το ίχνος του σαν αίσθηση βούλησης αθωότητας ή ενοχής της προσωπικής του ιστορίας. Σαν ψίθυρος αναπνοής μιάς άλλης θερμότητας, σαν ήρεμη ανάσα που απλώνεται στους κοινούς τους χώρους, δροσίζει τα αντικείμενα της κοινής τους κατοικίας, υγραίνει τα σημεία και τα μέρη συγκατοίκησής τους. Η παρουσία του είναι παρούσα-απούσα, στην καινούργια μέρα της ζωής αρνείται να τον εγκαταλείψει, δεν ζητά φυσικά το αίμα του αλλά το δάκρυ του, την συνέχιση της θλίψης του, δεν θέλει να τον αφήσει μόνο του, τυλιγμένο στην σκοτεινή ερημιά του. «Υπάρχει» σωματικά, σαν ισχυρή αίσθηση μνήμης του χθες και του σήμερα ταυτόχρονα, σαν ψηλάφηση των σωμάτων τους στους κοινούς χώρους συνεύρεσής τους σε χρόνους και αποκλειστικές στιγμές που δεν κουράζονταν, δεν βαριόντουσαν να είναι μαζί, να οραματίζονται μαζί, να ονειρεύονται, να ταξιδεύουν και να ψυχαγωγούνται μαζί. Είναι δύο σε σάρκα μία. Ανάπνεαν από την ίδια πηγή της θεϊκής συντροφικής αγάπης και ευλογίας. Η έντονη αίσθηση του κεκοιμημένου Ρόμπερτ, έσβησε στο κρεβάτι ενός νοσοκομείου στα χέρια του συντρόφου του, μάλλον ταλαιπωρούμενος από το αυστραλιανό σύστημα υγείας, υπάρχει ανάμεσα στους μουσικούς ήχους και μουσικές συνθέσεις αγαπημένες που ακούγανε μαζί η στάχτη του. Συνβηματίζει με τις καθημερινές τους ανθρώπινες επιλογές και ανάγκες του κοινού τους ένθερμου βίου. Δεν είναι βαρετός πλεονασμός να επαναλαμβάνουμε την λέξη κοινός βίος. Το αποτύπωμα του ειρηνικού χαρακτήρα του διαγράφεται πάνω στα πράγματα που αγαπούσε και κρατούσε δίπλα του, η σκιά του αγγίζει τα διαβάσματά τους και τις καλλιτεχνικές ενασχολήσεις και αγάπες τους. Η ζωογόνα οπτασία της απουσίας-παρουσίας του υπάρχει σε κάθε γωνιά του σπιτιού τους, σκορπίζεται σαν αέρας σε κάθε δωμάτιο της κοινής τους εστίας, διαχέεται στον κήπο τους και στα λουλούδια τους που φρόντιζαν. Ιχνογραφούν τα ίχνη του στους δρόμους που περπάτησαν μαζί, στα μαγαζιά διασκέδασης, τα μουσεία που επισκέπτονταν, στους τρόπους που στην δημόσια εμφάνισή τους εμφανίζονταν και συμμετείχαν, επισκέπτονταν τους προσωπικούς τους φίλους, συγγενείς, τα άτομα των επαγγελματικών τους περιβάλλοντων. Δρόμοι και λεωφόροι της αγάπης τους άγνωστοι που περπάτησαν αγκαλιασμένοι, ηλιοβασιλέματα που απόλαυσαν μέσα στην σιωπή τον έρωτά τους, συζώντας μαζί για αρκετές δεκαετίες οι δύο φίλοι σύντροφοι ή καλύτερα για μια ζωή καθώς είχε σταματήσει ο χρόνος στο χάραμα της γνωριμίας τους. Ακόμα και τα δύο μικρά τους σκυλάκια αρνούνται να αποδεχτούν την απώλεια του Ρόμπερτ, να εγκαταλείψουν την σωματική θερμότητα των καρεκλών, του καναπέ που κάθονταν, την υγρασία των σεντονιών που κοιμόταν, αναπαύονταν, ονειρεύονταν. Η μυρουδιά του έχει απλωθεί παντού, το άρωμα της κολόνιας του έντονο, τα ρούχα του τσαλακωμένα από το σώμα του, η πνοή της αγάπης του παρούσα στο διηνεκές. Ο Ρόμπερτ υπήρξε γιατί υπήρχε ο Βρασίδας και ο Βρας υπήρξε γιατί ήτανε δίπλα του ο Ρόμπερτ. Στην ουσία το βιβλίο αυτό-που έχει κάτι από τα δημοτικά μοιρολόγια περισσότερο παρά από έναν ψαλμό του Δαυίδ, αν μου επιτρέπεται η διατύπωση, είναι ένας Αποχαιρετισμός, αλλά στην βιωματική αλήθεια του, μη Αποχαιρετισμός, έστω και αν ακούγεται οξύμωρο αυτό. Το φτερούγισμα της ψυχής του σαν πεταλούδα φτερουγίζει ακόμα στον πάνω Κόσμο, δικαιωμένη από τους θεούς του κάτω Κόσμου, για τις αστραπές του έρωτά τους, τις ξαστεριές της αγάπης τους, την ηλιοφάνεια της συντροφικότητάς τους. «Ο Αποχαιρετισμός στον Ρόμπερτ» είναι μια προσωπική σπαρακτική κραυγή στον κοινό της ζωής τους χρόνο, μία θρηνωδία που «υπερβαίνει» την συγκεκριμένη περίπτωση των δύο αντρών συντρόφων και ανάγεται σε ένα οικουμενικό και πανανθρώπινο σύμβολο της απώλειας ενός στενού και αγαπημένου μας προσώπου, του Άλλου πέρα από φύλο, βαθμούς συγγενείας, φιλική συντροφιά, χρώμα, φυλή ή θρησκευτικό πιστεύω, εθνότητα. Παρακολουθούμε συνεχόμενα ανθρώπινων δύσκολων και αδιέξοδων στιγμών στιγμιότυπα δύο υπάρξεων που αποφάσισαν να ενώσουν τις ζωές τους όταν ένα από τα δύο αλληλένδετα μέλη αρρωσταίνει και το άλλο τον φροντίζει με όλες τις σωματικές και ψυχικές του δυνάμεις και αντοχές. Η στέρεα αυτή και υγιή συντροφικότητά τους αντανακλάται στα πράγματα, στους ανθρώπους, το περιβάλλον, στα έμψυχα και άψυχα αντικείμενα, στις γεύσεις που απόλαυσαν μαζί, στα λουλούδια που μύρισαν, στα ρούχα που φόρεσαν, κουφίζει στις σόλες των παπουτσιών τους, στις γλυκές τους αναμνήσεις που έγιναν φωτογραφικό πλάνο. Συνεχίζει να καθρεπτίζεται σαν ζώσα αίσθηση πάνω στους καθρέφτες που αντανακλούν ακόμα τα πρόσωπά τους, βρίσκεται γύρω μας, μας αγκαλιάζει, μας εμπεριέχει μέσω της εξομολογητικής γλώσσας του Βρασίδα Καραλή που είναι στην πραγματικότητα η γλώσσα και οι επιθυμίες του Ρόμπερτ. Ο Ρόμπερτ στην καθολικότητα της ύπαρξής του συνεχίζει να συνομιλεί μαζί μας όπως και με τον Βρας. Ήταν να μην συναντηθούνε, από την στιγμή που συναντήθηκαν τα πάντα τέλειωσαν δηλαδή ήταν σαν να αρχίζουν τις ζωές τους από την αρχή.

Υπάρχει μία ελληνική σύνθετη λέξη που «εφηύρε» ο γλωσσοπλάστης συγγραφέας Βρασίδας Καραλής, «εφηβενήλικες», και την χρεώνει στους άντρες και γυναίκες της γενιάς του, βλέπε σελίδα 44. Αυτήν την «δαιμονική νοσταλγία για την εφηβεία….» ένα σαράκι κατά τον συγγραφέα που γεννά πολλές ψευδαισθήσεις, φαντασιώσεις και έλλειψη αίσθησης της πραγματικότητας. Μια διαδρομή ή «ιδεοδιαδρομή» ωρίμανσής μας μέσα σε αυταπάτες. Εκείνος, αρνείται αυτήν την ανθρώπινη των πολλών κατάσταση και πάει παραπέρα, που, εκεί που συναντάται όλων μας η γραμμή της ζωής με εκείνη του θανάτου. Άραγε, έχει σημασία αν είμαστε «εφηβενήλικες» ή όχι, πάντως Ο «αποχαιρετισμός στον Ρόμπερτ» είναι η δική του της μοίρας απάντηση τώρα που ο κύκλος των περιπλανήσεών του στενεύει.

- Το επόμενο βιβλίο που κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Petites MAISONS τον Μάϊο του 2024, δεν είναι ακριβώς βιβλίο γραμμένο από τον κατά κάποιον τρόπο πολιτογραφημένο Πειραιώτη Βρασίδα Καραλή. Ο τίτλος του είναι Cassi Plate, «Το Τέρας και ο Κολοσσός» Επιστολές ανάμεσα στον συγγραφέα Κώστα Ταχτσή και στον Αυστραλό ζωγράφο Καρλ Πλάτε. Μετάφραση Αντωνία Γουναροπούλου, φιλολογική επιμέλεια Γιώργος Μπολιεράκης, την Εισαγωγή υπογράφει ο Βρασίδας Καραλής, σελίδες 410, τιμή 20 ευρώ. Ο πολυσέλιδος αυτός τόμος είναι γραμμένος και οργανωμένος από την κόρη του αυστραλού ζωγράφου, Cassi Plate, που όπως μας δηλώνει η συγγραφέας:

«Το σπουδαίο μυθιστόρημα του Ταχτσή, το Τρίτο στεφάνι (1962), γράφτηκε επί το πλείστον στην Αυστραλία και ήταν αφιερωμένο στους γονείς μου, τον Καρλ και την Τζόσελιν Πλάτε. Ακόμα και αφού απελάθηκε ο Ταχτσής, η φιλία αυτών μανιωδών ταξιδευτών –του συγγραφέα και του ζωγράφου- κρατήθηκε μέσα από δεκαετίες αλληλογραφίας…».

Ο τόμος περιλαμβάνει ευρετήρια ξένων και ελληνικών προσώπων, φωτοτυπίες επιστολών και καρτ ποστάλ από τα αρχείο της Κάσι Πλάτε, στο Παράρτημα του βιβλίου, που παραχωρήθηκαν από την κόρη του αυστραλού εικαστικού ειδικά για την έκδοση. Το βιβλίο χωρίζεται σε 3 μέρη. Ο Βρασίδας Καραλής στην περιεκτική εισαγωγή του σελ. 11-16 μας μιλά σχετικά «Περί φιλίας και τέχνης: Ο Κώστας Ταχτσής στην Αυστραλία». Ένα ενδιαφέρον βιβλίο πλούσιο σε στοιχεία και πληροφορίες, (μέχρι πρόσφατα άγνωστα στο ευρύ κοινό) τεκμηριωμένα και επαληθεύσιμα, που μας ανοίγει νέους ορίζοντες ώστε να γνωρίσουμε καλύτερα τον χαρακτήρα και την φιλοσοφία ζωής του έλληνα διηγηματογράφου και πεζογράφου, μεταφραστή ο οποίος υπήρξε σημείο κοινωνικά αντιλεγόμενο με την ζωή του αντίθετα από το έργο του που διαβάστηκε, εξετάσθηκε και διαδόθηκε πέρα από την γλώσσα γραφής του και τα γεωγραφικά όρια της πατρίδας του συγγραφέα. Το βιβλίο χρειάζεται τον χρόνο του για να διαβαστεί και κατανοηθεί, δεν κριτικάρεται με ένα βλέμμα ξεφυλλίσματος. Πάντως συμπληρώνει την βιβλιογραφία-εργογραφία του πολυτάραχου θεσσαλονικιού Κώστα Ταχτσή.

-Τέλος, ο τέταρτος τίτλος που μας προσφέρει ο Βρασίδας Καραλής, σε τόσο σύντομο μικρό χρονικό εκδοτικό διάστημα, (είναι σαν να θέλει να ξορκίσει την σκιά του θανάτου με οβολό για τον περατάρη την γραφή του) και πάλι ένα προσωπικό της οικογένειάς του αυτήν την φορά λαϊκό ανάγνωσμα, ένα συναξάρι ζωής και αναμνήσεων της φωνής της γιαγιάς του Διονυσίας και των παιδικών του χρόνων κοντά της, στα πρώτα μπουσουλίσματά του στα πατρογονικά χώματα της Κρέστενας. Βρασίδας Καραλής: «ΣΦΕΡΔΟΥΚΛΙΑ ΣΤΟ ΚΕΦΑΛΙ» Το ιστόρημα της Διονυσίας. Η επιμέλεια είναι του Θάνου Σαμαρτζή και οι διορθώσεις της Μαριλένας Καραμαλέγκου  και του Δημήτρη Ραπτάκη, εκδόσεις ΔΩΜΑ/ βιβλία στην Αθήνα, σελίδες 86, τιμή 11 ευρώ. Το καλογραμμένο κάπως παράξενο αυτό στην θεματολογία της σύνθεσής του λαϊκό ανάγνωσμα, είναι αφιερωμένο από τον συγγραφέα «Για τα αθέατα μάτια». Γενικόλογη και αόριστη αφιέρωση ή μήπως προφητική υπόμνηση για εμάς τους αναγνώστες στο τι συμβαίνει γύρω μας και δεν το βλέπουμε; Περιέχει επίσης μία σύντομη «Απόπειρα Εισαγωγής» σ.9-11 και στο τέλος Ευχαριστίες σε μέλη της οικογένειας Καραλή που πρόσφεραν αναμνήσεις , την βοήθειά τους και προφορικό υλικό στον εγγονό της Διονυσίας Ζαφειροπούλου (1899- 1986), γιαγιά ο θηλυκός γεννήτορας της Οικογένειας. Το βιβλίο απαρτίζεται από 30 μικρά κεφάλαια-στιγμιότυπα της προσωπικής ιστορίας της γιαγιάς Διονυσίας, φανατικιά αντί Βενιζελική, και τον σύντομο Επίλογο, ενώ ταυτόχρονα έχουμε ένα μνημονικό φλας μπακ της μνήμης της και του εγγονιού της που καταγράφει στα δικά του πινάκια της παιδικής μνήμης τα «ιστορήματα», σημαντικών στιγμών της ελληνικής αρχαίας, σύγχρονης, πολιτικής και κοινωνικής ιστορίας της Ελλάδας, μυθολογικών και θρησκευτικών καταστάσεων και συμπεριφορών ερμηνείας του Κόσμου, (κάπως ανάκατα;) μία ζωντανή πανάρχαια θυμοσοφία, με έναν τρόπο αρκετά ιδιαίτερο, σίγουρα ξεχωριστό για τους κατοίκους των αστικών κέντρων των άξενων μητροπόλεων, αλλά καθόλου αρνητικό ή κουραστικό, μπερδευτικό των αναγνωστικών μας επιθυμιών και προτιμήσεων. Τα «Ιστορήματα» αυτά της γιαγιάς Διονυσίας έχουν και πάλι την φιλοσοφία εξομολογητικής γραφής του «Αποχαιρετισμός στον Ρόμπερτ», (αναμενόμενο εφόσον προέρχεται από την ίδια συγγραφική δεξαμενή) δηλαδή είναι η ίδια η φωνή και η ζωή, η παρουσία της σοφής και θυμόσοφης λαϊκής αυτής αγράμματης γυναίκας της επαρχίας, η οποία όταν συναντά και στριμώχνεται από τα αδιέξοδα και τα βάσανα του οικογενειακού της βίου, των συμβαινόντων ιστορικών γεγονότων γύρω της, καταφεύγει σε ένα δωμάτιο όπου έχει τον αργαλειό της και εκεί συγκεντρώνονται οι φιλενάδες- γειτόνισσές της, και υφαίνει, χτυπώντας το στημόνι της το υφαντό της βασανισμένης, πικραμένης αλλά πολυτάραχης γυναικείας ζωής της και μελών της οικογένειάς της στον χρόνο, μπρος-πίσω. Του ανδρός της και παιδιών της, των 4 θυγατέρων. Ο χρόνος περιπλέκεται πηγαίνει εμπρός πίσω με μεγάλα χρονικά χάσματα δίχως όμως να μας μπερδεύει ή να μας ξενίζει, κυλά αβίαστα όπως μέσα στο μυαλό της γιαγιάς Διονυσίας διασώζονται. Η παρουσία και μορφή του παππού είναι μεν παρούσα αλλά δεν παίζει σημαίνοντα ρόλο. Ότι ήταν να επιτελέσει το επιτέλεσε με τα συζυγικά του καθήκοντα, οι εργασίες στα χωράφια και άλλες αγροτικές ασχολίες απασχολούν τον χρόνο της δικής του ζωής, συνήθως σε απόσταση από την νόννα Διονυσία. Ο εγγονός που φέρει το όνομά του τον παρακολουθεί αδιαλείπτως, ενώ εκείνος «αγρόν ηγόραζε». Έφυγε μετά την Διονυσία στην οικία του, το 1993, τον θάνατό του ένιωσε ο εγγονός του βρισκόμενος στην Αυστραλία, σ. 51. Στο 18 κεφάλαιο για την Μικρασία. Ενώ οι τέσσερεις αδερφάδες ακολούθησαν η κάθε μία τον δικό τους οικογενειακό δρόμο διατηρώντας τις επαφές τους.

Το βιβλίο δεν είναι μία απλή βιογράφηση της ζωής μίας αγαπημένης και αγιοποιημένης στα παιδικά μάτια του εγγονιού Βασίλη γιαγιάς, στο πώς την βλέπουν δύο παιδικά μάτια καθώς μεγαλώνουν ζώντας κοντά της και τρεφόμενα από τα λεγόμενά της. Είναι η φωνή της ίδιας της γιαγιάς που μας μιλάει μέσα από την ιδιωματική λαϊκή και επαρχιώτικη γλώσσα της, τα λεκτικά της ιδιόμελα, της βαθειάς της χριστιανικής θρησκευτικότητας που εμπεριέχει, όχι μόνο αυθεντική λαϊκή ευσέβεια και πίστη αλλά και αρκετή λαϊκή δεισιδαιμονία, προλήψεις, φόβους, αρνήσεις προσαρμογής στην σύγχρονη πραγματικότητα και την τεχνολογία της, (πολύ ωραίες οι σκηνές που η αγαθά αφελής γιαγιά αντιχαιρετά τους εκφωνητές της ελληνικής τηλεόρασης, ή όταν αργότερα καλείται να γευτεί το φαγητό που θέλει ευγνωμονώντας ο παλαιός ιταλός στρατιώτης να της προσφέρει, που είχε κρύψει στο σπίτι τους να μην τον σκοτώσουν οι γερμανοί στρατιώτες), κακουχίες, στερήσεις και απαγορεύσεις, λαϊκές μυθολογίες και ξεναγήσεις σε αρχαιολογικούς τόπους στον χώρο της Ολυμπίας, εξηγήσεις για το νεαρό αγόρι, το άγαλμα του Ερμή του Πραξιτέλους όπως το διαφυλάσσει στην συνείδησή του ο λαϊκός «χωριάτης» Έλληνας. Λαϊκές πανάρχαιες μυθικές παραδόσεις και του άλλου Κόσμου διαδώσεις, πνεύματα και στοιχειά, φιδάκια καλόμοιρα του σπιτιού που ταΐζονται με γάλα με ευσέβεια, παρακολουθώντας με έκπληξη ο μικρός εγγονός το ζευγάρωμά τους. Ζεστή φιλοξενία, καταφύγιο στους δύο κυνηγημένους από τους γερμανούς ιταλούς στρατιώτες, στον πόλεμο του 1940 που η γιαγιά Διονυσία έκρυψε στο χαγιάτι της για να μην τους σκοτώσουν οι στρατιώτες του εχθρού οι αθεόφοβοι όπως συχνά λέει καθώς τους «καταριέται», αναφέροντας και στο τι τράβηξαν οι έλληνες από τους Γερμανούς στα Καλάβρυτα. Με έναν ομαλό και αβίαστο απρόσκοπτο συγγραφικό τρόπο και τεχνική γραφής ο Βρασίδας Καραλής μας αναπλάθει έναν ρεαλιστικό Κόσμο μπλεγμένο αρμονικά και ισορροπημένα με έναν άλλον Φανταστικό- Πνευματικό γιομάτο επιδράσεις ξωτικών και στοιχειών, θαύματα ανεξήγητα, που ο Κόσμος των ζωντανών και ο Κόσμος των νεκρών επικοινωνούν άμεσα, διαρκώς, μεταφέροντας ο μεν στον δε το αξιακό και ηθικό σύστημα βίου του ανθρώπου για να είναι αρεστός στο Χριστό. Δεν ξέρει ο αναγνώστης που αρχίζει η ιστορική αλήθεια και που η φαντασία πλάθει την δική της. Που η καθημερινότητα και που η άλλη διάστασή της η πνευματική, αλλά ποιος νοιάζεται, δεν έχει σημασία, για μας είναι όλα τόσο οικεία και γνωστά, ευχάριστα και τρομερά ταυτόχρονα, που η χαρμολυπική διάθεση, ο κλαυσίγελος, και η πραγματικότητα με την όποια αλήθεια της εναλλάσσεται με την ευχάριστη σκιαγράφηση πλάνων της ζωής της οικογένειας και της ζωής της θρησκόληπτης γιαγιάς που την πάντρεψαν στα νιάτα της με έναν άντρα παρά την θέλησή της. Αλλά το ενδιαφέρον και το ωραίο πιό είναι, ότι δεν ήξερε πώς να τον ξεφορτωθεί, έτσι σκαρφίζεται διάφορες δικαιολογίες (ημέρες νηστείας) για να μην συνευρίσκεται μαζί του μετά την γέννηση των 6 παιδιών της που της πέθαναν τα 2 αρσενικά και τις έμειναν οι θηλυκές τσούπρες, που κάπως δυσανασχετεί τη Διονυσία.

Το σχετικά σύντομο αυτό ιστόρημα που μας παραδίδει ο συγγραφέας Βρασίδας Καραλής εξιστορώντας παράλληλα και την ιστορία των παιδικών του χρόνων και το στενό δέσιμο του εγγονού με την γιαγιά του και τον παππού του, (αναφέρεται σποραδικά και η αδερφή του) θυμίζει ανάλογες περιγραφές θεοφοβούμενων πλήρους λαϊκής ευσέβειας γραιών του Σκιαθίτη, νησιώτη κυρ Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη και ανάλογες σχετικές διηγηματικές περιπτώσεις του. Από μία άλλη οπτική ανακαλεί στην μνήμη τα μυθιστορήματα της Γαλαξιδιώτισσας γεννημένης στον Πειραιά Εύας Βλάμη- σύζυγο του πρώτου έλληνα εθνογράφου Παναγή Λεκατσά, και τις περιγραφές του Κάτω Κόσμου των βιβλίων της, όπως και  του σύγχρονου Βορειοηπειρώτη διηγηματογράφου Βασίλη Γκουρογιάννη στα σχετικά του βιβλία. Όπου το παρόν μπλέκεται με το παρελθόν, η ευσέβεια με την δεισιδαιμονία, το αρχαίο παρελθόν με την σύγχρονη ιστορία, ο Κάτω Κόσμος με τον Απάνω αρμονικά και φυσικά. Αρχέτυπα μιάς πανάρχαιας ζωής που επιβιώνει και αναβιώνει με διάφορες μορφές ο χρόνος ζωής των αγροτικών κοινωνιών. Λες και διαβάζουμε τα βιβλία του πατέρα της ελληνικής λαογραφίας Νικόλαου Πολίτη, δίχως όμως, όπως μας διευκρινίζει ο Βρασίδας Καραλής να ρέπει ή να θέλει να γράψει λαογραφία, δεν είναι αυτός ο σκοπός του, αυτό ξεκαθαρίζεται από την αρχή στον λόγο του. Ο συγγραφέας έχει επίγνωση των συγγραφικών κινδύνων που παραμονεύουν να μπατάρει το σκαρί της φωνής και της γραφής των εξιστορήσεών της φωνής και του βίου της γιαγιάς του. Εμπεριέχει στοιχεία και την ατμόσφαιρά της δίχως όμως να εγκλωβίζονται μέσα στο κάδρο των ενδιαφερόντων της. Η γιαγιά Διονυσία το γένος Ζαφειροπούλου κατόρθωνε με την αλήθεια και την αυθεντικότητα του βίου της να κάνει τον δικό της αυθεντικό πόνο, όπως μας λέει ο συγγραφέας: «Ο ένας πόνος έδενε με τον άλλο, κι έτσι συνέχιζε η αλυσίδα της ζωής. Και έτσι καταλάβαινα γιατί έλεγε λάκκο τον αργαλειό»., σ. 36 κεφάλαιο 11. Ενώ στο 24 κεφάλαιο όπου ο αργαλειός χάθηκε και το υφάδι της εξιστόρησης στέρευσε έχουμε την επίσκεψή της στην πόλη του Πειραιά, όπου καθόταν στο πεζούλι του σπιτιού που ζούσε η κόρη της και μουρμούριζε τα περασμένα στους περαστικούς. Από τις ωραίες στιγμές είναι η εικόνα που τρώνε οι μεταξοσκώληκες τα φύλλα, η παρακολούθηση ελληνικών ταινιών από τα μικρά εγγόνια της σκαρφαλωμένα σε τοίχο, η ανάγνωση από τον εγγονό της των προφητειών του Αγαθάγγελου, της Γενοβέφας, το σιγομουρμούρισμα της γιαγιάς, ασπούδαχτης Διονυσίας στίχων του Ερωτόκριτου και άλλων δημωδών ασμάτων. Κάπου, η παρουσία της και η θυμοσοφία της, θυμίζει μία ανάλογη συγγραφική περίπτωση γραμμένη από τον ποιητή Νάσο Βαγενά σε ποιητική του σύνθεση. Ίσως να λαθεύω. Κοινά τα διαβάσματα των αυθεντικών ποιητών. Όπως και νάχει, διαβάζονται μονορούφι τα μικρά αυτά «ιστορήματα» της γιαγιάς Διονυσίας που η φόρμα τους, έστω παρακινδυνευμένα ως προς την θεματολογική τους διαπραγμάτευση θα γράφαμε, θυμίζουν τα μικρά κείμενα της Μαργαρίτας Καραπάνου, του παλαιού βιβλίου της «Η Κασσάνδρα και ο Λύκος». Με τις παιδικές ερωτικές φαντασιώσεις. Μήπως όμως από την άλλη, η παρουσίαση της φωνής της από τον εγγονό της και την ισχυρή επίδραση πάνω του δεν θυμίζει στις μέρες μας που έχουν αλλάξει τόσο δραματικά οι σχέσεις των ανθρώπων και στα μεγάλα αστικά προάστια της αφιλίας επικρατεί η αδιαφορία, αλλά και της επαρχιακής αποξένωσης, την μικρή Αλίκη, μιας περασμένων εποχών ελληνικής ζωής των ανεξήγητων «Θαυμάτων»; Ίσως μόνο να σημειώσουμε, μάλλον θα χρειάζονταν ένα μικρό γλωσσάρι να συνοδεύει το λαϊκό αυτό ανάγνωσμα στο τέλος, μια και αρκετές λεξούλες που χρησιμοποιεί στον δικό της προφορικό λόγο η γιαγιά Διονυσία είναι άγνωστες και ακούγονται ξένες στις μέρες μας της μεγάλης λεξιπενίας μας. Λέξεις ουσιαστικά και ρήματα, σύνθετες, «αυτοσχεδιαστικές» που αποτυπώθηκαν στο μνημονικό του εγγονού συγγραφέα ακούγοντάς τες. Ας δώσουμε μερικές από τις «παράξενες» αυτές ελληνικές χωριάτικες λέξεις: «αμοργιασμένου», «κρουφοπάχια», «σμερδάκια» «μαρκαλήσει», «καταχανός», «έχω διακομό στην ψυχή», αλήθεια ποιος είναι ο Σουφαράπης;, προσπερνώ τα «κακόζουδοι», «σερσέμης», στην «εμπατή της Κρέσταινας» που αναφέρονται στο συναξαρικό επεισόδιο της Αγίας Βαρβάρας. Πόσο ωραία και μουσικά ακούγεται το «Παρωρίτες είμαστε, το πάρωμα περνάμε, τη νύχτα μην καθίσετε, κουκιά μην ροκανίσετε.». «ανατρανίζει» και «διακαμό σύψυχο» στο κεφάλαιο 7 που αναφέρεται στον θάνατο της αιγυπτίας τραγουδίστριας Ούμ Καλθούμ. Φυσικά καταλαβαίνουμε την σύνθετη λέξη «αλαλάγγιαχτο», όπου για πρώτη φορά ο εγγονός της μας λέει: «Για πρώτη φορά κατάλαβα ότι αυτό που ήταν μπροστά μου δεν ήταν το μόνο που υπήρχε. Τα πάντα ήταν γεμάτα με το παν», αυτό ήταν το σύμπαν της ζωής της Διονυσίας, μιας θηλυκής ύπαρξης που γνώριζε να μας μιλά με «Λόγια που μόνο γυναίκες ξέρουνε και μπορούνε να πούνε, λόγια καταλλαγής». Το ωραίο κεφάλαιο 8 με το «πρόσφορο» και την άπληστη παιδική βουλιμία του εγγονού της να το τρώει με τα δάχτυλα πηγαίνοντάς το στην εκκλησία. Ωραίες εκφράσεις όπως «πριν το απόκλωσμα του ήλιου» αλλά και μη ομιλούσες σήμερα όπως η λέξη «ανανόηση», «μπεμπέτσες», «βαγένια», «γούρμιο» κρασί, «πλαγγόνες», «ανακλαρίσουνε». Με τι λέξεις η γιαγιά στολίζει τον Εθνάρχη πολιτικό: «Ας όψεται ο ξεμαρλούκωτος ο ασιούριγος ο Βενιζέλος». Κεφάλαιο 16. Λέξεις συνήθως σύνθετες και δυσκολοπρόφερτες όπως καζάρμα», «καταχανάς», το εκ της αγγλικής «ναφ», «αρούλιαζε», «κούρβουλα», να κάθεσαι «κατάρουρα», «βρυάζουνε» και αρκετές άλλες που θυμίζουν λόγια παλαιών καλών «μαγισσών», λόγια που δεν προέρχονται ούτε από «αμαρτωλές υπάρξεις» ούτε από «άγιες» αλλά από την ελληνική λαϊκή παράδοση και τον κόσμο της. Αλήθεια, αυτή η μεγάλη γλωσσική ποικιλία-που δεν θυμίζει αγράμματη χωριάτισσα, είναι λέξεις προερχόμενες από την γλωσσική φαρέτρα του εγγονού, ή μήπως όχι, ας το θέσουμε ως ερώτημα χωρίς να αμφισβητούμε την αλήθεια της καταγραφής του εγγονού διανοούμενου και λόγιου μυθοπλάστη λογοτέχνη.

      Ας κλείσουμε την πρώτη αυτή σύντομη περιδιάβαση ανάγνωσης των πρόσφατων τίτλων που κυκλοφόρησαν από έναν μαθητή του 3ου Γενικού Λυκείου Πειραιά, με τις συμβουλές της φωνής της γιαγιάς του Διονυσίας:

     «Άκου δω. Μην τα βάνεις με την ομορφιά του κόσμου. Θα κρουσταλλιάζεις στη φωτιά, θα καίγεσαι στο  χιόνι. Θα σε πατήσει το σκοτάδι. Όλος ο νους σου θα γίνει μαυρίλα, τάφος………

Άσπλαχνο πλάσμα, μου έλεγε πάλι και πάλι, μισάς τα όμορφα πλάσματα. Κυνηγάς τη ζωή. Θα το βρεις μπροστά σου. Θα σε χτυπήσει το χέρι του θεού σα δεν το περιμένεις.

     Το γράφω σήμερα, αιώνες μετά, κι ακόμα ταράζομαι.», από το 10 κεφάλαιο, σελ. 32-33, στον αγώνα του νεαρού εγγονού στο κυνήγι της απόδειξης του αντρισμού του και της αποδοχής του από τον κοινωνικό αντρικό περίγυρο.

      Πραγματικά βιβλία που εμπεριέχουν αληθινές βιωματικές εμπειρίες ζωής μιάς παλαιότερης εποχής και όχι αποτέλεσμα μιάς σύγχρονης μυθοπλασίας. Ο Βρασίδας Καραλής στα βιβλία που αυτά τα δύο χρόνια μας προσφέρει δίνει φωνή στις παρουσίες και τα πρόσωπα που μνημονικά μας καταθέτει. Αυτά τα πρόσωπα ο Ρόμπερτ από την μία και η Διονυσία από την άλλη μιλούν σωματικά μαζί μας. Δεν έφυγαν από κοντά μας, έχεις την αίσθηση ότι τριγυρνούν ανάμεσά μας, μας παρακολουθούν, μας συμβουλεύουν, μας προσέχουν, μας παρατηρούν ίσως και να μας παραπλανούν «ζηλεύοντας» που εμείς ακόμα δεν πήγαμε κοντά τους.  Ίσως εξακολουθούν να ονειρεύονται, να σκιάζονται, να συλλογίζονται τα πάθια και τα βάσανα του Κόσμου μας μέσω της δικής μας φωνής, των ανθρώπων που τους γνώρισαν και τους συναναστράφηκαν από κοντά, συνομίλησαν μαζί τους, έζησαν συντροφικά- ερωτικά κοντά τους.

     Αυτά τα χρόνια μετά την μεταπολίτευση γνώρισα και συναναστράφηκα τον διακεκριμένο πανεπιστημιακό Βρασίδα Καραλή και θαύμασα την έφεσή του για πολλά πεδία γνώσεων και εξερεύνησης. Την ακόρεστη δίψα του για διάβασμα, γνώσεις για και του Κόσμου τούτου, που ορισμένες φορές «υπερυψώνει» το νου. Η αγιασοφιώτικη αγαπημένη φιλική παρέα-συντροφιά του Βρασίδα, του Αντώνη, του Θανάση, του Δημήτρη. Ακόμα τον φέρνω στο νου καθώς περνώ με το λεωφορείο από τον παλαιό φούρνο που διατηρούσαν οι γονείς του. Η μνήμη και η μορφή του Αντώνη Σταυροπιεράκου ο οποίος άνοιξε την πόρτα και έφυγε νωρίς, πρώτος στην μακρινή και παγωμένη χώρα του Καναδά. Όπως και ένας άλλος παλαιός φίλος αγιασοφιώτης, μεγαλύτερός μας, ο Κώστας Λασπάκης ο θεολόγος και κατόπιν ιερέας Θεωνάς.

     Έτσι φεύγοντας σχετικά νέα η καθηγήτριά μας Πετρούλα Κασίμη από το κακό, γέμισε θλίψη τις καρδιές μας. Όπως και η αναπόληση της ειρηνικής και γαλήνιας μορφής του Ρόμπερτ σε επίσκεψή του στο σπίτι μου στον Πειραιά με τον σύντροφό του Βρας.

    Μια συνέχεια της συνομιλίας των νεκρών με τους ζωντανούς, ένα ανοιχτό κουβεντολόι για τα περασμένα και τα μελλούμενα ψυχών και σωμάτων, του Πάνω με τον Κάτω Κόσμο που έχουν αρχίσει να στενεύουν οι παράδρομοι ελπίδας επικοινωνίας και συμφιλίωσης. Σήμερα, που στο σούρουπο των χρόνων μας, μιλά μόνο η φωνή των καψαλισμένων συναισθημάτων μας, των αισθήσεων οι σκιές, και το δείλι των νεανικών σχέσεων σαρώνει φιλικές και ερωτικές θύμησες, συντροφικές σχέσεις και στενές εφηβικές παρέες, απόηχους μνήμης των παλαιών συμμαθητών και δασκάλων.

Γιώργος Χ. Μπαλούρδος

Πειραιάς

Οκτώβρης του 2024  

                          

-       

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου