Τρίτη 8 Οκτωβρίου 2024

Γιάννη Ρίτσου, ΑΣΚΗΣΕΙΣ

 

Στον  Ι Ω Ν Α

Στον Έλληνα νέο-φοιτητή που χάθηκε τόσο άδικα στην Γη Χαναάν

        «Και με σπασμένα τα φτερά

          μπορεί ο αητός ν’ αντέξει

          στην πιο μεγάλη θύελλα

          μονάχος να παλέψει»

 

Ποιήματα από την συλλογή «ΑΣΚΗΣΕΙΣ» του Γιάννη Ρίτσου

        Ο Χ Ι   Π Ο Λ Ι Τ Ι Κ Η

Ανάμεσα σε τόσες νύχτες, τόσους βράχους, τόσους σκοτωμένους

     -είπε-

εσύ Επαναστάτη, μας άνοιξες τις φαρδιές λεωφόρους

για μιά πανανθρώπινη συνάντηση. Τις νύχτες αφουγκράζομαι τα

     βήματα,

ακούω βήματα. Έρχονται. Πλησιάζουν.

 

Κι αυτό το τύμπανο το απόμακρο, μέσα στη σκόνη και στον ήλιο,

     μόνο,

σα μιά γυμνή καρδιά, δίχως τη συντροφιά των χάλκινων, κατάμονο,

δίνοντας πάντα το ρυθμό στα βήματα των σημαιών. Ο σαλπιγκτής έχει σωπάσει.

Δεν χρειαζόταν πιά εγερτήρια στους εγερμένους.

 

Προτού σκουπίσουν οι στρατιώτες τον ιδρώτα τους,

είχαν αρχίσει κιόλας να στοχάζονται το δρόμο πούχαν διανύσει,

το δρόμο που έμενε, τ’ αγκάθια, τη σιωπή και, γενικά, το δρόμο.

Παρατηρούσαν κιόλας το παγούρι τους- το γνώριζαν-

πρίν πιούν ή αφού ήπιαν. Θετικό σημάδι. Διέκριναν

το φιλικό του σχήμα στρογγυλό σαν όρκος και σα μνήμη. Θετικό

     σημάδι,

σαν το παλιό σημείο του σταυρού επάνω στο ψωμί ή πρίν απ’ τον

    ύπνο.

 

Αν τίποτ’ άλλο δεν κερδίσαμε, -είπε- μάθαμε τουλάχιστον

πώς αύριο θα συναντηθούμε. Αυτό διδάσκουμε,

αυτό κηρύττουμε, μην κάνοντας καθόλου κήρυγμα,

γιατί όποιος λέει πώς αγαπάει ό,τι αγαπάει, δεν κάνει κήρυγμα,

λέει μονάχα εκείνο που δε θα μπορούσε να μην πει.

--

        Μ Ε Τ Α Π Ο Ι Η Σ Η

Σ’ αυτό το αστραπιαίο και παρατεταμένο δευτερόλεπτο, πρίν απ’

     το τραύμα,

όταν στο δέρμα του ακουμπούσε το μαχαίρι ή το πιστόλι,

μες απ’ το δέρμα του κάποιο πιστό σκυλί τέντωσε το λαιμό του

ακουμπώντας το ρουθούνι του στο ίδιο σημείο του δέρματος, μές

     απ’ το δέρμα,

ρουθούνι το ρουθούνι με την κάννη του όπλου, οσμίζοντας τον

     κίνδυνο

και σαλεύοντας πάλι φιλικά την ουρά του: «είναι κι αυτός δικός μας».

--

          Τ Ρ Ο Μ Ο Σ

Ο ουρανός τρέμει συθέμελα απ’ τ’ αστέρια του

σάν ένας τρούλος εκκλησιάς μ’ όλες τις πέτρες του ξεκολλημένες

που ότι κρατιούνταν μ’ ένα υγρό, βαθύ γαλάζιο σε μιάν ύστατην

     ισορροπία

παλλόμενη ακέρια απ’ το κατόρθωμά της.

 

Λίγο πιό δυνατά να ηχήσει το βήμα σου,

ο ουρανός θα σωριαστεί μέσα στην απεραντοσύνη του.

--

        Τ Α Υ Τ Ι Σ Η

Μόνος.

Τ’ άσπρο και σκοτεινό σώμα της νύχτας,

κολλημένο στο σώμα του.

Υπάρχει; Δεν υπάρχει; Μες στα σπίτια, οι καρέκλες

έχουν τέσσερα πόδια

Τόσο απλός είναι ο κόσμος.

Τόσο σύνθετος.

--

        Α Σ Α Λ Ε Υ Τ Ο

Σε κάθε σκοτεινή, στενόχωρη αυλή,

υπάρχει πάντα ένα δέντρο,

λεμονιά ή λεύκα ή ό,τι άλλο-

 

ένα δέντρο φωτισμένο κι ανάλαφρο,

έτοιμο κάθε τόσο να πηδήσει

έξω απ’ τη μάντρα.

 

Έτσι, τα δέντρα, αναγκάζουν τον ήλιο

να πιαστεί αυτός απ’ τα κλαδιά τους

και να πηδήσει μέσα.

--

        Ε Ν Α  Π Α Ι Δ Ι

Έσπασε τη σφεντόνα του πού σκότωνε πουλιά.

Τώρα, τα βράδια, του φέγγει ένα στέρι.

Η σιωπή του κοιτάζει τ’ άδεια χέρια μας.

 

Ίσως να σκέφτεται πώς θα του χρειαστεί ξανά η σφεντόνα.

--

        Θ Α Υ Μ Α

Ένας άνθρωπος, προτού πλαγιάσει, έβαλε το ρολόϊ του κάτω απ’

    το προσκέφαλό του.

Ύστερα κοιμήθηκε. Κ’ έξω φυσούσε. Εσύ πού ξέρεις

τη θαυμαστή συνέχεια των μικρών κινήσεων, καταλαβαίνεις.

Ένας άνθρωπος, το ρολόϊ του, ο άνεμος. Τίποτ’ άλλο.

--

        Ι Σ Κ Ι Ο Σ

Λίγο- λίγο μαραίνεται η μέρα. Ο ουρανός θαμπώνει.

Το φώς γυρίζει στο μαβί, στο μολυβί- καθόλου χρώμα.

Μονάχα ο ίσκιος μένει εκεί πού κάθονταν οι αγαπημένοι-

ίσκιος στα χέρια, στα κρεβάτια, στις καρέκλες. Και το ξέρεις-

 

Κ’ είναι μεγάλη η  ξενιτειά μέσα στα μάτια της αγάπης.

--    

        Υ Σ Τ Α Τ Η    Ε Υ Γ Ε Ν Ε Ι Α

Ο τόνος της φωνής τους είτανε πιο βλάστημος απ’ τη βλαστήμια.

Χειρονομίες και λόγια ακατανόμαστα. Δεν ξεχώριζες

ποιός ο εχθρός, ποιά η εχθρότητα και ποιό το νόημα του μίσους.

     Άξαφνα

ένας γδούπος, ακόμη πιό μεγάλος, έκοψε τις λογομαχίες.

 

Πάνω στη συμπλοκή, είχε πέσει στο πάτωμα, το σκουλαρίκι

μιάς υβρισμένης γυναίκας. Όλοι ένιωσαν μεμιάς

την ενοχή τους, κι ορκίστηκαν μέσα τους

από αύριο να γίνουν καλύτεροι.

--

        Τ Ο   Α Δ Ι Κ Ο

Νύχτα. Μιά μονάχα ματιά. Μιά αθόρυβη σφαίρα.

Τρυπημένη η μετάλλινη ασπίδα της μοναξιάς.

Η συντριμμένη εκείνη στρογγυλότητα.

Κ’ η περηφάνια γονατισμένη.

 

Αγαπημένη νύχτα. Πληγή αγαπημένη μου- είπε.

Ο δρόμος, ο ουρανός, τ’ αστέρια, -υπάρχουν

για να βουλιάξουν πάλι. Μια ματιά μονάχα.

 

Έξω απ’ τη μοναξιά παραμονεύει ο μέγας κίνδυνος

της μοναξιάς, -αγαπημένος κίνδυνος:

ν’ αναμετριέσαι με τον άλλον και το δίκιο νάναι δικό σου

κι όλο το άδικο νάναι πού και ο άλλος έχει δίκιο.

Γιάννης Ρίτσος, ΑΣΚΗΣΕΙΣ 1950-1960.

Ποιήματα 1930-1960. Τόμος Γ΄, εκδόσεις Κέδρος.

Αντιγραφή και αφιέρωση γ.χ.μ. πειραιάς 8/10/2024         

 

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου