Παρασκευή 11 Οκτωβρίου 2024

Από τις Ποιητικές κατακόμβες του Χρόνου

 

Από  τις  Ποιητικές  Κατακόμβες  του  Χρόνου

                 Οφειλή στον Νίκο  Σ. Μοναχό

 

ΟΙ  ΠΟΙΗΤΕΣ  ΤΗΣ  ΚΥΡΙΑΚΗΣ

     «Λεπτοί και μακρουλοί στίχοι σαν οδοντογλυφίδες

        -Όπου βρω το Πούσκιν θα τον σκοτώσω»

                                      Μ α γ ι α κ ό φ σ κ υ

Βγαίνεται  πάντοτε αργά κατά το μεσημέρι

περίπατο στα πάρκα

συνομιλίες με τα τριαντάφυλλα και τα πουλιά

μαρέσει το γυαλιστερό και μαλακό δέρμα σας

μαρέσουν τα περίκομψα βήματά σας

ένα-δυό, ένα-δυό τα παπαγαλάκια στη Βραζιλία

χρώματα τοπικά πηδούν στα κλαδιά και στα μάτια μας

είσαστε σείς, αδιάφοροι σαν μιά περήφανη χειρονομία

καβαλιέροι της θάλασσας

τα μικρά πατριωτάκια της ξαστεριάς.

 

Μαρέσουν τα τραγουδάκια σας με διασκεδάζουν

τα σφυρώ κάθε απόγιομα

εσείς πλαγιάζεται για να ξεκουραστείτε

απ’ τα ονειροπολήματα και τα παραμύθια σας

τα σφυρώ σ’ ένα πρόσχαρο τόνο

δεν καίνε από κανένα φλογισμένο παράπονο

δεν πέρασαν ποτέ από τη θλίψη των εξορίστων.

Μαρέσουν μαρέσουν τα τραγουδάκια σας

δέν ξέρουν ναναστενάζουν

δεν ταξιδεύουν από μέσα κι’ από βαθειά

γύρα-γύρα στο γαρούφαλο γυρνάνε σα μελίσσια

και τα λόγια σας λαφριά σαν τα σύννεφα

έφυγαν από καιρό

πρωτού τα λογαριάσει το αίμα στην καρδιά σας.

 

Κυριακή ολοπράσινη συνέχεια η ζωή σας

γαλάζια τα αισθήματα’

φωτεινά και χαρμόσυνα τα γέλια σας

το αίμα των αδερφιών μας σας λερώνει

τα σπίτια σας είναι παράδεισοι μεγάλοι Ναοί

πού δεν μπορούν να ορμήσουν τα κλάματά μας

να τ’ ακούσετε κι’ εσείς και νάνατριχιάσετε

γελάτε πάντα εσείς κοιτώντας ταντικείμενά σας

παίζετε με το Αιγαίο σαν παιδάκια

δε νοιώσατε το βάρος καμμιάς σκλαβιάς

την εληά και τη βάρκα των ψαράδων

δε χτύπησαν την πόρτα σας ξένοι στρατιώτες

βογγάει το τραγούδι μας και σας τυρανεί

κλαίνε ταδέρφια μας και προσπερνάτε

ποιητές, ποιητές από μαλακό ζυμάρι πλασματικό

γιομίζετε με τον μακρινό ουρανό τους στίχους σας

με τη λαφράδα του Κυριακάτικου πρωϊνού

με τα χρώματα που μας ξεγελάνε τα μάτια

Ελύτη, Εγγονόπουλε, Σεφέρη, Εμπειρίκο

γιατί δεν παραλλάζεται μονάχα στόνομα

γιατί δεν έχετε μιά σταγόνα καρδιάς….

                ΝΙΚΟΣ  Δ.  ΠΑΠΠΑΣ

Φιλολογικά Χρονικά τχ. 44/ Χριστούγεννα 1946, σ. 330-331

ΠΕΝΤΕ  ΠΟΙΗΜΑΤΑ

        Ι

Ξανθά χορτάρια, ξανθό φώς, μαλλιά ξανθά,

ίσκιοι ξανθοί πού σμίγουν τους δικούς μας ίσκιους,

ξανθό το φώς στα μάτια σου που παίζει

στο μεσημέρι μέσα- στη λιγοθυμιά-,

ξανθά του πεύκου τα βελόνια χάμου

κι’ ο άμμος ξανθός κι’ μέλισσες ξανθές.

Κι’ όλο από φώς-ξανθό, ένα φώς-

το γέλιο στα χείλια σου που ανθίζει

και με ζεσταίνει-ήλιος ξανθός- βαθειά μου.

 

Κι’ ο μικρός θεός

παίρνει απ’ το φώς αυτό και ρίχνει γύρω

και λάμπει ατέλειωτος ο δρόμος της χαράς

και μας καλεί κι’ έτοιμος είναι να δεχτεί

τα βήματά μας.

        ΙΙ

Ακούς τα βήματα της Αγάπης;

Τί άλλο μπορεί νάναι η ευτυχία

άν δεν είναι ο ερχομός της αγάπης;

Ακούς, ακούς;

Κύτταξε γύρω, θα τη δείς,

κύτταξε δίπλα σου.

 

Εγώ την ακούω που μιλάει

με το δικό σου τώρα στόμα,

πού με κυττάει με τα δικά σου μάτια

και πού μ’ αγγίζει με τα χέρια σου.

Την αιστάνουμαι εδώ στον ώμο μου,

τη βλέπω μες στις γραμμές των χεριών σου

κι’ ακούω που μυστικά χτυπάει

στις φλέβες μου μέσα.

        ΙΙΙ

Γιατί δεν απλώνεις τα χέρια σου

να σκορπίσεις τα σύννεφα;

Γιατί δεν μου ρίχνεις το βλέμμα σου

να πω πώς είδα τον ήλιο;

Γιατί δε σαλεύεις τα χείλη σου

να πω πώς μού μίλησε η άνοιξη;

 

Γιατί γεμίζεις τα μάτια σου

με την τρικυμία και τη μάνητα

της θάλασσας;

Γιατί γεμίζεις τον αγέρα

με την αγέρωχη σιωπή

πού σφίγγει τα χείλη σου;

Και γιατί εμποδίζεις τ’ όνειρο

να δείξει το δρόμο μας;

        IV

Βυθίζομαι ολάκερος στα μάτια σου

προσπαθώντας νάβρω την πηγή του σκοταδιού,

βυθίζομαι ολάκερος στη μνήμη μου

γυρεύοντας την αφορμή της τρικυμίας’

μα βγαίνω με την ίδια απορία

στα μάτια μου και στα χείλη.

 

Στέλνω ασταμάτητα ερωτηματικά

σε κάθε λέξη, κάθε κίνησή σου,

στη ματιά σου πού ακίνητη στοχάζεται,

στη ματιά σου που τα γύρω φωτολούζει

στα χείλη σου πού σφίγγονται με πίκρα,

στα χείλη σου πού αδιάφορα μιλούν.

Κι’ όλα μιλούν, μα τίποτα δε λένε.

 

Σιωπή’ σιωπή’ σιωπή.

        V

Πού να χαθήκανε οι στιγμές

πού χαράξαμε στο δρόμο το πέρασμά μας,

πώς να χαθήκαν οι στιγμές

πού χαρήκαμε το πυρωμένο χάδι του ήλιου

και την αρμυρή ανάσα της θάλασσας,

το περπάτημα πάνω στα πευκοβέλονα,

το ξάπλωμα κάτω απ’ τα πεύκα;

 

Πού πήγαν οι ζεστές στιγμές

που μεθυσμένες φέραν γύρω μας

τις ανοιξιάτικες μέλισσες,

τα λόγια που διάβασα στο χέρι σου,

τα λόγια πού πλημμύρισαν τα χείλη;

 

Φύγαν –ή μήπως τάχα εσύ

τάκρυψες την απουσία τους για να νοιώσω;

        ΛΕΥΤΕΡΗΣ  ΡΑΥΤΟΠΟΥΛΟΣ

Φιλολογικά Χρονικά τχ. 38-40/ 2,3, 1946, σ.92-93

        Α Ι Σ Τ Η Σ Η

Άκουσα απόψε ένα ανοιχτό τριανταφυλλί γαρούφαλλο

Να κελαϊδάει στα μάτια μου τον ψίθυρο

Μιάς μπατιστένιας φούστας κάποιου κοριτσιού,

Πού, δεκαεφτά χρονώ σαν είμουνα, το αγάπησα.

 

Κι’ είτανε τόσο ξαφνική και δυνατή η αναπόληση,

Πού ορμητικά στην όσφρησή μου ξύπνησε

Τη γεύση ολάκερη ενός πρώτου μας φιλιού

Και την αφή στώ δυό χειλιών μας το πρώτο άγγιγμα.

 

Γεύση τριανταφυλλιά, κι’ αφή με μπατιστένιαν αίστηση,

Όμοια με φούστα κοριτσιού, τη φούστα της,

Πού ένα γαρούφαλλο ανοιχτό τριανταφυλλί,

Έσκυψε κάτι να μου πεί και μου τη θύμισε.

         ΑΓΓΕΛΟΣ  ΔΟΞΑΣ

Φιλολογικά Χρονικά τχ. 8-12/ 30-6-1944, σ. 438

        ΑΛΙΑΚΜΩΝ, 1943

Καλάμια, παγωμένη σάρκα, πρωϊνή

μνήμη κήπου, δάχτυλα μελανά

νερό δίχως φωνή

γεφύρια στον κάμπο,

 

Χτύπα τα φτερνιστήρια, κύρ Νοτιά,

στον ήλιο να προξενευτούμε,

μέσα απ’ τα σφιγμένα δάχτυλά μας

νερό δίχως φωνή.

 

Ποιός πρόφτασε να πάρει κάτι μαζί του;

Τρείς μέρες σήμερα….

-Είμαστε μαθημένοι, μας λέει,

θα μάθετε και σείς.

-Πώς αρχίζουν να μαθαίνουν τον ήλιο;

Βοηθάει ο ποταμός.

        ΘΑΝΑΣΗΣ  ΦΩΤΙΑΔΗΣ

Από τα Μακεδονικά Τραγούδια

Φιλολογικά Χρονικά τχ. 43/ 7,8, 1946, σ. 258

        Φ Ι Λ Ε Ν Α Δ Ε Σ

Ακόμα κάτω απ’ τις φτελιές,

που ανεμοδέρνουν σαν τρελλές

μες στου πελάου τους νιοτάδες,

περπατούνε οι φιλενάδες.

 

Άχ και τί ταίρι ευωδερό

πού κάνει το χινόπωρο

την πρωτόβαλτη την τσόχα

με της θάλασσας τη μπόχα!

 

Τί θένε οι δυό στην ερημιά;

Ρώτα τίς δυό, ρώτα τη μιά

-κείνην πού γέρνει και τηρά

δυό φωτερά παράθυρα.

 

Κί’ άκου τα λόγια τους: «Λοιπόν

τόξερες πώς τον αγαπώ;

Στάσου! Φάνηκε από πάνω;

Μή μ’ αφήνεις, και τα χάνω….»

 

Κι’ ακούς: «Το απλό το φόρεμα,

το σπόρ, σφιγμένο στα λαιμά,

το περσινό, πού τ’ άρεσα…»

Τ’ άλλα- τα παίρνει η θάλασσα….

 

και τα λόγια και τα παιδιά

που τραγουδούν μές στη βραδυά

-κι’ ο ένας να δέση πολεμά

δυό νότες δίχως νόημα

 

κι ο άλλος (πού τον φιλονεικά

ποιανού είν’ η φυσαρμόνικα)

του την παίρνει, ογρήν ακόμα

σάμπως ζάχαρη απ’ το στόμα.

 

Κι’ όλο βαθειά απ’ τη γειτονιά

θάλασσα βουίζει η σκοτεινιά

-μιά αλυσσίδα, ένα μαδέρι

ως εδώ την έχουν φέρει

           

το φέρνει κι’ όλο σταματά,

το πέλαο με τα κύματα…

θάλασσα παραπονιάρα

με του μώλου την αντάρα.

 

Κ’ είναι, τριγύρω απ’ τα κλαδιά,

σα γέλασμα για την καρδιά

τούτες οι σκόνες οι άξαφνες

-πού λυώνουν ως τις αγκωνές.

 

Άχ, τον Απρίλη, μη ρωτάς:

το κάθε βήμα κ’ έρωτας

μά αλλοί απ’ τα γνέφια τ’ ουρανού

δίχως μιά αγάπη μές στο νού!

 

Όλα είν’ ογρά, όλα σκοτεινά….

Κ’ εγώ, κ’ εγώ- τί θάδινα

(και τί μου μένει ακόμα;)

για ένα φιλί στο στόμα!

        ΤΕΛΛΟΣ  ΑΓΡΑΣ

Φιλολογικά Χρονικά τχ. 5/1-5-1944, σ.285-286

        ΗΛΙΕ  ΚΟΣΜΟΠΕΡΠΑΤΗΤΕ…

Δεν αναπνέω αν δεν φυσήξουν οι ζέφυροι

Και σύ, ήλιε μου κοσμοπερπάτητε, άργησες να βγεις.

Να βγείς και να στεγνώσεις τα δάκρυα της αυγής στα φύλλα,

Να βγείς και να γυαλίσεις τις ρόγες του αμπελώνα της ψυχής μου’

 

Ν’ ανάψεις πυρκαγιές στους βάτους

Και να ταράξεις τους αστρίτες στη φωλιά τους.

 

Δεν αναπνέω αν δεν φυσήξουνε οι ζέφυροι

Κι΄ αν δεν ανάψουν τα βατόμουρα στις βατουλιές τους πολυέλαιους’

 

Κι΄ αν δεν κρεμάσει κι’ η οχιά στις κλάρες το πουκάμισό της,

Δε βάψει η τσίχλα μ’ ώριμο σμυρτόκαρπο το ράμφος της,

Δε πάει ο λαγός στις κουμαριές

Και δε στραγγίξω όλη τη λάμψη από τ’ αχείλι σου.

 

Κάμε ν’ ανάψουν οι καρποί, κάμε ν’ ανθούν κι’ οι κλώνοι,

Κάμε το μοσκοστάφυλο άναμμα στο λαρύγγι,

Τη γλώσσα κάμε του πουλιού να στάει από τη γλώσσα μου’

Κάμε, κόσμοτριγυριστή, να πίνω στ’ όνομά σου.

        ΠΑΝΟΣ  ΣΠΑΛΑΣ

Φιλολογικά Χρονικά τχ. 15-16/ 31-8-1944. σ.94

        Π Α Λ Μ Ο Ι

Ευνοϊκές φωτοπηγές μας χαρίζουν φεγγοβόλα σκιρτήματα.

Τα μάτια δακρύζουν στη διαρκή ενατένιση

της απουσίας.

Κάτι ανύποπτα τοπία γεμίζουν τις αισθήσεις

με πράσινη ευτυχία,

πρόσχαρη, χωρίς πέπλους.

Ο οίστρος των εφηβικών ανέμων μας,

μάς χαϊδεύει τα αιχμηρά βλέμματα.

Τα θροΐσματα των ήχων απειθούν στη μελωδική πορεία τους.

Οι ηλιαχτίδες μας μαστιγώνουν τα μέτωπα,

οι καρδιές πάλλονται ερωτικά

όταν τα λευκά χαμόγελα των κοριτσιών σπαθίζουν

την εφηβεία μας.

Ώ! μεθυσμένα βήματα, μεθυσμένοι ήχοι, μεθυσμένα καρδιοχτύπια.

Κάποιοι έμπιστοι φθόγγοι μας χαρίζουν το ρίγος τους.

        ΤΑΚΗΣ  ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ

Φιλολογικά Χρονικά τχ. 13-14/ 31-7- 1944, σ. 58

        Κ Ω Σ Τ Α Ν Τ Η Σ

Θέλει με ακούσεις να σου πώ το λογισμό μου;

Το πρώτο π’ ανασπάστηκα στο γυρισμό μου,

Περνώντας από την αυλή του Καβαλλάρη,

Είτανε ο τάφος του γονιού. Νάδινε η χάρη,

Βαθιά η ψυχή δεήθηκε, τόπο να πιάσω.

Στο ίδιο χώμα, το ιερό, να ξαποστάσω.

Κι’ ως μπήκα για προσκύνημα στην εκκλησιά του,

Τα μύρτα είδα νιοθέριστα στις πλάκες κάτου!

Του Αγίου Γλυκειά παραμονή! κι’ ως αντικρίζω

Μιά κόρη με τη γλάστρα της, αναδακρύζω.

Χρόνο τη δροσοπότιζε, τώρα φουντώνει

Πράσινο το βασιλικό, π’ ανακλαδώνει.

Τάμα κι’ ευχή που στόλιζε το παραθύρι,

Για να μυρίσει δροσισμό το πανηγύρι.

Ιερό τ’ ανθρώπου φυσικό, τίμιο θάμα,

Απλή ομορφιά, φτωχής Ζωής άδολο τάμα!

Άξια μιά αλήθεια, τρυφερή, στο τάμα να είδα,

Φώς, ανασήκωμα ζωής, ψυχής ελπίδα.

Παρηγοριά μου στάλαζε μέσα στ’ αστήθι

Και στην αλήθεια τη γλυκειά η ψυχή αναστήθη.

Κι’ όρκο γλυκό για τη ζωή μου το έχω κάνει,

Τώρ’ αν την πάρει η Ξενητειά με το στεφάνι,

Την Αρετή μου, άξια κερά, και άντρα, παιδιά της,

Πίσω να φέρω, να χαρούν τα γονικά της.

Βασιλική άλλη μπόρεση καμμιά στη ζήση,

Πάρεξ του τόπου, του Σπιτιού πού τη γεννήσει.

        ΓΙΑΝΝΗΣ  ΚΛΕΑΝΘΗΣ  ΖΕΡΒΟΣ

Από το τριμερές δράμα του Ο ΝΕΚΡΟΣ ΑΔΕΡΦΟΣ. (ΣΚΗΝΗ ΔΕΥΤΕΡΗ), σ. 101

Φιλολογικά Χρονικά τχ. 15-16/ 31-8-1944.

        Ω Δ Η  ΡΚΘ΄  

Απ’ τα βαθειά Σου εφώναξα νερά της αμαρτίας

Ώ! Κύριέ μου! Κύριε, πρόσεξε στη φωνή μου

Στής δέησής μου τη φωνή θερμά τ’ αφτιά Σου κλίνε.

 

Εάν θελήσεις, Κύριε, να καλολογαριάσεις

Όλες τις ανομίες μας, ποιός θα σταθεί μπροστά Σου;

Μα έχεις τη συγχώρεση γι’ αυτούς που σε φοβούνται.

 

Ώ! Κύριε, σε καρτερώ,  σε καρτερεί η ψυχή μου

Πιότερο ακόμα κι’ απ’ αυτούς πού την αυγή προσμένουν

Ναι περισσότερο απ’ αυτούς που την αυγή προσμένουν.

 

Γιατί κοντά Σου, Κύριε, τα πλήθη των πιστών Σου

Ζητούν να βρούν τη λύτρωση σ’ Εσέ πού την κατέχεις

Κι’ απ’ όλα τ’ ανομήματα Εσύ να τα λυτρώσεις.

 

        Ω Δ Η  ΡΛ΄

Μήτε η καρδιά μου, Κύριε, μα μήτε και τα μάτια

Στηλώθηκαν ψηλότερα περ’ απ’ τον ορισμό Σου

Μήτε σε δόξες και τιμές επήγε το μυαλό μου.

 

Μήτε τη σκέψη μου ύψωσα. Μα με ταπεινωσύνη

Σαν το παιδί πού απ’ το βυζί της μάνας το τραβήξαν

Σε Σένα ελπίζω, Κύριε, για σήμερα, για αιώνια.

        ΔΑΥΙΔ

Απόδοση: Νίκος Σ. Μοναχός

Φιλολογικά χρονικά τχ. 15-16/ 31-8-1944, σ.141.

ΕΛΑΧΙΣΤΑ

    Ολοκληρώνοντας την αποδελτίωση των 44 τευχών του λογοτεχνικού περιοδικού ΦΙΛΟΛΟΓΙΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ, του εκδότη Νίκου Σ. Μοναχού, αλλά εξακολουθώντας να διαβάζω σελίδες του και να αναρτώ ποιήματα και κείμενα στην ιστοσελίδα μου, θέλησα να αφιερώσω ορισμένα ποιήματα γνωστών ελλήνων ποιητών στην μνήμη του. Ποιητικές φωνές μια άλλης ατμόσφαιρας, ενός διαφορετικού ποιητικού κλίματος, μιάς διαφορετικής ποιητικής αναγκαιότητας και λογική γραφής. Μιας άλλης τεχνικής και ρυθμολογίας, θεματολογίας πριν η «λαίλαπα» του μοντερνισμού σαρώσει τα πάντα, και, αλλάξει καταλυτικά και ανεπίστρεπτα τους «ρυθμούς του κόσμου μέσα μας», την μορφή και την φόρμα της παλαιάς παράδοσης της ποίησης. Φυσικά, όλοι οι φιλαναγνώστες γνωρίζουν, ότι η αλλαγή αυτή στην ποιητική τεχνική και την ρυθμολογία του ποιητικού λόγου προήλθε από τις αρχές του Μεσοπολέμου. Δεν θα σταθούμε στο ερώτημα αν ο νομπελίστας μας ποιητής Γιώργος Σεφέρης με την «Στροφή» ή ο ποιητής Τάκης Παπατσώνης έκοψε πρώτος το νήμα της αλλαγής, της σταδιακής δηλαδή κατάργησης του παραδοσιακού ποιητικού λόγου και φόρμας και την υιοθέτηση των μοντέρνων δεδομένων. Τον τερματισμό της ομοιοκαταληξίας και την αποδοχή του ελεύθερου στίχου. Εξάλλου, δεν τερμάτισαν-κατάργησαν  όλοι οι έλληνες και ελληνίδες ποιητές και ποιήτριες την ίδια χρονική περίοδο την παλαιά φόρμα. Αρκετοί ενώ άρχισαν να πειραματίζονται στην μοντέρνα ποιητική μορφή, λόγο και εκφορά, εξακολούθησαν να γράφουν και να εκφράζονται με την παλαιά παραδοσιακή τεχνική. Έχουμε μία μείξη των ποιητικών μορφών, των ρυθμών και της τεχνικής. Κάθε ποιητική φωνή-είναι εύλογο- διατήρησε τον χαρακτήρα της, κράτησε τον ποιητικό της μύθο, εξέλιξε την ποιητική αφηγηματική της, διεύρυνε την ιστορικής της ποιητική μυθοπλασία. Με δυό λόγια κάθε ποιητής ή ποιήτρια εξέφρασε την δική του ιστορία και μύθο περίτεχνα ή όχι δεν έχει σημασία. Είτε με «συνωνυμίες» είτε με «ομωνυμίες», είτε δηλαδή ενστερνιζόμενος το ρόλο του ποιητή είτε του σοφιστή τα πράγματα άλλαζαν ανεπιστρεπτί. Αρχαιόθεν η παράδοση. Παράπλευρες αναγνωστικές απώλειες και τραυματισμούς είχαμε και από τις δύο πλευρές, ίσχυσε και για τους δύο ρόλους μέσα στην εξέλιξη της ιστορίας των ελληνικών γραμμάτων. Άλλαζαν οι κοινωνικές συνθήκες και καταστάσεις άλλαζε, τροποποιούνταν, διαμορφώνονταν και το πρόσωπο ή το προσωπείο του ποιητή, του συγγραφέα της φωνής και της γραφής του. Τα ποιητικά ή της τεχνικής της γραφής δάνεια ήσαν πολλά και επαναλαμβανόμενα. Οι κραδασμοί των ήχων, το μπέρδεμα των ακουσμάτων, η μη οργάνωση της ορθογραφικής αποτύπωσης διαταραχή, της ρυθμολογίας οι απαιτήσεις, του μέτρου οι προσκλήσεις και αναθεωρήσεις, της νέας εικονοποιίας το άπλωμα και οι πειραματισμοί, του ύφους και του ποιητικού στιλ η περιπέτεια, όλα όσα αποτελούν το σύμπαν της ποίησης, δεν υπήρξε ποτέ ακίνητο, σταθερό, αμετάβλητο, διαρκές μέσα στον ποιητικό χρόνο και τόπο. Άλλοι κατόρθωσαν να ανεβούν στον Παρνασσό άλλοι έμειναν στα ριζά του, πάντως συναριθμούνταν κατά γενική ομολογία στο ποιητικό καθόλου σώμα. Οι «χαμηλές φωνές» πάντα υπήρχαν και πάντα θα υπάρχουν, θα επιβιώνουνε «λαθραία» ή μέσω έτερων ίσως της ποίησης διόδων, του ποιητικού φαινομένου «αναπολήσεων» και εμπλουτισμού με νέες καινούργιες εμπειρίες και βιώματα, ή πάλι κατά τις συνθήκες επισκόπησης της κριτικής φωνής λησμονούνται, απαξιώνονται από τις νέες των φωνών επικαλύψεις. Πάντως οι μαρτυρίες της ομολογίας είτε της παλαιάς παραδοσιακής ποίησης ή των σύγχρονων καιρών  μοντέρνας ποιητικής εξιστόρησης, αντέχουν στο χρόνο, ενδέχεται ανάλογα με την ποιητική προαίρεση του αναγνώστη και την καλή του θέληση. Με ποιες προθέσεις πλησιάζει έναν ποιητή ένα ποίημα. Αν ανταποδώσει τον χαιρετισμό, το ποιητικό χαμόγελο που εκπέμπει κάθε ποιητική φωνή και κάθε ποίημα στον αναγνώστη. Ούτως ή άλλως, ο ποιητικός λόγος μπορεί να διαθέτει την δική του διαχρονία αλλά παράλληλα, έχει και μία στατικότητα μέσα στον χρόνο, οι δημιουργοί και εμείς οι αναγνώστες αλλάζουμε, τροποποιούμε τις προτιμήσεις μας, εκλέγουμε τα ποιήματά μας. επιλέγουμε τις ποιητικές φωνές εκατέρωθεν των χρονικών τειχών.

Καλή Ανάγνωση ποιητοπολίτες της ποιητούπολης.

Γιώργος  Χ. Μπαλούρδος

Πειραιάς 11 Οκτωβρίου 2024

ΥΓ. Κάθε φημολογία πώς έλληνας πολιτικός από την Κρήτη επισκέφτηκε την Φλόριντα των Ηνωμένων Πολιτειών είναι ψευδής.  

       

      

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου