Παρασκευή 31 Οκτωβρίου 2025

Ο Θάνατος της Ίρμας

 

Ο  ΘΑΝΑΤΟΣ  ΤΗΣ  ΙΡΜΑΣ

Δεν πιστεύω να λησμονήσω τα μαύρα όμορφα μάτια της Ίρμας, της σκυλίτσας της γειτονιάς. Σκυλάκι εξυπνότατο και χαριτωμένο. Ο θάνατος τη βρήκε χθές το πρωί στο δρόμο, μεταξύ της κατοικίας του γιατρού κυρίου Γκαβαζόνη και του γαλατάδικου του Μπούτου.

          Βγαίνοντας από το υπόγειο μέγαρό μου, εστάθηκα στου Μπούτου κι’ έρριξα ματιά γύρω μου κι’ απέναντί μου. Είδα και την Ίρμα, πού με είχε διακρίνει από απέναντι μέρος και μου κουνούσε την ουρά.

          -Αυτή, είπα, ετοιμάζεται για χαρές! Θα πηδήση ως το λαιμό μου και θα με γιομίση λάσπες.

          Ύστερα από ένα δευτερόλεπτο, η Ίρμα είχε διαμελιστή, η χιονόλευκη σκυλίτσα. Τα χιονόλευκα μαλάκια της είχανε βαφτεί στο αίμα της.

          Μια γριά σκουπιδιάρα επλησίασε το νεκρό της Ίρμας, έσκυψε και το σήκωσε από τη μέση του δρόμου και το έρριξε σ’ ένα μεγάλο ντενεκέ. Η γριά συγκινήθηκε. Ένα της δάκρυ φάνηκε στα μάτια της.

          Ένα κοριτσάκι του διπλανού δημοτικού σχολείου είπε:

          -Όμορφο άσπρο σκυλάκι! Το σκότωσε τ’ αυτοκίνητο.

          Η γριά, φεύγοντας με τον τενεκέ των σκουπιδιών, πούβαλε μέσα την Ίρμα την σκοτωμένη, μου είπε:

          -Κύριε, γνωρίζετε τ’ αφεντικά της σκύλλας, που εσκότωσε τ’ αυτοκίνητο;

          -Τά ξέρω τ’ αφεντικά της. Είνε ο κ. Νίκος Μαρινάκης και η κ. Μαρινάκη, που τη σκυλίτσα τους, την Ίρμα, την αγαπούσανε σαν τα παιδιά τους.

          -Ήταν, αλήθεια, ζηλευτό σκυλάκι. Κι’ ήτανε μητέρα πολλών σκυλιών της γειτονιάς, με φυσικά καλά, όμορφα κι’ όχι κρυφοδαγκανιάρικα. Έμοιαζαν της μάνας τους της Ίρμας, είπε μιάν άλλη σκουπιδιάρισσα, φιλενάδα της πρώτης γριάς.

          Εγώ συλλογιζόμουνα την ώρα της κουβέντας τους Εγγλέζους σωφέρ, που γνωρίσαμε στην Ελλάδα. Αυτοί πόσο προσέχανε να μην πεταχτή και τρίχα σκυλιού, αν τυχόν επέρναγε μπροστά από το αυτοκίνητό τους!

          -Μά καλά, αυτοί είνε πολιτισμένοι άνθρωποι, είπε περαστικός καθηγητής.

ΝΙΚΟΣ Ι. ΧΑΝΤΖΑΡΑΣ, εφ. Η ΦΩΝΗ ΤΟΥ ΠΕΙΡΑΙΩΣ, Τετάρτη 4 Φεβρουαρίου 1948.

Επιπρόσθετα

     Ένα ποιηματάκι που μας μάθαιναν στο Δημοτικό ήρθε στα χείλη μου καθώς έψαχνα αφορμή να αντιγράψω το απαισιόδοξο μικρό χρονογράφημα του Ν. Ι. Χαντζάρα στο οποίο μας μιλά για τον τραγικό θάνατο της χιονόλευκης παιχνιδιάρας Ίρμας.

Ποτέ δεν θα πειράξω

τα ζώα τα καημένα

μην τάχα σαν κ’ εμένα

και κείνα δεν πονούν.

Θα τα χαϊδεύω πάντα

προστάτη τους θα γίνω

ποτέ δεν θα τ’ αφήνω

στους δρόμους να πεινούν.

          Ο Πειραιώτης δημοσιογράφος δεν μας διευκρινίζει αν ο ίδιος ήταν η αιτία για τον τραγικό της θάνατο. Πετάχτηκε δηλαδή η όμορφη και χαριτωμένη σκυλίτσα από την απέναντι πλευρά του δρόμου να ορμήσει πάνω του κάνοντας χαρές. Όπως κάνουν όλα τα σκυλάκια όταν βλέπουνε ή οσμίζονται άτομο που γνωρίζουν ή διαισθάνονται ότι τρέφουν φιλικά αισθήματα προς αυτά. Ο Χαντζάρας στα «Πειραιώτικά» του κυρίως μας μιλά για την Γατολατρεία του, δίχως η Φιλοζωία του να περιορίζεται στα ευκίνητα και μικροκαμωμένα, ναζιάρικα αλλά και ατίθασα, ανεξάρτητα αιλουροειδή. Δημοσιεύει μάλιστα ένα χρονογράφημα που, σκας στα γέλια. Φιλική παρέα πειραιωτών λογοτεχνών γευματίζει σε ταβέρνα, το τραπέζι τους είναι κάτω από ένα ευσκιόφυλλο δέντρο που, σε κλαδιά του, παίζουν και απλώνονται γάτες της περιοχής. Καθώς η παρέα διασκεδάζει και τρώει τα εδέσματα, η γατοπαρέα από ψηλά παίρνει μυρωδιά και αρχίζει να νιαουρίζει βάζοντας στόχο τα μεζεκλίδικα των πιάτων της φιλικής λογοτεχνικής παρέας. Οι πειραιώτες δεν αισθάνονται άνετα και βρίσκονται σε ανησυχία. Σε κάποια στιγμή καθώς τσακώνονται οι θωπεύτριες γάτες πέφτουν πάνω στο τραπέζι και αρπάζουν ότι υπήρχε μέσα στα πιάτα και ακόμα τρέχουν. Φαντάζεστε την καζούρα μεταξύ των πειραιωτών πειράζοντας ο ένας τον άλλον.

          Δεν είναι πολλά, είναι μετρημένα στα δάχτυλα τα πικάντικα «Πειραιώτικα» του Χαντζάρα αλλά είναι τόσο γουστόζικα και φέρνουν γέλιο σε σχέση με τα νοσταλγικά του, των παιδικών του αναμνήσεων, τα της οικογένειάς του, της γειτονιάς του έρημου, τότε, «χωριού» του. Τα περισσότερα αναφέρονται σε εφηβικές και μαθητικές του αναμνήσεις, στους δασκάλους του, σε ταβέρνες και καφενεία της εποχής, σε φαρμακεία και φυσικά στην ιστορική πορεία και εξέλιξη της Πόλης. Εντοπίζει και ονομάζει τοπόσημα, ανατρέχει σε αρχεία του Δήμου, διαβάζει βιβλία και γράφει για γηγενείς πειραιώτες. Κυρίως μνημονεύει τον Ιάκωβο Δραγάτση και την οικογένεια Μελετόπουλου, ιδιαίτερα το βιβλίο «Πειραϊκά» του Ιωάννη Α. Μελετόπουλου που, μάλλον, την φιλοσοφία γραφής των «Πειραϊκών» προσπαθεί να ακολουθήσει συνεχίζοντας την διάσωση της Πειραϊκής μακροιστορίας και μικροιστορίας να συνεχίσει. Ο Ιωάννης Α. Μελετόπουλος έθεσε τις βάσεις έστω και κάπως συνοπτικά, ο ποιητής Νίκος Ι. Χαντζάρας με τα ρεπορτάζ του διευρύνει το πεδίο πειραϊκής έρευνας με περισσότερες μικρολεπτομέρειες από την καθημερινότητα των πειραιωτών και τις τετριμμένες ασχολίες τους. Το ότι φαίνεται πως ο ένθερμος Πειραιολάτρης επιθυμεί να αναβιώσει την παλαιά καλή εποχή του Πειραιά είναι φως φανάρι. Εκείνο που είναι απορίας άξιο όμως, πώς ένας σοβαρός δημοσιογράφος με την βαρύτητα της πένας που διέθεται και αναγνωρίζονταν από τους συνδημότες του λογίους και μη, την συναναστροφή του με δημάρχους και λογοτεχνικά ονόματα που μεσουρανούσαν τα χρόνια εκείνα, την ευρεία παιδεία του όπως δείχνουν κείμενα των «Στοχασμών» του που δημοσίευε σε περιοδικά π.χ. «Νεοελληνική Λογοτεχνία» (για την «Μοντέρνα Ποίηση», τους «Σουρρεαλιστές»), έμεινε προσκολλημένος σε κάτι που είχε περάσει. Τόσο σε προσωπικό επίπεδο όσο και σε πνευματικό, στο χώρο της ποίησης που, δεν ρισκάρισε να ανοίξει τα φτερά του, να δοκιμάσει τις αντοχές του, έστω και αν αποτύγχανε στις προσπάθειές του και περιπλανήσεις του. Σαν ξενόγλωσσος είχε ανοιχτότερους ποιητικούς ορίζοντες από άλλους πειραιώτες ομοτέχνους του. Δεν δοκίμασε ακόμα τις δυνάμεις του στα «επικίνδυνα» μονοπάτια της μετάφρασης όπως έπραξε ο επίσης ολιγογράφος Λάμπρος Πορφύρας. Αναφέρεται στον Γεώργιο Στρατήγη και είναι ομοτράπεζό του αλλά δεν κάνει λόγο στην αμίλητη ποιητική χρήση της Δημοτικής του πειραιώτη Αλέξανδρου Πάλλη στα «Κούφια Καρύδια» και αλλού. Έχει διαβάσει πεζό της Μαρίας Περικλή-Ράλλη αλλά προτιμά να μένει στις πρώτες εντυπώσεις του «Τρία ταλέντα» όταν έβλεπε να βγαίνουν από το Μέγαρο της οικογένειας Κωνσταντοπούλου, οι μικρές ταλαντούχες πειραιωτοπούλες καλλιτέχνιδες, η τραγωδός Κατίνα Παξινού, η «Μαρίτσα» Περικλή- Ράλλη γνωστή πεζογράφος και συγγραφέας ταξιδιωτικών βιβλίων και η μουσικός και εικαστικός Βαρβάρα Κωνσταντοπούλου που έζησε και διέπρεψε στην εσπερία την Αγγλία, το Λονδίνο, που εξέθεσε με επιτυχία τις εικαστικές της δημιουργίες. (Είναι ίσως η πιο αγνοημένη από τα κορίτσια της οικογένειας Κωνσταντοπούλου στο ευρύ πειραϊκό κοινό, αν δεν κάνω λάθος. Αν η μνήμη δεν με γελά ο παλαιός Άγγελος Προκοπίου ο τεχνοκριτικός στην τρίτομη «Ιστορία της Τέχνης» του έχει αναφερθεί σε έργα και εκθέσεις της). Σταθερές αγάπες του Χαντζάρα ο Παύλος Νιρβάνας που όπως φαίνεται τα «Χρονογραφήματά» του στην εφημερίδα «Εστία» και αλλού πρέπει να επηρέασαν το ύφος της γραφής του, το στυλ του. Ο έτερος σημαντικός χρονογράφος και πεζογράφος, ο Σπύρος Μελάς, ο γνωστός «Φορτούνιος» δεν είχε ακόμα (;) επιβληθεί ως χρονογράφος συνέθετε τα θεατρικά και άλλα του έργα. Πάντως μνημονεύεται όπως και ο συμμαθητής του ιστορικός της ελληνικής λογοτεχνίας και ποιητής Άριστος Καμπάνης (διέμενε στον Άγιο Ιωάννη Ρέντη) δίχως όμως να μιλά για την γραφή του. Μένει πιστός στην Πειραιώτικη ποιητική του αγάπη που είναι ο Λάμπρος Πορφύρας αν και έχει διαβάσει και έρθει σε επαφή και με άλλους Πειραιώτες και Αθηναίους ποιητές. Γνωρίζει, μια και έχει συμπεριληφθεί με αρκετά ποιήματά του, την Ποιητική «Ανθολογία 1708- 1959» του Ηρακλή Ν. Αποστολίδη που κυκλοφορούσε από το Βιβλιοπωλείο και τις εκδόσεις «Εστία». Αξίζει νομίζω να επισημάνουμε ότι ο αυστηρός και έγκυρος Ανθολόγος, τον ανθολογεί με οκτώ ποιήματά του, κατά πολύ περισσότερα στον αριθμό από άλλους Πειραιώτες ποιητές. Φυσικά εξαιρείται η ποιητική φωνή του Λάμπρου Πορφύρα που ανθολογείται με είκοσι τον αριθμό. Ο αριθμός των Ανθολογούμενων ποιημάτων του Βουκόλου Νίκου Ι. Χαντζάρα μας δηλώνει την εκτίμηση που έτρεφαν οι τότε λόγιοι και διανοούμενοι, λογοτέχνες της εποχής του για την ποιητική του γραφή, που στην ουσία της, δεν υπερβαίνουν οι ποιητικές του μονάδες τις πενήντα. Τα 8 αυτά ποιήματα είναι: -«Δειλά χαϊδεύει το καλύβι». –«Φτερωμένο πέρασμα της κόρης…». –«Ξυπνώ με την αυγή». –«Το κάκιωμα».- «Περνώντας τ’ όμορφο λιβάδι» .- «Ηλιοβασίλεμα». –«Στη μνήμη μου». – «Ειδύλλιο». Από το δημοσιογραφικό μολυβάκι του πονεμένου και τσιγαρόφιλου- θεριακλή καπνιστή δεν απουσιάζει το όνομα του μουσικολόγου Ιωσήφ Παπαδόπουλου- Γκρέκα, που υπήρξε ο πρώτος που τον μελοποίησε αλλά και αυτός που τον παρότρυνε να εκδώσει τα ποιήματά του. Ίσως, να παρέμεναν ακόμα διάσπαρτα-όπως πολλά του ακόμα-σε διάφορα έντυπα και εφημερίδες, αν δεν υπήρχε η πίεση από τον πειραιώτη Ιωσήφ Παπαδόπουλο- Γκρέκα, να κυκλοφορήσει τα «Ειδύλλια».

Ας χαρούμε μερικά από αυτά:

          Ειδύλλιο

Φώς ασημί του διάσελου τα μαύρα πεύκα ζώνει.

Τρέμει τ’ αστέρι της αυγής και παίρνει να θαμπώνει.

Δαδί που καίγεται στη στιά την ευωδία του χύνει.

Σκεβρή μιά πόρτα ανοίγοντας γλυκό τρίξιμο αφήνει.

Λεβεντονιός με το τσαπί στον ώμο του προβαίνει.

Τον προβοδάει σεμνή κυρά μαντηλοφορεμένη.

«-Μητέρα, καλό βράδι!...» ο νιός- και ξεκινάει με χάρη.

Κι απ’ το κατώφλι: «-Ώρα καλή, χρυσό μου παλικάρι!...» Ρόδινο φώς του διάσελου τώρα τα πεύκα ζώνει.

Λαλούν του κάμπου οι πετεινοί και γλυκοξημερώνει.

          Το κάκιωμα

Θυμάσαι, βρέφος που σ’ εβύζαινα,

Ξανθό μου τώρα παλικάρι;

Όλο εσκιρτούσες μες στον κόρφο μου,

σαν προβατάκι στο χορτάρι

 

Με τ’ άσπρα παχουλά χεράκια σου

όλο και το μαστό εζουπούσες’

έπινες γάλα και χαρούμενο

μέσα στα μάτια μ’ εκοιτούσες.

          Περνώντας τ’ όμορφο λιβάδι

Περνώντας τ’ όμορφο λιβάδι

την απριλιάτικη αυγινή,

άπλωσα στο γλυκόνε αέρα

την κρουσταλλένια μου φωνή.

 

Τ’ άνθια ετραγούδησα του κάμπου

και τα πουλιά τα πλουμερά’

είπα τραγούδι στο ποτάμι

με τ’ ασημένια του νερά.

 

Και χαμηλώνοντας λιγάκι

Την κρουσταλλένια μου φωνή,

τραγούδησα κ’ εσένα,  Γιώργο,

την απριλιάτικη αυγινή.

          Ξυπνώ με την αυγή…

Ξυπνώ με την αυγή. Τα χέρια μου

τον άσπρο κόρφο μου κουμπώνουν.

Νάν τονε δούνε δεν προκάνουνε

τα μάτια μου, που χαμηλώνουν.

 

Φροντίζει ο θεός, στον ξένοιαστο ύπνο μου,

κι όλο φουντώνω κι ομορφαίνω.

Θρέφει και τον χρυσό τον έρωτα,

πού στην καρδιά μου έχω κρυμμένο.

Γιώργος Χ. Μπαλούρδος

Πειραιάς

Παρασκευή 31 Οκτωβρίου 2025

ΥΓ. Αν δεν κάνω λάθος στο διαδίκτυο αναρτήθηκε η είδηση ότι πέθανε πριν λίγες μέρες σε Γηροκομείο η Κοκκινιώτισσα τραγουδίστρια Ρένα Κουμιώτη. Είχε εργαστεί και στην καπνοβιομηχανία «Παπαστράτος» στην περιοχή της Αγίας Σοφίας του Πειραιά. Πολύ καλή μελωδική φωνή του Νέου Κύματος, σεμνή και διακριτική ό,τι τραγούδησε έμεινε σαν γλυκό νανούρισμα σιγοψιθυριστό στα χείλη μας. «Σαν χελιδονάκι…..».         

Τετάρτη 29 Οκτωβρίου 2025

Ενα παλαιό ποίημα του Αιμίλιου Βεάκη για τον Ιωάννη Μεταξά

 

ΘΡΗΝΟΙ ΚΑΙ ΚΛΑΨΕΣ ΟΧΙ, ΣΤΗ ΘΑΝΗ ΣΟΥ

Θρήνοι και κλάψες όχι, στη θανή σου.

Νίκης πολεμικά μονάχα θούρια!

Μέσα μας παιάνες θ’ αντηχά η φωνή σου,

φτερούγισμα καινούριο, ορμή καινούρια.

 

Ο θάνατός σου εσφράγισε τη Νίκη

με φωτεινή ακατάλυτη σφραγίδα.

Μεσημεριού λαμπράδα η αμφιλύκη!

Κ’ είν’ έργο πιά το που ήταν πρίν ελπίδα.

 

Στη σκοτεινιά δεν έσβυσε το φώς σου.

Όραμα φωτεινό μπροστά σου απλώθη:

Θρίαμβος των όπλων-νίκη!- ο στοχασμός σου,

φυλής αναστημένης αιώνιος πόθος.

 

Ακόμα και στις ύστερες στιγμές σου,

στην ύστατη πού σε φωτούσε αχτίδα,

δε νοιάστηκες για σένα. Οι Έλληνές σου

στερνή σου ανάσα και στερνή σου ελπίδα.

 

Έργο σου νικηφόρο να κορώσεις

την εθνική ψυχή, πυρή λαμπάδα,

και στις μελλούμενες γενιές να δώσεις

ασύγκριτη μιά δοξασμένη Ελλάδα.

 

Θρήνοι και κλάψες για το θάνατό σου

δε στέκουν, όχι, εσέ δε σου ταιριάζουν.

Θούρια μονάχα ο νικητής στρατός σου

και του λαού τα πλήθη ας αλαλάζουν!

          Αιμίλιος  Βεάκης

Περιοδικό «Νέα Εστία» έτος ΙΕ΄, τόμος 29ος, τεύχος 340/ Αθήναι, 15 Φεβρουαρίου 1941, σελ. 139. [Τεύχος Αφιερωμένο στον Ιωάννη Μεταξά. Φίλο και προστάτη των Γραμμάτων και των Τεχνών].

Ποιητικά Υστερόγραφα.

          Το ποίημα του πειραιώτη μεγάλου θεατρικού μεγέθους και σημαντικού ηθοποιού σύμφωνα με τους επαΐοντες της Θεατρικής Τέχνης  και συγγραφέα, αριστερού Αιμίλιου Βεάκη- η προτομή του όπως και της μεγάλης μας πειραιώτισσας τραγωδού Κατίνας Παξινού κοσμεί τον προαύλιο χώρο του Δημοτικού Θεάτρου Πειραιά-, δημοσιεύτηκε μαζί με άλλα ποιήματα και κείμενα ανθρώπων του Θεάτρου, της Μουσικής και των Τεχνών, στο Αφιέρωμα που πραγματοποίησε το παραδοσιακό «αιωνόβιο» λογοτεχνικό περιοδικό «Νέα Εστία». Το περιοδικό μοιάζει σαν εκείνους τους αιωνόβιους πλάτανους στην μέση της λογοτεχνικής πλατείας που κάτω από τον ίσκιο των κλαδιών του βρίσκουν δροσιά οι κάθε κατηγορίας συγγραφείς και αναγνώστες. Βρίσκει και έβρισκε κανείς ότι αναζητούσε, και φυσικά, μελέτες και κριτικές φωνές όπως του Κλέων Παράσχου, του Κωνσταντίνου Θ. Δημαρά, της Άλκης Θρύλου, του Λέων Κουκούλα, του Γιώργου Πράτσικα και πολλών άλλων. Η φωνή του Νίκου Καζαντζάκη δεν απουσιάζει, είναι υποστηρικτική προς το πρόσωπό του και το έργο του η πολιτική του περιοδικού. Από τις χιλιάδες μεστές λογοτεχνικές σελίδες της δεν απουσιάζουν οι  φωνές του Νίκου Βέη, του Παναγιώτη Κανελλόπουλου, του Τάκη Κ. Παπατσώνη, του Κωνσταντίνου Μάνου, του Γιάννη Σιδέρη, του πειραιώτη Παύλου Νιρβάνα, του Νάσου Δετζώρτζη και σημαντικών εικαστικών καλλιτεχνών. Εξαιρετικά είναι και τα πολυσέλιδα αφιερώματά της στην ελληνική και ξένη λογοτεχνία σε άτομα της ελληνικής γραμματείας, σε ιστορικούς επετείους. Παρά του ότι την θεωρούσαν συντηρητική, δεν απουσιάζει από την ύλη της η τότε σοβιετική και ρώσικη λογοτεχνία. Το κλασικό λοιπόν αυτό λογοτεχνικό και ευρείας καλλιτεχνικής ύλης περιοδικό,  θέλοντας να τιμήσει τον ξαφνικό θάνατο του δικτάτορα-πρωθυπουργού Ιωάννη Μεταξά που είπε το ΟΧΙ στους Ιταλούς, κυκλοφορεί ένα «έκτακτο» (;) τεύχος στην μνήμη του. Τεύχος 340 Αθήναι, 15 Φεβρουαρίου 1941. Τόμος 29ος, έτος ΙΕ΄. «Τεύχος Αφιερωμένο στον Ιωάννη Μεταξά. Φίλο και προστάτη των Γραμμάτων και των Τεχνών». Αν δεν λαθεύω το σύνολο των τευχών του περιοδικού «Νέα Εστία»- όπως και άλλων περιοδικών έχει ψηφιοποιηθεί και έχει αναρτηθεί στο Διαδίκτυο για κάθε ενδιαφερόμενο ή ενδιαφερόμενη «βιβλιοφάγο».

    Το τεύχος το απόχτησα πριν μερικούς μήνες από παλαιοπωλείο της Αθήνας και η σύγχρονη τιμή του αγγίζει τα 27 Ευρώ. Αφορμή στάθηκαν ορισμένα λόγια που άκουσα σε διάφορες ιστορικές και πολιτικές εκπομπές του Καναλιού της Βουλής των Ελλήνων όπου ιστορικοί και πανεπιστημιακοί συνομιλούσαν για την Δημοτική Γλώσσα, το Γλωσσικό ζήτημα. Ακούστηκαν από αρκετά επίσημα καθηγητών χείλη ότι ο Ιωάννης Μεταξάς ήταν όχι μόνο προστάτης των Τεχνών αλλά και ένθερμος υποστηρικτής της Δημοτικής Γλώσσας και εναντίον της Καθαρεύουσας. Η επισήμανση αυτή μου κέντρισε το ενδιαφέρον και θέλησα να το ψάξω λίγο περισσότερο. Αναζήτησα το παλαιό τεύχος της «Νέας Εστίας» θέλοντας από αναγνωστική περιέργεια να διαβάσω τι λένε τα κείμενα και ποιοί έλληνες συγγραφείς και καλλιτέχνες συμμετέχουν στο Αφιέρωμα αυτό για τον πολιτικό, στρατιωτικό και πρωθυπουργό Ιωάννη Μεταξά την κρίσιμη ιστορικά αυτή στιγμή για το Ελληνικό Έθνος, του οποίου η πολιτική μοίρα το έφερε να εκπροσωπήσει τον Ελληνικό Λαό σε μία κάτι παραπάνω από δύσκολη ιστορικά περίοδο για την πατρίδα μας. Ήταν εκείνος που μαζί με σύσσωμο τον Ελληνικό Λαό ύψωσε το ανάστημά του και βροντοφώναξε το υπερήφανο ΟΧΙ στους Ιταλούς κατακτητές. Μαθητής ακόμα Λυκείου σε συζητήσεις μας με φιλίστορες καθηγητές μας, μας είχαν προτρέψει όσοι από τους μαθητές αγαπούν το μάθημα της Ιστορίας να διαβάσουμε το πολύτομο «Ημερολόγιο» του Ιωάννη Μεταξά και ιδιαίτερα να προσέξουμε την αρνητική στάση του απέναντι στην Μικρασιατική Εκστρατεία της τότε Ελληνικής Κυβέρνησης του Δημητρίου Γούναρη και του Βασιλιά, κάτι που του κόστισε και είχε ως συνέπεια ως στρατιωτικός του Ελληνικού Στρατού να εκδιωχθεί και να εξοριστεί. Το πολύτομο ημερολόγιό του είχε εκδοθεί από τις παλαιές εκδόσεις «Γκοβόστη» με παράδοση στις αριστερές εκδόσεις, στις εξαιρετικές μεταφράσεις Ρώσων συγγραφέων και εκδοτικό οίκο στον οποίο υπήρξε συνεργάτης και ο ποιητής της Ρωμιοσύνης Γιάννης Ρίτσος. Θυμάμαι τις συζητήσεις που είχαμε και τις απορίες που μας γεννιούνταν μια και οι νεανικές θυελλώδεις απόψεις μας καθώς ρουφούσαμε σαν σφουγγάρι κάθε ιστορική γνώση και πληροφορία με την οποία μας τροφοδοτούσαν εκείνα τα χρόνια εντός και εκτός Σχολικού περιβάλλοντος ήταν αρνητικές για το άτομό του. Προερχόμενος από ένα οικογενειακό περιβάλλον αριστερών και πασοκικών καταβολών είχα παιδικές και εφηβικές μητρικές μνήμες που μου μιλούσαν για την δύσκολη και αντίξοη περίοδο της πρωθυπουργίας του, στο γεγονός ότι τα τότε Ελληνόπουλα και οι Ελληνοπούλες μαθητές και μαθήτριες των διαφόρων τάξεων των Σχολείων υποχρεωνόντουσαν να γραφτούν στη «Νεολαία» του Μεταξά και να φορούν το πηλήκιο με την κουκουβάγια αν δεν κάνω λάθος. Κάτι που άκουσα στα νεότερα χρόνια και από τις τηλεοπτικές συνεντεύξεις του Μίκη Θεοδωράκη που ήταν στην τότε Νεολαία. Με το ισχνό χαρτζιλίκι μου το αγόρασα (πόσο χρήσιμοι μας ήταν οι παλαιοί δοσάδες που πωλούσαν βιβλία και εγκυκλοπαίδειες με δόσεις) και μέσα σε διάστημα τεσσάρων περίπου μηνών διάβασα όλους τους τόμους του «Ημερολογίου» θέλοντας να επιβεβαιώσω! και τα λεγόμενα στις Ημερολογιακές «Ημέρες» που είχαν εκδοθεί τότε του Νομπελίστα μας ποιητή και διπλωμάτη Γιώργου Σεφέρη και διάβαζα μονορούφι για το άτομό του. Δεν είχα προσέξει τότε το γλωσσικό ιδίωμα που υιοθετούσε στην γραφή του ο Ιωάννης Μεταξάς, αναζητούσα να διαβάσω τις σκέψεις και τις κρίσεις του για ιστορικά πράγματα και γεγονότα, αποφάσεις του κατά τις περιόδους της στρατιωτικής του σταδιοδρομίας και της πρωθυπουργίας. Μνήμες των παλαιότερων που μεταφέρονταν στις επόμενες γενιές από στόμα σε στόμα από συζήτηση σε συζήτηση σαν παραμύθι. Το πολύτομο Ημερολόγιό του κυκλοφορούσε σε επανέκδοση από τις εκδόσεις «Γκοβόστη» την δεκαετία 1980-1990 αν η μνήμη δεν με απατά σε τρείς ογκώδεις τόμους. Την περίοδο αυτήν άρχισα να διαβάζω και να μελετώ ιστορικές μελέτες, άρθρα και βιβλία, δημοσιεύματα για την Μικρασιατική Καταστροφή του 1922 και τον Ξεριζωμό των Ελλήνων από τα πανάρχαια μέρη της Μικράς Ασίας. Επιθυμούσα να πιάσω κουβέντα με Μικρασιάτες πρόσφυγες που έμεναν στην Παλαιά και Νέα Κοκκινιά- την Νίκαια, περπατούσα τους χωματόδρομους και άκουγα τους αμανέδες και τα ρεμπέτικα και μικρασιάτικα τραγούδια από τα ανοιχτά παράθυρα με τα πλεχτά στο χέρι κουρτινάκια, την γλάστρα τον βασιλικό, το κλουβί με το καναρίνι και τα πισσόχαρτα, τα ελενίτ, τα κεραμίδια να σκεπάζουν τα ασβεστωμένα σπίτια με τα ρείκια, τα αγγελόμορφα ακροκέραμα στις άκρες και τις ξύλινες σκάλες, με τις μπουγάδες απλωμένες να μυρίζουν λουλάκι και πράσινο σαπούνι. Μαχαλάδες πριν γκρεμιστούν και γίνουν πολυκατοικίες, Είχα τότε προμηθευτεί ορισμένους από τους πολυσέλιδους τόμους «Έξοδος» που έβγαιναν σε άτακτα χρονικά διαστήματα νομίζω από την «Εστία της Νέας Σμύρνης». Ήσαν οι αυθεντικές Μαρτυρίες Μικρασιατών Προσφύγων που εξιστορούσαν τα της μαρτυρικής και αιματοβαμμένης εξορίας τους και της εγκατάστασής τους σε διάφορες περιοχές της κυρίως Ελλάδας, όπως και στην πόλη του Πειραιά, τους όμορους Δήμους της Νίκαιας,- Παλαιάς Κοκκινιάς- της Δραπετσώνας, του Περάματος, του Κερατσινίου, των Άσπρων Χωμάτων, των Γερμανικών, της Νεάπολης και δημιούργησαν τους δικούς τους προσφυγικούς όλο λάτρα και προκοπή συνοικισμούς. Διαβάζοντας το «Ημερολόγιο» του Ιωάννη Μεταξά με τις ισχνές εφηβικές ιστορικές γνώσεις που είχα, πρόσεξα, ότι ο συγγραφέας του ως έλληνας στρατιωτικός και πολιτικός είχε αρνηθεί, δεν συμφωνούσε με την εκστρατεία και αποστολή Ελληνικών στρατευμάτων στα μακρινά εδάφη της Μικράς Ασίας (Θέλοντας να φτάσει ο ελληνικός στρατός κυνηγώντας τις Κεμαλικές δυνάμεις μέχρι την Κόκκινη Μηλιά), διορατικός και έμπειρος αξιωματικός διέβλεπε τους μεγάλους κινδύνους. Ένα κουρασμένο και ταλαιπωρημένο-πεινασμένο και διψασμένο-ελληνικό στράτευμα, που του «φούσκωσαν τα μυαλά» με μεγαλοιδεατικά σχέδια των τότε πολιτικών και στρατιωτικών ιθυνόντων. Αντί να διαφυλάξουν τον πανάρχαιο Ελληνισμό της περιοχής της πολυπολιτισμικής και κοσμοπολίτικης Σμύρνης που μεγαλουργούσε εμπορικά και πολιτιστικά αποφάσισαν οι ιθύνοντες, οι στρατιωτικές επιχειρήσεις να συνεχιστούν και να φτάσουν τα ελληνικά στρατεύματα μέχρι την «Κόκκινη Μηλιά» δηλαδή την Άγκυρα. Χάνοντας τις εκλογές που προκήρυξε ο εθνάρχης αστός Κρητικός πρωθυπουργός Ελευθέριος Βενιζέλος εν μέσω πολέμου, (έχασε από την ΑττικοΒοιωτία που εκλέγονταν) η αντίπαλη πολιτική παράταξη, οι Βασιλικοί του Βασιλιά Κωνσταντίνου και ο πρωθυπουργός Δημήτριος Γούναρης και το στρατιωτικό επιτελείο του διέταξαν τα ελληνικά στρατεύματα ανοήτως να προχωρήσουν στα βάθη της Ανατολίας εναντίον του νεοσύστατου στρατού του Κεμάλ (του σταχτί λύκου) με τα γνωστά, ολέθρια αποτελέσματα για τον Μικρασιάτικο Ελληνισμό. Οι Νεότουρκοι και οι ιδιαίτερα οι Τσέτες έχοντας και την βοήθεια ξένων δυνάμεων, ακόμα και την οπλική υποστήριξη του ηγέτη της Ρώσικης Επανάστασης του Λένιν, αποδεκάτισαν το ελληνικό στράτευμα. Χάθηκαν ζωές ελλήνων στρατιωτών και απλών ελλήνων κατοίκων, απωλέσθησαν εδάφη-έστω εκτός ελληνικής γεωγραφικής επικράτειας όπως ελέχθει-, ξεριζώθηκε, εξανδραποδίστηκε ο Ελληνισμός ο εγκατεστημένος από τα Ομηρικά πανάρχαια χρόνια. Σκοτώθηκαν και βασανίστηκαν χιλιάδες έλληνες στρατιώτες και γυναικόπαιδα, γκρεμίστηκαν και κατεδαφίστηκαν οικίες, ναοί, μέγαρα, σχολεία, δημόσιες υπηρεσίες, συνοικισμοί Ελλήνων που είχαν οικοδομήσει εδώ και αιώνες στα παράλια της Μικράς Ασίας Έλληνες ταξιδευτές και άλλες πληθυσμιακές κοινότητες. Είπαν ότι η φωτιά ξεκίνησε από την Αρμένικη συνοικία και εξαπλώθηκε και στην πόλη της Σμύρνης, όπως και νάχει οι φλόγες της που διασώθηκαν στα κινηματογραφικά ντοκιμαντέρ ακόμα δηλώνουν το κακό. Ας μην λησμονούμε και τον διωγμό του Ποντιακού Ελληνισμού των περιοχών της Τραπεζούντας και άλλων πόλεων. Ήταν το μεγάλο ανοικτό ιστορικό τραύμα στην ιστορία του νεότερου σύγχρονου ελληνισμού τον προηγούμενο ταραγμένο αιώνα, πριν αυτό που επακολούθησε, του Κυπριακού Ελληνισμού το 1974. Η αιματοβαμμένη θυσία του Ελληνισμού καθρεφτίστηκε στο «σχοινί» και το μαρτύριο του Πατριάρχη όπως έγραψε ο ποιητής. Ο στρατιωτικός και πολιτικός Μεταξάς είχε εξοριστεί για τις αντίθετες θέσεις του, όπως γράφει στο "Ημερολόγιό" του. Μεγάλο για μένα ιστορικό ερώτημα, όπως και σε κάθε ιστορικό ερευνητή και φιλίστορα ήταν η πολιτική στάση του διοικητή της Σμύρνης Αριστείδη Στεριάδη. Τον πολιτικό διοικητή που είχε διορίσει στην θέση αυτή ο Ελευθέριος Βενιζέλος πριν χάσει τις εκλογές. Με ενδιέφερε να πληροφορηθώ, να βρω στοιχεία, ντοκουμέντα της εποχής, θέλοντας να σχεδιάσω ένα ιστορικό πορτραίτο για τον μοιραίο αυτόν Διοικητή της Σμύρνης και τον «σκοτεινό» ρόλο που έπαιξε όταν τοποθετήθηκε στην κρίσιμη νευραλγική αυτή θέση. Μία πολιτική περσόνα που κράτησε μία σκληρή και παγερή ουδετερότητα μεταξύ του ελληνικού και του τουρκικού πληθυσμού. Ένα άτομο μιά διφορούμενη πολιτική φυσιογνωμία προερχόμενη από διοικητικό θώκο στην βόρειο Ελλάδα που μετά την Μικρασιατική Καταστροφή και τον ξεριζωμό κατέφυγε, έζησε και πέθανε στην Ελβετία και δεν μίλησε ποτέ δημόσια για τα τραγικά αυτά γεγονότα και δραματικές εξελίξεις για τον Μικρασιάτικο Ελληνισμό, ούτε μας άφησε αν δεν λαθεύω- γραπτά κείμενα για την περίοδο της Διοίκησής του. Ή αν είχε κληρονόμους με τους οποίους συζητούσε και δικαιολογούσε την τότε στάση του. Ίσως και κανείς να μην τον αναζήτησε έκτοτε. Ο Στεριάδης κράτησε μια ουδέτερη στάση στις πολεμικές εξελίξεις τόσο απέναντι του Ελληνικού στοιχείου της Σμύρνης όσο και του Τούρκικου πληθυσμού που ζούσε στα πέριξ της. Αν κρατώντας αυτήν την σκληρή ουδέτερη και αυστηρή στάση ως Διοικητής το έπραξε επειδή του δόθηκαν εντολές από την τότε ελληνική κυβέρνηση, τον Ελευθέριο Βενιζέλο που τον είχε διορίσει ή από τις συμβουλές των ξένων συμμαχικών δυνάμεων που εκπροσωπούσε ο ελληνικός στρατός μάλλον δεν γνωρίζουμε. Απλά υποψιαζόμαστε και προσπαθούμε να κατανοήσουμε την ιδιοσυγκρασία του ως άτομο και ως κυβερνήτη τις κρίσιμες αυτές στιγμές για τον Ελληνισμό. Το πολιτικό άτομο και η πολιτική του, του Αριστείδη Στεριάδη, παρέμεινε ένα αίνιγμα της Ελληνικής Ιστορίας και παραμένει. Ένα ζήτημα έρευνας για τους καθαρόαιμους ιστορικούς και ερασιτέχνες αναγνώστες της Ιστορίας. Στα νεότερα χρόνια αναζήτησα στα βιβλιοπωλεία μήπως έχει γραφτεί καμία μελέτη ή μονογραφία για το άτομό του και την ζωή του να διαβάσω αλλά δεν βρήκα. Έτσι, παρά την αντίθετη ιδεολογικά γνώμη που έτρεφα για τον Ιωάννη Μεταξά και «φανατικός» Κανελλοπουλικός και θιασώτης του «πράσινου ήλιου» στα επαναστατικά χρόνια της νιότης μας, η ξεκάθαρη πολιτική στάση του Μεταξά μου είχε εντυπωθεί θετικά και πάντα κοίταζα να συμπληρώνω τα ιστορικά κενά των διαβασμάτων μου για το ποιός πραγματικά υπήρξε αυτός ο έλληνας στρατιωτικός, πολιτικός- δικτάτωρ και κυβερνήτης της Ελλάδας. Ποιά τα πολιτικά κίνητρά του, τα κυβερνητικά του πεπραγμένα, οι ιδέες, τα λόγια του, ο πολιτικός ρόλος του και οι συμμαχίες του, οι απόψεις του για τον τρίτο Ελληνικό Πολιτισμό όπως διακήρυσσε στα χρόνια του. Η πολιτική ζωή και τα έργα του πρωθυπουργού Μεταξά έχουν απασχολήσει δεκάδες ιστορικούς ερευνητές, μελετητές και συγγραφείς, λόγιους, ανθρώπους των γραμμάτων και των τεχνών, δημοσιογράφων και έχει σχηματιστεί το πορτραίτο του μέσα στην σύγχρονη, νεότερη ελληνική ιστορία και την συνείδηση των ελλήνων που έζησαν εκείνα τα χρόνια. Έχει αποτιμηθεί η όποια προσφορά του στην έγκαιρη θωράκιση του ελληνικού στρατεύματος και της χώρας την περίοδο του Δεύτερου Παγκοσμίου Πολέμου, διαισθανόμενος ότι οι Ιταλικές και Γερμανικές δυνάμεις ανέμεναν την κατάλληλη στιγμή να μας χτυπήσουν να εισβάλουν στο Ελληνικό έδαφος. Ο Ντούτσε δεν το έκρυβε άλλωστε οι μουσικόφιλοι «κοκορόφτεροι» ανέμεναν τις εντολές για την αναβίωση του αρχαίου Ρωμαϊκού Imperium. Τον Ιταλικό μεγαλοιδεατισμό του Μπενίτο Μουσολίνι που εκστράτευσε ενάντια μιας φτωχής πανάρχαιας αυτοκρατορικής χώρας την Αιθιοπία του Χαϊλέ Σελασιέ. Φυσικά είχαν αναδειχθεί-και δικαίως- τα πολιτικά λάθη του ως δικτάτορας η αυταρχική του διακυβέρνηση, οι φυλακίσεις και οι εξορίες επί πρωθυπουργίας του τόσο αστών πολιτικών όσο κυρίως κομμουνιστών. Πράγματα γνωστά σε όσους ηλικιακά γονείς μας μεγάλωσαν εκείνα τα χρόνια και θυμούνταν. Κάτι που σημαίνει ότι η ιστορική μνήμη δεν «διδάσκεται» αλλά βιώνεται και μεταφέρεται από γενιά σε γενιά κυρίως. Ακόμα θυμάμαι τα λόγια μιας προπολεμικής ελληνικής επιθεώρησης που άκουγα στα εφηβικά μου χρόνια. «Τάξη, τάξη, το ψωμί θα πάει δεκαέξι και το λάδι θα πετάξει», τραγουδούσε ο ηθοποιός Πέτρος Κυριακός και ήπιε το ρετσινόλαδο και τον ανάγκασαν να καθίσει πάνω σε πάγο ή κάτι τέτοιο. Την Ιστορία όμως δεν την γράφουμε εμείς οι νεότεροι αλλά οι προγενέστερες γενιές που μας την μεταφέρουν με την προφορική και γραπτή τους παράδοση και εμείς οι νεότερες γενιές την ακολουθούμε, την εξετάζουμε, ερευνούμε τα αποτελέσματά της στις σύγχρονες ζωές μας. Την ακολουθούμε πολλές φορές δεσμευόμενοι από τις αποφάσεις και επιλογές των παλαιοτέρων γενεών συμπατριωτών μας. Διαμορφώνεται η γνώμη μας, ζυμώνονται οι κρίσεις μας από τα λόγια, τις πράξεις, τις ενέργειες και τα όποια ηρωικά ανδραγαθήματα και πράξεις των προπατόρων μας ως φυσικοί και πνευματικοί τους κληρονόμοι που αποτελούμε το Έθνος των Ελλήνων μέσα στον χρόνο και την καθόλου Ιστορία της Ανθρωπότητας.

Διαβάζοντας τους τόμους του «Ημερολογίου» διαπίστωνα την γλώσσα που χρησιμοποιούσε, το καθαρό του ύφος, την σαφήνεια των θέσεών του, τις ερμηνευτικές του αναλύσεις-από την μεριά του- το πώς έβλεπε και αντιμετώπιζε τις τότε πολιτικές καταστάσεις σαν στρατιωτικός και πολιτικός και πως τις έκρινε. Σαν ένας από τους ηγέτες των τότε πολιτικών κομμάτων της Ελληνικής Βουλής, με καταγωγές Βενιζελικές, που του πρόσφερε ο τότε Βασιλιάς την πρωθυπουργία. Θιασώτης από παλαιά του έλληνα πολιτικού, φιλόσοφου και κοινωνιολόγου καθηγητή, διανοούμενου και δημοκράτη αγωνιστή, του τελευταίου πρωθυπουργού πριν την δικτατορία του 1967 Παναγιώτη Κανελλόπουλου, και έχοντας διαβάσει τις δικές του πολιτικές και ιστορικές μαρτυρίες στα βιβλία του, γνώριζα ότι ο αχαιός, πατρινός πολιτικός Παναγιώτης Κανελλόπουλος όπως και άλλοι παλαιοί Βενιζελικοί πολιτικοί, ο Γεώργιος Παπανδρέου και πλήθος αριστερών αγωνιστών των δεκαετιών εκείνων είχαν εξοριστεί και φυλακιστεί από το καθεστώς Μεταξά. Δεν θα μπορούσα παρά να επιλέξω το δημοκρατικό στρατόπεδο δίχως να πάψω να ερευνώ και να διαβάζω μελέτες και βιβλία για την περίοδο εκείνη και τους πολιτικούς της, τα πολιτικά πεπραγμένα της Βασιλικής δυναστείας σαν κομμάτι της καθόλου Ελληνικής Ιστορικής περιπέτειας. Γνώμες αστών ελλήνων πολιτικών και λογοτεχνών που τον σκιαγραφούσαν ο καθένας ανάλογα τις ιδεολογικές του επιλογές. Εξάλλου, οι Μικρασιάτες, αστοί και προλετάριοι, έμποροι και βιομήχανοι, απλός κόσμος ήσαν από παράδοση στην πλειονότητά τους Βενιζελικοί. Δεν θα περνούσε ποτέ από την σκέψη τους- σαν εκλογικό σώμα- αν ο Κρητικός Εθνάρχης Ελευθέριος Βενιζέλος βλέποντας το αδιέξοδο της Μικρασιατικής Εκστρατείας προκήρυξε εκλογές και τις έχασε, μεταφέροντας το Μικρασιατικό «άγος» στους ώμους των Βασιλοφρόνων. Παμπόνηρος ο Κρητικός πολιτικός γνώριζε να «καλύπτει» τις πολιτικές του αστοχίες αλλά αυτό είναι ένα άλλο ερώτημα της Ελληνικής Ιστορίας ζήτημα της προηγούμενης χιλιετίας.

 Όταν άρχισα να διαβάζω διάφορες μελέτες και άρθρα για το Γλωσσικό μας ζήτημα, ένας ακόμη πολυετής ελληνικός μας πνευματικός και κοινωνικός διχασμός-αυτήν την φορά γλωσσικός-που ταλάνισε την πατρίδα μας μέχρι τα πρώτα χρόνια της μεταπολίτευσης, τερματίστηκε το φλέγον αυτό ζήτημα, που τόσες συγκρούσεις έφερε μεταξύ λογίων, καθηγητών, συγγραφέων αλλά και απλών ελλήνων και ελληνίδων, με την εκπαιδευτική μεταρρύθμιση του Γεωργίου Ράλλη και την νομοθετική ρύθμιση και την υποχρεωτική καθιέρωση της Δημοτικής Γλώσσας στο Δημόσιο, επί κυβερνήσεως Κωνσταντίνου Καραμανλή, τότε ήρθαν στο νου μου οι θέσεις του Ιωάννη Μεταξά υπέρ της Δημοτικής Γλώσσας χωρίς όμως να εμβαθύνω ή εξετάσω περαιτέρω το θέμα. Η εκπαιδευτική και γλωσσική μεταρρύθμιση είχε ξεκινήσει να το υπενθυμίσουμε επί Κυβερνήσεως Γεωργίου Παπανδρέου πριν την χούντα με πρωτεργάτη έναν θεολόγο και φιλόσοφο, τον πεπειραμένο παιδαγωγό Πειραιώτη Ευάγγελο Παπανούτσο. Την γενική ιστορία του γλωσσικού μας ζητήματος μας την είχε γνωρίσει το βιβλίο του Γιάννη Κορδάτου των εκδόσεων «Μπουκουμάνη» και άλλες μελέτες και άρθρα. Είχα συναντήσει σε περιοδικό αν θυμάμαι σωστά και διαβάσει τις απόψεις του πρώτου προέδρου της Ελληνικής Δημοκρατίας Αλέξανδρου Παπαναστασίου για την ελληνική γλώσσα. Γνώριζα και γνωρίζαμε όπως όλοι μας τις θέσεις του Εθνάρχη Ελευθερίου Βενιζέλου, την μετάφρασή του της Ιστορίας του «Θουκυδίδη», τις θέσεις και τις ενέργειες της Βασίλισσας Όλγας να μεταφράσει το Ευαγγέλιο στην γλώσσα του λαού και τις αντιδράσεις που προκάλεσε, τις θέσεις άλλων ελλήνων πολιτικών της εποχής, τις απόψεις για την χρήση της Δημοτικής Γλώσσας των ηγετών και άλλων παραγόντων της αριστεράς, ακόμα και τις απόψεις του καθαρευουσιάνου καθηγητή Γεωργίου Μιστριώτη, που με παρότρυνε να τις διαβάσω, με συμβούλευσε για την ακρίβεια σοφός πανεπιστημιακός και αριστερών φρονημάτων κριτικός λογοτεχνίας, ανοιχτόμυαλος. Ο Ψυχαρισμός είχε εξαπλωθεί με πολλές μορφές και είχε διαβρώσει στρώματα της ελληνικής κοινωνίας και λογιοσύνης με άσκημα αποτελέσματα στην υιοθέτηση γλωσσικής χρήσης που πρέσβευε ο Γιάννης Ψυχάρης με το «Ταξίδι» του και άλλα του έργα. Μιά Δημοτική μάλλον «γραφείου». Ας μην λησμονούμε ότι Εκπαιδευτικά η γενιά μου ήταν «αναθρεμμένη» μέσα στο επτάχρονο δικτατορικό καθεστώς και είχαμε μπουρδουκλωθεί γλωσσικά. Αρχαία, Αρχαϊζουσα, Καθαρεύουσα, Ομιλούμενη Δημοτική στα σπίτια μας και μία λαϊκιά Δημοτική με ακραίες ορθογραφικές και συντακτικές προεκτάσεις, φωνητικούς ήχους και καταβολές που διαβάζαμε στα αριστερά έντυπα που κυκλοφορούσαν μετά την μεταπολίτευση του 1974. Μια τραβηγμένη από τα μαλλιά Μαλλιαρή που υιοθετούσαν και χρησιμοποιούσαν, έγραφαν οι πολιτικοί νεολαίοι της ανατρεπτικής εκείνης εποχής, στις κοινωνιολογικές της αποχρώσεις και γλωσσικές διαθλάσεις της προφορικότητάς της. Η ανάγνωση επίσης ελληνικών μυθιστορημάτων του μεγέθους και της φήμης ενός Νίκου Καζαντζάκη, του κυρ Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη, των Ελλήνων πεζογράφων Ηθογράφων όπως ο Ανδρέας Καρκαβίτσας, ο Ιωάννης Κονδυλάκης και άλλων, οι κοινωνιολογίζοντες συγγραφείς όπως ο Κωνσταντίνος Θεοτόκης, ενδέχεται να πρόσθεταν ορισμένα ακόμα γλωσσικά μας αδιέξοδα, ορθογραφικά και εκφραστικά διλήμματα στην μη διαμορφωμένη ακόμα άγουρη συνείδησή μας. Πέρα ασφαλώς από το ποιόν και το είδος, τον χαρακτήρα και τους γλωσσικούς ιδιωματισμούς που χρησιμοποιούσαμε στο άμεσο οικογενειακό μας περιβάλλον, στις καθημερινές μας παιδικές συναναστροφές, φιλικές και κοινωνικές σχέσεις, παρέες και καθημερινές δοσοληψίες μας. 

Παρενθετικά ας μου επιτραπεί να φέρω ένα σύγχρονο γλωσσικό παράδειγμα ιδιαίτερων χρωματισμών γλωσσικής εκφοράς από ένα σύγχρονο τηλεοπτικό σήριαλ που κάθε φορά που το βλέπω σκάω στα γέλια. Είναι το γνωστό «Καφέ της Χαράς» με τον Δήμαρχο όχι «Χαρχούδα» αλλά τον Κολοκοτρωνισιώτη Περίανδρο Πόπωτα «Εμπρός πίσω». Ένας χαρακτηριστικός και αξέχαστος ρόλος είναι αυτός του καφεπώλη Φατσέα συζύγου της Σταυρούλας αδερφής του Δημάρχου, πειραιώτη ηθοποιού Χάρη Ρώμα και τα στραμπουλισμένα ελληνικά που μιλάει και απευθύνεται. Ενας ρόλος άξιος προσοχής από μόνος του, μία καρικατούρα χαρακτηριστική που πάντα όσες φορές την βλέπεις χαίρεσαι και απολαμβάνεις τον ρόλο, ξεκαρδίζεσαι στα γέλια με τους γλωσσικούς και εννοιολογικούς του συνδυασμούς που κάνει ο Γεράσιμος Σκιαδαρέσης που τον ερμηνεύει. Ακόμα και η κόρη του που ξαφνικά εμφανίζεται στο αγαπημένο σήριαλ μιλά όπως ο πατέρας της υπενθυμίζοντας την πατρότητα καταγωγής της. Για να μην κουρδίσουμε χρονικά πιο πίσω το ρολόι της Ιστορίας στην «Βαβυλωνία» και τον αλησμόνητο Ηλία Λογοθέτη.

Μία ακόμη πτυχή της ατομικής μας δημόσιας εκμάθησης της πανάρχαιας ελληνικής γλώσσας, ήταν τα τότε ελληνικά Μουσικά Ακούσματα στις ταβέρνες, τις μουσικές εκδηλώσεις και πανηγύρια, τα στάδια και τις πορείες και πολιτικές διαδηλώσεις. Η Ρεμπέτικη γλωσσική εκφορά που ακούγαμε σε στέκια του Πειραιά είχαν επίσης επηρεάσει την γλωσσική μας προφορικότητα και έκφραση. Το ίδιο συνέβαινε και με την εκκλησιαστική γλώσσα και βυζαντινή υμνογραφία πού την αποστηθίζαμε δίχως να μας ενδιαφέρει από πού πήγαζαν οι ρίζες της ποιοί και για ποιό λόγο την χρησιμοποιούσαν ακόμα αλλά μας συγκινούσε. Λέξεις μουσικής μελωδίας άγνωστες, παράξενες, εκφράσεις μιας άλλης ιστορικής περιπέτειας που εξακολουθούσε να κοινωνεί ανάμεσά μας ως παράδοση του Γένους. Αυτές οι καμπανιστές καταλήξεις εξακολουθούν να είναι ακόμη μαγευτικές έστω και αν προφέρονται με τον από άμβωνος στόμφο ή το στασίδι ως ψαλτική πρόθεση που πολλές φορές λες και βρίσκεσαι σε θεατρικό σανίδι διαγωνισμού ψαλτικής τέχνης. Δεν αναφέρομαι στα ηθικολογικά κηρύγματα αλλά στην μουσική βυζαντινή μελωδία, στην στιχουργική μετρική,  στην φόρμα και στην μαγευτική εικονογραφία της και ασφαλώς στον λεκτικό πλούτο και τα θησαυρίσματα της ελληνικής, των μουσικών μελών της. Ας φέρουμε στο νου μας τρείς εκδόσεις μεγάλων και γνωστών Εγκυκλοπαιδειών που ήταν πασίγνωστες τα χρόνια εκείνα και την γλώσσα των λημμάτων τους. Την εγκυκλοπαίδεια του «Ηλίου», το «Λεξικό του Ελευθερουδάκη» και τη «Δομή» πολύτομες εκδόσεις που ανατρέχαμε για πληροφορίες και συμπλήρωμα των γνώσεών μας σχολικών και εξωσχολικών. Ή ακόμα τις δύο μεταφραστικές γλωσσικές εκδοχές που είχε η σειρά των αρχαίων συγγραφέων των εκδόσεων της Αθήνας Ι. Ζαχαρόπουλος που σπεύδαμε να τα αγοράσουμε και να τα διαβάσουμε. Μην ξεχνάμε ότι «δίγλωσσος (;)» συγγραφέας είναι και ο κυρ Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης. Στα έργα του υπάρχει και η Δημοτική και η Καθαρεύουσα και η Εκκλησιαστική Γλώσσα και οι Νησιώτικοι Σκιαθίτικοι ιδιωματισμοί.

Η γλώσσα της γενιάς μου διαμορφώθηκε και διαπλάστηκε από πολλές πλευρές και ακούσματα, τυπολογίας και ορθογραφικής αποτύπωσης εκδοχές, είναι παιδί διαφόρων γλωσσικών περιόδων, γραπτών και αυθεντικών αναγνωστικών ακουσμάτων μας, συνομιλιών μας. Από τα αστικά μυθιστορήματα έως τα δημώδη άσματα, τα λαϊκά νανουρίσματα και μοιρολόγια, τα λαϊκά παραμύθια όπως τα ακούγαμε από τους μεγαλύτερους και τα διαβάζαμε στα βιβλία και περιοδικά της εποχής. Την γλώσσα του Θεάτρου Σκιών που ακούγαμε παιδιά. Την ειδική μικρασιάτικη ντοπιολαλιά του προσφυγικού πολιτισμού της Μικράς Ασίας που ακούγαμε στις παραγκουπόλεις της Νίκαιας, της Παλαιάς Κοκκινιάς, της Νεάπολης, των Άσπρων Χωμάτων, του Περάματος, περιοχών του Πειραιά. Αν αληθεύουν ιστορικά τα λεγόμενά μου,-των προσωπικών ασφαλώς θεωρήσεων- τότε, θα μπορούσαμε να ισχυριστούμε ότι πολλών ακουσμάτων μείξεις και διασταυρώσεις είναι οι λέξεις και η γλώσσα που μίλησε η γενιά μου ή τουλάχιστον ένα πληθυσμιακό μέρος της. Για να μην αναφερθούμε στην γλώσσα που μίλαγαν πολλοί νησιώτες εγκατεστημένοι σε συνοικίες του Δήμου. Τουλάχιστον παρά τα λάθη μας δεν την αγγλοποιήσαμε όπως κάνουν οι σημερινές νεότερες γενιές, οι «μπούμερ» αν δεν λαθεύω. Δεν της δώσαμε μία μορφή εκφοράς προφορικότητας και γραφής, διαλόγου που προσομοιάζει με το λεξιλόγιο των Ηλεκτρονικών Υπολογιστών και των Σόσιαλ μίντια, των τηλεφωνικών μηνυμάτων. Τέλος, αν ευσταθεί, μεγάλη γλωσσική επίδραση είχαν όχι τόσο οι πανεπιστημιακές σχολές όσο η δημοσιογραφική γλώσσα, η γλώσσα και η ορθογραφία των πολιτικών εφημερίδων και των πολιτικών εντύπων της εποχής μετά την μεταπολίτευση. Τόσο ο αστικός τύπος όσο και ο αριστερός διαμόρφωσαν γλωσσικά τα κριτήρια των αναγνωστών τους μετά το 1974. Από τον τρόπο που εκφράζονταν και μιλούσε κάποιος ή κάποια ή έγραφε, καταλάβαινες τι ιδεολογίας εφημερίδα διαβάζει και τι πολιτικό κόμμα ασπάζονταν και ψήφιζε. Θέλω να πω με τα παραπάνω ότι η Γλώσσα δεν είναι ένα πράγμα στατικό, ένας οργανισμός αμετακίνητος, ένα θέσφατο συνεννόησης και επικοινωνίας των ανθρώπων αναλλοίωτο, άφθαρτο που οφείλουμε να το σεβόμαστε ασφαλώς, αλλά και να μας «δυναστεύει» με τις κατά καιρούς «αγκυλώσεις» της. Η Γλώσσα εξελίσσεται στον χρόνο όπως και το υποκείμενο που την μιλάει. Εμπλουτίζεται, χάνει λέξεις της, αλλοιώνονται φράσεις αλλάζουν χρωματισμοί της, έννοιες της τροποποιούνται, έχουμε διπλοτυπίες και διπλοπροφορές λέξεών της. Η Ελληνική γλώσσα έχει ενσωματώσει στο σώμα της αλλοδαπές λέξεις και εκφράσεις. Αρβανίτικες, Ιταλικές, Λατινικές, Γαλλικές, Αγγλικές, Τούρκικες κλπ. Οι άνθρωποι ταξιδεύουν, περιηγούνται χώρες, μεταναστεύουν, σκλαβώνονται από άλλους λαούς, συγκατοικούν με ξένους στις πατρίδες τους. Γίνεται να μην έχει την ίδια τύχη και η πανάρχαια Ελληνική Γλώσσα; Ακούστε τα ελληνοαμερικανικά των νεότερων γενεών ελληνόπαιδων και θα κατανοήσουμε την εξέλιξη και που σιγά- σιγά οδηγείται προοδευτικά ο γλωσσικός ελληνισμός του εξωτερικού και μέρος των ελλήνων εργαζομένων στις πολυεθνικές επιχειρήσεις. Ας προσέξουμε τους στίχους των τραγουδιών που ξετρελαίνουν τη σημερινή Νεολαία και ίσως συνειδητοποιήσουμε πιος «πεθαίνει» γρηγορότερα εμείς που την εκφέρουμε ή η ίδια η ελληνική γλώσσα; Γιατί μην μου πείτε αν μάθουμε απέξω τα ορθογραφικά λεξικά που κυκλοφορούν θα σώσουμε την κατάσταση. Ούτε θα μπορούσαμε να μιλάμε όλοι οι Έλληνες όπως μιλά ο Βιτσέντζος Κορνάρος στο έργο του «Ερωτόκριτος» όπως θα ήθελε αν δεν λαθεύω ο νομπελίστας μας Γιώργος Σεφέρης, ούτε να χρησιμοποιήσουμε την ποιητική δημοτική του γεραρού Κωστή Παλαμά. Να συνεννοούμαστε στην γλώσσα του ποιητή Ανδρέα Εμπειρίκου, του Ρεμπετολόγου Ηλία Πετρόπουλου, του Νίκου Καζαντζάκη, του Νίκου Τσιφόρου ή αυτή του Οδυσσέα Ελύτη όσο άρτια και τεχνικά όμορφη και αν είναι και ακούγεται μέσα στην δημοτική αριστοκρατικότητά της. Γλώσσα δεν φτιάχνουν, πλάθουν και σχηματίζουν μόνον οι λόγιοι και διανοούμενοι, οι ποιητές και πεζογράφοι μιας χώρας αλλά ο απλός καθημερινός λαός και οι καθημερινές του ανάγκες και όποιες ιστορικές προτεραιότητές του. Το παράδειγμα αυτό μας το έδειξε μάλλον ο ωκεάνιος λόγος του ποιητή Γιάννη Ρίτσου, πέρα από τις κομματικές του κόχες και αδιάβαστες σήμερα κόκκινες γωνίες του. Γιατί Γλώσσα πέρα από το είδος και την μορφή, κατηγορία και το λεξιλόγιο της στην διπλοτυπία και τις εξαιρέσεις του/της είναι τα πάντα, το καθόλου της ομιλίας μας, το όλον μέσον με το οποίο «σαρκώνεται» η επαφή μας με το φυσικό περιβάλλον και τους ανθρώπους, η ερμηνεία του και η επικοινωνία μεταξύ μας αναγνώριση. Κάθε λεκτικό σήμα με το οποίο επικοινωνούμε και συνεννοούμαστε, ερχόμαστε σε επαφή με τα πράγματα καθρεφτίζονται στη συνείδησή μας. Και όπως κάθε άνθρωπος είναι ξεχωριστός και ανεπανάληπτος, ιδιαίτερος και μοναδικός στην τελειότητα ή ατέλειά του, το ίδιο είναι και η γλώσσα που μιλά και διδάσκεται από όλες τις πλευρές αποφεύγοντας σκοπέλους της βαβυλωνιακής μας ασυνεννοησίας και αυτές που καλλιεργεί η ίδια η γλώσσα.

          Στο Αφιερωματικό αυτό τεύχος της «Νέας Εστίας», συμμετέχουν γνωστά μας ελληνικά ονόματα-αντρών και γυναικών-των Γραμμάτων και των Τεχνών. Ονόματα συγγραφέων και καλλιτεχνών που ίσως δεν περίμενες να συναντήσεις, αν και κάθε έργο και δημοσίευμα ενός δημιουργού πρέπει να εξετάζεται μέσα στο κλίμα και τις συνθήκες που κυοφορήθηκε, οφείλουμε να λάβουμε υπόψη μας ότι δίνει τις δικές του απαντήσεις ο κάθε συγγραφέας είτε σε ερωτήματα και διλήμματα της εποχής του ή απαντά σε κείμενα και έργα άλλων συγγραφέων. Όπως και νάχει τα ποιήματα και τα σύντομα ή μακροσκελή δημοσιεύματα αποτελούν μία μαρτυρία της εποχής τους που μας δείχνουν τις διαφορετικές οπτικές με τις οποίες φωτίζονται οι κυβερνητικές πρωτοβουλίες του τότε πρωθυπουργού και την σχέση του με τις τέχνες και τα γράμματα και τους ανθρώπους του θεάματος. Ιδιαίτερα από τους χώρους του Ελληνικού Θεάτρου.

 Ας δούμε τα Περιεχόμενα όπως τα αποδελτιώνουμε μετά από 86 χρόνια και οι τότε συμμετέχοντες συντελεστές αποτελούν εικόνες και ανθρώπινες φιγούρες μιάς φωτογραφίας μέσα σε ένα Μουσείο ή στις σελίδες ενός βιβλίου. Φέρνοντας στην σημερινή επιφάνεια του χρόνου ένα Αφιερωματικό τεύχος ενός παλαιού λογοτεχνικού περιοδικού που ενδέχεται, εξαιτίας της αρνητικής μας κρίσης του προσώπου που είναι αφιερωμένο και της πολιτικής σκιάς που έχει δημιουργηθεί γύρω από το όνομά του να μην είναι ευρέως γνωστά τα κείμενα και δημοσιεύματα στο αναγνωστικό μοντέρνο κοινό, παρά μόνο στους ειδικούς ερευνητές της φιλολογίας και των άλλων τεχνών όπως μας φανέρωσαν οι συζητήσεις και τα λόγια που ακούστηκαν περί της Δημοτικής στους τηλεοπτικούς δέκτες, αλλά ούτε και η προσφορά του Μεταξά. Αν δεν κάνω λάθος στις απόψεις μου.

Εδώ παρενθετικά  να προσθέσουμε κάτι επί προσωπικού στα τότε διαβάσματά μας, σε δημόσια Βιβλιοθήκη έτυχε να ξεφυλλίσω τον τόμο με τα Απομνημονεύματα του Αλέξανδρου Παπάγου, να αγοράσω την μετάφραση του έλληνα πολιτικού Ελευθέριου Βενιζέλου της Ιστορίας του Θουκυδίδη, τα σχόλια του Ηλία Ηλιού για το έργο του αρχαίου ιστορικού, τα Απομνημονεύματα του Μάρκου Βαφειάδη, του Γεωργίου Παπανδρέου και προσπαθούσα να κατανοήσω πώς στην πλειοψηφία νομικοί έλληνες πολιτικοί διαχειρίζονται την ελληνική γλώσσα αν ακολουθούν κατά πόδας τους κανόνες της Δημοτικής ή όπου ήταν αναγκαίο στο λόγο και τα γραπτά τους στις μεταφράσεις τους διαφοροποιούνταν. Για να περιοριστούμε σε παλαιούς πολιτικούς συγγραφείς και όχι σε αυτούς των τελευταίων δεκαετιών που μας άφησαν τα δικά τους ημερολογιακά πεπραγμένα του πολιτικού τους βίου, ή οι συγγενείς τους. Όπως ο πρωθυπουργός Παναγιώτης Κανελλόπουλος, ο ιστορικός Σπυρίδων Μαρκεζίνης, ο πρωθυπουργός Γεώργιος Ράλλης, η σύζυγος του Ανδρέα Παπανδρέου Δήμητρα Λιάνη-Παπανδρέου, ο υπουργός και θεατρικός συγγραφέας Ευάγγελος Αβέρωφ- Τοσίτσας, ο πρωθυπουργός Κωνσταντίνος Μητσοτάκης, ο πρώην πρόεδρος της Ελληνικής Δημοκρατίας και καντιανός φιλόσοφος Κωνσταντίνος Τσάτσος, Βουλευτές από διάφορες πολιτικές παρατάξεις, αρχηγοί αριστερών κομμάτων.

          Θα άξιζε μια ευρύτερη και ενδελεχή εξέταση των Απομνημονευμάτων των Ελλήνων Πολιτικών και όσων ασχολήθηκαν με την Πολιτική αρχινώντας από τον πρώτο Έλληνα Κυβερνήτη τον αδικοχαμένο Ιωάννη Καποδίστρια και τα Απομνημονεύματά του έως σήμερα. Ημερολογιακές καταθέσεις και προσωπικές αφηγήσεις όχι μόνο χρήσιμες στην ελληνική πολιτική ιστορία αλλά και σαν ένα ακόμα τεκμήριο γλωσσικό της εποχής τους και του ύφους τους όπως μας διασώζεται. Γιατί η γλωσσική μας κουλτούρα και η πολιτική έχουν αρκετά να μας μάθουν ακόμα.

ΤΑ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΤΟΥ ΤΕΥΧΟΥΣ

-Προσωπογραφία του Ιωάννη Μεταξά από τον Κωνσταντίνο Παρθένη.

-Σκίτσο του Ι. Μ. του Ευθύμιου Παπαδημητρίου

-Η «ΝΕΑ ΕΣΤΙΑ», Ο ΚΥΒΕΡΝΗΤΗΣ ΠΟΥ ΕΓΙΝΕ ΘΡΥΛΟΣ, 121-122

-Θ. Νικολούδης, Ο ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ, 123-126

-Κωστής Μπαστιάς (Γενικός Διευθυντής Γραμμάτων, Καλών Τεχνών και Κρατικών Σκηνών), Ο ΜΕΤΑΞΑΣ ΠΡΙΝ ΕΡΘΗ ΣΤΗΝ ΕΞΟΥΣΙΑ, 127- 129.

-Παντελής Πρεβελάκης (Διευθυντής των Καλών Τεχνών), Ο ΦΙΛΟΤΕΧΝΟΣ, 130-131

-Τάκης Μπαρλάς, ΗΡΩΙΚΗ ΕΛΕΓΕΙΑ, 132-133

-Μιχάλης Αργυρόπουλος (Πρόεδρος της Εταιρίας Ελλήνων Λογοτεχνών), Η «ΕΘΝΙΚΗ ΥΠΟΘΕΣΙΣ», 134

-Θ. Ν. Συναδινός (Πρόεδρος της Εταιρείας Ελλήνων Θεατρικών Συγγραφέων), ΤΙ ΜΑΣ ΘΥΜΙΣΕ Ο Ι. ΜΕΤΑΞΑΣ, 134-136

-Μανώλης Καλομοίρης (Πρόεδρος των Ελλήνων Μουσουργών), Ο ΙΩΑΝΝΗΣ ΜΕΤΑΞΑΣ ΚΑΙ Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΜΟΥΣΙΚΗ, 136-137

-Παρεμβάλλεται φύλλο με πορτραίτο του Ι. Μ. φιλοτεχνημένο από τον Π. Μαθιόπουλο.

-Μαρίκα Κοτοπούλη, Ο ΜΕΤΑΞΑΣ ΚΑΙ ΤΟ ΘΕΑΤΡΟ, 138

-Αυτόγραφο του Ιωάννη Μεταξά προς την κ. Κοτοπούλη, 138

-Αιμίλιος Βεάκης, ΘΡΗΝΟΙ ΚΑΙ ΚΛΑΨΕΣ ΟΧΙ, ΣΤΗ ΘΑΝΗ ΣΟΥ, 139

-Ειρήνη η Αθηναία, Η ΚΡΑΤΙΚΗ ΕΥΛΟΓΙΑ, 140-141

-Λόγια του Ιωάννη Μεταξά, 141

-Πέτρος Χάρης, Ο ΑΠΟΦΑΣΙΣΤΙΚΟΣ ΔΗΜΟΤΙΚΙΣΤΗΣ, 142-152

-Μ. Καραγάτσης, Ο ΠΡΩΤΟΣ ΔΗΜΟΤΙΚΙΣΤΗΣ ΠΡΩΘΥΠΟΥΡΓΟΣ, 153- 154

-Πέλος Κατσέλης (Διευθυντής Α΄ Άρματος Θέσπιδος), Ο ΙΩΑΝΝΗΣ ΜΕΤΑΞΑΣ ΚΑΙ ΤΟ «ΑΡΜΑ ΘΕΣΠΙΔΟΣ», 155-156

-Σκέψεις του Ιωάννη Μεταξά, 156

-ΛΟΓΟΙ ΤΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΜΕΤΑΞΑ ΓΙΑ ΤΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ, ΤΟ ΘΕΑΤΡΟ, ΤΙΣ ΤΕΧΝΕΣ. 157-165. [ ΣΤΟ ΓΕΥΜΑ ΤΩΝ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΙΚΩΝ ΟΡΓΑΝΩΣΕΩΝ, 157-160, 30/12/1938. – ΣΤΑ ΕΓΚΑΙΝΕΙΑ ΤΗΣ ΣΤΕΓΗΣ ΓΡΑΜΜΑΤΩΝ ΚΑΙ ΤΕΧΝΩΝ, 160-161, 20/12/1938. - ΓΝΩΜΕΣ ΤΟΥ ΑΡΧΗΓΟΥ ΠΕΡΙ ΤΩΝ ΕΙΚΑΣΤΙΚΩΝ ΤΕΧΝΩΝ, 161-165. 13/12/1937.- ΔΗΛΩΣΕΙΣ ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΤΥΠΟ ΤΗΝ ΗΜΕΡΑ ΤΩΝ ΕΓΚΑΙΝΙΩΝ ΤΟΥ Β. ΘΕΑΤΡΟΥ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ, 165, 1/8/1939.-

-Κρίση του Ι. Μ., 165

Και το Αφιέρωμα κλείνει με:

ΤΑ ΠΕΠΡΑΓΜΕΝΑ ΤΗΣ ΓΕΝΙΚΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΕΩΣ ΓΡΑΜΜΑΤΩΝ ΚΑΙ ΚΑΛΩΝ ΤΕΧΝΩΝ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΤΕΛΕΥΤΑΙΑΝ ΤΡΙΕΤΙΑΝ, 166-172

[1937-1938 1. ΔΙΕΥΘΥΝΣΙΣ ΓΡΑΜΜΑΤΩΝ. –2. ΔΙΕΥΘΥΝΣΙΣ ΚΑΛΩΝ ΤΕΧΝΩΝ. 1938-1939 1. ΔΙΕΥΘΥΝΣΙΣ ΓΡΑΜΜΑΤΩΝ. 2. ΔΙΕΥΘΥΝΣΙΣ ΚΑΛΩΝ ΤΕΧΝΩΝ. 1939-1940 1. ΔΙΕΥΘΥΝΣΙΣ ΓΡΑΜΜΑΤΩΝ. 2. ΔΙΕΥΘΥΝΣΙΣ ΚΑΛΩΝ ΤΕΧΝΩΝ.]

Το τεύχος διανθίζεται με φωτογραφίες καλλιτεχνών και των τεχνών που φωτογραφίζονται με τον Ιωάννη Μεταξά.

          Τέλος σαν Υστερόγραφο θα ήθελα να μνημονεύσω τα εξής για την Πειραϊκή Ιστορία. Για όσους λοιπόν Πειραιώτες «ξινίσουν» τα πρόσωπά τους συλλογιστούν διάφορα που ασχολήθηκα με τον Μεταξά, να υπενθυμίσουμε μια παρεξηγημένη περίπτωση ενός πειραιώτη παλαιού εκδότη του Σπύρου Κουσουρή. Ο Σπύρος Κουσουρής ο οποίος ποτέ του δεν έκρυψε τα «φιλοχουντικά» του αισθήματα- όσοι τον γνώριζαν και είχαν επισκεφτεί το Βιβλιοπωλείο που διατηρούσε, την υποστήριξή του στον δοτό δήμαρχο της επταετίας κυρό Αριστείδη Σκυλίτση θα θυμούνται και θα γνωρίζουν πόσο συμπαραστάθηκε σε έναν καθαρόαιμο κομμουνιστή αντιστασιακό και κυνηγημένο, τον ποιητή και τεχνοκριτικό Κώστα Θεοφάνους. Τα λόγια του Θεοφάνους για τον Κουσουρή ήταν πάντα θετικά (πέρα από τις ιδεολογικές τους διαφορές) όπως και του βιβλιοπώλη και εκδότη προς τον συγγραφέα, και ακόμα, ότι οι Πειραϊκές Εκδόσεις που είχε ο Σπύρος Κουσουρής είχαν εκδώσει και βιβλία Εαμιτών πειραιωτών συγγραφέων. Και ο Σπύρος Κουσουρής όσο ζούσε μετέφερε με το αμάξι του τον φίλο του Κώστα Θεοφάνους στις διάφορες δουλειές του και στο εξοχικό που διέμενε. Θέλω να πω, ότι τα πράγματα στην Ζωή δεν είναι άσπρα ή μαύρα και ότι ο μανιχαϊστικός τρόπος σκέψης μας συνήθως εμποδίζει τις μεταξύ μας κοινωνικές και φιλικές σχέσεις και παρέες και αυτό είναι κρίμα. Τα προβλήματα της ζωής είναι κοινά, πέρα από πολιτικά διαχωριστικά πάθη ό,τι και να πιστεύει κανείς, όποιαν Ιδεολογία ή Θεό και αν ασπάζεται ή δεν ασπάζεται, ότι και αν ψηφίζει. Δυστυχώς υπάρχουν ακόμα πολιτικοί στην χώρα μας που προσπαθούν να μας χωρίζουν αντί να μας ενώνουν.

Γιώργος Χ. Μπαλούρδος

Πειραιάς

Τετάρτη 15-29 Οκτωβρίου 2025

Στο όνομα του Κοινού των Πανελλήνων όπως θα μας τραγουδούσε και ο Διονύσης Σαββόπουλος.                  

Δευτέρα 27 Οκτωβρίου 2025

Πειραϊκές Μνήμες του Πολέμου και της Κατοχής

 

Πειραϊκές Μνήμες του Πολέμου και της Κατοχής

          «Για να μην ξαναπεράσει ο θάνατος

          από τα μονοπάτια του χωριού μας.

          λιακάδα χειμωνιάτικη στον καχεκτικό Πειραιά.

          Και ξαφνικά ο τρόμος

          ο εναέριος τρόμος στα πρόσωπα

          και τα μάτια μας άδειες σπηλιές

          και τα χέρια

          μόνο τα χέρια μας να φωνάζουν

          και να μπαίνουν πιο μέσα απ’ το θάνατο

          οι καρδιές…. Στέλιος Γεράνης.

    Θα εορτάσουμε για μία ακόμη χρονιά την επέτειο του ΟΧΙ, την απελευθέρωση της πατρίδας μας από τον φασιστικό ζυγό, την Νίκη των Συμμαχικών Δυνάμεων εναντίων των κατακτητικών στρατιωτικών δυνάμεων του Άξονα και το τέλος του Δεύτερου Παγκοσμίου Πολέμου. Η 28η Οκτωβρίου είναι μία από τις Εθνικές μας Εορτές που εορτάζουμε πανηγυρικά με σχολικές και στρατιωτικές παρελάσεις. Δεν θα μπλέξουμε σε συγγραφικές περιπέτειες και αναλύσεις επί των αναλύσεων συζητήσεις, στο ποιός είπε το ΟΧΙ, αν το είπε ο δικτάτορας τότε Έλληνας πρωθυπουργός ή ο Ελληνικός Λαός. Η επίσημη Ιστορία έχει αναφέρει εδώ και χρόνια τα επιστημονικά της συμπεράσματα και έχει δώσει τις ανάλογες εξηγήσεις. Να υπενθυμίσουμε μόνο το πόσο ετοιμοπόλεμος, προετοιμασμένος ήταν την περίοδο αυτή ο ελληνικός στρατός, ότι δεν τον βρήκε η Ιταλική και Γερμανική επίθεση απροετοίμαστο. Και ακόμη, ας αναλογιστούμε, ότι πριν κλείσει ο 20ος αιώνας τα ελληνικά στρατεύματα, οι κατά διαστήματα ηγεσίες τους, το πολιτικό προσωπικό της χώρας και τα πρόσωπα της βασιλικής δυναστείας ως εκπρόσωποι της ελλάδας και του ελληνικού λαού είχαν στην πολιτική και στρατιωτική τους σταδιοδρομία τουλάχιστον τρείς ή τέσσερεις πολέμους στο ενεργητικό τους. Λαός και ηγεσία ήταν ετοιμοπόλεμοι και προετοιμασμένοι από παλαιά. Είχαν συμμετάσχει σε Βαλκανικές και Παγκόσμιες συρράξεις και εθνικοαπελευθερωτικές συγκρούσεις και πολεμικές επιχειρήσεις, σε διασυνοριακές πολεμικές διαμάχες και είχαν νικήσει αρκετές φορές διάφορους γειτονικούς λαούς μεγαλώνοντας τα σύνορα της χώρας στα σημερινά της γεωγραφικά όρια. Για να κατανοήσουμε το ετοιμοπόλεμο του ελληνικού στρατεύματος και την αμυντική υπεράσπιση της πατρίδας μας, ας φέρουμε στη σκέψη την γενική επιστράτευση του 1974 που διέταξε το τότε στρατιωτικό καθεστώς και στο πόσο απροετοίμαστοι είμασταν με τα γνωστά αποτελέσματα. Αντισταθήκαμε, πολεμήσαμε, υψώσαμε το ανάστημά μας με ανδρεία και υπερηφάνεια, αποφασιστικότητα και τόλμη ενάντια τόσο των Ιταλών όσο και των Γερμανών. Σύσσωμος ο Ελληνικός Λαός, ακόμα και οι εκδιωγμένοι και φυλακισμένοι έλληνες κομμουνιστές από το καθεστώς λόγω κοινωνικών τους φρονημάτων και ιδεολογικών θέσεων, οι κάθε κατηγορίας αριστεροί πολίτες ζήτησαν από τον τότε πρωθυπουργό Ιωάννη Μεταξά να πάρουν τα όπλα και να πολεμήσουνε τον εχθρό. Υπάρχει ένα παλαιό τεύχος του λογοτεχνικού περιοδικού «Νέα Εστία» αφιερωμένο στον Ιωάννη Μεταξά αμέσως μετά τον Θάνατό του, θα μας εκπλήξουν τα ονόματα των καλλιτεχνών και ανθρώπων των γραμμάτων που μιλούν και γράφουν κείμενα και ποιήματα επαινετικά για τον δικτάτορα πρωθυπουργό, λάτρη και υποστηρικτή των τεχνών και θιασώτη της δημοτικής γλώσσας. Ονόματα που προέρχονται από τον λεγόμενο αριστερό προοδευτικό χώρο. Όπως το ποίημα του πειραιώτη ηθοποιού και συγγραφέα Αιμίλιου Βεάκη. Του πιο συνεπή «μαθητή» του Νίκου Καζαντζάκη, πεζογράφου και ποιητή Παντελή Πρεβελάκη, του μυθιστοριογράφου που συνδέθηκε με τον Πειραιά Μ. Καραγάτση κλπ. Η σύσσωμη Ελληνική Εθνική Αντίσταση φανέρωσε περίτρανα στους Συμμάχους μας τι αξίζει και τι αποθέματα δύναμης και κουράγιου διέθετε ο ελληνικός στρατός και πόσο ακμαίο ήταν το πάνδημο φρόνημα του Ελληνικού Λαού. Νικήσαμε τις Ιταλικές δυνάμεις και καθυστερήσαμε αμέσως μετά επιχειρησιακά τις Γερμανικές, βοηθώντας τις Συμμαχικές να προετοιμαστούν ανετότερα να αντιμετωπίσουν τις ναζιστικές και φασιστικές. Οι δικές μας αγωνιστικές επιχειρήσεις καθυστέρησαν τον γερμανικό στρατό στο να εισβάλει νωρίτερα στην τότε αχανή και παγωμένη Σοβιετική Ρωσία και να πάθει την πανωλεθρία που έπαθε όπως έναν αιώνα νωρίτερα ο Μεγάλος Ναπολέοντας στην δική του εκστρατεία.  Ανήκουμε στην γενιά εκείνη των μεταπολεμικών χρόνων που δεν είδαμε Πόλεμο, Κατοχή, Σκλαβιά, Μαρτύρια, Βασανιστήρια, Δολοφονίες, Φυλακίσεις, Πείνα, εξορίες. Από τις εφημερίδες και τα περιοδικά, την τηλεόραση και το ραδιόφωνο του 1974 πληροφορηθήκαμε τα όσα συνέβησαν στον Κυπριακό Ελληνισμό με την ξένη εισβολή στην Μεγαλόνησο. Οι Έλληνες και οι Ελληνίδες που γεννήθηκαν τις δεκαετίες μετά το 1950 δεν υπέστησαν άμεσα τα φρικτά δεινά του Πολέμου και της Κατοχής, της ξένης σκλαβιάς, μόνο τις τρομακτικές μακροχρόνιες συνέπειές τους, και αυτές του εμφύλιου σπαραγμού που επακολούθησε διχάζοντας την χώρα στα δύο στις συνειδήσεις και τις ζωές τους. Τα παιδιά και τα εγγόνια αυτών των Ηρώων Ελλήνων και Ηρωίδων Ελληνίδων που θυσιάστηκαν, βασανίστηκαν, έδωσαν την ζωή τους για να είμαστε εμείς σήμερα ελεύθεροι και να τους τιμούμε ή να τους αγνοούμε. Ζήσαμε τα ιστορικά απόνερα και μπολιαστήκαμε με τις μνήμες και αναμνήσεις εκείνων. Κάθε ελληνικό σπίτι είχε τις δικές του απώλειες, κάθε οικογένεια κήδευε τους δικούς της νεκρούς, θρηνούσε δικούς και ξένους, συντρόφους και φίλους, γείτονες συναγωνιστές, συγγενείς. Τα Γερμανικά εχθρικά στρατεύματα υποχωρώντας και χάνοντας τον πόλεμο σε παγκόσμιο επίπεδο έφυγαν και από την Ελλάδα, αφήνοντας όμως πίσω τους καταστροφές και ερείπια, μνήματα και τάφους νεκρών αγωνιστών, κλέβοντας τον εθνικό μας πλούτο. Έμειναν όμως ζωντανές οι σκοτεινές ενέργειές τους στις μνήμες των γονιών μας, των θείων μας, των μεγαλύτερων. Δεν ξεχάστηκαν οι δολοφονικές τους πράξεις, τα βασανιστήριά τους ακόμα και σε μικρά ελληνόπουλα, οι πυρπολήσεις ελληνικών χωριών, ο εξανδραποδισμός Ελλήνων αγωνιστών από τους γενέθλιους τόπους τους. Οι φυλακίσεις, τα βασανιστήρια, οι τουφεκισμοί αθώων Ελλήνων σε Μάντρες και Πλατείες πέρα από ηλικία και φύλο για να υπενθυμίζουν στον Ελληνικό Λαό τι εστί φασισμός και ναζισμός. Όσοι επέζησαν των πολεμικών γεγονότων της γερμανικής σκλαβιάς και θύελλας του πολέμου, όσοι έζησαν τον τορπιλισμό της «Έλλης» την ημέρα του Ευαγγελισμού ως έφηβοι στο νησί της Τήνου, όσοι μετείχαν σαν απλοί στρατιώτες στα χαρακώματα με τα πολεμικά ανδραγαθήματα και αντιστασιακές μάχες στα χιονισμένα βουνά της Αλβανίας, ή ανθυπολοχαγοί (για να θυμηθούμε τον Οδυσσέα Ελύτη) κουβαλούν μέσα τους ως φυλακτό τις μυριάδες μικρές και μεγάλες ένδοξες πράξεις αντίστασης ενάντια στον ξένο κατακτητή. Δεν μπορούσαν να ξεχάσουν τα όσα φρικτά έζησαν, βίωσαν, τα διαφύλαξαν στο σεντούκι της μνήμης τους μεταφέροντάς τα ως κληρονομιά στα νεότερα μέλη των οικογενειών τους, στα παιδιά τους, τις επόμενες δεκαετίες ειρήνης που ακολούθησαν. Κάθε οικογένεια ξεχωριστά και μοναδικά πλήρωσε το δικό της πατριωτικό τίμημα, είχε τις δικές της απώλειες και θρήνησε τους νεκρούς της. Αυτές τις ανεξίτηλες μνήμες που σημάδεψαν τα σώματα, τις ψυχές, τις καρδιές, τις σκέψεις και τις συνειδήσεις κοίταξαν να διατηρήσουν ως καντήλι αναμμένο στις νεότερες γενιές των ελλήνων.

 Άφησαν προσωπικά ημερολόγια, έγραψαν βιβλία- ιστορικά ντοκουμέντα- δημοσίευσαν άρθρα και κείμενα, έδωσαν συνεντεύξεις, ομιλίες, εξέδωσαν ποιητικές συλλογές και μυθιστορήματα, συμμετείχαν σε ιστορικά συνέδρια και επιστημονικά πάνελ, μας πρόσφεραν την δική τους αλήθεια μαρτυρίας που δεν άκουσαν αλλά έζησαν σε όλο το μαρτυρικό της, της σύγχρονης Ιστορίας απόσταγμα. Βίωσαν καταστάσεις, άντεξαν βασανισμούς και μαρτύρια, τραυματισμούς, δεν πρόδωσαν τους συναγωνιστές τους, επέζησαν. Η επίσημη των Ελλήνων Ιστορία θα ήταν λειψή δίχως την δική τους φωνή, τον δικό τους πονεμένο λόγο, τις δικές τους εξιστορήσεις και αναμνήσεις.

     Όπως και η υπόλοιπη Ελλάδα έτσι και η πόλη μας, ο Πειραιάς πλήρωσε βαρύ και σκληρό τίμημα σε ανθρώπινες ζωές και κακουχίες κτηριακές καταστροφές. Καταστράφηκαν και γκρεμίστηκαν βασικές κτηριακές υποδομές του Πειραιά. Βομβαρδίστηκε το Λιμάνι του, περιοχές του, σημαντικές υποδομές της Πόλης έγιναν στάχτες και ερείπια, οι λιμενικές του εγκαταστάσεις και κομβικά σημεία του πειραϊκού χώρου δόθηκαν στην πυρά από τις εχθρικές ξένες δυνάμεις και εν μέρει από τις συμμαχικές όπως του Λιμανιού στις πολεμικές επιχειρήσεις ενάντια στον Γερμανικό στρατό. Διεξήχθησαν πολεμικές μάχες και συγκρούσεις μεταξύ των εχθρικών δυνάμεων και των ελλήνων πατριωτών αγωνιστών εντός του Δήμου, πέριξ, στο Κερατσίνι, σε άλλους όμορους Πειραιώτικους Δήμους.  Η Θυσία των Ελλήνων πατριωτών στο Μπλόκο της Κοκκινιάς έγινε σύμβολο υπενθύμισης αντίστασης και προσφορά των Ελλήνων στον Ευρωπαϊκό πολιτισμό. Η πείνα, οι αρρώστιες, οι κακουχίες, ο θάνατος θέριζαν τους φτωχούς βασανισμένους Έλληνες. Στην σειρά των συσσιτίων στέκονταν ποιητές και ανώνυμοι έλληνες, λόγιοι και συγγραφείς, μαγαζάτορες και λιμενεργάτες, αστοί και προλετάριοι. Κυριολεκτικά δια πυρός και σιδήρου βίωσαν αυτά τα χρόνια οι πατεράδες και οι μανάδες μας, οι παππούδες μας πρόσφυγες που είχαν εγκατασταθεί στον Πειραιά μετά την Μικρασιατική Καταστροφή του 1922. Αιματοβαμμένες ηρωικές μνήμες και αναμνήσεις που έγιναν μετά την Απελευθέρωση και τους πανηγυρικούς εορτασμούς γλυπτικά ηρώα τιμής, εξιστορήσεις εικαστικών παραστάσεων, αφηγήσεις θεατρικών έργων, αναπλάσεις γεγονότων σε κινηματογραφικές ταινίες, υλικό συγγραφικό για επικές ποιητικές συλλογές που υμνήθηκαν, μυθιστορήματα, διηγήματα, χρονικά ακόμα και παιδικά ηρωικά κόμικς. Ατομικά χειρόγραφα Ελλήνων στρατιωτών, Πειραιωτών που διαφυλάχτηκαν σαν ιερό φυλακτό από τους ίδιους ή τους συγγενείς τους.

     Για την ιστορική αγωνιστική προσφορά του Πειραιά και του πειραϊκού λαού την περίοδο του Πολέμου και της Κατοχής, τις εκατοντάδες απώλειες έχουν γραφτεί αρκετά και σημαντικά κείμενα σπουδαία τεκμήρια της καθόλου Πειραϊκής Ιστορίας. Γνωστή μας είναι και η αρθρογραφία, η δημοσιογραφία, τα δημοσιεύματα, τα αφιερώματα για την προσφορά της Πόλης και των Πειραιωτών, εξιστόρησης των καταστροφών που υπέστη η Πόλη και το Λιμάνι του Πειραιά. Ας μνημονεύσουμε ενδεικτικά, ορισμένα αφιερώματα και ας αντιγράψουμε μνήμες Πειραιωτών συγγραφέων, ενός ποιητή και ηθοποιού και ενός πεζογράφου. Και τα δύο κείμενα όπως και άλλα που γνωρίζουμε, παραδείγματος χάρη του Χρήστου Λεβάντα, του Κώστα Θεοφάνους, του Δημήτρη Λιάτσου, του Στέλιου Γεράνη, του Νίκου Ι. Χαντζάρα, του Νίκου Γαριδάκη, του Γιάννη Ε. Χατζημανωλάκη, του Στέλιου Μπινιάρη και άλλων Πειραιωτών, δεν είναι απλές κειμενικές αφηγήσεις και αποτυπώσεις ατομικών αναμνήσεων συμμετεχόντων Πειραιωτών την δεκαετία εκείνη αλλά η συλλογική φωνή και μνήμη της Ιστορίας της Πόλης στην εξέλιξή της. Οι Πειραιώτες θυμούνται, η Πόλις έχει την δική της μνήμη, η Ιστορία του Δήμου δεν είναι παρά ένα μωσαϊκό μνημών που καθρεφτίζει δημότες και χώρο στην Κιβωτό του Χρόνου.

     ΣΤΡΑΤΟΠΕΔΟ  ΣΥΓΚΕΝΤΩΣΕΩΣ

        (Μνήμη της Κατοχής)

Του Λάμπη Ν. Βολανάκη

          Το χιόνι-παγωμένες στίβες-απλώνονται παντού, παχύ, αφράτο, στυγνό. Όπου δοκάρι και πανέμορφος σταλακτίτης ο πάγος. Η νύχτα παγερή σαν το θάνατο. Ήρεμη, Σιωπηλή. Πάνω της φτερουγίζει ο Χάρος. Ο πόλεμος! Κάπου, κάπου μακρυά,- μα πόσο μακρυά;- ένας Θεός- λένε γεννιότανε. Κάπου, κάπου εδώ- μα πολύ κοντά μας, μαζί μας- δίπλα μας, μέσα μας, μιά ζωή…. Χίλιες ζωές πεθαίνουν.

          «Και επί Γης ειρήνη…».

Ξημερώνουν Χριστούγεννα!

          Η αυγή έρχεται σιωπηλή, αργή, φοβισμένη.

    Τα παραπήγματα, οι μεγάλες κασόνες, που στεγάζουν ανθρώπους, ανοίγουν δειλά τις πόρτες τους στο σκοτάδι του στρατοπέδου. Το χιόνι σκεπάζει τη Γης, τις στέγες των σπιτιών, τις στέγες των κρεματορίων, των «λουτρών», των θαλάμων Διοικήσεως! Σκεπάζει και τις σκέψεις των Ανθρώπων. Η παγωνιά ξυραφίζει τις καρδιές μας. Η ζωή έρμαιη κρέμεται κάτω απ’ τον παγερό σκοτεινό ουρανό.

          Απ’ τις μουντές πόρτες βγαίνουν και χύνονται στο σκοτάδι, ένας-ένας, δυό-δυό, οι σκελετωμένοι «εχθροί». Στις γωνιές, στις σκοπιές, ψηλά, στις πόρτες των θαλάμων Διοικήσεως παγωμένοι, σκοτεινοί, αμίλητοι οι «εχθροί» σκοποί, επιτηρούν. Όλοι λεροί, παγωμένοι. Τα δόντια σφιγμένα, η καρδιά σκληρή, το μυαλό κλειστό, το βλέμμα σβησμένο. Δεν σκέφτονται τίποτα, δεν θυμούνται τίποτα, δεν ζητούν τίποτα. Νεκρές ζωές που κινιούνται, λες μες στο σκοτάδι της αιωνιότητας. Και το αίμα σκληρό σαν διαμάντι, καφτό σαν βραστό ατσάλι, διαπερνάει τη σάρκα τους. Ζούν!

          Ο βοριάς σφυρίζει και σέρνει το χιόνι, για να το στείλει να δροσίσει τα καυτά μέτωπά μας και να κάψει τα μάτια μας. Δεν μας τρυπάει τη σάρκα. Είμαστε πιό σκληροί. Ο κόσμος κάπου ξυπνάει μες στη θαλπωρή ζεστασιά του. Και μείς  ξυπνήσαμε χωρίς να κοιμηθούμε μες στην παγερή τη νύχτα των Χριστουγέννων. Κάποτε-ίσως-κι’ εμείς να ζήσουμε τη νύχτ’ αυτή. Μα τώρα; Ανθρώπινα απομεινάρια… σάρκες, τομάρια, κόκκινα καυτερά μάτια, κόκκαλα που ξεπροβάλλουν προκλητικά απ’ τις γωνιές του κορμιού μας, διασχίζουμε τους δρόμους του στρατοπέδου για το πρωινό προσκλητήριο. Το παγωμένο ξεροβόρι βελονιάζει το μισόγυμνο κορμί μας. Κάτω απ’ τις σκληρυμένες πατούσες μας στάζει ο  πάγος και τις τρυπάει.

          Πράσινα, κόκκινα, κίτρινα, μαύρα ξεσχισμένα μπαϊράκια, τα κομμάτια- υπόλοιπα ρούχων που σκεπάζουν τα κορμιά μας.

          … Οι ώρες περνούν άδειες, άχρηστες, κούφιες, νεκρές… χαμένες στο διαστημικό χάος;

          Χριστούγεννα!

          «…Και εν ανθρώποις ευδοκία…!»

          Στρατόπεδο συγκεντρώσεως!

          Μας έρχεται πάλι η Νύχτα! Η Νύχτα, η καλή μας μάνα, η αδελφούλα μας, η αγαπημένη μας, η… ψυχή μας…, η νύχτα!...

          Η ματιά μας σκληρή, κακιά, μισητή χύνεται γύρω μας! Τα δόντια μας σφίγγουν και τρίζουν με το πιό απέραντο μίσος για κάθε ζωή. Δεν έχουμε κανέναν άλλον, έξω από τον ίδιο τον εαυτό μας. Δεν αγαπούμε τίποτα, δεν σκεφτόμαστε τίποτα, δεν θυμόμαστε τίποτα. Δεν αισθανόμαστε τίποτα, έξω από το μίσος. Το έρεβος είναι: η ψυχή μας. Κι’ η Νύχτα το καβούκι μας. Μας αγκαλιάζει, μας κρύβει. Μας σκεπάζει με τις μαύρες φτερούγες της και ζεσταίνει τη ζωή μας. Αγκαλιαζόμαστε μαζί της και ηδονιζόμαστε στη γαλήνη της, στην ησυχία της, στο σκοτάδι της. Δεν βλέπουμε τίποτα, δεν μας βλέπει τίποτα. Οι άνθρωποι τη φοβούνται. Κι’ εμείς την αγαπούμε. Μας προστατεύει… Η νύχτα η… μάνα μας… Η νύχτα… η ψυχή μας… Η νύχτα… η ελπίδα μας.

Λάμπης Ν. Βολονάκης, περιοδικό Φιλολογική Στέγη, χρόνος Ζ΄ αριθμός φύλλου 19/ Μάρτιος 1972.

          ΕΝΑΣ  ΝΕΚΡΟΣ  ΤΟΥ  ΜΠΛΟΚΟΥ

Του Γιώργου  Μετσόλη

Από την ποιητική του συλλογή «ΘΥΣΙΕΣ» Μνήμη της 17ης Αυγούστου 1944.

 

Αγόρι μου αν περάσεις την πύλη της μάντρας

θα διαβάσεις στους τέσσερεις ασβεστωμένους τοίχους

την πιό μεγάλη ώρα της μικρής ιστορίας μου.

 

Από την π ύ λ η αυτή των οδυρμών

από την π ύ λ η αυτή της αγιασμένης μ ά ν τ ρ α ς

παρέλασαν με περηφάνια και δοξάστηκαν τα νιάτα.

 

Αν σκάψεις με το νύχι το πηχτό στρώμα του ασβέστη

θα φανούν αχνές κηλίδες, ξεθωριασμένα κόκκινα ίχνη

από αθώο νεανικό πιτσιλισμένο αίμα.

 

Μπορεί να σκοντάψει το μαλακό σου δάχτυλο σε βλήμα

που ξαστόχησε ή που ξεστράτισε από λύπη,

που σπλαχνίστηκε τη ζωντανή σάρκα, τα κόκκαλα

τους προδομένους έφηβους.

 

Το σκληρό μολύβι που με βρήκε ολόϊσα στην καρδιά

το φύλαξε σ’ ένα μπαμπάκι ψηλά στο ‘κονοστάσι

η μαυρομαντηλούσα  προσφυγοπούλα μάνα σου.

            Γιατί να ξέρεις

τη λευτεριά την κέρδισε ο αρματολός παππούς σου

με κ α λ ό  β ό λ ι, αγόρι μου.

 

Αν αχνίσει δάκρυ στο τρυφερό αχνούδωτο μάγουλο,

από την π ύ λ η θα βγεις ά ν τ ρ α ς, γιέ μου.

Το αίμα που θα κοχλάζει στις μικρές λεπτές φλέβες σου

που θα κραυγάζει: ε κ δ ί κ η σ η

            Θα είναι το αίμα μου.

          Η  ΑΠΟΦΡΑΔΑ

Του Νίκου Ι. Χαντζάρα

εφ. Η ΦΩΝΗ ΤΟΥ ΠΕΙΡΑΙΩΣ» 14/6/1947

          Ο αλησμόνητος σε τραγικότητες βομβαρδισμός του Πειραιά την 11ην Ιανουαρίου 1944 έκανεν αναγκαστικά κατοίκους της πρωτεύουσας τα τέσσερα πέμπτα του Περαιώτικου πληθυσμού του. Την αποφράδα αυτήν ημέρα κάμποσοι λογοτέχνες εκηδέψαμε τον Ναπολέοντα Λαπαθιώτη, από τους καλύτερους ποιητές μας. Το βράδυ κατέβηκα στον κατεστραμμένο Πειραιά και τον βρήκα σκεπασμένο σε στάχτες και καπνούς και πηχτό σκοτάδι.

          Ύστερα από κάμποσες ημέρες ανέβηκα κι’ εγώ στην Αθήνα και βρήκα στέγη, σε φιλόξενο σπίτι φίλου μου διανοούμενου και λογοτέχνη, του κυρίου Θρασυβούλου Ζωγιοπούλου γνωστού με το φιλολογικό ψευδώνυμο Στέφανος Δάφνης.

          Ενώ βαδίζαμε για το σπίτι του, ένα απομεσήμερο, είδαμε κόσμο πολύ, δύναμη μιάς διμοιρίας, που έτρεχε λαχανιασμένος και ζητούσε μάταια να βρη ανοιχτό καταφύγιο.

-Είναι Πειραιώτες, πατριώτες σου μου  λέει ο συνοδός μου κ. Δάφνης. Ακούς τη σειρήνα του συναγερμού; Οι ήχοι της σειρήνας μας έρχονται από διάφορα σημεία. Οι Αθηναίοι ακούνε τη σειρήνα, μα δεν ανησυχούνε. Ούτε φροντίζουνε για καταφύγιο. Μα όπου βρεθούνε Πειραιώτες, τρέχουνε, το βάζουνε στα πόδια, μόλις ακούσουνε σειρήνα.

          -Να κι’ άλλοι Πειραιώτες, μου είπεν ο συνοδός μου, κυττάχτε κει πέρα. Κι’ αυτοί τρέχουνε. Θ’ ακούσανε τη σειρήνα του συναγερμού.

-Φίλε, κύριε Δάφνη, απάντησα στο συνοδό σου, οι Πειραιώτες είναι πολύ πολιτισμένοι και γενικά θαρραλέοι, περισσότερο από κάθε άλλον Έλληνα. Μα είδαν το χάρο με τα μάτια τους στο βομβαρδισμό. Και δεν συνάντησαν και θερμήν υποδοχήν οι πρόσφυγες Πειραιώτες από τους Αθηναίους. Πολλοί Πειραιώτες δεν ξέρουνε, πώς η Αθήνα, σαν αρχαιολογική πόλη, δε βομβαρδίζεται, όπως κι’ άλλες πρωτεύουσες των Βαλκανίων. Τους Πειραιώτες τους καταλαβαίνει κανένας κι’ απ’ τις κινήσεις τους απέναντι στα αυτοκίνητα. Στέκονται αρκετά κι’ αφήνουνε να περάσει η τρέχουσα λαιμητόμο.

          Οι Αθηναίοι έχουνε πάρει το κολάϊ, τολμάνε και περνάνε με πολύ ευκολία τ’ αυτοκίνητα. Οι Πειραιώτες είναι πολύ επιφυλακτικοί στις λαιμητόμους των μεγάλων λεωφόρων της Αθήνας.

 -Τρέχουνε σαν Πειραιώτες! Είνε το επίγραμμα της απαίσιας εποχής του άγριου βομβαρδισμού του Πειραιά κατά την 11 Ιανουαρίου του 1944. Είδανε πολλά τραγικά τα μάτια τους την αποφράδα εκείνη μέρα.

Σημείωση:

          «…..Ήταν 18 βομβαρδιστικά……. Μόλις φτάσανε πάνω από την Αγία Τριάδα, άρχισαν να αδειάζουν το φορτίο τους, γύρω από κει στην Τσαμαδού, Δημοτικό Θέατρο, Βενιζέλου- όλο το κέντρο του Πειραιά Πειραϊκή –Καμίνια- Ηλεκτρικό Σταθμό όπως είχα διαπιστώσει αργότερα. Οι πρώτες βόμβες πέσανε στην Αγία Τριάδα. Μια βόμβα γκρέμισε ένα μέρος του ιερού και σκότωσε τον κόσμο που ήταν μέσα. Όσοι βρίσκονταν στην κεντρική πόρτα της εκκλησίας σώθηκαν. Άλλη βόμβα έπεσε ακριβώς πάνω στη μέση της ταράτσας του Μεγάρου γωνία Φίλωνος- Τσαμαδού. Τρύπησε το μπετόν και σκότωσε οκτώ Γερμανούς. Και τρείς τους πέταξε πάνω στα κεραμίδια των γραφείων Αγίας Τριάδας (οδός Φίλωνος) απέναντι από το χτίριο….. Μπόμπες πέσανε και στη βόρεια πλευρά του Δημοτικού Θεάτρου. Κάηκαν κάπου 7 αυτοκίνητα τζιπ, και χάλασαν οι προσόψεις μερικών σπιτιών. Το θέατρο δεν έπαθε καμιά σοβαρή ζημιά εκτός από τα τζάμια των παραθύρων της βιβλιοθήκης. Άλλες μπόμπες πέσανε στην οδό Κολοκοτρώνη. Γκρέμισαν πολλά σπίτια και σκοτώθηκε κόσμος. Μπόμπες πολλές πέσανε στην Λεωφόρο Σωκράτους. Εκεί έβλεπε κανείς ξεκοιλιασμένα και κομματιασμένα άλογα κι ανθρώπους πολλούς. Τα κομματιασμένα κορμιά τους ήταν σκορπισμένα στη μέση του δρόμου και στα πεζοδρόμια. Έβλεπες παιδάκια σκοτωμένα, με τα κασάκια κρεμασμένα στο λαιμό τους και σκόρπιες οι χαρουπόπιττες που πουλούσαν. Έβλεπες γυναίκες, νέους, γέρους, όχι πια σαν ανθρώπους αλλά σαν κρέατα. Οι μπόμπες είχαν γκρεμίσει πολλά σπίτια και είχαν καταπλακώσει τους νοικοκυραίους και τους νοικάρηδες.  Στο κατάστημα της Ηλεκτρικής, Λ. Σωκράτους, είχε πέσει μπόμπα και το κατέβασε όλο κάτω. Στο υπόγειο καταφύγιό του, με το συναγερμό είχαν πάει γύρω στους 120 νέοι και νέες της Επαγγελματικής Σχολής, (κι άλλοι μεγάλοι άντρες και γυναίκες). Απ’ αυτούς δεν γλύτωσε κανένας. Γιατί είχαν κλείσει όλοι οι εξαεριστήρες (το σύστημα αερισμού) του καταφυγίου και πήγαν από ασφυξία. Έλειψε κάθε ενδιαφέρον των αστυνομικών και δημοτικών αρχών, να αντιμετωπίσουν σοβαρά το ζήτημα….»

     Από περιγραφή του Γιάννη Πισσά.

     Να σημειώσουμε τα εξής εκ των υστέρων. Το οξύμωρο της μοίρας της Ιστορίας είναι ότι μεγάλη μερίδα Ελλήνων και Ελληνίδων εργατών που υπέφεραν και ταλαιπωρήθηκαν, βασανίστηκαν από τα Γερμανικά στρατεύματα την περίοδο του πολέμου και της κατοχής στις δεκαετίες του 1950-1970 αναζήτησαν και βρήκαν εργασία στα εργοστάσια και τις φάμπρικες της Δυτικής Γερμανίας. Έφυγαν ως οικονομικοί μετανάστες. Οι πρώην δυνάστες τους έγιναν κατόπιν αφεντικά τους προσφέροντας δουλειά σε εκατοντάδες εργαζόμενους από διάφορα μέρη της Ελλάδος, και βοήθησαν στην ανοικοδόμηση της κατεστραμμένης και ηττημένης οικονομικά Γερμανίας. Στο Γερμανικό μεταπολεμικό οικονομικό θαύμα συμμετείχαν και βοήθησαν και Έλληνες μετανάστες εργάτες. Ας φέρουμε στο νου μας την ταινία «Ο Έλληνας γείτονας» του σκηνοθέτη του νέου γερμανικού κινηματογράφου Ράινερ Βέρνερ Φασμπίντερ.

      Ο Πειραιάς κατά κάποιον τρόπο, έχει άμεση σχέση με τα εμψυχωτικά ηρωικά τραγούδια που τραγουδούσαν οι έλληνες και οι ελληνίδες τραγουδιστές και ηθοποιοί στις επιθεωρήσεις τους στις πατριωτικές τους επιθυμίες να ψυχαγωγήσουν, ενθαρρύνουν, εμψυχώσουν τους έλληνες στρατιώτες, να δώσουν κουράγιο σε όσους υπηρετούσαν και πολεμούσαν στα ελληνικά χιονοσκέπαστα βουνά και χαρακώματα. Το γνωστό και πολυτραγουδισμένο τραγούδι «Παιδιά της Ελλάδος Παιδιά...» που τραγούδησε κατ’ επανάληψη η Σοφία Βέμπο, οι πασίγνωστοι και αγαπητοί από τον ελληνικό λαό στίχοι του είναι γραμμένοι από τον Πειραιώτη στιχουργό και συγγραφέα Μίμη Τραϊφόρο σύζυγο της Σοφίας Βέμπο.

       Ο Λάμπης Ν. Βολανάκης (1901-18/1/1982) ήταν πειραιώτης συγγραφέας και πολιτευτής της Πόλης. Υπήρξε υποψήφιος βουλευτής με διάφορα κόμματα της εποχής (του Δημοκρατικού Κέντρου). Ασχολήθηκε ενεργά με τα πολιτιστικά του Πειραιά και ήταν ενεργό μέλος της Φιλολογικής Στέγης Πειραιώς όπου για ένα διάστημα διετέλεσαι γενικός γραμματέας της και μέλος του διοικητικού της συμβουλίου. Γεννήθηκε στον Πειραιά και πρωτοστάτησε κατά την διάρκεια του Μεσοπολέμου στην ίδρυση του «Λογοτεχνικού και Καλλιτεχνικού Ομίλου Πειραιώς». Έγραψε μελέτες, ιστορικά χρονικά, συνθετικά έργα, μυθιστορίες και κοινωνιολογικής θεματολογίας δοκίμια.

    Το ποίημα του Μικρασιάτη ηθοποιού και ποιητή Γιώργου Μετσόλη (1922-4/11/1989)-που τόσες φορές τον ακούσαμε και τον απολαύσαμε σε αίθουσες του Πειραιά να απαγγέλει στα παλαιότερα χρόνια-, πρωτοδημοσιεύτηκε στην σελίδα 204 του περιοδικού Φιλολογική Στέγη χρόνος ΙΓ΄. Τεύχος 25, Άνοιξη 1978.

          Ο Νίκος Ι. Χαντζάρας σε αρκετά «Πειραιώτικά» του αναφέρεται στην περίοδο της Κατοχής και τις δύσκολες συνθήκες που πέρασαν οι συνδημότες του. Στηλιτεύει φαινόμενα Μαυραγοριτισμού-που δεν είναι και λίγα-, καυτηριάζει περιπτώσεις αισχροκέρδειας από εμπόρους και μας μίλησε για τα πληθωριστικά χρήματα που κυκλοφορούσαν και με μία γεμάτη τσάντα εκατομμυρίων δραχμών έπαιρναν ελάχιστα τρόφιμα. Ένα ενδιαφέρον και περισσότερο εμπεριστατωμένο χρονογράφημά του είναι αυτό της 12 Ιανουαρίου 1946 «Η καταστροφή». Το κείμενο μεταφέρεται και στην σελίδα 80 του αφιερώματος του περιοδικού «Πειραϊκά» τόμος 1ος Ιανουάριος 2003, στους «Οι βομβαρδισμοί του Πειραιά από τους Γερμανούς και τους Συμμάχους». Επιπρόσθετα να συμπληρώσουμε ότι μεταξύ άλλων δημοσιευμάτων αξίζει να διαβαστεί το εκτενές άρθρο του ιστορικού Ιάσωνος Χανδρινού με τίτλο «Ο μεγάλος βομβαρδισμός του Πειραιά 11/1/1944» Η καταστροφή του λιμανιού από την Αμερικανική Αεροπορία. Περιοδικό Επιλογές «Ιστορικά Θέματα» τεύχος 24. [διανέμεται με την εφημερίδα Real News.].

          Η λεπτομερειακή περιγραφή του Γιάννη Πισσά που μέρος της μετέφερα, βρίσκεται στον τόμο του Μικρασιάτη πολιτικού και συγγραφέα Νίκανδρου Κεπέση, «Ο Πειραιάς στην Εθνική Αντίσταση», έκδοση Σύνδεσμος Δήμων Περιοχών Πειραιά- Δυτικής Αττικής. Σύνθεση εξωφύλλου Μιχάλη Νικολινάκου. Πειραιάς χ.χ.

          Συγκινητικό είναι και από τον συγγραφικό χώρο του Πειραιά σύντομο παιδικό αντιστασιακό διήγημα του πειραιώτη δημοσιογράφου και πεζογράφου Χρήστου Λεβάντα, «Ένας μικρός ήρωας». Έχει σαν ήρωά του ένα μικρό σγουρομάλλικο παιδάκι τον Πέτρο, κοντά έξη χρονών. Η υπόθεση εξελίσσεται την περίοδο της Γερμανικής Κατοχής. Ο Μπόμπιρας αυτός παρά του ότι του ζητάει ο Γερμανός να μαρτυρήσει έλληνες αντιστασιακούς το παιδάκι κρατά το στόμα του κλειστό. Βλέπε περιοδικό «Φιλολογική Στέγη» τχ. 21 Πρωτοχρονιά του 1974.

Γιώργος Χ. Μπαλούρδος

Πειραιάς

27 Οκτωβρίου 2025.

ΥΓ. Εξάγγελε Διονύση Σαββόπουλε σημαντικέ μουσικέ και στιχουργέ, μαθητή και φίλε του Μάνου Χατζιδάκι, του Νίκου Αλέξη Ασλάνογλου, του Γιώργου Ιωάννου, του Μανόλη Αναγνωστάκη, του Ντίνου Χριστιανόπουλου, του Νίκου Παπάζογλου σε αποχαιρέτησε όλη η Ελλάδα που θα εξακολουθεί να σε τραγουδάει. Δεν μας έλειψαν καθόλου οι απουσίες των πολιτικών που θέλουν να αυτοαποκαλούνται «προοδευτικοί» και δεν παρευρέθησαν. Πολύ μεστή και ουσιαστική η ομιλία του τραγουδιστή Αλκίνοου Ιωαννίδη, έκανε αίσθηση.