Τετάρτη 1 Οκτωβρίου 2025

Ο Τινάνειος Κήπος στον Πειραιά

 

Από πού πήρε το όνομά του Το Περιβολάκι

          Χρόνια τώρα, με βασάνιζε μία απορία. Από τότε που άρχισα να γνωρίζω την πόλη του Πειραιά, κατέβαινα με το λεωφορείο 909 του Αγίου Βασιλείου- Αγίας Σοφιάς στο κέντρο της πόλης, (το παλαιό 21) ή κατηφόριζα με τα πόδια από τα Μανιάτικα, περνούσα μπροστά από το γνωστό Περιβολάκι. Αυτήν την μικρή δεντροφυτεμένη έκταση- Κήπο- μεταξύ της εκκλησίας του Αγίου Σπυρίδωνα και της λεωφόρου Γεωργίου του Α΄. Τις προηγούμενες δεκαετίες υπήρχε στάση των λεωφορείων πριν ορισμένες από τις λεωφορειακές γραμμές έφταναν στην διασταύρωση της Βασιλέως Γεωργίου του Α΄, με την Ηρώων Πολυτεχνείου, έστριβαν δεξιά όπου ήταν η επόμενη στάση, του Δημοτικού Θεάτρου ή Πλατεία Κοραή, μπροστά στο τεράστιο γιαπί. Επίσης, η τότε λεωφορειακή γραμμή 049 -τα μπλε όπως λέγαμε- είχαν την αφετηρία της στην οδό Φίλωνος πάνω από το Περιβολάκι και τέρμα τους την οδό Αθηνάς στην Αθήνα. Το γεγονός αυτό έκανε όσους κατέβαιναν στον Πειραιά για δουλειές ή άλλες ασχολίες τους, να επισκεφτούν την πλούσια πάντα σε προϊόντα Αγορά, να βλέπουν ή να διασχίζουν τον πάντα περιφραγμένο χώρο του Κήπου με τις τέσσερεις πόρτες και τις αλλαγές που κάθε Δημαρχιακή αρχή επέφερε στον χώρο. Τους κηπουρούς του Δήμου να ποτίζουν τα δέντρα και τα λουλούδια. Μέσα στον Κήπο υπήρχαν παγκάκια που οι περαστικοί μπορούσαν να καθίσουν και να ξεκουραστούν, να χαζέψουν τους περαστικούς, την κίνηση του λιμανιού να πιάσουν κουβέντα με τους περαστικούς. Για ένα διάστημα, δεκαετία του 1980 είχε στηθεί ένα λυόμενο Περίπτερο κάποιας Δημοτικής Υπηρεσίας και υπήρχε και ένα υπαίθριο καφέ- ζαχαροπλαστείο. Εντός του Κήπου υπήρχαν δύο εκθέματα. Ο «Γυμνός έφηβος» πάνω σε βάθρο έργο του γλύπτη Κώστα Βαλσάμη και ένα ιστορικό τεκμήριο του Βομβαρδισμού της Πόλης και του Λιμανιού την περίοδο του δεύτερου παγκοσμίου πολέμου, της μεγάλης έκρηξης. Η λαμαρίνα- ένα μεταλλικό κατάλοιπο της έκρηξης “Clan Fraiser”. Έξω από τον Κήπο προς την μεριά του λιμανιού, που τα πριν της επταετίας χρόνια υπήρχε το Παλαιό Δημαρχείο με το πασίγνωστο και φημισμένο «ΡΟΛΟΙ» το οποίο γκρεμίστηκε από τον δοτό δήμαρχο Αριστείδη Σκυλίτση με εισηγητική έκθεση μεταξύ άλλων του πειραιώτη ιστορικού Ιωάννη Μελετόπουλου. Έχουμε αναρτήσει στα Λογοτεχνικά Πάρεργα τα Πρακτικά του τότε Δημοτικού Συμβουλίου παλαιότερα, τις αντιδράσεις που είχε η ενέργεια αυτή στην πειραϊκή μνήμη, σκεπάζοντας το «ΡΟΛΟΪ» με ένα είδος λαϊκού θρύλου στις συνειδήσεις των πειραιωτών, ενώ στην πραγματικότητα, δεν ήταν το μόνο ιστορικό σύμβολο μνήμης και πολιτισμού του πειραϊκού λαού. Δέσποζε ακόμα ο ανδριάντας του αρχαίου πολιτικού Θεμιστοκλή ο οποίος ατένιζε τη θάλασσα έξω από τον Κήπο στο νότιο μέρος του. Το έργο είχε φιλοτεχνήσει ο γλύπτης Νικόλας (Νικόλαος Παυλόπουλος). Το γλυπτό όπως και ο άλλος ανδριάντας που είχε στηθεί στην Πλατεία Κοραή, αυτό του εθνάρχη πρωθυπουργού Ελευθερίου Βενιζέλου (έργο του Γιάννη Κανακάκη) ήταν προσφορά προς την πόλη του γηγενή πειραιώτη ιστορικού με οικογενειακή καταγωγή από το Άργος, Ιωάννη Αλέξανδρου Μελετόπουλου του γνωστού μας από το βιβλίο του «Πειραϊκά» Αθήνα 1945, και άλλες του συγγραφικές εργασίες και σημαντικές θετικές πρωτοβουλίες για τον Δήμο. Μπροστά από τον Θεμιστοκλή υπήρχε ένα σιντριβάνι. Ο υπαίθριος αυτός χώρος Το Περιβολάκι, έχει υποστεί στο διάστημα μισού αιώνα από τον περασμένο μέχρι των ημερών μας τόσες αλλαγές όσο μάλλον λίγες περιοχές και συνοικίες της πόλης από όσο θυμάμαι και δεν λαθεύω. Ο Κήπος όμως άντεξε παρά τις επεμβάσεις, και την «κατάληψή» του για περιόδους από διάφορα «παράξενα» άτομα και φυσιογνωμίες που είχαν εγκατασταθεί και διέμεναν εκεί όλο το εικοσιτετράωρο. Ας μην μας διαφεύγει ότι γειτνιάζει όχι μόνο με το παλαιό μοναστήρι-τον Ναό του Αγίου Σπυρίδωνα-αλλά και με το Γιαχνί Σοκάκι όπου αρχίζει η περιοχή της Τρούμπας με τα μαγαζιά και την νυχτερινή κίνησή της που φτάνει έως την Χαριλάου Τρικούπη στον Άγιο Νικόλαο. Μπροστά στην Ακτή υπήρχαν επιβατικά πλοιάρια και φέρυ μποτ τα οποία ελλιμενίζονταν και ένωναν τον Πειραιά με νησιά του αργοσαρωνικού, τοποθεσίες της Σαλαμίνας, την Αίγινα, τον Πόρο κλπ. Από την άλλη πλευρά της Βασιλέως Γεωργίου του Α΄, βρίσκεται ο ιερός ναός της Αγίας Τριάδας, στο δε πλάι της υπήρχε αφετηρία λεωφορείον που πήγαιναν είτε στα Καμίνια είτε στον Άγιο Ιωάννη τον Ρέντη όπου ήταν το τέρμα τους.

          Το Περιβολάκι όπως γνωρίζουν όσοι ασχολούνται με την ιστορία και τον πολιτισμό του Πειραιά, πέρασε ως σύμβολο μνήμης και μέρος ψυχαγωγίας και συνάντησης στα δημοσιεύματα, την αρθρογραφία, τις ημερολογιακές καταγραφές και τα βιβλία, πεζά και ποιητικά τόσο πειραιωτών όσο και αθηναίων δημιουργών. Ανθολογήθηκε από πειραιώτες σύγχρονους συγγραφείς σε έργα τους, αποτυπώθηκε η εικόνα του σε δεκάδες φωτογραφίες και τουριστικά καρποστάλ.

Πολλοί νέοι Πειραιώτες της γενιάς μου, επισκεπτόμασταν τον χώρο όπως προανέφερα, γνωριζόμασταν με πειραιώτες και μη επισκέπτες, πίναμε το αναψυκτικό μας συζητούσαμε περί παντός επιστητού, κλείναμε τα ραντεβού μας. Όπως κάνουν οι απλοί άνθρωποι στην καθημερινότητά τους και τις επαφές τους, στις επικοινωνίες τους. Όταν άρχισα να ασχολούμαι συστηματικότερα με τα πολιτιστικά του Πειραιά, να διαβάζω κάθε βιβλίο που αγόραζα, περιοδικά, εφημερίδες που έπεφταν στα χέρια μου, να επισκέπτομαι αρχεία και βιβλιοθήκες αναζητώντας στοιχεία και πληροφορίες θέλοντας να γνωρίσω ουσιαστικά και σε βάθος την ιστορία της πόλης μου από την αρχαιότητα και μετά, να γνωρίζω ανθρώπους και πράγματα, συνειδητοποίησα κάτι που ακόμα και μέχρι πρόσφατα, πριν μία πενταετία με εξέπληττε. Ενώ οι σύγχρονοι Πειραιώτες και επισκέπτες της πόλης από κάθε γεωγραφικό νομό και διαμέρισμα της Ελλάδας ήξεραν Το Περιβολάκι, είχαν βαδίσει στα χώματά του είχαν μυρίσει τα λουλούδια του ή σκιαστεί από τα φύλλα των δέντρων του δεν γνώριζαν ποιά ήταν η πραγματική του ονομασία. Πώς ονομάζονταν από τους πειραιώτες ιστορικούς,  ερευνητές, ιστοριοδίφες, παλαιούς συγγραφείς Το Περιβολάκι, και ποιός ήταν ο «νονός» της ονομασίας του; Ο ονοματοδότης του. Άκουγα σε συζητήσεις μου διάφορα ονόματα, πέρα από την γενική ονομασία Περιβολάκι που ήταν κάτι γενικό και θα μπορούσε να ισχύει και για άλλους δημοτικούς χώρους που είχαν Κήπους, σημεία συνάντησης και ραντεβού ατόμων και συνδημοτών μου. Το Περιβολάκι, δεν αποτελούσε ένα ακόμα Τοπωνύμιο του παλαιού Πειραιά που ενδεχόμενα θα μπέρδευε την αναγνώρισή του. Ήταν ένα από τα Τοπόσημα της πόλης όπως ήταν και άλλα στέκια και σημεία συνάντησης Πειραιωτών, πχ. το «Αυγό», το ζαχαροπλαστείο της «Στάνης» στην πλατεία Κοραή, το γωνιακό του «Παπασπύρου» στο Πασαλιμάνι, το μπαρ «Φοντάνα», του «Μπολέτση» η «Αμέρικαν Πίτσα», το μπαράκι «Διαχρονικό», το καφέ «Ροζέ Κλαίρ», το «Νατζά», κλπ. στέκια της νεολαίας και άλλων πειραιωτών. Ναυτικοί και διαφόρων κατηγοριών ναυτιλιακών επαγγελμάτων άτομα σύχναζαν στο Περιβολάκι και έκλειναν τα ραντεβού τους. Όμως όλοι, ή σχεδόν όλοι, γνώριζαν και επισκέπτονταν τον χώρο, λιάζονταν έκαναν τις γνωριμίες τους αλλά το όνομά του ποιό ήταν; Ακόμα και αν διαβάσουμε παλαιούς πειραιώτες ιστορικούς και συγγραφείς θα διαπιστώσουμε ότι το αποκαλούσαν Τιττάνιο Κήπο ή σκέτα Περιβολάκι. Ας αντιγράψουμε ενδεικτικά τι μας λέει ο Πανταλέων Καμπούρογλου στην μελέτη του «ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΠΕΙΡΑΙΩΣ» ΑΠΟ ΤΟΥ 1833-1882 ΕΤΟΥΣ. Γενική Κατάστασις- Κίνησις Εμπορίου- Ναυτιλία- Βιομηχανία. Εν Αθήναις 1883, σ. 112. Αναστήλωση Βιβλιοθήκη Ιστορικών Μελετών νούμερο 196 του Βιβλιοπωλείου Διονυσίου Νότη Καραβία, Αθήνα 1985.,

          «Το 1855 συμπίπτει με την ξένην κατοχήν, καθ’ ήν επί της δημαρχίας του αοίδιμου Λουκά Ράλλη σπουδαιότατα εξετελέσθησαν οδοποιητικά έργα’ από του 1846-1850 ανηγέρθησαν τα εξής Δημοτικά καταστήματα, το Δημαρχείον, το υδραϊκόν σχολείον και το Δημοτικόν Παρθεναγωγείον’ το δε 1863 ανηγέρθη η Δημοτική αγορά των εδωδίμων ο Τιττάνιος κήπος όστις υπάρχων από το 1840 κατηρτίσθη και ετελειοποιήθη το 1874 υπό του γάλλου ναυάρχου Δε- Τιτταί εκτάσεως περίπου οκτώ στρεμμάτων. Δύναταί τις να είπη ότι από της εποχής του 1856 χρονολογείται η προς τα πρόσω πρόοδος του τόπου εξασφαλισθείσα δια της τιμίας διαχειρήσεως όλων των κατά καιρούς δημάρχων του Πειραιώς….».

          Από το βιβλίο του δικηγόρου Δημήτρη Θ. Σπηλιωτόπουλου «Ο Πειραιεύς και οι Δήμαρχοι της Α΄ Εκατονταετηρίδος» Πειραιάς 1939, σ. 211 αντλούμε και διαβάζουμε:

          «-Κατά την εποχήν ταύτην της κατοχής του Πειραιώς υπό των Γάλλων, ναυτών και στρατιωτών, κατελήφθη και ο χώρος ο υπό των σχεδιασάντων το σχέδιον της πόλεως Βαυαρών και Ελλήνων Μηχανικών, ο μεταξύ του ναού της Αγίας Τριάδος και του ναού του Αγίου Σπυρίδωνος, όστις ήτο προορισμένος κατά το ειρημένον σχέδιον δι’ ανέγερσιν θεάτρου υπό του Δήμου Πειραιώς και μετεβλήθη υπό των Γάλλων εις κήπον δια της φυτεύσεως πολλών πεύκων και μικράς εν αυτώ ρυμοτομίας, τον οποίον περιέβαλαν με ξύλινα κιγκλιδώματα, κατεσκεύασαν εις το κέντρον αυτού ξύλινην έδραν (ένθα επαιάνιζεν η μουσική), εν η είχον μικράν λαμαρίναν αναγράψει το έτος 1854 και ήτις διετηρήθη επί πολλά έτη, ως ενθυμούμεθα οι παλαιοί Πειραιείς, δια να μας υπενθυμίζη την κατοχήν των  Γάλλων, ωνομάσθη δε ο κήπος Τινάνειος εκ του ονόματος του Γάλλου ναυάρχου.

          -Ο Τινάνειος κήπος από της ιδρύσεώς του και επί μακρά έτη κατόπιν, όταν η Πειραϊκή Κοινωνία ήτο πολύ μικρά και δεν υπήρχον τόσον άφθονα και πυκνά τα μέσα της συγκοινωνίας μετά των Αθηνών και των προαστίων αυτών, η δε δια του σιδηροδρόμου τοιαύτη δεν ήτο τόσον πυκνή, ως είνε σήμερον, και όλοι εγνωριζόμεθα μεταξύ μας καλώς, και δεν εγνώριζε την προς τας Αθήνας άγουσαν, και δεν είχεν ανάγκην με λέξεις μόνον να φωνάζη το «ο Πειραιεύς δια τον Πειραιά», απετέλει εν εκ των προσφιλέστερων κέντρων του Πειραιώς, εις ό επαιάνιζεν η φιλαρμονική Μουσική, ως και αι Μουσικαί των ξένων πολεμικών πλοίων, άτινα κατά την εποχήν εκείνην διαρκώς εστάθμευεν εν Πειραιεί. Ο Τινάνειος κήπος επιμελείτο βεβαίως υπό των Δημοτικών αρχών, άτινες επί Δημαρχίας Τρύφωνος Μουτζοπούλου είχον τοποθετήσει εις διάφορα μέρη του κήπου επί κοντών την επιγραφήν: «Μη θίγεται τα δένδρα. Είνε στολισμός και υγεία. Ο βλάπτων τιμωρείται». Ο Τινάνειος Κήπος ήρξατο να χάνη την μεγάλην του κίνησιν, αφ’ ής ήρξαντο να αναφαίνωνται νέα κέντρα, ως ο περίπατος της Ζέας (Πλατείας Κανάρη- Πασαλιμάνι), ήτις συγκέντρωσε όλην την κίνησιν του περιπάτου ιδία  κατά τους θερινούς μήνας ο περίπατος του Τσίλερ, ιδίως όμως απώλεσε πάσαν κίνησιν, αφ’ ής επυκνώθη η συγκοινωνία μετά των Αθηνών δια του σιδηροδρόμου, των τροχιοδρομικών γραμμών, κατ’ αρχάς με ίππους, κατόπιν με ατμόν, και τέλος με ηλεκτρισμόν, και ο κόσμος ετράπη προς τας Αθήνας, τα Φάληρα, και τα προάστεια.

          Και είνε μέν αληθές ότι επί Δημαρχίας του Δημάρχου Θεόδ. Ρετσίνα από του 1887 μέχρι του έτους 1895 εδόθη τις ώθησις προς ανανέωσιν της παλαιάς κινήσεως, και επέτυχε μεν αλλά δι’ ολίγον χρόνον, ως θέλομεν κατωτέρω εκθέσει.» παράγραφοι 32-34, σελ. 44-45.

          Ο Σπηλιωτόπουλος γράφει τα Δημοτικά πεπραγμένα των Πειραιωτών Δημάρχων της Α΄ Εκατονταετηρίδας, τις πρωτοβουλίες και αλλαγές, τις παρεμβάσεις τους στην γενική εικόνα της πόλης, στις συνοικίες και περιοχές της καθώς αυτή διευρύνονταν για να καλύψουν τις ανάγκες των δημοτών. Έργα εκσυγχρονιστικά, ηλεκτροφωτισμός της πόλης, έργα ύδρευσης, συγκοινωνιακό, ρυμοτομία και εγκαίνια νέων δρόμων και πλατεών που πραγματοποιούνταν, την βελτιώνοντας τις ζωές των δημοτών, τον εκσυγχρονισμό του Λιμανιού μετατρέποντας τον Πειραιά από ένα ψαροχώρι σε ένα διεθνές εμπορικό και βιομηχανικό κέντρο, σε ναυτιλιακό κόμβο. Ο Σπηλιωτόπουλος σκιαγραφεί παράλληλα και τον χώρο, τοποθεσίες του Πειραιά τις αλλαγές τους, τις συνοικίες του Δήμου, τις νέες δημοτικές οικοδομές, τις πλατείες, τους κήπους τα δημόσια και ιδιωτικά κτήρια. Καθώς η όψη της πόλης και στην παραμικρή του δημάρχου απόφαση-και του Δημοτικού Συμβουλίου αλλάζει, αλλάζουν μαζί και οι συνθήκες ζωής των Πειραιωτών. Γράφει ακόμα για τον Τινάνειο Κήπο στην σελίδα 130 ο Σπηλιωτόπουλος επαρκής πηγή και δεξαμενή πληροφοριών για τους μεταγενέστερους:

          «-Επίσης μετερρύθμισεν ολοσχερώς τον Τινάνειον κήπον, διότι αφήρεσε τα παλαιά ξύλινα κιγκλιδώματα, άτινα είχον κατασκευάσει οι Γάλλοι κατά την εποχήν της κατοχής, ως ανωτέρω ερρέθη, επί της Δημαρχίας Πέτρου Ομηρίδου, διά νέων σιδηρών, άτινα υπάρχουσι μέχρι σήμερον, ηγέρθησαν δύο περίπτερα καλαισθητικώτατα εντός του κήπου, εν προς το μεσημβρινόν μέρος, ένθα η οδός Σωτείρας ήδη Ρέπουλη, όπερ εχρησιμοποιήθη ως καφενείον, και έτερον προς το αρκτικόν μέρος, ένθα η οδός Γεωργίου Α΄, όπερ εχρησιμοποιήθη ως ζυθοπωλείον, και έτερα δύο προς τας γωνίας αρκτικοδυτικήν και μεσημβρινοδυτικήν, άτινα εχρησίμευον ως πρατήρια, εκμισθούμενα υπό του Δήμου, διερρύθμισε δε και την εις το κέντρον του κήπου υπάρχουσαν εξέδραν της μουσικής, και εν γένει ο Τινάνειος κήπος διερρυθμίσθη επί το καλαισθητικώτερον. Και πράγματι υπό την διεύθυνσιν των προοδευτικών μισθωτών των δύο περιπτέρων του κήπου Νίκ. Κόκορης και Κ. Αυδή ο Τινάνειος κήπος ανεζωογονήθη, και κατέστη και πάλιν το γενικόν κέντρον συναντήσεως των Πειραιέων με τα κονσέρτα του καθ’ εκάστην μέχρι του μεσονυκτίου με τας μουσικάς, τας ταραντέλλας, και εκεί συνήντα τις όλους τους Πειραιείς από του Δημάρχου μέχρι του τελευταίου πολίτου, διετήρησε δε την ζωήν και την κίνησιν αυτών μέχρι της λήξεως  της μισθώσεως των άνω μισθωτών, διότι μετ’ αυτήν περιήλθεν εις μισθωτάς κάθε άλλο ή καταλλήλους δια τοιούτον κοσμικόν κέντρον κατόπιν δημοπρασίας προς ενοικίασιν αυτού , ιδίως δε όταν εγένετο πολύ βραδύτερον μισθωτής επί Δημαρχίας Δημοσθένους Ομηρίδου ο Π. Λάμπρος, όστις αυτοδυνάμως προέβη και εις τε την αποκοπήν πεύκων εκ του κήπου, και όταν είδεν ότι ο κόσμος έπαυσε να συχνάζη εις το κέντρον εκείνο, και εις την  εγκατάστασιν Καραγκιόζη επί της εξέδρας, αξιών και την πληρωμήν εισόδου από  τους Πειραιείς, ότε επενέβη πλέον η Δημοτική αρχή, ήτις εσταμάτησε τας αυθαιρέτους πράξεις αυτού, ως θα ίδωμεν εις το κεφάλαιον περί της Δημαρχίας Δημοσθένους Ομηρίδου.».

          Από τα παραπάνω στοιχεία και πληροφορίες που αντιγράψαμε βλέπουμε ότι η μη σωστή ονομασία για Το Περιβολάκι, του Τινάνειου Κήπου οφείλεται σε παρανόηση της μετάφρασης του ονόματος του Γάλλου Ναυάρχου. Ενώ, υπάρχει και η πλειονότητα των ατόμων που μην διαβάζοντας τα σχετικά με την Πειραϊκή Ιστορία και τα της εξέλιξης της πορείας του Δήμου, ή δεν ενδιαφέρονται να ψάξουν περαιτέρω αποκαλούν τον Κήπο, Το Περιβολάκι, όπως το αποκαλούν μέχρι σήμερα εκτός αν το αναφέρουν σε γραπτά τους.

          Τέλος, αντιγράφω τέσσερα χρονογραφήματα του ποιητή και δημοσιογράφου Νίκου Ι. Χαντζάρα από τα «Πειραιώτικα» στην «Φωνή» τα οποία συμπληρώνουν τις θέσεις μας.

1).,    Ο  Τινάνειος  κήπος

          Καθώς εβάδιζα χτες το πρωί στην οδό Κολοκοτρώνη και περνούσα μπροστά από το ερειπωμένο από τις μπότες μεγάλο σπίτι του μακαρίτη Αλέξανδρου Μελετόπουλου, ακούω να με φωνάζουν:

-Ψιτ! Ψιτ! Κύριος!

-Κάποια κοντέσα θα με φωνάζη είπα μέσα μου. Ο καλός τρόπος της αιχμαλωτίζει! Και γύρισα να ιδώ.

          Ήτανε μιά βλογιοκομμένη μεσόκοπη με παπούτσια αλά Σαρλώ και με κάλτσες όχι αραχνοϋφαντες ή τρασπαράν, μα φτιαγμένες από πραγματικό δίχτυ του ψαρά, από πεζόβολο, πολύ της μόδας τον τελευταίο καιρό, τρεζ αν βογκ.

-Ορίστε, μαμζέλ ή μαντάμ, της είπα. Τι αγαπάτε;

-Ποιός είνε ο Τιτάνειος; Μου απάντησε.

-Αμέσως εκατάλαβα, πώς εζητούσε τον Τινάνειο, τον κατεστραμμένο δημοτικό κήπο, πού κάνουνε την τουαλέτα τους οι Ινδοί κατά δεκάδες και εικοσάδες.

-Αυτός είνε ο Τινάνειος κήπος, της είπα και της τον έδειξα. Μα νάν   όνε, λες με το πραγματικό του όνομα κι’ όχι Τιτάνειο, όπως τόνε λένε οι μισοί από τον πληθυσμό του Πειραιά.

-Είμαι φτωχειά κι’ αγράμματη, μου απάντησε.

-Δόξα σοι ο Θεός, που δεν είπες, πώς είσαι κ’ εσύ κοντέσσα.

          Ο Τινάνειος, λοιπόν, αυτός κήπος, που ζητούσεν η μεσόκοπη, μ’ έκανε ναν τόνε θυμηθώ στις δόξες του, όταν ήμουνα παιδί, μαθητής του Σχολαρχείου ή του Γυμνασίου.

          Τη μακρινήν εκείνην εποχή το Ωρολόϊ, το παληό Δημαρχείο, δεν είχε γειτονιά με το μεγάλο χτίριο της Τράπεζας και δεν εφαινότανε μικρό, όπως φαίνεται τώρα, που τα μάτια μας είνε χορτασμένα κι’ από το μέγαρο Σπυράκη κι’ από τ’ άλλα μέγαρα.

          Ο δημοτικός τούτος κήπος επήρε την ονομασία Τινάνειος από τον Κάρολο ντε Τινάν, Γάλλο ναύαρχο, που κατέλαβε τον Πειραιά με γαλλο- αγγλικές δυνάμεις, κατά την εποχή του Κριμαϊκού πολέμου.

          Ο πόλεμος αυτός διάρκεσεν από το 1853 μέχρι του 1856 κι’ ο Τινάν, αρχηγός των Γαλλοαγγλικών δυνάμεων, κατέλαβε την πόλη μας για να εξαναγκάση την Ελλάδα να κρατήση άψογην ουδετερότητα απέναντι της Τουρκίας.

          Την εποχήν αυτήν στην Ήπειρο και στη Θεσσαλία οι αντάρτες μας εφρόντιζαν με κάθε τρόπο να παρασύρουνε το επίσημο κράτος σε πόλεμο κατά της Τουρκίας, που πολεμούσε τότε τους Ρούσσους.

          Οι δυνάμεις του ναυάρχου Τινάν, για να μη σκουριάσουνε από την τεμπελιά, εγυμναζόντουσαν στον Τινάνειο, στην Τερψιθέα και στο Πασαλιμάνι και κάνανε και καμμιά περιποίηση στο δημοτικό κήπο, του εφυτεύανε δέντρα και λουλούδια και τον εποτίζανε. Αλλά θα συνεχίσουμε.

Εφ. Η ΦΩΝΗ ΤΟΥ ΠΕΙΡΑΙΩΣ, Σάββατον 10/3/1945

2).,   ΤΟ ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΠΕΡΙΒΟΛΑΚΙ

 Ας γράψουμε μερικά για τον Τινάνειο, για το Περιβολάκι.

          Εγώ τον θυμάμαι τον κήπον αυτόν από την εποχή, που ήτανε τα κάγκελά του ξύλινα.

          Είχε μέσα του δυό κομψά καφενεία σε σχήμα παγόδας. Αυτά τα νοικιάζανε από το Δήμο με δημοπρασία διάφοροι επιχειρηματίες.

          Μία τετραετία τα είχε νοικιάσει ο μακαρίτης συμπολίτης Παναγιώτης Λάμπρου ή Κρανιδιώτης, που είχε και το μεγάλο καφενείο στην Πλατεία Καραϊσκάκη, στην προκυμαία του Τζελέπη.

          Στο μικρόνε τότε Πειραιά, ο δημοτικός αυτός κήπος ήτανε μιά πραγματική όαση. Το καλοκαίρι περνούσανε τα βράδια τους εκεί οι καλύτερες φαμίλιες του παλιού Πειραιά.

          Στο κέντρο του κήπου είχε κατασκευαστή μιά μεγάλη μαρμαρένια ορχήστρα, που πολλές φορές είχε χρησιμέψη για σκηνή θεάτρου θιάσου βαριετέ, για συναυλίες, για παραστάσεις υπνωτιστών και μέντιουμ.

          Όταν από τον ρημαγμένο κήπο περνάω σήμερα, μου φαίνεται, πώς ξανακούω, ύστερις από τόσα χρόνια, τη βροντώδη φωνή του Φραντζέζου υπνωτιστή Ζώρζ Λεμπλάν, που από το ύψος της μαρμαρένιας εξέδρας έδινε τις προσταγές του προς το μέντιουμ Ζερτρούντ:

          -Μαμζέλ Ζερτρούντ! Αττανσιόν! Σουιβέ μα πανσέ!

          -Μαμζέλ Ζερτρούντ! Τρουβέ σύρ-λε σαν λε μόντρ ντ’ αρζάν!

          Έδινε τις προσταγές του στο μέντιουμ που είχε δεμένα τα μάτια του μ’ ένα φακιόλι και γύριζε στην πλατεία του κήπου σαν τυφλόμυγα ν’ ανακαλύψη τ’ ασημένιο ρολόϊ στην τζέπη κανενός αρνιακού από τους χίλιους θεατές των καταπληχτικών παραστάσεων του υπνωτιστή, ταχυδακτυλουργού και αριθμομνήμονα Ζώρζ…

          Η Ζερτρούντ έβαζε το χέρι της στην τζέπη του αρνιακού κ’ επιδείκνυε στον κόσμο το ασημένιο ρολόϊ, ο αφελής θεατής εσταυροκοπιότανε, γιατί δεν είχε ποτέ του αποχτήσει ρολόϊ κι’ η πλατεία εχειροκροτούσε μ’ ενθουσιασμό το Ζωρζ και τη Γερτρούντ [Εκείνος τύπος ζιγκολό της Μονμάρτρ, εκείνη κυριολεχτικά κάρρο].

          Την εποχήν εκείνη την παλιά το Περιβολάκι ήτανε στις δόξες του.

          Στη μιά παγόδα του εδίνανε καφέ, λικέρ και γλυκά κουταλιού και τσαγιού και στην άλλην μπίρα και μεζέδες διαλεχτούς.

          Το Περιβολάκι άστραφτε από την καθαριότητα και τα δένδρα του κι’ οι πρασιές του απόπνεαν άρωμα, δροσιά και υγεία την άνοιξη και το καλοκαίρι.

          Ο      επί σειρά ετών και σήμερα γεωπόνος του Δήμου μας κ. Τάσος Καλούδης, ήτανε παιδί ακόμα και φορούσε ναυτικά.

          Έπαιρνε το γλυκό του στην παγόδα μαζί με τον αδελφό του τον κ. Βάσο Καλούδη, συμμαθητή μου, και πείραζε με χάρη τη Γερτρούδη.

          -Μαμζέλ Ζερτρούντ, φλερ αντμιράμπλ ντε Παρί…

          Εκείνη επλησίαζε με το πιατάκι της, έπαιρνε το πουρμπουάρ της και ευχαριστούσε εγκάρδια:

          -Ζε βου ρεμερσί, νόμπλ μοσιέ.

          Εκεί θυμάμαι το μακαρίτη Γιαννάκη Λυγινό να παίρνη την μπύρα του με τον Ανάργυρο το Φαρδούλη, νέο δικηγόρο τότε με υπερηφάνεια το μονόκλ του στο δεξί του μάτι.

          Τζώρτζ Μπράμιλ της παλιάς εκείνης εποχής, έδινε τον τόνο της μόδας στους Πειραιώτες.

          Στο περιβολάκι θυμάμαι να παίρνη την μπύρα του αργά τη νύχτα και μια προσωπικότητα πραγματική του παλαιού Πειραιά, ο Δημοστένης Ομηρίδης Σκυλίτσης αξιωματικός, δήμαρχος και γερουσιαστής, ευγενέστατος, καταδεχτικώτατος, ανοιχτόκαρδος, πάντα με το καλοκάγαθο γέλιο του και με τις τσέπες του ανεξάντλητες, όταν εμοίραζε λεφτά στους φτωχούς.

Εφ. Η ΦΩΝΗ ΤΟΥ ΠΕΙΡΑΙΩΣ, Τετάρτη 14 Μαρτίου 1945.

3)., Στον Τινάνειο κήπο με τις αξέχαστες μορφές αγαπημένων μου συντρόφων.

Πορφύρας, Νιρβάνας, Ζουφρές.

          Βλέπω τον εαυτό μου καθισμένο σε ένα τραπεζάκι του καφενείου του Τινάνειου κήπου, εδώ και σαράντα χρόνια πίσω.

          Σούρουπο! Τελειώνει ο Μάης. Τα λουλούδια του κήπου, ποτισμένα από τ’ απόγευμα, αποπνέουνε στην αύρα γλυκειές ευωδίες. Τα φώτα του λιμανιού και της πόλεως ανάβουν ένα-ένα.

Δίπλα μου κάθουνται ο παιδικός μου φίλος και συμμαθητής μου Άριστος Καμπάνης κι’ ο μακαρίτης ο Γιώργος Ζουφρές, ο μεταφραστής του Ντάντε, που τότε τον είχα γνωρίσει.

          -Χτές ήμουνα στο Φάληρο,-λέει ο Ζουφρές, -μαζί με τον Νιρβάνα. Ήτανε και ο Γεώργης ο Στρατήγης, μ’ αυτός μας άφησε κι’ έφυγε αγριεμένος από μέσα απ’ την μεγάλη πλατεία κατά τις έντεκα.

          Κι άρχισε να γελάη με θόρυβο ο Ζουφρές.

          Απάνω στα γέλια του Ζουφρέ, φανήκανε στον Τινάνειο οι αλησμόνητοι Νιρβάνας και Πορφύρας και κάτσανε στο τραπέζι μας.

          Εσηκωθήκαμε όλοι κι’ εχαιρετήσαμε.

 -Πέτρο και Μήτσο, λέει στους νεοφερμένους ο Ζουφρές, θυμήθηκα το χτεσινό πάθημα του Στρατήγη και με πήρανε τα γέλια.

-Χοντρό το αστείο, Γιώργο, λέει στο Ζουφρέ ο Πέτρος ο Αποστολίδης. Είνε δικό σου αστείο και το ρίχνεις στην Κορνηλία τη Μυταράκη.

Και μια παρένθεση. Η Ανριέτ και η Κορνέιγ, αριστοκράτισσες του παλιού καιρού, ήτανε αδερφάδες και με τον Νιρβάνα ξαδέρφισσες.

-Στην παρατήρηση του Νιρβάνα, που έκανε στον Ζουφρέ, μας επήρανε τα γέλια κι’ εμένα και τον Καμπάνη, χωρίς να ξέρουμε ακόμα τι έγινε με το Στρατήγη στο Φάληρο.

          Στο τέλος άρχισε να γελάη κι’ ο ίδιος ο Νιρβάνας κι’ ο Πορφύρας, που δεν ήξερε τίποτα.

          Κι’ ο Νιρβάνας κι’ ο Πορφύρας πολύ συχνά χαμογελούσανε καλοκάγαθα.

          Δεν «εκάγχαζαν», όπως κάνουνε οι βέβηλοι κι’ οι μοντέρνες καρακάξες, που κάνουνε μάλιστα και τεχνητούς καγχασμούς.

          Τα γέλια ξαναρχίσανε από το Ζουφρέ και μεταδοθήκανε σ’ όλους μας.

          Τότε ο Νιρβάνας μας εδιηγήθηκε το «εβενεμάν» του Στρατήγη με χαριτωμένα λόγια:

          -Ο Ζουφρές κι’ ο Στρατήγης ήρθανε στο σπίτι μου, απέναντι από το Λεμβαρχείο, το απόγευμα χτές και μου προτείνανε να πάμε στο Φάληρο.

          Ας τσιμπήσουμε πρώτα τους είπα. Έχει μείνει από το μεσημέρι κάμποσο αρνί ψητό. Εφώναξα και την Κορνέϊγ και καθίσαμε στο γραφείο μου και το ξεκοκαλίσαμε. Ήπιαμε και λίγο κρασί, που βρέθηκε στο σπίτι, και τραβήξαμε για το Φάληρο.

          Αφού σταμάτησε λίγο για να ανάψη τσιγάρο και να μας προσφέρη, συνέχισε:

          -Αφού κάναμε δυό τρείς βόλτες στην πλατεία του Φαλήρου εχαιρετίσαμε μια μεγάλη παρέα φίλων επιστημόνων και λογοτεχνών, που καθότανε στο μεγάλο καφενείο του Ρήγου της πλατείας κοντά στην αριστερή πτέρυγά του.

          Ήτανε στην παρέα ο Κωστής Παλαμάς με την κυρία Μαρία Παλαμά, την κόρη του Ναυσικά και το μικρό του γιο Λέαντρο, ο Σουρής με την κυρία Μαρία Σουρή και το γιό του Κρίτωνα, ο καθηγητής του Πανεπιστημίου Κατσαράς με τη δεσποινίδα Κατσαρά, ο καθηγητής της φιλοσοφίας Ανδρούτσος με το φίλο του Πειραιώτη Σπύρο Φούκα.

          Μας εκαλέσανε να καθήσουμε στην παρέα και καθήσαμε.

          Ο Γιώργης ο Στρατήγης συναχώθηκε σε λίγο κι’ έβαλε στις τσέπες του τα χέρια, ψάχνοντας να βρη το μαντήλι του. Μα έβγαζε τα χέρια του χωρίς μαντήλι, μα με μεγάλα κόκκαλα, μασέλα, παϊσι, κότσι.

          Άναψε ο Νιρβάνας κι’ άλλο τσιγάρο κι’ εσυνέχισε:

          -Την ώρα που ξεκοκαλίζαμε στο σπίτι το ψητό, κάποιο χέρι φρόντισε μυστικά και μετάβαλε τις τσέπες του Στρατήγη σε οστεοθήκες!

          Ο ποιητής εταράχτηκε, κιτρίνισε, κοκκίνισε, κάτι ψιθύρισε για την Κορνηλία, κάτι για τον Ζουφρέ αδειάζοντας τις τσέπες του από τα κόκκαλα του ψητού, και σηκώθηκε απότομα κ' έφυγε αφού χαιρέτισε ψυχρά την παρέα. Ο Στρατήγης έφυγε γιατί δε μπορούσε να υποφέρη τα βλέμματα όχι τόσο της παρέας του, μα των διπλανών του, «όλης σχεδόν της πλατείας, που είχε μυριστή την καζούρα του.

Εφ. Η ΦΩΝΗ ΤΟΥ ΠΕΙΡΑΙΩΣ, Πέμπτη 15 Μαϊου 1945

4)., ΑΞΕΧΑΣΤΕΣ ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ

Με το Σκυλίτση, το Νιρβάνα και το Φιλύρα στον Τινάνειο

          Στο ιστορικό περιβολάκι συναντηθήκαμε πάλι μιά νύχτα ο Ζουφρές, ο Νιρβάνας, ο Πορφύρας, ο Καμπάνης, ο αλησμόνητος Ρώμος Φιλύρας και ο υποφαινόμενος.

          Είχανε περάσει δυό- τρείς ημέρες από την «καζούρα» του Γ. Στρατήγη στην πλατεία του Φαλήρου, που περιέγραψα προ ημερών, κι’ ο λαϊκός στιχοπλόκος Νικόλαος Παλαιοκρασάς είχε πάρει αφορμή την περιπέτεια του Στρατήγη κι’ είχε σκαρώσει δυό τετράστιχα.

          Ο Νικολός εφορούσε μικρή στολή ναυάρχου (όπως έλεγεν ο ίδιος), άσπρα λινά ρούχα, κασκέτο με άσπρο επικάλυμμα και με πλατύ χρυσό γαλόνι, την ταινία του Μεγαλόσταυρου, στο στήθος, μιά ψιλή μπανέλα στο γαντοφορεμένο χέρι του και κάτω από τη μασκάλη του μιά πέτσινη σάκκα, με τα τετράδια των στίχων του.

          Εστάθηκε στο τραπέζι μας, μας εχαιρέτισε με πολλή ευγένεια, έσφιξε το χέρι του Νιρβάνα, που είχε ιδιαίτερη φιλία, κι άρχισε να μας απαγγέλη στίχους του.

Βασιλόπαιδα Μαρία,

πάρ’ τονε μην τόνε χάσης,

πάρτ’ τονε το Νικολό,

πούχει το πολύ μυαλό.

          Οι στίχοι αυτοί ήτανε παλιοί κ’ αναφέρονταν στον έρωτά του το φλογερό με την Πριγκήπισσα Μαρία της Ελλάδας, κόρη του Γεωργίου και της Όλγας.

          -Αυτούς τους στίχους, Νικολό τους έχουμε ακούσει πολλές φορές, του λέει ο Νιρβάνας. Συμπαθούμε το βαθύ ερωτικό σου αίσθημα και τις πικρίες που εδοκίμασες.

          -Τότε θα σας απαγγείλει μερικούς στίχους, που τους έγραψα, στην εξέδρα του Φαλήρου, σουλατσάροντας προχτές. Μιλάω για τα κόκκαλα, που βρεθήκανε στις τσέπες του Στρατήγη. Είνε στίχοι «επί του πιεστηρίου».

          -Κι’ άρχισε ν’ απαγγέλη με στόμφο:

Είχε ο Ζουφρές ο Γιώργος

μάλλον τ’ άδικο,

που γίνηκε ο Στρατήγης…

κοκκαλάδικο.

Στο Νικολό αν γινόταν

άγαρμπο άδικο,

η πλάζα θα γινόταν

καρεκλάδικο.

          Αφού γελάσαμε όλοι και χειροκροτήσαμε το Νικολό, ο Νιρβάνας είπε:

          -Κατά τη γνώμη μου, ο Στρατήγης έπεσε θύμα δύο φαρσέρ, του Ζουφρέ και της εξαδέρφης μου Κορνέϊγ. Έτρωγε σαν καλοφαγάς κ’ έτσι δεν επήρε χαμπάρι, που δυό άνθρωποι, ένας από τα δεξιά του κι’ ο άλλος από τ’ αριστερά του, του εγιομίσανε τις τσέπες όλες (και του γελέκου του) με τα κόκκαλα του ψητού.

Ο Νιρβάνας εσυνέχισε!

          -Το φίλο μας το Στρατήγη τον θεωρώ ευτυχή που το πάθημά του ενέπνευσε το Νικολό να γράψη λαμπρούς στίχους κι’ εμάς θεωρώ ευτυχέστερους, που δε βρεθήκαμε σε καμμιά καρεκλομαχία, που θα ήτανε άφευκτη, αν εγινότανε το άγαρμπο αστείο εις βάρος του Νικολού.

          Τότε ακούστηκε μιά φωνή από το απέναντι περίπτερο του Τινάνειου:

          -Κύριε Αποστολίδη, αφήστε, παρακαλώ, το Νικολό να προσεγγίση και στο τραπέζι μας.

          -Ευχαρίστως, κύριε Σκυλίτση, απάντησεν ο Νιρβάνας.

          Ο Σκυλίτσης με φίλους του, με το Γιάννη το Βατίστα, το Δημήτρη το Μπινιάρη, με το Δημήτρη Σπηλιωτόπουλο, όλους δικηγόρους, με το Γιώργη Καρπετόπουλο, βουλευτή Άργους, επίνανε τη μπίρα τους στην παγόδα την απέναντι από μας, μέσα σε δροσιές και αρώματα.

          Εζήτησαν κι’ αυτοί κι’ άλλη αναψυχή, άλλην ατραξιόν. Να ακούσουνε λίγη απαγγελία του Νικολού, που ήτανε στις δόξες του την παλιάν εκείνην εποχή.

          Ο Νικολός μας εχαιρέτισε και τράβηξε προς το τραπέζι του Σκυλίτση και της παρέας του, με παιδιακίσια ζωηρότητα.

          Ώσπου να φτάση ακούσαμε ν’ απαγγέλλη και το χαιρετισμό του στο Σκυλίτση:

Είμαι αρχιναύαρχος,

μα προτιμούσα

οικέτης να ήμουνα

με τη λιβρέα,

ύμνους αθάνατους

να γράφω πάντα

για σέναν άρχοντα

του ωραίου Περαία.

ΝΙΚΟΣ Ι. ΧΑΝΤΖΑΡΑΣ

Εφημερίδα Η ΦΩΝΗ ΤΟΥ ΠΕΙΡΑΙΩΣ, Πέμπτη 22 Μαρτίου 1945.

          Συμπερασματικά και ο ιστορικός Ιωάννης Α. Μελετόπουλος, αναδιφώντας σε πειραϊκά αρχεία και φέρνοντας στην ιστορική επιφάνεια χρήσιμα ντοκουμέντα βαδίζοντας στα χνάρια του Βώκου και του Σπηλιωτόπουλου γράφει στα «Πειραϊκά» του σελίδα 100:

«Η συμπεριφορά των Πειραιωτών έναντι των Γάλλων δύναται να χαρακτηρισθή ως αξιοπρεπώς αδιάφορος. Είναι δε άξιον ιδιαιτέρας εξάρσεως το γεγονός, ότι οι Δημ. Σύμβουλοι Πειραιώς δεν υπέγραψαν την κάτωθι απόφασιν εκδοθείσαν, προφανώς κατ’ επιταγήν και καταχωρηθείσαν εις τα πρακτικά με μόνην την υπογραφήν του Προέδρου του Συμβουλίου.

          Η ανυπόγραφος αύτη και συνεπώς άκυρος, απόφασις χρονολογούμενη από 18 Μαϊου 1855 έχει ούτω «…. αποκαλείται κήπος Τινάνειος ο παρά τη πλατεία του Θεμιστοκλέους κείμενος κήπος ο και δια της φιλοκάλλου και ευγενούς προς τον Δήμον μας διαθέσεως διακοσμηθείς δι’ ανεγέρσεως σκιάδος κλπ. υπό του περί ού ο λόγος Γάλλου Ναυάρχου Βαρβιέρ ντε Τινάν».

          Τα Γαλλικά στρατεύματα Κατοχής αποχώρησαν από τον Πειραιά τον Φεβρουάριο του 1857.

Γιώργος Χ. Μπαλούρδος

Πειραιάς

1 Οκτωβρίου 2025              

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου