Πειραϊκές Μνήμες του Πολέμου και της
Κατοχής
«Για να μην ξαναπεράσει
ο θάνατος
από
τα μονοπάτια του χωριού μας.
λιακάδα
χειμωνιάτικη στον καχεκτικό Πειραιά.
Και
ξαφνικά ο τρόμος
ο
εναέριος τρόμος στα πρόσωπα
και
τα μάτια μας άδειες σπηλιές
και
τα χέρια
μόνο
τα χέρια μας να φωνάζουν
και
να μπαίνουν πιο μέσα απ’ το θάνατο
οι
καρδιές…. Στέλιος Γεράνης.
Θα εορτάσουμε για μία ακόμη χρονιά την
επέτειο του ΟΧΙ, την απελευθέρωση της πατρίδας μας από τον φασιστικό ζυγό, την
Νίκη των Συμμαχικών Δυνάμεων εναντίων των κατακτητικών στρατιωτικών δυνάμεων
του Άξονα και το τέλος του Δεύτερου Παγκοσμίου Πολέμου. Η 28η
Οκτωβρίου είναι μία από τις Εθνικές μας Εορτές που εορτάζουμε πανηγυρικά με
σχολικές και στρατιωτικές παρελάσεις. Δεν θα μπλέξουμε σε συγγραφικές
περιπέτειες και αναλύσεις επί των αναλύσεων συζητήσεις, στο ποιός είπε το ΟΧΙ,
αν το είπε ο δικτάτορας τότε Έλληνας πρωθυπουργός ή ο Ελληνικός Λαός. Η επίσημη
Ιστορία έχει αναφέρει εδώ και χρόνια τα επιστημονικά της συμπεράσματα και έχει
δώσει τις ανάλογες εξηγήσεις. Να υπενθυμίσουμε μόνο το πόσο ετοιμοπόλεμος,
προετοιμασμένος ήταν την περίοδο αυτή ο ελληνικός στρατός, ότι δεν τον βρήκε η
Ιταλική και Γερμανική επίθεση απροετοίμαστο. Και ακόμη, ας αναλογιστούμε, ότι
πριν κλείσει ο 20ος αιώνας τα ελληνικά στρατεύματα, οι κατά
διαστήματα ηγεσίες τους, το πολιτικό προσωπικό της χώρας και τα πρόσωπα της
βασιλικής δυναστείας ως εκπρόσωποι της ελλάδας και του ελληνικού λαού είχαν
στην πολιτική και στρατιωτική τους σταδιοδρομία τουλάχιστον τρείς ή τέσσερεις
πολέμους στο ενεργητικό τους. Λαός και ηγεσία ήταν ετοιμοπόλεμοι και
προετοιμασμένοι από παλαιά. Είχαν συμμετάσχει σε Βαλκανικές και Παγκόσμιες
συρράξεις και εθνικοαπελευθερωτικές συγκρούσεις και πολεμικές επιχειρήσεις, σε
διασυνοριακές πολεμικές διαμάχες και είχαν νικήσει αρκετές φορές διάφορους
γειτονικούς λαούς μεγαλώνοντας τα σύνορα της χώρας στα σημερινά της γεωγραφικά
όρια. Για να κατανοήσουμε το ετοιμοπόλεμο του ελληνικού στρατεύματος και την
αμυντική υπεράσπιση της πατρίδας μας, ας φέρουμε στη σκέψη την γενική
επιστράτευση του 1974 που διέταξε το τότε στρατιωτικό καθεστώς και στο πόσο
απροετοίμαστοι είμασταν με τα γνωστά αποτελέσματα. Αντισταθήκαμε, πολεμήσαμε,
υψώσαμε το ανάστημά μας με ανδρεία και υπερηφάνεια, αποφασιστικότητα και τόλμη
ενάντια τόσο των Ιταλών όσο και των Γερμανών. Σύσσωμος ο Ελληνικός Λαός, ακόμα
και οι εκδιωγμένοι και φυλακισμένοι έλληνες κομμουνιστές από το καθεστώς λόγω
κοινωνικών τους φρονημάτων και ιδεολογικών θέσεων, οι κάθε κατηγορίας αριστεροί
πολίτες ζήτησαν από τον τότε πρωθυπουργό Ιωάννη Μεταξά να πάρουν τα όπλα και να
πολεμήσουνε τον εχθρό. Υπάρχει ένα παλαιό τεύχος του λογοτεχνικού περιοδικού
«Νέα Εστία» αφιερωμένο στον Ιωάννη Μεταξά αμέσως μετά τον Θάνατό του, θα μας
εκπλήξουν τα ονόματα των καλλιτεχνών και ανθρώπων των γραμμάτων που μιλούν και
γράφουν κείμενα και ποιήματα επαινετικά για τον δικτάτορα πρωθυπουργό, λάτρη
και υποστηρικτή των τεχνών και θιασώτη της δημοτικής γλώσσας. Ονόματα που
προέρχονται από τον λεγόμενο αριστερό προοδευτικό χώρο. Όπως το ποίημα του
πειραιώτη ηθοποιού και συγγραφέα Αιμίλιου Βεάκη. Του πιο συνεπή «μαθητή» του
Νίκου Καζαντζάκη, πεζογράφου και ποιητή Παντελή Πρεβελάκη, του μυθιστοριογράφου
που συνδέθηκε με τον Πειραιά Μ. Καραγάτση κλπ. Η σύσσωμη Ελληνική Εθνική Αντίσταση
φανέρωσε περίτρανα στους Συμμάχους μας τι αξίζει και τι αποθέματα δύναμης και
κουράγιου διέθετε ο ελληνικός στρατός και πόσο ακμαίο ήταν το πάνδημο φρόνημα
του Ελληνικού Λαού. Νικήσαμε τις Ιταλικές δυνάμεις και καθυστερήσαμε αμέσως
μετά επιχειρησιακά τις Γερμανικές, βοηθώντας τις Συμμαχικές να προετοιμαστούν
ανετότερα να αντιμετωπίσουν τις ναζιστικές και φασιστικές. Οι δικές μας
αγωνιστικές επιχειρήσεις καθυστέρησαν τον γερμανικό στρατό στο να εισβάλει
νωρίτερα στην τότε αχανή και παγωμένη Σοβιετική Ρωσία και να πάθει την
πανωλεθρία που έπαθε όπως έναν αιώνα νωρίτερα ο Μεγάλος Ναπολέοντας στην δική
του εκστρατεία. Ανήκουμε στην γενιά
εκείνη των μεταπολεμικών χρόνων που δεν είδαμε Πόλεμο, Κατοχή, Σκλαβιά,
Μαρτύρια, Βασανιστήρια, Δολοφονίες, Φυλακίσεις, Πείνα, εξορίες. Από τις εφημερίδες
και τα περιοδικά, την τηλεόραση και το ραδιόφωνο του 1974 πληροφορηθήκαμε τα
όσα συνέβησαν στον Κυπριακό Ελληνισμό με την ξένη εισβολή στην Μεγαλόνησο. Οι
Έλληνες και οι Ελληνίδες που γεννήθηκαν τις δεκαετίες μετά το 1950 δεν υπέστησαν
άμεσα τα φρικτά δεινά του Πολέμου και της Κατοχής, της ξένης σκλαβιάς, μόνο τις
τρομακτικές μακροχρόνιες συνέπειές τους, και αυτές του εμφύλιου σπαραγμού που
επακολούθησε διχάζοντας την χώρα στα δύο στις συνειδήσεις και τις ζωές τους. Τα
παιδιά και τα εγγόνια αυτών των Ηρώων Ελλήνων και Ηρωίδων Ελληνίδων που
θυσιάστηκαν, βασανίστηκαν, έδωσαν την ζωή τους για να είμαστε εμείς σήμερα
ελεύθεροι και να τους τιμούμε ή να τους αγνοούμε. Ζήσαμε τα ιστορικά απόνερα
και μπολιαστήκαμε με τις μνήμες και αναμνήσεις εκείνων. Κάθε ελληνικό σπίτι
είχε τις δικές του απώλειες, κάθε οικογένεια κήδευε τους δικούς της νεκρούς,
θρηνούσε δικούς και ξένους, συντρόφους και φίλους, γείτονες συναγωνιστές,
συγγενείς. Τα Γερμανικά εχθρικά στρατεύματα υποχωρώντας και χάνοντας τον πόλεμο
σε παγκόσμιο επίπεδο έφυγαν και από την Ελλάδα, αφήνοντας όμως πίσω τους
καταστροφές και ερείπια, μνήματα και τάφους νεκρών αγωνιστών, κλέβοντας τον
εθνικό μας πλούτο. Έμειναν όμως ζωντανές οι σκοτεινές ενέργειές τους στις
μνήμες των γονιών μας, των θείων μας, των μεγαλύτερων. Δεν ξεχάστηκαν οι
δολοφονικές τους πράξεις, τα βασανιστήριά τους ακόμα και σε μικρά ελληνόπουλα,
οι πυρπολήσεις ελληνικών χωριών, ο εξανδραποδισμός Ελλήνων αγωνιστών από τους
γενέθλιους τόπους τους. Οι φυλακίσεις, τα βασανιστήρια, οι τουφεκισμοί αθώων
Ελλήνων σε Μάντρες και Πλατείες πέρα από ηλικία και φύλο για να υπενθυμίζουν
στον Ελληνικό Λαό τι εστί φασισμός και ναζισμός. Όσοι επέζησαν των πολεμικών
γεγονότων της γερμανικής σκλαβιάς και θύελλας του πολέμου, όσοι έζησαν τον
τορπιλισμό της «Έλλης» την ημέρα του Ευαγγελισμού ως έφηβοι στο νησί της Τήνου,
όσοι μετείχαν σαν απλοί στρατιώτες στα χαρακώματα με τα πολεμικά ανδραγαθήματα
και αντιστασιακές μάχες στα χιονισμένα βουνά της Αλβανίας, ή ανθυπολοχαγοί (για
να θυμηθούμε τον Οδυσσέα Ελύτη) κουβαλούν μέσα τους ως φυλακτό τις μυριάδες
μικρές και μεγάλες ένδοξες πράξεις αντίστασης ενάντια στον ξένο κατακτητή. Δεν
μπορούσαν να ξεχάσουν τα όσα φρικτά έζησαν, βίωσαν, τα διαφύλαξαν στο σεντούκι
της μνήμης τους μεταφέροντάς τα ως κληρονομιά στα νεότερα μέλη των οικογενειών τους,
στα παιδιά τους, τις επόμενες δεκαετίες ειρήνης που ακολούθησαν. Κάθε
οικογένεια ξεχωριστά και μοναδικά πλήρωσε το δικό της πατριωτικό τίμημα, είχε
τις δικές της απώλειες και θρήνησε τους νεκρούς της. Αυτές τις ανεξίτηλες μνήμες
που σημάδεψαν τα σώματα, τις ψυχές, τις καρδιές, τις σκέψεις και τις
συνειδήσεις κοίταξαν να διατηρήσουν ως καντήλι αναμμένο στις νεότερες γενιές
των ελλήνων.
Άφησαν προσωπικά ημερολόγια, έγραψαν βιβλία-
ιστορικά ντοκουμέντα- δημοσίευσαν άρθρα και κείμενα, έδωσαν συνεντεύξεις,
ομιλίες, εξέδωσαν ποιητικές συλλογές και μυθιστορήματα, συμμετείχαν σε ιστορικά
συνέδρια και επιστημονικά πάνελ, μας πρόσφεραν την δική τους αλήθεια μαρτυρίας
που δεν άκουσαν αλλά έζησαν σε όλο το μαρτυρικό της, της σύγχρονης Ιστορίας απόσταγμα.
Βίωσαν καταστάσεις, άντεξαν βασανισμούς και μαρτύρια, τραυματισμούς, δεν
πρόδωσαν τους συναγωνιστές τους, επέζησαν. Η επίσημη των Ελλήνων Ιστορία θα
ήταν λειψή δίχως την δική τους φωνή, τον δικό τους πονεμένο λόγο, τις δικές
τους εξιστορήσεις και αναμνήσεις.
Όπως και η υπόλοιπη Ελλάδα έτσι και η πόλη
μας, ο Πειραιάς πλήρωσε βαρύ και σκληρό τίμημα σε ανθρώπινες ζωές και κακουχίες
κτηριακές καταστροφές. Καταστράφηκαν και γκρεμίστηκαν βασικές κτηριακές
υποδομές του Πειραιά. Βομβαρδίστηκε το Λιμάνι του, περιοχές του, σημαντικές υποδομές
της Πόλης έγιναν στάχτες και ερείπια, οι λιμενικές του εγκαταστάσεις και κομβικά
σημεία του πειραϊκού χώρου δόθηκαν στην πυρά από τις εχθρικές ξένες δυνάμεις
και εν μέρει από τις συμμαχικές όπως του Λιμανιού στις πολεμικές επιχειρήσεις
ενάντια στον Γερμανικό στρατό. Διεξήχθησαν πολεμικές μάχες και συγκρούσεις
μεταξύ των εχθρικών δυνάμεων και των ελλήνων πατριωτών αγωνιστών εντός του
Δήμου, πέριξ, στο Κερατσίνι, σε άλλους όμορους Πειραιώτικους Δήμους. Η Θυσία των Ελλήνων πατριωτών στο Μπλόκο της
Κοκκινιάς έγινε σύμβολο υπενθύμισης αντίστασης και προσφορά των Ελλήνων στον
Ευρωπαϊκό πολιτισμό. Η πείνα, οι αρρώστιες, οι κακουχίες, ο θάνατος θέριζαν
τους φτωχούς βασανισμένους Έλληνες. Στην σειρά των συσσιτίων στέκονταν ποιητές
και ανώνυμοι έλληνες, λόγιοι και συγγραφείς, μαγαζάτορες και λιμενεργάτες,
αστοί και προλετάριοι. Κυριολεκτικά δια πυρός και σιδήρου βίωσαν αυτά τα χρόνια
οι πατεράδες και οι μανάδες μας, οι παππούδες μας πρόσφυγες που είχαν
εγκατασταθεί στον Πειραιά μετά την Μικρασιατική Καταστροφή του 1922. Αιματοβαμμένες
ηρωικές μνήμες και αναμνήσεις που έγιναν μετά την Απελευθέρωση και τους
πανηγυρικούς εορτασμούς γλυπτικά ηρώα τιμής, εξιστορήσεις εικαστικών παραστάσεων,
αφηγήσεις θεατρικών έργων, αναπλάσεις γεγονότων σε κινηματογραφικές ταινίες,
υλικό συγγραφικό για επικές ποιητικές συλλογές που υμνήθηκαν, μυθιστορήματα,
διηγήματα, χρονικά ακόμα και παιδικά ηρωικά κόμικς. Ατομικά χειρόγραφα Ελλήνων
στρατιωτών, Πειραιωτών που διαφυλάχτηκαν σαν ιερό φυλακτό από τους ίδιους ή
τους συγγενείς τους.
Για την ιστορική αγωνιστική προσφορά του
Πειραιά και του πειραϊκού λαού την περίοδο του Πολέμου και της Κατοχής, τις
εκατοντάδες απώλειες έχουν γραφτεί αρκετά και σημαντικά κείμενα σπουδαία
τεκμήρια της καθόλου Πειραϊκής Ιστορίας. Γνωστή μας είναι και η αρθρογραφία, η
δημοσιογραφία, τα δημοσιεύματα, τα αφιερώματα για την προσφορά της Πόλης και
των Πειραιωτών, εξιστόρησης των καταστροφών που υπέστη η Πόλη και το Λιμάνι του
Πειραιά. Ας μνημονεύσουμε ενδεικτικά, ορισμένα αφιερώματα και ας αντιγράψουμε μνήμες
Πειραιωτών συγγραφέων, ενός ποιητή και ηθοποιού και ενός πεζογράφου. Και τα δύο
κείμενα όπως και άλλα που γνωρίζουμε, παραδείγματος χάρη του Χρήστου Λεβάντα,
του Κώστα Θεοφάνους, του Δημήτρη Λιάτσου, του Στέλιου Γεράνη, του Νίκου Ι.
Χαντζάρα, του Νίκου Γαριδάκη, του Γιάννη Ε. Χατζημανωλάκη, του Στέλιου Μπινιάρη
και άλλων Πειραιωτών, δεν είναι απλές κειμενικές αφηγήσεις και αποτυπώσεις ατομικών
αναμνήσεων συμμετεχόντων Πειραιωτών την δεκαετία εκείνη αλλά η συλλογική φωνή
και μνήμη της Ιστορίας της Πόλης στην εξέλιξή της. Οι Πειραιώτες θυμούνται, η
Πόλις έχει την δική της μνήμη, η Ιστορία του Δήμου δεν είναι παρά ένα μωσαϊκό
μνημών που καθρεφτίζει δημότες και χώρο στην Κιβωτό του Χρόνου.
ΣΤΡΑΤΟΠΕΔΟ ΣΥΓΚΕΝΤΩΣΕΩΣ
(Μνήμη της Κατοχής)
Του Λάμπη Ν. Βολανάκη
Το χιόνι-παγωμένες στίβες-απλώνονται
παντού, παχύ, αφράτο, στυγνό. Όπου δοκάρι και πανέμορφος σταλακτίτης ο πάγος. Η
νύχτα παγερή σαν το θάνατο. Ήρεμη, Σιωπηλή. Πάνω της φτερουγίζει ο Χάρος. Ο
πόλεμος! Κάπου, κάπου μακρυά,- μα πόσο μακρυά;- ένας Θεός- λένε γεννιότανε.
Κάπου, κάπου εδώ- μα πολύ κοντά μας, μαζί μας- δίπλα μας, μέσα μας, μιά ζωή….
Χίλιες ζωές πεθαίνουν.
«Και επί Γης ειρήνη…».
Ξημερώνουν
Χριστούγεννα!
Η αυγή έρχεται σιωπηλή, αργή,
φοβισμένη.
Τα παραπήγματα, οι μεγάλες κασόνες, που
στεγάζουν ανθρώπους, ανοίγουν δειλά τις πόρτες τους στο σκοτάδι του
στρατοπέδου. Το χιόνι σκεπάζει τη Γης, τις στέγες των σπιτιών, τις στέγες των
κρεματορίων, των «λουτρών», των θαλάμων Διοικήσεως! Σκεπάζει και τις σκέψεις
των Ανθρώπων. Η παγωνιά ξυραφίζει τις καρδιές μας. Η ζωή έρμαιη κρέμεται κάτω
απ’ τον παγερό σκοτεινό ουρανό.
Απ’ τις μουντές πόρτες βγαίνουν και
χύνονται στο σκοτάδι, ένας-ένας, δυό-δυό, οι σκελετωμένοι «εχθροί». Στις
γωνιές, στις σκοπιές, ψηλά, στις πόρτες των θαλάμων Διοικήσεως παγωμένοι,
σκοτεινοί, αμίλητοι οι «εχθροί» σκοποί, επιτηρούν. Όλοι λεροί, παγωμένοι. Τα
δόντια σφιγμένα, η καρδιά σκληρή, το μυαλό κλειστό, το βλέμμα σβησμένο. Δεν
σκέφτονται τίποτα, δεν θυμούνται τίποτα, δεν ζητούν τίποτα. Νεκρές ζωές που
κινιούνται, λες μες στο σκοτάδι της αιωνιότητας. Και το αίμα σκληρό σαν
διαμάντι, καφτό σαν βραστό ατσάλι, διαπερνάει τη σάρκα τους. Ζούν!
Ο βοριάς σφυρίζει και σέρνει το χιόνι,
για να το στείλει να δροσίσει τα καυτά μέτωπά μας και να κάψει τα μάτια μας.
Δεν μας τρυπάει τη σάρκα. Είμαστε πιό σκληροί. Ο κόσμος κάπου ξυπνάει μες στη
θαλπωρή ζεστασιά του. Και μείς ξυπνήσαμε
χωρίς να κοιμηθούμε μες στην παγερή τη νύχτα των Χριστουγέννων. Κάποτε-ίσως-κι’
εμείς να ζήσουμε τη νύχτ’ αυτή. Μα τώρα; Ανθρώπινα απομεινάρια… σάρκες,
τομάρια, κόκκινα καυτερά μάτια, κόκκαλα που ξεπροβάλλουν προκλητικά απ’ τις
γωνιές του κορμιού μας, διασχίζουμε τους δρόμους του στρατοπέδου για το πρωινό
προσκλητήριο. Το παγωμένο ξεροβόρι βελονιάζει το μισόγυμνο κορμί μας. Κάτω απ’
τις σκληρυμένες πατούσες μας στάζει ο
πάγος και τις τρυπάει.
Πράσινα, κόκκινα, κίτρινα, μαύρα
ξεσχισμένα μπαϊράκια, τα κομμάτια- υπόλοιπα ρούχων που σκεπάζουν τα κορμιά μας.
… Οι ώρες περνούν άδειες, άχρηστες,
κούφιες, νεκρές… χαμένες στο διαστημικό χάος;
Χριστούγεννα!
«…Και εν ανθρώποις ευδοκία…!»
Στρατόπεδο συγκεντρώσεως!
Μας έρχεται πάλι η Νύχτα! Η Νύχτα, η
καλή μας μάνα, η αδελφούλα μας, η αγαπημένη μας, η… ψυχή μας…, η νύχτα!...
Η ματιά μας σκληρή, κακιά, μισητή
χύνεται γύρω μας! Τα δόντια μας σφίγγουν και τρίζουν με το πιό απέραντο μίσος
για κάθε ζωή. Δεν έχουμε κανέναν άλλον, έξω από τον ίδιο τον εαυτό μας. Δεν
αγαπούμε τίποτα, δεν σκεφτόμαστε τίποτα, δεν θυμόμαστε τίποτα. Δεν αισθανόμαστε
τίποτα, έξω από το μίσος. Το έρεβος είναι: η ψυχή μας. Κι’ η Νύχτα το καβούκι
μας. Μας αγκαλιάζει, μας κρύβει. Μας σκεπάζει με τις μαύρες φτερούγες της και
ζεσταίνει τη ζωή μας. Αγκαλιαζόμαστε μαζί της και ηδονιζόμαστε στη γαλήνη της,
στην ησυχία της, στο σκοτάδι της. Δεν βλέπουμε τίποτα, δεν μας βλέπει τίποτα.
Οι άνθρωποι τη φοβούνται. Κι’ εμείς την αγαπούμε. Μας προστατεύει… Η νύχτα η…
μάνα μας… Η νύχτα… η ψυχή μας… Η νύχτα… η ελπίδα μας.
Λάμπης Ν.
Βολονάκης, περιοδικό Φιλολογική Στέγη, χρόνος Ζ΄ αριθμός φύλλου 19/ Μάρτιος
1972.
ΕΝΑΣ ΝΕΚΡΟΣ
ΤΟΥ ΜΠΛΟΚΟΥ
Του Γιώργου Μετσόλη
Από την
ποιητική του συλλογή «ΘΥΣΙΕΣ» Μνήμη της 17ης Αυγούστου 1944.
Αγόρι μου αν
περάσεις την πύλη της μάντρας
θα διαβάσεις
στους τέσσερεις ασβεστωμένους τοίχους
την πιό
μεγάλη ώρα της μικρής ιστορίας μου.
Από την π ύ
λ η αυτή των οδυρμών
από την π ύ
λ η αυτή της αγιασμένης μ ά ν τ ρ α ς
παρέλασαν με
περηφάνια και δοξάστηκαν τα νιάτα.
Αν σκάψεις
με το νύχι το πηχτό στρώμα του ασβέστη
θα φανούν
αχνές κηλίδες, ξεθωριασμένα κόκκινα ίχνη
από αθώο
νεανικό πιτσιλισμένο αίμα.
Μπορεί να
σκοντάψει το μαλακό σου δάχτυλο σε βλήμα
που
ξαστόχησε ή που ξεστράτισε από λύπη,
που
σπλαχνίστηκε τη ζωντανή σάρκα, τα κόκκαλα
τους
προδομένους έφηβους.
Το σκληρό
μολύβι που με βρήκε ολόϊσα στην καρδιά
το φύλαξε σ’
ένα μπαμπάκι ψηλά στο ‘κονοστάσι
η
μαυρομαντηλούσα προσφυγοπούλα μάνα σου.
Γιατί να ξέρεις
τη λευτεριά
την κέρδισε ο αρματολός παππούς σου
με κ α λ
ό β ό λ ι, αγόρι μου.
Αν αχνίσει
δάκρυ στο τρυφερό αχνούδωτο μάγουλο,
από την π ύ
λ η θα βγεις ά ν τ ρ α ς, γιέ μου.
Το αίμα που
θα κοχλάζει στις μικρές λεπτές φλέβες σου
που θα
κραυγάζει: ε κ δ ί κ η σ η
Θα είναι το αίμα μου.
Η ΑΠΟΦΡΑΔΑ
Του Νίκου Ι. Χαντζάρα
εφ. Η ΦΩΝΗ ΤΟΥ ΠΕΙΡΑΙΩΣ» 14/6/1947
Ο αλησμόνητος σε τραγικότητες
βομβαρδισμός του Πειραιά την 11ην Ιανουαρίου 1944 έκανεν αναγκαστικά
κατοίκους της πρωτεύουσας τα τέσσερα πέμπτα του Περαιώτικου πληθυσμού του. Την
αποφράδα αυτήν ημέρα κάμποσοι λογοτέχνες εκηδέψαμε τον Ναπολέοντα Λαπαθιώτη,
από τους καλύτερους ποιητές μας. Το βράδυ κατέβηκα στον κατεστραμμένο Πειραιά
και τον βρήκα σκεπασμένο σε στάχτες και καπνούς και πηχτό σκοτάδι.
Ύστερα από κάμποσες ημέρες ανέβηκα κι’
εγώ στην Αθήνα και βρήκα στέγη, σε φιλόξενο σπίτι φίλου μου διανοούμενου και
λογοτέχνη, του κυρίου Θρασυβούλου Ζωγιοπούλου γνωστού με το φιλολογικό ψευδώνυμο
Στέφανος Δάφνης.
Ενώ βαδίζαμε για το σπίτι του, ένα
απομεσήμερο, είδαμε κόσμο πολύ, δύναμη μιάς διμοιρίας, που έτρεχε λαχανιασμένος
και ζητούσε μάταια να βρη ανοιχτό καταφύγιο.
-Είναι
Πειραιώτες, πατριώτες σου μου λέει ο
συνοδός μου κ. Δάφνης. Ακούς τη σειρήνα του συναγερμού; Οι ήχοι της σειρήνας
μας έρχονται από διάφορα σημεία. Οι Αθηναίοι ακούνε τη σειρήνα, μα δεν
ανησυχούνε. Ούτε φροντίζουνε για καταφύγιο. Μα όπου βρεθούνε Πειραιώτες,
τρέχουνε, το βάζουνε στα πόδια, μόλις ακούσουνε σειρήνα.
-Να κι’ άλλοι Πειραιώτες, μου είπεν ο
συνοδός μου, κυττάχτε κει πέρα. Κι’ αυτοί τρέχουνε. Θ’ ακούσανε τη σειρήνα του
συναγερμού.
-Φίλε, κύριε
Δάφνη, απάντησα στο συνοδό σου, οι Πειραιώτες είναι πολύ πολιτισμένοι και
γενικά θαρραλέοι, περισσότερο από κάθε άλλον Έλληνα. Μα είδαν το χάρο με τα
μάτια τους στο βομβαρδισμό. Και δεν συνάντησαν και θερμήν υποδοχήν οι πρόσφυγες
Πειραιώτες από τους Αθηναίους. Πολλοί Πειραιώτες δεν ξέρουνε, πώς η Αθήνα, σαν
αρχαιολογική πόλη, δε βομβαρδίζεται, όπως κι’ άλλες πρωτεύουσες των Βαλκανίων.
Τους Πειραιώτες τους καταλαβαίνει κανένας κι’ απ’ τις κινήσεις τους απέναντι
στα αυτοκίνητα. Στέκονται αρκετά κι’ αφήνουνε να περάσει η τρέχουσα λαιμητόμο.
Οι Αθηναίοι έχουνε πάρει το κολάϊ,
τολμάνε και περνάνε με πολύ ευκολία τ’ αυτοκίνητα. Οι Πειραιώτες είναι πολύ
επιφυλακτικοί στις λαιμητόμους των μεγάλων λεωφόρων της Αθήνας.
-Τρέχουνε σαν
Πειραιώτες! Είνε το επίγραμμα της απαίσιας εποχής του άγριου βομβαρδισμού του
Πειραιά κατά την 11 Ιανουαρίου του 1944. Είδανε πολλά τραγικά τα μάτια τους την
αποφράδα εκείνη μέρα.
Σημείωση:
«…..Ήταν 18 βομβαρδιστικά…….
Μόλις φτάσανε πάνω από την Αγία Τριάδα, άρχισαν να αδειάζουν το φορτίο τους, γύρω
από κει στην Τσαμαδού, Δημοτικό Θέατρο, Βενιζέλου- όλο το κέντρο του Πειραιά Πειραϊκή
–Καμίνια- Ηλεκτρικό Σταθμό όπως είχα διαπιστώσει αργότερα. Οι πρώτες βόμβες πέσανε
στην Αγία Τριάδα. Μια βόμβα γκρέμισε ένα μέρος του ιερού και σκότωσε τον κόσμο
που ήταν μέσα. Όσοι βρίσκονταν στην κεντρική πόρτα της εκκλησίας σώθηκαν. Άλλη
βόμβα έπεσε ακριβώς πάνω στη μέση της ταράτσας του Μεγάρου γωνία Φίλωνος- Τσαμαδού.
Τρύπησε το μπετόν και σκότωσε οκτώ Γερμανούς. Και τρείς τους πέταξε πάνω στα
κεραμίδια των γραφείων Αγίας Τριάδας (οδός Φίλωνος) απέναντι από το χτίριο….. Μπόμπες
πέσανε και στη βόρεια πλευρά του Δημοτικού Θεάτρου. Κάηκαν κάπου 7 αυτοκίνητα
τζιπ, και χάλασαν οι προσόψεις μερικών σπιτιών. Το θέατρο δεν έπαθε καμιά σοβαρή
ζημιά εκτός από τα τζάμια των παραθύρων της βιβλιοθήκης. Άλλες μπόμπες πέσανε
στην οδό Κολοκοτρώνη. Γκρέμισαν πολλά σπίτια και σκοτώθηκε κόσμος. Μπόμπες πολλές
πέσανε στην Λεωφόρο Σωκράτους. Εκεί έβλεπε κανείς ξεκοιλιασμένα και κομματιασμένα
άλογα κι ανθρώπους πολλούς. Τα κομματιασμένα κορμιά τους ήταν σκορπισμένα στη μέση
του δρόμου και στα πεζοδρόμια. Έβλεπες παιδάκια σκοτωμένα, με τα κασάκια
κρεμασμένα στο λαιμό τους και σκόρπιες οι χαρουπόπιττες που πουλούσαν. Έβλεπες
γυναίκες, νέους, γέρους, όχι πια σαν ανθρώπους αλλά σαν κρέατα. Οι μπόμπες είχαν
γκρεμίσει πολλά σπίτια και είχαν καταπλακώσει τους νοικοκυραίους και τους νοικάρηδες.
Στο κατάστημα της Ηλεκτρικής, Λ. Σωκράτους,
είχε πέσει μπόμπα και το κατέβασε όλο κάτω. Στο υπόγειο καταφύγιό του, με το
συναγερμό είχαν πάει γύρω στους 120 νέοι και νέες της Επαγγελματικής Σχολής, (κι
άλλοι μεγάλοι άντρες και γυναίκες). Απ’ αυτούς δεν γλύτωσε κανένας. Γιατί είχαν
κλείσει όλοι οι εξαεριστήρες (το σύστημα αερισμού) του καταφυγίου και πήγαν από
ασφυξία. Έλειψε κάθε ενδιαφέρον των αστυνομικών και δημοτικών αρχών, να
αντιμετωπίσουν σοβαρά το ζήτημα….»
Από περιγραφή του Γιάννη Πισσά.
Να σημειώσουμε τα εξής εκ των υστέρων. Το
οξύμωρο της μοίρας της Ιστορίας είναι ότι μεγάλη μερίδα Ελλήνων και Ελληνίδων
εργατών που υπέφεραν και ταλαιπωρήθηκαν, βασανίστηκαν από τα Γερμανικά
στρατεύματα την περίοδο του πολέμου και της κατοχής στις δεκαετίες του
1950-1970 αναζήτησαν και βρήκαν εργασία στα εργοστάσια και τις φάμπρικες της
Δυτικής Γερμανίας. Έφυγαν ως οικονομικοί μετανάστες. Οι πρώην δυνάστες τους
έγιναν κατόπιν αφεντικά τους προσφέροντας δουλειά σε εκατοντάδες εργαζόμενους
από διάφορα μέρη της Ελλάδος, και βοήθησαν στην ανοικοδόμηση της κατεστραμμένης
και ηττημένης οικονομικά Γερμανίας. Στο Γερμανικό μεταπολεμικό οικονομικό θαύμα
συμμετείχαν και βοήθησαν και Έλληνες μετανάστες εργάτες. Ας φέρουμε στο νου μας
την ταινία «Ο Έλληνας γείτονας» του σκηνοθέτη του νέου γερμανικού
κινηματογράφου Ράινερ Βέρνερ Φασμπίντερ.
Ο Πειραιάς κατά κάποιον τρόπο, έχει άμεση
σχέση με τα εμψυχωτικά ηρωικά τραγούδια που τραγουδούσαν οι έλληνες και οι
ελληνίδες τραγουδιστές και ηθοποιοί στις επιθεωρήσεις τους στις πατριωτικές
τους επιθυμίες να ψυχαγωγήσουν, ενθαρρύνουν, εμψυχώσουν τους έλληνες
στρατιώτες, να δώσουν κουράγιο σε όσους υπηρετούσαν και πολεμούσαν στα ελληνικά
χιονοσκέπαστα βουνά και χαρακώματα. Το γνωστό και πολυτραγουδισμένο τραγούδι
που σατιρίζει τον Ιταλό δικτάτορα «Βάζει ο Ντούτσε την στολή του….» που
τραγούδησε κατ’ επανάληψη η Σοφία Βέμπο και η Άννα Καλουτά, οι πασίγνωστοι και
αγαπητοί από τον ελληνικό λαό στίχοι του είναι γραμμένοι από τον Πειραιώτη στιχουργό
και συγγραφέα Μίμη Τραϊφόρο σύζυγο της Σοφίας Βέμπο.
Ο Λάμπης Ν. Βολανάκης (1901-18/1/1982)
ήταν πειραιώτης συγγραφέας και πολιτευτής της Πόλης. Υπήρξε υποψήφιος βουλευτής
με διάφορα κόμματα της εποχής (του Δημοκρατικού Κέντρου). Ασχολήθηκε ενεργά με
τα πολιτιστικά του Πειραιά και ήταν ενεργό μέλος της Φιλολογικής Στέγης
Πειραιώς όπου για ένα διάστημα ήταν γενικός γραμματέας της και μέλος του
διοικητικού της συμβολίου. Γεννήθηκε στον Πειραιά και πρωτοστάτησε κατά την
διάρκεια του Μεσοπολέμου στην ίδρυση του «Λογοτεχνικού και Καλλιτεχνικού Ομίλου
Πειραιώς». Έγραψε μελέτες, ιστορικά χρονικά, συνθετικά έργα, μυθιστορίες και
κοινωνιολογικής θεματολογίας δοκίμια.
Το ποίημα του Μικρασιάτη ηθοποιού και
ποιητή Γιώργου Μετσόλη (1922-4/11/1989)-που τόσες φορές των ακούσαμε και τον
απολαύσαμε σε αίθουσες του Πειραιά να απαγγέλει στα παλαιότερα χρόνια-,
πρωτοδημοσιεύτηκε στην σελίδα 204 του περιοδικού Φιλολογική Στέγη χρόνος ΙΓ΄.
Τεύχος 25, Άνοιξη 1978.
Ο Νίκος Ι. Χαντζάρας σε αρκετά
«Πειραιώτικά» του αναφέρεται στην περίοδο της Κατοχής και τις δύσκολες συνθήκες
που πέρασαν οι συνδημότες του. Στηλιτεύει φαινόμενα Μαυραγοριτισμού-που δεν
είναι και λίγα-, καυτηριάζει περιπτώσεις αισχροκέρδειας από εμπόρους και για τα
πληθωριστικά χρήματα που κυκλοφορούσαν και με μία γεμάτη τσάντα εκατομμυρίων
δραχμών έπαιρναν ελάχιστα τρόφιμα. Ένα ενδιαφέρον και περισσότερο εμπεριστατωμένο
χρονογράφημα είναι αυτό της 12 Ιανουαρίου 1946 «Η καταστροφή». Το κείμενο
μεταφέρεται και στην σελίδα 80 του αφιερώματος «Πειραϊκά» τόμος 1ος
Ιανουάριος 2003, στους «Οι βομβαρδισμοί του Πειραιά από τους Γερμανούς και τους
Συμμάχους». Επιπρόσθετα να συμπληρώσουμε ότι μεταξύ άλλων δημοσιευμάτων αξίζει
να διαβαστεί το εκτενές άρθρο του ιστορικού Ιάσωνος Χανδρινού με τίτλο «Ο
μεγάλος βομβαρδισμός του Πειραιά 11/1/1944» Η καταστροφή του λιμανιού από την Αμερικανική
Αεροπορία. Περιοδικό Επιλογές «Ιστορικά Θέματα» τεύχος 24. [διανέμεται με την
εφημερίδα Real News.].
Η λεπτομερειακή περιγραφή του Γιάννη Πισσά
που μέρος της μετέφερα, βρίσκεται στον τόμο του Μικρασιάτη πολιτικού και
συγγραφέα Νίκανδρου Κεπέση, «Ο Πειραιάς στην Εθνική Αντίσταση», έκδοση Σύνδεσμος
Δήμων Περιοχών Πειραιά- Δυτικής Αττικής. Σύνθεση εξωφύλλου Μιχάλη Νικολινάκου. Πειραιάς
χ.χ.
Συγκινητικό είναι και από τον
συγγραφικό χώρο του Πειραιά το σύντομο παιδικό αντιστασιακό διήγημα του πειραιώτη
δημοσιογράφου και πεζογράφου Χρήστου Λεβάντα, «Ένας μικρός ήρωας». Έχει σαν ήρωά
του ένα μικρό σγουρομάλλικο παιδάκι τον Πέτρο, κοντά έξη χρονών. Η υπόθεση εξελίσσεται
την περίοδο της Γερμανικής Κατοχής. Ο Μπόμπιρας αυτός παρά του ότι του ζητάει ο
Γερμανός να μαρτυρήσει έλληνες αντιστασιακούς το παιδάκι κρατά το στόμα του
κλειστό. Βλέπε περιοδικό «Φιλολογική Στέγη» τχ. 21 Πρωτοχρονιά του 1974.
Γιώργος Χ. Μπαλούρδος
Πειραιάς
27 Οκτωβρίου
2025.
ΥΓ. Εξάγγελε
Διονύση Σαββόπουλε σημαντικέ μουσικέ και στιχουργέ, μαθητή και φίλε του Μάνου Χατζιδάκι,
του Νίκου Αλέξη Ασλάνογλου, του Γιώργου Ιωάννου, του Μανόλη Αναγνωστάκη, του Ντίνου
Χριστιανόπουλου, του Νίκου Παπάζογλου σε αποχαιρέτησε όλη η Ελλάδα που θα
εξακολουθεί να σε τραγουδάει. Δεν μας έλειψαν καθόλου οι απουσίες των πολιτικών
που θέλουν να αυτοαποκαλούνται «προοδευτικοί» και δεν παρευρέθησαν. Πολύ καλή η
ομιλία του τραγουδιστή Αλκίνοου Ιωαννίδη, έκανε αίσθηση.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου