Πειραϊκά τοπωνύμια: «μικρά διαμάντια»
της τοπικής ιστορίας
Μια πρώτη
προσπάθεια συγκεντρωτικής καταγραφής.
Ερευνά και γράφει ο Δημήτρης
Κρασονικολάκης.
Δημοσιογράφος - Συλλέκτης. Ανεξάρτητος ερευνητής πειραϊκής ιστορίας και
λογοτεχνίας.
Ένα ολόκληρο
κεφάλαιο στην πειραϊκή έρευνα θα πρέπει κάποτε - κι έχουμε ήδη αργήσει - να
αφιερωθεί στην πλήρη καταγραφή των τοπωνυμιών, των ονομασιών δηλαδή που έδωσαν
οι παλαιότεροι και εξακολούθησαν οι πιο νέοι σε διάφορα σημεία του γεωφυσικού
χώρου που κάλυψε η πόλη μας. Ονόματα που, εκτός από εκείνα τα οποία
διατηρήθηκαν επειδή αναφέρονταν σε εκτεταμένες, σημαντικές τοποθεσίες, ξεχάστηκαν
με το πέρασμα του χρόνου αφού αχρηστεύτηκαν ή «βαφτίστηκαν» αλλιώς. Πόσο
μάλλον, όταν κάθε τοπωνύμιο κρύβει τη δική του ιστορία, βγαίνει μέσα από την
επαφή του ανθρώπου με το περιβάλλον σε ξέχωρες μεταξύ τους εποχές και σημαδεύει
με την παρουσία του την ίδια μας τη ζωή. Εκτός από τις ελλιπείς για τα πειραϊκά
τοπωνύμια μελέτες του Κώστα Μπίρη («Αι τοπωνυμίαι της πόλεως και των περιχώρων
των Αθηνών», Α΄ έκδοση 1971 και Β΄, ψηφιακή ανατύπωση, 2005) και του Γιάννη
Καιροφύλα («Τοπωνύμια της Αθήνας, του Πειραιά και των περιχώρων», 1995) έχουμε
αποσπασματικές αναφορέα για αυτά στα «Πειραϊκά» 1945, του Μελετόπουλου, στα
«Πειραϊκά τοπωνύμια» Δελτίο ΟΛΠ τεύχος 17, 1979, του Χατζημανωλάκη, στα τεύχη
του περιοδικού «Ψυττάλεια» 1985 -1988 του Κουτελάκη, στα «Οδωνυμικά του
Πειραιά», 1996 της Μάρως Βουγιούκα και
του Βασίλη Μεγαρίδη. Σκόρπιες αναφορές υπάρχουν στα βιβλία και στα άρθρα
εφημερίδων - περιοδικών πειραιωτών συγγραφέων. Η μανία των «ειδικών» για την
αποκατάσταση των αρχαίων ονομάτων στα ήδη υπάρχοντα μεσαιωνικά και νεότερα
(φτιαγμένα από το λαό που θεωρούμενα ως κακόηχα δεν άρεσαν στους
καθαρευουσιάνους καθηγητές κάποιων σχολών) έσβησε από το στόμα και τη μνήμη του
κόσμου πολλές από τις ονομασίες. Για παράδειγμα το Υπουργείο Συγκοινωνιών είχε
διορίσει στα 1924 ειδική επιτροπή αποτελούμενη από τον Ιάκωβο Δραγάτση, Π.
Ρεδιάδη και Αλεξ. Χρυσάνθη για να διαλέξουν καινούργια - τι καινούργια, να
αναστήσουν τα αρχαία δηλαδή - ονόματα για την ακτογραμμή από το Σκαραμαγκά
μέχρι το Σούνιο...
Άλλη
παρόμοια επιτροπή «απέβαλε» τα κακόηχα αρβανίτικα και τούρκικα. Ο ερχομός και η
εγκατάσταση των προσφύγων μετά το 1922 εξαφάνισε μερικά τοπωνύμια της
ενδοχώρας, πρόσθεσε όμως ένα σωρό νέα, αρκετά από τα οποία (αυτά που κάλυπταν
περιορισμένη έκταση και είχαν φτιαχτεί για τις πρώτες ανάγκες συνεννόησης)
χάθηκαν με τη σειρά τους πριν περάσουν πολλά χρόνια, όταν έπαψαν να
χρησιμοποιούνται αφού ενώθηκαν οι πρώτοι οικιστικοί πυρήνες κι αποτέλεσαν τον
ενιαίο, ευρύτερο Πειραιά με τους γύρω Δήμους. Διατηρήθηκαν δηλαδή κυρίως εκείνα
που ήταν φερμένα από τις παλιές τους πατρίδες (Νίκαια, Νέο Ικόνιο, Νέα
Καλλίπολη). Στη μεγάλη πλέον πόλη κρατήθηκαν τα τοπωνύμια των συνοικιών ενώ
κέντρα αναφοράς έγιναν οι ναοί, οι πλατείες, οι δρόμοι, τα δημόσια κτίρια και
μνημεία, τα λιμάνια, τα καταστήματα και οι στάσεις, ο,τιδήποτε που μπορεί να
διευκολύνει την κατανόηση στη συνομιλία για τον προσδιορισμό κάποιας
συγκεκριμένης θέσης. Γενικά όπως φτωχαίνει το ελληνικό λεξιλόγιο στη συνείδηση
των νέων ανθρώπων έτσι μειώνεται και η χρήση των τοπωνυμίων. Από τα χρόνια της
επανάστασης, όταν καταγράφονται τα πολεμικά γεγονότα και εκτελούνται
συμβολαιογραφικές πράξεις αγοραπωλησιών, μας έρχονται τα ονόματα Πειραιάς,
Δράκος, Δραπετσώνα, Κρεμμυδαρού, Καστράκι, Παλαιόκαστρο, Κερατσίνι {χωριό του
Κερατζινίου, Τζερατζίνι (Μακρυγιάννης) Κερατήνι (Σουρμελής) και με άλλες
προφορές}, Λειψοκουτάλα {Ψυττάλεια}, Κούλουρη, Σαλαμίνα, Αμπελάκι, Φανερωμένη,
Πέραμα, Κερατόπυργος, Δουγάνα ή Δογάνα (πύργος του τελωνείου), Μοναστήρι (του
Αγίου Σπυρίδωνος), Μελισσόμαντρα, Κοντίτο της βρύσης του λιμένος, Σκάλα,
Καστέλλα, Τουρκολίμανο ή Φανάρι, Φαληρέας, Πασαλιμάνι ή Στρατιωτική, Μάντρα του
Σαρδελά ή Ζευγάρι ή Ζευγαρόσπιτα, Μάντρα του Χαϊμαντά, Κουλουργιώτη, Καραβάς,
Άγιος Διονύσιος, Δαφνοβούνια-Τσελεπίτσαρη, Ταμπούρια («χαντάκια των ταμπουργιών»
κατά τον Μακρυγιάννη), Κόσολα Τζερατιά, Ντάπια ( σημαίνει πυροβολείο, ένα στην
Καστέλλα κι άλλο χαμηλά στη Αλιπέδου στις γραμμές του Ηλεκτρικού), Καμίνια,
Βάρη, Βαρίκα, Περιβόλια, Λιβάδι (ένα στα Καμίνια κι ένα προς το κέντρο
Πειραιά), Βοϊδολίβαδο, Γωνία, Στρατιώτης, Πηγάδι του Στρατιώτη, Σταυρός ή
Πηγάδι του Σταυρού («εις τον Σταυρόν, εις την στράταν της Κούλουρης»),
Ξυλοφάναρο κ.ά. Επίσης πολλά είναι τα αρχαία και νεότερα τοπωνύμια εντός κι
εκτός της πόλης που εδραιώθηκαν μέσα στο 19ο αιώνα αλλά και στις αρχές του
20ου: Κοκκινάδα ή Κοκκινιά, Βρωμολίμνη (Λίμνη ή Μεγάλο Βουρκάδω, Βουρκάρι,
Βούρλα, Βάλτος, Αλαί, Λιμήν Αλών), Αλίπεδο, Καμπάς ποταμός, βουνό - λόφος -
περιβόλι Βώκου, Τσιρλονέρι (Τσερλονέρι-Τζερλονέρι), Μνημείο Καραϊσκάκη, Μνήμα
Γάλλων, Μαθαρά, Θεόσπιτα, Αλωνάκι, Φραγκόκκλησια (όπου το Αρχαιολογικό
Μουσείο), Άκρα κατά το Άλκιμον, Κάνθαρος, Ακτή Ξαβερίου, Φρεαττύς, Ζέα, Νεάπολη
(στην Αγία Σοφία), χωριό και κήπος του Μελετόπουλου, Κάβο Κράκαρη, Μουνιχία ή
λόφος Δράκου ή Καστέλλα ή Προφήτης Ηλίας, Μάνδρα ή Γούβα ή Λάκκα του Βάβουλα,
Μάνδρα Πιτάκη, Σφαγεία, Τρούμπα, Ξυλοκερατέα, Βαρελούστρα, Μουσελή, Άσπρα
Χώματα (όπου το Τζάνειο νοσοκομείο), Βουνό Σελλά, Σπηλιά Λαλαούνη (σπηλιά
Παρασκευά), Σπηλιά Αρετούσας, Τάφος Θεμιστοκλέους, Υδραϊκή συνοικία (Υδραίικα),
Βασιλικό Περίπτερο (Παλατάκι), Παρλαμά, Χατζηκυριάκειο, Πειραϊκή, Χωριό του
Χαραμή, Ακέφαλο Σώμα, Μπαϊκούτση, Αργύρη, Λουβιάρη (Σκαφάκι), Βοτσαλάκια..
Συνεχίζοντας
την απαρίθμηση σε άλλο ρυθμό έχουμε τη συνοικία Τσίλλερ, τις περιοχές Τσοκαρόπουλου,
Νταμάρια, φάμπρικες Βεϊγατζά ή Τεπές (σε συμβόλαιο της οδού Διστόμου 71), σπηλιά Βαϊζαγά (παραφθορά
ονόματος Τούρκου;) σε συμβόλαιο της οδού Ζέας 12, Μύλοι, Ανεμόμυλος, Νέο
Φάληρο, Μοσχάτο (Μποστάνια - Γλυκό Νερό), Τηλέγραφος των πλοίων, Σηματοτηλέγραφος,
Σταυρός, Κρητικά, Μανιάτικα, Αρμένικα, Γκοριτσιά (σε συμβόλαιο της οδού
Βούλγαρη 25), σπηλιές του Δράκου (σε συμβόλαιο της οδού Καρπάθου 14 και
Σαλαμινομάχων). Μικροτοπωνύμια είχαμε τα Βαρελάδικα, τα Σαρδελάδικα, τα
Τομαράδικα, τα Λεμονάδικα, τα Καρβουνιάρικα, τα Καρπάθικα, τα Νοικοκυράδικα, τα
Μυκονιάτικα..
Ας μην
ξεχνάμε και τη Σούδα, του Βρυώνη, την Πηγάδα (Δεξαμενή), του Μανίνα, τη Λεύκα,
τα Λουτρά Καταγά - Κράκαρη και Ντόγαρη, την Τερψιθέα, την Τερψιχόρη. Στη
δεκαετία του ’20 μέχρι τώρα, είπα ότι με το κύμα των προσφύγων είχαμε τους
οργανωμένους συνοικισμούς στα περίχωρα του Πειραιά που άφησαν τα δικά τους
ιδιαίτερα τοπωνύμια. Στον ίδιο το Δήμο βρίσκουμε πλέον τη Νέα Καλλίπολη που
απλουστευμένα λέγεται Καλλίπολη, τα Νεόκτιστα, τις Ρουμάνικες πολυκατοικίες, τα
Λουτρά, το Αβγό, το Σχιστό, τη Γούβα, το Περιβολάκι (σε πολλά σημεία όπου
υπάρχουν κηπάρια), την Πρόοδο και τη
Σκοπιά που δεν επικράτησαν, τη Μαρίνα Ζέας.
Η νεολαία με
του έντονους ρυθμούς που τη χαρακτηρίζουν, τρέχει να δώσει τα ραντεβού της έξω
από τα επώνυμα φαστ-φουντ, τα πολυσινεμά, στον Ηλεκτρικό, στο Δημοτικό και στα
γνωστά καφέ. Λέμε απλά : Κατέβηκα στον Πειραιά (σαν να είναι Πειραιάς μόνο το
κέντρο), πήγα και ψώνισα στη Σωτήρος, πέρασα από Πασαλιμάνι και έφαγα στα
Goodies. Αντίθετα, τα συμβόλαια των αγοραπωλησιών οικοπέδων και κατοικιών
περιγράφουν με χαλαρή ακρίβεια την αρχική θέση των τοπωνυμίων στον οδικό χάρτη,
καμιά φορά με αλλοιωμένη προφορά, όπως η «Γωνία» που έγινε «Γκονία» και
«Γκωνέα» στην οδό Ρεπέστα 3, η «Ντάπια» έγινε «Ντάμπια», «Δόμπια» και «Τόπια»
στην Αλιπέδου 22, ενώ πολλές διευθύνσεις έχουν από σύγχυση λόγω γειτονίας των
τοπωνυμίων περισσότερο από μία ονομασίες θέσης: Η οδός Καραϊσκάκη αριθ. 4 στο
Νέο Φάληρο κείται στον «Τάφο Καραϊσκάκη ή Μαθαρά» ή Μάνδρα Χαϊμαζά», η Δογάνης
και Παπαφλέσσα στον «Άγιο Γεώργιο ή Δέδε ή Πηγάδι Σταυρού», η οδός Βούλγαρη 99 στην «Καστέλλα ή Μουνιχία».
Πρώτη δημοσίευση, εφημερίδα ΠΕΙΡΑΪΚΗ
ΠΟΛΙΤΕΙΑ: Τοπωνύμια
Πειραιώς και περιχώρων. «Διαμάντια» της τοπικής ιστορίας. Πέμπτη 9 Δεκεμβρίου
1999, σ. 17. Δεύτερη δημοσίευση,
περιοδικό ΠΕΙΡΑΪΚΟ ΟΡΟΣΗΜΟ, Οκτ. -
Δεκ. 2005, τεύχος 13, σ. 14-15. Καταχώρηση εδώ επαυξημένη, 12.8.2009.
…………………………………………………………………………………………Πειραϊκά
τοπωνύμια και μικροτοπωνύμια.
Στάσεις λεωφορείων, στάσεις στην
ιστορία της πόλης.
Ερευνά και
γράφει ο Δημήτρης Κρασονικολάκης.
Το κείμενο
του πρώτου μέρους της διάλεξης του Ινστιτούτου Πειραϊκών Μελετών της Φ.Σ.Π. με
τίτλο: «Τοπωνύμια και μικροτοπωνύμια. Στάσεις λεωφορείων, στάσεις στην ιστορία
της πόλης του Πειραιά» που δόθηκε στις 19.45 της 4ης Νοεμβρίου 2016 στο
Πνευματικό Κέντρο της εκκλησίας της Ευαγγελίστριας Πειραιώς, πρόγραμμα «Eνορία εν
Δράσει». Ομιλητής ο πρόεδρος του Ινστιτούτου Δημήτρης Κρασονικολάκης. Το
δεύτερο μέρος ανέπτυξε ο Στέφανος Μίλεσης.
Ας
περπατήσουμε νοερά στο κέντρο κα στις συνοικίες του Πειραιά μας. Βλέπουμε τα
έργα εκείνων που τον έχτισαν, απολαμβάνουμε τις χάρες, τις ανέσεις, τις
προσφερόμενες υπηρεσίες του ενώ παραπονιόμαστε για κάθε στραβό και ενοχλητικό. Όπως
επιτρέπει το φυσικό περιβάλλον, γύρω μας ξετυλίγονται ευθείς δρόμοι, πολλοί
ανηφορικοί, άλλοι με στροφές, πότε - πότε αδιέξοδοι ή διακοπτόμενοι με σκαλάκια,
μικρές νησίδες πράσινου, που σχηματίζουν με τα πεζοδρόμιά τους τα χτισμένα
οικοδομικά τετράγωνα και τις πλατείες.
Όμως εκτός
από την οπτική παρουσία αποτυπωμένη στις κατασκευές που ξεχωρίζουν τον Πειραιά
από τις άλλες πόλεις, ο τόπος σφραγίζεται δυνατά με την πνευματική, δυνατή και
διαχρονική αίσθηση των ανθρώπων που τον κατοικούν. Κάθε ύψωμα, ίσωμα και
βαθούλωμα, κάθε στενό και γωνία, εσωτερικό και παράλιο, έχει το ιδιαίτερο όνομά
του, την δική του πορεία στους καιρούς, σε σημείο που δεμένο με την καθημερινότητά
μας να νιώθουμε έντονη την σχέση ασφάλειας, ηρεμίας, αγάπης και συνύπαρξης.
Είχα κάποτε
χαρακτηρίσει τα τοπωνύμια του Πειραιά «μικρά διαμάντια της τοπικής ιστορίας».
Τα βιβλία που αναφέρονται σε εκείνα είναι ελάχιστα, κάποια βρίσκονται
ανακατεμένα με τα αθηναϊκά κι άλλα σκόρπια ή συνοπτικά σε άρθρα περιοδικών κι
εφημερίδων. Συγκέντρωσα και δημοσίευσα την πρώτη καταγραφή τους στην εφημερίδα
ΠΕΙΡΑΪΚΗ ΠΟΛΙΤΕΙΑ στο φύλλο της 9 Δεκεμβρίου 1999 και την επανέλαβα διορθωμένη
στο περιοδικό ΠΕΙΡΑΪΚΟ ΟΡΟΣΗΜΟ, τεύχος 13, Οκτώβριος - Δεκέμβριος 2005. Αν
είναι δύσκολο να ξεχωρίσουμε τα τοπωνύμια σε κατηγορίες προέλευσής τους,
ευκολότερη φαίνεται να είναι η προσπάθεια να τα κατατάξουμε χρονολογικά ή
σύμφωνα με την σημασία τους αφού μας το επιτρέπει αρκετά η καταγραφή τους σε
δημόσια και ιδιωτικά έγγραφα, σε συμβολαιογραφικές πράξεις και συμφωνητικά, στα
περιηγητικά βιβλία, στους χάρτες, στα στρατιωτικά κείμενα των επαναστατικών
χρόνων, στους μετέπειτα τουριστικούς ή χρηστικούς οδηγούς, στις αναμνήσεις κι
απομνημονεύματα, στο πλήθος των διαφόρων καταχωρίσεων σε διάφορα άλλα έντυπα
αλλά και στην προφορική, ζωντανή γλώσσα μας.
Από την
αρχαία εποχή διατηρήθηκαν ή επανήλθαν τον 19ο αιώνα τα παρακάτω: Πειραιεύς, Αλαί, Λιμήν Αλών, Αλίπεδον,
Άλκιμον, Κάνθαρος, Ακτή, Μουνυχία, Ζέα, Φρεαττύς, Σταλίς, Φάληρον. Οι
Αρχαιολόγοι συνεχίζουν να ανακαλούν τις λέξεις Σηράγγιον, Διάζευγμα, Χειλαί,
Μακρά Στοά, Δείγμα, Μακρά Τείχη, Αστικαί Πύλαι, Σκευοθήκη.
Από τα
μεσαιωνικά χρόνια και της επανάστασης, όταν καταγράφονται τα πολεμικά γεγονότα
και εκτελούνται νοταριακές πράξεις αγοραπωλησιών, μας έρχονται ως αρχαιότερα,
εκλαϊκευμένα ή καινούργια τα ονόματα Δραπετσώνα, Καστράκι, Παλαιόκαστρο,
Κερατσίνι, Λειψοκουτάλα, Κούλουρη, Σαλαμίνα, Αμπελάκι, Φανερωμένη, Πέραμα,
Κερατόπυργος [στα γειτονικά με το κεντρικό λιμάνι μέρη] Πειραιάς, Πόρτο Λεόνε,
Δράκος, Δουγάνα ή Δογάνα, Μοναστήρι (του Αγίου Σπυρίδωνος), Μελισσόμαντρα,
Κοντίτο της βρύσης του λιμένος, Σκάλα, Καστέλλα, Θεόσπιτα, Τουρκολίμανο ή
Φανάρι ή Φαληρέας, Πασαλιμάνι ή Στρατιωτική, Τσιρλονέρι, Μάντρα του Σαρδελά ή
Ζευγάρι ή Ζευγαρόσπιτα, Μάντρα του Χαϊμαντά, Κουλουργιώτη, Καραβάς, Άγιος
Διονύσιος, Ταμπούρια, Κόσολα Τζερατιά, Μπελεγρή, Μουσελή, Ντάπια, Καμίνια,
Βάρη, Βαρίκα, Περιβόλια, Λειβάδι, Βοϊδολίβαδο, Καστέλλα, Γωνία, Στρατιώτης, Μοναστήρι
του Στρατιώτη, Πηγάδι του Στρατιώτη, Σταυρός ή πηγάδι του Σταυρού, Ξυλοφάναρο,
Τάφος Θεμιστοκλέους, κ.ά. Έχουμε και τα
τοπωνύμια εντός κι εκτός της πόλης που εδραιώθηκαν μέσα στον 19ο αιώνα αλλά και
στις αρχές του 20ου: Κρομμυδαρού, Κοκκινάδα ή Κοκκινιά, Βρωμολίμνη (Λίμνη ή
Μεγάλο Βουρκάδω, Βουρκάρι, Βούρλα, Βάλτος, Τέλμα) όλα στο βάθος του λιμένα προς
την σημερινή Ακτή Κονδύλη, Καμπάς ποταμός (το ρέμα που χυνόταν προς τον Άγιο
Διονύσιο, ένα παρακλάδι του Κηφισού που πλημμύριζε τον τόπο και σχημάτιζε
βάλτους ή κάλυπτε περιοχές με στάσιμα ανθυγιεινά νερά), Βουνό - Λόφος -
Περιβόλι Βώκου, Μνημείο Καραϊσκάκη, Μνήμα Γάλλων, Μαθαρά, Νέον Φάληρον, Σούδα,
Αλωνάκι, Φραγκόκκλησια, Άκρα κατά το Άλκιμον, Ανεμόμυλος, Ακτή Ξαβερίου, Ακτή
Τζελέπη, Νεάπολη (στην Αγία Σοφία), χωριό και κήπος του Μελετόπουλου, Κάβος
Κράκαρη, Προφήτης Ηλίας, Μάνδρα ή Γούβα ή Λάκκα του Βάβουλα, Μάνδρα Πιτάκη,
Σφαγεία, Τρούμπα, Ξυλοκερατέα, Βαρελούστρα, Άσπρα χώματα (όπου κτίστηκε το
Τζάνειο νοσοκομείο), Βουνό Σελλά, Σπηλιά Λαλαούνη (ή σπηλιά Παρασκευά), Σπηλιά
Αρετούσας, Υδραϊκή συνοικία (Υδραίικα), Βασιλικό Περίπτερο (ή Παλατάκι),
Χατζηκυριάκειο, Παρλαμά, Καλαμπάκα, Πειραϊκή, Xωριό του Χαραμή, Ακέφαλο Σώμα,
Μπαϊκούτση, Αργύρη, Λουβιάρη (ή Σκαφάκι) και κάποια ακόμα που στον λίγο χρόνο μιας
διάλεξης όπως της αποψινής ίσως είναι κουραστικό να ακουστούν..
Στην
δεκαετία του ’20 μέχρι τώρα, με το κύμα των προσφύγων είχαμε τους οργανωμένους
συνοικισμούς στα περίχωρα του Πειραιά που άφησαν τα δικά τους ιδιαίτερα
τοπωνύμια: Νέα Καλλίπολις, Νίκαια, Νέο Ικόνιο. Οι εκτεταμένες παρεμβάσεις στο
φυσικό περιβάλλον ειδικά στις παραλίες «γέννησαν» τα τοπωνύμια Λιμανάκι, πλαζ
Φρεαττύδας, Μαρίνα Ζέας, Βοτσαλάκια, Μπλόκια.
Ως
μικροτοπωνύμια βλέπουμε τα Μανιάτικα, τα Μυκονιάτικα, τα Καρπάθικα, τα Κρητικά
(από τους κατοίκους που απάρτιζαν την πλειοψηφία), τα Βαρελάδικα, τα Τομαράδικα
(από το είδος που πουλούσαν), τον Τηλέγραφο, την Πρόνοια, αλλά και την Πασαρέλα
- η οδός λέγεται επίσημα Αγγέλου Μεταξά - στο Πασαλιμάνι (από το πέρα - δώθε
της κίνησης των νέων σε ένα συγκεκριμένο σημείο). Αντίθετα, τα συμβόλαια των
αγοραπωλησιών οικοπέδων και κατοικιών περιγράφουν με χαλαρή ακρίβεια την αρχική
θέση των τοπωνυμίων στον οδικό χάρτη, καμιά φορά με αλλοιωμένη προφορά, όπως η
«Γωνία» που έγινε «Γκονία» και «Γκωνέα» στην οδό Ρεπετσά 3, η «Ντάπια» έγινε
«Ντάμπια», «Δόμπια» και «Τόπια» στην Αλιπέδου 22, ενώ πολλές διευθύνσεις έχουν
από σύγχυση λόγω γειτονίας των τοπωνυμίων περισσότερο από μία ονομασίες θέσης:
Η οδός Καραϊσκάκη αριθ. 4 στο Νέο Φάληρο κείται στον «Τάφο Καραϊσκάκη ή Μαθαρά
ή Μάνδρα Χαϊμαζά», η Δογάνης και Παπαφλέσσα στον «Άγιο Γεώργιο ή Δέδε ή Πηγάδι
Σταυρού», η οδός Βούλγαρη 99 στην «Καστέλλα ή Μουνιχία». Τα σωζόμενα από τους
αρχαίους συγγραφείς και τις επιγραφές ονόματα βουνών, λιμανιών, εγκαταστάσεων
κτηρίων και τόπων της πόλης πονοκεφάλιασαν πολλούς λόγιους του 19ου αιώνα. Με
βάσει τα δεδομένα και τα λογικά συμπεράσματα έδιναν την προσωπική τους ερμηνεία
που καμιά φορά ανασκεύαζαν οι ίδιοι στα μετέπειτα χρόνια. Πού πραγματικά
βρισκόταν ο Κάνθαρος και ο Κωφός λιμήν; Η Φρεαττύδα τοποθετείται ανεπιφύλακτα
στην σημερινή της θέση; Για δεκαετίες το λιμάνι της Ζέας ήταν χωροθετημένο έξω
από τον σημερινό σταθμό ΗΣΑΠ και το Πασαλιμάνι λεγόταν λιμήν Μουνυχίας. Ο Τάφος
του Θεμιστοκλή είναι δεξιά ή αριστερά «τω εισπλέοντι» τον μεγάλο λιμένα;
Η μανία
επίσης των «ειδικών» για την αποκατάσταση των αρχαίων ονομάτων στα ήδη
υπάρχοντα μεσαιωνικά και νεότερα (φτιαγμένα από τον λαό που θεωρούμενα ως
κακόηχα δεν άρεσαν στους καθαρευουσιάνους καθηγητές κάποιων σχολών) έσβησε από
το στόμα και την μνήμη του κόσμου πολλές από τις ονομασίες.
Για
παράδειγμα το Υπουργείο Συγκοινωνιών είχε διορίσει στα 1924 ειδική επιτροπή
αποτελούμενη από τον Ιάκωβο Δραγάτση, Περικλή Ρεδιάδη και Αλέξανδρο Χρυσάνθη
για να διαλέξουν καινούργια - τι καινούργια, να αναστήσουν τα αρχαία δηλαδή -
ονόματα για την ακτογραμμή από τον Σκαραμαγκά μέχρι το Σούνιο.
Το
αποτέλεσμα τυπώθηκε σε ένα σπάνιο σήμερα βιβλιαράκι στα 1926 από την Επιτροπή
Λιμένος Πειραιώς «Περί αποκαταστάσεως των αρχαίων ονομάτων και νέας
ονοματοθεσίας των λιμένων Πειραιώς και της περί τον Πειραιά ακτογραφίας.
Εξεπονήθη επί προεδρείας Γεωργίου Ι. Σακαλή».
Άλλη
παρόμοια επιτροπή «απέβαλε» τα κακόηχα αρβανίτικα και τούρκικα. Επαναλαμβάνοντας, ο ερχομός και η εγκατάσταση
των προσφύγων μετά το 1922 εξαφάνισε μερικά τοπωνύμια της ενδοχώρας, πρόσθεσε
όμως ένα σωρό νέα, αρκετά από τα οποία (αυτά που κάλυπταν περιορισμένη έκταση
και είχαν φτιαχτεί για τις πρώτες ανάγκες συνεννόησης) χάθηκαν με την σειρά
τους πριν περάσουν πολλά χρόνια, όταν έπαψαν να χρησιμοποιούνται αφού ενώθηκαν
οι πρώτοι οικιστικοί πυρήνες κι αποτέλεσαν τον ενιαίο, ευρύτερο Πειραιά με τους
γύρω Δήμους. Διατηρήθηκαν δηλαδή κυρίως εκείνα που ήταν φερμένα από τις παλιές
τους πατρίδες. Στην μεγάλη πλέον πόλη
κρατήθηκαν τα τοπωνύμια των συνοικιών ενώ κέντρα αναφοράς έγιναν οι ναοί, οι
πλατείες, οι δρόμοι, τα δημόσια κτίρια και μνημεία, τα λιμάνια, τα καταστήματα
και οι στάσεις, οτιδήποτε που μπορεί να διευκολύνει την κατανόηση στη συνομιλία
για τον προσδιορισμό κάποιας συγκεκριμένης θέσης. Γενικά, όπως φτωχαίνει το
ελληνικό λεξιλόγιο στην συνείδηση και στην γλώσσα των νέων ανθρώπων, έτσι
μειώνεται και η χρήση των τοπωνυμίων.
Οι έφηβοι με του έντονους ρυθμούς που τους
χαρακτηρίζουν, τρέχουν να δώσουν τα ραντεβού τους έξω από τα επώνυμα
φαστ-φουντ, τα πολυσινεμά, στον Ηλεκτρικό, στο Δημοτικό, στο Δημαρχείο και στις
γνωστές καφετέριες. Λέμε απλά: Κατέβηκα
στον Πειραιά (σαν να είναι Πειραιάς μόνο το κέντρο), ήπια ένα καφέ στο Bar
Code, πήγα και ψώνισα στην Σωτήρος, πέρασα από Πασαλιμάνι, είδα τον φίλο μου
έξω από το Gazi College, αγόρασα ένα βιβλίο από τα Public και καθίσαμε στο
Bibere.
Εκτός από τα
μεγάλα, απλωμένα σε αρκετή έκταση τοπωνύμια, ο κόσμος για εξυπηρέτησή του έχει
ονομάσει με ξεχωριστά επίθετα τις στάσεις των λεωφορείων. Τα ονόματά τους
πάρθηκαν με τους παρακάτω κυρίως τρόπους:
-Από τους
δρόμους ή τις πλατείες που διασχίζουν ή προσεγγίζουν (στάση Φιλελλήνων, Σκουζέ,
Πλατεία Καραϊσκάκη, Πλατεία Κοραή, Πλατεία Τερψιθέας)
-Από το
τοπωνύμια της περιοχής που περνούν (στάση Πειραϊκή, Πηγάδα, Καστέλλα)
-Από δημόσια
ή βιομηχανικά κτήρια (στάση Ηλεκτρικός Σταθμός, Δημοτικό Θέατρο, ΙΚΑ, Αγορά,
Ψυγεία, Κεράνης)
-Από τους
ιερούς ναούς (στάση Ευαγγελίστρια, Άγιος Βασίλειος, Αγία Σοφία, Αγία Παρασκευή)
-Από ονόματα
παλαιών ταβερνών, ψαροταβέρνων, φούρνων, μαγαζιών (στάση Καλαμπάκα, Μπαϊκούτση,
Παρασκευά, Ψίγκα, Χαρτοφύλακα, Κοστάλ, Περίπτερο)
-Από τα
ονόματα κινηματογράφων (στάση Καλιφόρνια στα Ταμπούρια, Άβα στην Καλλίπολη,
Σινεμά πάνω στην οδό Θηβών)
-Από το
φυσικό περιβάλλον και την διαρρύθμιση του χώρου (στάση Λόφος Βώκου, Γούβα,
Σκαλάκια, Σίδερα, Παραλία).
-Από τον
φυτικό διάκοσμο (στάση Λεύκα, Πιπεριά)
-Από επώνυμα
κατοίκων που διέμεναν ή είχαν καταστήματα (στάση Μεταξά, Βρυώνη)
Πολλές
στάσεις έπαψαν να ανταποκρίνονται στον αρχικό τους προορισμό.
Ενώ δηλαδή
βαφτίστηκαν από ένα γεγονός εκείνο πλέον απουσιάζει από τον περίγυρο. Για
παράδειγμα η στάση «Αστυνομία» και η στάση «Ταχυδρομείο» του 906. Και οι δυο
υπηρεσίες απομακρύνθηκαν από την περιοχής τους.
Πολλές πάλι
στάσεις μετονομάστηκαν. Η στάση «Λαχαναγορά» στην οδό Πειραιώς έγινε στάση
«Εθνική Στατιστική Αρχή».
[Αναδημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Ο
Ημερήσιος Δημότης Πέμπτη 17 Νοεμβρίου 2016. Αρ. φύλλου 17.656. Σελ. 16]
………………………………………………………………………………….
Το τοπωνύμιο Γωνία ή Γωνέα στον
Πειραιά.
Ερευνά και
γράφει ο Δημήτρης Κρασονικολάκης. Δημοσιογράφος - Συλλέκτης. Ανεξάρτητος
ερευνητής πειραϊκής ιστορίας και λογοτεχνίας.
Ο επίμονος
μελετητής, αφού βρει και καταγράψει ένα παλιό πειραιώτικο τοπωνύμιο, συνεχίζει
να ερευνά για την αξιολόγησή του, προσπαθώντας να ταυτίσει τη λέξη με το
συγκεκριμένο χώρο στον οποίο δόθηκε το όνομα, να ταξινομήσει χρονολογικά και να
διαλευκάνει την ετυμολογία του. Πολλές φορές συμβαίνει να μην δίνεται εύκολα
κάποιο σημείο αναγνώρισης. Έτσι μένει για καιρό «σκοτεινό» και συνάμα
«ελκυστικό».. Ένα τέτοιο «δύσκολο» τοπωνύμιο ήταν και το Γωνία, Γωνιά, Γκονία,
Γκωνέα που την ιστορική ύπαρξή του στο νεότερο Πειραιά θα αναλύσω τώρα μέσα από
όσες έντυπες πηγές μπόρεσα να έχω στη διάθεσή μου.
Πρώτη λοιπόν
αναφορά για «τον λεγόμενον Γωνίαν τόπον» έχουμε στη Γενική Εφημερίδα της
Ελλάδος, αρ. 24, σελ. 94, εν Αιγίνη, Σαββάτω, 29 Ιανουαρίου 1827, στις εγχώριες
ειδήσεις.
Στις 24
Ιανουαρίου 1827 στρατιωτική δύναμη από ξηρά και θάλασσα «αποφασισμένη εις
κυρίευσιν του Πειραιώς εκίνησεν...» και «Η έμβασις των στρατευμάτων άρχισε κατά
την εννάτην ώραν της ημέρας, και ετελείωσε κατά την πρώτην της νυκτός, και κατά
την τετάρτην ώραν απήραν τα πολεμικά πλοία, προηγουμένου του ατμοκινήτου, και
παρακολουθούντων των άλλων πλοιαρίων, και μετά τεσσάρων ωρών πλουν έφθασαν εις
το Πασσά Λιμάνι (Φαληρέα), όπου έμελλε να γενή η απόβασις. Η απόβασις άρχισε
κατά την ογδόην ώραν της νυκτός, και διήρκεσε μίαν ώραν εις τον λεγόμενον
Γωνίαν τόπον. Η επί του λόφου Καστέλλα λεγομένου Τουρκική φυλακή ετουφέκισε την
εμπροσθοφυλακήν· αλλ’ είς αλαλαγμός του στρατεύματος κατετρόμασε τους εχθρούς,
και τους έκαμε να κλεισθώσιν εις το μοναστήριον του αγίου Σπυρίδωνος, και εις
το τελώνιον..». Την πληροφορία αυτή αλλά ίσως και διάφορες άλλες μαρτυρίες
χρησιμοποίησε ο Κωνσταντίνος Ράδος (1862 - 1931) στο βιβλίο «Φρανκ Άμπνεϋ
Άστιγξ - έγγραφα και σημειώσεις περί του έργου αυτού εν Ελλάδι», βιβλιοπωλείον
Ελευθερουδάκη και Μπαρτ, 1917: «Οι στρατιώται εισεβιβάσθησαν νύκτωρ εις τα
πλοία άτινα αναχθέντα την τετάρτην ώραν της πρωΐας, εξ Αμπελακίων της
Σαλαμίνος, μετά τινας διαδρομάς εν τω Σαρωνικώ, ενεφανίζοντο περί την ογδόην
ώραν εις Φάληρον και μετ’ ολίγον εξετέλουν απόβασιν εις Γωνιάν, όπου νυν
περίπου η πλατεία "Αλεξάνδρας",...».
Ο Ράδος
φρόντισε γρήγορα να διορθώσει το σκεπτικό του, επικαλούμενος τη γνώμη του
καθηγητή Ιάκωβου Δραγάτση, δημοσιεύοντας μέρος της επιστολής του: «Ο εντριβέστατος εν τούτοις περί τα πειραϊκά
Δραγάτσης παρατηρεί ημίν: Σήμερον ουδέν σημείον της ακτής φέρει την ονομασίαν
ταύτην, ήτις έχει διαγραφή εντελώς και λησμονηθή. Δεν είναι δ’ εκεί ένθα
σημειώνεις. Γέρων εντόπιος μοι έδειξε προ ετών το μέρος της αποβάσεως, το
οποίον ήτο ακριβώς η προεξοχή η ελαφρώς χωρούσα εις την θάλασσαν κατά την
ανατολικήν ακτήν της Μουνυχίας (Καστέλλας) και στενουμένη εις μικράν χερσόνησον
εφ’ ης εκτίσθη η έπαυλις Ζαχαρίου επί της γωνίας της σχηματιζομένης υπ’ αυτής
και της άλλης παραλίας, προφυλασσομένης δε υπό της άνωθεν ακτής. Είναι η μόνη
κατάλληλος θέσις προς απόβασιν και αιφνιδιαστικήν της Καστέλλας κατάληψιν, ενώ
η άλλη, η κατά το Σηράγγιον, τώρα φαίνεται προσιτή πως. Ομοιάζει ολίγον με την
Κοινόσουραν εν σμικρώ. Θα ίδης την θέσιν προχωρών ολίγα βήματα από της οικίας
Μακά προς το Φάληρον. Είναι σύνοπτος κάτωθεν».
Στεκόμαστε
κυρίως σε αυτά τα κείμενα, αφού ο Δημήτρης Φωτιάδης (1898 - 1988) στον
«Καραϊσκάκη» του, Αθήνα 1956, ακολουθεί πλέον τους άλλους συγγραφείς που
παραβλέπουν να αναφέρουν τον τόπο: «Την προηγούμενη νύχτα, 24 με 25 του Γενάρη,
έπειτα από τρεις ώρες που σκοτείνιασε, ξεκινάει ο Γκόρντον από τη Σαλαμίνα. Τ’
ασκέρι του το παράστεκε από τη θάλασσα τ’ ατμοκίνητο "Καρτερία" με
κυβερνήτη τον Άστιγγα, τρία μπρίκια, πέντε γολέτες κι ένα μίστικο... Φτάνουν
όξω από το Πασαλιμάνι κατά τα μεσάνυχτα κι ο Γκόρντον διορίζει τον Μακρυγιάννη
να πρωτοβγεί. Παίρνει μαζί του όσα παληκάρια χωρούσαν σε δύο φελούκες και κάνει
ντισμπάρκο...».
Ο δε
Μακρυγιάννης γράφει στα «Απομνημονεύματα»: «Το ταχτικό, ο Ναταράς ο Γιάννης κι’
εγώ ως χιλιοχτακόσοι άνθρωποι να βούμεν εις τον Πειραιά τα μεσάνυχτα. Πήγαμεν·
με διορίζει ο Γκόρδον με το σώμα μου να πρωτοβγώ ομπρός εγώ εις την θέσιν του
Φαληρέως. Ράξαμεν εις το Πασιά Λιμάνι. Πρωτοβήκα με δυό φελούκες μ’ ανθρώπους
μου και τότε πολεμήσαμεν γενναίως τους Τούρκους, μας πολέμησαν κι’ αυτείνοι
παληκαρίσια, και τους τζακίσαμεν και τους πήγαμεν κυνηγώντα ως το μοναστήρι εις
τον Άγιον Σπυρίδωνα, εις τον Δράκον ....».
Ο Σπυρίδων
Τρικούπης και ο Διονύσιος Σουρμελής μιλάνε αόριστα: «οι φθάσαντες εις το
Φάληρον απέβησαν ανενοχλήτως αυτονυχτεί...» και «άμα δε απέβησαν οι Έλληνες εις
την Μουνιχίαν...», ενώ ο Ιωάννης Μελετόπουλος (Πειραϊκά, 1945, σελ. 44)
μνημονεύει: «Περί την 8ην εσπερινήν της 24ης Ιανουαρίου 1827 στολίσκος υπό τας
διαταγάς του Άστιγγος, αποτελούμενος εκ της "Καρτερίας", δύο
Ψαρριανών πολεμικών βρικίων υπό τους πλοιάρχους Κ. Δημητρίου Παπανικολήν και Κ.
Γιαννίτσην, εξ ετέρου βρικίου, ούτινος επέβαινεν ο συνταγματάρχης Γόρδων, ως
και εκ μερικών μικρών μεταγωγικών πλοιαρίων, εισήρχετο εις τον λιμενίσκον της
Μουνυχίας, οπόθεν εσκοπείτο απόβασις προς κατάληψιν του Πειραιώς».
Γεγονός
λοιπόν είναι ότι η αποβίβαση έγινε κάπου μεταξύ Πασαλιμανιού και Νέου Φαλήρου
σε τμήμα της ακτής που πάνω της υψώνεται η Καστέλλα. Καστέλλα λεγόταν το ψηλότερο επίπεδο του λόφου
της αρχαίας Μουνιχίας, όπου επί βενετοκρατίας υπήρχαν οχυρωματικός πέτρινος
χτιστός περίβολος και χαρακώματα.
Η Έλσα Σοφού
παρουσίασε στα 1973 ένα χάρτη του Πειραιά που συντάχτηκε στα 1687 από τους
Βενετούς. Πάνω στο λόφο της Μουνυχίας, όπως λέει ο τίτλος και χαράχτηκε στο
σχέδιο, είχε προταθεί να χτιστεί ένα μεγάλο φρούριο: «con la propositione d’
una fortezza in sito più opportuno lineata di giallo».
Επειδή το Μικρολίμανο
που σχηματιζόταν από κάτω του, νομιζόταν ότι ήταν το παλαιό λιμάνι της Αθήνας,
το Φάληρον, λεγόταν και Φαληρέας.
Φανταζόμαστε
απλά ότι το σημείο θα είχε προεπιλεγεί από κάποιους που ήξεραν τα κατατόπια ή
θα το είχαν κατασκοπεύσει από πριν, επειδή μια νυχτερινή έφοδος θέλει
προετοιμασία, προσοχή και κατάλληλες κινήσεις. Μπορεί και να προτιμήθηκε «επί
χάρτου» στο τραπέζι των αποφάσεων των επιχειρήσεων.
Η πρόταση
του Δραγάτση συμφωνεί και διευκολύνει μια τέτοια πράξη.
Οι
επιχωματώσεις με τα τεχνικά έργα έχουν σχηματίσει στις μέρες μας ένα
διαφορετικό περιβάλλον που απέχει πολύ από τη φυσική ακτογραμμή των
επαναστατικών χρόνων, όλου του 19ου αιώνα και πολλών από τον 20ό.
Παρά τη
διαβεβαίωση του Δραγάτση ότι η ονομασία έχει λησμονηθεί και σε πείσμα της
άγνοιάς μας έρχονται τα παλαιά συμβόλαια - έγγραφα τίτλων κατοχής,
αγοραπωλησίες οικοπέδων και σπιτιών, υποθηκών κ.ά., - να μας διαφωτίσουν.
Εκεί
εμφανίζονται στη σωστή γραφή ή παρεφθαρμένα τα αυθεντικά τοπωνύμια που
χρησιμοποιούσαν οι ντόπιοι γεωργοί, βοσκοί, κτηματίες, για αναγνώριση των
εδαφών τους.
Η «Γωνία» ή
«Γωνέα» φαίνεται να είναι καθαρά ελληνική - βυζαντινή λέξη.
Ως τοπωνύμιο
έχει γεωγραφική σημασία και μας παραπέμπει σε «τόπο που γωνιάζει».
Συμβαίνει
πολλές φορές ένα «μικρό» σε έκταση τοπωνύμιο να προεκτείνεται σε γειτονικές
περιοχές (ειδικά όταν αυτές στερούνται ή δεν έχουν ισχυρή ονομασία) να
διατηρείται εκεί και να ξεχνιέται στην αρχική του θέση.
Αν η απόβαση
πραγματοποιήθηκε στη φερόμενη «Γωνία», ανατολικά του Μικρολίμανου, δεξιά ή
αριστερά της έξαρσης που σημειώνεται σε πολλούς πειραιώτικους χάρτες - μπορείτε
να τους βρείτε εύκολα - προς τη σύγχρονη ακτή Δηλαβέρη θα ήταν χρήσιμο να
προχωρήσουμε στη Βασιλέως Παύλου, πρώτα μέχρι την οδό Τζαβέλα και μετά στη
Ρεπέτσα, ώστε να βρεθούμε αναπάντεχα σε μια ευχάριστη έκπληξη.
Σε
συμβολαιογραφική πράξη (αριθμός 179, 14.7.1902) η Χρυσή Κ. Κυριακοπούλου
δανείστηκε 600 δραχμές από το Νικ. Α. Απέργη και έβαλε υποθήκη ένα σπίτι
«κείμενον εν Πειραιεί κατά την θέσιν " Γκονία" που συνόρευε με τις
ιδιοκτησίες Μιχ. Σπυθουράκη, Ανδρ. Κροντιρά, οδό Τζαβέλα» (Χάρης Κουτελάκης,
περιοδικό ΨΥΤΤΑΛΕΙΑ, τεύχος 10 - 11, σελ. 11).
Σε συμβόλαιο
επίσης της οδού Λοχαγού Ρεπέτσα 3, βρίσκω ότι η οικία είχε κτιστεί στη θέση
"Γκωνέα".
Στις 28 Φεβρουαρίου 2014 βρέθηκα σε μια
αληθινά «δυνατή» στιγμή.
Για πολύ
καιρό περίμενα να δώσει τις πληροφορίες του ο φίλος μου δικηγόρος, συλλέκτης
και ιστοριοδίφης Μιχάλης Βλάμος. Συναντηθήκαμε για καφέ και έφερε να δω κάτι
συμβόλαια. Το πρώτο ήταν η υπ’ αριθμόν 2347/1964 άδεια εργασιών ανακαίνισης του
σπιτιού του στο Μικρολίμανο. Στο όνομα του ιδιοκτήτη πατέρα του Γεωργίου Βλάμου
στην οδό Μίνωος 12, τώρα 16, καταγράφεται ότι βρίσκεται στην θέση «Γκονέα ή
Γωνία»!
Το δεύτερο
συμβόλαιο, αριθμός 13060 της 15.9.1955, μια «διανομή κοινού ακινήτου», αναφέρει
«...εν Πειραιεί και εντός του σχεδίου της πόλεως κατά την θέσιν
"Τουρκολίμανο ή Φανάρι ή Γωνιά Φαλήρου" της περιφερείας του Δήμου
Πειραιώς.. εκτάσεως 876 και 81 % μέτρων τεκτονικών τετραγώνων συνορευόμενον
Βορείως με κτήμα Γεωργίου Βλάμου εν μέρει και κληρονόμους Αναγνωστάκη εν μέρει,
Νοτίως με Ακτήν Αλεξ. Κουμουνδούρου, Ανατολικώς με κτήμα Θεοδώρου Βαρβαρέσσου
και Δυτικώς με κτήμα κληρονόμων Ευστρατίου Πατσούρη...». Σε επόμενο συμβόλαιο
που αφορά το ίδιο οικόπεδο ιδιοκτησίας Ειρήνης Βαρβαρέσου, 17922/30.10.1989,
«σύστασις οριζοντίου ιδιοκτησίας», ο συντάκτης διευκρινίζει «που τώρα η θέση
αυτή λέγεται Μικρολίμανο και στην Ακτή Αλεξάνδρου Κουμουνδούρου στην οποία τώρα
έχει τον αριθμό 20 και πριν είχε τον αριθμό 14...».
Αισθανθήκαμε
ότι με αυτή τη διαπίστωση είναι σαν να «περικυκλώσαμε» επιτέλους το τοπωνύμιο,
ότι το εντάξαμε στις κανονικές του διαστάσεις.
Αδιάλειπτη
πρόσβαση στα συμβόλαια των ιδιοκτησιών της περιοχής θα μας δώσει πληρέστερη
εικόνα της διάδοσης του τοπωνυμίου, που τουλάχιστον στη μια πλευρά φαίνεται να
καταγράφεται μόνο του και στην άλλη συνδεδεμένο με ένα άλλο προγενέστερο,
παράλληλο ή όμορό του (όπως στα διπλά Καστέλλα ή Μουνιχία, Βάρη ή Λιβάδι,
Μουσελή ή Καραβάς).
Πρώτη δημοσίευση: Περιοδικό ΠΕΙΡΑΪΚΟ
ΟΡΟΣΗΜΟ, τεύχος 17.
Οκτώβριος - Νοέμβριος - Δεκέμβριος 2006. Σελ.14 - 15. Εδώ σε ανανεωμένη μορφή
για το blog (1.3.2014).
ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑ
23.10.2016.
Ένας φίλος που μένει εκεί, με πληροφόρησε ότι στην Οδό Πυθαγόρα, βρίσκεται σε
συμβόλαιο κατοικίας το τοπωνύμιο ΓΚΟΝΕΑ.
--
Διευκρινιστικά
Κατ’ αρχάς ευχαριστώ τον φίλο ερευνητή
και συλλέκτη Δημήτρη Κρασονικολάκη που μου απέστειλε προς δημοσίευση παλαιότερες
εργασίες του για τα Τοπωνύμια του Πειραιά. Σε τηλεφωνικές συζητήσεις μας που είχαμε
το τελευταίο διάστημα για τα Πειραϊκά Τοπωνύμια και τις πηγές από όπου αντλούμε
πληροφορίες, τους συγγραφείς τους, μου ανέφερε ότι είχε προβεί σε επισταμένες
και εξονυχιστικές εργασίες για το ζήτημα παλαιότερα τις οποίες είχε δημοσιεύσει
στα έντυπα που συνεργαζόταν-και ορισμένα εξακολουθεί να στέλνει συνεργασίες του.
Πέρα από το προσωπικό του μπλοκ που διατηρεί και τα άλλα μέσα κοινωνικής δικτύωσης
που αναρτά και παρουσιάζει πρώτες εκδόσεις περιοδικών και βιβλίων και άλλων
πρωτογενών χειρόγραφων, αυθεντικών ντοκουμέντων με το αντίστοιχο φωτογραφικό
υλικό. Στις αποδελτιώσεις μου των «Πειραιώτικων» του ποιητή και δημοσιογράφου Νίκου
Ι. Χαντζάρα, είχα επισημάνει τα Τοπωνύμια του Πειραιά που ανέφερε στα δημοσιεύματά
του ο παλαιός ποιητής και δημοσιογράφος και τα είχα αποδελτιώσει εντοπίζοντας
αρκετά ως γνωστά ακόμα και σήμερα. Το ίδιο έπραξα και με άλλους πειραιώτες
συγγραφείς. Έχοντας και οι δύο παρόμοιες σχεδόν προγενέστερες πηγές πληροφοριών
και στοιχείων, ασφαλώς και τις σύγχρονες, συμφωνήσαμε ότι αυτούς που ανέφερα από
την μεριά μου και αυτός που είχε επισημάνει ο Δημήτρης ταυτίζονταν, συμφωνούσαμε
στις γενικές γραμμές εξέτασης, πέρα από τις σχετικές ελάχιστες διαφοροποιήσεις τους
και το μοντέλο ανάπτυξης του θέματός τους, όπως ο καθένας το διαπραγματεύονταν
και το πρόσφερε ως υλικό ανάγνωσης και χρήσης. Εξάλλου, ορισμένοι, όπως ο Κώστας
Μπίρης επανεξέδωσε από το 1949 το βιβλίο του συμπληρώνοντάς το με νέα Τοπωνύμια
και Τοπόσημα. Δεν ανέφερα την τελευταία επανέκδοση του 2005 γιατί την θεωρούσα
αυτονόητη. Η τελευταία εργασία παρόμοιας ερευνητικής δουλειάς πάνω στα Πειραϊκά
Τοπωνύμια, Τοπόσημα και Ονοματοθεσίες Οδών είναι το βιβλίο του κυρίου Νίκου Μπελαβίλα
που κυκλοφόρησε προσφάτως και οι δύο γνωρίζαμε και είχαμε ξεψαχνίσει με προσοχή.
Κουβεντιάσαμε με τον Δημήτρη και καθώς του είπα ότι έπρεπε να μου πει ότι και ο
ίδιος έχει διεξάγει παρόμοια εργασία και έχει δημοσιεύσει εντύπως παλαιότερα,
την οποία μάλιστα επεξεργασμένη έχει εκ νέου αναδημοσιεύσει και συμπληρώσει, ώστε
να τον αναφέρω στις δικές μου δύο προηγούμενες εργασίες στα Λογοτεχνικά Πάρεργα.
Ο Δημήτρης προθυμοποιήθηκε να μου αποστείλει τις αξιοπρόσεκτες εμπεριστατωμένες
ερευνητικές εργασίες του και δεν έφερε αντίρρηση-συμφώνησε να τις αναρτήσω στην
ιστοσελίδα μου, μια που όπως και του Δημήτρη είναι ένα ιστολόγιο και Πειραϊκού
ενδιαφέροντος. Καθώς διάβασα τα κείμενά του και βλέποντας την μέθοδο της προβληματικής
του, την ρητορική της συλλογιστικής των τεκμηριώσεών του δεν θέλησα να «σπάσω»
τα δημοσιεύματά του, να αναδημοσιεύσω παραδείγματος χάρη μόνο το πρώτο δημοσίευμα-το
αρχικό- στην εφημερίδα «Πειραϊκή Πολιτεία», θεώρησα ότι όλα είναι αλληλένδετα
και έχουν μία οργανική συνέχεια έστω και να έχουμε-εύλογα- ορισμένες επικαλύψεις.
Η αξία τους όμως δεν μειώνεται ούτε ο αναγνώστης αποπροσανατολίζεται αν τα διαβάσει
και εξετάσει σαν ένα ενιαίο όλο. Μάλιστα θα διαπιστώσει τα βαδίσματα του
συγγραφέα και στο πως εξελίσσονται τα πρώτα ίχνη στης αναδημοσίευσή τους ανάλογα
το έντυπο και το περιθώριο των λέξεων που επιτρέπει σε κάθε συνεργάτη του η
εφημερίδα ή το περιοδικό.
Όπως έχει συμφωνήσει ο Δημήτρης Κρασονικολάκης
στις συζητήσεις μας, ενδέχεται να υπάρχουν ακόμα ορισμένα, ελάχιστα, Τοπωνύμια
που δεν έχουν χαρτογραφηθεί ή δεν έχει εντοπιστεί το ακριβές στίγμα του χώρου τους.
Κάτι που αναφέρουν και προγενέστεροι συγγραφείς στις δικές τους εργασίες. Το
πεδίο έρευνας είναι ακόμα ανοιχτό για όσους τολμηρούς, έχοντας ασφαλώς ασφαλή
επικουρία τα βιβλία και τα δημοσιεύματα που αναφέραμε τόσο ο Δημήτρης στις δικές
του δουλειές όσο και ο υποφαινόμενος, τους συγγραφείς πριν την δική μας γενιά
που άνοιξαν τον δρόμο στην Πειραϊκή έρευνα και καταγραφή.
Κλείνοντας να σημειώσουμε από την μεριά μας ότι
την εργασία/ και τις εργασίες του Δημήτρη Κρασονικολάκη οφείλουμε να την/ τις
προσμετρήσουμε ως βάσεις υποδομής για όσους ασχολούνται συστηματικά, με αγάπη
και ειλικρινές ενδιαφέρον για τον Πειραιά και την Ιστορία του. Για τον Πειραιά
που είχε ένδοξο παρελθόν, αξιόλογο σύγχρονο παρόν και ακόμα αξιολογότερο μέλλον.
Ας απολαύσουμε τα κείμενα είτε κατά μόνας
είτε με Πειραιώτικη συντροφιά και ας αφήσουμε την φαντασία μας να αναπλάσει
παραστάσεις και εικόνες, καταστάσεις, που θα τροφοδοτήσουν εκ νέου τις σκέψεις μας
και θα ξυπνήσουν μνήμες και αναμνήσεις.
γ.χ.μ.
Πειραιάς 23 Οκτωβρίου
2025
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου