ΘΡΗΝΟΙ ΚΑΙ
ΚΛΑΨΕΣ ΟΧΙ, ΣΤΗ ΘΑΝΗ ΣΟΥ
Θρήνοι και
κλάψες όχι, στη θανή σου.
Νίκης
πολεμικά μονάχα θούρια!
Μέσα μας
παιάνες θ’ αντηχά η φωνή σου,
φτερούγισμα
καινούριο, ορμή καινούρια.
Ο θάνατός
σου εσφράγισε τη Νίκη
με φωτεινή
ακατάλυτη σφραγίδα.
Μεσημεριού λαμπράδα
η αμφιλύκη!
Κ’ είν’ έργο
πιά το που ήταν πρίν ελπίδα.
Στη
σκοτεινιά δεν έσβυσε το φώς σου.
Όραμα
φωτεινό μπροστά σου απλώθη:
Θρίαμβος των
όπλων-νίκη!- ο στοχασμός σου,
φυλής
αναστημένης αιώνιος πόθος.
Ακόμα και
στις ύστερες στιγμές σου,
στην ύστατη
πού σε φωτούσε αχτίδα,
δε
νοιάστηκες για σένα. Οι Έλληνές σου
στερνή σου
ανάσα και στερνή σου ελπίδα.
Έργο σου
νικηφόρο να κορώσεις
την εθνική
ψυχή, πυρή λαμπάδα,
και στις
μελλούμενες γενιές να δώσεις
ασύγκριτη
μιά δοξασμένη Ελλάδα.
Θρήνοι και
κλάψες για το θάνατό σου
δε στέκουν,
όχι, εσέ δε σου ταιριάζουν.
Θούρια
μονάχα ο νικητής στρατός σου
και του λαού
τα πλήθη ας αλαλάζουν!
Αιμίλιος Βεάκης
Περιοδικό
«Νέα Εστία» έτος ΙΕ΄, τόμος 29ος, τεύχος 340/ Αθήναι, 15 Φεβρουαρίου
1941, σελ. 139. [Τεύχος Αφιερωμένο στον Ιωάννη Μεταξά. Φίλο και προστάτη των
Γραμμάτων και των Τεχνών].
Ποιητικά Υστερόγραφα.
Το ποίημα του πειραιώτη μεγάλου
θεατρικού μεγέθους και σημαντικού ηθοποιού σύμφωνα με τους επαΐοντες της
Θεατρικής Τέχνης και συγγραφέα,
αριστερού Αιμίλιου Βεάκη- η προτομή του όπως και της μεγάλης μας πειραιώτισσας
τραγωδού Κατίνας Παξινού κοσμεί τον προαύλιο χώρο του Δημοτικού Θεάτρου
Πειραιά-, δημοσιεύτηκε μαζί με άλλα ποιήματα και κείμενα ανθρώπων του Θεάτρου,
της Μουσικής και των Τεχνών, στο Αφιέρωμα που πραγματοποίησε το παραδοσιακό
«αιωνόβιο» λογοτεχνικό περιοδικό «Νέα Εστία». Το περιοδικό μοιάζει σαν εκείνους
τους αιωνόβιους πλάτανους στην μέση της λογοτεχνικής πλατείας που κάτω από τον
ίσκιο των κλαδιών του βρίσκουν δροσιά οι κάθε κατηγορίας συγγραφείς και
αναγνώστες. Βρίσκει και έβρισκε κανείς ότι αναζητούσε, και φυσικά, μελέτες και
κριτικές φωνές όπως του Κλέων Παράσχου, του Κωνσταντίνου Θ. Δημαρά, της Άλκης
Θρύλου, του Λέων Κουκούλα, του Γιώργου Πράτσικα και πολλών άλλων. Η φωνή του
Νίκου Καζαντζάκη δεν απουσιάζει, είναι υποστηρικτική προς το πρόσωπό του και το
έργο του. Από τις χιλιάδες μεστές λογοτεχνικές σελίδες της δεν απουσιάζουν
οι φωνές του Νίκου Βέη, του Παναγιώτη
Κανελλόπουλου, του Τάκη Κ. Παπατσώνη, του Κωνσταντίνου Μάνου, του Γιάννη Σιδέρη,
του πειραιώτη Παύλου Νιρβάνα, του Νάσου Δετζώρτζη και σημαντικών εικαστικών
καλλιτεχνών. Εξαιρετικά είναι και τα πολυσέλιδα αφιερώματά της στην ελληνική
και ξένη λογοτεχνία σε άτομα της ελληνικής γραμματείας, σε ιστορικούς
επετείους. Παρά του ότι την θεωρούσαν συντηρητική, δεν απουσιάζει από την ύλη
της, η τότε σοβιετική και ρώσικη λογοτεχνία. Το κλασικό λοιπόν αυτό λογοτεχνικό
και ευρείας καλλιτεχνικής ύλης περιοδικό, θέλοντας να τιμήσει τον ξαφνικό θάνατο του
δικτάτορα-πρωθυπουργού Ιωάννη Μεταξά που είπε το ΟΧΙ στους Ιταλούς, κυκλοφορεί
ένα «έκτακτο» (;) τεύχος στην μνήμη του. Τεύχος 340 Αθήναι, 15 Φεβρουαρίου
1941. Τόμος 29ος, έτος ΙΕ΄. «Τεύχος Αφιερωμένο στον Ιωάννη Μεταξά.
Φίλο και προστάτη των Γραμμάτων και των Τεχνών». Αν δεν λαθεύω το σύνολο των τευχών
του περιοδικού «Νέα Εστία»- όπως και άλλων περιοδικών έχει ψηφιοποιηθεί και
έχει αναρτηθεί στο Διαδίκτυο για κάθε ενδιαφερόμενο ή ενδιαφερόμενη
«βιβλιοφάγο».
Το τεύχος το απόχτησα πριν μερικούς μήνες
από παλαιοπωλείο της Αθήνας και η σύγχρονη τιμή του αγγίζει τα 27 Ευρώ. Αφορμή
στάθηκαν ορισμένα λόγια που άκουσα σε διάφορες ιστορικές και πολιτικές εκπομπές
του Καναλιού της Βουλής των Ελλήνων όπου ιστορικοί και πανεπιστημιακοί
συνομιλούσαν για την Δημοτική Γλώσσα, το Γλωσσικό ζήτημα. Ακούστηκαν από αρκετά
επίσημα καθηγητών χείλη ότι ο Ιωάννης Μεταξάς ήταν όχι μόνο προστάτης των
Τεχνών αλλά και ένθερμος υποστηρικτής της Δημοτικής Γλώσσας και εναντίον της
Καθαρεύουσας. Η επισήμανση αυτή μου κέντρισε το ενδιαφέρον και θέλησα να το
ψάξω λίγο περισσότερο. Αναζήτησα το παλαιό αυτό τεύχος της «Νέας Εστίας»
θέλοντας από αναγνωστική περιέργεια να διαβάσω τι λένε τα κείμενα και ποιοί
έλληνες συγγραφείς και καλλιτέχνες συμμετέχουν στο Αφιέρωμα αυτό για τον
πολιτικό, στρατιωτικό και πρωθυπουργό Ιωάννη Μεταξά την κρίσιμη ιστορικά αυτή
στιγμή για το Ελληνικό Έθνος, του οποίου η πολιτική μοίρα το έφερε να
εκπροσωπήσει τον Ελληνικό Λαό σε μία κάτι παραπάνω από δύσκολη ιστορικά περίοδο
για την πατρίδα μας. Ήταν εκείνος που μαζί με σύσσωμο τον Ελληνικό Λαό ύψωσε το
ανάστημά του και βροντοφώναξε το υπερήφανο ΟΧΙ στους Ιταλούς κατακτητές. Μαθητής
ακόμα Λυκείου σε συζητήσεις μας με φιλίστορες καθηγητές μας, μας είχαν
προτρέψει όσοι από τους μαθητές αγαπούν το μάθημα της Ιστορίας να διαβάσουμε το
πολύτομο «Ημερολόγιο» του Ιωάννη Μεταξά και ιδιαίτερα να προσέξουμε την
αρνητική στάση του απέναντι στην Μικρασιατική Εκστρατεία της τότε Ελληνικής
Κυβέρνησης του Δημητρίου Γούναρη και του Βασιλιά, κάτι που του κόστισε και είχε
ως συνέπεια ως στρατιωτικός του Ελληνικού Στρατού να εκδιωχθεί και να
εξοριστεί. Το πολύτομο ημερολόγιό του είχε εκδοθεί από τις παλαιές εκδόσεις
«Γκοβόστη» με παράδοση στις αριστερές εκδόσεις, στις εξαιρετικές μεταφράσεις
Ρώσων συγγραφέων και εκδοτικό οίκο στον οποίο υπήρξε συνεργάτης και ο ποιητής
της Ρωμιοσύνης Γιάννης Ρίτσος. Θυμάμαι τις συζητήσεις που είχαμε και τις
απορίες που μας γεννιούνταν μια και οι νεανικές θυελλώδεις απόψεις μας καθώς
ρουφούσαμε σαν σφουγγάρι κάθε ιστορική γνώση και πληροφορία με την οποία μας
τροφοδοτούσαν εκείνα τα χρόνια εντός και εκτός Σχολικού περιβάλλοντος ήταν
αρνητικές για το άτομό του. Προερχόμενος από ένα οικογενειακό περιβάλλον
αριστερών και πασοκικών καταβολών είχα παιδικές και εφηβικές μητρικές μνήμες
που μου μιλούσαν για την δύσκολη και αντίξοη περίοδο της πρωθυπουργίας του, και
στο γεγονός ότι τα τότε Ελληνόπουλα και οι Ελληνοπούλες μαθητές και μαθήτριες
των διαφόρων τάξεων των Σχολείων υποχρεωνόντουσαν να γραφτούν στη «Νεολαία» του
Μεταξά και να φορούν το πηλήκιο με την κουκουβάγια αν δεν κάνω λάθος. Κάτι που
άκουσα στα νεότερα χρόνια και από τις τηλεοπτικές συνεντεύξεις του Μίκη
Θεοδωράκη που ήταν στην τότε Νεολαία. Με το ισχνό χαρτζιλίκι μου το αγόρασα
(πόσο χρήσιμοι μας ήταν οι παλαιοί δοσάδες που πωλούσαν βιβλία και
εγκυκλοπαίδειες με δόσεις) και μέσα σε διάστημα τεσσάρων περίπου μηνών διάβασα
όλους τους τόμους του «Ημερολογίου» θέλοντας να επιβεβαιώσω! και τα λεγόμενα
στις Ημερολογιακές «Ημέρες» που είχαν εκδοθεί τότε του Νομπελίστα μας ποιητή
και διπλωμάτη Γιώργου Σεφέρη και διάβαζα μονορούφι. Δεν είχα προσέξει τότε το
γλωσσικό ιδίωμα που υιοθετούσε στην γραφή του ο Ιωάννης Μεταξάς, αναζητούσα να
διαβάσω τις σκέψεις και τις κρίσεις του για ιστορικά πράγματα και γεγονότα,
αποφάσεις του κατά τις περιόδους της στρατιωτικής του σταδιοδρομίας και της
πρωθυπουργίας. Μνήμες των παλαιότερων που μεταφέρονταν στις επόμενες γενιές από
στόμα σε στόμα από συζήτηση σε συζήτηση σαν παραμύθι. Το πολύτομο Ημερολόγιό
του κυκλοφορούσε σε επανέκδοση από τις εκδόσεις «Γκοβόστη» την δεκαετία
1980-1990 αν η μνήμη δεν με απατά σε τρείς ογκώδεις τόμους. Την περίοδο αυτήν
άρχισα να διαβάζω και να μελετώ ιστορικές μελέτες, άρθρα και βιβλία,
δημοσιεύματα για την Μικρασιατική Καταστροφή του 1922 και τον Ξεριζωμό των
Ελλήνων από τα πανάρχαια μέρη της Μικράς Ασίας. Αναζητούσα να πιάσω κουβέντα με
Μικρασιάτες πρόσφυγες που έμεναν στην Παλαιά και Νέα Κοκκινιά- την Νίκαια,
περπατούσα τους χωματόδρομους και άκουγα τους αμανέδες και τα ρεμπέτικα και
μικρασιάτικα τραγούδια από τα ανοιχτά παράθυρα με τα πλεχτά στο χέρι
κουρτινάκια, την γλάστρα τον βασιλικό, το κλουβί με το καναρίνι και τα
πισσόχαρτα, τα ελενίτ, τα κεραμίδια να σκεπάζουν τα ασβεστωμένα σπίτια με τα
ρείκια, τα αγγελόμορφα ακροκέραμα στις άκρες και τις ξύλινες σκάλες, με τις
μπουγάδες απλωμένες να μυρίζουν λουλάκι και πράσινο σαπούνι. Μαχαλάδες πριν
γκρεμιστούν και γίνουν πολυκατοικίες Είχα τότε προμηθευτεί ορισμένους από τους
πολυσέλιδους τόμους «Έξοδος» που έβγαιναν σε άτακτα χρονικά διαστήματα νομίζω
από την «Εστία της Νέας Σμύρνης». Ήσαν οι αυθεντικές Μαρτυρίες Μικρασιατών
Προσφύγων που εξιστορούσαν τα της μαρτυρικής και αιματοβαμμένης εξορίας τους
και της εγκατάστασής τους σε διάφορες περιοχές της κυρίως Ελλάδας, όπως και
στην πόλη του Πειραιά, τους όμορους Δήμους της Νίκαιας,- Παλαιάς Κοκκινιάς- της
Δραπετσώνας, του Περάματος, του Κερατσινίου, των Άσπρων Χωμάτων, των
Γερμανικών, της Νεάπολης και δημιούργησαν τους δικούς τους προσφυγικούς όλο
λάτρα και προκοπή συνοικισμούς. Διαβάζοντας το «Ημερολόγιο» του Ιωάννη Μεταξά
με τις ισχνές εφηβικές ιστορικές γνώσεις που είχα, πρόσεξα, ότι ο συγγραφέας
του ως έλληνας στρατιωτικός και πολιτικός είχε αρνηθεί, δεν συμφωνούσε με την
εκστρατεία και αποστολή Ελληνικών στρατευμάτων στα μακρινά εδάφη της Μικράς
Ασίας (Θέλοντας να φτάσει ο ελληνικός στρατός κυνηγώντας τις Κεμαλικές δυνάμεις
μέχρι την Κόκκινη Μηλιά), διορατικός και έμπειρος αξιωματικός διέβλεπε τους
μεγάλους κινδύνους. Ένα κουρασμένο και ταλαιπωρημένο-πεινασμένο και διψασμένο-ελληνικό
στράτευμα, που του «φούσκωσαν τα μυαλά» με μεγαλοιδεατικά σχέδια των τότε
πολιτικών και στρατιωτικών ιθυνόντων. Αντί να διαφυλάξουν τον πανάρχαιο
Ελληνισμό της περιοχής της πολυπολιτισμικής και κοσμοπολίτικης Σμύρνης που
μεγαλουργούσε εμπορικά και πολιτιστικά, αποφάσισαν οι ιθύνοντες οι στρατιωτικές
επιχειρήσεις να συνεχιστούν και να φτάσουν τα ελληνικά στρατεύματα μέχρι την
«Κόκκινη Μηλιά» δηλαδή την Άγκυρα. Χάνοντας τις εκλογές που προκήρυξε ο
εθνάρχης αστός Κρητικός πρωθυπουργός Ελευθέριος Βενιζέλος εν μέσω πολέμου,
(έχασε από την ΑττικοΒοιωτία που εκλέγονταν) η αντίπαλη πολιτική παράταξη, οι
Βασιλικοί του Βασιλιά Κωνσταντίνου και ο πρωθυπουργός Δημήτριος Γούναρης και το
στρατιωτικό επιτελείο του διέταξαν τα ελληνικά στρατεύματα ανοήτως να
προχωρήσουν στα βάθη της Ανατολίας εναντίον του νεοσύστατου στρατού του Κεμάλ
(του σταχτί λύκου) με τα γνωστά, ολέθρια αποτελέσματα για τον Μικρασιάτικο
Ελληνισμό. Οι Νεότουρκοι και οι ιδιαίτερα οι Τσέτες έχοντας και την βοήθεια
ξένων δυνάμεων, ακόμα και την οπλική υποστήριξη του ηγέτη της Ρώσικης
Επανάστασης του Λένιν, αποδεκάτισαν το ελληνικό στράτευμα. Χάθηκαν ζωές ελλήνων
στρατιωτών και απλών ελλήνων κατοίκων, απωλέσθησαν εδάφη-έστω εκτός ελληνικής
γεωγραφικής επικράτειας όπως ελέχθει-, ξεριζώθηκε, εξανδραποδίστηκε ο
Ελληνισμός ο εγκατεστημένος από τα Ομηρικά πανάρχαια χρόνια. Σκοτώθηκαν και
βασανίστηκαν χιλιάδες έλληνες στρατιώτες και γυναικόπαιδα, γκρεμίστηκαν και
κατεδαφίστηκαν οικίες, ναοί, μέγαρα, σχολεία, δημόσιες υπηρεσίες, συνοικισμοί
Ελλήνων που είχαν οικοδομήσει εδώ και αιώνες στα παράλια της Μικράς Ασίας από
Έλληνες ταξιδευτές και άλλους πληθυσμούς. Είπαν ότι η φωτιά ξεκίνησε από την
Αρμένικη συνοικία και εξαπλώθηκε και στην πόλη της Σμύρνης, όπως και νάχει οι
φλόγες της που διασώθηκαν στα κινηματογραφικά ντοκιμαντέρ ακόμα δηλώνουν το
κακό. Ας μην λησμονούμε και τον διωγμό του Ποντιακού Ελληνισμού των περιοχών
της Τραπεζούντας και άλλων πόλεων. Ήταν το μεγάλο ανοικτό ιστορικό τραύμα στην
ιστορία του νεότερου σύγχρονου ελληνισμού τον προηγούμενο ταραγμένο αιώνα, πριν
αυτό που επακολούθησε, του Κυπριακού Ελληνισμού το 1974. Η αιματοβαμμένη θυσία
του Ελληνισμού καθρεφτίστηκε στο «σχοινί» και το μαρτύριο του Πατριάρχη όπως
έγραψε ο ποιητής. Ο στρατιωτικός και πολιτικός Μεταξάς είχε εξοριστεί τις
αντίθετες θέσεις του στο Ημερολόγιό του. Μεγάλο για μένα ιστορικό ερώτημα, όπως
και σε κάθε ιστορικό ερευνητή και φιλίστορα ήταν η πολιτική στάση του διοικητή
της Σμύρνης Αριστείδη Στεριάδη. Τον πολιτικό διοικητή που είχε διορίσει στην
θέση αυτή ο Ελευθέριος Βενιζέλος πριν χάσει τις εκλογές. Με ενδιέφερε να
πληροφορηθώ, να βρω στοιχεία, ντοκουμέντα της εποχής, θέλοντας να σχεδιάσω ένα
ιστορικό πορτραίτο για τον μοιραίο αυτόν Διοικητή της Σμύρνης και τον
«σκοτεινό» ρόλο που έπαιξε όταν τοποθετήθηκε στην κρίσιμη στιγμή, νευραλγική θέση.
Μία πολιτική περσόνα που κράτησε μία σκληρή και παγερή ουδετερότητα μεταξύ του
ελληνικού και του τουρκικού πληθυσμού. Ένα άτομο μιά διφορούμενη πολιτική
φυσιογνωμία προερχόμενη από διοικητικό θώκο στην βόρειο Ελλάδα που μετά την
Μικρασιατική Καταστροφή και τον ξεριζωμό κατέφυγε, έζησε και πέθανε στην
Ελβετία και δεν μίλησε ποτέ δημόσια για τα τραγικά αυτά γεγονότα και δραματικές
εξελίξεις για τον Μικρασιάτικο Ελληνισμό, ούτε μας άφησε αν δεν λαθεύω- γραπτά
κείμενα για την περίοδο της Διοίκησής του. Ή αν είχε κληρονόμους με τους
οποίους συζητούσε και δικαιολογούσε την τότε στάση του. Ίσως και κανείς να μην
τον αναζήτησε έκτοτε. Ο Στεριάδης κράτησε μια ουδέτερη στάση στις πολεμικές εξελίξεις
τόσο απέναντι των Ελληνικού στοιχείου της Σμύρνης όσο και του Τούρκικου
πληθυσμού που ζούσαν στα πέριξ της. Αν κράτησε αυτήν την σκληρή ουδέτερη και
αυστηρή στάση ως Διοικητής, το έπραξε επειδή του δόθηκαν εντολές από την τότε
ελληνική κυβέρνηση, τον Ελευθέριο Βενιζέλο που τον είχε διορίσει ή από τις
συμβουλές των ξένων συμμαχικών δυνάμεων που εκπροσωπούσε ο ελληνικός στρατός,
μάλλον δεν γνωρίζουμε. Απλά υποψιαζόμαστε και προσπαθούμε να κατανοήσουμε την
ιδιοσυγκρασία του ως άτομο και ως κυβερνήτη τις κρίσιμες αυτές στιγμές για τον
Ελληνισμό. Το πολιτικό άτομο και η πολιτική του, του Αριστείδη Στεριάδη
παρέμεινε ένα αίνιγμα της Ελληνικής Ιστορίας και παραμένει. Ένα ζήτημα έρευνας
για τους καθαρόαιμους ιστορικούς και όχι ερασιτέχνες αναγνώστες της Ιστορίας.
Στα νεότερα χρόνια αναζήτησα στα βιβλιοπωλεία μήπως έχει γραφτεί καμία μελέτη ή
μονογραφία για το άτομό του και την ζωή του να διαβάσω αλλά δεν βρήκα. Έτσι,
παρά την αντίθετη ιδεολογικά γνώμη που έτρεφα για τον Ιωάννη Μεταξά και
«φανατικός» Κανελλοπουλικός» και θιασώτης του «πράσινου ήλιου» στα επαναστατικά
χρόνια της νιότης μας, η ξεκάθαρη πολιτική στάση του Μεταξά μου είχε εντυπωθεί
θετικά και πάντα κοίταζα να συμπληρώνω τα ιστορικά κενά των διαβασμάτων μου για
το ποιός πραγματικά υπήρξε αυτός ο έλληνας στρατιωτικός, πολιτικός- δικτάτωρ
και κυβερνήτης της Ελλάδας. Ποιά τα πολιτικά κίνητρά του, τα κυβερνητικά του
πεπραγμένα, οι ιδέες, τα λόγια του, ο πολιτικός ρόλος του και οι συμμαχίες του,
οι απόψεις του για τον τρίτο Ελληνικό Πολιτισμό όπως διακήρυσσε στα χρόνια του.
Η πολιτική ζωή και τα έργα του πρωθυπουργού Μεταξά έχουν απασχολήσει δεκάδες
ιστορικούς ερευνητές, μελετητές και συγγραφείς, λόγιους, ανθρώπους των
γραμμάτων και των τεχνών, δημοσιογράφων και έχει σχηματιστεί το πορτραίτο του
μέσα στην σύγχρονη, νεότερη ελληνική ιστορία και την συνείδηση των ελλήνων που
έζησαν εκείνα τα χρόνια. Έχει αποτιμηθεί η όποια προσφορά του στην έγκαιρη
θωράκιση του ελληνικού στρατεύματος και της χώρας την περίοδο του Δεύτερου
Παγκοσμίου Πολέμου, διαισθανόμενος ότι οι Ιταλικές και Γερμανικές δυνάμεις
ανέμεναν την κατάλληλη στιγμή να μας χτυπήσουν να εισβάλουν στο Ελληνικό
έδαφος. Ο Ντούτσε δεν το έκρυβε άλλωστε οι μουσικόφιλοι «κοκορόφτεροι» ανέμεναν
τις εντολές για την αναβίωση του αρχαίου Ρωμαϊκού Imperium. Τον Ιταλικό μεγαλοιδεατισμό του
Μπενίτο Μουσολίνι που, εκστράτευσε ενάντια μιας φτωχής πανάρχαιας
αυτοκρατορικής χώρας την Αιθιοπία του Χαϊλέ Σελασιέ. Φυσικά είχαν
αναδειχθεί-και δικαίως- τα πολιτικά λάθη του ως δικτάτορας, η αυταρχική του
διακυβέρνηση, οι φυλακίσεις και οι εξορίες επί πρωθυπουργίας του τόσο αστών
πολιτικών όσο κυρίως κομμουνιστών. Πράγματα γνωστά σε όσους ηλικιακά γονείς μας
μεγάλωσαν εκείνα τα χρόνια και θυμούνταν. Κάτι που σημαίνει ότι η ιστορική
μνήμη δεν «διδάσκεται» αλλά βιώνεται και μεταφέρεται από γενιά σε γενιά κυρίως.
Ακόμα θυμάμαι τα λόγια μιας προπολεμικής ελληνικής επιθεώρησης που άκουγα στα
εφηβικά μου χρόνια. «Τάξη, τάξη, το ψωμί θα πάει δεκαέξι και το λάδι θα
πετάξει», τραγουδούσε ο ηθοποιός Πέτρος Κυριακός και ήπιε το ρετσινόλαδο και
τον ανάγκασαν να καθίσει πάνω σε πάγο ή κάτι τέτοιο. Την Ιστορία όμως δεν την
γράφουμε εμείς οι νεότεροι αλλά οι προγενέστερες γενιές που μας την μεταφέρουν
με την προφορική και γραπτή τους παράδοση και εμείς οι νεότερες γενιές την
ακολουθούμε, την εξετάζουμε, ερευνούμε τα αποτελέσματά της στις σύγχρονες ζωές
μας. Την ακολουθούμε πολλές φορές δεσμευόμενοι από τις αποφάσεις και επιλογές
των παλαιοτέρων γενεών συμπατριωτών μας. Διαμορφώνεται η γνώμη μας, ζυμώνονται
οι κρίσεις μας από τα λόγια, τις πράξεις, τις ενέργειες και τα όποια ηρωικά
ανδραγαθήματα και πράξεις των προπατόρων μας ως φυσικοί και πνευματικοί τους
κληρονόμοι που αποτελούμε το Έθνος των Ελλήνων μέσα στον χρόνο και την καθόλου
Ιστορία της Ανθρωπότητας.
Διαβάζοντας
τους τόμους του «Ημερολογίου» διαπίστωνα την γλώσσα που χρησιμοποιούσε, το
καθαρό του ύφος, την σαφήνεια των θέσεών του, τις ερμηνευτικές του
αναλύσεις-από την μεριά του- το πώς έβλεπε και αντιμετώπιζε τις τότε πολιτικές
καταστάσεις σαν στρατιωτικός και πολιτικός και πως τις έκρινε. Σαν ένας από
τους ηγέτες των τότε πολιτικών κομμάτων της Ελληνικής Βουλής, με καταγωγές
Βενιζελικές, που του πρόσφερε ο τότε Βασιλιάς την πρωθυπουργία. Θιασώτης από
παλαιά του έλληνα πολιτικού, φιλόσοφου και κοινωνιολόγου καθηγητή, διανοούμενου
και δημοκράτη αγωνιστή, του τελευταίου πρωθυπουργού πριν την δικτατορία του
1967 Παναγιώτη Κανελλόπουλου, και έχοντας διαβάσει τις δικές του πολιτικές και
ιστορικές μαρτυρίες στα βιβλία του, γνώριζα ότι ο αχαιός, πατρινός πολιτικός
Παναγιώτης Κανελλόπουλος όπως και άλλοι παλαιοί Βενιζελικοί πολιτικοί, ο
Γεώργιος Παπανδρέου και πλήθος αριστερών αγωνιστών των δεκαετιών εκείνων είχαν
εξοριστεί και φυλακιστεί από το καθεστώς Μεταξά. Δεν θα μπορούσα παρά να
επιλέξω το δημοκρατικό στρατόπεδο δίχως να πάψω να ερευνώ και να διαβάζω
μελέτες και βιβλία για την περίοδο εκείνη και τους πολιτικούς της, τα πολιτικά
πεπραγμένα της Βασιλικής δυναστείας σαν κομμάτι της καθόλου Ελληνικής Ιστορικής
περιπέτειας. Γνώμες αστών ελλήνων πολιτικών και λογοτεχνών που τον
σκιαγραφούσαν ο καθένας ανάλογα τις ιδεολογικές του επιλογές. Εξάλλου, οι
Μικρασιάτες, αστοί και προλετάριοι, έμποροι και βιομήχανοι, απλός κόσμος ήσαν
από παράδοση στην πλειονότητά τους Βενιζελικοί. Δεν θα περνούσε ποτέ από την
σκέψη τους- σαν εκλογικό σώμα- αν ο Κρητικός Εθνάρχης Ελευθέριος Βενιζέλος
βλέποντας το αδιέξοδο της Μικρασιατικής Εκστρατείας προκήρυξε εκλογές και τις
έχασε, μεταφέροντας το Μικρασιατικό «άγος» στους ώμους των Βασιλοφρόνων.
Παμπόνηρος ο Κρητικός πολιτικός γνώριζε να «καλύπτει» τις πολιτικές του
αστοχίες αλλά αυτό είναι ένα άλλο ερώτημα της Ελληνικής Ιστορίας ζήτημα της
προηγούμενης χιλιετίας.
Όταν άρχισα να διαβάζω διάφορες μελέτες και
άρθρα για το Γλωσσικό μας ζήτημα, ένας ακόμη πολυετής ελληνικός μας πνευματικός
και κοινωνικός διχασμός-αυτήν την φορά γλωσσικός-που ταλάνισε την πατρίδα μας
μέχρι τα πρώτα χρόνια της μεταπολίτευσης, τερματίστηκε το φλέγον αυτό ζήτημα,
που τόσες συγκρούσεις έφερε μεταξύ λογίων, καθηγητών, συγγραφέων αλλά και απλών
ελλήνων και ελληνίδων, με την εκπαιδευτική μεταρρύθμιση του Γεωργίου Ράλλη και
την νομοθετική ρύθμιση και την υποχρεωτική καθιέρωση της Δημοτικής Γλώσσας στο
Δημόσιο, επί κυβερνήσεως Κωνσταντίνου Καραμανλή, τότε ήρθαν στο νου μου οι
θέσεις του Ιωάννη Μεταξά υπέρ της Δημοτικής Γλώσσας χωρίς όμως να εμβαθύνω ή
εξετάσω περαιτέρω το θέμα. Η εκπαιδευτική και γλωσσική μεταρρύθμιση είχε
ξεκινήσει να το υπενθυμίσουμε επί Κυβερνήσεως Γεωργίου Παπανδρέου πριν την
χούντα με πρωτεργάτη έναν θεολόγο και φιλόσοφο, τον πεπειραμένο παιδαγωγό
Πειραιώτη Ευάγγελο Παπανούτσο. Την γενική ιστορία του γλωσσικού μας ζητήματος
μας την είχε γνωρίσει το βιβλίο του Γιάννη Κορδάτου των εκδόσεων «Μπουκουμάνη»
και άλλες μελέτες και άρθρα. Είχα συναντήσει σε περιοδικό αν θυμάμαι σωστά και
διαβάσει τις απόψεις του πρώτου προέδρου της Ελληνικής Δημοκρατίας Αλέξανδρου
Παπαναστασίου για την ελληνική γλώσσα. Γνώριζα και γνωρίζαμε όπως όλοι μας τις
θέσεις του Εθνάρχη Ελευθερίου Βενιζέλου, την μετάφρασή του της Ιστορίας του
«Θουκυδίδη», τις θέσεις και τις ενέργειες της Βασίλισσας Όλγας να μεταφράσει το
Ευαγγέλιο στην γλώσσα του λαού και τις αντιδράσεις που προκάλεσε, τις θέσεις
άλλων ελλήνων πολιτικών της εποχής, τις απόψεις για την χρήση της Δημοτικής Γλώσσας
των ηγετών και άλλων παραγόντων της αριστεράς, ακόμα και τις απόψεις του
καθαρευουσιάνου καθηγητή Γεωργίου Μιστριώτη, που με παρότρυνε να τις διαβάσω,
με συμβούλευσε για την ακρίβεια σοφός πανεπιστημιακός και αριστερών φρονημάτων
κριτικός λογοτεχνίας, ανοιχτόμυαλος. Ο Ψυχαρισμός είχε εξαπλωθεί με πολλές μορφές
και είχε διαβρώσει στρώματα της ελληνικής κοινωνίας και λογιοσύνης με άσκημα
αποτελέσματα στην υιοθέτηση γλωσσικής χρήσης που πρέσβευε ο Γιάννης Ψυχάρης με
το «Ταξίδι» του και άλλα του έργα. Μιά Δημοτική μάλλον «γραφείου». Ας μην
λησμονούμε ότι Εκπαιδευτικά η γενιά μου ήταν «αναθρεμμένη» μέσα στο επτάχρονο
δικτατορικό καθεστώς και είχαμε μπουρδουκλωθεί γλωσσικά. Αρχαία, Αρχαϊζουσα,
Καθαρεύουσα, Ομιλούμενη Δημοτική στα σπίτια μας και μία λαϊκιά Δημοτική με
ακραίες ορθογραφικές και συντακτικές προεκτάσεις, φωνητικούς ήχους και
καταβολές που διαβάζαμε στα αριστερά έντυπα που κυκλοφορούσαν μετά την
μεταπολίτευση του 1974. Μια τραβηγμένη από τα μαλλιά Μαλλιαρή που υιοθετούσαν και
χρησιμοποιούσαν, έγραφαν οι πολιτικοί νεολαίοι της ανατρεπτικής εκείνης εποχής,
στις κοινωνιολογικές της αποχρώσεις και γλωσσικές διαθλάσεις της προφορικότητάς
της. Η ανάγνωση επίσης ελληνικών μυθιστορημάτων του μεγέθους και της φήμης ενός
Νίκου Καζαντζάκη, του κυρ Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη, των Ελλήνων πεζογράφων
Ηθογράφων όπως ο Ανδρέας Καρκαβίτσας, ο Ιωάννης Κονδυλάκης και άλλων, οι
κοινωνιολογίζοντες συγγραφείς όπως ο Κωνσταντίνος Θεοτόκης, ενδέχεται να
πρόσθεταν ορισμένα ακόμα γλωσσικά μας αδιέξοδα, ορθογραφικά και εκφραστικά
διλήμματα στην μη διαμορφωμένη ακόμα άγουρη συνείδησή μας. Πέρα ασφαλώς από το
ποιόν και το είδος, τον χαρακτήρα και τους γλωσσικούς ιδιωματισμούς που
χρησιμοποιούσαμε στο άμεσο οικογενειακό μας περιβάλλον, στις καθημερινές μας
παιδικές συναναστροφές, φιλικές και κοινωνικές σχέσεις, παρέες και καθημερινές
δοσοληψίες μας. Παρενθετικά ας μου επιτραπεί να φέρω ένα σύγχρονο γλωσσικό
παράδειγμα ιδιαίτερων χρωματισμών γλωσσική εκφορά από ένα σύγχρονο τηλεοπτικό
σήριαλ που κάθε φορά που το βλέπω σκάω στα γέλια. Είναι το γνωστό «Καφέ της
Χαράς» με τον Δήμαρχο όχι «Χαρχούδα» αλλά τον Κολοκοτρωνισιώτη Περίανδρο Πόπωτα
«Εμπρός πίσω». Ένας χαρακτηριστικός και αξέχαστος ρόλος είναι αυτός του καφεπώλη
Φατσέα συζύγου της Σταυρούλας αδερφής του Δημάρχου, πειραιώτη ηθοποιού Χάρη Ρώμα
και τα στραμπουλιγμένα ελληνικά που μιλάει και απευθύνεται. Ενας ρόλος άξιος
προσοχής από μόνος του, μία καρικατούρα χαρακτηριστική που πάντα όσες φορές την
βλέπεις χαίρεσαι και απολαμβάνεις τον ρόλο, ξεκαρδίζεσαι στα γέλια με τους γλωσσικούς
και εννοιολογικούς του συνδυασμού που κάνει ο Γεράσιμος Σκιαδαρέσης που τον
ερμηνεύει. Ακόμα και η κόρη του που ξαφνικά εμφανίζεται στο αγαπημένο σήριαλ
μιλά όπως ο πατέρας της υπενθυμίζοντας την πατρότητα καταγωγής της. Για να μην κουρδίσουμε
χρονικά πιο πίσω το ρολόι της Ιστορίας στην «Βαβυλωνία» και τον αλησμόνητο Ηλία
Λογοθέτη.
Μία ακόμη
πτυχή της ατομικής μας δημόσιας εκμάθησης της πανάρχαιας ελληνικής γλώσσας,
ήταν τα τότε ελληνικά Μουσικά Ακούσματα στις ταβέρνες, τις μουσικές εκδηλώσεις
και πανηγύρια, τα στάδια και τις πορείες και πολιτικές διαδηλώσεις. Η Ρεμπέτικη
γλωσσική εκφορά που ακούγαμε σε στέκια του Πειραιά είχαν επίσης επηρεάσει την
γλωσσική μας προφορικότητα και έκφραση. Το ίδιο συνέβαινε και με την
εκκλησιαστική γλώσσα και βυζαντινή υμνογραφία πού την αποστηθίζαμε δίχως να μας
ενδιαφέρει από πού πήγαζαν οι ρίζες της ποιοί και για ποιό λόγο την
χρησιμοποιούσαν ακόμα αλλά μας συγκινούσε. Λέξεις μουσικής μελωδίας άγνωστες,
παράξενες, εκφράσεις μιας άλλης ιστορικής περιπέτειας που εξακολουθούσε να
κοινωνεί ανάμεσά μας ως παράδοση του Γένους. Αυτές οι καμπανιστές καταλήξεις
εξακολουθούν να είναι ακόμη μαγευτικές έστω και αν προφέρονται με τον από
άμβωνος στόμφο ή το στασίδι ως ψαλτική πρόθεση που πολλές φορές λες και βρίσκεσαι
σε θεατρικό σανίδι διαγωνισμού ψαλτικής τέχνης. Δεν αναφέρομαι στα ηθικολογικά
κηρύγματα αλλά στην μουσική βυζαντινή μελωδία, στην στιχουργική μετρική, στην φόρμα και στην μαγευτική εικονογραφία
της και ασφαλώς στον λεκτικό πλούτο και τα θησαυρίσματα της ελληνικής, των
μουσικών μελών της. Ας φέρουμε στο νου μας τρείς εκδόσεις μεγάλων και γνωστών
Εγκυκλοπαιδειών που ήταν πασίγνωστες τα χρόνια εκείνα και την γλώσσα των
λημμάτων τους. Την εγκυκλοπαίδεια του «Ηλίου», το «Λεξικό του Ελευθερουδάκη»
και τη «Δομή» πολύτομες εκδόσεις που ανατρέχαμε για πληροφορίες και συμπλήρωμα
των γνώσεών μας σχολικών και εξωσχολικών. Ή ακόμα τις δύο μεταφραστικές
γλωσσικές εκδοχές που είχε η σειρά των αρχαίων συγγραφέων των εκδόσεων της Αθήνας
Ι. Ζαχαρόπουλος που σπεύδαμε να τα αγοράσουμε και να τα διαβάσουμε. Μην ξεχνάμε
ότι «δίγλωσσος (;)» συγγραφέας είναι και ο κυρ Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης. Στα έργα
του υπάρχει και η Δημοτική και η Καθαρεύουσα και η Εκκλησιαστική Γλώσσα και οι Νησιώτικοι
Σκιαθίτικοι ιδιωματισμοί.
Η γλώσσα της
γενιάς μου διαμορφώθηκε και διαπλάστηκε από πολλές πλευρές και ακούσματα,
τυπολογίας και ορθογραφικής αποτύπωσης εκδοχές, είναι παιδί διαφόρων γλωσσικών
περιόδων, γραπτών και αυθεντικών αναγνωστικών ακουσμάτων μας, συνομιλιών μας.
Από τα αστικά μυθιστορήματα έως τα δημώδη άσματα, τα λαϊκά νανουρίσματα και
μοιρολόγια, τα λαϊκά παραμύθια όπως τα ακούγαμε από τους μεγαλύτερους και τα
διαβάζαμε στα βιβλία και περιοδικά της εποχής. Την γλώσσα του Θεάτρου Σκιών που
ακούγαμε παιδιά. Την ειδική μικρασιάτικη ντοπιολαλιά του προσφυγικού πολιτισμού
της Μικράς Ασίας που ακούγαμε στις παραγκουπόλεις της Νίκαιας, της Παλαιάς
Κοκκινιάς, της Νεάπολης, των Άσπρων Χωμάτων, του Περάματος, περιοχών του
Πειραιά. Αν αληθεύουν ιστορικά τα λεγόμενά μου,-των προσωπικών ασφαλώς θεωρήσεων-
τότε, θα μπορούσαμε να ισχυριστούμε ότι πολλών ακουσμάτων μείξεις και
διασταυρώσεις είναι οι λέξεις και η γλώσσα που μίλησε η γενιά μου, ή
τουλάχιστον ένα πληθυσμιακό μέρος της. Για να μην αναφερθούμε στην γλώσσα που
μίλαγαν πολλοί νησιώτες εγκατεστημένοι σε συνοικίες του Δήμου. Τουλάχιστον παρά
τα λάθη μας δεν την αγγλοποιήσαμε όπως κάνουν οι σημερινές νεότερες γενιές, οι «μπούμερ»
αν δεν λαθεύω. Δεν της δώσαμε μία μορφή εκφοράς προφορικότητας και γραφής, διαλόγου
που προσομοιάζει με το λεξιλόγιο των Ηλεκτρονικών Υπολογιστών και των Σόσιαλ
μίντια, των τηλεφωνικών μηνυμάτων. Τέλος, αν ευσταθεί, μεγάλη γλωσσική επίδραση
είχαν όχι τόσο οι πανεπιστημιακές σχολές όσο η δημοσιογραφική γλώσσα, η γλώσσα
και η ορθογραφία των πολιτικών εφημερίδων και των πολιτικών εντύπων της εποχής
μετά την μεταπολίτευση. Τόσο ο αστικός τύπος όσο και ο αριστερός διαμόρφωσαν
γλωσσικά τα κριτήρια των αναγνωστών τους μετά το 1974. Από τον τρόπο που εκφράζονταν
και μιλούσε κάποιος ή κάποια ή έγραφε, καταλάβαινες τι ιδεολογίας εφημερίδα
διαβάζει και ποιο πολιτικό κόμμα ασπάζονταν και ψήφιζε. Θέλω να πω με τα παραπάνω
ότι η Γλώσσα δεν είναι ένα πράγμα στατικό, ένας οργανισμός αμετακίνητος, ένα
θέσφατο συνεννόησης και επικοινωνίας των ανθρώπων αναλλοίωτο, άφθαρτο που οφείλουμε
να το σεβόμαστε ασφαλώς αλλά και να μας «δυναστεύει» με τις κατά καιρούς «αγκυλώσεις»
της. Η Γλώσσα εξελίσσεται στον χρόνο όπως και το υποκείμενο που την μιλάει. Εμπλουτίζεται,
χάνει λέξεις της, αλλοιώνονται φράσεις αλλάζουν χρωματισμοί της, έννοιες της τροποποιούνται,
έχουμε διπλοτυπίες και διπλοπροσφορές λέξεών της. Η Ελληνική γλώσσα έχει
ενσωματώσει στο σώμα της αλλοδαπές λέξεις και εκφράσεις. Αρβανίτικες, Ιταλικές,
Λατινικές, Γαλλικές, Αγγλικές κλπ. Οι άνθρωποι ταξιδεύουν, περιηγούνται χώρες,
μεταναστεύουν, σκλαβώνονται από άλλους λαούς, συγκατοικούν με ξένους στις πατρίδες
τους. Γίνεται να μην έχει την ίδια τύχη και η πανάρχαια Ελληνική Γλώσσα; Ακούστε
τα ελληνοαμερικανικά των νεότερων γενεών ελληνόπαιδων και θα κατανοήσουμε την
εξέλιξη και που σιγά- σιγά οδηγείται προοδευτικά ο γλωσσικός ελληνισμός του
εξωτερικού και μέρος των ελλήνων εργαζομένων στις πολυεθνικές επιχειρήσεις. Ας προσέξουμε
τους στίχους των τραγουδιών που ξετρελαίνουν τη σημερινή Νεολαία και ίσως
συνειδητοποιήσουμε ποιος «πεθαίνει» γρηγορότερα εμείς που την εκφέρουμε ή η ίδια
η ελληνική γλώσσα; Γιατί, μην μου πείτε αν μάθουμε απέξω τα ορθογραφικά λεξικά
που κυκλοφορούν θα σώσουμε την κατάσταση. Ούτε θα μπορούσαμε να μιλάμε όλοι οι
Έλληνες όπως μιλά ο Βιτσέντζος Κορνάρος στο έργο του «Ερωτόκριτος» όπως θα
ήθελε αν δεν λαθεύω ο νομπελίστας μας Γιώργος Σεφέρης, ούτε να χρησιμοποιήσουμε
την ποιητική δημοτική του γεραρού Κωστή Παλαμά. Να συνεννοούμαστε στην γλώσσα
του ποιητή Ανδρέα Εμπειρίκου, του Ρεμπετολόγου Ηλία Πετρόπουλου, του Νίκου
Καζαντζάκη, του Νίκου Τσιφόρου ή αυτή του Οδυσσέα Ελύτη όσο άρτια και τεχνικά
όμορφη και αν είναι και ακούγεται μέσα στην δημοτική αριστοκρατικότητά της.
Γλώσσα δεν φτιάχνουν, πλάθουν και σχηματίζουν μόνον οι λόγιοι και διανοούμενοι,
οι ποιητές και πεζογράφοι μιας χώρας αλλά ο απλός καθημερινός λαός και οι
καθημερινές του ανάγκες και όποιες ιστορικές προτεραιότητες. Το παράδειγμα αυτό
μας το έδειξε μάλλον ο ωκεάνιος λόγος του ποιητή Γιάννη Ρίτσου, πέρα από τις
κομματικές του κόχες και αδιάβαστες σήμερα κόκκινες γωνίες του. Γιατί Γλώσσα
πέρα από το είδος και την μορφή, κατηγορία και το λεξιλόγιο της στην διπλοτυπία
και τις εξαιρέσεις του είναι τα πάντα, το καθόλου της ομιλίας μας, το όλον
μέσον με το οποίο «σαρκώνεται» η επαφή μας με το φυσικό περιβάλλον και τους ανθρώπους,
η ερμηνεία του και η επικοινωνία μεταξύ μας αναγνώριση. Κάθε λεκτικό σήμα με το
οποίο επικοινωνούμε και συνεννοούμαστε, ερχόμαστε σε επαφή με τα πράγματα
καθρεφτίζονται στη συνείδησή μας. Και όπως κάθε άνθρωπος είναι ξεχωριστός και
ανεπανάληπτος, ιδιαίτερος και μοναδικός στην τελειότητα ή ατέλειά του, το ίδιο
είναι και η γλώσσα που μιλά και διδάσκεται από όλες τις πλευρές αποφεύγοντας σκοπέλους
της βαβυλωνιακής μας ασυνεννοησίας και αυτές που καλλιεργεί η ίδια η γλώσσα.
Στο Αφιερωματικό αυτό τεύχος της «Νέας
Εστίας», συμμετέχουν γνωστά μας ελληνικά ονόματα-αντρών και γυναικών-των Γραμμάτων
και των Τεχνών. Ονόματα συγγραφέων και καλλιτεχνών που ίσως δεν περίμενες να
συναντήσεις, αν και κάθε έργο και δημοσίευμα ενός δημιουργού πρέπει να
εξετάζεται μέσα στο κλίμα και τις συνθήκες που κυοφορήθηκε, οφείλουμε να
λάβουμε υπόψη μας ότι δίνει τις δικές του απαντήσεις ο κάθε συγγραφέας είτε σε
ερωτήματα και διλήμματα της εποχής του ή απαντά σε κείμενα και έργα άλλων
συγγραφέων. Όπως και νάχει τα ποιήματα και τα σύντομα ή μακροσκελή δημοσιεύματα
αποτελούν μία μαρτυρία της εποχής τους που μας δείχνουν τις διαφορετικές
οπτικές με τις οποίες φωτίζονται οι κυβερνητικές πρωτοβουλίες του τότε πρωθυπουργού
και την σχέση του με τις τέχνες και τα γράμματα και τους ανθρώπους του
θεάματος. Ιδιαίτερα από τους χώρους του Ελληνικού Θεάτρου.
Ας δούμε τα
Περιεχόμενα όπως τα αποδελτιώνουμε μετά από 86 χρόνια και οι τότε συμμετέχοντες
συντελεστές αποτελούν εικόνες και ανθρώπινες φιγούρες μιάς φωτογραφίας μέσα σε
ένα Μουσείο ή στις σελίδες ενός βιβλίου. Φέρνοντας στην σημερινή επιφάνεια του
χρόνου ένα Αφιερωματικό τεύχος ενός παλαιού λογοτεχνικού περιοδικού που
ενδέχεται, εξαιτίας της αρνητικής μας κρίσης του προσώπου που είναι αφιερωμένο και
της πολιτικής σκιάς που έχει δημιουργηθεί γύρω από το όνομά του να μην είναι
ευρέως γνωστά τα κείμενα και δημοσιεύματα στο αναγνωστικό μοντέρνο κοινό, παρά
μόνο στους ειδικούς ερευνητές της φιλολογίας και των άλλων τεχνών όπως μας
φανέρωσαν οι συζητήσεις και τα λόγια που ακούστηκαν περί της Δημοτικής στους
τηλεοπτικούς δέκτες, αλλά ούτε και η προσφορά του Μεταξά. Αν δεν κάνω λάθος
στις απόψεις μου.
Εδώ παρενθετικά να
προσθέσουμε κάτι επί προσωπικού στα τότε διαβάσματά μας, σε δημόσια Βιβλιοθήκη
έτυχε να ξεφυλλίσω τον τόμο με τα Απομνημονεύματα του Αλέξανδρου Παπάγου, να
αγοράσω την μετάφραση του έλληνα πολιτικού Ελευθέριου Βενιζέλου της Ιστορίας
του Θουκυδίδη, τα σχόλια του Ηλία Ηλιού για το έργο του αρχαίου ιστορικού, τα
Απομνημονεύματα του Μάρκου Βαφειάδη, του Γεωργίου Παπανδρέου και προσπαθούσα να
κατανοήσω πώς στην πλειοψηφία νομικοί έλληνες πολιτικοί διαχειρίζονται την
ελληνική γλώσσα αν ακολουθούν κατά πόδας τους κανόνες της Δημοτικής ή όπου ήταν
αναγκαίο στο λόγο και τα γραπτά τους τις μεταφράσεις τους διαφοροποιούνταν. Για
να περιοριστούμε σε παλαιούς πολιτικούς συγγραφείς και όχι σε αυτούς των
τελευταίων δεκαετιών που μας άφησαν τα δικά τους ημερολογιακά πεπραγμένα του
πολιτικού τους βίου, ή οι συγγενείς τους. Όπως ο πρωθυπουργός Παναγιώτης
Κανελλόπουλος, ο ιστορικός Σπυρίδων Μαρκεζίνης, ο πρωθυπουργός Γεώργιος Ράλλης,
η σύζυγος του Ανδρέα Παπανδρέου Δήμητρα Λιάνη-Παπανδρέου, ο υπουργός και θεατρικός
συγγραφέας Ευάγγελος Αβέρωφ- Τοσίτσας, ο πρωθυπουργός Κωνσταντίνος Μητσοτάκης,
ο πρώην πρόεδρος της Ελληνικής Δημοκρατίας και καντιανός φιλόσοφος Κωνσταντίνος
Τσάτσος, Βουλευτικές από διάφορες πολιτικές παρατάξεις, αρχηγοί αριστερών
κομμάτων.
Θα άξιζε μια ευρύτερη και ενδελεχή εξέταση
των Απομνημονευμάτων των Ελλήνων Πολιτικών και όσων ασχολήθηκαν με την Πολιτική
αρχινώντας από τον πρώτο Έλληνα Κυβερνήτη τον αδικοχαμένο Ιωάννη Καποδίστρια
και τα Απομνημονεύματά του έως σήμερα. Ημερολογιακές καταθέσεις και προσωπικές
αφηγήσεις όχι μόνο χρήσιμες στην ελληνική πολιτική ιστορία αλλά και σαν ένα
ακόμα τεκμήριο γλωσσικό της εποχής τους και του ύφους τους όπως μας διασώζεται.
Γιατί η γλωσσική μας κουλτούρα και η πολιτική έχουν αρκετά να μας μάθουν ακόμα.
ΤΑ
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΤΟΥ ΤΕΥΧΟΥΣ
-Προσωπογραφία
του Ιωάννη Μεταξά από τον Κωνσταντίνο Παρθένη.
-Σκίτσο του
Ι. Μ. του Ευθύμιου Παπαδημητρίου
-Η «ΝΕΑ
ΕΣΤΙΑ», Ο ΚΥΒΕΡΝΗΤΗΣ ΠΟΥ ΕΓΙΝΕ ΘΡΥΛΟΣ, 121-122
-Θ.
Νικολούδης, Ο ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ, 123-126
-Κωστής
Μπαστιάς (Γενικός Διευθυντής Γραμμάτων, Καλών Τεχνών και Κρατικών Σκηνών), Ο
ΜΕΤΑΞΑΣ ΠΡΙΝ ΕΡΘΗ ΣΤΗΝ ΕΞΟΥΣΙΑ, 127- 129.
-Παντελής
Πρεβελάκης (Διευθυντής των Καλών Τεχνών), Ο ΦΙΛΟΤΕΧΝΟΣ, 130-131
-Τάκης
Μπαρλάς, ΗΡΩΙΚΗ ΕΛΕΓΕΙΑ, 132-133
-Μιχάλης
Αργυρόπουλος (Πρόεδρος της Εταιρίας Ελλήνων Λογοτεχνών), Η «ΕΘΝΙΚΗ ΥΠΟΘΕΣΙΣ»,
134
-Θ. Ν.
Συναδινός (Πρόεδρος της Εταιρείας Ελλήνων Θεατρικών Συγγραφέων), ΤΙ ΜΑΣ ΘΥΜΙΣΕ
Ο Ι. ΜΕΤΑΞΑΣ, 134-136
-Μανώλης
Καλομοίρης (Πρόεδρος των Ελλήνων Μουσουργών), Ο ΙΩΑΝΝΗΣ ΜΕΤΑΞΑΣ ΚΑΙ Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ
ΜΟΥΣΙΚΗ, 136-137
-Παρεμβάλλεται
φύλλο με πορτραίτο του Ι. Μ. φιλοτεχνημένο από τον Π. Μαθιόπουλο.
-Μαρίκα
Κοτοπούλη, Ο ΜΕΤΑΞΑΣ ΚΑΙ ΤΟ ΘΕΑΤΡΟ, 138
-Αυτόγραφο
του Ιωάννη Μεταξά προς την κ. Κοτοπούλη, 138
-Αιμίλιος
Βεάκης, ΘΡΗΝΟΙ ΚΑΙ ΚΛΑΨΕΣ ΟΧΙ, ΣΤΗ ΘΑΝΗ ΣΟΥ, 139
-Ειρήνη η
Αθηναία, Η ΚΡΑΤΙΚΗ ΕΥΛΟΓΙΑ, 140-141
-Λόγια του
Ιωάννη Μεταξά, 141
-Πέτρος
Χάρης, Ο ΑΠΟΦΑΣΙΣΤΙΚΟΣ ΔΗΜΟΤΙΚΙΣΤΗΣ, 142-152
-Μ.
Καραγάτσης, Ο ΠΡΩΤΟΣ ΔΗΜΟΤΙΚΙΣΤΗΣ ΠΡΩΘΥΠΟΥΡΓΟΣ, 153- 154
-Πέλος
Κατσέλης (Διευθυντής Α΄ Άρματος Θέσπιδος), Ο ΙΩΑΝΝΗΣ ΜΕΤΑΞΑΣ ΚΑΙ ΤΟ «ΑΡΜΑ
ΘΕΣΠΙΔΟΣ», 155-156
-Σκέψεις του
Ιωάννη Μεταξά, 156
-ΛΟΓΟΙ ΤΟΥ
ΙΩΑΝΝΟΥ ΜΕΤΑΞΑ ΓΙΑ ΤΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ, ΤΟ ΘΕΑΤΡΟ, ΤΙΣ ΤΕΧΝΕΣ. 157-165. [ ΣΤΟ ΓΕΥΜΑ
ΤΩΝ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΙΚΩΝ ΟΡΓΑΝΩΣΕΩΝ, 157-160, 30/12/1938. – ΣΤΑ ΕΓΚΑΙΝΕΙΑ ΤΗΣ ΣΤΕΓΗΣ
ΓΡΑΜΜΑΤΩΝ ΚΑΙ ΤΕΧΝΩΝ, 160-161, 20/12/1938. - ΓΝΩΜΕΣ ΤΟΥ ΑΡΧΗΓΟΥ ΠΕΡΙ ΤΩΝ
ΕΙΚΑΣΤΙΚΩΝ ΤΕΧΝΩΝ, 161-165. 13/12/1937.- ΔΗΛΩΣΕΙΣ ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΤΥΠΟ ΤΗΝ ΗΜΕΡΑ ΤΩΝ
ΕΓΚΑΙΝΙΩΝ ΤΟΥ Β. ΘΕΑΤΡΟΥ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ, 165, 1/8/1939.-
-Κρίση του
Ι. Μ., 165
Και το
Αφιέρωμα κλείνει με:
ΤΑ
ΠΕΠΡΑΓΜΕΝΑ ΤΗΣ ΓΕΝΙΚΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΕΩΣ ΓΡΑΜΜΑΤΩΝ ΚΑΙ ΚΑΛΩΝ ΤΕΧΝΩΝ ΚΑΤΑ ΤΗΝ
ΤΕΛΕΥΤΑΙΑΝ ΤΡΙΕΤΙΑΝ, 166-172
[1937-1938
1. ΔΙΕΥΘΥΝΣΙΣ ΓΡΑΜΜΑΤΩΝ. –2. ΔΙΕΥΘΥΝΣΙΣ ΚΑΛΩΝ ΤΕΧΝΩΝ. 1938-1939 1. ΔΙΕΥΘΥΝΣΙΣ
ΓΡΑΜΜΑΤΩΝ. 2. ΔΙΕΥΘΥΝΣΙΣ ΚΑΛΩΝ ΤΕΧΝΩΝ. 1939-1940 1. ΔΙΕΥΘΥΝΣΙΣ ΓΡΑΜΜΑΤΩΝ. 2. ΔΙΕΥΘΥΝΣΙΣ
ΚΑΛΩΝ ΤΕΧΝΩΝ.]
Το τεύχος
διανθίζεται με φωτογραφίες καλλιτεχνών και των τεχνών που φωτογραφίζονται με
τον Ιωάννη Μεταξά.
Τέλος σαν Υστερόγραφο θα ήθελα να
μνημονεύσω τα εξής για την Πειραϊκή Ιστορία. Για όσους λοιπόν Πειραιώτες
«ξινίσουν» τα πρόσωπά τους συλλογιστούν διάφορα που ασχολήθηκα με τον Μεταξά,
να υπενθυμίσουμε μια παρεξηγημένη περίπτωση ενός πειραιώτη παλαιού εκδότη του
Σπύρου Κουσουρή. Ο Σπύρος Κουσουρής ο οποίος ποτέ του δεν έκρυψε τα
«φιλοχουντικά» του αισθήματα- όσοι τον γνώριζαν και είχαν επισκεφτεί το
Βιβλιοπωλείο που διατηρούσε, την υποστήριξή του στον δοτό δήμαρχο της επταετίας
κυρό Αριστείδη Σκυλίτση θα θυμούνται και θα γνωρίζουν πόσο συμπαραστάθηκε σε
έναν καθαρόαιμο κομμουνιστή αντιστασιακό και κυνηγημένο, τον ποιητή και
τεχνοκριτικό Κώστα Θεοφάνους. Τα λόγια του Θεοφάνους για τον Κουσουρή ήταν
πάντα θετικά (πέρα από τις ιδεολογικές τους διαφορές) όπως και του βιβλιοπώλη
και εκδότη προς τον συγγραφέα, και ακόμα, ότι οι Πειραϊκές Εκδόσεις που είχε ο
Σπύρος Κουσουρής είχαν εκδώσει και βιβλία Εαμιτών πειραιωτών συγγραφέων. Και ο Σπύρος
Κουσουρής όσο ζούσε μετέφερε με το αμάξι του τον φίλο του Κώστα Θεοφάνους στις διάφορες
δουλειές του και στο εξοχικό που διέμενε. Θέλω να πω, ότι τα πράγματα στην Ζωή
δεν είναι άσπρα ή μαύρα και ότι ο μανιχαϊστικός τρόπος σκέψης μας συνήθως
εμποδίζει τις μεταξύ μας κοινωνικές και φιλικές σχέσεις και παρέες και αυτό είναι
κρίμα. Τα προβλήματα της ζωής είναι κοινά, πέρα από πολιτικά διαχωριστικά πάθη
ό,τι και να πιστεύει κανείς, όποιαν Ιδεολογία ή Θεό και αν ασπάζεται ή δεν
ασπάζεται, ότι και αν ψηφίζει. Δυστυχώς υπάρχουν ακόμα πολιτικοί στην χώρα μας που
προσπαθούν να μας χωρίζουν αντί να μας ενώνουν.
Γιώργος Χ. Μπαλούρδος
Πειραιάς
Τετάρτη 15-29
Οκτωβρίου 2025
Στο όνομα
του Κοινού των Πανελλήνων όπως θα μας τραγουδούσε και ο Διονύσης Σαββόπουλος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου