ΜΑΡΙΟΣ ΜΠΕΓΖΟΣ
«Το μέλλον του παρελθόντος»,
Κριτική Εισαγωγή στη Θεολογία της Ορθοδοξίας. Εκδόσεις
Αρμός-Αθήνα 1993, σελίδες 193.
ΑΝΑΖΗΤΩΝΤΑΣ ΣΤΑΘΕΡΑ ΣΗΜΕΙΑ ΑΝΑΦΟΡΑΣ
Κόραξ, όταν μη αίσιον κεκράγη μη συναρπαζέτωσε η
φαντασία…, γράφει ο θείος Επίκτητος.
Ο αναγνώστης του νέου βιβλίου του καθηγητή Μάριου
Μπέγζου, έχει την εντύπωση ότι ο συγγραφέας μάλλον ανήκει στους υπεράγαν
Ορθόδοξους, όπως τους αποκαλεί ο εκκλησιαστικός συγγραφέας άγιος Γρηγόριος ο
Θεολόγος.
Οι οποίοι, από τον λειμώνα της εφάμαρτης θεολογικής
έπαρσής τους, γεωργούν την Ορθόδοξη ευσέβεια και την εκκλησιαστική ηθική. Είναι
μάλλον μια σχολή που πρωτοξεκίνησε από τις παραεκκλησιαστικές οργανώσεις, και
μπόλιασε εδώ και αρκετά χρόνια, μια ευρύτερη ομάδα λαϊκών θεολόγων,
διανοουμένων, κληρικών αλλά και μοναχών. Που βυθισμένοι σε φυτική θεολογική
αφασία, άσπλαχνοι, ανελέητοι, και τα μάλλα «αριβίστες» με προεξάρχοντα τον
«μελανοψυχιάρη», μαυροφορεμένο κοπελίδριο του Άθω, τον «λιβελλοπράγμονα
μοναχό», όπως εύστοχα και σπαρακτικά έχει σκιαγραφήσει στο εξομολογητικό βιβλίο
του ο καθηγητής και συγγραφέας Χρήστος Γιανναράς «ερωτικών αμφιλογία ή περί
λιβελλοπράγμονος μοναχού», εκδόσεις Δόμος 1989.
Που, λιβελογραφούν και καυτηριάζουν τους πάντες λες
και η ατομική τους επιλογή να ενδυθούν το σχήμα, (ράσο), ή να επιλέξουν την
θρησκευτική παραμυθία της αρεσκείας τους, τους καθιστά ιεροεξεταστές του Έθνους
των Ελλήνων, ποιμένες ποιμένων, δάσκαλους και κριτές της Οικουμένης. Είναι οι
των επί της εισόδου. Οι θυρωροί του Ορθόδοξου φρονήματος.
«Υβρισταί γαρ εισί πολλάκις οι θυρωροί, άλλως τε και
εάν οι δεσπόται ωσί τοιούτοι.» γράφει ο Εθνικός μας δάσκαλος Αδαμάντιος Κοραής.
Μελετώντας τα προκλητικά σπονδυλωτά κείμενα του
συγγραφέα, αναλογίζεται ο αναγνώστης, αν η Ορθοδοξία πεθαίνοντας έλκει προς τον
τάφο της την Ελλάδα, ή το αντίστροφο. Ίσως, αυτή η πολυαίωνη και παρατεταμένη
θεολογική υπαρξιακή εκκρεμότητα της Ελληνικής φυλής ήρθε η στιγμή να πάρει ένα
τέλος. Ο Κόσμός μας, δεν είναι ποιητικός, μαγικός, ονειρικός. Δεν παράγει πλέον
Μύθους, ούτε γεννά πρότυπα Ηρώων. Και, κατ’ επέκταση δεν θεολογεί. Δεν παράγει
δηλαδή την τόσο απαραίτητη λαϊκή παραμυθία που φέρνει μέσα της η παράδοση του
Έθνους. Ίσως η Ελληνική σκέψη να βρήκε διάδοχο κατάσταση την Χριστιανική
θεολογία και στα μυθικά και ιστορικά Εβραϊκά σύμβολα. Η Ορθόδοξος όμως
θεολογία, δεν κατάφερε να αποκτήσει διάδοχο, έμεινε μάλλον στείρα. Έτσι,
οποιαδήποτε απόπειρα αυτογνωσίας ή κριτικής εισαγωγής στη θεολογία της
Ορθοδοξίας, όπως σημειώνει ο συγγραφέας σελίδα 14, είναι μάλλον ανεπίκαιρη κάτω
από τις υπάρχουσες δεσποτικές εκκλησιαστικές δομές, σωστότερα, ανήκει πλέον
στην Ιστορία της Εθνικής παράδοσης ενός Έθνους που παραπαίει σε όλα του τα
επίπεδα. Η όποια αναπαλαίωση που ευαγγελίζεται ο συγγραφέας, ή η καταφυγή σε
μαρτυρικά κλέη του παρελθόντος, περί προσφοράς και άλλα τινά, όζει όπως το
τυμπανιαίο πτώμα του Εθνικισμού στο μαυσωλείο της Φυλής.
Η Ορθοδοξία, (σαν βίωμα ζωής και κοινωνικής οργάνωσης
και πρακτικής)- και όχι ασφαλώς ο απύθμενης αναλγησίας κληρικαλισμός-
οριοθέτησε τις πολιτιστικές και κοινωνικές μας παραδόσεις. Υπήρξε το Εθνικό και
Οικουμενικό περιγραφικό και συνθετικό φρόνημα ενός λαού, με τις πολιτικές του
αξιολογήσεις, κοινωνικές του θεωρήσεις, υπαρξιακές του αναζητήσεις, φιλοσοφικές
του περιπέτειες και θεολογικές του επαναπαύσεις, οι οποίες εδράζονταν σε μια
πείρα και εμπειρία αιώνων μέσα στην ιστορία. Η Ορθοδοξία, διαπνέονταν από την
ίδια εκζήτηση της αλήθειας, όπως και η αρχαία μη Χριστιανική σκέψη, η Εθνική,
και, αποτελούσε μια βιωματική πρόταση ερμηνείας του κόσμου και της ζωής, μια θα
γράφαμε υλιστική αγαπητική θεώρηση του σύμπαντος, που μαρτυρούσε την ισχύ και
διαχρονικότητα του Αρχαίου Ελληνικού πνεύματος. Η φαινομενική ή μη ασυμφωνία
της Αρχαίας Ελληνικής Φιλοσοφικής και Θεολογικής σκέψης και της Εβραϊκής
μυθολογίας και ιστορίας, που κυοφόρησαν την Ορθοδοξία, μπορεί να καταγραφεί και
να ερμηνευτεί μάλλον σαν μια αντίθεση μέσα σε ένα ευρύτερο συνολικό πλαίσιο
Εθνικών και φυλετικών παραδόσεων, ή επανάληψη παλαιών χαρακτηριστικών μορφών
και προτύπων.
Και η συμφωνία, συγχώνευση ή συμπόρευση της Ορθόδοξης
Θεολογίας παράλληλα με την Ελληνική σκέψη, λειτούργησε σε όλες σχεδόν τις
ιστορικές περιόδους, μέσα από τις ποικίλες διεργασίες, ζυμώσεις και μορφές της
γνώσης, της τέχνης, και της κοινωνικής έκφρασης. Έστω και αν έμενε πάντα ένα
απρόσληπτο κομμάτι (έξω από την επίσημη παράδοση)κατά τον εκκλησιαστικό
συγγραφέα άγιο Ιωάννη Δαμασκηνό, αβάπτιστο κατά τον ιστορικό και θεολόγο
καθηγητή πατήρ Γεώργιο Μεταλληνό. Γι’ αυτό, πάρα πολύ συχνά συναντάμε στην
θεολογική θεώρηση του Κόσμου και της Φύσης, πάμπολλες αμφιλεγόμενες εκδοχές,
ερμηνείες, προσεγγίσεις που δεν είναι ίσως παρά μια διαφορετική ρευστή ενότητα.
Σε αντίθεση, με την κατά χρονικά διαστήματα ιστορική αλλαγή ή κίνηση της ίδιας
αυτής ενότητας και φάσης του Ελληνικού πνεύματος και ιδιοσυγκρασίας, ή την αντίληψή
της κάτω από μία διαφορετική προοπτική.
Στις διάφορες αυτές εκδοχές ζωής και θανάτου και
θεωρήσεις-περιπτώσεις της Χριστιανικής θεολογίας, μέσω της αντιπαραβολής των
επιμέρους πολιτιστικών στοιχείων, δεν συναντάμε παρά ένα εύπλαστο και μεταβλητό
συνολικό πλαίσιο που αποτελεί την θωράκιση ενός Έθνους, ή αν θέλετε, τα όρια
μέσα στα οποία κινείται η γνωσιολογική και ψυχολογική έκφραση μιας μυθολογικής
θεολογίας. Άρα, ο όποιος θεολογικός σχολιασμός ή ερευνητικός σχεδιασμός για την
ανεύρεση σταθερών σημείων αναφοράς, θα πρέπει να επιτελείται μάλλον με τέτοιο
τρόπο, ώστε να διασφαλίζεται όχι μόνο η εύρεση τόσο των πανομοιότυπων
πολιτισμικών μορφών συμπεριφοράς, αλλά όσο και να κατοχυρώνεται η
διαφορετικότητα και θεσμοθετείται η ετερότητα, μια που οι συγκεκριμένες
ερμηνευτικές προσεγγίσεις ή θεωρήσεις από μόνες τους ενδέχεται να είναι μη
αντικρουόμενες μεταξύ τους, αλλά ίσως συμπληρωματικές.
Κάτω από αυτήν την προοπτική, μια διαφορά από το
επίσημο κρατικοδίαιτο θρησκευτικό δόγμα, δεν είναι μάλλον «αίρεση», αλλά μια
διαφορετική ερμηνεία της εμπειρικής γνώσης. Και μια αλλότροπος ερμηνεία, μπορεί
να ερμηνευτεί, μόνο όταν ενταχθεί σε ένα πλαίσιο ομοιοτήτων, που δεν σημαίνει
κατ’ επέκταση ότι είναι και η μόνη αλήθεια. Αλλά η αλήθεια που ταιριάζει σε μια
δεδομένη στιγμή σε ορισμένες πληθυσμιακές ομάδες. Μια αλήθεια όμως που παράγει
πολιτισμό γιατί, προέρχεται από την ανθρώπινη εμπειρία και καταλήγει στην
κοινωνική πρακτική.
Και μάλλον δεν μπορούμε να αναφερόμαστε στο
«εσχατολογικό επαναπροσανατολισμό της Ορθόδοξης θεολογικής σκέψης» σελίδα 190,
όπως αναφέρει ο καθηγητής και συγγραφέας Μάριος Μπέγζος. Διότι η όποια
εσχατολογία, προϋποθέτει την αποδοχή μιας έστω και σχετικής φιλάνθρωπης
κοινωνικής αλήθειας, κάτι που λείπει ή υποτροπιάζει από την επίσημη
δημοσιοϋπαλληλικοί κληρικαλιστική Εκκλησία και τους πιστούς οπαδούς του
συγκεκριμένου δόγματος. Η επίκληση και η αναφορά στο φιλεύσπλαχνο πρόσωπο του
Ιησού, δεν αρκεί για να αναιρέσει τον επίσημο κρατικό θεολογικό εκκλησιαστικό
λόγο, με τον οποίον σαβανώθηκε το πρόσωπο του Χριστού, στην καθ’ ημάς Ανατολή.
Από την άλλη ο Μαξ Βέμπερ, μας έχει φωτίσει για το τι
συνέβη στην Δύση με τον Καθολικισμό και τον Προτεσταντισμό. Ούτε ακόμα οι
αναφορές στις αρχές του πατρός Γεωργίου Φλωρόφσκυ που τόσο συχνά επικαλείται ο
συγγραφέας, καθώς αξιολογεί, κρίνει, και διχοτομεί τα έργα και την σκέψη των
πιο επιφανών θεολόγων και διανοητών της εποχής μας. Όπως των: Χρήστου Γιανναρά,
Στέλιου Ράμφου, Κώστα Ζουράρη, επισκόπου Περγάμου Ιωάννη Ζηζιούλα, του
γεννημένου στον Πειραιά πατρός Ιωάννη Ρωμανίδη και αρκετών άλλων. Το πρόβλημα
νομίζω δεν εστιάζεται στις διαφορετικές θεολογικές ερμηνευτικές προσεγγίσεις
των ως άνω συγγραφέων και στοχαστών, που επιλεκτικά και κάπως δεικτικά αναφέρει
ο συγγραφέας. Ούτε πάλι η αποκοπή από το σύνολο έργο των συγγραφέων ένα
επιλεκτικό μόνο μέρος, φωτίζει την ερευνητική προσπάθεια που αγωνίζεται να
πετύχει ο Μάριος Μπέγζος.
Το κυρίαρχο θέμα και κοινωνικά μέγα, εστιάζεται εντός
του εκκλησιαστικού πληρώματος και σύνολης της διοικούσας ηγετικής ομάδας του.
Όταν αποτελματωμένοι στον οικονομισμό τους ιερείς, και καυχησιολόγοι
ψυχοσώστες, αμαύρωσαν τις απλές εντολές και διδαχές του Εμμανουήλ, και στην
θέση τους εγκαθίδρυσαν το της μονοθεΐας τον άθεο λόγο, και την κληρικαλιστική
τυπολατρία, πως μπορεί πλέον η όποια Εκκλησία να προσφερθεί ως θυσιαστικό
πρόσλημμα, για να λογοποιήσει, αληθοποιήσει και αφθαρτοποιήσει τον Κόσμο;
Σήμερα, πιο εύκολα συναντάς θεολόγους κληρικούς να παραπέμπουν στον Ιταλό
συγγραφέα και φιλόσοφο Ουμπέρτο Έκο, παρά στο Ευαγγέλιο, την βιογραφία δηλαδή του
Ιησού, του θρησκευτικού ιδεότυπου της Εκκλησίας. Όταν ούτε ο φυτάλμιος λόγος
των ποιητών-αγίων δύναται να λειτουργήσει θεραπευτικά της ανθρώπινης ύπαρξης,
έστω και μόνο στους πιστούς της ορθοδόξου πίστεως, για ποια γόνιμη
διαχρονικότητα να μιλήσουμε; δες σελίδα 185.
Σήμερα, ο λόγος περί των ιδανικών της Ορθοδοξίας, περί
ορθοδόξου τόξου, και άλλα θρησκευτικά φολκλορικά τιμαλφή, μοιάζει σαν τα
Κατοχικά χρήματα, που είχαν χάσει την ανταλλακτική τους αξία. Και το δίλημμα
που θέτει ο Μάριος Μπέγζος μάλλον είναι ανεπίκαιρο. «Η επιλογή μοιάζει αδήριτη:
θα είσαι σταυροφόρος ή σταυρωτής, Χριστός ή Αντίχριστος, Ιησούς ή Ιησουίτης».
Δες σελίδα 168. Φαντάζεται ο συγγραφέας ότι υπάρχουν «αρκετοί» πιστοί που θα
επέλεγαν την φωτεινή πλευρά της διάζευξης; Η ίδια η σημερινή κοινωνική και
πολιτική αλλά και πνευματική πραγματικότητα αποδεικνύει ακριβώς το αντίθετο. Και
συμπληρώνοντας χαριτολογώντας, θα θέλανε πολλοί να γεμίσουν το ψυχικό
ρεζερβουάρ τους με super αντί απλής θεολογικής-πνευματικής «βενζίνης»; που
προτείνει ο καθηγητής συγγραφέας; Γιατί, η παραβολή του καλού Σαμαρείτη άλλα
διδάσκει.
Ο Θεός (τουλάχιστον ότι η παράδοση μας διδάσκει περί
αυτού), στον Δυτικό κόσμο που βαυκαλίζεται ότι ανήκει ή θέλει να ανήκει και η
Ελλάδα, δεν πέθανε επειδή ο μεγάλος φιλόσοφος Φρειδερίκος Νίτσε το διατύπωσε
πολύ εύστοχα, ή κάποιος άλλος μεγαλοφυής φιλόσοφος το ανέφερε. Ο Θεός πέθανε
γιατί οι άνθρωποι της όποιας θρησκείας ή εκκλησίας έπαψαν πλέον να παράγουν
σχέσεις αγάπης και κοινωνίας μεταξύ τους. Έπαυσαν να δημιουργούν έστω και
τυπικές, ενεργούμενες σχέσεις μεταξύ τους. Κάπου μέσα στο έργο του αββά
Μακάριου του Αιγύπτιου γράφεται το εξής: ρώτησαν τον αββά που είχε κατεβεί στον
κάτω κόσμο, παππούλη πως είναι εκεί οι άνθρωποι; και εκείνος τους απάντησε:
«στην κόλαση οι άνθρωποι είναι πλάτη με πλάτη» αυτό δεν ζούμε όλοι μας σήμερα, ή
κάνω λάθος;
Οι κοινωνικές και πολιτικές συνθήκες άλλαξαν άρδην και
ο Θεός που πιστεύουν ειδωλολατρικό τω τρόπω, μοιάζει σαν τους «μουμιοποιημένους
νεκρούς» που διατηρούν οι πρώην Ανατολικές χώρες στις κεντρικές πλατείες τους,
και τις επισκέπτονται κάθε Κυριακή ή άλλη επίσημη για αυτούς αργία. Τα διάφορα
τοτέμ της ιδεολογικής τους παράδοσης.
Ιστορικά, αλλάζοντας οι κοινωνικές συνθήκες, οι
άνθρωποι έπαψαν να καλλιεργούν έστω και τυπικές ενεργούμενες σχέσεις μεταξύ
τους. Και όσο πιο πολύπλευρα ανασφαλές νιώθει το άτομο, ή αισθάνεται ο πιστός,
τόσο καταφεύγει σε μια επαναλαμβανόμενη λεκτική αναφορά αγάπης προς τον Θεό
του, και ατονίζει εντός του η καθημερινή φιλάνθρωπη και θυσιαστική προσφορά
προς τον πλησίον του, ακόμα και προς τους διπλανούς του πιστούς, τους
συνεκκλησιαζόμενους εκάστη Κυριακή και εορτάς. Σήμερα μάλλον επικρατεί κατά
κόρο ο μανιχαϊσμός της πίστης προς τον Θεό σε βάρος της πίστης προς τον
άνθρωπο-διπλανό μας, και τα όποια δυσεπίλυτα προβλήματά του. Τα πιστά άτομα
επαναπαύονται σε ένα ραχάτ Ορθόδοξο εκκλησιαστικό τρόπο ζωής, που καλύπτει μόνο
τις καθαρά ψυχολογικές τους ανάγκες και πέραν τούτου βήξ. Χωρίς αυτό να
σημαίνει ασφαλώς ότι δεν είναι απαραίτητο, μια και η ομαδική δημόσια
εξομολόγηση είναι προτιμότερη από την μη εξομολόγηση, για να αποφύγουμε όλοι
μας τις καθημερινές πολλαπλές μας νευρώσεις.
Ο Θεός κατά την γνώμη μου πέθανε, γιατί ο Κόσμος (των
πιστών των μεγάλων μονοθεϊστικών δογμάτων) δεν γνωρίζει πλέον πώς να οδηγείται
εν ειρήνη προς τον θάνατο.
Απομυθοποιώντας τον Κόσμο ο Δυτικός άνθρωπος,
αποιεροποίησε και την ουσιαστική σχέση που διατηρούσε με τον θάνατο, είτε τον
δικό του είτε του διπλανού του. Γιαυτό και οι άνθρωποι σήμερα κοινωνούν μέσα
από τις τηλεοπτικές οθόνες. Κέντρα συνάντησης λατρείας και προσευχής, είναι
πλέον σε μεγάλο βαθμό τα διάφορα κέντρα διασκέδασης, οι διάφορες πάμπς, οι
ντισκοτέκ, τα μπαράκια. Και αντί να ιερουργούν την ζωή τους με τον άρτο και τον
οίνο, έχουν το ουίσκι και τα διάφορα κρουασάν. Ξεχάστηκε η ιερουργία με την
αγία τριάδα των παλαιών ανθρώπων όπως θα έγραφε ο ιστορικός Φερνάντ Μπρωντέλ,
που γράφει για την αγία τριάδα των ανθρώπων; Το λάδι, το κρασί και το ψωμί.
Και επίσης, γιαυτό προκαλεί αλγεινή εντύπωση και η
«παράσταση» σε μια κηδεία που δίνεται από όλους. Γιατί φαίνεται συγκεντρωμένη
όλη η κοινωνική και μεταφυσική μας υποκρισία μαζεμένη πάνω στο κιβούρι. Ποιος
από τους περιλυπόμενους συγγενείς ή μη ακούει και συναισθάνεται τον λόγο του
Ιωάννη του Δαμασκηνού της Νεκρωσίμου Ακολουθίας: «Εικών ειμί της αρρήτου δόξης
σου έστω και αν στίγματα φέρω πταισμάτων».
Μπορεί στο Βυζάντιο, η Ορθοδοξία να ήταν ο
κυματοθραύστης του Ισλάμ, δες σελίδα 149 του βιβλίου, αλλά, παραγνωρίζει ο
εκλεκτός συγγραφέας ότι κυματοθραύστης των λόγων και των διδαχών του Ιησού δεν
είναι μάλλον οι άλλοι συγγραφείς και στοχαστές που επιλεκτικά καυτηριάζει, αλλά
η Διοικούσα εκκλησιαστική ηγεσία, και το πλήρωμα αυτής, χωρίς ασφαλώς να
γενικεύουμε το θέμα. Κάθε κανόνας γεννά και τις εξαιρέσεις του.
Το βιβλίο του καθηγητή κυρίου Μάριου Μπέγζου,
διαβάζεται εύκολα με μεγάλη άνεση και χωρίς μεγάλη προσπάθεια, μια που θεωρώ
ότι μάλλον προσομοιάζει ο λόγος του προς την επιλεκτική ίσως εντυπωσιακή
επιφυλλίδα. «Τσουβαλιάζει» αν μου επιτρέπεται η έκφραση, τον λόγο και το έργο
ανόμοιων πολλές φορές συγγραφέων και, σχολιάζει ορισμένα μόνο από τα έργα τους,
παραγνωρίζοντας το υπόλοιπο έργο τους, και την προσφορά τους, που αποτελεί και
την συνέχεια και την απάντηση των ερωτημάτων τους. Και αναφέρεται μάλλον άδικα
για το έργο τουλάχιστον του Χρήστου Γιανναρά και του Κώστα Ζουράρη, που τους
διακρίνει μια εντιμότητα, μια σοβαρότητα, ένα ορθόδοξο ήθος, και ένα πνεύμα
ελευθερίας έστω και αν επιλέγουν ορισμένες φορές μια άλλη ίσως λάθος για άλλους
πλευρά. Αυτό δεν αναιρεί όμως τη σύνολη εδώ και δεκαετίες καρποφόρα προσφορά
τους στο γενικότερο και ευρύτερο πρόβλημα της Ελληνικής αυτοσυνειδησίας και
ταυτότητας. Ούτε πάλι, μπορεί να παραγνωρίσει κανείς, ότι ο Στέλιος Ράμφος, ο
συγγραφέας και στοχαστής, παρ’ όλες τις ακρότητες που κατά καιρούς έχει
εκφράσει είναι ένα κεφάλαιο εθνικό όσον αφορά την ανάλυση της Πλατωνικής
σκέψης, αλλά και την ανάγνωση της Νηπτικής θεολογίας. Το δε βιβλίο του για τον
Συμεών τον νέο Θεολόγο, είναι τουλάχιστον για τα δικά μου αναγνωστικά μέτρα, από
τα πιο εμβριθέστερα της νηπτικής συγγραφικής θεολογίας. Η δε σκέψη του πατρός
Ιωάννη Ρωμανίδη, έτσι όπως εκφράζεται μέσα στο γνωστό βιβλίο του «Ρωμιοσύνη»
και όχι ασφαλώς η πολιτική του πρακτική δεν είναι και τόσο διαφορετική μάλλον
από ότι ήταν στην εποχή τους οι σκέψεις και οι θέσεις του Σπυρίδωνος Ζαμπέλιου,
του Ίωνος Δραγούμη, ή του Κουμανούδη και άλλων διανοητών που καταπιάστηκαν
διαχρονικά με το πρόβλημα της εθνικής παράδοσης των Ελλήνων.
Το ζήτημα σήμερα του ορφανεμένου κόσμου και του
μοναχικού σκεπτόμενου ανθρώπου, δεν είναι ίσως το υπαρξιακό πεπαλαιωμένο
ζήτημα-ερώτημα περί υπάρξεως του Θεού και άλλα τινά συμπαραμαρτούντα που γεννά
αυτό το ερώτημα, αυτά τα θέματα λύθηκαν με την ένταξη του ανθρώπου και των
διαφόρων σχέσεων του μέσα στην Ιστορία. Η Ιστορία αντικατέστησε την μεταφυσική
ανεπιστρεπτί. Ούτε πάλι το ζήτημα περί του Ανθρωπίνου ή Θεανθρώπινου προσώπου
του Ιησού ή μόνο ανθρώπινου και όσα έλκει μαζί του αυτό το ερώτημα. Τα
παραδοσιακά ερωτήματα επαναπροσδιοριζόμενα στον χώρο της φιλοσοφίας και της παράδοσης
μάλλον είναι: Πλατωνική αισθητική ή Χριστοκεντρική μεταφυσική-ηθική; Ορθός ή
Αποφατικός λόγος; Επιστήμη ή Βίωμα; Και, κατ’ επέκταση αναστέλλει, αναχαιτίζει
την συνειδητοποίηση της προσωπικής και κοινωνικής μας ευθύνης η Ορθοδοξία;
Προάγει το Έλεος και την Φιλανθρωπία αντί της Εκκλησιαστικής αυτοδικαίωσης; Ή
ακόμα πως και με ποιόν τρόπο το Εθνικό ή Οικουμενικό φρόνημα της Ορθοδοξίας
διαμορφώνει στους πιστούς του δόγματός
της τις δομές που του χρειάζονται για την επίτευξη των Εκκλησιαστικών του σκοπών.
Ερωτήματα που φέρνουν στην σκέψη το σοφό ποίημα του
Κωνσταντίνου Καβάφη, Che fece… il gran rifiuto.
Τέλος σκοπός της Ορθοδοξίας είναι η σταυρική αγάπη για
να ξορκίσει το βέβαιο του θανάτου, ή μήπως λειτουργεί σαν ανασχετικός
παράγοντας της κοινωνικής συνείδησης διατηρώντας άκαιρες παραδοσιακές
τελετουργίες, αφήνοντας άθικτο το συγκεκριμένο κοινωνικό χώρο και πολιτικό
πλαίσιο αλλά και οικονομικό, στο οποίο συμμετέχει ενεργά, διαιωνίζοντας
επικίνδυνα και άκομψα πατροπαράδοτα ειωθότα;
Γιώργος Χ. Μπαλούρδος
Πρώτη δημοσίευση, περιοδικό ΚΛΠ/ τεύχος 2/ 9, 1993.
Πειραιάς, Κυριακή 15 Σεπτεμβρίου 2013.
Εθνικοί και Χριστιανοί, Ιουδαίοι και Έλληνες, πιστοί
και μη πιστοί, νηστεύσαντες και μη, Έλληνες και μυριάδες αλλοδαποί κάνει
ζέστη, εμπρός, ορμάτε για τις παραλίες.
Ας απολαύσουμε τα τελευταία μπάνια του Καλοκαιριού με ένα ή πολλά βιβλία στο
χέρι
Αύριο ποιος ξέρει τι μέλλει γενέσθαι.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου