Κυριακή 29 Σεπτεμβρίου 2013

ΞΕΝΟΦΩΝ ΚΟΚΟΛΗΣ-ΦΟΝΙΣΣΑ του ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗ

ΞΕΝΟΦΩΝ  Α.  ΚΟΚΟΛΗΣ

«για τη «ΦΟΝΙΣΣΑ» του Παπαδιαμάντη», εκδόσεις University Press Studio, Θεσσαλονίκη 1995.

Ο Άλλος είναι αυτό που μου επιτρέπει να μην επαναλαμβάνομαι επ’ άπειρον.

Ζακ Μποντριγιάρ

Η Φόνισσα, από τότε που δημοσιεύτηκε σε συνέχειες στο περιοδικό Παναθήναια του 1903, είναι μάλλον το πιο διαβασμένο και σχολιασμένο έργο του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη. Σημείο αντιλεγόμενο, δεν παύει να απασχολεί τους ερμηνευτές του έργου του. Στην ενδεικτική βιβλιογραφία του Ξενοφών Α. Κοκόλη σελίδα 41, αναφέρονται πάνω από 35 συγγραφείς που ασχολήθηκαν με το έργο.
Ίσως να μην είναι και τόσο άστοχο αν σημειώναμε ότι οι ήρωες του κυρ Αλέξανδρου «σπάνια» αποκαθηλώνονται από τον σταυρό της ορθόδοξης ερμηνευτικής. Όπως γίνεται παραδείγματος χάριν με τον Έλληνα Φάουστ, τον Γεώργιο Γεμιστό Πλήθωνα, στο μυθιστόρημά του η «Γυφτοπούλα» και αλλού, όπου η διλημματική του σκέψη ξετυλίγεται σε όλο της το μεγαλείο και την σιγαλή αμφιβολία. Εκεί που, ο ερωτικός παγανισμός και αισθησιασμός, υποσκάπτει τον χριστιανικό ασκητισμό. Είναι οι οριακές στιγμές του πεζογράφου των νεκραθέμνων της μνήμης, όπου απεκδύεται την χριστιανική αλουργίδα για να περιβληθεί την αισθήτα του παγκόσμιου δημιουργού. Είναι οι συγγραφικές στιγμές του Έλληνα στοχαστή που ανακαλύπτει την πεμπτουσία των προτύπων της δημιουργικής του ύπαρξης, στα παγκόσμια λογοτεχνικά σύμβολα και δέχεται να περιπλανηθεί η σκέψη του, μέσα στον λαβύρινθο των Ευρωπαϊκών άκρων, παρά να εγκλωβιστεί στις κάθε είδους εντοπιακές λογοτεχνικές ακρότητες.
Εκείνο που δυνάστευσε συνήθως τους Έλληνες δημιουργούς του προηγούμενου αιώνα, αλλά και των αρχών του παρόντος-ίσως ακόμα και σήμερα-είναι μια ενδόμυχη στάση μαρτυρίου. Συνήθως «ηδονίζονταν» χαρμολυπικά να αντικρίζουν τους ήρωές τους πάνω στον σταυρό, και μάλιστα όταν ο σταυρός ταυτιζόταν με το γεωγραφικό σώμα της Ελλάδας, των παραδόσεών της, των ηθών και των εθίμων της. Έτσι, κάθε απόπειρα αποκαθήλωσης της προβληματικής τους από τα στενά επαρχιακά όρια της γενέθλιας γης, τους φοβίζει, ή στην καλύτερη περίπτωση, τους ήταν αδιάφορη. Το αποτέλεσμα ήταν να πρυτανεύει τόσο από την πλευρά των κάθε είδους δημιουργών, όσο και από την πλευρά των ερμηνευτών και σχολιαστών τους, μια Ελληνοκεντρική «ιδεοληπτική» αιμομιξία. Τα πάντα ερμηνεύονταν με αφετηρία την Ελλαδική κρατική πραγματικότητα. Πέραν αυτής το πνευματικό χάος, η άσκοπη περιπλάνηση στην εντεύθεν της καθ’ ημάς Ανατολή κόλαση. Έπρεπε να εμφανιστούν στο στερέωμα ένας Εμμανουήλ Ροΐδης, ένας Μιχαήλ Μητσάκης, ένας Γεώργιος Βιζυηνός, ή αργότερα ένας Νίκος Καζαντζάκης, ένας Κωνσταντίνος Καβάφης…, για να αρχίζει σταδιακά να απεγκλωβίζεται ο πνευματικός λόγος των Ελλήνων από τα στενά όρια της πτωχής αλλά τίμιας Ελλάδος.
Αν αληθεύουν οι παραπάνω επιγραμματικές απόψεις, θεωρώ ότι η «Φόνισσα» του κυρ Αλέξανδρου, όπως και άλλα του έργα, οφείλουν να ερμηνευτούν μάλλον και να σχολιαστούν κάτω από μιαν άλλη Ευρωπαϊκή προοπτική.
Ποια η συγγένεια παραδείγματος χάριν του έργου Ρώσου Φιοντόρ Ντοστογιέφσκυ, οι «Δαιμονισμένοι» με την «Φόνισσα»;
Ή πως παρουσιάζεται (αυτός) ο αχαλίνωτος εκβακχευμός των σκοτεινών ενστίκτων των ηρώων μέσα στο έργο του κυρ Αλέξανδρου, αλλά, και του μη χριστιανού, παγανιστή Άγγλου δραματουργού Ουίλλιαμ Σαίξπηρ;
Και, ακόμα αν θέλετε, οι δαιμονιακές ορμές του ερωτικού συναισθήματος, έτσι όπως αναδύονται στο έργο του Πλάτωνα «Συμπόσιο», μπορούν να αντιστοιχιστούν στο έργο του Παπαδιαμάντη;
Και με το σύμβολο αυτό της παγκόσμιας ηρωίδας που είναι η Φόνισσα, της γυναίκας που χάνεται στα βένθεα του πελάγους του πεπρωμένου, και της τραγικής μοίρας, ασχολείται ο καθηγητής και συγγραφέας Ξενοφών Α. Κοκόλης.
Ο κύριος Κοκόλης, είναι επίκουρος καθηγητής της νεοελληνικής λογοτεχνίας στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου της Θεσσαλονίκης. Οι τίτλοι των βιβλίων του, ξεπερνούν τους δέκα, ενώ κείμενά του υπάρχουν δημοσιευμένα σε διάφορα περιοδικά και εφημερίδες.
Η εργασία του αυτή χωρίζεται σε δύο μέρη.
Το πρώτο, έχει τον τίτλο «Αυτό-και Ετερο-βιογραφισμός στην Φόνισσα», και το δεύτερο «Όνειρα και άλλα στη Φόνισσα».
Η μελέτη περατώνεται με έναν μονοσέλιδο Πίνακα ονομάτων του βιβλίου.
Το πρώτο μέρος χωρίζεται σε επτά ευσύνοπτα κεφάλαια.
Στο πρώτο από αυτά ο μελετητής με διακριτική ειρωνεία μας κάνει λόγο για τους κάθε λογής Παπαδιαμαντολόγους και την ανεπίγνωστη μάλλον αμβλυωπία τους, όσον αφορά την ερμηνεία του έργου, δίδοντάς μας έναν εύστοχο χαρακτηρισμό για τους φανατικούς ή μη, φιλαναγνώστες του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη. Ονομάζοντάς τους «Προχειρογράφους πανηγυριστές».
Ακροθιγώς στέκεται στα πρωτοβάθμια ερωτήματα του κοινωνικού μυθιστορήματος. Κατά πόσον δηλαδή, ο συγγραφέας ταυτίζεται με την ηρωϊδα του-αυτοβιογραφείται ή κατά πόσον ετεροβιογραφείται-, περιγράφει γεγονότα «εξ όσον είδα ιδίοις όμμασιν» όπως θα μας έλεγε ο ίδιος ο κυρ Αλέξανδρος.
Αναφέρει τέλος, μια ενδεικτική Παπαδιαμαντική κριτικογραφία-από τον Ζαχαρία Παπαντωνίου έως τον Στέλιο Ράμφο-και, σχολιάζει, συγκρίνει τις απόψεις των διαφόρων μελετητών και την ιδεολογική τους αμηχανία να εντάξουν την «Φόνισσα»στο προκατασκευασμένο πολλές φορές αγιαστικό μοντέλο τους.
Στο δεύτερο κεφάλαιο του βιβλίου, προτάσσονται δύο ρήσεις. Του κυρ Αλέξανδρου, και του καθηγητή και συγγραφέα Παναγιώτη Μουλλά, που υποδηλώνουν την ερμηνευτική του πορεία.
Στο κεφάλαιο αυτό, επαναδιαπραγματεύεται το ερώτημα κατά πόσον ταυτίζεται ο συγγραφέας Παπαδιαμάντης με την ηρωίδα του Φραγκογιαννού. Και, επίσης, διερευνά αν υπάρχει, και πόση συνεργεία ψυχών, ή ευαισθησίας, συνταύτιση ή παραλληλία ιδεών και σκέψεων ανάμεσα στον Σκιαθίτη και την θεία Χαδούλα. Στέκεται ακόμα στις δονκιχωτικές ετυμηγορίες υπερασπιστών ή επικριτών του Παπαδιαμάντη, και θέλοντας να οικοδομήσει την επιχειρηματολογία του, ο μελετητής, συσχετίζει το σύντομο τραγούδι που υποψιθυρίζει η θειά Χαδούλα στο τρίτο κεφάλαιο του μυθιστορήματος, που γράφτηκε το 1903 αρχές του 20ου αιώνα, με ένα ποιητικό κείμενο 22 στίχων του Παπαδιαμάντη που γράφτηκε το 1874.
Καίρια επισήμανση, όπως και η άλλη, που αναφέρει ο μελετητής για το πανηγυρικό άρθρο του κυρ Αλέξανδρου, που γράφηκε το 1892 και μας μιλά για τον «ανάποδο αντικατοπτρισμό του Κόσμου».
Στα βραχύλογα κεφάλαια, τρία και τέσσερα, αφού μας μιλά για την τεχνική της πραγματολογικής σχολής που αναφέρει ο ποιητής Κωστής Παλαμάς, μας ξετυλίγει την πρόθεσή του να αναζητήσει την πεζογραφική τεχνική του Παπαδιαμάντη, στην διαδικασία δηλαδή της έμπνευσής του. Κατόπιν καταγράφει τις γεωγραφικές τοποθεσίες της νήσου Σκιάθου, ιδιαίτερης πατρίδας του συγγραφέα, έτσι όπως συναντώνται στο έργο και σε άλλα κείμενα του Σκιαθίτη.
Στο πέμπτο κεφάλαιο, αναφέρονται δεκαπέντε περίπου πρόσωπα, τα οποία είναι μεταφερμένα από την ιστορική πραγματικότητα στο κοινωνικό μυθιστόρημα ή δανείζονται ορισμένα χαρακτηρολογικά στοιχεία τους από «πραγματικούς» χαρακτήρες.
Στο έκτο κεφάλαιο, ερευνά διάφορα άλλα θεματικά στοιχεία της Φόνισσας, που επανέρχονται και στο υπόλοιπο συγγραφικό έργο του κυρ Αλέξανδρου.
Τέλος, το πρώτο μέρος κλείνει με μια προτροπή για την συνέχιση της Παπαδιαμαντικής έρευνας, την επισήμανση του δημιουργικού ρόλου της φαντασίας του συγγραφέα και μια ενδεικτική βιβλιογραφία από 37 λήμματα που αναφέρονται στην Φόνισσα.
Στο δεύτερο μέρος του βιβλίου, ο καθηγητής και συγγραφέας Ξενοφών Α. Κοκόλης, μας κάνει λόγο για τον ρόλο και την σημασία των Ονείρων μέσα στο έργο αυτό. Συνολικά ερευνώνται επτά όνειρα, που έχουν άμεση σχέση με την Φραγκογιαννού, και, τρία που έχουν σχέση με την Αμέρσα (το προειδοποιητικό), τη Δελχαρώ (το μισό όνειρο) και με τον Κωνσταντή (τα ασαφή και ανάποδα όνειρα).
Οι ερμηνευτικές προσεγγίσεις του καθηγητή Κοκόλη, είναι αξιοπρόσεκτες και εισχωρούν σε βάθος, πέραν από τις όποιες θεμιτές διαφωνίες μπορεί να έχει ο αναγνώστης.
Η ψυχαναλυτική αυτή προσέγγιση της Φόνισσας, που προτάσσει ο ερευνητής είναι πρωτότυπη και, ανοίγει δρόμους για μια Φροϋδική εξέταση του έργου. Αφού το Όνειρο είναι η «βασιλική οδός» που οδηγεί στην γνώση του ασυνειδήτου, όπως σοφά μας λέει ο πατέρας της Ψυχανάλυσης.
Τέλος, το ερώτημα ίσως παραμένει και μετά την ανάγνωση του βιβλίου ανοιχτό.
Η θειά Χαδούλα σκότωνε τα θηλυκά κορίτσια ή ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης; Ή μήπως και οι δύο; Ή μήπως οι φόνοι διαπράττονται μόνο μέσα στην φαντασία του αναγνώστη;

Γιώργος  Χ. Μπαλούρδος

Πρώτη δημοσίευση, εφημερίδα «Η Φωνή του Πειραιώς», Τρίτη 22 Οκτωβρίου 1996, σελίδα 5.

Πειραιάς 28/9/2013.
Υ. Γ. και μέσα στο πνεύμα των δύστοκων ημερών, τον θάνατο ενός νέου Πειραιώτη καλλιτέχνη και την φυλάκιση Ελλήνων βουλευτών, στο έργο του «Η θρησκεία» ο φιλόσοφος Εμμανουήλ Καντ, γράφει:
«το ριζικό κακό είναι εκείνο που βρίσκεται στην ανθρώπινη φύση και προς το οποίο ο άνθρωπος έχει μια φυσική κλίση. Το κακό αυτό είναι ριζικό γιατί διαφθείρει τον γνώμονα όλων των αρχών. Συγχρόνως, ως φυσική κλίση που είναι, δεν μπορεί να εξαφανιστεί με ανθρώπινες δυνάμεις, γιατί αυτό μπορεί να γίνει μόνο με καλές αρχές, πράγμα που είναι αδύνατον όταν ο ανώτατος υποκειμενικός γνώμονας όλων των αρχών είναι διεφθαρμένος….»


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου