ΛΟΡΕΝΤΣΟΣ ΜΑΒΙΛΗΣ
«Τα ποιήματα»,
εκδόσεις, Ίδρυμα Κώστα
και Ελένης Ουράνη,-Αθήνα 1990, σελίδες 234.
ΘΑΡΡΑΛΕΟΣ ΣΤΗ ΖΩΗ ΚΑΙ ΤΗΝ ΠΟΙΗΣΗ
Στη σειρά Νεοελληνική
Βιβλιοθήκη που εκδίδεται με τη γενική φιλολογική εποπτεία του καθηγητή
Απόστολου Σαχίνη, ανάμεσα στα άλλα, αξιόλογα και καλαίσθητα βιβλία περιλαμβάνεται
και αυτό του ποιητή Λορέντσου Μαβίλη με την φιλολογική και τυπογραφική
επιμέλεια του Γιώργου Αλισανδράτου.
Στον παρόντα τόμο,
δημοσιεύονται 56 σονέτα, 44 άλλα ποιήματα, και 15 επιγράμματα. Καθώς, και μια
εκτενέστατη και διαφωτιστική εισαγωγή του επιμελητή για την ποίηση του
πατριδολάτρη ποιητή, επίσης, επιλογή βιβλιογραφίας για την ζωή και το έργο του,
βοηθητικό γλωσσάρι με τους Επτανησιακούς ιδιωματισμούς, και, τον ιστορικό λόγο
του, στην δεύτερη (Β) Αναθεωρητική Βουλή στις 16 Φεβρουαρίου 1911, όταν επί
πρωθυπουργίας Ελευθερίου Βενιζέλου, συζητιόταν το άρθρο 107 του Συντάγματος που
αφορούσε το γλωσσικό ζήτημα.
Στην παρούσα έκδοση,
δεν περιλαμβάνονται οι ημιτελής μεταφραστικές του προσπάθειες όπως: του μεγάλου
Ινδικού Έπους Μαχαμπαράτα, του Άγγλου ποιητή Β. Σέλλευ, του Λατίνου Μάρων
Πόπλιου Βιργιλίου, του Γερμανού Βόλφγκανγκ Γκαίτε και άλλων σπουδαίων ποιητών
που ο Επτανήσιος δημιουργός έχει μεταφράσει με αρκετή αγάπη και φροντίδα.
Ο Λορέντσος Μαβίλης,
είναι ίσως ο σημαντικότερος κρίκος μετά τον Διονύσιο Σολωμό στην ιστορία της
Ιόνιας ποιητικής παράδοσης.
Ο Διονύσιος Σολωμός,
στάθηκε ο πατριάρχης της σχολής και ο ανανεωτής της Ελληνικής ποίησης.
Όλοι, άλλος λιγότερο
άλλος περισσότερο, οι μεταγενέστεροι Έλληνες ποιητές προσπάθησαν να μιμηθούν
τον τρόπο που χρησιμοποίησε την γλώσσα, την δεξιοτεχνία του ύφους του, την
τεχνική στιχουργική του επεξεργασία, την εικονοπλαστική του τεχνική, και όλοι,
φωτίστηκαν, από το Αναστάσιμο φως που, ο Σολωμός εμπλούτισε το ποιητικό του
όραμα. Αυτό το Ανέσπερο φως που αναβρύζει από τους θείους κτύπους της ποιητικής
ψυχής του ανθρώπου.
Η ημιτελής προσπάθεια
του Σολωμού, επανένωσε και πάλι μέσα στην κατακερματισμένη μας συνείδηση, τις
δύο κυρίες ιδιότητες του φωτισμένου ανθρώπου. Αυτή του Ποιητή με εκείνη του
Προφήτη.
(Οι Έλληνες, στην
ιστορική τους πορεία πάντοτε σέβονταν αυτήν την διπλή ιδιότητα του χαρισματικού
προσώπου. Άγιος και Ποιητής ταυτίζονταν μέσα στην συνείδησή τους), προσπάθεια,
που με διαφορετικό τρόπο και άλλα συγγραφικά μέσα, επεδίωξε και ο συγγραφέας
Νίκος Καζαντζάκης.
Και, ισχύει πιστεύω,
παραλλαγμένος ο λόγος του νηπτικού εκκλησιαστικού συγγραφέα Νικολάου Καβάσιλα. Ο
Ποιητής, πρέπει να οικειωθεί τον υπέρ του ανθρώπου αγώνα.
Θα πρόσθετα εν
συντομία, ότι, οι μελετητές δεν έχουν προσέξει όσο θα έπρεπε τις ορθόδοξες
επιρροές του Νίκου Καζαντζάκη. Αν διαβαστεί κάτω από μια άλλη προοπτική η «Περί
της εν Χριστώ ζωής» του Νικολάου Καβάσιλα, και μελετηθεί προσεκτικά το πρόσωπο
του Χριστού στο σύνολο έργο του Καζαντζάκη, θα κατανοήσουμε με ενδιαφέρον το τι
επεδίωκε και το τι έπραξε μέσα στο έργο του ο Καζαντζάκης ο Κρης.
Πάνω στα χνάρια της
Σολωμικής παράδοσης, περπάτησαν και άλλοι Επτανήσιου ποιητές, όπως: ο
Κερκυραίος ποιητής και μεταφραστής Ιάκωβος Πολυλάς, ο Κεφαλλονίτης Γεράσιμος
Μαρκοράς ο οποίος είναι μάλλον η γέφυρα μεταξύ της πρώτης φουρνιάς της
Σολωμικής σχολής με την δεύτερη, ο επίσης Κερκυραίος αντιρρητικός δοκιμιογράφος
και κειμενογράφος Νικόλαος Κονεμένος, ο Λορέντσος Μαβίλης, ο Κεφαλλήνας μάλλον
ελάσσων Ιούλιος Τυπάλδος, ο επικολυρικός και πολιτικός ποιητής Αριστοτέλης Βαλαωρίτης
και αρκετοί άλλοι, της γνωστής πλέον και καταξιωμένης Επτανησιακής Σχολής.
Μεγάλος κανονάρχης της
τέχνης του Σονέτου, υπήρξε και ο Ιταλός ουμανιστής Φραντσέσκο Πετράρχης.
Εδώ σημειώνουμε, ότι
τα πρώτα σονέτα της Νεοελληνικής λογοτεχνίας συναντώνται στην Κυπριακή συλλογή
του 16ου αιώνα. Και, όπως γράφει στο αξιομνημόνευτο μελέτημά της η
Θέμις Σιαπκάρα Πιτσιλλίδου, «Ο Πετραρχισμός στην Κύπρο-Ρίμες Αγάπης», στην
Κυπριακή αυτή συλλογή έχουμε τις πρώτες γνήσιες οκτάβες, τις πρώτες terze rime,
τις πρώτες εξάστιχες στροφές, τα πρώτα ποιήματα σε τετράστιχες στροφές…
Ο Λορέντσος Μαβίλης
όμως, έχει διαφοροποιηθεί από τον πρώτο κορυφαίο, δηλαδή τον Σολωμό. Στο έργο
του, χάνεται η εξαύλωση του Σολωμικού οράματος, αντί του ιδανικού οράματος
έχουμε έναν μελαγχολικό λυρισμό και μια στωική απαισιοδοξία. Τόσο στα Ωδάρια,
«τα παρ’ Ιταλοίς λεγόμενα σονέτα», όπως θα έγραφε και ο Φραγκίσκος Κολομπής στα
«Άνθη Ευλαβείας», όσο και στα ποιήματα του Λορέντσου Μαβίλη, διακρίνουμε έντονα
τους όχι και τόσο μυστικούς απόηχους μιας πεισιθάνατης αγωνίας, μιας πυρετώδους
υπαρξιακής αμφιβολίας. Η ποίηση του Μαβίλη βρίσκεται στον αντίποδα της
Σολωμικής χωρίς να παύει να αντικατοπτρίζει την αληθινή όψη της ζωής.
Ο γεραρός Κωστής
Παλαμάς, στον πρόλογο των δεκατετράστιχων του γράφει για τον Σκακιστή ποιητή:
«Ανταμώνονται στα ωραιότερα του σονέτα μια επιμελημένη και στα ελάχιστα
φροντίδα με μια θερμότατη στη σύλληψη πνοή για να δείξουν, ακόμα μια φορά πως
τεχνική δεξιοσύνη και καθαρή ποίηση ένα είναι…».
Την ποίηση του
Λορέντσου Μαβίλη την διακρίνει μια αρχοντική ευαισθησία, μια συγκρατημένη φλόγα
από έντονους κρυφούς έρωτές του, μια έντονη και ευδιάκριτη πατριδολατρία, μια
άδολη νότα αυταπάρνησης, ένας διδακτικός ρομαντικός τόνος.
«Όμως στο μεγαλύτερο
μέρος της έχει έναν πεσιμιστικό χαρακτήρα που πολλές φορές γίνεται εντονότατος
και καταντάει ύμνος προς τον θάνατο». σημειώνει στην εισαγωγή του για τα σονέτα
σε έκδοση του 1943; ο Γεράσιμος Σπαταλάς.
Ό έντονος φιλοσοφικός
στοχασμός του Μαβίλη, ο ηθικός του ιδεαλισμός, όπως τον συναντάμε στον Γερμανό
ιδεαλιστή φιλόσοφο Γιόχαν Γκότλιμ Φίχτε, αλλά και στον επίσης Γερμανό φιλόσοφο
εκπρόσωπο της μεταφυσικής βούλησης και της απαισιοδοξίας Αρθούρο
Σοπενχάουερ-σπουδαστές και οι δύο της Καντιανής φιλοσοφίας-διαποτίζει την
ποιητική έκφραση της σύνολης δημιουργίας του, καθορίζει τους υφολογικούς του
τρόπους, και συμβάλλει στην φανέρωση της ουσίας της καθ’ εαυτής, ενώ συγχρόνως,
στέκεται παραστάτης στον συνειδητό της ποίησης αναγνώστη στην προσπάθειά του να
ανυψώσει τις πνευματικές του αντένες, ώστε να κατανοήσει και να βιώσει όσον το
δυνατόν περισσότερες από τις διαστάσεις της ποιητικής του σύνθεσης.
Ο «λανθάνων»
πεσιμισμός που διέπει το έργο του, είναι θα γράφαμε εσωτερικός, επικαλύπτεται
από μια επιφανειακή ηρεμία στην έκφρασή του, στην ορθότερη αποτύπωση των
εικόνων του, στην ανασύνθεση των «ιδεοτύπων» του, και στην καλύτερη καταγραφή
των προσωπικών του συναισθημάτων, καθώς, και σε αυτόν τον τόσο χαρακτηριστικό ρυθμικό
παλμό των σονέτων του αριστοκράτη ποιητή με τον αμφιλαφή ηρωισμό του.
(Χρησιμοποιώ τον όρο αμφιλαφή έχοντας υπόψη μου την μάλλον άδικη και πικρόχολη
κρίση του Μιχάλη Περάνθη για τον ποιητή και το έργο του στο γνωστό περιοδικό
Νέα Εστία, Χριστούγεννα 1960).
Η αμφήριστος ηρεμία
του όμως διασπάται από τα αγωνιώδη ερωτήματα που η σταθερή, μεθοδική παρείσφρηση
του στοιχείου της αμφισημίας τόσο έντονα δημιουργεί. Με τον τρόπο αυτόν ο
εσωτερικός δυναμισμός της ποιητικής δημιουργίας εντείνεται αντί να μειώνεται.
Έτσι στο έργο του ποιητή η σύγκρουση των αντιθέτων θεωριών-στάσεων ζωής,
υποδηλώνεται χωρίς να επέρχεται ενεργώς, και, επιτυγχάνεται παράλληλα και η
απαραίτητη προσχεδιασμένη αρμονική ισορροπία.
Θα γράφαμε ότι η
πεσιμιστική φιλοσοφία των Γερμανών διανοουμένων που ο Μαβίλης γνώρισε από κοντά
κατά την διάρκεια των σπουδών του, επενδύεται την υφαντουργό εσθήτα του
ποιητικού του λόγου.
Και μάλλον εύκολα
διακρίνει κανείς, ότι το αρνητικό στοιχείο στην ποίηση του Μαβίλη-αυτό που ο
ίδιος αποκαλεί:
Το τίποτε… σελίδα 66,
Είδωλα ‘ναι οι χαρές… σελίδα 83, ή Τον αγαπά ο Θεός πεθνήσκει νέος. Μην ξυπνάς
είμαι ο θάνατος ο ωραίος σελίδα 99, που μας θυμίζει την γνωστή ρήση του
Μένανδρου, του τελειωτή της Αττικής Κωμωδίας: «Ον οι Θεοί φιλούσιν αποθνήσκει νέος» (Μένανδρος, Κωμωδίαι, εκδόσεις Ζαχαρόπουλος
χ.χ. αριθμός 60), τα ποιήματα των σελίδων 142, 158, και άλλων…, αποτελεί τον
καθοριστικό παράγοντα στην εκφορά του προσωπικού του οράματος, χωρίς ωστόσο να
φτάνει στο σημείο να ανατρέψει την ομορφιά της ποιητικής του ανάσας και την
ατομική του επιλογή για δράση και ανδραγαθήματα.
Η ζωή στον Μαβίλη
είναι ένα μπερδεμένο αλφάβητο που ο ποιητής προσπαθεί να βάλει σε τάξη. Περισσότερο
μάλλον με την τολμηρή και θαρραλέα του στάση απέναντι στα πολιτικά και πολεμικά
γεγονότα της εποχής του και «λιγότερο» με το συγγραφικό του έργο.
Ο Λορέντσος Μαβίλης
συνταίριαξε το «δραν» της καρδιάς με το «αμύνεσθαι περί πάτρης».
Ο Θιακός πατριώτης
ποιητής αλληλογραφεί με τον Θάνατο καθόλη την διάρκεια του βίου του. Μόνο που
τα γράμματα παραμένουν ερμητικά κλειστά.
Ο σκοτεινοδόξαρος παραλήπτης
του θα αποφασίσει να του απαντήσει τελικά στις 28 Νοεμβρίου του 1912, όταν ο
ανδρείος ποιητής θα προσφέρει την ζωή του στην Ελλάδα που τόσο αγαπούσε, όταν
σκοτώθηκε ένδοξα στο Δρίσκο της Ηπείρου, πολεμώντας στην πολιορκία των Ιωαννίνων
σαν Γαριβαλδινός.
Για να αποδείξει έτσι
ότι πραγματική ζωή είναι μόνο η θυσιαστική.
Η προσφορά του
ποιητικού σώματος στον κάθε είδους καλόν αγώνα.
Γιώργος Χ. Μπαλούρδος
Πρώτη δημοσίευση,
εφημερίδα Εξόρμηση 24
Φεβρουαρίου 1991.
ΛΟΡΕΝΤΣΟΣ ΜΑΒΙΛΗΣ
«Τα ποιήματα»,
εκδόσεις, Ίδρυμα Κώστα
και Ελένης Ουράνη,-Αθήνα 1990, σελίδες 234.
ΘΑΡΡΑΛΕΟΣ ΣΤΗ ΖΩΗ ΚΑΙ ΤΗΝ ΠΟΙΗΣΗ
Στη σειρά Νεοελληνική
Βιβλιοθήκη που εκδίδεται με τη γενική φιλολογική εποπτεία του καθηγητή
Απόστολου Σαχίνη, ανάμεσα στα άλλα, αξιόλογα και καλαίσθητα βιβλία περιλαμβάνεται
και αυτό του ποιητή Λορέντσου Μαβίλη με την φιλολογική και τυπογραφική
επιμέλεια του Γιώργου Αλισανδράτου.
Στον παρόντα τόμο,
δημοσιεύονται 56 σονέτα, 44 άλλα ποιήματα, και 15 επιγράμματα. Καθώς, και μια
εκτενέστατη και διαφωτιστική εισαγωγή του επιμελητή για την ποίηση του
πατριδολάτρη ποιητή, επίσης, επιλογή βιβλιογραφίας για την ζωή και το έργο του,
βοηθητικό γλωσσάρι με τους Επτανησιακούς ιδιωματισμούς, και, τον ιστορικό λόγο
του, στην δεύτερη (Β) Αναθεωρητική Βουλή στις 16 Φεβρουαρίου 1911, όταν επί
πρωθυπουργίας Ελευθερίου Βενιζέλου, συζητιόταν το άρθρο 107 του Συντάγματος που
αφορούσε το γλωσσικό ζήτημα.
Στην παρούσα έκδοση,
δεν περιλαμβάνονται οι ημιτελής μεταφραστικές του προσπάθειες όπως: του μεγάλου
Ινδικού Έπους Μαχαμπαράτα, του Άγγλου ποιητή Β. Σέλλευ, του Λατίνου Μάρων
Πόπλιου Βιργιλίου, του Γερμανού Βόλφγκανγκ Γκαίτε και άλλων σπουδαίων ποιητών
που ο Επτανήσιος δημιουργός έχει μεταφράσει με αρκετή αγάπη και φροντίδα.
Ο Λορέντσος Μαβίλης,
είναι ίσως ο σημαντικότερος κρίκος μετά τον Διονύσιο Σολωμό στην ιστορία της
Ιόνιας ποιητικής παράδοσης.
Ο Διονύσιος Σολωμός,
στάθηκε ο πατριάρχης της σχολής και ο ανανεωτής της Ελληνικής ποίησης.
Όλοι, άλλος λιγότερο
άλλος περισσότερο, οι μεταγενέστεροι Έλληνες ποιητές προσπάθησαν να μιμηθούν
τον τρόπο που χρησιμοποίησε την γλώσσα, την δεξιοτεχνία του ύφους του, την
τεχνική στιχουργική του επεξεργασία, την εικονοπλαστική του τεχνική, και όλοι,
φωτίστηκαν, από το Αναστάσιμο φως που, ο Σολωμός εμπλούτισε το ποιητικό του
όραμα. Αυτό το Ανέσπερο φως που αναβρύζει από τους θείους κτύπους της ποιητικής
ψυχής του ανθρώπου.
Η ημιτελής προσπάθεια
του Σολωμού, επανένωσε και πάλι μέσα στην κατακερματισμένη μας συνείδηση, τις
δύο κυρίες ιδιότητες του φωτισμένου ανθρώπου. Αυτή του Ποιητή με εκείνη του
Προφήτη.
(Οι Έλληνες, στην
ιστορική τους πορεία πάντοτε σέβονταν αυτήν την διπλή ιδιότητα του χαρισματικού
προσώπου. Άγιος και Ποιητής ταυτίζονταν μέσα στην συνείδησή τους), προσπάθεια,
που με διαφορετικό τρόπο και άλλα συγγραφικά μέσα, επεδίωξε και ο συγγραφέας
Νίκος Καζαντζάκης.
Και, ισχύει πιστεύω,
παραλλαγμένος ο λόγος του νηπτικού εκκλησιαστικού συγγραφέα Νικολάου Καβάσιλα. Ο
Ποιητής, πρέπει να οικειωθεί τον υπέρ του ανθρώπου αγώνα.
Θα πρόσθετα εν
συντομία, ότι, οι μελετητές δεν έχουν προσέξει όσο θα έπρεπε τις ορθόδοξες
επιρροές του Νίκου Καζαντζάκη. Αν διαβαστεί κάτω από μια άλλη προοπτική η «Περί
της εν Χριστώ ζωής» του Νικολάου Καβάσιλα, και μελετηθεί προσεκτικά το πρόσωπο
του Χριστού στο σύνολο έργο του Καζαντζάκη, θα κατανοήσουμε με ενδιαφέρον το τι
επεδίωκε και το τι έπραξε μέσα στο έργο του ο Καζαντζάκης ο Κρης.
Πάνω στα χνάρια της
Σολωμικής παράδοσης, περπάτησαν και άλλοι Επτανήσιου ποιητές, όπως: ο
Κερκυραίος ποιητής και μεταφραστής Ιάκωβος Πολυλάς, ο Κεφαλλονίτης Γεράσιμος
Μαρκοράς ο οποίος είναι μάλλον η γέφυρα μεταξύ της πρώτης φουρνιάς της
Σολωμικής σχολής με την δεύτερη, ο επίσης Κερκυραίος αντιρρητικός δοκιμιογράφος
και κειμενογράφος Νικόλαος Κονεμένος, ο Λορέντσος Μαβίλης, ο Κεφαλλήνας μάλλον
ελάσσων Ιούλιος Τυπάλδος, ο επικολυρικός και πολιτικός ποιητής Αριστοτέλης Βαλαωρίτης
και αρκετοί άλλοι, της γνωστής πλέον και καταξιωμένης Επτανησιακής Σχολής.
Μεγάλος κανονάρχης της
τέχνης του Σονέτου, υπήρξε και ο Ιταλός ουμανιστής Φραντσέσκο Πετράρχης.
Εδώ σημειώνουμε, ότι
τα πρώτα σονέτα της Νεοελληνικής λογοτεχνίας συναντώνται στην Κυπριακή συλλογή
του 16ου αιώνα. Και, όπως γράφει στο αξιομνημόνευτο μελέτημά της η
Θέμις Σιαπκάρα Πιτσιλλίδου, «Ο Πετραρχισμός στην Κύπρο-Ρίμες Αγάπης», στην
Κυπριακή αυτή συλλογή έχουμε τις πρώτες γνήσιες οκτάβες, τις πρώτες terze rime,
τις πρώτες εξάστιχες στροφές, τα πρώτα ποιήματα σε τετράστιχες στροφές…
Ο Λορέντσος Μαβίλης
όμως, έχει διαφοροποιηθεί από τον πρώτο κορυφαίο, δηλαδή τον Σολωμό. Στο έργο
του, χάνεται η εξαύλωση του Σολωμικού οράματος, αντί του ιδανικού οράματος
έχουμε έναν μελαγχολικό λυρισμό και μια στωική απαισιοδοξία. Τόσο στα Ωδάρια,
«τα παρ’ Ιταλοίς λεγόμενα σονέτα», όπως θα έγραφε και ο Φραγκίσκος Κολομπής στα
«Άνθη Ευλαβείας», όσο και στα ποιήματα του Λορέντσου Μαβίλη, διακρίνουμε έντονα
τους όχι και τόσο μυστικούς απόηχους μιας πεισιθάνατης αγωνίας, μιας πυρετώδους
υπαρξιακής αμφιβολίας. Η ποίηση του Μαβίλη βρίσκεται στον αντίποδα της
Σολωμικής χωρίς να παύει να αντικατοπτρίζει την αληθινή όψη της ζωής.
Ο γεραρός Κωστής
Παλαμάς, στον πρόλογο των δεκατετράστιχων του γράφει για τον Σκακιστή ποιητή:
«Ανταμώνονται στα ωραιότερα του σονέτα μια επιμελημένη και στα ελάχιστα
φροντίδα με μια θερμότατη στη σύλληψη πνοή για να δείξουν, ακόμα μια φορά πως
τεχνική δεξιοσύνη και καθαρή ποίηση ένα είναι…».
Την ποίηση του
Λορέντσου Μαβίλη την διακρίνει μια αρχοντική ευαισθησία, μια συγκρατημένη φλόγα
από έντονους κρυφούς έρωτές του, μια έντονη και ευδιάκριτη πατριδολατρία, μια
άδολη νότα αυταπάρνησης, ένας διδακτικός ρομαντικός τόνος.
«Όμως στο μεγαλύτερο
μέρος της έχει έναν πεσιμιστικό χαρακτήρα που πολλές φορές γίνεται εντονότατος
και καταντάει ύμνος προς τον θάνατο». σημειώνει στην εισαγωγή του για τα σονέτα
σε έκδοση του 1943; ο Γεράσιμος Σπαταλάς.
Ό έντονος φιλοσοφικός
στοχασμός του Μαβίλη, ο ηθικός του ιδεαλισμός, όπως τον συναντάμε στον Γερμανό
ιδεαλιστή φιλόσοφο Γιόχαν Γκότλιμ Φίχτε, αλλά και στον επίσης Γερμανό φιλόσοφο
εκπρόσωπο της μεταφυσικής βούλησης και της απαισιοδοξίας Αρθούρο
Σοπενχάουερ-σπουδαστές και οι δύο της Καντιανής φιλοσοφίας-διαποτίζει την
ποιητική έκφραση της σύνολης δημιουργίας του, καθορίζει τους υφολογικούς του
τρόπους, και συμβάλλει στην φανέρωση της ουσίας της καθ’ εαυτής, ενώ συγχρόνως,
στέκεται παραστάτης στον συνειδητό της ποίησης αναγνώστη στην προσπάθειά του να
ανυψώσει τις πνευματικές του αντένες, ώστε να κατανοήσει και να βιώσει όσον το
δυνατόν περισσότερες από τις διαστάσεις της ποιητικής του σύνθεσης.
Ο «λανθάνων»
πεσιμισμός που διέπει το έργο του, είναι θα γράφαμε εσωτερικός, επικαλύπτεται
από μια επιφανειακή ηρεμία στην έκφρασή του, στην ορθότερη αποτύπωση των
εικόνων του, στην ανασύνθεση των «ιδεοτύπων» του, και στην καλύτερη καταγραφή
των προσωπικών του συναισθημάτων, καθώς, και σε αυτόν τον τόσο χαρακτηριστικό ρυθμικό
παλμό των σονέτων του αριστοκράτη ποιητή με τον αμφιλαφή ηρωισμό του.
(Χρησιμοποιώ τον όρο αμφιλαφή έχοντας υπόψη μου την μάλλον άδικη και πικρόχολη
κρίση του Μιχάλη Περάνθη για τον ποιητή και το έργο του στο γνωστό περιοδικό
Νέα Εστία, Χριστούγεννα 1960).
Η αμφήριστος ηρεμία
του όμως διασπάται από τα αγωνιώδη ερωτήματα που η σταθερή, μεθοδική παρείσφρηση
του στοιχείου της αμφισημίας τόσο έντονα δημιουργεί. Με τον τρόπο αυτόν ο
εσωτερικός δυναμισμός της ποιητικής δημιουργίας εντείνεται αντί να μειώνεται.
Έτσι στο έργο του ποιητή η σύγκρουση των αντιθέτων θεωριών-στάσεων ζωής,
υποδηλώνεται χωρίς να επέρχεται ενεργώς, και, επιτυγχάνεται παράλληλα και η
απαραίτητη προσχεδιασμένη αρμονική ισορροπία.
Θα γράφαμε ότι η
πεσιμιστική φιλοσοφία των Γερμανών διανοουμένων που ο Μαβίλης γνώρισε από κοντά
κατά την διάρκεια των σπουδών του, επενδύεται την υφαντουργό εσθήτα του
ποιητικού του λόγου.
Και μάλλον εύκολα
διακρίνει κανείς, ότι το αρνητικό στοιχείο στην ποίηση του Μαβίλη-αυτό που ο
ίδιος αποκαλεί:
Το τίποτε… σελίδα 66,
Είδωλα ‘ναι οι χαρές… σελίδα 83, ή Τον αγαπά ο Θεός πεθνήσκει νέος. Μην ξυπνάς
είμαι ο θάνατος ο ωραίος σελίδα 99, που μας θυμίζει την γνωστή ρήση του
Μένανδρου, του τελειωτή της Αττικής Κωμωδίας: «Ον οι Θεοί φιλούσιν αποθνήσκει νέος» (Μένανδρος, Κωμωδίαι, εκδόσεις Ζαχαρόπουλος
χ.χ. αριθμός 60), τα ποιήματα των σελίδων 142, 158, και άλλων…, αποτελεί τον
καθοριστικό παράγοντα στην εκφορά του προσωπικού του οράματος, χωρίς ωστόσο να
φτάνει στο σημείο να ανατρέψει την ομορφιά της ποιητικής του ανάσας και την
ατομική του επιλογή για δράση και ανδραγαθήματα.
Η ζωή στον Μαβίλη
είναι ένα μπερδεμένο αλφάβητο που ο ποιητής προσπαθεί να βάλει σε τάξη. Περισσότερο
μάλλον με την τολμηρή και θαρραλέα του στάση απέναντι στα πολιτικά και πολεμικά
γεγονότα της εποχής του και «λιγότερο» με το συγγραφικό του έργο.
Ο Λορέντσος Μαβίλης
συνταίριαξε το «δραν» της καρδιάς με το «αμύνεσθαι περί πάτρης».
Ο Θιακός πατριώτης
ποιητής αλληλογραφεί με τον Θάνατο καθόλη την διάρκεια του βίου του. Μόνο που
τα γράμματα παραμένουν ερμητικά κλειστά.
Ο σκοτεινοδόξαρος παραλήπτης
του θα αποφασίσει να του απαντήσει τελικά στις 28 Νοεμβρίου του 1912, όταν ο
ανδρείος ποιητής θα προσφέρει την ζωή του στην Ελλάδα που τόσο αγαπούσε, όταν
σκοτώθηκε ένδοξα στο Δρίσκο της Ηπείρου, πολεμώντας στην πολιορκία των Ιωαννίνων
σαν Γαριβαλδινός.
Για να αποδείξει έτσι
ότι πραγματική ζωή είναι μόνο η θυσιαστική.
Η προσφορά του
ποιητικού σώματος στον κάθε είδους καλόν αγώνα.
Γιώργος Χ. Μπαλούρδος
Πρώτη δημοσίευση,
εφημερίδα Εξόρμηση 24
Φεβρουαρίου 1991.
Πειραιάς 7 Σεπτεμβρίου
2013.
Πειραιάς 7 Σεπτεμβρίου
2013.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου