Μοναχού Νικόδημου
«Το χρώμα των αιώνων»,
(Ποιήματα), εκδόσεις Νέα Σύνορα-Λιβάνη, Αθήνα 1982.
Ορθοδοξείν εστί το αεί
σχοινοβατείν, γράφει ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος.
Και αυτό το ανεμοζύγιασμα της
ψυχής ανάμεσα στον ίλιγγο της αβεβαιότητας και τον τρόμο της αναστάσιμης
προσδοκίας, βιώνουν καθημερινά οι πραγματικοί μοναχοί του αγιοτρόφου Άθω. Με
την σερπετή σιωπή και τον λιτό τρόπο ζωής τους αγωνίζονται να μην σπιλώσουν τον
χιτώνα της σαρκός τους, ούτε να αμαυρώσουν το κάλλος της ψυχής τους. Είναι τα
ουρανοδόξαρα άτομα που τάχθηκαν από την Ελεόσσοον Θεοτόκο να φυλάν τον μεγάλο
Στόχο. Αλλά, συγχρόνως συναποτελούν και τους σιωπηλούς μήστωρες μιας πανάρχαιας
Ελληνικής παράδοσης. Μια παράδοση που, αφετηρία της έχει τους πρώτους Ορφικούς
Ύμνους, και πέρα μάλλον τον τελευταίο μύστη-ποιητή, τον Οδυσσέα Ελύτη.
Και ποιητής, είναι, ο
ενσυνείδητος μοναχός, όπως κοσμοκαλόγερος είναι, ο αυθεντικός ποιητής. Ο κατά
χάριν Θεός. Ο ποιητής-άγιος, δεν αποκόπτεται από την τύρβη του Κόσμου και τις
παραδόσεις του. Ούτε πάλι ενεργεί σαν αυτονομημένο από την Κοινωνία άτομο,
(μονάδα-άτομο), το οποίο τοιχογραφεί την ατομική του μόνο πορεία μέσα στον
χρόνο και την ιστορία, αλλά, είναι μια ψυχομαχούσα ζωγραφιά, ένα πρόσωπο με τις
ρυτίδες του Θανάτου χαραγμένες πάνω στην σάρκα του, που αγωνίζεται να βιώσει και
να μας καταστήσει κοινωνούς της ποιητικής θεολογίας του προσώπου, καθώς και
«την ανταμοιβή του αληθινού καημού και της αληθινής αγάπης». Ο μοναχός ποιητής
ζει σαν ένα έργο, που εμπεριέχει την αθανασία (του).
Έτσι, δεν προκαλεί έκπληξη το
ποιητικό έργο του μοναχού Νικόδημου.
Ακολουθεί τα χνάρια μιας πορείας
που άνοιξαν πριν από αυτόν δεκάδες ομόφρονες συνοδοιπόροι του. Όπως, ο
Λαυριώτης Ευθύμιος ο Τραπεζούντιος, ο Καισάρειος ο Ξηροποταμηνός, ο Κύριλλος ο
Λαυριώτης, ο Νικόδημος ο Αγιορείτης ο Νάξιος, ο Αθανάσιος ο Πάριος, και αρκετοί
άλλοι, έως τους σύγχρονους μας λόγιους μοναχούς, που συνεχίζουν την εύχυμη αγιορείτικη
ποιητική παράδοση.
Τους συγγραφείς μοναχούς: Μωυσή
(πολυγραφότατος ον), τον Ανδρέα (με το αγιορείτικο γεροντικό του), τον Συμεών
τον Σταυρονικητιανό, τον Βασίλειο τον Γοντικάκη επίσης της μονής Σταυρονικήτα,
(με το εξαιρετικό «Εισοδικό» του), τον Νεόφυτο, τον Συμεών, τους Γρηγοριάτες
και πολλούς άλλους, οι οποίοι εκτός του ψυχικού τους διακονήματος, ασχολούνται
και με την συγγραφή ποιητικών ή πεζών κειμένων και άλλων ερευνητικών εργασιών,
άλλοτε με ευστοχία και άλλοτε όχι που αφορούν συνηθέστερα την ιστορία του αγίου
Όρους, ή τους βίους γερόντων.
«Το χρώμα των αιώνων» (Τριλογία),
εκδόθηκε για πρώτη φορά από το γνωστό πνευματικό κέντρο «Ώρα» (του Μπαχαριάν,
στο Σύνταγμα στην Αθήνα). Ένας πνευματικός χώρος ο οποίος είχε μεγάλη παράδοση
τόσο στην παραγωγή αξιόλογων εκδόσεων (δες το ετήσιο Χρονικό του), όσο και στην
διοργάνωση σημαντικών εικαστικών εκθέσεων και άλλων πολιτιστικών εκδηλώσεων για
μεγάλο χρονικό διάστημα με πολύ αξιόλογους συνεργάτες.
Τον ίδιο Πολιτιστικό Χώρο-Κέντρο,
επέλεξε ο ποιητής μοναχός και αγιογράφος και για την δεύτερη ατομική του έκθεση
ζωγραφικής.
Η καλλιτεχνική του ευαισθησία,
καθώς και η ατομική του διαίσθηση, δεν τον οδήγησε μόνο προς τον σκληρόν αγώνα
του μοναχισμού, αλλά του εμφύσησε και την αγάπη του προς τα εικαστικά και την
δημιουργική αγιογραφία. Μάλλον για να επαληθεύσει, το γνωστό απόφθεγμα, «εκ του
οράν τίκτεται το εράν».
Η δομή της συλλογής παραμένει η
ίδια και στις δύο εκδόσεις, συμπληρώνεται όμως, από δύο ποιήματα, καθώς και ένα
επίμετρο του μοναχού ποιητή, που αναλύει τον αφετηριακό φιλοσοφικό στοχασμό του
ο οποίος προστίθεται στο τέλος του βιβλίου, και, επίσης ένα λυρικότατο και
πλήρης ευαισθησίας κείμενο που προτάσσεται αντί προλόγου του ποιητή και
συγγραφέα Ματθαίου Μουντέ του Χίου, το οποίο αναφέρεται στην μαρτυρική ιερουργό
οδοιπορία των μοναχών, και στην κατανυκτική ποίηση της νύχτας.
«Το χρώμα των αιώνων», είναι
μάλλον μια ποίηση οντολογική. Μας δίνει την εντύπωση ότι είναι μια φιλοσοφική
ποίηση κλεισμένη στον εαυτό της, θέλει προσπάθεια για να θραύσεις τους αρμούς
της. Ο ποιητής στέκει γυμνός μέσα στην στέρηση και πυρπολείται από την θεία
μόνωσή του. «Σκληρά με δοκίμασε η Θεότητα» γράφει στην σελίδα 13. Όμως, αυτή η
απύθμενη τραγικότητα της ύπαρξής του είναι ταυτόχρονα και η ευτυχία του. Η ψυχή
του στενάζει τόσο, όσο της χρειάζεται για να ειρηνεύσει. Αν και οι λέξεις του πολλές φορές δεν
ακολουθούν τον στοχασμό του, αλλά, ο στοχασμός του εγκλωβίζεται μέσα στις
αφυδατωμένες από λυρισμό λέξεις του. Έτσι όμως δημιουργείται μια ατμόσφαιρα
στον αναγνώστη που πολλές φορές τείνει προς την εννοιολογική ερμηνεία των
καταστάσεων που ζει το ποιητικό υποκείμενο μάλλον παρά προς την συγκινησιακή. Ο
ποιητής γνωρίζει ότι οφείλει να ακολουθήσει την ατραπό για το πουθενά, αν θέλει
να αποσφραγίσει το μυστήριο του Λόγου, δηλαδή της όντως καλλιτεχνικής
δημιουργίας. Αν θέλει να πει: «Γεννηθήτω νέος ουρανός και εγένετο γη» σελίδα
50.
Ο ποιητικός του λόγος φτάνει στα
όριά του, γιατί, ο αληθινός ,ποιητής δεν αναζητά μια κώχη να κρύψει τις φοβίες
του, αλλά βαδίζει πάνω στο τεντωμένο νήμα της καταστροφής. « Εσύ είσαι το
τέρμα. Η έρημος μόνη. Στ΄ ακρότατα φτάνεις σημεία της τρέλας, όπου η αγρύπνια
ματώνει τη μέρα. Η τρέλα αγρυπνά και φυλάει το έαρ» σημειώνει στην σελίδα 75.
Ο ίδιος ο μοναχός ανήκει στους
έρωτι θείου πνεύματι τρωθέντες.
Γράφει στην Φιλοκαλία των ιερών
Νηπτικών ο μεγάλος ασκητής της ερήμου Μέγας Αντώνιος: «Μόνον ο άνθρωπος είναι
δυνατόν να δεχθεί τον Θεό. Επειδή μόνον στον άνθρωπο μιλά ο Θεός, τη νύχτα με
όνειρα, την ημέρα με τον νου. Και με όλα τα μέσα προλέγει και προμηνύει τα
μέλλοντα αγαθά σε εκείνους τους ανθρώπους που είναι άξιοί Του».
Ορισμένα ποιήματα της συλλογής
καλλιεργούν στον αναγνώστη μια εφιαλτική ατμόσφαιρα, αναδύουν μια αίσθηση θανάτου,
που, αν και έχουν αφετηρία τους την ζωοποιό φαντασία του ποιητή, δεν παύουν να
αποτελούν μέρος της πραγματικότητας. «Ευωδίασαν οξείδιο νεκρών και καταχθόνιο
χάραξαν αυλάκι σ’ αδιέξοδο δειλινών» αναφέρει στην σελίδα 44. και «Αλλά ο
θάνατος έρχεται αργά στο διαλυτήριο των ψυχών…» σελίδα 28, και αλλού, «Θάνατος,
η μετά πάθους αυτογνωσία του Πνεύματος» σελίδα 71.
Ο ποιητής και ο μοναχός,
γνωρίζουν καλά την ρήση: «Όταν ειδέναι θέλεις σεαυτόν όστις ει έμβλεψον εις τα
μνήμαθ’ ως οδοιπορείς».
Αν η όλη ποιητική σύνθεση
κινείται σε μία περιρρέουσα εφιαλτική ορισμένες φορές ατμόσφαιρα, αυτό
οφείλεται στο ότι, οι καταστάσεις του νου που περιγράφει με ενάργεια ο μοναχός
Νικόδημος, αποτελούν προέκταση της δικής μας κατακερματισμένης ζωής.
Αντανακλούν τον δικόν μας αποξενωμένο από κάθε συναίσθημα κόσμο. Η οδύνη του
λόγου του καταγράφει την οδύνη του αυτονομημένου από τον συνάνθρωπό του, και
κατ’ επέκταση από τον Θεό σύγχρονο άνθρωπο. Ο προσωπικός του λόγος είναι ο
καθρέπτης των προσωπικών μας ψυχικών καταστάσεων. Μια και ο ποιητής, είναι, ο εκφορέας των
δικών μας αδιεξόδων, των ατομικών μας αστοχιών, της δικής μας Μνήμης Θανάτου.
Άλλοτε πάλι με νοσταλγικό ύφος μας κάνει γνωστή την μέσα μας έρημο και την
παραγομένη αγωνία αν θελήσουμε να την ερευνήσουμε. Ο λόγος του, είναι ένας
τραγικός τρόπος να ειπωθεί η αλήθεια του κόσμου, για εμάς που είμαστε
κυριευμένοι από μια συγκαλυπτική κυρίαρχη νοοτροπία ευταξίας και αυτάρκειας,
και, χανόμαστε μέσα στην αμνησία του προφορικού ή του γραπτού λόγου μας.
Παραγνωρίζοντας ότι η ποιητική αίσθηση είναι αυτή που δημιούργησε τον Κόσμο και
όχι η λογική. Η λογική τον ερμηνεύει, η λογική οικοδομεί πολιτισμό, η λογική
τροφοδοτεί την ιστορία.
Ένα ποιητικό εκχύλισμα αγωνίας
και τραγικότητας, ένα έντονο αίσθημα ανθρωπισμού πλημμυρίζει τα μάλλον
υπερρεαλιστικά ποιήματα του μοναχού Νικόδημου.
Είναι μια ποίηση που στοχάζεται
μαζί με τον άνθρωπο, που συνοδοιπορεί μαζί με τις αγωνίες του και όχι πάνω σε
αυτόν και τα προβλήματά του. Και φυσικά ευδιάκριτο είναι, ότι η βελόνα της
πυξίδας του βιωματικού στοχασμού του είναι στραμμένη τόσο προς τον Άνθρωπο όσο
και προς τον Θεό.
΄Η όπως ο ίδιος πάλι
γράφει:
«Ο
άνθρωπος τείνει προς την θέωση για να συμμετάσχει στην αγάπη και την αιωνιότητα
της Ουσίας. Άνθρωπος θνητός είναι και πεπερασμένος θεός. Θεός είναι άνθρωπος
άπειρος και αθάνατος».
Γιώργος
Χ. Μπαλούρδος
Πρώτη
δημοσίευση,
περιοδικό
«Πολιτιστική Πράξη» τεύχος 12/ Μάρτιος 1993, σελίδες 59-60, που εξέδιδε στον
Πειραιά ο Νίκος Κουκολιάς.
Πειραιάς
25 Σεπτεμβρίου 2013.
Υ. Γ.
Το περιοδικό «Πολιτιστική Πράξη», που εξέδωσε για σχεδόν λίγα αντίτυπα ο Νίκος
Κουκολιάς, είναι αν όχι το μοναδικό, πάντως από τα πιο ενδιαφέροντα λογοτεχνικά
και πολιτιστικά περιοδικά που εκδόθηκαν στον Πειραιά την περίοδο αυτή. Υπήρξε
μια ιδιωτική πρωτοβουλία και το πείσμα ενός καθημερινού Πειραιώτη, ο οποίος
ασχολείτο με τα κοινά της πόλης, και θέλησε μια κάποια στιγμή έχοντας την μικρή
του επιχείρηση να εκδώσει και ένα περιοδικό. Η προσπάθειά του σε σχέση με άλλα
περιοδικά Σωματείων και Συνδέσμων του Πειραιά υπήρξε αξιέπαινη και καθόλα ουσιαστική
με σοβαρά κείμενα και θέσεις.
Δυστυχώς
όμως, παρότι το περιοδικό δινόταν δωρεάν και στα σχολεία του Πειραιά, από ένα
σημείο και έπειτα ο εκδότης θέλησε να πολιτικολογήσει στο κύριο άρθρο του. Αυτό
όπως ήταν φυσικό έφερε αντιδράσεις, και ιδιαίτερα από διευθυντές σχολείων.
Θυμάμαι, στο τελευταίο τεύχος του περιοδικού όταν προσπάθησα με τις ισχνές μου
δυνάμεις να αποτρέψω τον Νίκο τον Κουκολιά, να αποφύγει την πολιτικολογία ή τις
άμεσες αιχμές εναντίον της τότε Κυβέρνησης εφόσον το περιοδικό πήγαινε και μέσα
στα σχολεία, και δεν ήταν πολιτικό αλλά λογοτεχνικό περιοδικό, εκείνος πείσμωσε
με τους αρμοδίους του Υπουργείου Παιδείας και δεν ήθελε να ακούσει τίποτα. Έτσι
το ενδιαφέρον αυτό περιοδικό για τα λογοτεχνικά πράγματα του Πειραιά, μιας
πόλης που είχε αρχίσει σιγά-σιγά να βαλτώνει μέσα στην οικονομική και
πνευματική απραξία, είχε άδοξο τέλος, σταμάτησε από πείσμα του εκδότη του. Όπως
γίνεται πάντοτε στην Ελλάδα, οι Έλληνες δεν μπορούν να καταλάβουν την διαφορά
και τα όρια ανάμεσα στη Τέχνη γενικότερα και στην Πολιτική. Το περιοδικό
έκλεισε και ο Πειραιάς ξαναγύρισε στην γνωστή πνευματική του μούχλα που τόσες
δεκαετίες σκεπάζει την πόλη. Κρίμα. Η γενιά μου, έχασε την ευκαιρία να έχει ένα
ανεξάρτητο και ακηδεμόνευτο περιοδικό που θα δημοσίευε κείμενα ευρύτερου
ενδιαφέροντος και προβληματισμού. Πέρα από τα γνωστά αγράμματα γεσμενάκια που
κυκλοφορούν ακόμα στην πόλη σαν παραγνωρισμένες μεγαλοφυΐες, επειδή έτυχε να
δημοσιεύσουν ένα ποιηματάκι τους σε κάποιο τοπικό έντυπο ή έγιναν μέλος σε
κάποιο πνευματικό σωματείο. Και όσοι από τότε, έκρουαν τον κώδωνα της
επερχόμενης διάλυσης και της πνευματικής και καλλιτεχνικής πτώχευσης,
λοιδορούνταν και υβρίζονταν και τους κρατούσαν στο περιθώριο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου