Κυριακή 28 Σεπτεμβρίου 2014

περιοδικό ΚΑΜΠΥΛΗ

                                                Καμπύλη
                                  έκδοση τέχνης

          Ένα άλλο προκλητικό για την θεματολογία του περιοδικό, με καθαρές ομοφυλόφιλες αναφορές που κυκλοφόρησε τα επαναστατικά για την Ελλάδα εκείνα χρόνια υπήρξε και η «καμπύλη».
Η «καμπύλη» κυκλοφόρησε το πρώτο της τεύχος τον Απρίλη του 1978. Η τιμή της με το μολύβι γραμμένη στο οπισθόφυλλο ήταν 30 τότε δραχμές. Η «καμπύλη», υπήρξε μια προσωπική έκδοση μερικών ατόμων όπως μου είχε πει για την έκδοσή της ο αείμνηστος ποιητής-μεταφραστής και καθηγητής της Αγγλικής γλώσσας Πειραιώτης Ανδρέας Αγγελάκης, ήταν το μεράκι της ομάδας του ΑΚΟΕ και του περιοδικού του, του περιβόητου «Αμφί» που κυκλοφόρησε το πρώτο του τεύχος την Άνοιξη του 1978, την ίδια χρονιά με την «καμπύλη». Δυστυχώς μετά από τόσα χρόνια, δεν θυμάμαι πιο από τα δύο αυτά περιοδικά εκδόθηκε πρώτο, πάντως, η τιμή και οι συντελεστές και των δύο ήσαν οι ίδιοι, ήταν ο πρώτος αυτός πυρήνας ευαίσθητων, δραστήριων, υποψιασμένων και μορφωμένων ανθρώπων που αποφάσιζαν ομού να κάνουν την σεξουαλική τους επανάσταση ενάντια σε μια άκρως συντηρητική και οπισθοδρομική κοινωνία της εποχής τους. Όπως έχω ξαναγράψει και για άλλα περιοδικά, η εποχή αυτή αναζητούσε καινούργιους πρωτόγνωρους τρόπους έκφρασης, οι καλλιτεχνικές εκδηλώσεις ήσαν πάμπολλες και ποικίλες, η εκδοτική παραγωγή συναγωνίζονταν θα γράφαμε την εμπορική παραγωγή της χώρας, περιοδικά, βιβλία, εφημερίδες, μικρές μπροσούρες, εφημερίδες ανακοινώσεις στους τοίχους, προκηρύξεις, ομιλίες, διαλέξεις, κινηματογραφικές προβολές, θεατρικές παραστάσεις, μοντέρνες εικαστικές προτάσεις, πολλές μα πάρα πολλές μουσικές εκδηλώσεις των μεγάλων σταδίων και των πλατειών, επαναστατικές πολιτικές ομιλίες, διαδηλώσεις, ατέλειωτες πορείες, ατέλειωτα ξεσολιάσματα παπουτσιών, κοκορομαχίες μεταξύ των πολιτικών ομάδων και πολλά ντου στα τότε όργανα της τάξης. Η Ελλάδα βρίσκονταν σε έναν διαρκή αναβρασμό πολιτικό, καλλιτεχνικό, κοινωνικό. Ήταν η εποχές που ο καθένας ξεχωριστά και όλοι μαζί σαν χώρα αναζητούσαμε να ανακαλύψουμε την ταυτότητά μας, να την φέρουμε στην επιφάνεια και να την προβάλλουμε και στους άλλους γύρω μας, η χώρα μας, αυτή την περίοδο ζούσε ένα σχεδόν καθημερινό επαναστατικό πανηγύρι, μια ολόκληρη χώρα αναζητούσε τους τρόπους να ενταχθεί στις προηγμένες χώρες της Ευρώπης, να απολαύσει τα διάφορα και σε πολλούς τομείς αγαθά των ανεπτυγμένων δυτικοευρωπαϊκών κρατών και να αφήσει πίσω της ένα βάναυσο στρατιωτικό παρελθόν και μια κοινωνία κλειστή, απομονωμένη, συντηρητική και σίγουρα βραδυκίνητη. Όλοι όσοι άνηκαν στην λεγομένη δημοκρατική παράταξη-την κεντροαριστερά-είχαμε αρχίσει να συνειδητοποιούμε ότι ο ανατολικός κόσμος, ο κομμουνιστογενής είχε αρχίσει να τρίζει, βλέπαμε τις διάφορες ρωγμές των κλειστών, αυταρχικών και δικτατορικών αυτών συστημάτων και συνειδητοποιούσαμε ότι δεν υπάρχει πολιτική ελπίδα σωτηρίας από αυτά τα μοντέλα διακυβέρνησης, εξαίρεση αποτελούσαν οι δογματικοί οπαδοί τους που έβλεπαν ακόμα με τα γυαλιά της «ιδεοληψίας» τους, οι από εδώ, θέλαμε την αλλαγή και την ένταξή μας στην μεγάλη χοάνη των ανεπτυγμένων δυτικοευρωπαϊκών κρατών-των ανεπτυγμένων καπιταλιστικών κοινωνιών αν θέλετε- αυτή ήταν η πολιτική μας φιλοδοξία, μια Ελλάδα σύγχρονη, δημοκρατική, ανεπτυγμένη, απαλλαγμένη από την βαριά σκιά της εκκλησιαστικής τυπολατρίας, κοινωνικά ισότιμη για όλα τα μέλη της που θα απολάμβαναν τα οφέλη ενός κόσμου δικαιότερου και ανεκτικότερου, ενός κόσμου που θα σέβονταν την κάθε λογής διαφορετικότητα, μιας κοινωνίας που θα συνέθετε όλες τις ανομοιογένειες των μελών της σε μια κοινή πορεία ευρωπαϊκής σύγχρονης ανάπτυξης. Ο Πωλ Σουήζη ένας πολύ γνωστός κοινωνιολόγος και οικονομικός αναλυτής της εποχής που τα βιβλία του διαβάζονταν κατά κόρον, είχε πει αν θυμάμαι καλά ότι «καλύτερα οι σύγχρονες κοινωνίες να προσπαθήσουν να βελτιώσουν το καπιταλιστικό σύστημα και να του δώσουν ένα πιο ανθρώπινο και δικαιότερο πρόσωπο, παρά να καταλήξουν να ακολουθούν τα δικτατορικά και κλειστά καθεστώτα των ανατολικών χωρών» και δυστυχώς ή ευτυχώς, η ιστορία τον δικαίωσε. Ευτυχώς για την χώρα μας που σταθήκαμε από την από εδώ πλευρά όσο και αν φωνάζουν κάποιοι μπαχαλάκηδες της πολιτικής και της κοινωνίας, τα θετικά των δυτικών κοινωνιών χρησιμοποιούν σε όλους τους τομείς για να τις αμφισβητήσουν.
          Σε αυτή την πολύ ρευστή περίοδο η ομάδα που χειραφετήθηκε πρώτη και αποφάσισε να βγει στην επιφάνεια και να μιλήσει για τα προβλήματά της και να ζητήσει τα δικαιώματά της ήταν η μικρή αλλά δυναμική ομάδα του ΑΚΟΕ, του Απελευθερωτικού Ομοφυλοφιλικού Κινήματος Ελλάδας που για πρώτη ιστορικά στιγμή φανερώθηκε και διεκδίκησε την ισοτιμία και αυτοδιάθεση ερωτική των μελών της. Η ομάδα αυτή εκτός από το σημαντικό περιοδικό που εξέδωσε κυκλοφόρησε και το μικρών αυτών διαστάσεων περιοδικό.
          Η «καμπύλη» από όσο γνωρίζω, εκδόθηκε μία και μόνη φορά, πρώτο τεύχος Απρίλης του 1978. Οι διαστάσεις της ήσαν 13Χ20, σελίδες 32, δηλαδή σε δύο δεκαεξασέλιδα, τα κείμενα ήσαν στο πολυτονικό σύστημα της εποχής και, ήταν δεμένο με καρφίτσα. Το χρώμα του ήταν λευκό και τα στοιχεία του ήσαν στοιχεία τυπογραφείου, δεν έχει σελίδα περιεχομένων, δεν είχε εικόνες, φωτογραφίες ή διαφημίσεις, εκτός από ένα σχέδιο του εξωφύλλου, που ήταν παραχωρημένη όπως αναγράφεται στην μέσα σελίδα του εξωφύλλου: «το σχέδιο παραχωρήθηκε ευγενικά από τον Αντρέα Αγγελάκη που το χρησιμοποίησε στο βιβλίο του «ΚΥΟΦΟΡΙΑ», αναφέρεται στην γνωστή ποιητική συλλογή του Πειραιώτη ποιητή και παριστάνει δύο πρόσωπα γυμνά, έναν άντρα και μια γυναίκα που κοιτούν τα γεννητικά τους όργανα.
Στο λευκό εξώφυλλο αναγράφεται με μικρά μπολντ γράμματα σε μονοτονικό ο τίτλος του περιοδικού καμπυλη και ακριβώς από κάτω, εκδοση τέχνης, υπάρχει στη μέση το σχέδιο και στο κάτω μέρος της σελίδας αναγράφονται τευχος 1 και δίπλα απριλης 78, η σελιδαρίθμησή του είναι από το 3 έως το 31. Το οπισθόφυλλο είναι λευκό, στο μέσα του μέρος όμως αναγράφονται τα εξής:
Α.Α.
Λ. Θεοδωρακόπουλος
Ν. Παναγιωτόπουλος
Ν. Μουρατίδης
Τάκης Σπ.
ακριβώς από κάτω και προς τα δεξιά με μεγάλα μαύρα γράμματα αναφέρεται ο τίτλος του περιοδικού ΚΑΜΠΥΛΗ και από κάτω τα εξής στοιχεία:
εκδότης-διευθυντής Φατούρος Ν.
ασκληπιού 175, ττ. 705
εξώφυλλο: ε. τριάντη-χαλκιάς α.
εκτύπωση: φωτο πριντ εμμανουήλ μπενάκη 69α.
          Όπως βλέπουμε από τα ονόματα που αναγράφονται στην μέσα σελίδα του οπισθόφυλλου ανήκουν όλα στην πρώτη ομάδα του ΑΚΟΕ και του αντίστοιχου περιοδικού του. Ο Α. Α. είναι ο ποιητής και καθηγητής Ανδρέας Αγγελάκης, ο οποίος για τον φόβο των ιουδαίων τότε, αν και εργάζονταν στην ιδιωτική εκπαίδευση και ήταν γνωστός και καταξιωμένος ποιητής δεν έγραφε με το όνομά του, ούτε στο «Αμφί », αλλά με ψευδώνυμο. Ο άλλος είναι ο γνωστός σε όλους μας ποιητής και μεταφραστής Λουκάς Θεοδωρακόπουλος ο οποίος ήταν ένας από τους ιδρυτές του ΑΚΟΕ και της δημόσιας κίνησης με πολλούς προσωπικούς αγώνες στο ενεργητικό του. Ο άλλος είναι ο Ν. Παναγιωτόπουλος γνωστό στέλεχος και αυτός της ομάδας από τότε. Ο Νίκος Μουρατίδης είναι ο πλέον γνωστός μας άνθρωπος της τηλεόρασης και συγγραφέας και δραστήριος κοινωνικά μέχρι τις ημέρες μας. Τέλος ο Τάκης Σπ. Πρέπει να είναι ο επίσης γνωστός μας Πειραιώτης συγγραφέας και σκηνοθέτης Τάκης Σπετσιώτης που μας έδωσε κατόπιν θαυμάσια καλλιτεχνικά δείγματα της δουλειάς του, τόσο στον κινηματογράφο όσο και στις μελέτες του.
Αυτά είναι τα άτομα που συναπαρτίζουν την πρώτη αυτή εκδοτική ομάδα του περιοδικού «καμπυλη» που αξίζει να σημειωθεί, αν δεν κάνω λάθος τρία από τα άτομα αυτά είναι Πειραιώτες.
Ας ταξιδέψουμε τώρα μέσα στις σελίδες της και ας απολαύσουμε τα κείμενά της:
          Οι σελίδες αρχίζουν με ποιήματα του ποιητή Ανδρέα Αγγελάκη και είναι τα εξής:
ΔΥΟ ΟΝΕΙΡΑ
1
«Όνειρο φριχτό. Στην Αγγλία ίσως,
εγώ κι ένας άλλος (ποιος;) σε κτίριο καινούργιο
σκηνές αποτρόπαιες. Συμπλέγματα γεμάτα
μίσος, μορφές που ανεβοκατέβαιναν
τις σκάλες κι έμπαιναν
σε καμαράκια κρυφογελώντας, κρυφογνέφοντας.
Ένα είδος φίδι ιππόκαμπο σιχαμένο
στη γυαλάδα του έδινε ο ένας στον άλλο
φτύνοντας στο στόμα….»
2
Μέσα σε οικόπεδο με μποτίλιες, τσουκνίδες
και κονσερβοκούτια είδα στ’ όνειρό μου
πως κάποιος με παράσυρε…..»
ΠΑΡΑΚΛΗΣΗ
Χάιδεψε μου το χέρι, κλείσε τα μάτια σου/
και φαντάσου όποιον θέλεις, το φίλο σου/
το κορίτσι σου, πες ένα λόγο τρυφερό
απ’ αυτά που λέμε πάνω στην έξαψη
και μετά δε θυμόμαστε,…»
ΤΟΣΟ ΠΟΛΥ
Τόσο πολύ χαράχτηκες μ’ αίμα κρυσταλιασμένο/
στο μυαλό μου που κάθε καινούργιο/
σώμα στην αγκαλιά μου νομίζω πως είσαι συ./
Κι ο χρόνος περνάει-μέρες, μνήμες, βροχές
και συ δε λες να φύγεις απ’ τα πρόσωπα/
που βλέπω στο μισοσκόταδο, πίσω τους στέκεσαι/
βαριά κι αμίλητα. Στ’ όνειρό μου/
πάλι χτες σε είδα πάνω από βάραθρο/
να ζυγιάζεσαι./
και πίσω μια θάλασσα γεράκια τρώγανε/
το φεγγάρι/
και κάτω έχασκε γκρεμός με φίδια σφιχτοπλεγμένα/
κι ο άνεμος έφερνε κραυγές./
Σε χτίζω και σε γκρεμίζω με το σάλιο μου»
          Συγκλονιστικές εμπειρίες-όνειρα, του Πειραιώτη ποιητή Ανδρέα Αγγελάκη, που ακόμα και σήμερα που τα πράγματα έχουν αλλάξει και υπάρχει σχετική απελευθέρωση σε πολλά θέματα, σοκάρουν για την ωμότητά τους, την σκληράδα τους αλλά και την βαθειά τρυφερότητά τους. Σκηνές που θυμίζουν την αμερικάνικη ταινία «Ψωνιστήρι» με τον Άλ Πατσίνο.  Ποιήματα εμπειρίες ζωής που στοιχειώνουν την ύπαρξη κάθε μοναχικού ανθρώπου που ζητά την απόλυτη αφοσίωση στο πρόσωπο του άλλου, ζητά την χαμένης στοργή στο βλέμμα του άλλου, ζητά την παρηγοριά στο άγγιγμα ευαισθησία του άλλου που σπάνια το βρίσκει και ακόμα πιο σπάνια το απολαμβάνει. Ο Αγγελάκης μας έχει προσφέρει θαυμάσιους στίχους που λυγίζουν και την πιο απόλυτη σκληράδα μας, στίχους εμπειρίες ζωής και αίσθησης που βιώνουν τα άτομα που αναζητούν την παρηγοριά στο ίδιο τους το φύλλο. Πρόσωπα που παλεύουν να μην είναι πλάτη με πλάτη με τον άλλον αλλά πρόσωπο με πρόσωπο, στόμα με στόμα, χέρι με χέρι, ανάσα με ανάσα. Ποιήματα προκλητικά στον καιρό τους που έδιναν έναν άλλον τόνο στην σεμνότυφη ερωτική εικόνα της κοινωνίας, προκλητικά και σοκαριστηκά, αλλά πέρα για πέρα αληθινά και ανθρώπινα.
          Ακολουθεί κατόπιν ο Λουκάς Θεοδωρακόπουλος
με τα ποιήματα:
ΣΥΛΒΙΑ ΠΛΑΘ
                             IN MEMORIAM
«Αν μπορείς πές της όχι!/
Σ’ αρπάζει απ’ το λαιμό με νευρώδικα χέρια,/
σε τινάζει σα δέντρο, σε παραλύει. Ή καθισμένη/
βασιλικά, με τις πιέτες του φουστανιού της προσεχτικά/
διπλωμένες, προσηλωμένες στη διαφάνεια της κίνησής της,/
σου πετάει το μήλο. Κι εσύ δαγκάνεις αστόχαστα,/
το βοηθάς να κατέβει στον ισοφάγο σου, με γλυκείες
μπαλίτσες σάλιου, το διεκπεραιώνεις στην έρημη παραλία/
του στομαχιού σου,/
γεμάτη λέπια ψαριών και μουσικά όστρακα….».
Από τη συλλογή «Συστάδες»
Τα Κεφαλαία
«Εξόρισε τα κεφαλαία απ’ τα γραφτά του/
ξέροντας πως η ζωή συνεχίζεται μ’ εκείνα/
τα μικρά κι ασήμαντα πράγματα της κάθε/
μέρας. Έτσι κι ο θάνατος μοιάζει πιο/
συνεπής με τη φύση του και λιγότερο τρομερός./
Συγγενεύει με τα φυτά και με τον/
ασβέστη».
Τα Δέντρα
«Θα καταργήσω τον άνεμο και θα γίνω δέντρο./
Δεν φοβάμαι πια τίποτα. Ούτε/
κι εσύ. Θ’ ανθίζουμε και θα καρπίζουμε,/
ακίνητοι, ωραία φρούτα. Ίσως λιγάκι/
άνοστα, μα τι πειράζει;»
Οι Πέτρες
«Γέμισες το δωμάτιο πέτρες νομίζοντας/
πως μπορείς να σκοτώσεις τα μοχθηρά/
πουλιά και τα φίδια…»
Το Πουλί
«Έλα πουλί μου κάθησε σ’ αυτό το παράθυρο/  
Και μη ρωτάς γιατί ‘ ναι έτσι/
σκοτεινή αυτή η κάμαρη. Χτένισε το λοφίο/
σου, καθάρισε το ράμφος σου κι άφησε/
το τραγούδι σου ν’ ανέβει παθητικό τη/
σκάλα του έρωτα και του θανάτου. Που/
ξέρεις; Μπορεί να φωτιστώ κι εγώ, να/
    γίνω πιο πράσινος.».
Σ’ ΕΝΑ ΦΤΑΣΜΕΝΟ ΠΟΙΗΤΗ
«Αυτάρκης μέσα στη δόξα σου/
δεν έχεις πια ανάγκη τις Μούσες./
Μεροκαματιάρης του στίχου/
Ξημεροβραδιάζεσαι γράφοντας/
Μικρές ελεγείες του τίποτα./
Έχεις πια το Κοινό σου: μικρό,/
Φανατικό, στενοκέφαλο,/
Έτοιμο πάντα ν’ αναμασήσει το γρασίδι/
Που του προσφέρεις απλόχερα./
Γιατί το ζήτημα δεν είναι πιά το τι γράφεις/
μα πως το γράφεις εσύ./
Γι’ αυτό κι εκδίδεσαι σε χιλιάδες αντίτυπα./
Ξεφουρνίζεις τις συλλογές/
σαν εκκολαπτική μηχανή τα κλωσσόπουλα./
Οι εκδότες αναγαλιάζουν/
κάτω απ’ τα φουντωτά σου πούπουλα:/
«Χαίρε, η χρυσοτόκος όρνις».».
          Νομίζω δεν χρειάζονται σχόλια τα ποιήματα αυτά του ποιητή, μεταφραστή, πεζογράφου και δραστήριου αγωνιστή σε όλη του την ζωή Λουκά Θεοδωρακόπουλου. Εν γένει πάντως τον ποιητικό του λόγο τον διακρίνει το αίσθημα της ερωτικής ενοχής, η νοσταλγία της χαμένης ερωτικής ευκαιρίας, ενός προσωπικού υπαρξιακού αδιεξόδου λόγος που προσπαθεί να αγκιστρώσει την δραματικότητα της αίσθησης σε σύμβολα και εικόνες του άμεσου περιβάλλοντος, μοτίβα πολύ συνήθη στην ελληνική ποίηση την  μετά τον εμφύλιο περίοδο, καθώς οι νέοι ποιητές και ποιήτριες αναζητούν ένα κοινό πεδίο σταθερής αναφοράς για να ξεδιπλώσουν τις απόψεις τους, ψάχνουν μια κοινή αναγνωρίσιμη γλώσσα για να εκφράσουν το μετεμφυλιακό κοινωνικό και προσωπικό τους άγχος και τις καθημερινές αγωνίες τους. Ένα από τα πράγματα που ξεχωρίζει κανείς στην ποίηση του Λουκά Θεοδωρακόπουλου, αλλά και στον λόγο αυτών που συμμετέχουν σε αυτές τις επαναστατικές πρωτοβουλίες απελευθέρωσης και σωματικής χειραφέτησης, είναι ότι ο λόγος τους είναι πέρα για πέρα στηλιτευτικός απέναντι στο αξιακό κοινωνικό σύστημα της εποχής τους, είναι ειρωνικός και χλευαστικός απέναντι στον κοινωνικό ταρτουφισμό, και τις διάφορες προκαταλήψεις και την ιδεολογική σκουριά που παράγουν οι κατεστημένοι θεματοφύλακες.  Η προσφορά του Λουκά Θεοδωρακόπουλου είναι μεγάλη, όχι μόνο στα γράμματα με την ποίησή του, τις εξαίρετες μεταφράσεις του και τις μελέτες-μαρτυρίες του, αλλά και γιατί επώνυμα και καθαρά πρωτοστάτησε στην δημιουργία ενός κινήματος ερωτικής αυτοδιάθεσης που άλλαξε πολλές πεπαλαιωμένες αντιλήψεις στον ελληνικό χώρο, και το κυριότερο δεν ζήτησε ανταλλάγματα, υπήρξε σεμνός μέχρι το τέλος της ζωής του, εργατικός μια και από την μεταφραστική του εργασία ζούσε και πάντα έτοιμος να υπερασπιστεί την κοινωνική αδικία, ο Λουκάς Θεοδωρακόπουλος που είχα την τύχη να συζητήσω αρκετές φορές μαζί του, υπήρξε μέχρι το τέλος της ζωής του ένας πολιτικά ανένταχτος αριστερός που δεν εξαργύρωσε την ιδεολογική του σταθερότητα. Το ποίημα για τον φτασμένο ποιητή αναφέρεται σε αυτόν τον μεγάλο και σπουδαίο ποιητή που έγραψε «Τα παιδιά της ΚΝΕ που λένε στην ζωή το μεγάλο Ναι», και αυτός που δυστυχώς έβλεπε τα «Σοβιετικά τανκς να χορεύουν σαν μπαλαρίνες του Μπολσόι» καθώς καταλάμβαναν τις γύρω όμορες χώρες της τότε Μέκκας του Κομμουνισμού.
Το 1996 από τις εκδόσεις Νεφέλη του Γιάννη Δουβίτσα κυκλοφόρησε ένας τόμος με τα ποιήματα του Θεοδωρακόπουλου, με τίτλο «Τέσσερις ποιητικές συλλογές
( 1960-1986)» Κυκλοφορούν ακόμα «Ραντεβού με τον πύργο του Άιφελ» εκδόσεις Κέδρος 1971 της Νανάς Καλλιανέσης, δεύτερη έκδοση από τις εκδόσεις Καστανιώτη το 1998, «Ο Καιάδας-Το χρονικό μιας πολιορκίας» που εκδόθηκε το 1976 από τον εκδοτικό οίκο Εξάντας της Μάγδας Κοτζιά, το γνωστό «Αμφί  και Απελευθέρωση» που εκδόθηκε το 2005 από τις εκδόσεις Πολύχρωμος Πλανήτης, και ασφαλώς οι σημαντικές μεταφράσεις του από την Αγγλική και Γαλλική γλώσσα.
          Ακολουθούν κατόπιν τέσσερα ποιήματα του Νίκου Παναγιωτόπουλου
ΝΤΕΚΟΛΤΕ
                           ARABIA UBER ALLES
«Παστίλιες(με ροζ περίβλημα) (τυλιγμένες) έρχονται και/
παρέρχονται: η Θεοδότη/
η οποία τραγουδά το «μοχθηρό τραγούδι της κάτω» από/
το… (συνειρμικά). «Τραγουδώ το», αναστενάζει./
«Γλιστρώ και χαιρετώ». «Το αντίο είναι ένα φιλί το οποίο/
(!)(!;)(;)(!) «Αντί να είμαι η/
Θεοδότη θα προτιμούσα να ήμουν η Αλάνκα της/
Ράναγκαρ!».
ΤΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΩΝ ΠΥΡΑΜΙΔΩΝ
«Τεχνικολόρ ηφαίστεια είναι ό,τι (ονειρεύεται η Θεοδότη). Λέγει….».
Α. Είναι μια ετικέττα νεσκαφέ
«Την άφησαν εκεί/
Τρεις μοναχικοί/
Βεδουϊνοι»
Και το ποίημα
ΚΑΙ ΜΕ ΕΞΩΜΗ ΠΛΑΤΗ
  «…καν καντσονέττες at all. Καθώς ο τροπικός ήλιος ανατέλλει.».
Ακολουθεί κατόπιν το μικρό πεζό του Νίκου Μουρατίδη
ΟΙ ΚΟΡΙΤΣΙΣΤΙΚΕΣ ΤΟΥΑΛΕΤΕΣ
«Ήταν η καλύτερη μαθήτρια της τάξεως. Την ζήλευε. Όχι ότι δεν ήταν καλός μαθητής. Αυτός, αλλά να Αυτή τον περνούσε κάνα-δυό βαθμούς στην έκθεση! Τι να το κάνης όμως. Ήταν σαν φώκια. Χοντρή με εκείνα τ’ απαίσια χοντρά γυαλιά της, που τα μάτια της φαινόντουσαν σαν μπιλίτσες, και κείνα τα σγουρά μαλλιά της που η μάνα της-τι γούστο Θεέ μου!-της τα έδενε αλογοουρά και μπροστά, της τα κατσάρωνε.
          Κανείς δεν την έπαιζε, μα εκείνη δεν είχε την διάθεση για παιχνίδια. Σε κάθε διάλειμμα την έβλεπες να κάθεται και να διαβάζει.
-«κάνω μια επανάληψη» έλεγε με κείνη την γλυκερή αποκρουστική φωνή της. Σχιζόταν κάθε φορά Αυτός να γράψη καλή έκθεση αλλά ήταν εκείνα τα ορθογραφικά λάθη που του έτρωγαν βαθμούς και πάλι εκείνη, με το δέκα, έμενε στην κορυφή…
…..Ο Μίμης ήταν το πιο όμορφο παιδί μέσα στην τάξη. Από μικρά παιδιά ήταν οι καλύτεροι φίλοι, ο Μίμης έμενε απέναντί του. Όλοι στο σχολείο ήθελαν να κάνουν παρέα μαζί του. Δεν ήταν και πολύ καλός στα μαθήματα, αλλά στη γυμναστική και στα παιχνίδια, ήταν πρώτος. Ήξερε να παίζη και κιθάρα.
Τον είχε μάθει ο πιο μεγάλος αδελφός του, που πήγαινε στην τετάρτη τάξη του γυμνασίου.               
Δεν έμοιαζαν καθόλου. Κι’ αυτός ήταν όμορφος, ψηλός, και-Θεέ μου-τι δασύτριχος! Αλλά ήταν μελαχρινός. Ο Μίμης ήταν ξανθός.
Σ’ όλες τις γιορτές ο Μίμης ήταν καλεσμένος απ’ τους πρώτους. Έτσι όπως ήταν όμορφος, με τα παιχνίδια που ήξερε-απ’ τον αδελφό του-και την κιθάρα, ήταν πάντα το πρόσωπο που συγκέντρωνε το περισσότερο ενδιαφέρον, πιο πολύ κι απ’ αυτόν που γιόρταζε…»
Ευαίσθητο και τρυφερό το μικρό αυτό αφήγημα του Νίκου Μουρατίδη αναπλάθει μια εποχή περασμένη μιας σχολικής ζωής που όλοι μας πάνω κάτω αυτής της ηλικίας προλάβαμε και ζήσαμε, καλογραμμένο κείμενο, νοσταλγικό και απαισιόδοξο, με έναν κρυφό ερωτισμό να σιγοβράζει ανάμεσα στα σχολικά μειράκια, τότε, που γεννιούνται οι πρώτοι εφηβικοί έρωτες, τότε που αναζητάς την ταυτότητά σου μέσα στα όχι και τόσο αθώα παιχνίδια με τους συνομήλικούς σου, τότε που η ενοχή μπερδεύεται με το ερωτικό βλέμμα, τότε που το τυχαίο άγγιγμα γίνεται ανεκπλήρωτη τις περισσότερες φορές πρόσκληση, τότε που τα χείλη είναι υγρά από την αφανέρωτη επιθυμία, τότε…
Ο Νίκος Μουρατίδης, αν δεν κάνω λάθος μετά από τόσα χρόνια που είναι Πειραιώτης, έκανε καριέρα στην τηλεόραση, ασχολήθηκε επαγγελματικά σαν μουσικός παραγωγός, έγραψε τηλεοπτικά σενάρια καθώς και δύο παιδικά βιβλία και, τρεία μυθιστορήματα από τις εκδόσεις Τετράγωνο, το «Εγώ ήμουν αντράκι» το 2009, το «Η βραχονησίδα» επίσης την ίδια χρονιά και το «1972-το τελευταίο Καλοκαίρι» το 2011.

Ακολουθεί τέλος και κλείνει τις σελίδες του περιοδικού ο Τάκης Σπ.(ετσιώτης;), με την πολυσέλιδη σελίδες 14 έως 31 «Μια Φιλία»
«Τέλειωσε βιαστικά την τελευταία σειρά των Αρχαίων, έγραψε στην άκρη της επομένης σειράς, την ημερομηνία, κι από κάτω τ’ όνομά του, με διαφορετικά γράμματα απ’ το υπόλοιπο κείμενο, τράβηξε δύο χαρακιές με κόκκινο στυλό, παράτησε το στυλό, και τεντώθηκε τεμπέλικα.
          Κοιτάζοντας την σελίδα, παρατήρησε πως δεν είχε γράψει ωραία γράμματα. Άρχισε με στρογγυλά, καλλιγραφικά, αλλά μετά τα χάλαγε. Ενώ στην αρχή έγερναν όλα δεξιά, και το κείμενο άφηνε περιθώριο, απ’ την μέση και κάτω, γίνονταν πότε ίσια, πότε λοξά, έβγαιναν απ’ το περιθώριο ακατάστατα. Φαίνονταν ότι τα ‘χε γράψει βιαστικά, βαριεστημένα. Τότε, θυμήθηκε την καθηγήτρια, που τους έλεγε: δεν θέλω μόνο σωστά τα κείμενα, αλλά και καθαρά, ωραία γράμματα. Τα γράμματα θα παίξουν ρόλο στην βαθμολογία σας, μα δεν τον ένοιαζε. Χμ, σκέφτηκε, ρίχνοντας μια τελευταία ματιά στη σελίδα, και βλέποντας την ημερομηνία,26 Απριλίου 1966, και τ’ όνομά του. Α. Καρύδης, δεν κλείνει άσχημα η σελίδα. Στ’ όνομά του έγραφε πάντα ωραία γράμματα. Θα προτιμούσε βέβαια, να το ‘χε γράψει ολόκληρο, όχι μόνο τ’ αρχικά, αλλά δεν μπορούσε όλο εκείνο το Αντώνιος, όπως το ‘θελαν στο σχολείο, δεν το ‘χε συνηθίσει, του φαινόταν ότι δεν ήταν διό του, όλοι τον φώναζαν Τώνη, εκτός απ’ τους καθηγητές που τον έλεγαν με το επώνυμο, γι αυτό στα τετράδια απ’ το μικρό του όνομα, έγραφε πάντα μόνο τ’ αρχικό….».
Ωραία, καλογραμμένη, ευαίσθητη και αληθινή εφηβική ιστορία η «Μια φιλία» του Τάκη Σπ. Τα εφηβικά και μαθητικά χρόνια είναι τα πιο ανέμελα, τρυφερά αλλά και τα πιο τραυματικά για όσες υπάρξεις παραμένουν «παιδιά που δεν γίνονται άντρες» όπως τραγούδησε τόσο συγκλονιστικά ο Κώστας Τουρνάς. Η σχέση του Αντώνη με τον μεγαλύτερο συμμαθητή του Προκόπη είναι μια ιστορία εφηβική και αληθινή μέσα στην επικράτεια του πρωτόγνωρου εφηβικού έρωτα, της πρώτης φοράς που νομίζεις ότι θα κρατήσει αιώνια. Και συνήθως όλοι αυτοί οι μικροί και μεγάλοι ερωτικοί βιασμοί, συνήθως καταλήγουν σε μοιραία αδιέξοδα. Η ερωτική επαφή των δύο παιδιών δεν είχε την ίδια βαρύτητα και στα δύο. Ο ένας κοκορεύτηκε την πράξη του στους άλλους συμμαθητές του, ο άλλος αποδέχθηκε την ντροπή του και «ένα πύρινο κύμα του ‘βαψε το πρόσωπο κατακόκκινο, κάτι λες κι έλυσε τα γόνατα του, κι έμεινε για μερικά δευτερόλεπτα καρφωμένος εκεί. Ύστερα, έτρεξε αμέσως για το σπίτι του, γρήγορα, σαν να τον κυνηγούσαν».
Εφηβική περιπέτεια του έρωτα και της ενοχής, καλογραμμένη και σε σωστές δώσεις ευαισθησίας, ωραίες εικόνες, κυνικού ερωτικού μεγαλείου όταν η ορμή της ζωής δεν ψάχνει για φύλλο για να εκτονωθεί αλλά επιβεβαιώνεται με οτιδήποτε έχει δίπλα της, και από κοντά η κοινωνική καταξίωση του αντριλίκι, το μειδίαμα και η ενδεχόμενη επανάληψη, ενώ από την άλλη ο κρυφός πόθος και πόνος της πρώτης επαφής για τον άλλον, μιας επαφής που σβήνει με το πέρασμα της ενηλικίωσης ή καθίσταται κινητήριος δύναμη για την μετέπειτα ωρίμανση και εξέλιξη. Στην ζωή, είτε προτιμάς τους άντρες, είτε προτιμάς τις γυναίκες, είτε και τα δύο, δεν υπάρχει ρομαντισμός, παρά η απέραντη σκληρότητα και ο ατομικός κυνισμός, η παιδεία και η καλλιέργεια η προσωπική του καθενός μας  αντρών ή γυναικών είναι αυτό που ξεχωρίζει την ευαισθησία της ερωτικής επαφής από την ερωτική κτηνωδία, τα χρόνια που διαμορφώνεται η ερωτική ταυτότητα του ατόμου είναι τα πιο επικίνδυνα και τα πιο τρελά, η ερωτική προσωπικότητα έρχεται με την κοινωνική και πνευματική ωρίμανση και αυτή, όσο κρατήσει ή όσο την αφήσουν οι εξωτερικές συνθήκες να κρατήσει.
Πέρα όμως από αυτά, το συγγραφικό αποτέλεσμα της αίσθησης που αφήνει η ανάγνωση της εφηβικής αυτής τρυφερής και ίσως τραυματικής εμπειρίας είναι ουσιαστικό. Το διήγημα διαβάζεται με προσοχή, θυμίζει παιδικά χρόνια και σίγουρα ξυπνά στον καθένα αναμνήσεις μιας άλλης προσωπικής εποχής.
          Αυτά είναι τα κείμενα που δημοσιεύονται στο πρώτο και μοναδικό τεύχος του περιοδικού «καμπύλη», και αυτοί υπήρξαν οι πρώτοι συνεργάτες της, πρόσωπα φτασμένα, καταξιωμένα στον χώρο τους και σίγουρα με αρκετή υπευθυνότητα όσον αφορά την ζωή τους.
Η «καμπύλη» έκλεισε και αυτή τον κύκλο της, αφήνοντας πίσω της μια αίσθηση μελαγχολίας και χαράς, γνωρίζοντας ο σύγχρονος αναγνώστης πλέον, ότι η τύχη του καθενός μας είναι μόνο στα χέρια μας, πουθενά αλλού, και αυτό σημαίνει διαρκής αγώνας για τα πάντα μέχρι την τελική πτώση της ζωής του καθενός μας, μια που το "για πάντα μαζί" ανήκει στο χαρτί των στιχουργών ή μήπως όχι;

Γιώργος Χ. Μπαλούρδος
Πρώτη γραφή, σήμερα, Κυριακή, 28 Σεπτεμβρίου 2014
Πειραιάς, Κυριακή, 28 Σεπτεμβρίου 2014.             

     

                     

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου