Κυριακή 6 Σεπτεμβρίου 2015

ΣΟΦΙΑ ΛΑΣΚΑΡΙΔΟΥ

ΣΟΦΙΑ ΛΑΣΚΑΡΙΔΟΥ

ΕΡΩΣ ΤΟΥ 1900
(Ο Περικλής Γιαννόπουλος προς τη Σοφία Λασκαρίδου)
                             του Ηλία Βενέζη

     Η γενιά μου-γενιά του 1980-πριν ακόμα τελειώσει τις λυκειακές της σπουδές, έμαθε γράμματα, και άνοιξαν πολιτιστικά οι ορίζοντές της, διαβάζοντας τις καθημερινές επιφυλλίδες της πρωινής εφημερίδας «Το Βήμα».Οι επιφυλλίδες του «Βήματος», αλλά και της εφημερίδας «Η Καθημερινή», τα χρονογραφήματα του Παύλου Παλαιολόγου στην ίδια πρωινή εφημερίδα, και του Δημήτρη Ψαθά στην απογευματινή εφημερίδα «Τα Νέα», και μεταγενέστερα, τα πολιτικά άρθρα και οι αναλύσεις του δημοσιογράφου Γιώργου Βότση και του δημοσιογραφικού επιτελείου της εφημερίδας «Ελευθεροτυπία», μας έκαναν, αν δεν είναι υπερβολική η έκφραση,  μορφωμένους και υποψιασμένους πολιτικά πολίτες αυτής της χώρας, την περίοδο μετά την επτάχρονη δικτατορία, πριν ακόμα ενηλικιωθούμε. Υπήρχαν φορές, που οι νέοι της γενιάς μου, διάβαζαν περισσότερο τα κείμενα των επιφυλλίδων παρά εκείνα των μαθητικών τους βιβλίων. Κωνσταντίνος Θ. Δημαράς, Ευάγγελος Παπανούτσος, Άγγελος Τερζάκης, Ηλίας Βενέζης, Μανώλης Ανδρόνικος, Εμμανουήλ Κριαράς, Δημήτρης Φατούρος, Άλκη Κυριακίδου-Νέστορος, Κίτσος Μακρής, Κωνσταντίνος Τσάτσος, Χρήστος Γιανναράς, Δημήτρης Μαρωνίτης, Γιώργος Κουμάντος, και μια σειρά άλλων αξιοσημείωτων αστών διανοουμένων, είναι ορισμένα από τα ονόματα που συγκρατεί η μνήμη, που μας δίδαξαν τον ελληνικό πολιτισμό, την ελληνική παράδοση, τα ελληνικά γράμματα και ιστορία, την ελληνική γλώσσα σε όλο της το διαχρονικό ιστορικό καταθετήριο. Εμείς, τα παιδιά της εργατικής τάξης της εποχής εκείνης, μάθαμε γράμματα από αυτούς τους σημαντικούς συγγραφείς και δασκάλους του γένους, πριν ακόμα τελειώσουμε τη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση, πριν ακόμα ανακαλύψουμε τον Κόσμο γύρω μας, πριν ψηλαφίσουμε με βεβαιότητα το σώμα μας.
Το μικρό χαρτζιλίκι, που με χίλια βάσανα αποσπούσαμε από τους γονείς μας, ξοδεύονταν πρώτα στην αγορά των παραπάνω πρωινών και απογευματινών εφημερίδων, και μετά στην αγορά μιας ζεστής τυρόπιτας ή μιας γευστικής αμυγδάλου σοκολάτας ΙΟΝ. Πρόσωπα μυθικά την εποχή εκείνη, για μας τους εκκολαπτόμενους μελλοντικούς μουτζουρωτές του λευκού χαρτιού, ενεργοποιούσαν τις δημιουργικές δυνάμεις της φαντασίας μας και ποδηγετούσαν με τρόπο θετικό τα όνειρά μας. Και όλοι, ζηλεύαμε τις  δημοσιογραφικές αυτές ακαδημαϊκές και καλλιτεχνικές πένες, και θα θέλαμε να τους μοιάσουμε και να αποκτήσουμε την δική τους φήμη και αναγνωρισιμότητα. Πρόσωπα προβεβλημένα το καθένα στον χώρο του, ξεδίπλωναν μια φορά την εβδομάδα ή κάθε Κυριακή, την επιστημονική, ιστορική, καλλιτεχνική ή δοκιμιακή τους τέχνη μέσω των επιφυλλίδων αυτών.
Λόγος κρυστάλλινης νοηματικής σαφήνειας, συμπυκνωμένης σοφίας, λαγαρού ύφους, ψύχραιμης ανάλυσης, καθοδηγητικός, πολιτικός, ισορροπημένος, χωρίς επιθετικές κορώνες, χωρίς αποχρώσεις σκανδαλολογικής προτροπής, αλλά και, στηλιτευτικός ή ειρωνικός όπου χρειάζονταν, ήταν ο λόγος των επιφυλλίδων στις εφημερίδες της εποχής εκείνης. Τα χρονογραφήματα πάλι, μας άφηναν πάντοτε μια γεύση χαράς και μειδιάματος στα χείλη, με το χιούμορ τους, την σπινθηροβόλα τους κριτική ματιά, τον σαρκαστικό τους τόνο, την διακωμώδηση των κακώς κειμένων της ελληνικής κοινωνίας της εποχής, τον ευτράπελο λόγο τους, την διασκεδαστική τους πρόθεση, την αμείωτη σάτιρα σε πρόσωπα και καταστάσεις και τις καθημερινές παθογένειες της ελληνικής κοινωνίας και πολιτικής σκηνής. Αμέτρητες φορές σταθήκαμε με προσοχή, σκεπτικοί μπροστά στα κείμενα του Παύλου Παλαιολόγου, και εκατοντάδες φορές γελάσαμε με την ψυχή μας, διαβάζοντας τα χρονογραφήματα του συγγραφέα Δημήτρη Ψαθά στην πρώτη σελίδα της εφημερίδας «Τα Νέα».
     Σαν μια μικρή ελάχιστη οφειλή, σε αυτούς τους επαγγελματίες δημοσιογράφους, αφανείς δασκάλους της ημετέρας παιδείας της γενιάς μου, έχοντας υπόψη μου δύο επιφυλλίδες του ακαδημαϊκού και συγγραφέα Ηλία Βενέζη, στην εφημερίδα «Το Βήμα» το 1966, μεταφέρω στο bloc μου, την πρώτη, που δημοσιεύτηκε στις 18 Ιανουαρίου του 1966, και αναφέρεται, στον τρυφερό, ανεκπλήρωτο ιδανικό έρωτα, του αυτόχειρα συγγραφέα Περικλή Γιαννόπουλου, για την ζωγράφο Σοφία Λασκαρίδου.
    Η επιφυλλίδα του ακαδημαϊκού και πεζογράφου Ηλία Βενέζη, γράφεται με την ευκαιρία της δημοσίευσης των ερωτικών επιστολών του Περικλή Γιαννόπουλου προς την Σοφία Λασκαρίδου, από τον δοκιμιογράφο και μελετητή Γιάννη Χατζίνη στο λογοτεχνικό παραδοσιακό περιοδικό «Νέα Εστία», όπως αναφέρει και ο Βενέζης στο κείμενό του.
ΟΙ ΕΠΙΦΥΛΛΙΔΕΣ ΤΟΥ ΒΗΜΑΤΟΣ
ΕΡΩΣ ΤΟΥ 1900

     «…ΣΟΦΙΑ μου , Σοφία μου, ο Έρως μου δεινούται, δεινούται απορροφά και καταθλίβει και εξαφανίζει τα πάντα. Και ο Έρως μου πονεί, πονεί, φρικαλέως… Σοφία μου, Σοφία μου, ο έρως με εμέθυσε ως οίνος κραταιότατος, και κραταιότατος σφίγγει τους κροτάφους μου ο ίλιγγος. Σοφία μου, εάν κρατής κόμη και δεσπόζης του μου, λέγε, θέλε, δίδε την θέλησίν σου μόνο εις εμέ… Εγώ σε φιλώ, σε φιλώ, σε φιλώ, φιλώ τα μάτια σου τα ωραιότατα, φιλώ τα χείλη σου τα καταφλέγοντα, φιλώ το λατρευτόν σου σώμα, πίνω με φιλήματα την ηδονήν σου την φλογεράν και μεθώ και θνήσκω, και είμαι έτοιμος να θρυμματίσω την ζωήν μου και την κατακαύσω εν ακαρεί και να σε φιλώ ακόμη με την τέφραν μου την παρασυρομένην υπό του ανέμου…»
     Ας είναι καλά ο φίλτατός μας κ. Γιάννης Χατζίνης που μας ανακοινώνει αυτά τα κείμενα στο τελευταίο τεύχος της «Νέας Εστίας», σήματα εκπληκτικά ερωτικής γραφής των προγόνων μας των αρχών του αιώνος. Είναι γράμματα που τα απευθύνει ο ωραιοπαθής Αθηναίος, αυτός που έχει αγαπήσει και υπερασπίσει όσο λίγοι το τοπίο της Αττικής, ο τρελλός θαυμαστός καβαλάρης που ξέρει να κάνη ανεπανάληπτο, συνδεμένο με τη μνήμη του εσαεί, ό,τι είναι κοινό για τους πάντας, το θάνατο. Καβάλλα σ’ ένα άλογο μπαίνει μέσα στα νερά του Σαρωνικού, και πνίγεται, έτσι, καβαλάρης, στη θάλασσα. Ποιος, αυτοκτόνος του καιρού μας θα είχε την έμπνευση να οργανώση έτσι το θάνατό του;
    Ο Έρως, η «ευτυχία της Ευγενείας» η παραλήπτρια αυτών των επιστολών, πέθανε υπέργηρη μισόν αιώνα αργότερα από τον συντάκτη τους, σε γεράματα βαθειά, εδώ και λίγες εβδομάδες. Ήταν η Σοφία Λασκαρίδου, που την πένθησε πολύ ο καλλιτεχνικός κόσμος. Απ’ την ζωγραφική της, δεν ξέρει κανείς τι θα μείνη, η εποχή μας κάνει άλματα στο Διάστημα, ξεχνά γρήγορα τα επί γης, παραμερίζει, αφανίζει αξίες. Κι εδώ είναι το περίεργο: τα έργα της ζωής αποδεικνύονται διαρκέστερα από τα έργα της Τέχνης. Η Σοφία Λασκαρίδου αποκαλύπτεται πηγή του πάθους και πιθανή εμπνεύστρια εκείνου του καταπληκτικού θανάτου του ποιητή στο Σκαραμαγκά. Κι από δω και πέρα θα μένη και θα μνημονεύεται γι αυτό, ενώ τα χρώματα της ζωγραφικής της μπορεί να σβήσουν.
    Ο κ. Χατζίνης αφηγείται με πολύ ευαισθησία τη γνωριμία του με τη γερόντισσα καλλιτέχνιδα της Καλλιθέας. Ήταν, καθώς υπογραμμίζει, η πρώτη αντάρτισσα  των Αθηνών, που είχε επαναστατήσει, εναντίον των κοινωνικών προλήψεων του καιρού της νιότης της. Ήταν η πρώτη κοπέλα που μπήκε στην Σχολή Καλών Τεχνών-και είχε χαλάσει, λέει, τον κόσμο για να το επιτύχη, ανακάτεψε ακόμα γι’ αυτό και το Παλάτι. Ήταν η πρώτη που έζησε την ελεύθερη ζωή μιας καλλιτέχνιδος, ταξιδεύοντας στην Ευρώπη, συναναστρεφόμενη τους καλλιτεχνικούς κύκλους και αδιαφορώντας για την οργή της κοινωνίας. Και στον Έρωτα έφτασε ως την άκρη, έκανε να καίεται σαν φλόγα ο περιπαθής της φίλος. «Οι γυναίκες-έλεγε-αγαπούν πρώτα με το μυαλό. Η χαρά των αισθήσεων έρχεται παραύστερα. Οι άντρες αντίθετα, αρχίζουν με τις αισθήσεις και τελειώνουν με το μυαλό».
     Ο Περικλής Γιαννόπουλος δεν τέλειωσε, βέβαια, με το μυαλό. Το τράβηξε ως την άκρη του πάθους. Η Σοφία Λασκαρίδου,-αφηγείται ο κ. Χατζίνης-είχε την ιδέα πως αυτή στάθηκε η αιτία της αυτοκτονίας του. Είχε φυλαγμένα τα γράμματά του φυλαγμένα σε μια κασετίνα. Κι’ όταν πήγαινε ο φίλος μας να την επισκεφθή στα στερνά της, άνοιγε την κασετίνα και του έδινε να της διαβάση τα γράμματα.
    «Μυρίστε! του έλεγε, τείνοντάς του πρώτα την ανοιχτή κασετίνα . Αυτό είναι το άρωμα του Γιαννόπουλου.
    Φευ, το κουτί μύριζε μούχλα, παλιά, κιτρινισμένο χαρτί. Ο φίλος μας δεν έλεγε τίποτα, μόνο της διάβαζε τα γράμματα, για να τα ακούη εκείνη, και να ξαναζή, μέσα από το βάθος του χρόνου, τη νειότη της. Προσπαθούσε, λέει, να  «μαλακώση» την καθαρεύουσα παραλείποντας εδώ και εκεί φράσεις για να μειώση την εντύπωση από τις επαναλήψεις. Γιατί; Αυτή η καθαρεύουσα, αυτές οι επαναλήψεις, αυτή η κλαγγή, αυτό το πήδημα απ’ τα σύννεφα στο σώμα, αυτή δίνει, μες σε τούτα τα γράμματα, την αυθεντική γεύση του καιρού του ανθρώπου.
      «Έλα , τα χείλη σου, τα χείλη σου, σε βλέπω, αισθάνομαι τον τριγμό των οστών σου. Μείνε, μείνε, μείνε έτσι μαζί μου, στην αγκαλιά μου… Χίλιοι άνεμοι εάν φυσήσουν, χίλιαι καταιγίδες εάν απολυθούν, δεν θα ταράξουν τα μαλλιά σου, Σοφία μου, όταν είσαι κοντά μου. Τα πτερά μου λευκότερα παρά ποτέ, μεγαλύτερα και δυνατότερα δε αναμένουν ανοιχτά…Έλα, πέτα, δός μου τα  χείλη σου. Κυριακή πρωί, πολύ πρωί, θα σε αναμένω…»
     Ο κ. Χατζίνης διάβαζε τα γράμματα. Η γερόντισσα –περπατούσε στα τελευταία της, κρατώντας δύο μπαστούνια, εξ αιτίας των αρθριτικών της-βούρκωσε, αναπολούσε.
-«Σας χαρίζω αυτά τα γράμματα για να με θυμάστε, του είπε. Μόνο, σας παρακαλώ, μην τα δημοσιέψετε όσο ζω».
    Αυτό σημαίνει: Ήθελε να δημοσιευθούν όταν θα πέθαινε. Πράγμα που έγινε τώρα στο ληξιαρχείο όλων μας στη «Νέα Εστία», που μέσα στα άλλα χρέη της έχει και αυτό, να ιεραρχή τους θανάτους.
Όχι, δεν προκαλούν λύπη αυτές οι σελίδες για το ότι οι άνθρωποι που τις έζησαν είναι χους, δεν προκαλούν συμπάθεια ή έκπληξη. Ένα άλλο ρίγος μας διαπερνά. Για το πόσος κίνδυνος ενεδρεύει πίσω από κάθε έργο μας, αφού το ύφος της κάθε εποχής, του κάθε σχεδόν χρόνου, καταργεί το ύφος της άλλης, του χρόνου που προηγήθηκε. Ο κίνδυνος γίνεται πιο τρομερός για τους συγγραφείς, για τους λογάδες, που εννοούν όλα να τα καταγράφουν. Είδαμε τι έγινε με τα ερωτικά γράμματα του Ελευθερίου Βενιζέλου, του Κωστή Παλαμά, του Ψυχάρη . Ο πιο ευνοημένος από όλους τους αλληλογράφους στάθηκε ως τώρα ο Καζαντζάκης. Τα γράμματά του προς τον Παντελή Πρεβελάκη-που μόλις εκδοθήκανε, -«μνημείον φιλίας», μας κάνουν να λέμε: Τι κρίμα να μην έχουμε μια παρόμοια μαρτυρία: από τον Άγγελο Σικελιανό, από τον Κωνσταντίνο Καβάφη. Τι κρίμα, που θα μείνουν αβοήθητοι στο έλεος των σχολιαστών τους!
                                                                Ηλίας Βενέζης,
       «Οι επιφυλλίδες του Βήματος», εφημερίδα Το Βήμα 18/1/1966, σ. 1,

     Αυτή είναι η πρώτη επιφυλλίδα του συγγραφέα Ηλία Βενέζη,-που γράφηκε και δημοσιεύτηκε ένα χρόνο πριν την στρατιωτική δικτατορία του 1967,  που παρουσιάζω εδώ, σαν μια οφειλή προς τους διανοούμενους, συγγραφείς, επιστήμονες, καθηγητές, δημοσιογράφους, επιφυλλιδογράφους, που έγραφαν αυτά τα παιδείας και πολιτισμού, ιστορίας και παράδοσης κείμενα-επιφυλλίδες ελληνικής αυτοσυνειδησίας, την εποχή εκείνη. Επιφυλλίδες που μεταγενέστερα χρονικά, διαμόρφωσαν τις συνειδήσεις μας, μας δίδαξαν την τέχνη της γραφής, μας γνώρισαν θέματα ελληνικού πολιτισμού-άγνωστα μέχρι τότε για εμάς τους νέους, που βγαίναμε από τα δεινά της αγραμματοσύνης της επτάχρονης δικτατορίας, και, όπως ήταν φυσικό, είμασταν όλοι θιασώτες μιας δημοκρατικής ιδεολογίας και πολιτικής. Τα κείμενα αυτά, χρησιμοποιούνταν και από τους τότε καθηγητές μας, για θέματα εκθέσεων, ή εξετάσεων.
     Ο πεζογράφος της γενιάς του 1930, ακαδημαϊκός Ηλίας Βενέζης, (Κυδωνιές Μικράς Ασίας 1904-Αθήνα 1973) που στις μέρες μας, δεν γνωρίζω πόσοι τον διαβάζουν ακόμα ή τον θυμούνται μόνο από το κινηματογραφικό φιλμ, που τον δείχνει δίπλα στο ζεύγος Σεφέρη στην οικία τους, την χρονιά της βράβευσης του ποιητή με το Νόμπελ Λογοτεχνίας, υπήρξε ένας από τους πιο γνωστούς και σημαντικούς συγγραφείς της γενιάς του, στο έργο του, αναφέρεται κυρίως στον Μικρασιατικό Ελληνισμό πριν και μετά την Μικρασιατική Καταστροφή του 1922.
Έργο που εντάσσεται μαζί με τις πνευματικές δημιουργίες του Στρατή Δούκα, του Στράτη Μυριβήλη, του Φώτη Κόντογλου και πολλών άλλων, στην πλειάδα των έργων του Μικρασιατικού θέματος που απασχόλησαν τον χώρο της λογοτεχνίας και της ελληνικής γραμματείας γενικότερα.
Έγραψε αρκετά μυθιστορήματα, τα οποία εκδόθηκαν από τον εκδοτικό οίκο του βιβλιοπωλείου της Εστίας, πιο γνωστά του είναι η «Αιολική Γη», η «Γαλήνη», «το Νούμερο 31328», «Μπλοκ C», «στις Ελληνικές Θάλασσες» και πολλά άλλα. Στις εφημερίδες «Το Βήμα» και «Ακρόπολη», υπάρχουν διάσπαρτες οι εκατοντάδες επιφυλλίδες του, που από ότι γνωρίζω, δεν έχουν συγκεντρωθεί και εκδοθεί αυτόνομα. Τα τετράδια Ευθύνης τόμος 6/1978, η μελέτη της Ελένης Ηλία, «Ο Αναγνώστης και η Λογοτεχνική Δημιουργία του Ηλία Βενέζη» εκδόσεις Αστήρ 2000, και το βιβλίο της Κ. Μουσιοπούλου-Παπαθανάση, «Ιστορικές και Λαογραφικές μνήμες από τον Ηλία Βενέζη» εκδόσεις Τάσου Πιτσιλού 1990, μας φωτίζουν το έργο και την πορεία του.
     Η εικαστικός Σοφία Λασκαρίδου (Αθήνα 1882-Αθήνα Νοέμβριος 1965), υπήρξε μια από τις πρώτες γυναίκες ζωγράφους, που σπούδασε τόσο στο εξωτερικό όσο και στο τμήμα Θηλέων του τότε Σχολείου Καλών Τεχνών και στην Καλλιτεχνική Σχολή Κυριών της «Εταιρείας των Φιλοτέχνων», ήταν κόρη του Λάσκαρη Λασκαρίδη και της παιδαγωγού Αικατερίνης Χρηστομάνου, που με δική της πρωτοβουλία ιδρύθηκε η Σχολή Νηπιαγωγών Καλλιθέας, όπου για μεγάλο διάστημα, δίδαξε και η Σοφία Λασκαρίδου. Ακούραστη ζωγράφος η Σοφία Λασκαρίδου, μας άφησε ένα μεγάλο σε ποσότητα εικαστικό έργο, που άπτεται μιας επίσης μεγάλης θεματολογίας. Διακρίνεται κυρίως για τις τοπιογραφικές της συνθέσεις, του επαρχιακού αλλά και του αστικού χώρου, συνθέσεις που αφορούν τις καθημερινές δραστηριότητες και ασχολίες των ανθρώπων, στιγμιότυπα του καθημερινού τους βίου, οικογενειακές στιγμές της ζωής τους, και, για το μεγάλο εύρος των γυναικείων της μορφών, τα εξαίρετα αυτά σχεδιασμένα με λάδι γυναικεία γυμνά πορτρέτα. Η ρομαντική της διάθεση, οι εξπρεσιονιστικές της πινελιές, το ρεαλιστικό της ύφος, τα μαλακά της χρώματα, οι εύστοχοι χρωματικοί της συνδυασμοί, το άνυνδρο συνήθως ελληνικό τοπίο που αποκτά μια γλυκύτητα μέσα στην δημιουργία της, και χαροποιεί τη ματιά του εικαστικού θεατή, είναι που διαπλάθουν τις εκφραστικές αρχές της εικαστικής της πολυθεματικής δημιουργίας. Συμμετείχε σε πολλές εκθέσεις καθόλη την χρονική διάρκεια της καλλιτεχνικής της δημιουργίας, και ένα πλήθος  εικαστικών μελετητών έχει ασχοληθεί με το έργο της, όπως είναι ο Πειραιώτης συγγραφέας Παύλος Νιρβάνας, ο ιστορικός της Τέχνης επίσης Πειραιώτης Μανόλης Βλάχος, ο ποιητής Σωτήρης Σκίπης, ο πεζογράφος Ζαχαρίας Παπαντωνίου, η ποιήτρια Αθηνά Ταρσούλη, και πολλοί άλλοι σημαντικοί ιστορικοί της ελληνικής εικαστικής περιπέτειας, και των καλών τεχνών.
Αν δεν κάνω λάθος εκτός από τις διάφορες ιδιωτικές και μη Πινακοθήκες, (Πινακοθήκη του Δήμου Αθηναίων, Πινακοθήκη Αβέρωφ, Συλλογή Κουτλίδη κλπ,)  στον Δήμο Καλλιθέας, στην Δημοτική του Πινακοθήκη υπάρχει εκτεθειμένο το έργο της. Η εικαστικός Σοφία Λασκαρίδου, εξέδωσε ακόμα και δύο αυτοβιογραφικά της βιβλία, το ένα με τίτλο, «Θύμισες και στοχασμοί» Αθήνα 1956, και πέντε χρόνια αργότερα 1960, το «Μια αγάπη μεγάλη», συμπληρωματικές αυτοβιογραφικές αναμνήσεις του πρώτης της ημερολογιακής κατάθεσης. Στο δεύτερο αυτό βιβλίο του 1960, αναφέρεται στην σχέση της με τον αυτόχειρα συγγραφέα Περικλή Γιαννόπουλο. Ο οποίος, όπως οι επιστολές μας φανερώνουν, υπήρξε τρελά ερωτευμένος μαζί της, θαυμαστής και του προσωπικού της θάρρος και του ζωγραφικού της ταλέντου, και ίσως στάθηκε η αφορμή(;) της αυτοκτονίας του.
     Ο επιστολικός αυτός ερωτικός λόγος, που πρωτοδημοσίευσε ο δοκιμιογράφος και συγγραφέας Γιάννης Χατζίνης, στο κλασικό και «λογοτεχνικό θησαυροφυλάκιο» περιοδικό «Νέα Εστία» τεύχος 924/1-Ιανουαρίου 1966, σελίδες 30-31 στην παρουσίασή του με τον γενικό τίτλο «ΣΟΦΙΑ ΛΑΣΚΑΡΙΔΟΥ (Με δύο ανέκδοτα γράμματα του Περικλή Γιαννόπουλου), και αναφέρονται-οι επιστολές αυτές-στην προσωπική ιδιαίτερη σχέση του συγγραφέα με την ζωγράφο, στις αρχές του 20 αιώνα, στάθηκαν η αφορμή για να γράψει ο Ηλίας Βενέζης την επιφυλλίδα του στην εφημερίδα «Το Βήμα».
Ο Γιάννης Χατζίνης δημοσιεύει τις δύο αυτές ερωτικές επιστολές του πεζογράφου προς την ζωγράφο, με την ευκαιρία της πρόσφατης εκδημίας της, αναφέροντας τις φιλικές σχέσεις που είχε αναπτύξει με την εικαστικό, και τις επισκέψεις του στο σπίτι της, και μας δίνει μια γενική εικόνα για εκείνη.
     Δεν θα ασχοληθώ με την περίπτωση του συγγραφέα Περικλή Γιαννόπουλου (Πάτρα 1870-Σκαραμαγκάς 1910), γιατί σκοπεύω αργότερα να καταθέσω τις απόψεις μου για το έργο του, με την σχετική δική μου βιβλιογραφία.
     Παραθέτω εδώ τη μικρή μελέτη και παρουσίαση των επιστολών του δοκιμιογράφου Γιάννη Χατζίνη, όπως δημοσιεύτηκε στο ως άνω περιοδικό.
ΣΟΦΙΑ ΛΑΣΚΑΡΙΔΟΥ
(Με δύο ανέκδοτα γράμματα του Περικλή Γιαννόπουλου)
     Χρωστάω λίγα λόγια αποχαιρετισμού στη Σοφία Λασκαρίδου, που μας έφυγε κατά τα μέσα του περασμένου Νοέμβρη, με γεμάτα τα ενενήντα της χρόνια. Αν εξαιρέσουμε τα δύο-τρία τελευταία χρόνια που ήταν κατάκοιτη και η μνήμη της όσο και οι επιθυμίες και οι περιέργειές της είχαν αμβλυνθεί, υπήρξε μια από τις ζωντανές γυναίκες που γνώρισα. Οι νεώτεροι μπορεί να έχουν επιφυλάξεις για τα έργα της σαν ζωγράφου. Για λογαριασμό μου, δεν έπαψα ποτέ να την θαυμάζω, και σαν άνθρωπο και σαν καλλιτέχνιδα. Το έργο της είχε κάτι το πολύ προσωπικό και η ίδια η παλιωσύνη του με ενέπνεε. Ένιωθα πάρα πολύ σίγουρος και πάρα πολύ άνετος μέσα στα τρία σαλόνια της που τα είχε μετατρέψει σε πινακοθήκη. Αλλά τι πινακοθήκη. Οι τοίχοι ήταν γεμάτοι από την οροφή ως το πάτωμα, ώστε να δημιουργείται ένα αδιαχώρητο. Τα τοπία της φανέρωναν μια φύση ρομαντική, ικανή όμως να κυριαρχήσει απόλυτα τον εαυτό της. Κάποια γυμνά πολύ εκφραστικά, και για την εποχή που τα ζωγράφιζε πολύ τολμηρά, τα είχε σ’ ένα σαλόνι του πάνω πατώματος. Όσο ακόμη στεκόταν στα πόδια της, δεχόταν τους φίλους της μέσα σ’ αυτά τα κατάφορτα δωμάτια, κάθε πρώτη Κυριακή του μηνός. Εκεί μπορούσε να συναντήσει κανείς ανθρώπους της ηλικίας της, καθώς και νέους, πολύ νέους, αγόρια και κορίτσια. Δεν μπορούσε ν’ απαρνηθεί τις παλιές φίλες της (όσες ακόμα βρίσκονταν στη ζωή) αλλά τα νιάτα την ενθουσίαζαν. Τα τελευταία χρόνια, κάθε φορά που την έβλεπα, είτε στο σπίτι της είτε σε τυχαίες συναντήσεις έξω, (περπατούσε κρατώντας δυό μπαστούνια εξαιτίας των αρθριτικών της), ο θαυμασμός μου μεγάλωνε πιο πολύ καθώς ανακατευότανε και με κάποια τρυφερότητα γι’ αυτή την τόσο δυναμική ύπαρξη που δεν ήθελε να τα βάλει κάτω. Έτρεχε σε διαλέξεις, σε συγκεντρώσεις, στο θέατρο. Το μυαλό της, ως την ώρα που στεκόταν ορθή, ήταν κοφτερό σαν λεπίδι. Την πείρα της ζωής που είχε αποκομίσει, την ένιωθες να παραμονεύει πίσω από κάθε της στάση, από κάθε λόγο, στον ίδιο τον τόνο της φωνής της. Κάποτε, γινόταν αληθινά αποκαλυπτική. «Οι γυναίκες μου είπε μια μέρα, αγαπούν πρώτα με το μυαλό. Η χαρά των αισθήσεων έρχεται παραϋστερα. Οι άντρες αντίθετα αρχίζουν με τις αισθήσεις και τελειώνουν με το μυαλό». Βλέπετε, δεν χρησιμοποιούσε την λέξη ψυχή. Αυτό θα την έριχνε στην περιπάθεια. Και την απεχθανόταν. Είχε ζήσει μια πλήρη ζωή. Είταν η πρώτη γυναίκα που μπήκε εδώ στη Σχολή Καλών Τεχνών. Είχε χαλάσει τον κόσμο, είχε ανακατέψει και τα Ανάκτορα, για να το επιτύχει. Η πρώτη καλλιτέχνις που ξέκοψε από το σπίτι της κι έζησε χρόνια πολλά τη ζωή των μεγάλων καλλιτεχνικών κέντρων της Ευρώπης. Σήμερα, αυτό δεν σημαίνει τίποτα. Αλλά το να είσαι ο πρώτος βαραίνει πάρα πολύ. Γι’ αυτό και την τέχνη της πρέπει να την τοποθετήσουμε στην εποχή της. Πολλά πράγματα βρίσκουμε τώρα «παιδαριώδη», που άλλοτε είταν πάρα πολύ σοβαρά. Και ίσως πολλά πράγματα απ’ αυτά που προβάλλονται σήμερα με επισημότητα, μέσα σε λίγα χρόνια θα μας κάνουν να γελούμε. Η Σοφία Λασκαρίδου είταν μια πλούσια καλλιτεχνική φύση.
    Εκείνο, στα τελευταία της χρόνια που την έκανε απροσδόκητα περιπαθή, είταν η ανάμνηση του Περικλή Γιαννόπουλου. Ο άνθρωπος αυτός φαίνεται να την είχε παράφορα αγαπήσει, ακριβώς γιατί, αφού πίστεψε πρώτα σε αυτήν, ύστερα την βρήκε πολύ δυνατότερή του. Οι μνήμες την κατάκλυζαν τώρα, την τυραννούσαν. Δεν έλειπε και κάποια τύψη μέσα σ’ αυτά τα συναισθήματα που έρχονται ορμητικά από τα βάθη του καιρού. Είχε την εντύπωση πως αυτή υπήρξε η αιτία της αυτοκτονίας του. Κρατούσε τα γράμματά του φυλαγμένα μέσα σε μια κασετίνα, δεμένα σε μικρούς πλίκους, με κορδελλίτσες. Τάνοιγε κάθε τόσο και τα διάβαζε. Ζούσε ολοκληρωτικά σχεδόν μέσα σε αυτόν τον αναδρομικό έρωτα. Κάποτε, προτείνοντάς μου την ανοιχτή κασετίνα μου είπε: «Μυρίστε! Αυτό ήταν το άρωμα του Γιαννόπουλου!» Και μου εξήγησε ότι κάθε άνθρωπος έχει μια ιδιαίτερη μυρωδιά που πρέπει να τον αγαπήσεις πολύ για να μπορέσεις να την διακρίνεις. Βέβαια, το κουτί μύριζε μούχλα, παλιό κιτρινισμένο χαρτί. Εκείνη διέκρινε το άρωμα του αγαπημένου της. Μου ζήτησε να της διαβάσω ένα-δύο από τα γράμματα. «Εσείς που διαβάζετε τόσο καλά!» είπε. Το έκαμα, προσπαθώντας όσο μπορούσα να μαλακώσω την καθαρεύουσα, παραλείποντας εδώ κι εκεί φράσεις για να μειώσω την εντύπωση από τις επαναλήψεις. Την είδα να δακρύζει. «Σας τα χαρίζω, μου είπε, αυτά τα γράμματα για να με θυμάστε. Μόνο σας παρακαλώ, μην τα δημοσιέψετε όσο ζω». Τα δυό που της είχα διαβάσει. Διέγνωσα κι’ από τον το ο της φωνής κι από τη χειρονομία της, πως επιθυμία της είταν να γίνει λόγος για τον έρωτά της και ύστερα από το θάνατό της. Η ίδια, άλλωστε, στα ογδόντα πέντε χρόνια της, τύπωσε ένα βιβλιαράκι με τον τίτλο «Μια μεγάλη αγάπη» όπου είχε περιγράψει την ερωτική της περιπέτεια με τον «Περικλή της», και μοίρασε στους φίλους της. Και τώρα, εκπληρώνω αυτή την τελευταία της επιθυμία. Ιδού, τα γράμματα
     Αυτό είναι το κείμενο του δοκιμιογράφου κυρού πλέον Γιάννη Χατζίνη το οποίο αναφέρεται στην φιλική του γνωριμία με την εικαστικό Σοφία Λασκαρίδου, και το οποίο στάθηκε αφορμή για τον πεζογράφο Ηλία Βενέζη να γράψει μερικές μέρες αργότερα στην εφημερίδα «Το Βήμα» την δική του επιφυλλίδα.
     Ο Ηλίας Βενέζης, μας μιλά και για τις ανέκδοτες αλληλογραφίες άλλων ελλήνων πολιτικών ή συγγραφέων αντρών. Τα γράμματα του Κρητικού Νίκου Καζαντζάκη, είναι από τα πιο πολυδιαφημισμένα όπως μας δείχνουν και οι συχνές παραπομπές των μελετητών του έργου του. Θυμάμαι τα πρωτοδιάβασα στο σπίτι της οδού Καλλιδρομίου του Κίμων Φράίερ, με πολλές σημειώσεις του Κίμωνα. Αργότερα, τα αγόρασα σε επανέκδοση και τα ξαναδιάβασα, αν και ο Νίκος Καζαντζάκης συνήθιζε σε όποιον του έγραφε, να απαντά, θέλω να πω ότι, υπάρχουν εκατοντάδες γράμματα του Καζαντζάκη που είναι διάσπαρτα σε πολλά άγνωστά μας χέρια. Για την αλληλογραφία του πρωθυπουργού Ελευθέριου Βενιζέλου, δεν γνωρίζω τίποτα. Για τον ποιητή Κωστή Παλαμά, υπάρχει η πολύτομη αλληλογραφία του, που νομίζω δεν έχει ακόμα ερευνηθεί. Πάντως πολλά από τα προσωπικά γράμματα του Κωστή Παλαμά, τα δημοσιευμένα, ίσως δεν θα άξιζε να δημοσιευθούν, δεν προσθέτουν τίποτα στο ποιητικό και δοκιμιογραφικό του έργο. Του Ψυχάρη, ίσως σήμερα έχουν αξία, για την γλώσσα που χρησιμοποιεί. Όσο για τα ερωτικά γράμματα του ποιητή Άγγελου Σικελιανού προς την Άννα, γράμματα τόσο πομπώδη, τόσο κομπαστικά, τόσο «άδεια» από ερωτικό συναίσθημα, ίσως θα αξίζει να παραβληθούν με εκείνα του Περικλή Γιαννόπουλου, ως προς τον υπερβολικό τόνο της γραφής των. Περισσότερο οι δύο αυτοί ερωτευμένοι απευθύνονται προς τον εσώτερο εαυτό τους, παρά προς την σύντροφό τους. Γράμματα θαυμαστικά της δικής τους ερωτικής επιθυμίας, μιας αντρικής επιθυμίας, που διασφαλίζει την ασφάλεια της ατομικής των αντρών πρόθεσης. Γράμματα που μας φανερώνουν, πιο είναι το ισχυρό φύλο μέσα στην κοινωνία και κατ’ επέκταση, στο ερωτικό παιχνίδι.
Φοβερό το να ερωτεύεται ένας άντρας, αλλά ακόμη φοβερότερο αυτός ο άντρας να είναι ποιητής ή διανοούμενος.
(ποιο είναι το ρηθέν υπό του παλαιού δημάρχου της Θεσσαλονίκης της ΝουΔούλας; Οι ποιητές είναι λαπάδες).
Γιώργος Χ. Μπαλούρδος
Πρώτη γραφή σήμερα, Κυριακή, 6 Σεπτεμβρίου 2015
Πειραιάς, 6/9/2015

Υ. Γ. Δεν μπορεί κανείς να μείνει ασυγκίνητος με το μικρό παιδάκι από τη Συρία νεκρό στην παραλία. Λόγια, Λόγια, Λόγια, φιλάνθρωπων κυρίων και κυριών ελλήνων και ευρωπαίων, χριστιανών και μουσουλμάνων. Το θέμα, το ουσιαστικό θέμα δεν είναι τα λουλούδια υποδοχής, ή το σήμα της νίκης, αλλά αν οι πολίτες όλων των Ευρωπαϊκών κρατών, των Ηνωμένων Πολιτειών Αμερικής, των πρώην ανατολικών κρατών, αλλά, και των πλούσιων Μουσουλμανικών κρατών, πιέσουν ή εξαναγκάσουν τις κυβερνήσεις τους με πολιτικά μέσα, να βοηθήσουν στην ειρήνευση της περιοχής, να πάψουν οι τοπικοί πόλεμοι, να ανορθωθούν τα κατεστραμμένα κράτη που διέλυσε η αποικιοκρατική πολιτική των μεγάλων δυτικών, ανατολικών δυνάμεων, των μουσουλμανικών κρατών, και των φανατισμένων μουσουλμάνων στρατιωτών. Ποιος θα ανοικοδομήσει τα Αρχαία της Παλμύρας; Ποια Θεϊκή δύναμη επιτρέπει να αποκεφαλίζονται ανθρώπινες υπάρξεις; Για ποια δημοκρατία μιλούν οι δυτικοί πολιτικοί ιθύνοντες, σε κράτη που οι πολίτες τους πιστοί στον Θεό τους, ραβδίζουν, βασανίζουν, σκοτώνουν, γκρεμίζουν τις γυναίκες τους, τις κόρες τους, τους άντρες ομοφυλόφιλους, τους έχοντας διαφορετικό πιστεύω από εκείνους, τους έχοντας διαφορετικό θρήσκευμα; Και, πως θα διατηρηθούν τα πολιτικά και ανθρώπινα δικαιώματα των Ευρωπαίων πολιτών με την εισβολή τόσων ανθρώπων με διαφορετική πολιτιστική παράδοση; Και, τόσες εκατοντάδες χιλιάδες θέσεις εργασίας που θα βρεθούν; Από ποιους πολίτες άλλων χωρών θα τις στερήσουν; Μόνο η ανοικοδόμηση των κατεστραμμένων κρατών της Μεσογείου μπορεί να βοηθήσει τους εξαθλιωμένους ανθρώπους να μην εγκαταλείπουν τις εστίες τους, η ίδρυση κράτους για τους Παλαιστινίους, η επιστροφή των Κυπρίων προσφύγων στις εστίες των προγόνων τους, η απομάκρυνση των τουρκικών στρατευμάτων από την Κύπρο, η αναγνώριση του Κράτους του Ισραήλ από τα Αραβικά κράτη, και η οικονομική ανάπτυξη και πολιτική αυτοδιάθεση των αραβικών κρατών πέρα από δυτικές ή ανατολικές ηγεμονίες αλλά και τα φανατισμένα θρησκευτικά άτομα, που καταστρέφουν όχι το αλλόθρησκο, αλλά τα διαχρονικά Μνημεία του Παγκόσμιου Πολιτισμού. Γιατί, αν αυτό είναι το Ισλάμ, τότε και η Χριστιανική Δύση έχει δικαίωμα να ζητήσει την μη Μουσουλμανοποίησή της, εν ονόματι των χιλιάδων αγώνων που έδωσαν οι Ευρωπαίοι χριστιανοί πολίτες όλων των δογμάτων, στην αιματοβαμμένη πολιτική πορεία της Ευρωπαϊκής Ιστορίας.                                                                               

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου