Μαρία Περικλή Ράλλη
Μεταφέροντας
πρόσφατα στην ιστοσελίδα μου, την επιφυλλίδα του συγγραφέα Ηλία Βενέζη στην
πρωινή εφημερίδα «Το Βήμα» στις 18/1/1966, που σχολίαζε τα ερωτικά γράμματα του
διανοούμενου Περικλή Γιαννόπουλου στην ζωγράφο Σοφία Λασκαρίδου, θέλησα να
μεταφέρω εδώ, και μια δεύτερη επιφυλλίδα του στην ίδια εφημερίδα, δεκατέσσερις
μέρες νωρίτερα, στις 4 Ιανουαρίου του 1966.
Το κείμενο του ακαδημαϊκού Ηλία Βενέζη,
αναφέρεται στην Πειραιώτισσα πεζογράφο και ποιήτρια Μαρία Περικλή Ράλλη-με την
ευκαιρία της βραβεύσεώς της για το έργο της-και ταυτοχρόνως, μας μιλά για το
μεγάλο υποκριτικό ταλέντο της ηθοποιού και αδερφής της πεζογράφου, σημαντικής
ελληνίδας τραγωδού, γνωστής Πειραιώτισσας Κατίνας Παξινού, που την περίοδο
εκείνη, ερμήνευε μαζί με τον σύζυγο της Αλέξη Μινωτή, το θεατρικό έργο του
Νορβηγού συγγραφέα Ερρίκου Ίψεν, «Βρικόλακες».
Η επιφυλλίδα του Βενέζη, μας μιλά για τις
μικρές ιδιωτικές προσωπικές στιγμές των δύο αδερφών, που η κάθε μια τους
ξεχωριστά, πρόσφερε τόσα πολλά και ανεξίτηλα στο καλλιτεχνικό στερέωμα της
εποχής των, για τις φιλικές σχέσεις που είχε αναπτύξει ο Βενέζης μαζί τους, και,
για ορισμένες ιδιαίτερες ιδιωτικές στιγμές των γυναικείων αυτών προσωπικοτήτων,
ως μανάδες και ως σύζυγοι, καθώς το πένθος και η θλίψη είχε ήδη αρχίσει να τις τυλίγει
με το σκούρο αραχνοΰφαντο σάβανο, και σφράγιζε καταλυτικά την μοίρα της
ατομικής τους πορείας. Η πεζογράφος, είχε χάσει προ πολλού τον άντρα και το
μοναχοπαίδι της, η τραγωδός, έχανε το θηλυκό της βλαστάρι. Χαροκαμένες υπάρξεις,
ανεπανάληπτες σταθερές επαναλαμβανόμενες εικόνες ελληνικής τραγωδίας και ζωής.
Μας τις φωτογραφίζει μέσα στην υπερήφανη αρχοντιά τους, την ευγένεια του
προσωπικού τους ήθους, την μεγαλοσύνη της τέχνης τους, τις απλές καθημερινές
ιδιωτικές τους συνήθειες που εξακολουθούν να δίνουν νόημα στην ζωή τους παρά
την διαβρωτική θλίψη του πένθους, τους, τις φοβίες τους, τα επώδυνα άγχη τους,
αλλά και, τον ώριμο γυναικείο τους τρόπο, με τον οποίον αντιμετώπιζαν το συμβάν
του θανάτου προσφιλών τους προσώπων στην διάρκεια του βίου τους. Ο θάνατος,
τους προσπόριζε βουβή δύναμη και αναπάντεχη αντοχή, στωικότητα και εγρήγορση
στις πνευματικές τους ασχολίες, εξουθενωτική διαύγεια ζωής. Γυναικείες
φιγούρες, αποκαθηλωμένες από το κάδρο της πνευματικής τους δόξας και δημιουργίας,
που ονειρεύονται-όπως κάθε χαροκαμένη και βασανισμένη απλή ελληνίδα μάνα-το
νεκρό τους σπλάχνο, και πιστεύουν με πένθους πάθος σε αυτά τα ονειρικά
ανεξήγητα σκοτεινά σήματα, χωρίς λογική, χωρίς προυποθετικές αμφιβολίες, χωρίς
μεταφυσικούς δογματισμούς, χωρίς θρησκευτικές επιταγές απαγόρευσης. Ελληνίδες
υπάρξεις, που επηρεάζονται από αυτά, που ζητούν παρηγοριά από αυτά, που ξαφνιάζονται
από το αναπάντεχο προσκλητήριό τους, που σκιάζονται έτσι όπως τα αναθυμούνται,
και ξυπνούν κάθιδρες και αναστατωμένες από τον ύπνο τους, λαβωμένες από τις
σαϊτιές τους, παρόλα αυτά όμως, τα ανεξήγητα και σκοτεινά, τα αινιγματικά και
σημαίνοντα όνειρα θανάτου και ζωής, ανοίγουν διάλογο συνομιλίας μαζί τους και
ζητούν να τα ερμηνεύσουν με τον δικό τους απλό και ίσως και απλοϊκό τρόπο. Παράξενα
όνειρα, που αν και προέρχονται από το σκοτεινό βασίλειο του αναχόρταγου Άδη,
μας μιλούν για τις βασανιστικές ανάγκες των ανθρώπων της εδώ ζωής και την
ψυχική τους γαλήνη και ισορροπία. Μας μιλούν για το αβέβαιο μέλλον που είναι
εξίσου ελπιδοφόρα καταλυτικό, όσο και το παρόν που βιώνουν με θλίψη και βουβό
σπαραγμό.
Ατέλειωτες
και αχαρτογράφητες οι προσωπικές αυτές ανώνυμες και επώνυμες μαρτυριολογικές
συναγωγές γυναικών και αντρών, μανάδων και πατεράδων, στο άπειρο κομποσκοίνι
του θανάτου. Η Ελληνική γραμματεία μέσα στον χρόνο, μας έχει προσφέρει άπειρα
κείμενα ονείρων, σχολιασμένα ή μη. Είναι μια παράδοση λαϊκή ή λόγια, επώνυμη ή
ανώνυμη, που εμπεριέχει στο διάβα της όλο το πένθος της ελληνικής φυλής.
Ώ μη γυρεύεις πλαίσιο
στη θλίψη πλέον εξαίσιο
άλλο από τη σιγή.
Ο αδιάκριτος ο πόνος
πήρε στα χέρια μόνος
ολόκληρη τη γη.
Μαρία Περ. Ράλλη, από τα «Γυναικεία Λόγια»,
εκδόσεις «Πυρσού» 1932
Ας ξαναδιαβάσουμε τώρα, μετά από πενήντα
περίπου έτη, την επιφυλλίδα αυτή του συγγραφέα Ηλία Βενέζη, η οποία
δημοσιεύτηκε στην πρωινή ημερήσια εφημερίδα
«Το Βήμα» Τρίτη 4/1/1966, και ας προσπαθήσουμε να ονειρευτούμε, πως θα
ένιωσαν οι αναγνώστες της εφημερίδας εκείνης της εποχής καθώς θα την
μελετούσαν, και ακόμα, τι συναισθήματα θα δημιούργησε ο λόγος του, στα
αναφερόμενα πρόσωπα, μια και βρίσκονταν ακόμα εν ζωή.
ΟΙ ΕΠΙΦΥΛΛΙΔΕΣ ΤΟΥ ΒΗΜΑΤΟΣ
Η ΚΥΡΙΑ ΡΑΛΛΗ
(Και
η κυρία Άλβιγκ)
του
Ηλία Βενέζη
Ακαδημαϊκού
Η ΚΥΡΙΑ Μαρία Περ. Ράλλη, τιμήθηκε πριν από λίγες μέρες με το πρώτο
Κρατικό Βραβείο Πεζογραφίας(διηγήματος). Εξαίρουμε την δίκαιη πράξη.
Επιβραβεύεται ένα έργο και μια ζωή αφιερωμένη προπάντων στα Ελληνικά Γράμματα.
Και τιμάται και προβάλλεται στο πρόσωπο της κυρίας Ράλλη, το πιο σημαντικό
γεγονός των Γραμμάτων μας: η δυνατή, παλλόμενη, γεμάτη ευαισθησία και φρεσκάδα,
παρουσία Ελληνίδων συγγραφέων πρώτης γραμμής που ανατάραξαν τα νερά και έφεραν
την ελληνική λογοτεχνία στο επίπεδο της ευρωπαϊκής.
Χαρακτηριστική εκπρόσωπος αυτών των νέων δυνάμεων που ήρθαν μετά το
τέλος του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, και αναστάτωσαν τα Γράμματά μας, η κυρία
Ράλλη είχε ήδη προετοιμασθή απ’ τη μοίρα. Είχε ζήσει και είχε υποφέρει. Γιατί
να το κρύβουμε; Κάθε τι άξιο και σωστό εδώ κάτω πληρώνεται ακριβά με αγρύπνια και
με σπαραγμό και με αίμα. Όχι-οι μακάριοι και οι ευτυχείς-αυτοί δεν είναι
προορισμένοι να περάσουν την Στενή Πύλη. Αυτή η Πύλη είναι για τους άλλους, που
έδωσαν και πήραν, που έχασαν, και χτυπήθηκαν πάνω σε νιόσκαφτους τάφους, που
ρώτησαν άγρια το Θεό για το τι είναι δίκαιο και τι είναι άδικο στον κόσμο τούτο,
που δεν πήραν απόκριση και δεν παρηγορήθηκαν, που ξέρουν πως δεν θα σωπάση ποτέ
η φωνή που ρωτά και ελέγχει, η φωνή που καταριέται και δεν συγχωρεί.
Η κυρία Μαρία Ράλλη θα μπορούσε να είναι μονάχα η κυρία του καλού κόσμου
που τα έχει όλα, ομορφιά, καταγωγή, μόρφωση, χρήματα-εκείνη την ασφάλεια που
αναπαύει και ηρεμεί-. Όμως η σφραγίδα του Θεού ήταν γι αυτήν άλλη. Όπως και για
την αδελφή της Κατίνα Παξινού. Τώρα που τις γνώρισα από πιο κοντά, μπορώ να πω
πόσο είναι πλάσματα έξω από τα κοινά μέτρα, άξια να τα βάζουν με το Θεό, όχι
μόνο με τους ανθρώπους, να χτυπιούνται, να βασιλεύουν, να δυναστεύσουν να θριαμβεύουν να
κατακρημνίζονται, να αποτυχαίνουν να δοξάζονται, να πεθαίνουν και να
ανασταίνωνται. Και όλα στο πολύ στο άμετρο, χωρίς τσιγκουνιά με απλοχεριά, με
γενναιότητα. Θα τους πήγαινε περισσότερο ο αμείλιχτος νόμος των Εβραίων, όχι ο
νόμος του Χριστού. Μια οικείωση με τον μέγιστο τρόμο, το θάνατο, αυτό που σε
μας θα φαινόταν άγριο και αβάσταχτο, τις έφερε να αποδεχτούν μέσα τους μιαν
αρμονία άλλου κόσμου, μιαν ισορροπία που δεν συμβιβάζεται και που δεν συγχωρεί,
αφού τέρμα της είναι η αναζήτηση της εσωτερικής τελειότητας-αν υπάρχει. Μια μέρα
καλοκαιριάτικη, καταμεσήμερο, έβραζε ο ήλιος, συνόδευα την φίλη μου την κυρία
Μαρία Ράλλη. Φτάσαμε στην πλατεία Συντάγματος, έλιωνε η άσφαλτος έρημη η
πλατεία, έτρεχε ο ίδρος στα πρόσωπά μας και στα κορμιά μας.
-Εδώ θα χωρίσουμε μου είπε η κυρία.
Είπα να την πάω στο σπίτι της, λίγο πιο
πάνω στην οδό Ζαλοκώστα που ήταν στον δρόμο μου.
-Όχι, εγώ τώρα θα πάρω τον άλλο δρόμο.
Πάω στους τάφους μου.
Ξαφνιασμένος μάθαινα πως αυτό πια ήταν κάτι τελετουργικό στην ζωή της.
Οι τάφοι του γιού της, του ανδρός της. Καθημερινά. Με απλότητα. Χωρίς φόβο. Μια
συνάντηση και μια συνομιλία. Το μέγιστον μάθημα.
Από αυτό το ήθος, από αυτήν την άλλη αρμονία, τη «μυστική», ήρθαν οι
σπαραχτικοί στίχοι της κυρίας Ράλλη, η έξοχη πεζογραφία της, που με τα πιο λιτά
μέσα, διεισδύει και αποκαλύπτει, η πυκνή, όλο ένταση σκέψη της σαν μιλά, οι
ταξιδιωτικές της αφηγήσεις.
«Τι σκούζει αδερφή-φώναξε ο πεθαμένος αδερφός στην αδερφή του ενώ τους
χώριζε ένα ποτάμι θολό νερό. Τι σκούζεις; φώναξε από τον αντίπερα όχτο
αγριεμένα. Δεν απόκαμες πια; Δεν στερεύουν κείνα τα δάκρυά σου; Βλέπεις ετούτο
το ποτάμι που μας χωρίζει; Δικό σου είναι. Εσύ μου το φερες εδεκεί στα ποδάρια
μου και δεν μπορώ δυό βήματα να άνω
πέρα, γιατί όλο φουσκώνει και πάει να με καταπιή. Για το Θεό! Στέγνωσα να σ’
ακούγω!... Πλημμυράς με τις κλάψες σου το νερό και δεν γίνεται να
λιγοστέψη!....».
Από αυτό το κονταροχτύπημα με τη
ζωή και με το θάνατο βοηθημένο απ΄ τη σφραγίδα της δωρεάς, απ’ το μέγιστον
τάλαντο, εξηγείται και η τελειότης της κυρίας Άλβιγκ, που είδαμε πριν λίγες
μέρες στο Βασιλικό Θέατρο. Κρίμα που οι παραστάσεις της επανάληψης των
«Βρυκολάκων», ήταν λίγες, και κρίμα για όσους δεν μπόρεσαν να τους δουν. Η
κυρία Παξινού είχε φτάσει σε τόνους μοναδικούς για το θέατρο-όχι απλώς το
ελληνικό. Μαγνητοφωνήσαμε αυτήν την παράσταση για να την διδάσκωνται αύριο οι
νέοι στη Δραματική μας Σχολή. Η κυρία Παξινού δεν είχε απλώς δεχθή να παίξη την
κυρία Άλβιγκ με δυό παιδιά- περσινούς αποφοίτους της Σχολής μας-στα οποία ο
Αλέξης Μινωτής είχε την γενναιότητα και την τόλμη να εμπιστευθή τους ρόλους του
Όσβαλντ και της Ρεγγίνας του Ίψεν. Έπρεπε να βλέπατε τις δοκιμές, όταν
απουσίαζε ο Μινωτής, ο σκηνοθέτης του
έργου, με πόση τρυφερότητα, με πόση αφοσίωση ανακατεμένη με σοφία, εδίδασκε η
κυρία Παξινού, στον νέο συνάδελφό της τα πρώτα μεγάλα βήματά του, στη
συντριπτική σκηνή του Εθνικού Θεάτρου. Σα να ήταν αληθινό παιδί της.
Αυτόν τον ρόλο της τον είχε διδάξει και η ζωή. Μου αφηγείται η ίδια μια
μέρα, εδώ και ένα μήνα, τι είχε συμβή, το ήθος του θανάτου που την τύλιξε σαν
έχασε το κορίτσι της. Είχα συνοδεύσει την κυρία Παξινού στην κηδεία του πατέρα
της κυρίας Βάσως Μανωλίδου. Στην εκκλησία η κυρία Παξινού μου είπε:
-Όταν θα αρχίση η νεκρώσιμη ακολουθία θα
βγω έξω. Άλλα έμαθα να τα αντέχω, αυτό όχι.
Δεν είχε πάει μήτε στην κηδεία του παιδιού της. Ήταν άρρωστη. Της είπαν:
ήταν σαν άγγελος, τόσο ήσυχο πρόσωπο, ευτυχισμένο. Τη νύχτα της ταφής η αδερφή
της κυρίας Παξινού είδε στον ύπνο της τη νεκρή ανιψιά της. «Γιατί με θάψατε;
της είπε. Ήμουν ζωντανή». Χωρίς να πη τίποτε στη μάννα, η κυρία πήρε άνθρωπο, πήγαν
κρυφά στο νεκροταφείο, άνοιξαν τον τάφο, βεβαιώθηκαν: η νεκρή ήταν όπως την
είχαν θάψει, ασάλευτη, στην οριζόντια γαλήνη της. Όχι δεν ήταν νεκροφάνεια, το
όνειρο δεν ήταν σωστό. Πήγε, το είπε στην κυρία Παξινού, «Μείνε ήσυχη-της είπε-αν
τυχόν είδες κι εσύ το ίδιο όνειρο. Το παιδί σου πέθανε». «Μπόρεσες και το
έκανες αυτό, ν’ ανοίξης τον τάφο για να βεβαιωθής;» ρώτησε η μία αδερφή, η
μάννα, την άλλη. «Δεν θα ήσουν ήσυχη και δεν θα ήμουν ήσυχη σ’ όλη μου τη ζωή»
της αποκρίθηκε.
Θυμόμουν αυτή τη λεπτομέρεια στην Τρίτη πράξη των «Βρυκολάκων» στο
ύστατο παίξιμο των χεριών και του σώματος της κυρίας Άλβιγκ. Τα κινούσε
πράγματι δύναμη μυστική.
Αφηγείται στις ταξιδιωτικές της σελίδες η κυρία Μαρία Ράλλη «Το
μοναστήρι της Αγάπης-στα Καρπάθια-καρφωμένο στο νύχι μαύρου δασόβουνου, κάθεται
πεντακόσια χρόνια ασάλευτο εκεί, σκορπίζοντας καντηλάναμμα., την εγκαρτέρηση
και την ελπίδα. Μέσα στην βασιλική, μια βυζαντινή Παναγιά, με μεγάλα ανοιγμένα
μάτια, πλέει στο χρυσάφι και κοιτάζει ολοένα την πόρτα. Τετρακόσια πενήντα
κορίτσια σπουδάζουν εκεί. Είναι σήμερα σεμινάριο. Είναι ντυμένες σαν
μεσαιωνικές πυργοδέσποινες. Καλπάκι μαύρο, στραβοβαλμένο στο μέτωπο. Και το
κρατάει πέπλο κοντό, ριχτό κατά πίσω, που κρέμεται με χάρη. Φοράνε κοντό σάκκο
πάνω σε μακριά ρευστή φούστα. Την ώρα του εσπερινού μια ψηλόλιγνη νόνισσα, με
μπέρτα από μουσελίνα λοξή πλισέ που τις έπεφτε χυτή στη ράχη, φοδραρισμένη με
πλατιά φάσα στο χρώμα της φούξιας, φέρνει βόλτα τον περίβολο, αργοπατώντας σαν
πριγκιπέσσα. Στα χέρια της, σε οριζόντια κλίση, κρατούσε ένα μακρύ πάσσαλο και
τον χτυπούσε ρυθμικά με ξύλινο σφυρί. Ο κρότος έσπαζε μουσικά την ησυχία.
Χωρικοί με τοπικά ρούχα προσεύχονταν γονατιστοί, στην αυλή του μοναστηριού, κάνοντας
ατέλειωτες μετάνοιες. Στα πόδια τους είχανε απλωμένα ταγάρια γεμάτα στάρι,
μαλλί, μπαμπάκι, καλαμπόκι, τυρί. Απλώνανε τις σοδιές από τα χτήματά τους να
τις αγιάσουνε, για να τις γυρίσουν πίσω στα υποστατικά τους ευλογημένες… Η
μυρωδιά ανέβαινε αγκαλιάζοντας με χλιαρές βόλτες τα ντουβάρια τα δέντρα, τα
πρόσωπα, ζητώντας πληροφορίες για το δράμα του ανθρώπου απ’ τους αγίους που
καθόντουσαν σιωπηλοί, απ’ τα κοπάδια των πουλιών, απ’ τον επί ξύλου κρεμάμενον
εσταυρωμένο…».
Αυτές τις «πληροφορίες για το δράμα του ανθρώπου» βρίσκουμε παλλόμενες
από θέρμη και ένταση στο έργο της αγαπητής μας φίλης, που χαιρόμαστε να το βλέπουμε
να ακτινοβολεί και να βραβεύεται.
Ηλίας Βενέζης,
εφημερίδα «Το Βήμα» 4/1/1966
ΗΤΤΑ
Εγύρισες ανήμπορη, χλωμή
εσύ που κάποια μέρα είχες κινήσει
με συνοδεία πλήρη και μ’ ακμή
και τώρα σ’ έχουν όλα παρατήσει.
--
Δεν ήτανε κι ο δρόμος ο μακρύς
μήτε κι ο κόπος στις μεγάλες πολιτείες
μια κώχη μόλις έπιασες της γης
έξω κι από τις δημόσιες πλατείες
--
Και σ’ έφτασαν εκεί, της μοίρας φοβερά
τ’ αμείλιχτα, τη σάρκα σου σφραγίσαν
με ματωμένα σ’ εγκατέλειψαν φτερά
κι ούτε φυγής παρηγοριά σ’ αφήσαν.
Μαρία Π. Ράλλη, από τις «Εξομολογήσεις»,
Κασταλία 1934
Αυτή είναι η επιφυλλίδα του ακαδημαϊκού
και συγγραφέα, ενός από τους πιο γνωστούς δημιουργούς της γενιάς του 1930, που
αναφέρεται στις αδερφές Κωνσταντοπούλου, την πεζογράφο και ποιήτρια Μαρία
Περικλή Ράλλη, και την εθνική μας τραγωδό Κατίνα Παξινού. Ο Βενέζης μιλά με
σεβασμό για την ζωή τους, και εκτίμηση για το συγγραφικό έργο και την καλλιτεχνική
δημιουργία των δύο αυτών γυναικών,-που γεννήθηκαν στον Πειραιά . Πάντοτε, όταν
αναφέρεται σε αυτές, τις προσαγορεύει κυρίες με κεφαλαίο Κ. Όπως φαίνεται από
την επιφυλλίδα, γνωρίζει το έργο της πεζογράφου, και παρακολουθεί τις θεατρικές
παραστάσεις της τραγωδού.
Δεν θα ασχοληθώ με το έργο της
Πειραιώτισσας πεζογράφου, Μαρίας Περικλή Ράλλη, αυτό το έκανα το 2006 όταν
εξέδωσα στον Πειραιά, μια μελέτη για την σύνολη δημιουργία και την ζωή της,
όπου παραθέτω και σχετική βιβλιογραφία.. Αναφέρω ενδεικτικά μόνο, ότι γεννήθηκε
στον Πειραιά το 1906 και πέθανε στην Αθήνα στις 3 Ιανουαρίου του 1976. Το 1932,
από τις εκδόσεις «Πυρσού» εκδίδει την πρώτη της ποιητική συλλογή, με τίτλο
«Γυναικεία Λόγια», έκτοτε, εξέδωσε πεζογραφήματα, διηγήματα, ταξιδιωτικές εντυπώσεις,
ποίηση. Το 1965 βραβεύεται με το Α κρατικό βραβείο διηγήματος για το βιβλίο της
«Από το ένα στο άλλο», βράβευση, που στάθηκε η αφορμή για να γράψει ο Ηλίας
Βενέζης την επιφυλλίδα του.
Η Κατίνα Παξινού, γεννήθηκε στον Πειραιά
στις 15/12/1900 και απεβίωσε στην Αθήνα στις 22/2/1973. Την περίοδο 1964-1965,
ο Ηλίας Βενέζης διετέλεσε διευθυντής του Εθνικού Θεάτρου. Στις 2 Δεκεμβρίου του
1965 στην Κεντρική Σκηνή, ανέβηκε το θεατρικό έργο του Νορβηγού δραματουργού
Ερρίκου Ίψεν, «Οι Βρυκόλακες», σε μετάφραση Γεωργίου Ν. Πολίτη, σκηνοθεσία Αλέξη
Μινωτή και σκηνικά και κοστούμια του Κλεόβουλου Κλώνη. Μεταξύ άλλων ερμήνευσαν
ο ίδιος ο σκηνοθέτης, ο Θάνος Κωτσόπουλος, ο Κωνσταντίνος Καστανάς και άλλοι
συντελεστές της εποχής εκείνης, του Εθνικού Θεάτρου. Το έργο είχε ξανά
παρασταθεί και το 1934, όπου η Κατίνα Παξινού είχε ερμηνεύσει για πρώτη φορά την
κυρία Άλβιγκ, σε σκηνοθεσία Φώτου Πολίτη. Το θεατρικό κείμενο, κυκλοφορεί από τις
εκδόσεις «Δωδώνη», στην σειρά «Παγκόσμιο Θέατρο», νούμερο 46, στην ίδια μετάφραση
και πρόλογο του πρώτου σκηνοθέτη του έργου, Φώτου Πολίτη.
Γιώργος
Χ. Μπαλούρδος
πρώτη
γραφή σήμερα, Σάββατο, 12 Σεπτεμβρίου 2015
Πειραιάς,
12/9/2015
Υ. Γ. «Στα ψεύτικα τα λόγια τα μεγάλα» των Ελλήνων Πολιτικών, όλων των
ιδεολογικών αποχρώσεων πλέον και των πολιτικών παρατάξεων, στην Ελλάδα του
2015, ας ακούσουμε τον λόγο ενός ποιητή, του Γεράσιμου Λυκιαρδόπουλου: «….Η άποψη
πως κάθε επανάσταση κάποια στιγμή, είτε συντρίβεται είτε κρατικοποιείται και
στρέφεται εναντίον των ανωνύμων που την έκαναν δεν στοιχειοθετεί μια «μεταφυσική
της ιστορίας» αλλά διαπιστώνει μια ιστορική τραγωδία. Η τραγωδία είναι χωρίς κάθαρση
και προκύπτει από το γεγονός πως καμία ρεαλιστική εκτίμηση και καμία αυτοεπίγνωση
δεν πείθει τον άνθρωπο ν’ αποσύρει ή ν’ ανακαλύψει τα βαθύτερά του αιτήματα. Αυτό
το «παράλογο» στοιχείο δημιουργεί τη δυστυχία και την ανθρωπιά του ανθρώπου…»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου