Τετάρτη 12 Φεβρουαρίου 2014

ΤΟ ΠΑΛΑΙΟ ΡΟΛΟΙ ΤΟΥ ΠΕΙΡΑΙΑ και πάλι

Λίγα και πάλι για το Παλαιό Ρολόϊ

         Σε κάποιο ανθολόγιο αρχαίων ποιητών, επιγραμματοποιών και κωμικών συνάντησα κάποτε το όνομα Φιλίσκος. Αργότερα ανακάλυψα σε λεξικά, ότι υπήρχαν τρεις-τέσσερεις με το όνομα αυτό. Αυτός λοιπόν ο αρχαίος ποιητής με πέντε λέξεις δίνει την εικόνα της πόλης μας τότε, λέει:
«Πειραιεύς κάρυον μέγα και κενόν».
Αυτό το «κενόν» του Πειραιώς, της πόλης που κάποτε αγαπήσαμε, ερωτευθήκαμε, διδαχθήκαμε και, το κυριότερο, αντρωθήκαμε από αυτήν, εδώ και χρόνια προσπαθώ να γεμίσω με τις έρευνες και τα κείμενά μου.
   Γράφοντας και ερευνώντας σε προηγούμενο κείμενό μου για το Παλαιό Ρολόι,(είναι περασμένο στο μπλοκ μου και οι  απόψεις μου), το Ρολόι ορόσημο παλαιών πειραϊκών μεγαλείων, το Ρολόι η άτρυτος μνήμη αυτών που το γνώρισαν και αυτών που δεν το γνώρισαν, το Ρολόι η γκρεμισμένη παστάδα του Πειραιά, το Ρολόι των χαμένων Πειραϊκών Ονείρων, το Ρολόι που χτυπούσε ρυθμικά και παράλληλα με τους χτύπους της καρδιάς των παλαιών Πειραιωτών, το Ρολόι που ευτύχησε να μην δει την μετέπειτα παρακμή της πόλης, το Ρολόι σύμβολο και διαρκή διαμαρτυρία στα χείλη των Πειραιωτών-αυτών που γνωρίζουν και αυτών που δεν γνωρίζουν την ιστορία του- το Ρολόι που το βρίσκει κανείς σε τόσες καρποστάλ, ώστε καταντά λιγάκι παράξενο σε σχέση με τα άλλα αρχιτεκτονικά μνημεία και ιστορικά σύμβολα του Πειραιά, το Ρολόι τηλεκάρτα των εκατό μονάδων της ιστορίας της πόλης μας του 1997, το Ρολόι των 10 δραχμών του γραμματόσημου του 1992 που σχεδίασε ο Π. Γράββαλος, αλλά και αυτό του χαράκτη Τάσου του 1958, το Ρολόι στο οποίο ο παππούς δήμαρχος Αριστείδης Σ. Σκυλίτσης μετέφερε το τότε Δημαρχείο(1885) της πόλης και, ο μπαγαπόντης πολιτικά δήμαρχος εγγονός του το γκρέμισε(1968) (καλά λένε η πρώτη γενιά δημιουργεί η δεύτερη διατηρεί και η τρίτη τα γκρεμίζει-τα πουλά και ησυχάζει, και από το κακό το μάτι και από την εφορία) αυτό αγαπητοί Πειραιείς το Παλαιό Ρολόι, που ακόμα θυμούνται οι εναπομείναντες της τότε εποχής-και το δάκρυ κορόμηλο, και να τα γραπτά-κατεβατά για την συλλογή υπογραφών και χρημάτων για την ανοικοδόμησή του, λες και θα έτρεχαν όλοι οι Πειραιείς να απολαύσουν το καφεδάκι τους στα κάτωθεν αυτού καφεζαχαροπλαστεία. Αν είναι έτσι βρε Παιδιά του Πειραιά, γονυπετής να ανεβώ την ανηφόρα και τα στενά σοκάκια του Προφήτη Ηλία-ακούγοντας στα γουόκμαν μου την φωνή του Σταμάτη του Κόκοτα(άραγε τις ξούρισε τις φαβορίτες του ή κάνει ακόμα οικονομία στα μπικ, ή στην ηλεκτρική ξυριστική του μηχανή λόγω χαρατσιού), να ανάψω λαμπάδα να ξανακτιστεί το Ρολόι να ξεχρεώσει και από τα υπέρογκα χρέη του ο Δήμος μας και, να πάρουν τα παράσημα και τα εύσημα οι δημοτικοί άρχοντες και οι άλλοι κοντινοί παρατρεχάμενοι των δημοκρατικών δυνάμεων βοήθειά μας, να πάψει και αυτός ο πους-τις να γράφει αυτά που έγραψε για τον δήμαρχο της δικτατορίας, ναι-ναι καλέ αυτόν τον χουντικό τον Αριστείδη Σκυλίτση και τον Πειραιά της γενιάς του.
       Γιαυτό λοιπόν το Παλαιό Ρολόι, όλοι μα όλοι έγραψαν και στάθηκαν αρνητικοί απέναντι στο γκρέμισμά του και όπως είναι φυσικό, καταδίκασαν την ενέργεια αυτή του δημάρχου της δικτατορίας, αυτού που όπως λένε οι κακιές γλώσσες είχε μοδίστρα παραδουλεύτρα και του έραβε τις άσπρες φόρμες και στολές καθαριότητος, για αυτό ο Πειραιάς μας έλαμπε και ήταν γεμάτος πινακίδες με χρυσά γράμματα, «απαγορεύεται το ουρείν», «απαγορεύεται το πτύειν», «απαγορεύεται το μπανίζειν», «απαγορεύεται το κολάζειν τους της αγωνίας δημοκρατικούς πολίτες» του λιμανιού βεβαίως-βεβαίως.
     Ας συνεχίσουμε ακάθεκτοι λοιπόν την παράθεση των πληροφοριών για το Παλαιό Ρολόι που δεν συμπεριλάβαμε στο προηγούμενο κείμενο-και φυσικά στο μπλοκ μου.
     Ο πειραιολάτρης ποιητής του μεσοπολέμου Νίκος Ι. Χαντζάρας, 1881-2/6/1949, δεν είναι μόνον ο ποιητής της μία ποιητικής συλλογής κυρίως, των γνωστών «Ειδυλλίων(1931)», αλλά υπήρξε και ένας μαχόμενος δημοσιογράφος και υπερασπιστής των δικαίων του Πειραϊκού χώρου της εποχής του.
     Στο Ιστορικό Αρχείο του Πειραιά,-εκεί στο παλιό σπίτι του Μίμη Τραιφόρου, υπάρχει το αρχείο του ποιητή, το οποίο ένας άλλος γνωστός και φημισμένος Πειραιώτης πεζογράφος, ποιητής, κριτικός και κυρίως επαγγελματίας δημοσιογράφος ο Χρήστος Λεβάντας διέσωσε. Σίγουρα αν το μελετήσει κανείς θα βρει ότι δεν υπάρχουν μόνο πολλά κενά στην καταγραφή και την καταλογράφιση του αρχείου του Χαντζάρα, αλλά και πολλές παραλήψεις, λανθασμένες παραπομπές και ημερομηνίες στις εφημερίδες της εποχής εκείνης που ο ποιητής δημοσιογραφούσε, εφόσον και εκείνος, ζούσε από το επάγγελμα αυτό. Και στο βιβλίο που εξέδωσε ο Χρήστος Λεβάντας για τις δύο Πειραϊκές μορφές, τον Δημοσθένη Βουτυρά και τον Νίκο Ι. Χαντζάρα μεταφέρει τις τεχνικές και ερευνητικές θα γράφαμε αβλεψίες. Όταν πριν από χρόνια ερεύνησα το αρχείο του Χαντζάρα, έπαθα σοκ, παρόλα αυτά, φωτογράφισα ή έβγαλα φωτοτυπίες τις περισσότερες μάλλον επιφυλλίδες του, αργότερα πάλι στο Ιστορικό Αρχείο της πόλης, ερεύνησα τα ίχνη του Νίκου Ι. Χαντζάρα αυτού του αυτοδίδακτου αλλά σημαντικού Πειραιώτη δημιουργού, μέσα από τον τοπικό τύπο και έκανα τις σχετικές διασταυρώσεις χωρίς για να είμαι ειλικρινής, να εξάντλησα την έρευνα ή να συγκέντρωσα όλο το διάσπαρτο σκόρπιο υλικό των κειμένων- μικρών επιφυλλίδων που ο ποιητής έγραφε σε διάφορες τοπικές εφημερίδες, δημοσίευε τα ποιήματά του, παρουσίαζε στο Πειραϊκό αναγνωστικό κοινό τις κριτικές που είχαν γράψει οι άλλοι για το έργο του, και αναδημοσίευε τις επιφυλλίδες του αρκετές φορές με άλλον τίτλο. Αυτό είναι το πιο δύσκολο και κακοτράχαλο σημείο στην έρευνα για τα δημοσιευμένα κείμενα του ποιητή. Παρόλα αυτά συγκέντρωσα πάνω από διακόσιες επιφυλλίδες του από όπου εδώ αντλώ δύο που αναφέρονται στο Παληό Ρολό και στο κτήριο του Δημαρχείου γενικότερα. Ο Νίκος Ι. Χαντζάρας και σε άλλες του επιφυλλίδες αναφέρεται στο Ρολόι, αυτό όμως θα απαιτούσε ειδική έρευνα και θα ήταν ένα άλλο θέμα. Θεωρώ, ότι αυτές οι δύο επιφυλλίδες που δημοσιεύτηκαν στην εφημερίδα «Η Φωνή του Πειραιώς» με τον τίτλο-όπως και οι άλλες- «ΠΕΙΡΑΙΩΤΙΚΑ» αντιπροσωπεύουν τον ποιητή και το θέμα το οποίο εγώ εξετάζω. Η μία από αυτές, με τίτλο το «Το Ωρολόι», Δευτέρα 12 Φεβρουαρίου 1945 αναδημοσιεύτηκε και στο «Πειραικόν Ημερολόγιον» του 1966 που εξέδωσε ο Νίκος Κατσικάρος, η άλλη δημοσιεύεται εδώ για πρώτη φορά.                            
  

                                ΠΕΙΡΑΙΩΤΙΚΑ

      ΤΟ Ωρολόϊ

     Ο Δήμος ζητάει το Ωρολόϊ του, δηλαδή η Δημοτική Αρχή θέλει να επαναγκατασταθή στο παλιό Δημαρχείο, που τώρα έχει στεγασθή άλλη υπηρεσία, ενώ εκείνη έχει προσφύγει κοντά στο Γηροκομείο και τα γραφεία της έχουν εγκατασταθή σε δύο-τρία σπίτια.
      Η περιπέτειά της αυτή μου φέρνει στο μυαλό παλιές έρευνες μου για την ίδρυση του ωρολογιού και πώς το χτίριο τούτο στην αρχή εχρησιμοποιήθηκε και μου θυμίζει ακόμα τις πολλές και «Θυελλώδεις» συζητήσεις στο δημοτικό συμβούλιο, επί δημάρχου Τάκη Παναγιωτόπουλου, όταν επρόκειτο να πουληθή στην Τράπεζα της Ελλάδος από τον δήμο το τμήμα της πλατείας Θεμιστοκλέους για την ανέγερση των υποκαταστημάτων της Τραπέζης της Ελλάδος και της Εκδοτικής.
     Η Δημοτική Αρχή τότε είχε καταδικάσει το χτίριο του Δημαρχείου. Και πολύ λογικά. Δεν μπορούσε πια να χωρέση συγκεντρωμένες τις υπηρεσίες της ο πύργος αυτός, που εχτίστηκε από το Δήμο το 1870 κι εχρησίμεψε πρώτα για χρηματιστήριο και για Λέσχη των εμπόρων.
     Οι γηγενείς δημοτικοί σύμβουλοι είχαν επιμείνει να διατηρηθή όπως είχε το χτίριο.
      Τώρα μαθαίνω πως η δημοτική αρχή ζητάει να επιστρέψη στην πρώτη φωλιά της, να μιμηθή το χελιδόνι.
Μ’ αυτό κι’ αν γίνη, θα είναι προσωρινό μέτρο.
     Καθώς έχουμε ελπίδα όλοι οι Πειραιώτες, ο Πειραιάς γλήγορα θ’ ανακύψη από τα ερείπιά του. Θα ξαναχτιστή και θα μεγαλώση.
     Το παλιό Δημαρχείο μπορεί να μείνει όπως έχει για να θυμίζη στους παλιούς μιάν εποχή και μπορεί να γίνη ανθόκηπος. Μου φαίνεται, πως δεν μπορεί να γκρεμιστή και να γίνη μεγαλύτερο και να χάση το Γοτθικό του ρυθμό, γιατί η σύμβαση της παραχώρησης του γηπέδου της πλατείας Θεμιστοκλέους στην Τράπεζα το αποκλείει.
      Ο δήμος μας κατ’ ουσίαν είναι άστεγος και θα ζητήση να στεγάση όλες τις υπηρεσίες του μαζί σ’ ένα καλλιτεχνικό από μάρμαρο επιβλητικό και κεντρικό μέγαρο. Κι’ αυτό σύντομα ή αργότερα, όταν το επιτρέψουνε οι περιστάσεις.

Νίκος Ι. Χαντζάρας, Δευτέρα 12 Φεβρουαρίου 1945, εφημερίδα «Η Φωνή του Πειραιώς», σελίδα 1.

(η επιφυλλίδα αυτή καθώς και άλλα κείμενα του ποιητή των «Ειδυλλίων» καθώς και η κριτική του γνωστού κριτικού και ποιητή Τέλλου Άγρα, δημοσιεύτηκε ξανά στο «ΠΕΙΡΑΙΚΟΝ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟΝ»-Αρχείον Πειραϊκών Σπουδών-τριμηνιαίον περιοδικόν, Νούμερο 1, Πειραιεύς/ Ιανουάριος 1966, με διευθυντή τον Νίκο Κατσικάρο και γραμματέα σύνταξης τον δημοσιογράφο και συγγραφέα Γιώργο Μ. Πολιτάρχη).



            Το Δημαρχείο

    Συνεχίζουμε σήμερα και τελειώνουμε την ιστορία του Ωρολογιού του παλαιού Δημαρχείου μας.
     Η Δημοτική αρχή, προτού τελικά παραχωρηθή το οικόπεδο της πλατείας στην τράπεζα είχε υποβάλλει στο Δημοτικό Συμβούλιο μεγαλεπήβολο σχέδιο. Να χτιστή μεγάλο και επιβλητικό μέγαρο στο χώρο της Παιδαγωγικής Ακαδημίας και στα τριγύρω της μαγαζιά και να στεγαστούν σε αυτά όχι μόνο το Δημαρχείο, μα και άλλες δημόσιες υπηρεσίες, η Διεύθυνση της Αστυνομίας, η Εισαγγελία, τα ανακριτικά γραφεία, οι οικονομικές εφορίες και άλλα γραφεία.
    Δε θυμάμαι αν στο πελώριο αυτό μέγαρο που θα καταλάβαινε και μεγάλο μέρος της πλατείας της Παιδαγωγικής Ακαδημίας, θα εστεγαζότανε κι αυτή. Προέβλεπε και για αυτή το μεγαλεπήβολο σχέδιο;
     Θυμάμαι μόνον πως εσημειώθηκε εξέγερση των εκτελεστών της διαθήκης Ράλλη, τότε που σύμφωνα μ’ αυτή δεν επιτρεπότανε καμμία μεταβολή.
    Ερρίχτηκε τότε η ιδέα να καταργηθή ο Τινάνειος Κήπος και να γίνουν οικόπεδα κι΄ άρχισαν οι διαμαρτυρίες στις εφημερίδες, πως δεν πρέπει  να καταργηθή ο κήπος και να χάση ο Πειραιάς τον πνεύμονά του.
     Έπειτα παρουσιάστηκε η ιδέα να καταργηθούν όλοι οι κήποι της Τερψιθέας και να χτιστούν καλλιμάρμαρα μέγαρα, που θα εστέγαζαν και το Λιμεναρχείο και τον Οργανισμό του λιμένος.
      Στους απάνω κήπους της Τερψιθέας επροβλεπότανε η ίδρυση της Δημοτικής Βιβλιοθήκης και η ίδρυση Δημοτικής Πινακοθήκης.
     Και η ιδέα αυτή επολεμήθηκε. Δεν έπρεπε ο Πειραιάς να χάση τα πλεμόνια του. Να καταργήση τους κήπους του.
      Περάσανε τα χρόνια και δεν έγινε τίποτα απ’ αυτά.
      Τι έγινε; Ο Πειραιάς καταστράφηκε από τον πόλεμο.
     Όταν έγραφα σχετικά, πως το παλιό δημαρχείο εχτίστηκε για Χρηματιστήριο κ’ έτσι ελειτούργησε τότε, θυμήθηκα το Αρχείο του Δήμου που μπορούσε κανένας να το ερευνήση και να το συμβουλευτή, για να μη γράφη πράματα αόριστα.
      Μα το Αρχείο του Δήμου εσώθηκε από τον πόλεμο; Εσώθηκε όλο ή το μισό; Ή ένα μέρος του;
      Ο Πειραιάς την παλαιά εποχή έχασε και τ’ όνομά του, όταν καταστράφηκε από τους Ρωμαίους. Και πήρε το όνομα Πόρτο Λεόνε, Πόρτο Δράκο, Ασλάν Λιμάνι, όπως παρατηράει σ’ ένα μικρό βιβλιαράκι του ο φίλος ιστοριοδίφης κ. Αντώνης Μανίκης.
      Από την άλλη μεριά διαμαρτυρήθηκαν οι επίτροποι του ναού του πολιούχου Αγίου Σπυρίδωνος.
   -Στη στιγμή που συζητάμε-ετόνιζεν η διαμαρτυρία τους-να γκρεμιστούν μπροστά στην εκκλησία τα σπίτια, να φυτευτή ο χώρος με άνθια και θαμνοειδή φυτά μέχρι της προκυμαίας και ν’ αποκαλυφθή ο γραφικός ναός-εσείς προβάλλεται ως δημόσια ανάγκη την οικοπεδοποίηση του Τινάνειου κήπου για το χτίσιμο μεγάρων και ουρανοξυστών. Με την εκτέλεση τέτοιου σχεδίου, πάλι θάβεται ο ιστορικός ναός του πολιούχου του Πειραιά.
    Αυτές και άλλες περιπλοκές και συγκινήσεις επροκάλεσαν στο παρελθόν τα μεγαλεπήβολα σχέδια.
     Η νέα Δημοτική Αρχή διακρίνεται για τη σωφροσύνη της και για την ατσαλένια «θέλησή της». Κ’ έχουμε την ελπίδα πως όλα τα μεγάλα ζητήματα του Πειραιά θα τα διευθετήση.
    Αλλά, ανεξάρτητα και από την ιστορική επιταγή και από τη λαϊκή συνήθεια, και το γνωστό κτίριο της Ακτής Μιαούλη, με το σημερινό μεγάλωμα του Δήμου και τον πολλαπλασιασμό των υπηρεσιών του θα ήταν αδύνατο να εξυπηρετήση με στεγαστική ενότητα τη δημοτική μηχανή.
Μία είναι η λύση που θ’ αργήση όμως να δη το φως: Η δημιουργία ενός δημαρχιακού μεγάρου αναλόγου με τη θέση και την ιστορία του Πειραιά.
      Και γι’ αυτό δεν θα τολμήσουμε να προτείνουμε την λύση αυτή, καταλήγοντας στην αδάπανη και ανώδυνη σύσταση της υπομονής, που όλα τα δημιουργεί με τον καιρό κι όλα τα θεμελιώνει….

Νίκος Ι. Χαντζάρας

Εφημερίδα «Φωνή του Πειραιώς», 13 Φεβρουαρίου 1945, σελίδα 1.

Σημείωση: Τα Πειραιώτικα του 1945 είναι πάνω από 80 σημειώματα τα οποία ο Χαντζάρας κάνοντας ρεπορτάζ για διάφορα τοπικής φύσεως θέματα κατέγραφε στην εφημερίδα που συνεργαζόταν. Οι απόψεις του για την κατασκευή Δημαρχείου αντάξιου της ιστορίας της πόλης είναι εύστοχες αν και σήμερα, και με τέτοια οικονομική και πνευματική κρίση που περνάει η χώρα μας και η πόλη μας, δύσκολα θα μπορούσε να υλοποιηθεί. Αν κάποτε συγκεντρωθούν, αποδελτιωθούν και εξεταστούν οι επιφυλλίδες αυτές που ο Χαντζάρας δημοσίευσε στην «Φωνή του Πειραιώς» αλλά και σε άλλες εφημερίδες, σίγουρα δεν θα έχουμε μια νέα και διαφορετική εικόνα για την πόλη μας, όμως θα φωτίσουν μικρές και ανθρώπινες αλλά και πολιτικές πτυχές της εξέλιξης και της ιστορικής διαδρομής του Πειραιά, όπως έγινε και με το βιβλίο αναμνήσεων του Άγγελου Κοσμή.
     Και μια που ανέφερα τον εκ Σίφνου αλλά Πειραιώτη μέτοικο και λάτρη του Πειραϊκού χώρου και της τότε ατμόσφαιράς του, γράφω τα εξής:
Οι αναμνήσεις του Άγγελου Α. Κοσμή, κυκλοφόρησαν ως αυτοτελής έκδοση το 1938, μεσούσης της δικτατορίας του Ιωάννη Μεταξά, του τότε πρωθυπουργού που είπε το περιβόητο ΟΧΙ.
Άγγελος Α. Κοσμής λοιπόν, «Περασμένα κι’ Αλησμόνητα» έκδοση από τον οίκο Μιχαήλ Ι. Σαλίβερου, Σταδίου 14 Αθήνα 1938.
     Το βιβλίο αυτό των 164 σελίδων είναι από τα πιο πολυδιαβασμένα βιβλία που αναφέρονται στον Πειραιά. Ο Κοσμής δεν κάνει Ιστορία, ούτε μόνο καταγράφει τις αναμνήσεις του της περιόδου εκείνης και προγενέστερα. Ο Άγγελος Κοσμής θυμάται και μέσω της θερμής και νοσταλγικής μνήμης του αναπλάθει τον Πειραιά της εποχής του και μας δίνει την ατμόσφαιρά του. Είναι ένα βιβλίο πολύτιμο και χρήσιμο για αυτούς που ασχολούνται με την ιστορία και τον πολιτισμό του Πειραιά και διαβάζεται ευχάριστα, νοσταλγικά, και ορισμένες φορές με μια νότα θλίψης, αλλά μπορεί κανείς να αντλήσει αρκετές γνωστές πλέον πληροφορίες για τον Πειραιά της εποχής εκείνης και τους καθημερινούς ανθρώπους του, τις συνήθειές τους, τις διασκεδάσεις τους, τους διάφορους τρόπους επιβίωσής και εργασίας τους. Ακόμα και σήμερα, θεωρώ ότι το βιβλίο αυτό διαβάζεται ευχάριστα και είναι επίκαιρο όχι τόσο για τις πληροφορίες που μας προσφέρει όσο για το ύφος περιγραφής του συγγραφέα και των μικρών καθημερινών ιστορικών λεπτομερειών και συνηθειών που με ζήλο μας διασώζει ο Κοσμής.
   Το Ρολόι δεν απασχολεί σχεδόν καθόλου τον συγγραφέα, το αναφέρει μάλλον περισσότερο για να εκθέσει άλλα συμβάντα που τον ερεθίζουν.
Αναφέρεται στις σελίδες 98-99, άμεσα και έμμεσα. Γράφει:
«Δεν είχε στρωθή ακόμη η γραμμή και δεν είχαν αρχίση ακόμη να λειτουργή ο τροχιόδρομος του Βωτύ, που επήγαινε από το Ρολόϊ στο Νέο Φάληρο με 15 λεπτά και εκινείτο με μια παράξενη μηχανή που έμοιαζε καταπληκτικά με μπαούλο….» και παρακάτω «Κοντά στη Δημαρχία, και από την πλευράν του Τινανείου κήπου και από την πλευράν προς την θάλασσαν, εστάθμευαν τα αμάξια, που επερίμεναν δουλειά για κανένα περίπατον, πράγμα πολύ σπάνιον, επειδή τότε ο κόσμος δεν εσκορπούσε τα λεπτά του, δια να εκτελή και περιπάτους αναψυχής» και παρακάτω αναφερόμενος στο καφενείο της Δημαρχίας γράφει: «Και το καφενείον του Δημαρχείου, όταν έγερνε πια ο ήλιος κι’ εδρόσιζε είχε την καθιερωμένη πελατεία του, ένα είδος γερουσίας που έπιανε καθένας ωρισμένη θέσι και που την αποτελούσαν κατά κανόνα σχεδόν απαράβατον, απόμαχοι θαλασσινοί. Από τα τραπεζάκια αντήχει εις μακράν απόστασιν το γουργούρισμα των ναργιλέδων και τα γκαρσόνια έδιδαν την παραγγελίαν»,
Αν εξαιρέσουμε τους ναργιλέδες η εικόνα είναι σχεδόν όμοια και σήμερα. Μόνον που σήμερα αντί για καφενεία έχουμε τα διάφορα μπαράκια και στέκια που συχνάζουν οι ξέμπαρκοι και οι άλλοι. Το Ρολόι αναφέρεται και στην σελίδα 110 χωρίς άλλες προεκτάσεις. Ο Άγγελος Κοσμής περισσότερο στέκεται στον Τινάνειο Κήπο και τον γύρω χώρο της εκκλησίας του Αγίου Σπυρίδωνα.
«Στο Ρολόϊ κατάνακρα να κινούν και ν’ αράζουν/
εκείνα τα πρόσχαρα τα μικρά καραβάκια,/
να ξανοίγουν αχνόθαμπα και τα πέρα νησάκια,/
που μόλις ακούνε και μόλις φωνάζουν.»
     Έτσι αρχινά ένα ποίημά του ένας πολύ αξιόλογος ποιητής του Πειραιά ο Βασίλης Λαμπρολέσβιος. Είναι από «Το τραγούδι του Λιμανιού», από την συλλογή του «Πειραϊκοί Παλμοί» Πειραιάς 1943.
     Ο Βασίλης Λαμπρολέσβιος, παρότι δεν είναι τόσο εκτός Πειραιά γνωστός, είναι ο ποιητής του Πειραιά που έχει τραγουδήσει τόσο όμορφα, ουσιαστικά και εξακολουθητικά την πόλη μας και το λιμάνι της.
Δυστυχώς η ατολμία και η δειλία μου δεν με βοήθησαν να τον επισκεφτώ στην κλινική που νοσηλεύονταν τους τελευταίους μήνες της ζωής του. Είχε εκφράσει την επιθυμία να με γνωρίσει και όπως μου είχε πει η Αγγελική Μαυροειδή που εργαζόταν τότε στην «Φωνή του Πειραιώς», διάβαζε και του άρεσαν τα κείμενα που δημοσίευα και ιδιαίτερα τα λαογραφικά.  Επαναλαμβάνω και πάλι, η έμφυτος δειλία μου με έκανε να μην τον επισκεφτώ. Αργότερα μετά τον θάνατό του διάβασα την ποίησή του, για την οποία ελπίζω κάποτε να γράψω. Ας είναι αιωνία η Πειραϊκή του μνήμη.
      Μένοντας στην ίδια πάνω κάτω χρονική περίοδο, το 1939 στον Πειραιά, κυκλοφορεί το πρώτο μάλλον ουσιαστικό και κατατοπιστικό βιβλίο για την ιστορία και τα πρόσωπα του Πειραιά, το βιβλίο αυτό είναι του δικηγόρου Δημήτρη Θ. Σπηλιωτόπουλου, «Ο Πειραιεύς και οι Δήμαρχοι της Α΄ Εκατονταετηρίδος», Πειραιάς 1939, σελίδες 211.
      Το βιβλίο αυτό, είναι η βάση από όπου ξεκίνησαν οι μετέπειτα ιστορικοί, ιστοριοδίφες, ερευνητές, συγγραφείς και άλλοι, οι οποίοι ασχολήθηκαν συστηματικότερα και επιστημονικότερα με την καταγραφή της ιστορίας του Πειραιά, των γεγονότων που διαδραματίστηκαν στην πόλη μας είτε είναι σε πολιτικό είτε σε ιστορικό επίπεδο, και με δύο λόγια άντλησαν πολύτιμο πρωτογενές υλικό και πληροφορίες για την καταγραφή της ιστορίας της πόλης.
Το μελέτημα διαβάζεται θα γράφαμε σαν ένα καλογραμμένο παραμύθι, χωρίς να σημαίνει ότι μειώνω την αξία του. Είναι γραμμένο σε μια γλώσσα στρωτή και εύληπτη, χωρίς δυσνόητες εκφράσεις και σκοτεινά σημεία, ένα ύφος γλαφυρό, κατανοητό και ιδιαίτερα ελκυστικό. Ο Δημήτρης Θ. Σπηλιωτόπουλος, μέσα στις 211 σελίδες του μελετήματός του περιγράφει τα πράγματα του Πειραιά άλλοτε λεπτομερειακά άλλοτε εν συντομία χωρίς όμως να ξεστρατίζει ποτέ από τον στόχο του. Όπως ο ίδιος αναφέρει στον Πρόλογό του, σε μια πρώτη του μορφή, το κείμενο δημοσιεύτηκε σε συνέχειες στην εφημερίδα της εποχής
«Χρονογράφος», 10,11,13,14,15,16,/1/1936. λέγοντας τα εξής:
«… και όπως συμπληρώσω την ατελέστατην αυτήν περιγραφήν απεφάσισα να γράψω τα της αναθεμελιώσεως του νέου Πειραιώς και των πεπραγμένων των Δημάρχων της πρώτης εκατονταετηρίδος αυτού.» και παρακάτω «… και ακόμη να προσφέρη μίαν συμβολήν ουχί μικράν εις τον μέλλοντα να συγγράψη την όλην ιστορίαν του Πειραιώς…»
Το βιβλίο αυτό ακόμα και σήμερα, όχι μόνο διαβάζεται σαν μια πολύ ωραία και σημαντική ιστορία μιας πόλης, αλλά είναι χρήσιμο γιατί αν και πλέον γνωρίζουμε το τι σχεδόν συνέβει από την ίδρυση του Δήμου μας 1835 μέχρι των ημερών μας, μπορεί κανείς να αντλήσει χρήσιμες και αναγκαίες πληροφορίες για την ιστορία του Πειραιά.  Το βιβλίο του Σπηλιωτόπουλου, δεν είναι μόνο επαναλαμβάνω καλογραμμένο αλλά και μια παρακαταθήκη σύγχρονη και ενδιαφέρουσα στην ιστορία και τον πολιτισμό της πόλης.
Από αυτό το βιβλίο άντλησαν όλοι οι μετέπειτα ερευνητές και μελετητές και πήραν τα στοιχεία που χρειάζονταν για να οικοδομήσουν την δική τους ιστορία, και το συμπλήρωσαν.
Το βιβλίο θα άξιζε από τον Δήμο να ανατυπωθεί και να κοινοποιηθεί σε όλους τους Πειραιείς και τα Σχολεία του Πειραιά. Δεν είναι ξεπερασμένο επειδή γράφτηκε πριν αρκετές δεκαετίες, οι πληροφορίες ασφαλώς είναι γνωστές και επαναλαμβάνονται, η έκθεση όμως των γεγονότων είναι αυτή που ελκύει και το κάνει ακόμα και σήμερα για την γνώμη μου επίκαιρο. Είναι η βάση και κατεπέκταση η αναγκαιότητα της μελλοντικής ιστορικής καταγραφής μιας πόλης που κηδεμονεύτηκε κάπως άχαρα και ακατάσχετα.
     Ο Δημήτρης Θ. Σπηλιωτόπουλος,  αναφέρεται επαινετικά και αφιερώνει αρκετές σελίδες του πονήματός του στον δύο φορές εκλεγέντα Δημήτριο Αθ. Μουτζόπουλο,(1812-1890), εξ Γορτυνίας που εγκαταστάθηκε στον Πειραιά το 1834 σε νεαρή ηλικία, ο οποίος είχε το προσωνύμιο «Τσελεπίτσαρης», του Δημάρχου δηλαδή που οικοδόμησε το κτίσμα του Χρηματιστηρίου του γνωστού Ρολογιού.
Για το γνωστό κτήριο του Χρηματιστηρίου, ο Σπηλιωτόπουλος αναφέρει τα εξής:
«Κατά την αυτήν περίοδον ο Δημήτριος Μουτζόπουλος επεράτωσε την οικοδομήν του Μεγάρου του Χρηματιστηρίου, νυν Δημαρχείου, και παρέδωκεν αυτό εις χρήσιν, αλλ’ελειτούργησεν επ’ελάχιστον, κατόπιν δε εχρησίμευσεν, ως ελέχθη ανωτέρω ως Λέσχη μέχρι της Δημαρχίας του Αριστείδη Σκυλίτση, ότε κατελήφθη παρ’αυτού και χρησιμοποιείται ως Δημαρχείον.
     Επί του πύργου του κτιρίου τούτου άμα τη αποπερατώσει αυτού ο Δημήτριος Μουτζόπουλος κατεσκεύασεν ιδία δαπάνη το μέχρι σήμερον υπάρχον ωρολόγιον, όπερ τοσούτον εξυπηρέτησεν και εξυπηρετεί θαυμασίως την πόλιν και τον λιμένα Πειραιώς, και θα εξυπηρετή ακόμη επί πολλά έτη, εκτός εάν πραγματοποιηθή η βέβηλος σκέψις, ην συνέλαβεν ο τέως Δήμαρχος Πειραιώς, να κατεδαφισθή, το ωραίον αυτό κτίριον, το περικλείον την ιστορίαν πεντήκοντα τριών ετών, δια να καταστή περίβλεπτον το εύγραμμον Μέγαρον της Εθνικής Τραπέζης της Ελλάδος τοις τε εισπλέουσιν εν τω λιμένι Πειραιώς και τοις εκπλέουσιν», σελίδα 83.
    Στο θέμα αναφέρεται και παρακάτω σελίδα  113, όταν αναφέρεται στα πεπραγμένα και στις ενέργειες του νέου κατοπινού Δημάρχου Αριστείδη Σκυλίτση Ομηρίδη, ο επονομασθείς «ξυπόλυτος» ο οποίος εξελέγει με πλειοψηφία116 ψήφων όπως αναφέρει στην σελίδα 108.
 «Ο Αριστείδης Σκυλίτσης επί της Δημαρχίας αυτού μετέφερε πραξικοπηματικός ολίγον το Δημαρχείον από του παλαιού Δημοτικού Καταστήματος, του κειμένου επί των οδών Λυκούργου και Δημοσθένους, εις το επίσης Δημοτικόν κτίριον, ένθα το νυν Δημαρχείον, όπερ ως ερρέθη ήτο προωρισμένον δια χρηματιστήριον και επ’ ελάχιστον εχρησιμοποιήθη ως τοιούτον, κατόπιν εχρησίμευσεν ως λέσχη ελαχίστων πολιτών του Πειραιώς, οίτηνες διήρχοντο εκεί τας ώρας της σχόλης των και εδίδοντο ενίοτε εν αυτώ και Δημόσιοι χοροί. Ο Αριστείδης Σκυλίτσης, βλέπων ότι το ωραίον αυτό κτίριον, το κείμενον εις προνομιούχον θέσιν ίδια, δια τους εκ θαλάσσης ερχομένους εις Πειραιά, δεν ήτο ορθόν να χρησιμοποιήται ως λέσχη ολίγων αργόσχολων, ενώ η πόλις εστερείτο ευπροσώπου Δημοτικού Καταστήματος, οίον ήτον το νυν Δημαρχείον, καθόσον έως τότε είχεν ως τοιούτον το επί της οδού Λυκούργου και Δημοσθένους παλαιόν τοιούτον, όπερ ούτε επαρκές ήτο δια τας υπηρεσίας του Δήμου, ούτε ευπρόσωπον δια τους επισκεπτομένους αυτό ξένους και ιδία τους αρχηγούς των στόλων, περιστοιχούμενων από όλας τας ευώδεις αναθυμιάσεις ας ανέδιδεν η πλησιέστατα αυτού ευρισκομένη Δημοτική Αγορά, και δεν ήτο πολύ τιμητικόν δια το επίνειον των Αθηνών και τον πρώτον λιμένα του Κράτους να έχη τοιούτον Δημαρχιακόν κατάστημα, απεφάσισε να καταστήση Δημαρχείον το και νυν τοιούτον…» σελίδα 112-113.
     Όπως βλέπουμε ο πάππους του δοτού Δημάρχου της Απριλιανής δικτατορίας, είχε πολύ εύλογους λόγους να θέλει να μεταφέρει το τότε Δημαρχείο. Η επιλογή του νέου οικήματος του Χρηματιστηρίου του φάνηκε με τα δεδομένα της εποχής εκείνης ότι ήταν η πιο συμφέρουσα διοικητικά για την δημοτική αρχή και εξουσία.
Παρότι ο Σπηλιωτόπουλος όπως είδαμε είναι εναντίον του γκρεμίσματος της κτηριακής αυτής νησίδας, του Ρολογιού, μιλά επαινετικά για τον δήμαρχο Αριστείδη Σκυλίτση και τα πεπραγμένα της Δημαρχίας του και δεν είναι ο μόνος. Η συμβολή του ήταν καθοριστική όπως και των προηγούμενων δημάρχων αν δούμε τα πράγματα της πόλης εκ των υστέρων.
    Άρα εγώ ο βέβηλος όπως θα με αποκαλούσε ο συγγραφέας δικηγόρος, που εξακολουθώ να είμαι υπέρ της κατάργησης, δηλαδή του γκρεμίσματος του Παλαιού Ρολογιού, καταλαβαίνω σε τι δίλημμα θα ήρθε ο δοτός δήμαρχος της επάρατου επταετίας όταν αποφάσισε να γκρεμίσει το κτήριο που ο παππούς του χρησιμοποίησε σαν Δημαρχείο.
     Μερικά χρόνια αργότερα, το 1945, ο γνωστός και σημαντικός ιστορικός και χορηγός του νεότερου Πειραιά ο Ιωάννης Αλέξανδρος Μελετόπουλος, θα εκδώσει στην Αθήνα το βιβλίο του «Πειραϊκά», σελίδες 142.
Σημειώνει στον πρόλογό του: σελίδα 6, «Η αρχική μου σκέψις ήτο να δημοσιεύσω μόνο τα ανέκδοτα έγγραφα, προσθέτων ούτω τα νέα στοιχεία της ιστορίας του Πειραιώς» και παρακάτω «Δια της χρονογραφίας του νεώτερου Πειραιώς προσεπάθησα να δώσω εικόνα της αναδημιουργίας και της εξελίξεως της πόλης μας και να καταδείξω τα αίτια, εις ά οφείλεται η μεγάλη αυτής πρόοδος, και συγχρόνως να απονείμω το δίκαιον εις εκείνους οι οποίοι δια των σκληρών των αγώνων, της σιδηράς θελήσεως και της αόκνου εργατικότητος κατόρθωσαν εντός ολίγου σχετικώς διαστήματος να μεταβάλλουν μίαν έρημον ακτήν εις το κυριότερον εμπορικόν και βιομηχανικόν κέντρον της Ελλάδος….»
     Όπως βλέπουμε από την πρώτη στιγμή ο Ιωάννης Μελετόπουλος, αυτός ο σημαντικός άνθρωπος και επιστήμονας της πόλης του Πειραιά, μας δίνει το στίγμα των προθέσεών του και τις συγγραφικές του επιδιώξεις. Το βιβλίο αυτό είναι μια χρονογραφία του νεώτερου Πειραιά και σαν τέτοιο πρέπει να το αντιμετωπίζουμε, και φυσικά, σαν ένα τιμητικό μνημονικό καταθετήριο για αυτούς που πάσχισαν και αγωνίστηκαν πριν την εποχή του Μελετόπουλου για την πόλη.
Αν εξαιρέσουμε την κάπως «ακραία» σε πολλά σημεία του καθαρεύουσά του, μια καθαρεύουσα της εποχής που ρέπει προς την αρχαΐζουσα και ένα ύφος σε ορισμένα του σημεία κάπως «κορδωμένο», το μελέτημα διαβάζεται ευχάριστα και συνεχίζει με έναν άλλον τρόπο και συμπληρώνει τα προαναφερθέντα αυτού βιβλία και σκόρπιες μελέτες. Είναι και αυτό ένα επιστημονικό κάπως εκλαϊκευμένο βιβλίο, το οποίο συνεχίζει την παράδοση της ιστορικής εξιχνίασης των βημάτων και των ιχνών της πόλης. Το βιβλίο άρχεται από του Μεσαιωνικού Πειραιά, στέκεται στην περίοδο της Τουρκοκρατίας και απλώνεται στην μετέπειτα περίοδο μέχρι των ημερών του.
Ο Ιωάννης Αλέξανδρος Μελετόπουλος είναι γνωστός στους ανθρώπους του Πειραιά αλλά και τους ιστορικούς εκτός της πόλης μας που ασχολούνται με την ιστορία και τον πολιτισμό της. Το βιβλίο είναι περισσότερο εμπεριστατωμένο σε σχέση με αυτό του Σπηλιωτόπουλου και περισσότερο τεκμηριωμένο. 
Ο Μελετόπουλος υπήρξε ένας σημαντικός ιστορικός, διέθετε πλούσια συλλογή πολύτιμων κειμηλίων που αφορούσαν όχι μόνον τον Πειραιά αλλά και ευρύτερα τον Ελλαδικό χώρο και όντας αρκετά ευκατάστατος και από πλούσια και σημαντική οικογένεια, ήταν ένας σημαντικός ευεργέτης της πόλης μας. Στα «Πειραϊκά» του ο Μελετόπουλος δεν επεκτείνεται επί μακρών στα θέματα που εξετάζει, άλλωστε η ιστορική έρευνα βασίζεται σε πρωτογενείς πηγές και από εκεί εξάγει κανείς τα όποια συμπεράσματά του. Ο ιστορικός έχει πρόσβαση στα αρχεία της πόλης και αυτό του δίνει το πλεονέκτημα να είναι όσο γίνεται πιο σαφής και ουσιαστικός στις επιμέρους κρίσεις του για πρόσωπα και γεγονότα που αναφέρει. Το βιβλίο είναι ενδιαφέρον και αποτελεί έναν αν όχι τον κυριότερο επιστημονικό πυλώνα της Πειραϊκής έρευνας. Οι μετέπειτα ερευνητές και ιστορικοί καταφεύγουν σε αυτό και παραπέμπουν συχνά επίσης σε αυτό.
Θα άξιζε και αυτό το βιβλίο, να ανατυπωθεί από τον Δήμο ή άλλη αρχή, να σχολιαστεί και να δοθεί στους νέους μαθητές και ερευνητές.
      Ο Ιωάννης Αλέξανδρος Μελετόπουλος, στάθηκε ο κύριος εισηγητής του γκρεμίσματος επί δικτατορίας του οικήματος αυτού. Στο προηγούμενο μελέτημά μου αναφέρω τις απόψεις του που δημοσιεύτηκαν στον τύπο της εποχής εκείνης.
Και στο βιβλίο του αναφέρεται αρνητικά για το τότε κτιριακό συγκρότημα του Χρηματιστηρίου, γράφει σελίδα 11:
   «Περισσότερο ακόμη και της οικοδομής επεκρίθη η εκλογή της θέσεως. Εις την εφημερίδα «Εθνική Σημαία» της 26 Ιουνίου του 1869 αναγιγνώσκω:
«Ο διάσημος Γερμανός αρχιτέκτων Σάουμπερτ, όστις συνέταξε το σχέδιον της πόλεως του Πειραιώς, ώρισεν όπως ανεγερθή Χρηματιστήριον εις την βορειοανατολικήν πλευράν της πλατείας Θεμιστοκλέους. Ο νυν όμως Δήμαρχος του Πειραιώς έχων περισσοτέρας γνώσεις του σχολαστικού εκείνου Γερμανού αρχιτέκτονος κατόρθωσεν επί ευνοικού του Υπουργείου να μεταρρυθμίση το σχέδιον ωρισθείσης θέσεως δια την ανέγερσιν χρηματιστηρίου το μεσημβρινόν μέρος της πλατείας Θεμιστοκλέους κλείον ούτω την θέαν της Βασιλικής αποβάθρας δηλαδή του μόνου στολισμού του λιμένος. Ο μόνος λόγος δι’ ον ο νυν Δήμαρχος Πειραιώς προσεπάθησε να αναγείρη παρά την αποβάθραν το Χρηματιστήριον είναι τοις πάσι γνωστός: πρόκειται εντός του ανεγερθησομένου Χρηματιστηρίου, να τοποθετηθή, το ωρολόγιον, όπερ προ πολλού υπεσχέθη να δωρήση εις τον Δήμον. Το ωρολόγιον τούτο τοποθετούμενον εις άλλην θέσιν, δεν θα είναι καταφανές εις όλους και επομένως δεν θα επιτευχθή ο σκοπός της δοξομανίας και κενοδοξίας του»
Και συνεχίζει ο Μελετόπουλος: «Το οίκημα τούτο επί έτη εχρησιμοποιήθη δια την στέγασιν της Λέσχης και της Δημοτικής Βιβλιοθήκης, από δε της Δημαρχίας Α. Σκυλίτση χρησιμοποιείται ως Δημαρχείον», σελίδα 113.
     Όπως βλέπουμε ο Μελετόπουλος παραθέτοντας το κείμενο της εφημερίδας «Εθνική Σημαία» του 1869, ταυτόχρονα υιοθετεί και τις απόψεις του, και στηλιτεύει με τον τρόπο του και αυτός την απόφαση του τότε Δημάρχου για το Ρολόι. Οι απόψεις τους συμφωνούν με εκείνες του αρχιτέκτονα Σάουμπερτ, και είναι φυσικό, μια που ο Μελετόπουλος δεν γράφει αναμνήσεις, ή σχεδιάζει μυθιστορηματικές αφηγήσεις, ο Μελετόπουλος ιστορεί επιστημονικά και με τα εφόδια και ντοκουμέντα της εποχής του την ιστορία της πόλης.
Έχοντας κρατήσει αυτές τις θέσεις αρκετές δεκαετίες μετά την έκδοση του βιβλίου του «Πειραϊκά», τις ξανά επαναλαμβάνει θα γράφαμε και αργότερα στον δήμαρχο της δικτατορίας Αριστείδη Σκυλίτση, ο οποίος με το δικό του όραμα για την πόλη, το όραμα ασφαλώς ενός δοτού δημάρχου, το υλοποιεί.
    Ο Μελετόπουλος έχει δίκιο κατά την γνώμη μου όσον αφορά τον συγκεκριμένο χώρο. Το Παλαιό Ρολόι, έκρυβε πολλά άλλα οικοδομήματα, και, κυκλοφοριακά δεν θα ήταν λειτουργικό. Άρα δεν έμενε παρά η κατεδάφισή του.
Η όποια προσπάθεια που γίνεται για την επανά-οικοδόμησή του στον ίδιο περίπου σημερινό χώρο, εκεί που βρίσκεται το σημερινό σιντριβάνι, δεν είναι κατά την γνώμη μου παρά μια ακατανόμαστη φιλοδοξία που θα στοιχίσει ακριβά, θα επιφέρει λειτουργικά αδιέξοδα στον ήδη επιβαρυμένο συγκοινωνιακό κόμβο, και θα θυμίσει τι; και σε ποιους;
Ποιος θυμάται από τους νεότερους που δεν είχαν γεννηθεί την εποχή του γκρεμίσματός του, το Παλαιό Ρολόι; Ενδιαφέρει τους μαθητές και τις μαθήτριες του Πειραιά η ανέγερσή του; Εδώ κοντεύουμε ηλικιακά να φύγουμε εμείς που γνωρίσαμε μόνον τον Πειραιά του δοτού δημάρχου Αριστείδη Σκυλίτση, και θα ενδιαφέρει τους εναπομείναντες ηλικιακά μεγάλης ηλικίας η ανοικοδόμηση αυτή;
Φοβάμαι ότι ο καταπληκτικός συγγραφέας Δημήτρης Ψαθάς, με το έργο του «Μαντάμ Σουσού» έχει επηρεάσει πολύ περισσότερο κόσμο από ότι φανταζόμαστε. Καλά τα σχέδια αλλά για ποιους; Για τις κενοδοξίες ή μεγαλοδοξίες δημοτικών ή άλλων πολιτικών παραγόντων;
Πάντως δεν είδα καμιά επιστολή διαμαρτυρίας, ή διαδήλωση, ή άλλη κίνηση για την πραγματοποίηση του συγκεκριμένου σχεδίου από καμία δημοκρατική παράταξη ή άλλες αριστερές δυνάμεις που για ψήλου πήδημα διαμαρτύρονται και κλείνουν τους δρόμους. Ο αρχαίος ιστορικός Θουκυδίδης αλλά και άλλοι μας δίδαξαν ότι το έμψυχο υλικό ενός τόπου, οι άνθρωποί του, είναι αυτό που διατηρεί ακμαίο το ηθικό και την ιστορία ενός τόπου. 
Θεωρούν οι με δημοκρατικό τον τρόπο εκλεγμένοι δημοτικοί άρχοντες ή άλλοι παράγοντες, ότι ο Πειραϊκός λαός επιθυμεί την ανέγερση του Ρολογιού; Αν ναι, τότε ας το θέσουν σε δημοψήφισμα, μια που είναι και της μοδός, τι άλλο δημοκρατικότερο. Μας φορολογούν που μας φορολογούν χωρίς να μας ρωτήσουν και να ενδιαφερθούν αν μπορούμε να πληρώσουμε τα σπασμένα παλαιών πολιτικών ανδρών και των επιλογών τους, τουλάχιστον ας μας ρωτήσουν για την αναβίωση της ιστορίας μας.
Θα επαναλάβω αυτό που είχα κάποτε διαβάσει σε μια εφημερίδα. Οι Αμερικάνοι κοινωνιολόγοι αποκαλούν τα κοινοβουλευτικά αυτά συστήματα, «φίλιες κοινοβουλευτικές δικτατορίες».
Μπορεί να λαθεύω στις κρίσεις και τις απόψεις μου, αλλά τουλάχιστον σαν αδρά φορολογούμενος αυτής της χώρας και αυτής της άχαρης πλέον πόλης, δεν θα ήθελα να ξανά οικοδομήσουν το Παλαιό Ρολόι, δεν μου θυμίζει τίποτα, δεν μου λέει τίποτα, πέρα από την ιστορική έρευνα. Και φυσικά σαν δημότης μπορεί η θέση μου να μην λέει τίποτα σε κανέναν, αλλά η άποψη του Ιωάννη Αλέξανδρου Μελετόπουλου εύχομαι να φωτίσει-που δεν το βλέπω-τις σκέψεις των αρμοδίων
Όχι στο Τραμ μέσα από την πόλη, όχι στο Παλαιό Ρολόι.
     Ένας επίσης συγγραφέας που ασχολήθηκε με τον Πειραιά, και ήταν και αυτός υπέρ της απόφασης του Αριστείδη Σκυλίτση, είναι ο Πάνος Λώζος.
Ο Πάνος Λώζος έγραψε ένα μεγάλο βιβλίο 183 σελίδων με τίτλο «Πειραιεύς του άλλοτε», εκδόθηκε στον Πειραιά το 1987.
    Το βιβλίο αυτό του Πάνου Λώζου, δεν έχει ασφαλώς την βαρύτητα που έχουν τα άλλα βιβλία, του Άγγελου Κοσμή ή ακόμα αν θέλετε και του Αντώνη Μαρμαρινού για την Παιδεία στον Πειραιά. Είναι ένα κάπως απλοϊκό μελέτημα που σε γενικές γραμμές επαναλαμβάνει τις απόψεις προγενέστερων μελετητών για τα πράγματα και την ιστορία του Πειραιά, Σίγουρα το βιβλίο προσφέρει μία ακόμα μαρτυρία για την ιστορία της πόλης μας, αλλά είναι τόσο «χλιαρό» όταν μάλιστα έχει κανείς διαβάσει και μελετήσει άλλα παρόμοια βιβλία. Παρόλα αυτά όμως και η γλώσσα του είναι στρωτή και το ύφος του κατανοητό και παρέχει πολλές εν συντομία πληροφορίες.
Για το Ρολόι ο Πάνος Λώζος μας μιλά στην σελίδα 21,
«Το 1875 κτίζεται το Χρηματιστήριον Εμπορευμάτων το οποίον μετά 10 έτη γίνεται το Δημαρχείον Πειραιώς. Τούτο είναι ένα ιδιότυπον , μεγαλοπρεπές κτίριον. Δια την εποχήν του και επί πολλά έτη ήτο το σήμα της πόλεως με το περίφημον ΡΟΛΟΙ», στην σελίδα 23, μας μιλά για τον ΠΥΡΓΟ λέγοντας «είναι ο μόνος ουρανοξύστης όστις δεσπόζει σήμερον εις τον Πειραιά αντικατέστησε δε ως μνημείον το παλαιό φημισμένον ΡΟΛΟΙ», στην σελίδα 79 επίσης αναφέρει: «Το Μέγαρον εδέσποζεν του Λιμένος διότι εις την κορυφήν του είχεν τοποθετηθή ένα πολύ μεγάλο ΡΟΛΟΙ. Και έτσι επληροφορείτο την ώρα όχι μόνον οι Πειραιώτες αλλά και οι ναυτικοί δια τας αναχωρήσεις των πλοίων. Είχε μείνει δε το εν λόγω κτίριον όχι με την ονομασία το Δημαρχείον αλλά με την λέξιν το ΡΟΛΟΙ…» Και σε άλλες σελίδες του βιβλίου του «Ο ΠΕΙΡΑΙΕΥΣ ΤΟΥ ΑΛΛΟΤΕ», ο Πάνος Λώζος αναφέρει το Ρολόι. Αξίζει να σημειωθεί ότι ο Λώζος κάνει λόγο και για άλλο ένα Ρολόι, που βρίσκονταν στην συνοικία του Βρυώνη.
Το Ρολόι αυτό ανήκε στην οικογένεια του Ιωάννη Βρυώνη και ήταν τοποθετημένο στο οίκημα επί της Λεωφόρου Σωκράτους και Κανθάρου. Η Σωκράτους είναι η μετέπειτα λεωφόρος Βασιλέως Κωνσταντίνου και νυν Ηρώων Πολυτεχνείου.
Γράφει ο Λώζος: «ετοποθέτησαν ένα μεγάλο ρολόι πρωτοτύπου καλλιτεχνικής κατασκευής από όπου εις μίαν ακτίνα 800 μέτρων από τας 4 πλευράς αυτού επληροφορούντο οι Πειραιείς την ώρα. Ητο περίβλεπτον επίσης και από τον λιμένα διότι είχε τοποθετηθεί εις ειδικόν υψηλόν πρόσθετον κτίσμα άνωθεν της τριωρόφου οικοδομής» και στην ίδια σελίδα «Το οικοδόμημα όμως με το Ρολόι ήτο ένα στολίδι του Πειραιώς και ατυχώς οι αρμόδιοι δεν επρόλαβαν να το κατατάξουν ως παραδοσιακόν δια να μη κατεδαφισθή» σελίδα 117.
   Όπως βλέπουμε ο Πάνος Λώζος, κρατά μια ισορροπία όσον αφορά το Παλαιό Ρολόι και μιλά για αυτό του Βρυώνη. Οι λόγοι είναι ευνόητοι.
Ας μην ξεχνάμε επίσης ότι υπήρχαν και άλλα Ρολόγια μέσα στην πόλη. Το μεγάλο Ρολόι στα Σιλό του ΟΛΠ δείχνει ακόμα την ώρα στα εισερχόμενα πλοία
     Τις αρνητικές της θέσεις για το γκρέμισμα του Παλαιού Ρολογιού εκφράζει και πάλι η καθηγήτρια Ματίνα Γ. Μαλικούτη στο ογκώδες βιβλίο «Πειραιάς»-Κέντρο Ναυτιλίας και Πολιτισμού, μια δίγλωσση έκδοση που κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Έφεσος το 2000, σελίδες 350.
   Για τον συλλογικό αυτόν τόμο συνεργάστηκαν τρείς επιστήμονες με μεγάλη παράδοση πάνω στην έρευνα και την ιστορία του Πειραιά. Ο Γεώργιος Α. Σταϊνχάουερ,η Ματίνα Γ. Μαλικούτη και ο Βάσιας Τσοκόπουλος. Τόσο στο δικό της κείμενο η Μαλικούτη «Η εξέλιξη του Αστικού Πειραιά 1834-1922» ένα πολύ ενδιαφέρον κείμενο με πολλές και πολύτιμες πληροφορίες, στην σελίδα 196 αναφέρεται στο περίφημο πια Ρολόι, όσο και στο κείμενο του ιστορικού Βάσια Τσοκόπουλο, «Ο Πειραιάς στον 20ο αιώνα» στην σελίδα 274 αναφέρεται και αυτός στο θέμα. «Προχωρώντας προς το κέντρο της λιμενικής ζώνης μπροστά στο Δημαρχείο-Το Ρολόι-βρίσκονταν τ’ αγκυροβόλια των πλοίων του Αργοσαρωνικού και τον βενζινόπλοιων που πήγαιναν στη Σαλαμίνα, στην Κούλουρη, …» και στην σελίδα 317 γράφει επίσης: «Κοντά στο γκρεμισμένο Ρολόι ύψωσε το γιαπί του εμπορικού πύργου, που θα έδινε στον Πειραιά την όψη της μοντέρνας πόλης, όπως διατεινόταν. Είναι ενδιαφέρον ότι δικαιολόγησε την κατεδάφιση του Ρολογιού και με το επιχείρημα ότι η πόλη πρέπει να «απαλλαγή του κτιρίου ώστε να βελτιωθεί  ρυμοτομικός, αλλά και να επιτραπεί η ανάδειξις των δημιουργηθησομένων νέων μεγάρων». Η ανάδειξη αυτή δεν ήταν οπτική(μπορούσε το Ρολόι να κρύψει τον πύργο), αλλά καθαρά ιδεολογική και συμβολική».
    Εδώ ο Βάσιας Τσοκόπουλος θέτει μια άλλη παράμετρο, μιλά για καθαρά ιδεολογική απόφαση. Θα συμφωνήσω μαζί με τον γνωστό ιστορικό, μόνο που θεωρώ την γνώμη του Ιωάννη Μελετόπουλου πιο συμφέρουσα λύση για τον Πειραιά.
       Το Παλαιό Ρολόι αναφέρεται και στο «Πειραιάς ένα σεργιάνι», ένα φωτογραφικό και ιστορικό λεύκωμα που εξέδωσαν οι εκδόσεις του Ιωάννη Σιδέρη το 2003, σελίδες 230. Το βιβλίο αυτό το συνέταξε η αδερφή της γνωστής Πειραιώτισσας και αξέχαστης μυθιστοριογράφου και θεατρικής συγγραφέως Κωστούλας Μητροπούλου, η Κάτια Μητροπούλου. Το βιβλίο είναι μια επανάληψη γνωστών μας πληροφοριών εν συντομία, με πληροφορίες που έχει συλλέξει από άλλες μελέτες η συγγραφέας. Το ενδιαφέρον του βρίσκεται στις πάρα πολλές ασπρόμαυρες φωτογραφίες.
Και στο βιβλίο της Κάτιας Μητροπούλου, υπάρχουν φωτογραφίες του Παλαιού Ρολογιού τις οποίες άντλησε από το φωτογραφικό Αρχείο του Μουσείου Μπενάκη, σελίδα 22, (περίπου το 1910), αυτή της σελίδας 28 πάλι από το Αρχείο του Μουσείου Μπενάκη, του Περικλή Παπαχατζιδάκη, (περί το τέλος της δεκαετίας του 1930), καρποστάλ της σελίδας 30 «Τινάνειος Κήπος», που διακρίνεται ο πύργος του Ρολογιού, την οποία η Μητροπούλου πήρε από την Βιβλιοθήκη «Καίτη Λασκαρίδη», στην σελίδα 127 που αναφέρει τα εξής: «Ακόμη, γκρέμισε το ιστορικό σημείο αναγνώρισης της πόλης, το Ρολόι. Η κατεδάφιση του έγινε εκατό χρόνια μετά από την επιλογή του κτηρίου αυτού ως Δημοτικού μεγάρου από τον παππού του, αλλά δεν υπήρχε κάποια πλάκα στο κτήριο που να αναφέρει το όνομα του Ομηρίδη-Σκυλίτση".
    Τέλος, και κλείνοντας το δεύτερο αυτό συμπληρωματικό σεργιάνι στην κατεδάφιση του Παλαιού Ρολογιού από τον δοτό δήμαρχο Αριστείδη Σκυλίτση αναφέρω το βιβλίο που είχα συμπεριλάβει και στην βιβλιογραφική αναφορά του πρώτου μου κειμένου.
      Μιλώ για το βιβλίο του Γιάννη Ε. Χατζημανωλάκη, «Οι Δήμαρχοι του Νεότερου Πειραιά», έκδοση δεύτερη, Πειραιάς 2002, σελίδες 304.
      Ο Γιάννης Ε. Χατζημανωλάκης, είτε σαν πρόεδρος της Φιλολογικής Στέγης Πειραιά για αρκετές δεκαετίες, είτε σαν ερευνητής και ιστορικός της πόλης και του πολιτισμού του Πειραιά, δέσποσε στα Πειραϊκά πράγματα για πάρα πολύ μεγάλο διάστημα. Η συμβολή του στην επίσημη ιστορία της πόλης, είναι ίσως νωρίς ακόμα να εκτιμηθεί. Υπήρξε ένα άτομο δραστήριο, πάρα πολύ εργατικό και αρκετά ενημερωμένο όσον αφορά τα θέματα του Πειραιά. Ο Γιάννης Ε. Χατζημανωλάκης, σαν συγγραφέας μιλώ πάντα-εφόσον ζει ακόμα ο άνθρωπος και εύχομαι να ζει για πολύ-ήταν ένας ευσυνείδητος επαγγελματίας γραφιάς, ο οποίος δεν έκανε τίποτα σχεδόν αμισθί. Για μεγάλο χρονικό διάστημα εξέδιδε μόνος του τα βιβλία του και φυσικά τα πουλούσε.
Σαν συγγραφέας ασχολήθηκε με πάρα πολλά θέματα του Πειραιά, πολλές φορές όμως τα βιβλία του επικάλυπταν το ένα το άλλο, ή επαναλάμβανε τα ίδια και τα ίδια με ελάχιστες προσθέσεις. Οι γνώσεις του ήταν βαθιές και ουσιαστικές όσον αφορά τα πράγματα του Πειραιά αλλά όχι πάντα αδέκαστες και συγγραφικά καθαρές. Κατόρθωσε να διασώσει μεγάλο μέρος από την γηγενή Πειραϊκή παράδοση και έγινε η αιτία-λόγω ενός μεγαλοναπολεοντισμού που τον διέκρινε-να διώξει ή να χαθούν άλλες νεότερες πνευματικές δυνάμεις από τον Πειραιά.
Υπήρξε σαν συγγραφέας μιλώ πάντα, ένα άτομο που με επαγγελματική ευσυνειδησία και μεράκι φρόντισε και επιμελείτο Πειραϊκές εκδόσεις, σχολίαζε άλλοτε καθαρά και άλλοτε όχι πολλές εκδόσεις φίλων του και συνεργατών του συγγραφέων, αλλά πάντα οι υποδείξεις του ήταν καίριες και σωστές όσον αφορά τα πράγματα του Πειραιά. 
Ο Χατζημανωλάκης γνώριζε ιστορία, και εκείνο που πάντα ζήλευα σε εκείνον και του το είχα πει αρκετές φορές, είναι η δημοσιογραφική του πένα. Ο άνθρωπος αυτός μπορούσε με τα πιο απλά ιστορικά υλικά να σου χτίσει την ιστορία της πόλης, έστω μετά αν δεν είχε τίποτε άλλο να προσθέσει και συνεχώς επαναλαμβανότανε. Δεν συγκέντρωνε συνήθως όλο το υλικό όσον αφορά τα πολιτιστικά πράγματα, αλλά και με αυτό το ελάχιστο, το επιφανειακό πολλές φορές οικοδομούσε την θέση του. Οι κριτικές του για πρόσωπα και πολιτικούς παράγοντες του Πειραιά, δεν ήταν πάντοτε ξεκάθαρες, δεν τα χαλούσε με κανέναν. Όμως είναι εκείνος που δίδαξε έστω και τηλεγραφικά με την καθαρή πένα του και το λαγαρό του ύφος την ιστορία της πόλης σε αρκετούς νεότερους. Υπήρξε η αναφορά τους, αυτό ήταν κάτι που του άρεσε πάρα πολύ και δεν δέχτηκε ποτέ του την αμφισβήτηση. Ότι τον αμφισβητούσε το καρατομούσε. Αλλά έτσι δεν είναι τα άτομα με ισχυρή προσωπικότητα πάντα;
       Το βιβλίο αυτό «Οι Δήμαρχοι του Νεότερου Πειραιά», έρχεται να συμπληρώσει ένα κενό που υπήρχε στο χώρο του μετά την έκδοση του Δημήτρη Σπηλιωτόπουλου.
Είναι σύγχρονο, αρκετά κατατοπιστικό, ενημερωμένο στην σύνολη συλλογιστική του και στα επιμέρους εξεταζόμενα θέματά του, σε μια γλώσσα κατανοητή ακόμα και στον πιο αμύητο στα Πειραϊκά πράγματα. Μπορεί οι θέσεις που εκφράζει να επαναλαμβάνονται και τα στοιχεία που παραθέτει να μην εμπλουτίζονται συνήθως, όμως είναι για το ευρύ κοινό των αναγνωστών του Πειραιά ένα σαφή και χρήσιμο μελέτημα.
Είναι μια συγκεντρωτική βάση υποδομής για τους Δημάρχους και τους άλλους δημοτικούς παράγοντες της Πειραϊκής ζωής. Οι θέσεις του; εξαρτάται από πια πλευρά τις πλησιάζει κανείς.
   Στις σελίδες που αφιερώνει στον Δήμαρχο Δημήτριο Α. Μουτζόπουλο, και ιδιαίτερα στις σελίδες 87-88, αναφέρεται στην περίπτωση του Ρολογιού, θέσεις που έχει εκφράσει και σε άλλα του μελετήματα και σε κείμενό του για τον δοτό Δήμαρχο της επταετίας Αριστείδη Σκυλίτση.  Γράφει σελίδα 87 «…συνδέθηκε άμεσα με τη νεότερη τοπική μας ιστορία. Παρ’ όλα αυτά και παρά την αντίδραση της πειραϊκής κοινής γνώμης που εκδηλώθηκε έντονα και μέσα στο ασφυκτικό «κλίμα» της Απριλιανής Δικτατορίας, το κτίριο κατεδαφίστηκε το 1968 από τον τότε δήμαρχο «χωρίς περίσκεψη, χωρίς αιδώ».
    Παρότι ο συγγραφέας εύστοχα χρησιμοποιεί τους Καβαφικούς στίχους, και πάλι δεν θα συμφωνήσω.
Το Ρολόι γκρεμίστηκε και καλώς έγινε, πάμε για άλλα. 
Ας διατηρήσουμε καθαρά τα Μακρά Τείχη, ας επισκεπτόμαστε περισσότερες φορές το Αρχαιολογικό Μουσείο της πόλης, ας πηγαίνουμε συχνότερα στο Ναυτικό Μουσείο, ας αποκτήσουμε καλύτερη και πιο οργανωμένη Δημοτική Πινακοθήκη, καλύτερη οργάνωση του Ιστορικού Αρχείου, με στελέχωση ειδικών που θα εργάζονται με μεράκι για την διατήρηση και καταγραφή του υλικού του, ας ιδρυθεί ένα Μουσείο με εκθέματα Πειραιωτών δημιουργών και φωτογραφιών, ατόμων που προσέφεραν στην πόλη και λησμονήθηκαν.
Υπάρχουν τόσα πράγματα να γίνουν που δεν έχουν γίνει μέχρι τώρα, αντί να θέλουνε να οικοδομήσουν κάτι που είναι πλέον ξένο, και μένει μόνο σαν μια συναισθηματική ανάμνηση παλαιών και μη ενδιαφερομένων για την υπόλοιπη ιστορία της πόλης ανθρώπων.
Πολύ θα χαιρόμουν να έβλεπα τις προτομές της Μελίνας Μερκούρη και του Μάνου Χατζιδάκι να δεσπόζουν σε κεντρικά σημεία της πόλης μια που δόξασαν τον Πειραιά σε όλη την υφήλιο. Να έβλεπα την αναβίωση του Πειραϊκού Θεάτρου του Δημήτρη Ροντήρη. Να άκουγα στο Δημοτικό Θέατρο Πειραιώτες συνθέτες, να απολάμβανα το Μουσείο του Πάνου Αραβαντινού, να γνώριζα πόσες σύγχρονες μελέτες από νέους φοιτητές του Πανεπιστημίου του Πειραιά έχει χρηματοδοτήσει ο Δήμος μας για έρευνα πάνω στην Ιστορία τον Πολιτισμό την Ναυτιλία κ.λ.π. της πόλης.
Ζητάω πολλά; Δεν ξέρω. Πάντως δεν ζητώ την ανοικοδόμηση ενός νέου Ρολογιού. Οι δείκτες του δεν θα δείχνουν το μέλλον του Πειραιά, αλλά το άχαρο παρόν του.

Γιώργος Χ. Μπαλούρδος
Πρώτη δημοσίευση σήμερα, Τετάρτη, 12 Φεβρουαρίου 2014.
Πειραιάς 12 Φεβρουαρίου 2014.

Και ακόμα, 19 του Φλεβάρη,  παραμονής γενεθλίων και παραμονής της Τσικνοπέμπτης, καθώς πρόσθετα μερικά ακόμα βιβλιογραφικά στοιχεία και στα δύο κείμενα για το Παλιό Ρολόι στο μπλοκ μου, και αυτοί οι στίχοι:
 ΤΟ ΡΟΛΟΙ ΤΟΥ ΠΕΙΡΑΙΑ

στίχοι και μουσική Διονύση Κουρή
εκδόσεις Μ. Γαϊτάνου, Στοά Αρσακείου 10 Αθήνα

Το παλιό μας το ρολόι
όνειρο ήτανε και πάει
και τις ώρες στο λιμάνι
δεν τ' ακούς πια να χτυπάει
------
Το παλιό μας το ρολόι
αναμνήσεις φορτωμένο
στο λιμάνι έχει αφήσει
τ' όνειρο του αραγμένο
--------
και τις ώρες στο λιμάνι
δεν τ' ακούς πια να χτυπάει
στο λιμάνι έχει αφήσει
τ' όνειρο του αραγμένο.
----------
Το παλιό μας το ρολόι
νοσταλγία κρυφαναστεναγμός
στην καρδιά του ΠΕΙΡΑΙΑ μας
κάθε χτύπος, κάθε χτύπος και καϊμός.

σελίδα 81, από το βιβλίο του Βασίλη Π. Πισιμίση, "Το Ρολόι του Πειραιά το παλιό Δημαρχείο", εκδόσεις συλλογές-Αθήνα 2003.


  
                  
                            
                         
           
   



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου