Καθώς
η Πόλη κοιμάται
ΤΟ
ΠΕΤΑΛΟ ΚΑΙ ΤΑ ΚΑΡΦΙΑ
Κάθε
βράδι την ίδια ώρα
τα
ίδια πρόσωπα
με
τα ίδια μετρημένα βήματα
κάναν
τον ίδιον περίπατο:
Απ’
τη Φρεαττύδα ως την πλατεία Αλεξάνδρας
στο
Πασαλιμάνι.
Ήταν
και οι τρεις αντίκες, τρεις μονόχνωτοι,
Ό
ένας είχε ριγμένη πάνω του μια μπέρτα
ο άλλος κρατούσε την άδεια θήκη ενός βιολιού
κι
ο τρίτος σκυφτός, όλο μουρμούριζε.
Βάδιζαν
χωρίς ποτέ στο πλάϊ να κυττάξουν
-λες
κι είχαν ράγιες κάτω από τα πόδια τους-
καθένας
χώρια
κι
οι τρεις μονάχοι.
Το
μικρό λιμάνι καθώς έκλεινε
Κι
από τις δύο μεριές,
Θαρρούσες
κι ήταν πέταλο
κι
οι «τρεις μονάχοι»
τα
καρφιά!
Μανώλης
Αλεξίου
Από
το περιοδικό «Το περιοδικό μας», τεύχος 6/12, 1958, σελίδα 146.
ΝΟΣΤΑΛΓΙΚΟ
Πόσοι
ωραίοι οι δρόμοι σας Καστέλλα-Φρεαττύδα
και
σύ γλυκέ μου Πειραιά που σ’ έχω περπατήσει,
και
τις μικρές σου γειτονιές και τις μεγάλες είδα,
που
χρόνια τώρα ολόκληρα μ’ έχουν φιλοξενήσει.
Πόσο
ωραίες οι χαρές που γνώρισα κοντά σου
κι’
οι συγκινήσεις άμετρες που μ’ έχουν πλημμυρίσει,
όνειρα
που ταξίδεψαν πάνω στη θάλασσά σου,
κι
οράματα που σβήσανε σε ματωμένη δύση.
Όμορφο
Παλατάκι μου μικρό πευκοντυμένο
με
το λιμάνι πλάι σου γεμάτο πάντα πλοία,
πόσες
φορές σε διάβηκα και σένανε καημένο,
με
συντροφιά τη θλίψη μου και τη μελαγχολία.
Ξαναγυρίζουνε
στο νου τα χρόνια που περάσαν
σα
γοργοτάξιδα πουλιά και μαύρα χελιδόνια,
φθινόπωρο
και χειμωνιά αλλοίμονο με φτάξαν,
κι’
ενώ εγώ παρέρχομαι εσείς θα ζήτ’ αιώνια.
Αναστάσιος
Δ. Αρβανιτάκης
«Τραγούδι
της Αθήνας και του Πειραιά», Αθήνα 1973,
σελίδα
19.
ΤΑ
ΠΑΙΔΙΑ ΣΤΟ ΠΑΡΚΟ ΤΗΣ ΤΕΡΨΙΘΕΑΣ
Κάθε
βράδυ σωπαίνω στην άκρη ενός πάρκου
κοντά
στα καράβια. Περνούν τα παιδιά,
σταματάνε
μπροστά μου και κοιτάζουν τα χέρια μου.
Είναι
πάντοτε άδεια. Όμως, τα μάτια τους
είναι
τόσο γιομάτα, βαριά φορτωμένα.
Μοιάζουν
με μαύρα μικρά συννεφάκια
που
κρύβουν αέρα, βροχή και παράπονο. Τότες, εγώ,
σηκώνω
το βλέμμα μου διαρκώς πιο ψηλά
και
κοιτάζω που αντίκρυ μου βασιλεύει ο ήλιος.
Νοιώθω
μέσα στα μάτια μου ν’ αλλάζει ο καιρός.
Κι’
ήμουν τόσο χαρούμενος.
Πάλι
θα βρέξει.
Νικηφόρος
Βρεττάκος
Περιοδικό
«Πλάτων», τεύχος 15/7,8,9, 1958, σελίδα 9.
ΣΤΗΝ
ΠΛΑΤΕΙΑ ΑΛΕΞΑΝΔΡΑΣ
Σ’
επήραν και σ’ εσήκωσαν
καυμένη,
οι ανέμοι,
ρημάδι
πια κατήντησες
και
σαν στοιχειό θα μείνης.
Ούτε
τα τραμ σ’ ετόνωσαν
με
το ηλεκτρισμό τους
κι’
ούτε τα πιάνα και βιολιά
που
φέρνει ο….. Εργίνης!
Σπύρος
Γ. Γεωργόπουλος
Περιοδικό «Κυψέλη», έτος 1914, του Άγγελου
Κοσμή,
σελίδα
187
ΣΤΟ
ΡΟΛΟΙ ΤΗΣ ΔΗΜΑΡΧΙΑΣ
Έχεις
στοιχειώσει τετράφεγγο ρολόι
απ’
τις ματιές που δέχεσαι όλη μέρα
το
χτύπημά σου για άλλους μοιρολόι,
γι
άλλους τραγούδι για άλλους μια φοβέρα.
Πότε
το χτυποκάρδι μας αυξάνεις,
πότε
το βήμα δίνεις μας αργό,
πότε
να βλαστημήσουμε μας κάνεις…
κι’
απ’ όλους πρώτος σ’ ένοιωσα εγώ!
Βασίλης Λαμπρολέσβιος
Περιοδικό
«Πειραϊκά Γράμματα», τεύχος 2/1,3,1995
σελίδα
42.
Γιώργος
Χ. Μπαλούρδος
Καθώς
η Πόλη κοιμάται και ένας Περαιώτης διαβάζει ποίηση.
Αύριο
είναι μια άλλη μέρα, και ένα σβηστό κεράκι ακόμα στο εικονοστάσι του Χρόνου.
Πειραιάς,
Πέμπτη, 20 Φεβρουαρίου 2014
Ψαράκια
όλου του Πειραιά κολυμπήστε σαν τους Σολομούς στο νέο ποτάμι του Χρόνου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου