Κυριακή 2 Φεβρουαρίου 2014

ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗΣ-ΙΟΥΛΙΑΝΟΣ

Με αφορμή την τραγωδία Ιουλιανός του Νίκου Καζαντζάκη

 Ο ΙΟΥΛΙΑΝΟΣ, ΟΡΩΝ ΟΛΙΓΩΡΙΑΝ

«Ορών ούν πολλήν μέν ολιγωρίαν ούσαν
ημίν προς τους θεούς»-λέγει με ύφος σοβαρόν.
Ολιγωρίαν. Μα τι περίμενε λοιπόν;
Όσο ήθελεν άς έκαμνεν οργάνωσιν θρησκευτική,
όσο ήθελεν άς έγραφε στον αρχιερέα Γαλατίας,
ή εις άλλους τοιούτους, παροτρύνων κι οδηγών.
Οι φίλοι του δεν ήσαν Χριστιανοί,
αυτό ήταν θετικόν. Μα δεν μπορούσαν κιόλας
να παίζουν σαν κι αυτόνα (τον Χριστιανομαθημένο)
με σύστημα καινούριας εκκλησίας,
αστείον και στην σύλληψι και στην εφαρμογή.
Έλληνες ήσαν επιτέλους. Μηδέν άγαν, Αύγουστε.
(1923)
                            Κωνσταντίνος Π. Καβάφης   


Α. Ή Ιστορία

     Μελετώντας ο αναγνώστης την Ελληνική ιστορία στην διαχρονική της προοπτική, εύκολα διαπιστώνει ότι, τα ελαττώματα μάλλον-των διαφόρων φυλών των Ελλήνων-είναι αυτά που αβίαστα αποδεικνύουν την συνέχεια της ιστορικής τους πορείας, αποκαλύπτουν την πολιτιστική τους ταυτότητα και τροφοδοτούν τις πολιτικές τους επιλογές και κοινωνικές τους παραδόσεις και αρχιτεκτονούν την ιδιοπροσωπεία του Έλληνα πολίτη ως ιστορικοπολιτική παρουσία μέσα στον χρόνο. Τα «σπασμωδικά» αρκετές φορές ανδραγαθήματά τους, οι λαμπρές αδιαμφισβήτητα αρετές και προτερήματά τους έρχονται ενίοτε επικουρικά να λαξεύσουν την ταυτότητά του να αιμοδοτήσουν το πληθωρικό φρόνημά του και να θωρακίσουν τις θεμιτές και σπάταλες φιλοδοξίες του όποτε οι ιστορικές συνθήκες το επιτρέπουν και οι κοινωνικές διεργασίες το προτείνουν.
      Ανιχνεύσιμα είναι πάντοτε τα πρώτα, «δυσδιάκριτα» τα άλλα.
Κυρίαρχος μύθος των Ελλήνων ή σίγουρα ισόμοιρος με αυτόν του Θεού Διονύσου, είναι ο Κρόνος που τρώει τα παιδιά του.
Ο Κρόνος-Ελλάδα, που κατασπαράσσει την μελλούμενη σπορά της πριν αυτή κατορθώσει να σχηματίσει την εικόνα της και διαμορφώσει τον ιστορικό της μύθο, στην έτσι και αλλιώς βραχύβια βιωτή της. Δεν έχει παρά να μελετήσει, ερευνήσει, ανατρέξει ο μελετητής τις διάφορες ιστορικές πηγές, τα ατομικά ημερολόγια, τα ημερολόγια των αγωνιστών του 1821(Φωτάκου-Τερτσέτη και άλλων), τα αυτοβιογραφικά κείμενα, τα κείμενα των αρχαίων συγγραφέων, τους βίους του Πλουτάρχου, τα μνημεία της Τέχνης, από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα για να διαπιστώσει την τραγικότητα, το ψυχικό διχασμό και δράμα, το υπαρξιακό αδιέξοδο-πολλές φορές-αξιομνημόνευτων και σπουδαίων προσώπων της Ελληνικής ιστορίας που είχαν την ατυχία να γεννηθούν σε αυτήν την χώρα. Ακέραιων χαρακτήρων που αν και θυσιάστηκαν, μεγαλούργησαν ή προσέφεραν σε διάφορους τομείς του δημόσιου βίου στο διάβα των αιώνων για την γενέθλια χώρα τους, η Ελλάδα στάθηκε κυνικά αδιάφορη, επιδεικτικά εχθρική, άλλους τους μίσησε, άλλους τους εξόρισε, στηλιτευτική στις διάφορες κατά καιρούς σχέσεις της απέναντί τους. (π.χ. όλοι μιλούν και αναφέρουν τον Νικηταρά τον Τουρκοφάγο, κανείς όμως δεν λέει ότι πέθανε πάμφτωχος και ζητιάνος στο λιμάνι του Πειραιά.)
     Άλλους τους φυλάκισε ως προδότες αφού είχαν δώσει την ζωή τους για αυτήν, άλλους τους διέβαλε ως ξένο σώμα, ποια, αυτή η χώρα που ποτέ δεν είχε ένα κέντρο εθνικής αναφοράς και δικαιοσύνης για όλους της τους κατοίκους, άλλους τους εξόρισε από φθόνο, είναι γεμάτη η αρχαία ιστορία και η βυζαντινή, από τέτοιες ενέργειες, άλλους με άμεσο ή έμμεσο τρόπο τους δολοφόνησε, άλλους τους ανάγκασε να οδηγηθούν στην αυτοκτονία, άλλους τους εξοβέλισε από τις επίσημες δέλτους της ιστορικής της παράδοσης σαν εξώπροικους των πολιτιστικών της επιτευγμάτων. Ακόμα θυμάμαι αφηγήσεις παλαιών Μικρασιατών στην Νίκαια και τον Πειραιά που κλαίγοντας αφηγούνταν ότι οι Ελληναράδες μετά την μικρασιατική καταστροφή τους έλεγαν Τουρκόσπορους και δεν τους άφηναν να εγκατασταθούν στα νησιά, δεν τους προσέφερναν εργασία, δεν τους νοίκιαζαν τα σπίτια τους να εγκατασταθούν κ.λ.π. Είναι συγκλονιστικές οι μαρτυρίες των μεγάλων τόμων «΄Εξοδος» που κυκλοφόρησαν εδώ και αρκετές δεκαετίες, αλλά και άλλες μαρτυρίες.
  Η Ελλάδα είναι και θα παραμείνει η μητριά-πατρίδα, όχι η κακιά μητριά των παραμυθιών αλλά της Ιστορίας, για τα ελεύθερα άτομα-κατοίκους της, που αντιστέκονται και στέκονται κριτικά απέναντί της.
    Η Ελλάδα, αξιολογεί, κρίνει, επιβραβεύει, δοξάζει και αποδέχεται τα γεγονότα και τα πρόσωπα που τα συντελούν, όχι με γνώμονα τόσο την ιστορική αλήθεια, όσο με προκατασκευασμένους σαθρούς μύθους. Και ιδιαίτερα θρησκευτικούς. Είναι μια θρησκευτική αλισάχνη που της παράγει τα στεγανά μορφώματα της παράδοσής της και της προάγει τις διάφορες «ιστορικές μεγαλομανίες» και πολιτιστικές αγκυλώσεις. Είναι τα διάφορα αυτοκρατορικά μεγαλεία χαμένων ευκαιριών και κρατικοδίαιτων θρησκευτικών θεσμών της πτωχής ψωροκώσταινας, που αρνείται να αποδεχθεί την ισοδύναμη αλλά ιστορικά αληθινή και δίκαιη θέση της μέσα στην πανσπερμία των αλλόφυλων εθνοτήτων, αλλόθρησκων λαών και εκατοντάδων πολιτισμικών ιδιαιτεροτήτων. Η Ελληνική κοινωνία αρνείται να κατανοήσει το νόημα των επιμέρους ιστορικών συμβάντων και την σημασία τους στο σύνολο ιστορικό γίγνεσθαι την δεδομένη στιγμή και την αλήθεια που αυτό κομίζει, και αποδέχεται ένα θολό μεταφυσικό θεολογικό ερμηνευτικό νόημα της ιστορίας, που ούτε το κατανοεί στις βαθύτερες προεκτάσεις του ούτε το αποδέχεται σε όλες τους τις οικουμενικές παραμέτρους με οτιδήποτε αυτό συνεπάγεται για την δική της εσωτερική και εξωτερική ισορροπία. Η Ελλάδα και ο δεισιδαίμων λαός της, (όπως κάποτε είπαν οι αρχαίοι Αιγύπτιοι ιερείς στους Έλληνες που τους επισκέφτηκαν), ανακυκλώνει διαρκώς παλαιούς θρησκευτικούς μύθους και δοξασίες. Παραμυθάκια για τις συνταξιούχες γιαγιούλες και τα μωρά πριν απογαλακτιστούν. Αυτή η ερμηνευτική της αυτοπαγίδευση λειτούργησε πάντοτε αυτοκαταστροφικά αλλά και εχθρικά έναντι των διαφόρων αυτοχθόνων φυσιογνωμιών που οραματικά ορμούμενες και από ανιδιοτέλεια κινούμενες με τεράστια αποθέματα ψυχικής και πνευματικής θέλησης επεδίωξαν να υπηρετήσουν και διακονήσουν την χώρα αυτή στον κοινωνικό στίβο, ή από άλλο μετερίζι και να λαμπρύνουν με τις αποφάσεις τους οτιδήποτε ονομάζουμε Ελληνικό μεγαλείο. Όχι ως μια θεωρητική κατασκευή, αντανάκλαση ενός κόσμου που δομείται πάνω σε μια Θεϊκή πολιτεία με θρησκευτικούς κανόνες και αξίες, αλλά από συγκεκριμένες πολιτικές και ιστορικές αναγκαιότητες που εκφράζουν οι εκάστοτε ιστορικές στιγμές και οι αγώνες των ανθρώπων και προσδιορίζουν τις κοινωνικές τους εξελίξεις.
  Η Ελλάδα, έμαθε να θεολογεί παρά να ιστορεί.
Ο τροχός της ιστορίας στην Ελλάδα περιστρέφεται χάρη στην αυτοθυσία μεμονωμένων μονάδων από όλες τις ιδεολογίες ή θρησκευτικές δοξασίες.
Η Τέχνη αποκαλύπτει οτιδήποτε η ένοχη μεταφυσική συνείδηση του πλήθους προσπαθεί να αποκρύψει.
     Και μια από αυτές τις μεγάλες και τραγικές Ελληνικές φυσιογνωμίες υπήρξε ο Έλλην αυτοκράτορας Ιουλιανός.

    ΠΙΠΤΩΝ ΙΟΥΛΙΑΝΟΣ

Ω ούτε ο θάνατος από τις αισθήσεις μπορεί να την αφανίση…
Ω θεία Μεταμόρφωσι Αθήνα, Αθηνά Παρθένος Σοφία του Θεού μου, ευγενής και πάνοπλος,/
ω Αμυνόμενη Αρμονία, όλη εδώ εσαρκώθης σε αγάλματα, σε στίβους και κερκίδες/
και σε πόλεις από λέξεις και ήχους και χρωστήρες, σε κερκίδες σε λέξεις και σε ήχους/
πειά υψηλός και ωραίος να κατοικώ, πάνω από αυτή την εφήμερη οδυνηρή σάρκα,/
κοντά στον Θεό, ω Ενότητα, την εφήμερη σάρκα σπαταλώντας εις «Παν Μέτρον»/
ω όλη στην Αρετή, όλη στη Λευκή Δύναμι, για το σκοπό τούτο, και δίχως/
αυτή τη βαρειά σάρκα που όλο προς τα κάτω μας παρασέρνει, από μακρυά/
με τα αισθήματά μας ή και με τη Σκέψι μας μόνο, αιώνια ημπορούμε να σε κατοικούμε./
Ω, άπειρα εγκαταλειμμένος κάτου από αυτόν το βαρύτατο Σταυρό, από τόσος μακρυά,/
σε σένα, δίχως τον ασήκωτο Σταυρό, ανάλαφρος, αιώνια παραμένω/
δίχως αυτή την οδυνηρή σάρκα, ω Θεά Πόλι, ω Σοφία, ω Πνεύμα/
έχεις πειά ξεπεράσει τους αιώνες και ηγείσαι και τους οδηγείς….
                                    Λεωνίδας Πολυδεύκης
(απόσπασμα από την ποιητική συλλογή «Συμφωνία της Αιωνιότητας». Δες και περιοδικό Φιλολογική Πρωτοχρονιά τόμος 24ος 1967, σελίδα 20).
   

Β. Ο Έλλην αυτοκράτορας Ιουλιανός (331-26/6/363 π.χ.).

     Ίσως να μην υπάρχει άλλη Ελληνική πολιτική ή στρατιωτική προσωπικότητα σε όλη την διάρκεια της Ελληνικής ιστορίας τόσο παρεξηγημένη και κατασυκοφαντημένη όσο ο έφηβος αυτοκράτωρ. Το προσωνύμιο «Παραβάτης» με το οποίο κοσμήθηκε από τους Γαλιλαίους πιστούς λειτουργεί(αντιθετικά ασφαλώς) σαν το «Μέγας» που δόθηκε κατά καιρούς στους διάφορους πολιτικούς ηγέτες και τον ιδρυτή της δυναστείας των Φλαβίων. Και παρότι και άλλες ηγετικές μορφές της Ρωμαϊκής ιστορίας εξεδήλωσαν ανοιχτά την αντίθεσή τους στην Ιουδαϊκή αίρεση-τον Χριστιανισμό-και όλοι ανεξαιρέτως οι Βυζαντινοί μονάρχες ενήργησαν όχι μόνο καταπιεστικά και δολοφονικά και εντελώς αντίθετα από τις θρησκευτικές και ηθικές αρχές του ιδρυτή της Χριστιανικής πίστης, σε εκείνον έμεινε η ιστορική «ρετσινιά». Μια «ρετσινιά» που του πρόσαψαν οι μοναχοί, αυτή η κοινωνική πληγή, οι «αργούς τρεφομένους από των εργαζομένων τους κόπους» οι άνθρακες «τους οποίους αν πιάσης σβεστούς αμαυρώνεις τας χείρας, αν αναμμένους και διαπύρους, καίεσαι», η κοινωνική γάγγραινα, όπως αποκαλεί τους μοναχούς ο Αδαμάντιος Κοραής.(δες Μάμουκα-Δαμαλά, Κοραή, Τα μετά Θάνατον τόμος 4ος  σελ. 848 και αλλού)
Σε αυτόν λοιπόν, τον πιο αθώο, τον πιο ανυπεράσπιστο έμεινε η σπίλωση. Και όπως οι πηγές μαρτυρούν και τα κείμενα που μας κληροδότησε, ήταν εκείνος που θέσπισε το διάταγμα της ανεξιθρησκείας, πέρα ασφαλώς από τις ατομικές του θρησκευτικές επιλογές.
Ο Σωζομενός στην «Εκκλησιαστική ιστορία» του αναφέρει ότι: «Ώστε πανταχόθεν συμβαλείν έστι φόνων μεν ένεκα και περινοίας των εις το σώμα τιμωριών μετριώτερον αυτόν γενέσθαι των προ του διωξάντων την εκκλησίαν, εν δε τοις άλλοις χαλεπώτερον».(η πληροφορία στο έργο του Γιάννη Κ. Τσέντου, «Ιουλιανός ο Παραβάτης» σελίδα 158, εκδόσεις Τήνος 2004).  
         Ο αυτοκράτωρ Ιουλιανός, υπήρξε γενναιόδωρος με τους φίλους του, ανεξίκακος με τους επιβουλεύοντες την σωματική του ακεραιότητα.
    «Ο Αυτοκράτωρ Ιουλιανός υπήρξε μια εξαιρετικά λαμπρή φυσιογνωμία του κόσμου των γραμμάτων του τέταρτου αιώνος και παρά το σύντομο της καρριέρας του, απέδειξε την ικανότητά του, σε διάφορες εκφάνσεις του πνεύματος. Οι λόγοι του, οι οποίοι μαρτυρούν τις σκοτεινές φιλοσοφικές και θρησκευτικές πεποιθήσεις του όπως η έκκλησή του προς τον «Βασιλέα ήλιο», τα γράμματά του, το έργο του «Κατά των Χριστιανών»-σώζεται μόνο σε αποσπάσματα-το σατυρικό έργο «Misopogon», το οποίο γράφτηκε εναντίον του λαού της Αντιοχείας και που μας δίνει βιογραφικές πληροφορίες όλα αυτά δείχνουν ότι ο Ιουλιανός υπήρξε ένας ικανός συγγραφεύς, ιστορικός, λόγιος, σατυρικός και ηθικολόγος. Θα πρέπει επίσης να τονισθή το γεγονός ότι τα έργα του Ιουλιανού έχουν άμεση σχέση με τα γεγονότα της εποχής του. Ο ξαφνικός όμως θάνατός του εμπόδισε την πλήρη εξέλιξη της ασυνήθους μεγαλοφυΐας του», γράφει ο ιστορικός Α. Α. Βασίλιεφ, στην «Ιστορία της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας» σελίδα 159 εκδόσεις Μπεργαδή χ. χ.
      Συγχωρητικός με τους χριστιανούς που ήθελαν τον θάνατό του, φιλεύσπλαχνος με τους διώκτες του, δίκαιος με τους κατοίκους της αυτοκρατορίας. Φιλοπαίγμων και αυτοσαρκαστικός, τραγικός και ηρωικός, ονειροπόλος και πνευματικά δισχιδής, δεισιδαίμων και ρομαντικός, ηθικολόγος και παράλογα ευσεβής, πολύ νέος σε ηλικία, του δόθηκε η δυνατότητα να ηγηθεί όχι των εθνικών Ελλήνων αλλά σύνολης της Βυζαντινής αχανούς αυτοκρατορίας.
Αυτός «ο πάντων, ως ώετο, λογιώτατος» όπως γράφει ο Γρηγόριος ο Θεολόγος στο έργο του «Κατά Ιουλιανού Βασιλέως στηλιτευτικός πρώτος», (δες, Έλληνες Πατέρες της Εκκλησίας, Γρηγορίου Θεολόγου «Έργα», τόμος 8ος σελίδα 22, Θεσσαλονίκη 1976), έγινε ηγέτης εκατομμυρίων ανθρώπων, ανομοιόμορφων εθνοτήτων, ετερογενών εθνικών φυλών, ομόδοξων χριστιανών και ετερόδοξων αιρετικών, παλαιών εθνικών, ανόμοιων λαϊκών αγράμματων και φανατισμένων στρωμάτων και ξένων μεταξύ τους παραδόσεων. Αντίθετα οι επικρατήσαντες-με την βία-αργότερα σπιλωτικοί Χριστιανοί, οι οπαδοί του Ιησού, τον κατασπίλωσαν, τον κατακηλίδωσαν, τον αμαύρωσαν στις συνειδήσεις των θρησκευόμενων λαών, και ίσως-ίσως, βοήθησαν στον προσωπικό του αφανισμό, ή τουλάχιστον σίγουρα καλλιέργησαν το έδαφος για την δολοφονία του και την αμαύρωση του προσώπου του μέσα στην ιστορία. Η ξαφνική και ύπουλη δολοφονία του, μάλλον παραμένει ένα ακόμα πολιτικό αίνιγμα. Ο δικός μας Γιάννης Κορδάτος, ο Λιβάνιος και άλλοι ιστορικοί, αναφέρουν ότι το βέλος εκτοξεύθηκε από χέρι χριστιανικό.
      Στην ένδοξη και αλληλο-εξοντωτική σειρά των Βυζαντινών αυτοκρατόρων, των Ελληνιζόντων και μη, των αλλόφυλων και ομόφυλων, ίσως μόνο ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος μπορεί να σταθεί δίπλα του(κινούμενος ασφαλώς από άλλα εθνικά κίνητρα και ακολουθώντας διαφορετικό θρησκευτικό πιστεύω).
Και ίσως η ηρωική θυσιαστική προσφορά του, να εξαγνίζει απέναντι στην Ιστορία των Ελλήνων την μιασματική συμπεριφορά των Χριστιανών απέναντι στον ηρωικό Ιουλιανό.
Η Βυζαντινή Ελληνική ιστορία ως παράδοξη θεατρική σκηνή, ανοίγει με τον Ιουλιανό την αυλαία και κλείνει με τον Παλαιολόγο. Δύο θυσιαστικές φυσιογνωμίες στο μεταίχμιο της Ελληνικής ιστορικής αλλαγής.
     Ο Κωνσταντινουπολίτης Φλάβιος Κλαύδιος Ιουλιανός αποτελεί την ιδανική ενσάρκωση του Πλατωνικού προτύπου και των Αριστοτελικών προσδοκιών. Είναι ο διανοούμενος πολιτικός, ο φιλόσοφος αυτοκράτωρ, και-κατά τραγική ειρωνεία-ο τελευταίος Έλλην Μονοκράτωρ.., όπως αναφέρει ο Αλέξανδρος Χ. Μήτσιου, στο βιβλίο του «Πολιτική Θεολογία και Ιουλιανός» εκδόσεις Ενάλιος 1998, είναι το Πλατωνικό ιδεώδες του Εθνικού ηγεμόνα σε έναν κόσμο άξενο και εχθρικό,-που βρίσκονταν θα γράφαμε με το όπλο παρά πόδας από τις συνεχείς εχθρικές εισβολές,-προς την Ελληνική γνώση και τον ορθό λόγο, που δεν ενδιαφέρεται για τα επιτεύγματα της επιστήμης και της ορθής γνώσης, αλλά για θαύματα και μεταφυσικές φαντασιώσεις και άλλες ιδεοληψίες, είτε της παλαιάς θρησκείας είτε των ιουδαίων είτε των χριστιανών.
     Ο Έλλην το φρόνημα Ιουλιανός, ο αδιάφθορος ηγέτης, ο φιλάνθρωπος χαρακτήρας, ο ασκητικός και αιθεροβάμων, ο φιλόσοφος δυνάστης, συγγενεύει με τον Μάρκο Αυρήλιο σαν φιλοσοφία ζωής, ή με τον Λουδοβίκο της Βαυαρίας, σε νεότερη ιστορική περίοδο. Ο βίος του μοιάζει με ήρωα αρχαίας τραγωδίας που η εποχή του δεν τον κατανόησε, αλλά και εκείνος δεν την αναγνώρισε. Ο νέος αυτοκράτωρ Ιουλιανός απέτυχε στα οραματικά του σχέδια γιατί δεν κατόρθωσε ή δεν του δόθηκε από την ιστορία ο χρόνος να αντιληφθεί και να αποδεχθεί το τέλος του παλαιού Κόσμου, τουλάχιστον με την παλαιά θρησκευτική του δομή και σύστημα αξιών. Το μεγαλύτερο μέρος πληθυσμιακά των Ελλήνων είχαν βγει από το σπήλαιο και βάδιζαν στα τυφλά μέσα στο σκοτεινό και γεμάτο προλήψεις και φοβίες, απαγορεύσεις και διατάγματα χριστιανικό δάσος με τους νέους εφιάλτες. Δεν θέλησε να αποδεχθεί ότι η Αυτοκρατορία που του δόθηκε να διοικήσει δεν κατοικούνταν μόνο από Έλληνες λόγιους ή διανοούμενους, φιλοσόφους ή αριστοκράτες του πνεύματος αυτοκράτορες, αλλά από μια πανσπερμία φυλών, εθνοτήτων, περιφερόμενων λαών και ομάδων με διαφορετικό ή καθόλου παιδευτικό υπόβαθρο, πένητες και εξαθλιωμένοι από τους συνεχείς πολέμους και τις φυσικές και κοινωνικές κακουχίες, μπερδεμένων και ασαφών θρησκευτικών δοξασιών, σκοτεινών και ακαθόριστων φιλοσοφικών αρχών, που δεν είχαν όχι μόνο που να στηριχθούν, αλλά η ζωή τους ήταν κάθε στιγμή τόσο επισφαλής όσο και οι δοξασίες τους. Ήταν η εξαθλιωμένη και κυνηγημένη πληθυσμιακά μεγάλη μάζα που καθένας ήθελε να την χειραγωγήσει και να την εκμεταλλευτεί. Είτε οπαδός και πνευματικός ηγέτης της νέας θρησκείας είτε οπαδός της παλαιάς. Η τεράστια, πολύμορφη και αχαρτογράφητη ιδεολογικά, θρησκευτικά και μεταφυσικά αυτοκρατορία δεν μπορούσε να οικοδομηθεί μόνο στην αρχαία Ελληνική σκέψη, τον ορθό λόγο, ούτε μόνο στο Ρωμαϊκό δίκαιο, οι Αρχαίοι Θεοί είχαν γίνει αγάλματα, ωραία ερείπια. Η αυτοκρατορία χρειάζονταν μια νέα λαϊκή θρησκευτική παραμυθία, που θα συνένωνε τις ετερόκλητες και κατακερματισμένες λαϊκές δυνάμεις κάτω από την ομπρέλα μιας θρησκευτικής μυθολογίας που θα πρόσφερε μια συλλογική αναφορά στους κατοίκους που αργά αλλά σταθερά έπρεπε να αποκτήσουν μια συλλογική συνείδηση, μια κρατική αυτοκρατορική ταυτότητα. Οι αυτοκράτορες δεν ενδιαφερόντουσταν για τους εξαθλιωμένους κατοίκους, αλλά για στρατιώτες, μισθοφόρους και φορολογούμενες μονάδες, και οι ιερείς των διαφόρων δοξασιών των προηγούμενων θρησκειών είχαν παρακμάσει στις συνειδήσεις των ανθρώπων. Δεν είναι τυχαίο, ότι η τέχνη του ψηφιδωτού εκφράζει κατά κύριο λόγο την Βυζαντινή αυτοκρατορία. Ένας τόσο πολυδιασπασμένος, σκοτεινός, ανοργάνωτος και ασύνδετος αχανής κόσμος δεν συγκρατείται από φιλόσοφους ηγεμόνας αλλά ισχυρούς και αυταρχικούς στρατιωτικούς δικτάτορες. Η Ελληνική σκέψη ήταν μια νησίδα για εκλεκτούς μέσα στην ωκεάνεια αγραμματοσύνη των απόκρυφων και μυστηριακών δοξασιών. Οι κληρονόμοι του Έλληνος Λόγου, είχαν εξακτινωθεί σε όλα τα γνωστά ως τότε μέρη της οικουμένης δημιουργώντας μικρούς πυρήνες πνευματικής ελευθερίας. Ο σκοτεινός μεσσιανισμός του ασιατικού τρόπου του σκέπτεσθαι είχε διαγουμίσει τις εξαθλιωμένες και φοβισμένες συνειδήσεις και οι νέοι εξ ανατολών μεσσίες σαν κυτταρική διάσπαση απλώνονταν ραγδαία και με καταστροφικό για τον παλαιό κόσμο αποτέλεσμα. Αξίζει να σημειώσουμε, ότι ο αντίστοιχος Έλλην Χριστός ήταν ο Απολλώνιος ο Τυανέας, η ανάγνωση του έργου του Φιλόστρατου θα μας αποκάλυπτε αρκετές ομοιότητες με την μυθολογία των τεσσάρων Ευαγγελιστών.
     Ο Ιουλιανός προσπάθησε να ανατρέψει την ροή της Ιστορίας πριν ο ίδιος συνειδητοποιήσει την δική του ατομική ιστορικότητα. Ο Ιουλιανός υπήρξε μυστικοπαθής και ηθικολόγος νέος που μάλλον δεν γνώριζε και ο ίδιος τι πίστευε. Ανεξάρτητα αν προσπάθησε να κάνει κυρίαρχη την θρησκεία του Μίθρα. Ήθελε να αναμορφώσει και την θρησκεία των Γαλιλαίων που αρνιόταν. Οι προθέσεις του ήσαν αγνές, το ίδιο και ο ολιγόζωος βίος του σαν αυτοκράτορας, οι πράξεις του, οι οραματικές του οπτασίες, οι φιλοδοξίες του, τα γραπτά του θυμίζουν περισσότερο χριστιανό ασκητή, παρά Έλληνα εθνικό.
Στον ιδιωτικό του βίο ήταν εγκρατής, ζούσε ασκητικά, νήστευε απέφευγε τις διασκεδάσεις ήταν προσεκτικός με τις γυναίκες, δεν του άρεσε το θέατρο ήταν σεμνός και δίκαιος. Ήταν ένας διανοούμενος για να θυμηθούμε την ρήση του Φρειδερίκου Νίτσε για τον Θείο Πλάτωνα.
    Ο Ιουλιανός υπήρξε ένας Φυλοθύτωρ που θυσίαζε σε λάθος Θεούς. Ένας Δον Κιχώτης ενός ονειροπόλου εφηβικού Ελληνικού ακαθόριστου μεγαλείου. Ήταν ο χρισμένος ηγέτης μιας μεγαλειώδους θρησκευτικής αποτυχίας.
     Φιλοδόξησε να ανατρέψει την ροή της Ιστορίας, ήταν το τραγικό θύμα όχι μιας αποστασίας θρησκευτικής υφής αλλά της ίδιας της προσωπικής του μοίρας. Ο άδολος νεανικός ενθουσιασμός του, ο ρομαντικός ενθουσιασμός του, ήρθε σε σύγκρουση με άλλες δυνάμεις που αγωνίζονταν και εκείνες με την σειρά τους να κρατηθούν στην επιφάνεια του παιχνιδιού της ιστορίας και, όπως ο Προμηθέας, ακολούθησε τον δικό του Γολγοθά καθώς το Κράτος και η Βία που εκπορεύονταν από τον νέο Θεό των Χριστιανών, ήταν η νέα ειμαρμένη της Βυζαντινής κρατικής υπόστασης.

     ΙΟΥΛΙΑΝΟΣ 1933

                      Νενίκηκάς με, Ναζωραίε

Βασιλεύς απέραντου κόσμου ονείρων/
γυμνός και μόνος κατακλίνεται πάνου σε σανιδένιο κρεβάτι/
καμιά, κανείς στο πλάι του.
Ολομόναχος προσδοκά ο νέος τους ανέφικτους σκοπούς του/
ενώ η απελπισμένη του σάρκα κάθε πρωί δοκιμάζει άδοξον/ τέλος.

                                Νικόλαος Κάλας
(από την ποιητική συλλογή «Οδός Νικήτα Ράντου», εκδόσεις Ίκαρος 1977 σελίδα 44) 

Γ. Η Τέχνη

      Τραγικό πρόσωπο της Ιστορίας ο Φλάβιος Κλαύδιος Ιουλιανός, στο μεταίχμιο ενός καινούργιου κόσμου που κυοφόρησε η εποχή του, το όνομά του δεν το σκέπασε η λήθη. Υπόγεια άρδευσε τα διάφορα ρεύματα της ελληνικής «αναγέννησης» τόσο στην Δύση όσο και στην Ανατολή, παρά την λυσσαλέα προσπάθεια των χριστιανών εκκλησιαστικών συγγραφέων να τον διασύρουν.
 Η Αναγέννηση στην Δύση και ο κόσμος της που αγωνίστηκε να απαλλαγεί από τα δολοφονικά θρησκευτικά δεσμά και έθεσε ως κέντρο αναφοράς της τον άνθρωπο και αναζήτησε τις αξίες της Αρχαίας Ελλάδας, εκδήλωσε το ενδιαφέρον της για το αδικοχαμένο βασιλόπουλο.
Ο Λαυρέντιος των Μεδίκων, ο φιλόσοφος Μονταίνιος, ο μέγας Βολταίρος και άλλοι λόγιοι της Αναγέννησης μελέτησαν τον βίο του και εξέδωσαν τα γραπτά του. Αρκετοί Ευρωπαίοι συγγραφείς όχι απαραίτητα ιστορικοί, συνέγραψαν μυθιστορήματα βασισμένα στην ζωή του.
Γνωστότερο μέχρι τις μέρες μας είναι το θεατρικό έργο του Νορβηγού δραματουργού Ερρίκου Ίψεν, «Αυτοκράτορας και Γαλιλαίος». Στον Ελληνικό χώρο ο Έλλην φιλόσοφος Γεώργιος Γεμιστός Πλήθων οραματίστηκε κάτι παρόμοιο χωρίς επιτυχία.
Ο σεβασμός προς το πρόσωπό του παρέμεινε άσβεστος παρά τους καλογερίστικους μαμμακουθισμούς σε βάρος του και τους εμπαθείς χαρακτηρισμούς προς τον Έλληνα ηγέτη και ηθικολόγο ηγεμόνα, από χριστιανούς εκκλησιαστικούς συγγραφείς.

      Ο ΧΡΗΣΜΟΣ

«Είπατε τω βασιλεί, χαμαί πέσε δαίδαλος αυλά. Ουκέτι Φοίβος έχει καλύβην, ου μάντιδα δάφνιν, ου παγάν λαλέουσαν. Απέσβετο και λάλον ύδωρ».
     
          Στην Ελληνική ποίηση, τα γνωστότερα ποιήματα που αφορούν τον Ιουλιανό είναι του Κωνσταντίνου Καβάφη, του Λεωνίδα Πολυδεύκη, του Όθωνα Δέφνερ, του Γιώργου Μπλάνα κ. ά. Στην πεζογραφία, ξεχωρίζουν τα βιβλία του Τάσου Αθανασιάδη, και του Χρίστου Ζαλοκώστα. Στον χώρο της ιστορίας, έχουμε την εργασία του Αδαμάντιου Αδαμαντίου, του Θανάση Μαργαρίτη, του Αλέξανδρου Μητσίου, της Πολύμνιας Αθανασιάδη κ.ά. Από τους ξένους συγγραφείς τα πιο γνωστά και μεταφρασμένα στην Ελλάδα είναι τα βιβλία των Κλωντ Φουκέ, του Ντιμίτρι Μερεζκόφσκι, του Γκορ Βιντάλ κ. ά. Στον θεατρικό χώρο επίσης, έχουμε μια ανάλογη συγγραφική διαδρομή. Το πρώτο θεατρικό έργο που κατόρθωσα να επισημάνω είναι αυτό του Κλέωνος Ραγκαβή, «Ιουλιανός ο παραβάτης» Αθήνα 1877, δεύτερο είναι του Θεόφραστου Τυπάλδου, «Ιουλιανός ο παραβάτης» Αθήνα 1878, εκδόθηκε ένα χρόνο αργότερα,(αναφέρεται από τον ιστορικό του Θεάτρου Νικόλαο Λάσκαρη, τον σκηνοθέτη και θεατράνθρωπο Σπύρο Ευαγγελάτο και την θεατρική ερευνήτρια και συγγραφέα Γεωργία Λαδογιάννη, και δίνεται η πληροφορία ακόμα, ότι το έργο πριν εκδοθεί παραστάθηκε το 1871 στο Ληξούρι).
 Έχουμε επίσης, τον «Ιουλιανό» του Νίκου Καζαντζάκη, εκδόσεις Πιγκουΐνος-Αθήνα 1945-η τραγωδία κυκλοφόρησε το 1956 και, στα «Θεατρικά» του Νίκου Καζαντζάκη από τις εκδόσεις-πρώτα του Γιάννη Γουδέλη-Δίφρος, και κατόπιν από τις εκδόσεις της δεύτερης γυναίκας του συγγραφέα Ελένης Σαμίου-Καζαντζάκη. Έχουμε κατόπιν τον θεατρικό έργο του Νίκου Ζακόπουλου, «Ο Ιουλιανός ο Οραματιστής» από τις εκδόσεις Δωδώνη-Αθήνα 1979 και το βιβλίο της πολυγραφότατης συγγραφέως και ηθοποιού Τιτίκας Σαριγκούλη «Αυτοκράτορας Ιουλιανός», ιδιωτική έκδοση, Αθήνα 1992.

       ΑΥΤΟΚΡΑΤΩΡ ΙΟΥΛΙΑΝΟΣ ΠΡΟΣ ΦΙΛΟΣΟΦΟΝ

Δίκαια ζητάς ν’ αποτινάξω κάθε σκέψη αναβολής,/
Καθετί το βολικό και να παλέψω.
   Στον κόσμο αυτό ριχτήκαμε σαν ξένοι.
   Κι αν όχι ήδη ανεπαρκείς,/
   απ’ τη δριμύτητα της πτώσης επαρκώς σημαδεμένοι…
Όμως τα λόγια σου με ξάφνιασαν σχεδόν.
Γυμνός ακόμη απέναντι στην μοχθηρία του λόγου, δεν έχω ν’ αντιτάξω/
παρά την άκαρπη προφάνεια μιας σάρκας επιβλητικής,/
πάντα με κείνα τα υστερόβουλα: «Τις αναποδιές που συνάντησα τις αποσιωπώ».
και «Μονάχα τη Φιλοσοφία αγαπώ»,/
ύστερα «Ας κάνει ο καθένας τη δουλειά που ξέρει».
 Θα συμφωνήσεις πως δεν γίνεται να πάρεις πίσω/
το δρόμο που σε οδήγησε στην επικράτεια της φωνής σου,/
ούτε να εγείρεις αξιώσεις/
σε κάθε επιτυχή χρησικτησία της σιωπής σου.
        (Η σκέψη παραείναι ασθενική για να τολμήσει το αληθές
 του λόγου της, κι η πράξη: επίδειξη μιας άγνοιας παρηγορητικής.)
…………………….
Θα σωπάσω. Κι ας μείνω ανεύθυνος μες στους αιώνες. 

                                    Γιώργος Μπλανάς
(απόσπασμα από το ποίημά του, που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Ποίηση», τεύχος 3/ Άνοιξη 1994, σελίδες 139-140)   

Δ. Το  ΘΕΑΤΡΟ

     Στα Απομνημονεύματά του ο Αλέξανδρος Ρίζος Ραγκαβής, πατέρας του Κλέωνος Ραγκαβή, αναφέρει ότι ο γιος του κινδύνευσε να καταστρέψει την πολιτική του σταδιοδρομία εξαιτίας της δημοσίευσης ενός ποιητικού έργου που κυκλοφόρησε καθώς και των σχολίων και των παρατηρήσεων που το συμπλήρωναν.
«Κατά ταύτην την εποχήν νεανική τις απερισκεψία του υιού μου Κλέωνος παρ’ ολίγον να καταστρέψη εντελώς το πολιτικόν του στάδιον ό είχε με τα πλείστης ικανότητος διανύσει μέχρις εκείνου. Προς την ποίησιν λείαν ευφυώς διακείμενος, και άλλως φιλόπονος, είχεν εν ταις ώραις της ανέσεώς του, συνθέσει δραματικόν έργον υπόθεσιν έχειν Ιουλιανόν τον Παραβάτην και μοι το έπεμψε, ίν ακούση την κρίσιν μου. Περιτρέξας δ’ αυτό, τω έγραψα ότι ευρίσκω πολλήν έχον την ποιητικήν και φιλολογικήν αξίαν αυπό την έποψιν της καλλιέπειας, αλλ’ ότι υπέρ παν μέτρον μακρόν, προσέκρουε προσέτι και εις τους αναγκαίους κανόνας της δραματικής οικονομίας. Ούχ ήττον εξέδωκε αυτό, ως είχε. …
Αλλά δυστυχώς, προσέθηκε και σχόλια, ά δεν μοι είχον υποβληθή. Τοσούτον δ’ ταύτα μεροληπτικώς κατά το πνεύμα του ήρωος του δράματος γεγραμμένα, ώστε τινά απέβαινον αυτό τούτο βλάσφημα, όπερ βεβαίως μ’ ελύπησεν όταν είδον αυτά, και δικαίων προυκάλεσαν μομφήν εναντίον του… Τινές δ’ εξηγέρθησαν εις επίδειξιν υπερβολικού θρησκευτικού ζήλου, προς δημοκοπίαν, και εξ επιθυμίας του να τον αποβάλλωσιν ίνα λάβωσι την θέσιν του δι’εαυτούς ή τους φίλους των…» γράφει στον τέταρτο τόμο των Απομνημονευμάτων σελίδα 230 και αλλού. Ας μην μας διαφεύγει ότι την περίοδο που συνθέτει το έργο ο Κλέων Ραγκαβής όπως γράφει και στο βιβλίο, είναι Γενικός Πρόξενος της Ελλάδος στην Ρουμανία, άρα κατά κάποιον τρόπο πολιτικό πρόσωπο.    
     Η έμμετρη αυτή τραγωδία του Κλέωνος Ραγκαβή, τυπώθηκε το 1877 στην Αθήνα από το τυπογραφείο του Πέτρου Περρή. Το έργο γράφτηκε όταν ζούσε ακόμα στο Παρίσι ο Ραγκαβής. Ο ιστορικός του Θεάτρου Γιάννης Σιδέρης, μας δίνει την πληροφορία ότι το έργο υποβλήθηκε στον «Βουτσιναίον» του 1865 και είχε επαινεθεί, την πληροφορία μας επιβεβαιώνει και η θεατρική ερευνήτρια και συγγραφέας Κυριακή Πετράκου.
Η έμμετρη αυτή τραγωδία είναι ένα βραδυκίνητο και φλύαρο έργο, μάλλον επικών διαστάσεων.
Αποτελείται από 494 πυκνογραμμένες σελίδες και αν προσθέσουμε τα προλεγόμενα του συγγραφέα, πάνω από 30 σελίδες και τις ενδιαφέρουσες σημειώσεις πάνω από 50 σελίδες, καταλαβαίνουμε τον τεράστιο μόχθο του ποιητικού αυτού εγχειρήματος. Το έργο έχει πέντε μέρη και συνολικά πενήντα μία σκηνές. Ασφαλώς δεν γράφτηκε για να παρασταθεί, αλλά για να διαβαστεί, αλλά και για αυτόν ακόμα τον σκοπό είναι ένα έργο ποταμός, ξεπερνάει και αυτά ακόμα τα έργα του Δημητρίου Βερναρδάκη. Γράφτηκε για να δώσει στον πρόξενο και συγγραφέα την δυνατότητα να εκφράσει τις απόψεις του πάνω στα έως τότε επιτεύγματα της Επιστήμης και να καυτηριάσει τους θρησκευτικούς μύθους και προκαταλήψεις και τις διάφορες δοξασίες, προλήψεις και δεισιδαιμονίες των Ελλήνων. Σαν γνήσιο παιδί του Διαφωτισμού ο Ραγκαβής, ονειρεύεται μια Ελλάδα απαλλαγμένη από την χριστιανική θρησκευτική μυθολογία, μια Ελλάδα που θα ακολουθήσει τα βήματα και τα επιστημονικά επιτεύγματα των προηγμένων Ευρωπαϊκών κρατών.
     Από το Γ΄ μέρος του έργου και μετά, ο λόγος είναι πότε έμμετρος και πότε πεζός. Οι μονόλογοι συνήθως του Ιουλιανού είναι μακροσκελέστατοι και κουραστικοί, δύσκολοι ακόμα και για απαγγελία. Θυμίζουν κακοχωνεμένους Αμλετικούς ή Μακμπεθικούς διαλόγους χωρίς ασφαλώς την μαγεία και την σφικτή δομή των μεγαλειωδών αυτών Σαιξπηρικών κειμένων.
Η γλώσσα του είναι, μια βαρειά δυσκίνητη αρχαϊκή καθαρεύουσα χωρίς ανοίγματα στο συντακτικό της ή το λεκτικό της ύφος.
Το ύφος του συγγραφέα είναι μεγαλοπρεπές, παιανικό-όχι Πινδαρικό-και σε ορισμένα σημεία σκοτεινό. Ο ρυθμός είναι μάλλον «λογοταξικός» και προσδιορίζεται απόλυτα από το πυκνό κείμενο. Δεν εκφράζει θα σημειώναμε έναν θεατρικό παραστασιακό ρυθμό η γλώσσα αυτή του έργου, αλλά μια ακουστική πεζολογική θεατρική σκηνοθεσία. Ο Κλέων Ραγκαβής σαιξπηρίζει κουραστικά και φανερά, δεν τον ενδιαφέρουν οι κανόνες της σκηνικής παρουσίας, αλλά η ρωμαλέα δύναμη του Επιστημονικού Θετικισμού και οι Επαναστατικές ιδέες στο κοινωνικό επίπεδο και τον καθημερινό στίβο που εκείνη την εποχή ανατέλλουν.
Του έργου, ενδεικτικά και αποκαλυπτικά προτάσσεται απόσπασμα από την τραγωδία του Αισχύλου «Προμηθέας Δεσμώτης».
Το έργο αυτό είναι πολυπρόσωπο και τόσο αργό, που δύσκολα θα μπορούσε να παρασταθεί, μάλλον θα χρειάζονταν να κινηματογραφηθεί σε χολιγουντιανών προδιαγραφών δεδομένα.
     Η αξία του βιβλίου αυτού, εντοπίζεται αλλού.
Το έργο εκδόθηκε 56 χρόνια μετά την Ελληνική Επανάσταση, 40 χρόνια πριν από την Οκτωβριανή Επανάσταση και πριν ακόμα, άλλες κοινωνικές δυνάμεις σταθούν αρνητικά ή κριτικά απέναντι στην κυρίαρχη ιδεολογία που επικρατούσε μέχρι την δεκαετία του 1920 περίπου-στο κέντρο του μεσοπόλεμου δηλαδή-του γνωστού τρίπτυχου Πατρίς, Θρησκεία, Οικογένεια.
     Ο Κλέων Ραγκαβής δεν στηλιτεύει πρόσωπα, αλλά θεσμούς και κοινωνικές καταστάσεις. Ο επιστήμονας και αρχαιολόγος συγγραφέας με θάρρος και παρρησία, αρκετή τόλμη και επιστημονική κριτική ματιά και σίγουρα με φωνακλάδικο ασφαλώς τρόπο, αλλά ανατρεπτικό για τα διάφορα κατεστημένα της εποχής του, ερμηνεύει και αποδεικνύει τα αποδεδειγμένα ιστορικά λάθη και επιστημονικές ανακρίβειες της Παλαιάς και της Καινής Διαθήκης, που τόσο απέχει η θεωρία τους από την πρακτική της Κρατικής θεσμικά και διοικητικά Εκκλησίας. Ένα αντιδημοκρατικό εθνικό στεγανό, που ακόμα και σήμερα δεν έχει διαρραγεί, του χωρισμού δηλαδή του κράτους από την εκκλησία. Άλλο πολιτεία και άλλο θρησκεία.
    Τα προλεγόμενά του,-για όποιον τα διαβάσει ακόμα και σήμερα-είναι ένα πολιτικό και κοινωνικό μανιφέστο, απέναντι σε μια ναρκωμένη κοινωνικά συνείδηση, που βαυκαλίζεται και κομπάζει πάνω σε ωραία ερείπια, δόξες και αγώνες άλλων, χωρίς να προτείνει τίποτα το λειτουργικό και το σύγχρονο. Ας μην μας διαφεύγει, και το μεγάλο ανατρεπτικό κίνημα του Ερνέστου Ρενάν, του Στράους, και άλλων Ευρωπαίων επιστημόνων και ιστορικών στο πρόβλημα του Ιστορικού Ιησού,-δηλαδή ότι ο Ιησούς ήταν ένα ιστορικό και μόνο πρόσωπο μέσα στην γενικότερη ιστορία του Ισραήλ-και ότι αυτό συνεπάγεται για την χριστιανική μυθολογία και θρησκευτική μεταφυσική.
Τα κατά συνθήκη ψεύδη για να θυμηθούμε και τον Μαξ Νορντάουν έναν άλλον ανατροπέα των κακώς κειμένων ακόμα ισχύουν.
   Και όπως γράφει μεταξύ άλλων και ο ίδιος ο Κλέων Ραγκαβής: «Το μολύβδινον σκέπαρνον της θρησκομανίας είχε καταστρέψει τον θαυμασίως επεξεργασθέντα χάλυβα της Ελληνικής μαθήσεως».
      Τέλος, μας δίνει και ελάχιστες αλλά ενδιαφέρουσες πληροφορίες για την Ελληνική γλώσσα-αναφέρει ότι στην Νότιο Αμερική εδώ και αρκετές δεκαετίες μιλούσαν Ελληνικά και διάφορα άλλα-και μας δίνει πληροφορίες για το Κοράνι.
     Ο Αυτοκράτορας ο Οραματιστής του πολυγραφότατου σεξολόγου γιατρού Νίκου Ζακόπουλου, παραστάθηκε για πρώτη φορά το 1979 από το Απλό Θέατρο στον Λυκαβηττό(την έχω δει την παράσταση),σε σκηνοθεσία Κανέλλου Αποστόλου και τον ομώνυμο ρόλο ερμήνευσε ο ηθοποιός Χρήστος Πολίτης. Το έργο έχει τρεις πράξεις, είναι ολιγοπρόσωπο και σύντομο. Ορισμένα από τα πρόσωπα του έργου, και ιδιαίτερα τα γυναικεία, δεν ανταποκρίνονται στην ιστορική πραγματικότητα αλλά είναι θεατρικά σχεδιάσματα του συγγραφέα, για να συμπληρώσουν τον κυρίως ρόλο που είναι ο Ιουλιανός. Ο Ζακόπουλος όπως υποδηλώνει και ο τίτλος του έργου, μας ζωγραφίζει ένα παιδαρέλι ηγέτη, ονειροπαρμένο και κλεισμένο στον εαυτό του που οραματίζεται με την φαντασία του να γίνει ένας κοινωνικός αναμορφωτής, ένας πολιτικός ανακαινιστής, ο οποίος σκιαμαχεί με όνειρα και εφιάλτες. Ο ήρωας είναι δέσμιος μιας χριστιανικής μοίρας ανεξάρτητα αν επιφανειακά την αρνείται. Οι κινήσεις του είναι σπασμωδικές και μάλλον εφηβικές.
     Ο Νίκος Ζακόπουλος, δεν ακολουθεί τα ιστορικά γεγονότα, αλλά δημιουργεί δικά του που τα αντλεί από την καθημερινή του πραγματικότητα πιστεύοντας ότι έτσι αναδεικνύεται καλύτερα η προσωπικότητα του νέου Ιουλιανού. Ασφαλώς το έργο δεν έχει ιστορική βαρύτητα, απλά φανερώνει την κατακερματισμένη ψυχοσύνθεση του ήρωα, χωρίς επαναστατικές εκρήξεις. Η δομή του έργου είναι χαλαρή, η γλώσσα επίπεδη χωρίς χρωματισμούς και εκπλήξεις, και η δράση υποτονική με ελάχιστες εκρηκτικές στιγμές. Η ιδιαιτερότητα του έργου, βρίσκεται στην διπλή λύση του. Χρησιμοποιώντας την γνωστή Πιραντελλική σκηνική τεχνική μας προσφέρει ένα διπλό επιτρεπτό τέλος, όπου οι ηθοποιοί μας αποκαλύπτουν τις φοβίες, τους ενδοιασμούς τους, τα διλήμματά τους, τις ενστάσεις τους μετά το τέλος της παράστασης καθώς αναρωτιούνται για το ποιός δολοφόνησε τον Ιουλιανό. Έτσι το ιστορικό αδιέξοδο γίνεται θεατρικό και η ιστορία μετέχει του θεάτρου, καθώς τα αδιέξοδα των ρόλων αφορούν την δική της ερμηνεία.
Το έργο είναι μια σύγχρονη διαμαρτυρία πάνω στα προβλήματα της εποχής του συγγραφέα.
ΙΟΥΛΙΑΝΟΣ, (στο δικό του όραμα)
«Μια αυτοκρατορία για όλους τους λαούς… για όλες τις θρησκείες. Μια οικουμενική παγκόσμια αυτοκρατορία με οδηγητή το Ελληνικό πνεύμα και όπου ο καθένας θα μπορεί να έχει τη δική του λατρεία και τη δική του πίστη.» σελίδα 114.
Και «Κι εσύ Αμιανέ, προπομπός… Θυσίες στο θεό Ήλιο σ’ όλες τις πόλεις της Ασίας. Μη ξεχάσεις την Πισσινούντα και τα Ιερά της Κυβέλης. Μην πειράξεις τους Χριστιανούς…. Μη χρησιμοποιήσεις βία για κανένα. Δίδαξε όμως τη θρησκεία του Θεού-Ήλιου, με όλα τα μέσα κι οργάνωσε το κράτος στις βάσεις που βάζουν τα καινούργια διατάγματα. Θα θεμελιώσω τη μεγάλη βυζαντινή αυτοκρατορία πάνω στην Ελληνική γλώσσα και στην καινούργια θρησκεία του Θεού-Ήλιου που θα την κάνω μια θρησκεία ανθρώπινη και ζεστή όπως εκείνος ψηλά που μας φωτίζει και μας ζεσταίνει…» σελίδα 86.
      Ο Αυτοκράτορας Ιουλιανός της Τιτίκας Σαριγκούλη, ανήκει στο θέατρο χαρακτήρων.
  Η συγγραφέας, ηθοποιός και η ίδια, γνωρίζει και την σκηνική οικονομία και την δραματική τέχνη και τεχνική. Ασχολείται με το θέατρο και ιδιαίτερα το ιστορικό.
Το έργο αποτελείται από πέντε πράξεις, οι οποίες έχουν εξήντα σκηνές. Η δράση των ηρώων είναι έντονη, οι εικόνες εναλλάσσονται με κινηματογραφική ταχύτητα και ο ρυθμός του λόγου ρέει αβίαστα. Η πλοκή εξελίσσεται ομαλά, και οι χαρακτήρες ορισμένες φορές οδηγούν οι ίδιοι το κείμενο. Ο ιστορικός χρόνος δεν είναι ενιαίος αλλά, συμπλεκτικά λειτουργεί σε διαφορετικά χρονικά επίπεδα.
Την Σαριγγούλη την ενδιαφέρει να μας αποκαλύψει τις κοινωνικές συγκρούσεις και τις ταξικές και ιδεολογικές διαφορές ανάμεσα στα πρόσωπα μέσα στην ιστορία. Η δραματική γλώσσα επεξεργάζεται το ιστορικό υλικό με σεβασμό αλλά και προσθέτοντάς του τις αναγκαίες σύγχρονες προεκτάσεις. Η σκηνογραφία είναι λιτή. Το ιδεολογικό μήνυμα βαραίνει αποκαλυπτικά πάνω στο κείμενο το οποίο και στιγματίζει καθοριστικά. Η συγγραφέας, δεν παρακολουθεί αμέτοχη τα γεγονότα που αρκετές στιγμές αντλούνται από την πρόσφατη ιστορική πραγματικότητα. Ο Ιουλιανός ιχνογραφείται με ευαισθησία προς το άτομό του και συμπόνια. Αλλά και μια σαρκαστική ματιά για το εγχείρημά του που τελείωσε άδοξα. Οι χαρακτήρες έχουν μια θεατρική συμμετρία και αλληλοσυμπληρώνονται. Η δράση αρχίζει από την περίοδο που ο Ιουλιανός βρίσκεται στην Αθήνα, το έργο δεν τελειώνει με τον θάνατο του Ιουλιανού, αλλά συνεχίζεται και με άλλες προσωπικότητες, μάλλον αδικαιολόγητα.
Οι μονόλογοι μικροί σε έκταση και ο λόγος ελάχιστα και όπου το απαιτεί το δράμα γίνεται στοχαστικός.
Ενδιαφέρουσα η άποψη της συγγραφέως για τους ήρωες της Ιστορίας, ως θεατρικός θίασος, σαν ένα γαϊτανάκι θεατρικού θιάσου, κάτι που θυμίζει τον ποιητή Κωνσταντίνο Καβάφη.
Ο Ιουλιανός της συγγραφέως έχει μια θεατρική ενεργητικότητα.
Ένας Ιουλιανός δικαιωμένος μέσα στον αδικαίωτο χαμό των ονείρων του.
ΙΟΥΛΙΑΝΟΣ,
«Τόσο μα έχω πέσει τ’ όντι έξω; Για μηχανή των χριστιανών αυτά τα λόγια; Αφού όλα στις μέρες μας απάτη, έτσι όπως της πίστης έχουν ξεπέσει οι αξίες, για μήπως τα άτομα ξεπέφτουνε απ’ τις αξίες όπως από τα ανήμπορα φτερά τους τα πουλιά; Κάτι σα μεροδούλι ετούτο το συμπέρασμα και μοιάζει στης τρέλλας μου θαρρώ το μόχθο. Όταν πήγασσο έστελνα τη γνώση το άχυρο της συνήθειας ν’ αλωνίσει και αλέθοντας στου πνεύματος το μαγκάνι την ιδέα στο μπόι του Θεού την έρριχνα ρούπι. Πέτυχες όμως τίποτα Ιουλιανέ; Τι να πετύχεις κακομοίρη εσύ κι οι δυό σου σύσχολοι παρέα; Τρεις να πούμε, και ο κούκος! Ε, είναι πράγματι να ξεκαρδίζεται κανείς στο γέλιο, με όσα σκαρφίζεται κάτι φουκαράδων το σκερβέλο, έτσι για νάχει και η ιστορία την αποκριά της, ώστε να μην καταντούν μονοτονία των σπουδαίων τα έργα και στο κάτω-κάτω της γραφής, της αξίας τους ν’ ακριβοζυγίζεται το βάρος» σελίδα 181, και, «Στον Άδη ζωντανός! Κι ολόγυρα οι ματωμένες σάρκες σημαίες να παφλαγιάζουν νίκης, στο βασιλιά χαιρετισμό, σκούζοντας αγρίμια από παντού τα ζήτω. Και γω ο αυτοκράτορας Ιουλιανός το σάβανο της εξουσίας μου ντυμένος στους νεκρούς επιβάλλω την παντοδυναμία της αρχής μου, χάσκοντας τούτη η αγωνία των έργων μου, ουρανέ, την απολογία. Έπεσες έξω βασιλιά». και
«Το αίμα μου της νίκης σου κρασί», σελίδα 182.
     Ο Ιουλιανός του Νίκου Καζαντζάκη, γράφτηκε και αυτός στο Παρίσι όπως και αρκετές δεκαετίες πριν και του Κλέωνος Ραγκαβή, και εκδόθηκε για πρώτη φορά στην Αθήνα το 1945 από τις εκδόσεις Πιγκουΐνος. Το έργο είναι χαιρετισμός στον Ν. Σμπαρούτη-Τρίκορφο.
      Τα κείμενα και οι μελέτες που έχουν γραφτεί για τον θεατρικό Νίκο Καζαντζάκη είναι μάλλον ελάχιστα  σε σχέση με αυτά που έχουν γραφτεί για τα μυθιστορήματά του, το ποιητικό του έργο «Οδύσσεια», τα ταξιδιωτικά του, ιδιαίτερα το φιλοσοφικό του έργο την «Ασκητική» ή την προσωπική του φιλοσοφία και κοσμοθεωρία, επίσης, τις δεκάδες επιρροές του από άλλους συγγραφείς ξένους κυρίως, καθώς και τα θρησκευτικά του πιστεύω. Οι εκατοντάδες επιστολές του δεν έχουν ακόμα όλες συγκεντρωθεί και ερευνηθεί, καθώς και οι κατά καιρούς μεταφράσεις του, όχι μόνο των Αρχαίων αλλά και σύγχρονών του συγγραφέων παιδικών μυθιστορημάτων και μη, καθώς και οι διάφοροι πρόλογοί του. Όπως επίσης οι συνεντεύξεις του και οι συνομιλίες του με ηγέτες όπως ο Μπενίτο Μουσολίνι, ο Λέων Τρότσκι και άλλοι.
   Ο συγγραφέας που μαζί με τον ποιητή-μύστη, Άγγελο Σικελιανό φιλοδόξησαν στις αρχές του προηγούμενου αιώνα να ιδρύσουν μια Νέα Θρησκεία, παρότι έχουν γραφτεί χιλιάδες μελέτες και άρθρα διεθνώς και έχουν εκδοθεί εκατοντάδες βιβλία για το έργο του, ακόμα παραμένει ένας «άγνωστος» στην ουσία του συγγραφέας. Παρότι δεν κέρδισε το Νομπέλ Λογοτεχνίας εξαιτίας των ενεργειών του μικρόψυχου συγγραφέα Σπύρου Μελά, και τις τότε εκκλησιαστικής και πνευματικής ηγεσίας, και η γλώσσα του είναι κάπως δύσκολη για τους σημερινούς αναγνώστες, που συνήθως ξέχασαν να διαβάζουν ελληνική λογοτεχνία- μόλις πρόσφατα η εφημερίδα το «Έθνος» της Κυριακής προσφέρει ορισμένα από τα έργα του, ο Νίκος Καζαντζάκης παραμένει επίκαιρος μέσα σε αυτή την δύσκολη πνευματική και οικονομική συγκυρία που πλήττει όχι μόνο την χώρα μας αλλά και την Ευρώπη γενικότερα.
     Πολυγραφότατος ο ίδιος, ακούραστος εργάτης των γραμμάτων, ακαταπόνητος αναζητητής του αιώνιου και δημιουργικού Πνεύματος, που θα μετατρέψει ακόμα και την φθοροποιό ύλη σε αιώνιο πνεύμα, μας κληροδότησε ένα τεράστιο σε όγκο και ποικιλία έργο, που στο σύνολό του, ελάχιστοι το έχουνε διαβάσει και ακόμα λιγότεροι μελετήσει.
     Ο Νίκος Καζαντζάκης υπήρξε ένας πολιτιστικός αναμορφωτής, τρομερά ελληνοκεντρικός, που χρησιμοποίησε τα διάφορα είδη του λόγου για να εκφράσει τις παγκόσμιες ιδέες του. Ο ίδιος σαν άτομο, ένιωθε το χρέος του να μετέχει σε κάθε νέα ιδεολογία, σε κάθε κοινωνικό παγκόσμιο αγώνα, σαν να ήταν εκείνος η κινητήριος δύναμη της Ιστορίας. Σήκωνε την Ιστορία στους Κρητικούς ώμους του όπως άλλοι σηκώνουν τον προσωπικό τους Σταυρό.
   Το έργο του, είναι ο διαμεσολαβητής των ιδεών του, ο διάκονος των πολυπρισματικών κοσμοειδώλων του. Ο Καζαντζάκης θέλησε για τον εαυτό του τον ρόλο του προφήτη σε μια εποχή που η ιστορία είχε ανάγκη από πιο πρακτικά και χρήσιμα πράγματα για να βοηθήσει τους εξαθλιωμένους και ταλαιπωρημένους από τους συνεχείς πολέμους ανθρώπους. Οι πολιτικές συγκρούσεις, οι συχνές και επαναλαμβανόμενες δικτατορίες πολιτικών και στρατιωτικών, τα συνεχή πολεμικά γεγονότα και οι μεταξύ των κρατών πολεμικές αψιμαχίες, οι γεωπολιτικές ανακατατάξεις, οι συχνές εμφύλιες διαμάχες, η αρχή του τέλους της Ευρωπαικής αποικιοκρατίας, η ραγδαία ανάπτυξη της τεχνολογίας, τα δεκάδες επιτεύγματα της επιστήμης, τα ελπιδοφόρα επιτεύγματα της ιατρικής για βελτίωση και αύξηση του ορίου της ηλικίας του ανθρώπου, οι διάφορες γεωγραφικές ανακατατάξεις, η αλλαγή του τραπεζικού και οικονομικού μέχρις τότε συστήματος, η βελτίωση και ανάπτυξη του παιδευτικού επιπέδου των ανθρώπων, οι ευκολότερες πλέον επικοινωνίες μεταξύ μεγάλων πληθυσμιακά ομάδων με διαφορετική κουλτούρα και πολιτισμό, βοήθησαν τα άτομα να απαλλαγούν από τους διαφόρους μεγάλους και παγκόσμιους παραδοσιακούς μύθους που κρατούσαν τους ανθρώπους δέσμιους σε ένα σύμπαν περιορισμένων διαστάσεων και ελάχιστων κοινωνικών πιθανοτήτων. Η Επιστήμη κατά κύριο λόγο, δημιούργησε την απαραίτητη εμπιστοσύνη στις ζωές των ανθρώπων, και η τεχνολογική ανάπτυξη τους έδινε την δυνατότητα να ανακαλύψουν κόσμους άγνωστους μέχρι τότε και την σιγουριά μιας καλύτερης ζωής, πιο αυθεντικής και πιο ευχάριστης μετά τους τόσους καταστροφικούς πολέμους. Ο άνθρωπος άφηνε το χωριό του για να γίνει περιπλανητής των ελπίδων και των ευκαιριών του. Ο κόσμος πια, έπαυε να είναι πολλά κατακερματισμένα μικρά τοπικά εθνικά χωριά, γινόταν ένας καινούργιος οικουμενικός πύργος της Βαβέλ, και το άτομο όφειλε να συγκατοικήσει όχι πλέον με το όμοιο ανθρώπινο είδωλό του ,αλλά με «κάθε καρυδιάς καρύδι» αν μας επιτρέπετε η έκφραση. Η Ιστορία πρόσφερε πλέον τις ευκαιρίες εκείνες που οι προηγούμενοι αιώνες απέκλειαν.
    Έτσι, το εγχείρημα του συγγραφέα και στοχαστή Νίκου Καζαντζάκη να γίνει ένας παγκόσμιος παραμυθάς δεν είχε την ανταπόκριση εκείνη τουλάχιστον που εκείνος περίμενε, τόσο μέσα στην ίδια του την χώρα όσο και στο εξωτερικό. Άλλες συγκυρίες και επιλογές τον έκαναν διάσημο διεθνώς και ευτυχώς.  Γιαυτό συναντάμε από βουδιστές μοναχούς στην Άπω Ανατολή να μελετούν την Ασκητική του, έως την Μέκκα του Καπιταλισμού την Αμερική, να διαβάζουν τα μυθιστορήματά του λες και είναι αστυνομικές ιστορίες.
      Το πολύτομο και κάπως δαιδαλώδες έργο του, ασφαλώς όσο υπάρχουν αναγνώστες και σκεπτόμενα άτομα θα διαβάζεται, θα μελετάται και θα αναλύεται μια που κέρδισε επάξια την παγκόσμια αναγνώριση και τα συγγραφικά του ίχνη απέκτησαν οικουμενικές διαστάσεις. Ένα έργο μιας εποχής, που ανήκει και αυτό στην γραμματολογία του Ελληνικού πνεύματος, όπου άλλα του έργα μάλλον έκλεισαν ένδοξα τον κύκλο τους, άλλα περιμένουν ακόμα να εξετασθούν και να ερευνηθούν από τους αρμόδιους μελετητές, και να γονιμοποιήσουν ξανά την Ελληνική και παγκόσμιο Σκέψη.
    Ο Καζαντζάκης υπήρξε ένας φιλόσοφος του καιρού του ή αν θέλετε αν δεν είναι παράτολμο, ένας ισχυρός, ακμαίος και δημιουργικός εγκέφαλος που επεξεργάζεται και πλέκει ιδέες και ιστορίες, ο οποίος πολλές φορές αφόρητα και κουραστικά επαναλαμβάνεται σε μια γλώσσα, και διάφορα ιδιώματα, τουλάχιστον του έργου του «Οδύσσεια» δεν μιλιέται πλέον. Οι σύγχρονοι άνθρωποι και οι αναγνώστες των έργων του δεν κοινωνούν τις αλήθειες της ζωής τους με αυτήν την κάπως κακοτράχαλη γλώσσα, μια μπαρόκ «επαρχιώτικη» γλώσσα.
  Ο πλούτος των εικόνων του ξαφνιάζει, οι πολυποίκιλοι συμβολισμοί του έχουν κάτι το μεγαλειώδες, οι παρομοιώσεις του είναι βαθυστόχαστοι και ουσιαστικοί, το εύρος των γνώσεών του ιλιγγιώδες, ο τρόπος που συμπλέκει και ξετυλίγει το κουβάρι των διαφόρων ιστοριών του είναι μαγευτικός, ο ακράτητος και διαρκής αγώνας του να γίνει η ύλη πνεύμα και το πνεύμα θεϊκό πυρ, φλόγα αέναη που θα λαμπαδιάσει τις ψυχές των ανθρώπων θυμίζει σκληροτράχηλο προφήτη, έκπληξη προκαλεί η ασταμάτητη τυραννία του σώματός του, η μεγάλη του ενεργητικότητα σαν άνθρωπος, ενδιαφέρον προκαλεί ο κατά καιρούς εκλεκτισμός του και η αριστοκρατική του ματιά, ή αν θέλετε η Πλατωνική του ματιά απέναντι στην ζωή. Οι ιδέες του πνεύματος και όχι οι ανάγκες της ύλης είναι αυτές που πρέπει να έχουν τον κυρίαρχο ρόλο μέσα στην ζωή και το σύμπαν γενικότερα.
     Το παράτολμο στον Καζαντζάκη και τις μεγαλόπνοες ιδέες του και ορισμένες φορές μεγαλοφάνταστες, είναι η διακαής επιθυμία του, δογματική πολλές φορές στάση του, να κάνει κοινωνούς των μηνυμάτων του τις μεγάλες πληθυσμιακά μάζες των ανθρώπων, όταν η ιστορία μας αποδεικνύει, ότι οι ίδιες οι  μεγάλες μάζες δεν ενδιαφέρονται για τόσο τιτάνιους σχεδιασμούς και μεγάλα οράματα. Και, ο όποιος Καρλαϊκός ηγέτης σε όποιον κοινωνικό τομέα και αν προσπαθήσει, θα παραμείνει ο αγώνας του αδικαίωτος.
Ο Νίκος Καζαντζάκης ήταν πολλά πράγματα μαζί, για αυτό και τόσο συχνά επαναλαμβάνεται μέσα στο ογκώδες έργο του, γιαυτό και βασανιστικά αγωνιζόμενος δεν βρίσκει λύσεις στους ήρωές του, και επανέρχεται πάλι και πάλι στα ίδια ερωτήματα, θέτει ξανά και ξανά τις ίδιες ιδέες και στόχους, επαναλαμβάνει τα ίδια μοτίβα με διαφορετικές μορφές μέσα σε ένα κάντρο πλούσιων και πολύχρωμων εικόνων, γιαυτό και η ακατάσχετη αλλά τόσο γοητευτική και μαγευτική φλυαρία του, σαν το λακιρντί των γιαγιάδων μπροστά στο τζάκι, σαν τα αξόδευτα παραμύθια κάθε νύχτα της Χαλιμάς, για να κερδίσει το προσωπικό του στοίχημα με τον Χρόνο-Ιστορία.
     Ο Καζαντζάκης αντίκρισε το θαύμα αλλά ταυτοχρόνως και το αδιέξοδο της ίδιας της ζωής, αισθάνθηκε το άδοξο και παράδοξο των προσπαθειών του ανθρώπου, ατένισε το γύρω του και μέσα μας χάος, και αντί να σιωπήσει όπως έκαναν άλλοι, θέλησε να πολεμήσει και να νικήσει το αδιέξοδο και τον ίδιο τον θάνατο με λέξεις, έως ότου και αυτές οι λέξεις αυτά τα φωτεινά σήματα ελπίδας χαθούν στο απέραντο και αχανές ζοφερό χάος. Εκεί που ούτε οι σκιές αναγνωρίζουν η μία την άλλη.
      Όσοι ασχολήθηκαν με τα θεατρικά του έργα, διαπιστώνουν ότι ο συγγραφέας Νίκος Καζαντζάκης όχι μόνο δεν είναι θεατρικός δημιουργός αλλά δεν γνωρίζει μάλλον το παιχνίδι της θεατρικής τεχνικής και της σκηνικής οικονομίας, αλλά και δεν τον ενδιέφερε τόσο τα έργα του να παρασταθούν μάλλον αλλά περισσότερο να διαβαστούν και να παραμείνουν στα χείλη και τις καρδιές των χιλιάδων αναγνωστών του.
Τα έργα του, δεν έχουν σκηνική οικονομία, δεν δομούνται πάνω σε θεατρικούς κανόνες και αρχές, δεν έχουν δράση τα πρόσωπα, οι ήρωές του είναι μάλλον στατικοί, ενσαρκώνουν περισσότερο ιδέες, εκφράζουν οραματικούς σχεδιασμούς, μεγάλα πλάνα παγκόσμιων και αιώνιων μεταφυσικών επιθυμιών, ο θεατρικός του λόγος σε πολλά από αυτά είναι αχαμνός, λίγος, αρκετά κουραστικός, επαναληπτικός μέχρι εξαντλήσεως. Η θεατρική του διαλεκτική είναι ισχνή, οι συνθέσεις του είναι περισσότερο δημιουργήματα ενός θαρραλέου νου. Σχεδόν όλα τα έργα του έχουν τα γνωστά του δύο επίπεδα, από την μία ο μοναχικός και τραγικός ήρωας που μπλέκεται μέσα στις μεγάλες ιδέες του, και από την άλλη η μεγάλη ασύνειδη μάζα που περιμένει τον χρησμένο ηγέτη να την οδηγήσει στους κήπους της Εδέμ της Ιστορίας.
     Ο Καζαντζάκης θα γράφαμε ότι ενώ είναι έντονα κινηματογραφικός, δεν ακολουθεί την γνωστή τακτική του ποιητή-σκηνοθέτη Σεργκέι Αϊζενστάιν, όσον αφορά την κίνηση του πλήθους μέσα στα μεγάλα πλάνα της ιστορίας.
Οι ήρωές του δεν έχουν μάλλον επιλογές, οι κινήσεις τους είναι προαποφασισμένες. Στοχάζονται, φιλοσοφούν ονειρεύονται, βασανίζονται, υποδύονται, αγωνιών, αλλά δεν δρουν. Είναι δέσμιοι των ιδεών τους. Όπως στο Θέατρο Σκιών, πάντα κάποιος άλλος είναι εκείνος που κινεί τα νήματα. Ακόμα και στο θέατρο των Ιδεών, υπάρχει δράση, ένταση, στο θέατρο του Κρητικού μάλλον δεν υπάρχει παρά ο μεγάλος και ισχυρός και γεμάτος ερωτηματικά και στόχους εγκέφαλος του συγγραφέα.
Υπάρχει μια συνεχής ίσως αυτοαναφορικότητα στην κεντρική ιδέα του συγγραφέα η οποία ρυθμίζει είτε προσθετικά είτε αφαιρετικά το θεατρικό κείμενο σε βάρος του θεατρικού χώρου και της σκηνικής δράσης.
Ο λογοτεχνικός ισχυρός λόγος του συγγραφέα δεν στοιχειοθετεί την θεατρική πράξη, ούτε παράγει θεατρική ατμόσφαιρα. Το θεατρικό μυητικό μεγαλείο της σκηνής χάνεται μπροστά στον σαγηνευτικό λεκτικό πλούτο και την φιλοσοφίζουσα εικονογραφία. Η φιλοσοφική ομολογία πλεονάζει, καθώς και ο υψηλός στοχασμός των διαφόρων ιδεών, σε βάρος της θεατρικής ιερουργικής ενέργειας. Η θεατρική γλώσσα δεν είναι παρά δάνεια στοιχεία των μυθιστορηματικών και των φιλοσοφικών του πηγών.
     Ο Ιουλιανός του γράφτηκε μέσα σε δεκαπέντε μέρες σε μια περίοδο που ο ίδιος ο συγγραφέας αντιμετώπιζε τραγικά υπαρξιακά αδιέξοδα.
Ο Καζαντζάκης νομίζω είναι υποφερτός μάλλον στις διάφορες κωμωδίες του παρά στις τραγωδίες του.
    Ο Ιουλιανός ασφαλώς δεν είναι ο Νικηφόρος Φωκάς του, αν συγγενεύει μα κάποιον είναι ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος. Έχουν μάλλον την ίδια σκηνοθετική σύνθεση, μόνο που στον Ιουλιανό είναι χαλαρότερη και ίσως πιο ανώριμη. Η θεατρική του τελετουργία είναι σχεδιασμένη με τα κλειδιά της άλλης του τραγωδίας Χριστός. Ο ήρωας είναι γεμάτος αμφιβολίες, σαρκασμό ως προς τον στόχο του και μια έντονη διάθεση παραίτησης από την ζωή, ενώ αγωνίζεται ταυτόχρονα παραιτείται, και αφήνεται να οδηγηθεί εκούσια στην θυσία. Όπως οι πρώτοι χριστιανοί μάρτυρες οδηγούνταν οικιοθελώς και με μια ενδιάθετη αγαλλίαση στο μαρτύριο. Οι ήρωες του Καζαντζάκη συνήθως θυσιάζονται ανεξάρτητα αν ο σπόρος της θυσίας αυτής καρποφορήσει ή όχι./
    Ο Καζαντζάκης στην τραγωδία αυτή κατασκευάζει έναν άφυλο Ιουλιανό, πάνω και πέρα από τις καθημερινές ζωικές ανάγκες του ανθρώπου και της ιστορίας, μετέωρο μέσα στα μεταφυσικά του οράματα. Ακόμα, στο έργο αυτό δεν υπάρχουν άλλοι ήρωες να διοχετευτούν οι ιδέες του. Και τίθεται το ερώτημα γιατί επέλεξε το ιστορικό αυτό πρόσωπο ο Καζαντζάκης για να εκφράσει την δεδομένη στιγμή τις απόψεις του; Μήπως με τον τρόπο αυτό κλείνει τις υποχρεώσεις του με τον χριστιανισμό; Ή κλείνει το κεφάλαιο των Εθνικών και κλασικών του αναζητήσεων; Ίσως το ερώτημα αυτό να μην έχει ακόμα απαντηθεί, γράφω ίσως;
    Οι ήρωες του Καζαντζάκη, είναι μάλλον «αυτιστικοί» ήρωες χωρίς θεατρικό αντίκρισμα. Ο επίσκοπος στο συγκεκριμένο έργο, δεν φτάνει στο ύψος του κεντρικού ήρωα, έτσι ώστε το θεατρικό παιχνίδι να αποκτήσει ενδιαφέρον. Η Μαρίνα πάλι, δεν είναι παρά η θηλυκή πλευρά του Ιουλιανού που δεν ολοκληρώνεται. Και εδώ, έχουμε έναν όχι και τόσο δυσδιάκριτο μισογυνισμό του συγγραφέα Καζαντζάκη, πέρα από το πομπώδες και πληθωρικό λεκτικό μεγαλείο προς την τρυφερή αλλά και σκληρή γυναικεία φύση.
   Στο έργο τούτο  όπως και σε άλλα του συγγραφέα ο θεατής δεν χρειάζεται να αισθάνεται αλλά να σκέφτεται.
Ο Καζαντζάκης αντικρίζει την Ιστορία σαν φιλοσοφικό παιχνίδι παρά σαν αυτόνομη λειτουργία. Αν και έχουμε τέλειες οπτικές αρμονίες και ακουστικές συνθέσεις στο έργο του Κρητικού, το αποτέλεσμα παραμένει στον χώρο των ιδεών, εντελώς βασανιστικά και μάλλον αδιέξοδα.
Και ασφαλώς και εδώ ο Ιουλιανός παρότι παρουσιάζεται με τόλμη και ισχυρή ακμαία αντρειοσύνη, παραμένει κατά βάθος αναποφάσιστος σαν τον Σαιξπηρικό Άμλετ. Το έργο διασώζει ο λυρικός και συγκινητικός του λόγος που σε ορισμένα σημεία του λες και ακούς μοιρολόι, το λυπημένο κελαΐδισμα ενός πληγωμένου και μοναχικού αηδονιού. Ένας λόγος σπαρακτικός, αυτοεκμηδενιστικός έτσι όπως θα ταίριαζε σε έναν ηθικό φιλόσοφο.
     Ίσως να κάνω λάθος, αλλά δεν υπάρχει ήρωας του Καζαντζάκη που να λυτρώνεται, τουλάχιστον αυτοί που έρχονται σε αντίθεση με το εξωτερικό τους περιβάλλον. Οι ήρωές του είτε συνηθέστερα παλεύουν με τον Θεό σε όλες του τις μορφές, είτε αντιμάχονται τις δυνάμεις του περιβάλλοντος, είτε παλεύουν για κοινωνική δικαιοσύνη, πεθαίνουν. Έχουμε δηλαδή αυτούς τους δύο μεγάλους κύκλους πουν ποτέ μάλλον δεν τέμνονται. Ο άνθρωπος από την μία και η φύση από την άλλη ποτέ δεν συνυπάρχουν. Ο άνθρωπος, πάντα διώχνεται από τον χώρο, έτσι κατασκευάζει Θεούς-κουκούλια σωτηρίας-που και αυτοί, με την σειρά τους το εξορίζουν, σαν το ανθρώπινο Ον να είναι το λάθος όχι της Ιστορίας αλλά, της Δημιουργίας.
Η τραγωδία αυτή, που είναι γραμμένη σε δεκαπεντασύλλαβο στίχο παραστάθηκε για πρώτη φορά από το θίασο του Εθνικού Θεάτρου το 1959 μετά τον θάνατο του Καζαντζάκη, σε σκηνοθεσία του Μιχαηλίδη, τον ρόλο του Ιουλιανού ερμήνευσε ο Στέλιος Βόκοβιτς. Οι κριτικοί της εποχής έγραψαν αρκετά σχόλια, τα περισσότερα μάλλον αρνητικά.
Ενδεικτικά αναφέρω τις εξής πληροφορίες για το έργο:
• Άλκης Θρύλος,
Το Ελληνικό Θέατρο σ. 35-39, τόμος Η, εκδόσεις Αθήνα-Ίδρυμα Ουράνη 1980.
• Μ. Καραγάτσης,
Κριτική Θεάτρου(1946-1960), σ. 587-588, εκδόσεις  Εστία 1990.
• Αιμίλιος Χουρμούζιος,
Ν. Κ. Κριτικά κείμενα (τρεις μελέτες για τον Ιουλιανό), σ. 162-197, εκδόσεις,  Εκδόσεις των Φίλων 1977.
• Νικηφόρος Βρεττάκος,
Ν. Κ. Η αγωνία και το έργο του, σ. 595-598, εκδόσεις Στέντωρ 1960.
• Θεοδώρα Κατσαράκη-Παπαχαντζή,
Το Θεατρικό έργο του Νίκου Καζαντζάκη, σ. 118-121, εκδόσεις Δωδώνη 1985.
• Μήτσος Λυγίζος,
Νεοελληνική δραματουργία, σ. 97-98, εκδόσεις Σμυρνιώτης 1987.
• Μήτσος Λυγίζος,
Το Νεοελληνικό πλάι στο Παγκόσμιο Θέατρο, τόμος Α, σ. 328-332, εκδόσεις Δωδώνη χ.χ.
• Γιώργος Παναγιωτάκης,
Ν. Κ. Η ζωή και το έργο του, σ. 118-121, Κρήτη 2001.
• Μανόλης Γιαλουράκης,
Λήμμα στην Λογοτεχνία των Ελλήνων, σ. 470, τόμος 7ος, έκδοση Χάρη Πάτση χ.χ.
• Μιχάλης Σταφυλάς,
Ο Καζαντζάκης κάτω από το φως της διαλεκτικής, σ. 53, εκδόσεις Βασιλόπουλος 1983.
• Γιάννης Μουτάφης,
Η κόκκινη γραμμή του Ν. Καζαντζάκη, σ. 127-128, Αθήνα 1983.
• Γιώργος Γραμματικάκης,
Εισαγωγή, Ιουλιανός…, σ. 57-59. Αναμνηστικό Λεύκωμα Ν. Κ., εκδόσεις Δίφρος 1961.
• Θεόδωρος Γραμματάς,
Το Ελληνικό Θέατρο στον 20 αιώνα, τόμοι 2, εκδόσεις Εξάντας 2002.  
           
                    


Δεν φοβάμαι τίποτα, δεν πιστεύω τίποτα, είμαι ελεύθερος.

Τα εξής ελάχιστα βιβλία και πληροφορίες είχα υπόψη μου για τον Ιουλιανό για όσους ενδιαφέρονται:
-         ΙΟΥΛΙΑΝΟΣ,
-         «Άπαντα», τόμοι 5, εκδόσεις Κάκτος 1994
-         ΙΟΥΛΙΑΝΟΣ,
     «Μισοπώγων»(Λόγος για την Απέχθεια προς τα Γένια) ή Αντιοχικός/ Επιστολές/ Κατά Χριστιανών. Απόδοση Γιάννης Αβραμίδης-Γιάννης Χριστοδούλου. Επιμέλεια-Πρόλογος Γιάννης Αβραμίδης, εκδόσεις Θύραθεν-Επιλογή, Θεσσαλονίκη 1997.
-ΛΙΒΑΝΙΟΣ,
  «Άπαντα», τόμοι 3, εκδόσεις Κάκτος 2004
-ΚΛΕΩΝΟΣ Ρ. ΡΑΓΚΑΒΗ,
  «Ιουλιανός ο παραβάτης»Ποίημα δραματικόν εις μέρη πέντε. 
    Εκ του τυπογραφείου Πέτρου Περρή, Αθήνησιν 1877
- ΑΔΑΜΑΝΤΙΟΥ Ι. ΑΔΑΜΑΝΤΙΟΥ,
   «ΙΟΥΛΙΑΝΟΣ ο αποστάτης», Εγκυκλοπαίδεια των Εθνών-Ιστορία του Βυζαντίου, εκδότης Παύλος Δρανδάκης, Αθήναι Μάιος 1933.
-ΧΡΗΣΤΟΥ Π. ΖΑΛΟΚΩΣΤΑ,
   «Ιουλιανός ο παραβάτης», εκδόσεις Εστίας, Αθήνα 1974(;)
- ΔΜΙΤΡΙ ΜΕΡΕΖΚΟΦΣΚΙ,
   «Ο Θάνατος των Θεών ή Ιουλιανός ο Παραβάτης», μετάφραση Βλαδ. Κωνσταντίνου, εκδόσεις Εκάτη-Αθήνα 1995
- ΠΟΛΥΜΝΙΑ ΑΘΑΝΑΣΙΑΔΗ,
   «Ιουλιανός»-μια βιογραφία, εκδόσεις Μορφωτικό Ίδρυμα
       Εθνικής Τραπέζης, Αθήνα 2001
- ΓΚΟΡ ΒΙΝΤΑΛ.
   «Ιουλιανός», μετάφραση Τάκης Κίρκης, εκδόσεις Εξάντας 1998
- ΚΛΩΝΤ ΦΟΥΚΕ,
    «Ιουλιανός-Ο θάνατος του αρχαίου κόσμου», εισαγωγή Πιερ
     Γκριμαλ. Μετάφραση από τα γαλλικά Ουγουρλογλου Κλεοπάτρα, εκδόσεις Νέα Σύνορα-Λιβάνη-Αθήνα 1995
- ΕΡΡΙΚΟΥ ΙΨΕΝ,
    «Αυτοκράτορας και Γαλιλαίος», μετάφραση Άννα Βαρβαρέσου-Τζόγια, εκδόσεις Δωδώνη-Αθήνα χ.χ. παγκόσμιο θέατρο νούμερο 78/79
- ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ Χ. ΜΗΤΣΙΟΥ,
   «Ιουλιανού-Ιερή Σοφία»-Συμβουλές καθημερινού βίου από τον Τελευταίο Έλληνα Κοσμοκράτορα. Πρόλογος: Γιάννης Μαρκόπουλος-Γιώργος Χουρμουζιάδης, εκδόσεις Αρχέτυπο-Αθήνα 2004.
- ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ Χ. ΜΗΤΣΙΟΥ,
   «Πολιτική Θεολογία και Ιουλιανός»-Ιστορικό-Φιλοσοφικό δοκίμιο, σύνδεση Πολιτικού και Θεϊκού στοιχείου στο έργο του Φιλοσόφου Αυτοκράτορος. Πρόλογος: Γεώργιος Χ. Χουρμουζιάδης, Επίμετρον: Μαρία Τζάνη-Σωκράτης Δεληβογιατζής-Μελπομένη Κατσαροπούλου. Έκδοση β΄ επαυξημένη, εκδόσεις Ερωδιός-Αθήνα 2002. Πρώτη έκδοση Ενάλιος 1998.
- ΤΑΣΟΥ ΑΘΑΝΑΣΙΑΔΗ,
   «Ο γιος του Ήλιου»-Ιουλιανός ο παραβάτης. Η ζωή του Αυτοκράτορα Ιουλιανού. Βιογραφία, εκδόσεις Εστίας-Αθήνα 1978
- ΘΑΝΑΣΗΣ ΜΑΡΓΑΡΙΤΗΣ,
  «ΙΟΥΛΙΑΝΟΣ»-Ο εστεμμένος φιλόσοφος,( Η ζωή του-οι αγώνες του για τον Ελληνισμό-η δολοφονία του), εκδόσεις-Νέα Θέσις-Αθήνα 1997
- ΓΙΑΝΝΗΣ Κ. ΤΣΕΝΤΟΣ,
   «ΙΟΥΛΙΑΝΟΣ Ο ΠΑΡΑΒΑΤΗΣ»-Παραβάτης του Χριστιανισμού-παραβάτης του Ελληνισμού, εκδόσεις Τήνος-Αθήνα 2004
- ΝΙΚΟΣ ΖΑΚΟΠΟΥΛΟΣ,
   «Ιουλιανός ο Οραματιστής», εκδόσεις Δωδώνη-Αθήνα 1979
- ΤΙΤΙΚΑ ΣΑΡΙΓΚΟΥΛΗ,
   «Αυτοκράτορας Ιουλιανός»-Θέατρο, σε πράξεις 5/σκηνές 60, εκδόσεις Αθήνα 1992, (ιδιωτική έκδοση)
- ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ του ΘΕΟΛΟΓΟΥ,
  «Άπαντα τα έργα»-Λόγοι Απολογητικοί, τόμος 3ος, εισαγωγή- μετάφραση-σχόλια: Παναγιώτου Παπαευαγγέλου. Εκδόσεις, Ελευθερίου Μερετάκη Έλληνες πατέρες της εκκλησίας, Γρηγόριος ο Παλαμάς, Θεσσαλονίκη 1976
-ΝΙΚΟΣ ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗΣ,
  «Θεατρικά Έργα», τόμοι 3, εκδόσεις Ελένης Καζαντζάκη-Αθήνα χ.χ.
- Όθων Μ. Δέφνερ,
   «Ο Θύαμις» ποίημα, σελίδα 155, εκδόσεις Τ. Πιτσιλός 1990
- Νικόλαος Κάλας,
   «Οδός Νικήτα Ράντου», ποίημα, σελίδα 44, εκδόσεις Ίκαρος
      1977.
- Μιχάλης Πετρίδης,
   «Είκοσι και πέντε χειροφιλήματα στον Ιουλιανό τον Παραβάτη», εκδόσεις ΝΩΕ-Πειραιάς 1973
- Ειρήνη Αλιφέρη,
   «Ιουλιανή η Παραβάτισσα», Πειραιάς 1985
- Γεωργία Λαδογιάννη-Τζούφη,
   «Αρχές του Νεοελληνικού Θεάτρου-Βιβλιογραφία των Εντύπων εκδόσεων 1837-1879, Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων 1982, σελίδες 50, 110,163.
- Κώστας Ουράνης,
   «Ποιήματα», εκδόσεις Εστία χ.χ. ποίημα σελίδα 71
- Γιάννης Σιδέρης,
   «Το Αρχαίο Θέατρο στη Νέα Ελληνική Σκηνή (1817-1972), εκδόσεις Ίκαρος 1976, σελίδα 420, «Ο Ριζοσπάστης 5/5/1930 του βρίσκει ομοιότητες του Άγγελου Σικελιανού με τον Ιουλιανό τον παραβάτη…»
- Νίκου Α. Ματσούκα,
   «Μυστήριον επί των ιερώς κεκοιμημένων και άλλα μελετήματα»,(Για τον Ιουλιανό τον Παραβάτη, εφτά ποιήματα του Κωνσταντίνου Καβάφη, σελίδες 299-329, εκδόσεις Π. Πουρνάρα-Θεσσαλονίκη 1992.
- Στέφανος Καραχάλιος,
   «Απέσβετο και λάλον ύδωρ. Απέσβετο; Αληθώς απέσβετο, περιοδικό Σύναξη τεύχος 69/1,3,1999, σελίδες 72-85.
- Διονύσης Στεργιούλας,
   Βιβλιοκριτική για τον «Μισοπώγων-Κατά Χριστιανών», περιοδικό Best Seller τεύχος 12/9,10,1997, σελίδα 86.
   
Και επικουρικά, ανάμεσα στα άλλα τα βιβλία:
Λιβάνιος,
«Υπέρ των Ελληνικών Ναών»-Θρήνος για τον Ιουλιανό/ Υπέρ των Ελληνικών Ναών/ Προς αυτούς που τον είπαν κουραστικό». Απόδοση, Γιάννης Αβραμίδης, Στέλλα Μητσάκα, επιμέλεια-πρόλογος Γιάννης Αβραμίδης, εκδόσεις Θύραθεν-Θεσσαλονίκη 1998 (δες και κριτική στο μπλοκ μου).
Δημήτρης Κ. Κρεββατάς,
«Το Βυζάντιο και ο διωγμός του Ελληνισμού, εκδόσεις Καστανιώτη-Αθήνα 2004

     Στην «Αναφορά στον Γκρέκο» ο Νίκος Καζαντζάκης γράφει μεταξύ άλλων:
«Η πίστη σου είναι ένα ανούσιο μωσαϊκό από πολλές απιστίες»
Μια ρήση που ταιριάζει στους πιστούς κάθε θρησκείας.

Γιώργος Χ. Μπαλούρδος
Πρώτη δημοσίευση, περιοδικό,
«Οδός Πανός», τεύχος 127/1,3, 2005, σελίδες 65-77
Δουλεμένο και βιβλιογραφικά συμπληρωμένο,
Πειραιάς, Κυριακή, 2 Φεβρουαρίου 2014.

Υ. Γ. Μετά την κυκλοφορία του περιοδικού, και το αφιέρωμα στον Νίκο Καζαντζάκη, όπου δημοσιεύτηκε το κείμενό μου, κυκλοφόρησε ένας ογκώδης τόμος της Κυριακής Πετράκου με τίτλο «Ο Καζαντζάκης και το Θέατρο», εκδόσεις Μίλητος-Αθήνα 2005.
Το βιβλίο είναι χρήσιμο για όσους ενδιαφέρονται για τον θεατρικό λόγο του δραματουργού Νίκου Καζαντζάκη, και περιέχει στοιχεία, αναλύσεις και βιβλιογραφικά σημειώματα για όλα τα θεατρικά του έργα. Είναι μια σημαντική μελέτη, που νομίζω για πρώτη φορά ολοκληρώνει το θεατρικό πρόσωπο του Νίκου Καζαντζάκη.
Και όπως γράφει η ίδια: «Ο Καζαντζάκης συνήθως αποτελεί guru πολλών εφήβων. Ορισμένοι, όπως εγώ, και όταν ξεπέρασαν τον νεανικό ενθουσιασμό δεν έπαψαν να αγαπούν το έργο του, έστω και ψυχραιμότερα….»
Κάτι που θεωρώ ότι μας εκφράζει όλους…        
                            
    
             

               

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου