Η
περίπτωση Γιώργου Σαραντάρη
Δεν θα ήταν μάλλον άστοχο αν γράφαμε τα
εξής: Η γενιά του 1980 στην οποία χρονολογικά και εγώ ανήκω, μια λογοτεχνική
γενιά σκόρπια, χαοτική, που νιώθει την ζωή «σαν ένα χάος γεμάτο μέθη» που θα
έλεγε και μια παλιότερη ποιητική φωνή, χωρίς μεταφυσικά πιστεύω, χωρίς
ομοιομέρεια ενδιαφερόντων αλλά με μια έντονη θα γράφαμε προσωπική και
καλλιτεχνική ατομικότητα, πολυπρισματική όσον αφορά τις εκδηλώσεις των
δημιουργικών της εκφραστικών μέσων, ασύνδετη κοινωνικά, που, πολλοί από τους
δημιουργούς της γενιάς αυτής, χωρίς «βαθειά» εσωτερικότητα χρησιμοποιούν-και
μιλούν- στους δημόσιους χώρους και με δημόσιους τρόπους-τώρα πια είναι τα
σύγχρονα μέσα μαζικής επικοινωνίας για να εκφράσουν τις απόψεις τους και να
δηλώσουν την παρουσία και τις θέσεις τους, ασπόνδυλη στην πνευματική της
στοχοθεσία, χωρίς ουσιαστικά θρησκευτικά πιστεύω φοβερά ατομοκεντρική,
γνωρίζοντας πλέον, ότι η μοίρα είναι αδυσώπητη και σκληρή κι λάμψη της εφήμερης
δικαίωσης δεν είναι εύκολη υπόθεση, ανασυνάθροιστη οραματικά και ίσως,
συναινετικά Συβαριτική στην κοινωνική της πρακτική παρά τις θεωρητικές
ανατρεπτικές πολιτικές θέσεις της, δεν έχει ακόμα απογαλακτιστεί από την
μεγαλύτερή της ηλικιακά ασφυκτική παρουσία της περιβόητης γενιάς του 1970. Μιας
γενιάς, με έντονα τα στοιχεία της Σεφερογενής της καταγωγής-κατά το μεγαλύτερο
μέρος της-ανενοχικά πολιτικοποιημένης μια και ανδρώθηκε τόσο βιολογικά όσο και
πνευματικά σε δύσκολα πολιτικά χρόνια, στρατιωτική δικτατορία της 21ης
Απριλίου, και άλλες μετεμφυλιακές πολιτικές και κοινωνικές αγκυλώσεις, και
μάλλον-ένα μέρος της τουλάχιστον κατεστημένης, όσον αφορά τους κυριότερους
εκπροσώπους της, ή απροσδιόριστης πλέον πολιτικά, και επανερχόμενος στην αρχική
κατάθεση, αυτή λοιπόν η γενιά, η γενιά του 1980 είναι ίσως η πιο τυχερή
ιστορικά γενιά από πολλές μάλλον απόψεις. Σίγουρα πολυπρόσωπη ποιητικά και όσον
αφορά τις ποικίλες εκδηλώσεις της, τις πολυσυλλεκτικές της τάσεις και ανοιχτές
μορφές δημιουργικής της παρουσίας όσο και από το πλήθος των ανά την Ελλάδα
ποιητική επικράτεια φωνών της. Και είναι μια τυχερή ιστορικά γενιά, μια και δεν
της δόθηκε από τις πολιτικές και ιστορικές συγκυρίες να προσφέρει την ζωή της
και την ικμάδα της νιότης της για κανένα ιδανικό, δεν σπατάλησε τον ανθό της
στα χαρακώματα κανενός πολέμου, δεν αγωνίστηκε για ιδεολογικές ανατροπές, δεν
έζησε τραγικές διώξεις πολιτικών φρονημάτων, δεν βίωσε τις αβάσταχτες πολιτικές
και κοινωνικές επιπτώσεις κανενός εμφύλιου σπαραγμού, δεν πτώχευσε πνευματικά
κάτω από το βάρος των βιολογικών και οικογενειακών αναγκών και άλλων κοινωνικών
αδιεξόδων. Και φυσικά, δεν χρειάστηκε να ανεβεί την κλίμακα καμιάς πνευματικής
ή «ηθικής» μεγαλοσύνης, κανενός είδους προφητικής πνοής, δεν ένιωσε την ανάγκη
να πιστέψει σε καμιά μεσσιανική πίστη. Εξακοντίστηκε πνευματικά πέρα από το
βεληνεκές των προηγούμενων γενιών, και σίγουρα, είναι η πρώτη μάλλον γενιά που
δεν χρειάστηκε να αναμετρηθεί με την Ιστορία, με όποιο τίμημα και με όποιο
κόστος. Μια γενιά, που δεν χρειάστηκε να χαθεί σε λαβυρινθώδη μονοπάτια αναζήτησης
ενός χαμένου κέντρου αναφοράς, σε δυσπρόσιτους δρόμους σημαιοστολισμένης πολιτικής
αναμέτρησης και οποιασδήποτε μορφής ιδεολογικής ρητορικής. Γιαυτό η γενιά αυτή
μάλλον, δεν διακρίνεται για τους ξεκάθαρους πνευματικούς της στόχους, μια που
περισσότερο στροβιλίζεται γύρω από τον ατομικό της μύθο και τον ποιητικό της
εαυτό, χωρίς να μπορεί να εκφράσει ίσως με βεβαιότητα αυτό που πίστευε ο
αρχαίος ποιητής, ότι η Μούσα μεγαλώνει αναγγέλλοντας και εκείνη το αληθινό. Και
συνεχίζοντας, η γενιά αυτή δεν έχει ορατά σημεία κένωσης των εθνικών της
οραμάτων, είναι χωρίς μεταφυσικές λεπίδες κοινωνικών ή ατομικών δεσμεύσεων,
χωρίς ξεστρατίσεις σε άδοξες αλλά επίπονες ιδεολογικές περιπέτειες, Μια γενιά
χωρίς συγκεφαλαιωτικά προνόμια πατριωτικών επιταγών ή καθοδήγησης της ομαδικής
τους σκέψης, και ασφαλώς, χωρίς οποιεσδήποτε Εθνικές υποχρεώσεις ή δεσμεύσεις.
Είναι η γενιά που αρέσκεται να φλερτάρει με το κενό, να ερωτοτροπεί με την
οικονομία για ίδιον όφελος, να χαριεντίζεται με την αβεβαιότητα του ατομικού
της μέλλοντος, να αυτοαναλώνεται στον αστερισμό των δημοσίων σχέσεων και να
φωνασκεί για τα χαμένα ιδανικά ενός ιστορικά αποτυχημένου σοσιαλιστικού μελό.
Και τέλος, χωρίς να έχει την ανάγκη της εκπλήρωσης ενός Χρέους που ένιωθαν να
εκπληρώσουν οι προηγούμενες από αυτήν γενιές απέναντι στο ευρύτερο κοινωνικό
σύνολο, έστω και ενταγμένες κάτω από την ομπρέλα της πιο αδίστακτης μορφής
κόκκινης καταπίεσης που υπήρξε δυστυχώς όπως η ιστορία μας απέδειξε η επιβολή
πολιτικών καθεστώτων όπως ήσαν αυτά του ανατολικού μέχρι πρόσφατα κόσμου, ενός
κατεδαφισμένου κόσμου πολυτελών ιδεολογικών ερειπίων.
Αυτή η γενιά-η γενιά μου-είναι χωρίς
ιστορική μνήμη, χωρίς εθνική μνήμη, και ασφαλώς κατ’ επέκταση χωρίς πίστη.
Χωρίς πίστη σε οποιασδήποτε μορφής μεταφυσική ή ενοποιώ κοινωνική αρχή. Δίχως
ένα συμβολικό «χαμένο» έστω κέντρο αναφοράς που θα συνενώνει μακροπρόθεσμα το
πολύστικτο, το πολύχρωμο και ανομοιογενές υλικό της ταυτότητάς της. Αυτό που θα
κάρπιζε την ελπίδα των νέων αιώνων και θα ένωνε τις ψηγματικές της φωνές.
Η ατομική περιπέτεια του κάθε ατόμου
στις μέρες μας, με τις τόσες ανεξέλεγκτες κοινωνικά εμπειρίες και καταιγιστικές
ανατροπές, αγνοεί, παραβλέπει, αδιαφορεί, σαρκάζει, περιγελά συνήθως την
συλλογική-κοινωνική μνήμη που μεταφέρουν με βαθύ πόνο πάνω στο βασανισμένο
κορμί τους οι προηγούμενες γενιές των προπατόρων μας, αυτές που συντήρησαν την
κοινωνική συλλογικότητα και όχι τον απομονωτισμό και την μοναχικότητα. Σαν η
Ιστορία, να μας έχει λησμονήσει σε ένα τούνελ οικονομίστικης θεολογίας και
ειδωλολατρικής ιδεοληψίας, σαν να αγωνίζεται βαριεστημένα και αηδιασμένα αλλά
και μπουχτισμένη από τις ιδεολογικές συγκρούσεις των τελευταίων αιώνων να
αφανίσει το πεπρωμένο της.
Αν έχουν δόση αλήθειας οι παραπάνω
γενικές και σχηματικές σκέψεις αγωνίας για την γενιά μου, τότε γεννάται το
ερώτημα; Πως μπορούμε εμείς οι σύγχρονοι νεοέλληνες αναγνώστες της Ελληνικής
ποίησης, του διαχρονικού ποιητικού λόγου, να κατανοήσουμε το έργο ενός
ανθρώπου, όπως ο ποιητής Γιώργος Σαραντάρης; Έχουμε την κοινωνική γενναιότητα και
με ποιο κόστος να αποδεχτούμε μια προσωπικότητα που οικιοθελώς προσέφερε την
ίδια του τη ζωή για το Εθνικό Χρέος; Κάτι που ποταμηδόν έπραξαν και το σύνολο
των νέων της γενιάς του. Ενός «αθώου» διανοούμενου που θυσιάστηκε για το κοινό
καλό και της δικής του γενιάς και των μεταγενεστέρων. Μιας μοναδικής παρουσίας
που όπως φαίνεται, η έντονη όραση της ψυχής του, δεν σκιάστηκε από τις ανάγκες
του σώματός του, ούτε σκιάχτηκε του άπειρους εξωτερικούς κινδύνους.
«Δεν
έχω γνωρίσει, θα ‘θελα να το διακηρύξω, μορφή πνευματικού ανθρώπου αγνότερη από
τη δική του. Άπραγος, αδέξιος, ανίκανος για οτιδήποτε πρακτικό, ζούσε με το
τίποτα και δεν του χρειαζότανε τίποτε άλλο έξω από την Ποίηση», σημειώνει ο
ποιητής Οδυσσέας Ελύτης, στο έργο του «Ανοιχτά χαρτιά», σελίδα 274. Ένας κάπως
υπερβολικός χαρακτηρισμός, που όμως σίγουρα υποδηλώνει την ουσιαστική
αυταπάρνηση και αφοσίωση του Σαραντάρη στην ποιητική λειτουργία.
Ένα τραγικό και αξιοπρόσεχτο άτομο που
έζησε σαν ονειρική οπτασία στο σύντομο διάβα του βίου του και είχε το χρίσμα
από την τύχη να αναλωθεί ανάμεσα στην Ποίηση και την Πίστη του. Μια πίστη που
τον τροφοδότησε σε όλη την κουτσουρεμένη και πολεμοχαμένη ζωή του.
Ο
Γιώργος Σαραντάρης υπήρξε ένας μοναχικά μοναχός ανάμεσα σε αδιάφορους
κοκεταρίζοντες διανοούμενους και καιροσκόπους εμπόρους του ορθόδοξου
θρησκευτικού δόγματος. Ζούσε σχεδόν σαν ασκητής ανάμεσα σε σοϊλήδες νέους της
Τέχνης που κυκλοφορούσαν δίπλα του σαν παραγνωρισμένες μεγαλοφυΐες.
«Καθόταν
στην πολυθρόνα της «Αστόριας» ήρεμος και σεμνός, με την αφέλεια ενός μικρού
παιδιού. Η όλη εμφάνισή του κι ο τρόπος της ομιλίας του δημιουργούσαν μια
σκωπτική διάθεση στον απληροφόρητο συνομιλητή του. Όμως δεν αργούσε κανείς να
αντιληφθεί, πόση διάσταση υπήρχε ανάμεσα σ’ εκείνη την απλοϊκή εμφάνιση και στο
πάθος με το οποίο ανέλυε τις ιδέες του», αναφέρει ο εκ Θεσσαλονίκης ποιητής
Γιώργος Θ. Βαφόπουλος στις «Σελίδες Αυτοβιογραφίας» του τόμος 2ος,
σελίδα 36.
Οι φιλοσοφικές του μονομέρειες, οι
πνευματικές του κορώνες, οι απειθάρχητες ιστορικά μουντές θεολογικές ιδέες του,
έτσι όπως μας παρουσιάζονται στον δοκιμιακό του λόγο, φανερώνουν μια
προσωπικότητα Δον Κιχωτική που παλεύει όχι τόσο με τους θρησκευτικούς
ανεμόμυλους της εποχής του, αλλά με αυτή την ίδια την Ιστορία, και μάλιστα,
όπως την αντιλαμβάνονται στον Δυτικό Κόσμο. Παλεύει όπως εκείνος θεωρεί
ορθότερα με το ιστορικό γίγνεσθαι του ανθρώπου της εποχής του. Η φωνή του είναι
η μοίρα των ανθρώπων που είναι προορισμένοι να χαθούν, μέσα στο επισφαλές
αποτελεσματικά παρελθόν και το αβέβαιο τεχνολογικά μέλλον. Είναι η συνείδηση του
ανθρώπου που αγωνίζεται να ενσωματώσει στο ενθάδε της μικρής του παρουσίας τις
συγκρουσιακές προσμείξεις των υπαρξιακών του αλληλουχιών που την υπερβαίνουν.
Εδώ διαφοροποιείται από τον Περικλή Γιαννόπουλο που χάθηκε άδοξα κραυγάζοντας
κάπως κακόηχα γλωσσικά τις ιδέες του, ενός ενδιαφέροντος προσώπου που θα λέγαμε
ποιητικά έγινε «ο νους του έρμος κόσμος που χαλιέται». Με λάβαρο την Πίστη του
ο Γιώργος Σαραντάρης προσπαθεί να ανοίξει μια συνομιλία με την Ιστορία, το
ιστορικό παρόν της εποχής του που δραματικά βιώνει με όλο του το είναι ως
μεταφυσική προοπτική. Και μάλιστα μιας ορθόδοξης πίστης όχι αμιγώς Ελληνικής θα
γράφαμε, υπήρξε λάτρης της τρίτης Ρώμης δηλαδή πίστευε στην αναγκαιότητα της
Ρωσικής πνευματικής κυριαρχίας. Ο Νικολάι Μπερντιάγεφ και οι θεωρίες του αντανακλώνται μέσα στο έργο του. Στο δε μεγάλο θεολόγο και συγγραφέα Φιοντόρ
Ντοστογιέφσκυ αναγνώριζε τον σύγχρονο εξομολόγο της ανθρώπινης ψυχής. Το
ζητούμενο για την ερημική και ίσως ανασφαλή ψυχή του ήταν ο καθοδηγητικός
προσδιορισμός της ανθρώπινης ύπαρξης σε όλο της το πνευματικό μεγαλείο και ο
απεγκλωβισμός της από τον αυτό-ικανοποιητικό ναρκισσισμό της. Είναι το
σπαρακτικό θάμβος της ιδιοσυγκρασίας χωματοσκεπασμένων υπάρξεων και όχι η
κραυγάζουσα ιδεολογία της. Αυτός ο κοινωνικά ναυαγός υπήρξε ένας ενσυνείδητος
μονοσήμαντα αρνητικός ανθρωπιστής της εποχής του.
Ο
ποιητής Γιώργος Σαραντάρης επίσης, με το ποιητικό του έργο άνοιξε μια διαρκή
συζήτηση με το πέραν της φθαρτής ζωής μας όνειρο. Η ιδιαιτερότητα της σκέψης
του τον καθηλώνει στο ασφαλές κουκούλι του θρησκευτικού μυστικισμού, έξω από
αυτό, δεν μπορεί να αντιμετωπίσει τα όποια προβλήματα. Του είναι οικείο το
περιβάλλον αυτό που καθοδηγεί την σκέψη του και αναπαύει τους ψυχικούς του
κραδασμούς αλλά και τον εμποδίζει να κατανοήσει οποιονδήποτε άλλον
προβληματισμό, γιαυτό και οι ερμηνευτικές του προσεγγίσεις είναι συνήθως
λανθασμένες. Αδυνατεί να αισθανθεί το Σαιξπηρικό μεγαλείο και γιαυτό το
αρνείται, δεν μπορεί να νιώσει το μεγαλόπνοο έργο του Γκαίτε έτσι το
απορρίπτει, εντύπωση πάλι προκαλεί το ότι ενώ κατανοεί το τρομερό παιδί της
Γαλλικής ποίησης τον Αρθούρο Ρεμπώ δεν κάνει λόγο για το ποιητικό και
θρησκευτικό μεγαλείο του Ράινερ Μαρία Ρίλκε, που σίγουρα, θα του ήταν
συγγενέστερός του ιδιοσυγκρασιακά. Η οκτασέλιδη κριτική του Κωνσταντίνου Δεσποτόπουλου,
σελίδες 143-150, στο περιοδικό «Τα Προπύλαια» τεύχος 3-4/5,6,1938-μεσούσης της
δικτατορίας του Ιωάννου Μεταξά-για το βιβλίο του «Η παρουσία του ανθρώπου»
είναι πολύ χρήσιμη για την κατανόηση της σκέψης του ποιητή.
Σημειώνει
μεταξύ άλλων: «Θέλησε συνειδητά να δημιουργήσει φιλοσοφία μεταχριστιανική, που
μάλιστα να ανταποκρίνεται εντελώς στην σύγχρονη στιγμή της ιστορίας της
ανθρώπινης ψυχής. Συνειδητά αρνήθηκε τον ελληνικό τρόπο της φιλοσοφίας, αγνόησε
το ελληνικό πνεύμα, και προσπάθησε στο αόριστο πανανθρώπινο επίπεδο της
μεταχριστιανικής ψυχής να οικοδομήσει το ιδανικό του «ανθρώπου» και την
φιλοσοφία της πίστης προς τον «άνθρωπο» είτε το Θεάνθρωπο», σελίδα 148.
Ο ποιητής Γιώργος Σαραντάρης, αυτή η
οριακή προσωπικότητα που δεν έγινε κατανοητή στην εποχή της, δεν πειραματίστηκε
σε μονοπάτια ιδεών και σύγχρονων προβληματισμών πέρα από αυτά των εμπειρικών
του αναγκών σαν άτομο. Δεν διακινδύνευσε την ψυχολογική του ισορροπία και την
ιδιάζουσα ασφάλεια που του παρείχε η πίστη του στο όνομα ενός προνομιούχου
κοινωνικά αισθητικού μεγαλείου, γιαυτό και παρότι τον μετέφρασε δεν του πήγαινε
η φιλοσοφική στάση ζωής του ποιητή Κωνσταντίνου Καβάφη και άλλων ομοϊδεατών στα
ρεύματα της Τέχνης. Εγκλωβίστηκε σε ένα πλέγμα ονειρικών καταστάσεων και από εκεί
συνήθως άπλωνε το δίπτυχο της δημιουργικής του φαντασίας. Η συνεξέτασή του
έργου του με αυτό του Ιταλού Τζουζέπε Ουγκαρέττι και άλλων Ιταλών δημιουργών
της εποχής του θα χρειαζόταν ειδική μελέτη και άλλου είδους εφόδια.
Στο
έργο του υπάρχει ένα ιδιαίτερο και σταθερά προσανατολισμένο βάρος που διαχέεται
σε όλο το ποιητικό σώμα και το οποίο είναι εύκολα αναγνωρίσιμο, όπως επίσης
είναι ευκόλως ευδιάκριτη αυτή η εντυπωσιακά «προσωπική» μεταφυσική του αίσθηση
που ζωογονεί διαρκώς τον ποιητικό του βηματισμό, μια αίσθηση που μορφοποιείται
σε ποιητική πνοή και διευρύνει τα όρια της πνευματικής του περιπέτειας.
Το φαινόμενο του Θανάτου, το θαλάσσιο
στοιχείο, ο έρωτας προς το άλλο φύλο, η γυναικεία φιγούρα, ο ουρανός, το
ονειρικό συναίσθημα, τα πουλιά, ο άνεμος, ο χρόνος, ο θαλάσσιος κυματισμός, η
μουσική, τα ανθρώπινα μάτια και άλλες λέξεις σύμβολα-κλειδιά, κανοναρχούν και
έχουν την ισχυρότερη ενεργό συμμετοχή στο σύνολο του ποιητικού του χώρου.
Οι
συνηθέστερες οικείες εικόνες που συναντάμε στην ποίησή του έχουν να κάνουν με
μια ατμόσφαιρα ονειρική και με την πολύ έντονη παρουσία του υγρού στοιχείου. Η
πρωτοτυπία του ποιητικού του λόγου δεν έγκειται τόσο στην θεματολογία που
κουραστικά και εξακολουθητικά επιλέγει, όσο στις ρηξικέλευθες μεταφορές του, μέσα
στο νέο ποιητικό κύμα έκφρασης του μοντερνισμού στο οποίο κινείται, μακριά από
το απαισιόδοξο Καρυωτακικό κλίμα και την λεπτή σάτιρα του και την οξεία
ειρωνεία του, στις ονειρικές δηλαδή κάπως σουρεαλιστικές ποιητικές του εικόνες.
Εικόνες παρμένες από το φυσικό περιβάλλον που αποτελούν όμως σύμβολα πανανθρώπινης
μεταφυσικής αγωνίας και σταθερής αναφοράς για τους έχοντας προσωπική πίστη.
Γιαυτό και εικόνες αυτές δεν είναι ημερολογιακές προσωπικές εξομολογήσεις
συμβατικών συναισθημάτων ή ποιητικά σχόλια πάνω σε τρέχοντα επικαιρικά
γεγονότα, αλλά έχοντας ο Σαραντάρης έντονο ποιητικό ένστικτο απλώνει τις πολύ
προσωπικές εικόνες αυτές πάνω στα δίχτυ της μεταφυσικής του βεβαιότητας.
Ο
κόσμος των ιδεών του, είναι ασφυκτικά περιορισμένος όμως η τολμηρή και φωτοβόλα
ατμόσφαιρα της εικονοποιϊας του είναι σαγηνευτική. Αρκετές φορές το τεράστιο
φορτίο των επαναλαμβανόμενων εικόνων του κουράζει τον αναγνώστη αγαπητικά θα
γράφαμε, τον απωθεί το πλήθος των ονειροφαντασιών του, δεν αντέχει τον διαρκή
ονειρικό καλπασμό του. Άλλοτε, οι προσωποποιήσεις του δεν επιτυγχάνουν τον
στόχο τους, ή έχουν αποδοθεί σε άλλα ποιήματά του καλύτερα και ακριβέστερα.
Χρησιμοποιεί συνήθως μικρή ποιητική φόρμα, ή ακόμα και επιγραμματική, αποφεύγει
τα μεγάλα ποιήματα ποταμός για να εκφράσει το εσωτερικό του συναίσθημα. Όταν
δεν παραθέτει στίχους με φανταχτερές χασμωδίες ο ρυθμός του είναι άψογος,
μετρημένος και αρμονικά ζυγιασμένος. Προκαλεί έκπληξη στον αναγνώστη όταν
χαλάει τον βηματισμό του αλλάζοντας τον ρυθμό του ακόμα και μέσα στο ίδιο το
ποιητικό σώμα, και αυτό το κάνει συχνά μάλλον. Συναντάμε πλάι σε ολοκληρωμένες
ποιητικές μονάδες στίχους κακόηχους, άρρυθμους, κακοτράχαλους και
αδικαιολόγητους. Υπάρχουν επίσης στίχοι του που ο τονισμός τους δημιουργεί
απωθητικά αποτελέσματα στον αναγνώστη. Ακόμα, βλέπουμε έντονα πολλές φορές μέσα
στο ίδιο το ποίημα μια άνιση συμμετρία μεταξύ παραδοσιακού και μοντέρνου
στίχου. Υπάρχουν αρκετά ποιήματά του, που ενώ ξεκινούν με ένα σωστό ρυθμό και
ποιητικό βηματισμό τελειώνουν με έναν άστοχο ή πλεονάζοντα στίχο, ή
μπολιάζονται παράλογα και άσκοπα, χαλώντας την συνολική ατμόσφαιρα. Στο έργο
του διακρίνουμε και ποιήματα που δεν έχουν ολοκληρωμένη επεξεργασία, είναι σαν
μισοτελειωμένες ποιητικές εικόνες που διασώθηκαν σαν απόπειρες ποιητικού
σχεδιασμού. Υπάρχουν πάλι στίχοι που η επιγραμματική τους λιτότητα
καταστρέφεται από μιας φιλοσοφικής υφής ατμόσφαιρας, δεν μπορούν να σηκώσουν
δηλαδή το βάρος μιας τέτοιου είδους φιλοσοφικής θεωρίας, τους τσακίζουν τεχνικά
και ποιητικά. Αλλά, υπάρχουν και επίσης και αρκετοί στίχοι που η μουσικότητά
τους και ο ρυθμικός σχεδιασμός τους και βηματισμός τους σε αφήνει έκπληκτο και
με μεγάλο θάμβος. Και, ασφαλώς, αναγνωρίζουμε εύκολα επιρροές από την Δημοτική
μας λαϊκή ποίηση, ή σίγουρα από τον Διονύσιο Σολωμό, πράγμα που έχει επισημανθεί
από αρκετούς μελετητές του έργου του.
Ο Γιώργος Σαραντάρης, φαίνεται ότι
διακατέχονταν από μια ποιητική φλυαρία που δεν γνώριζε πάντοτε πώς να την τιθασεύσει, αν και, ο λόγος του Νίκου Γαβριήλ Πεντζίκη στριφογυρίζει μέσα στην
σκέψη μου: «Προικισμένος μ’ ένα ταλαιπωρημένο σώμα, καχεκτικό, ο ποιητής
Γιώργος Σαραντάρης που πέθανε τραγικά, έφτασε να υποψιαστεί τη διαφορά του
συναισθήματος του ερωτικού, από το άλλο που δημιουργεί η άσκηση… Είναι
σημαντική λοιπόν πνευματικά η στάση του απροσάρμοστου, γι’ αυτό και τα φτωχά
κοχύλια, που μάζεψε ο Σαραντάρης στ’ ακρογιάλι, όντως χαρίζουν στους φίλους του
την υπόσχεση «μιας άλλης χαράς».». Δες το βιβλίο του «προς Εκκλησιασμό», σελίδα
15.
Η γλώσσα του συνήθως είναι στρωτή,
ισορροπημένη με έντονο το λυρικό στοιχείο, άλλες στιγμές είναι απαράδεκτη,
μπουκώνει ασύστολα. Νιώθουμε στιγμές-στιγμές ότι ενώ γράφει ελληνικά σκέφτεται
ιταλικά, κάτι που μας θυμίζει ορισμένες ποιητικές στιγμές του Ανδρέα Κάλβου.
Πολλές φορές η αλληλουχία των λέξεων αλλάζει η πρόταση διακόπτεται ανασημασιοδοτείται
μέσα από νέες περιγραφικές παρομοιώσεις. Το ονειρικό στοιχείο περισσότερο παρά
η ανάμνηση του ποιητικού υποκειμένου έλκει την ποιητική εικόνα και δημιουργεί
την ανάλογη ατμόσφαιρα. Το σύνολο ποιητικό του έργο, άλλοτε έντονα και με αθώα
παιδική επιμονή αντηχεί ως εκπορθούμενος υπαινιγμός και άλλοτε ακούγεται ως
συγκρατημένη χαρμολυπική θρηνολογία, ο ποιητής με αβάσταχτο πόνο διαπιστώνει
ότι η ανθρώπινη συνείδηση έχει λοξοδρομήσει από τον στόχο της αν δεν έχει ήδη
οδηγηθεί στην καταστροφή και την απώλεια. Και σίγουρα, συναντάμε στίχους
του-αρτιωμένους ή μη-που περισσότερο ακούγονται παρά διαβάζονται, έχουν θα
γράφαμε, έναν προφορικό χαρακτήρα που ταιριάζει στην χαρακτηρολογική φόρμα της
Δημοτικής μας ποίησης, λες και προέρχονται από την λαϊκή ποιητική μας παράδοση,
αυτή που μεταδίδεται από στόμα σε στόμα από τις προηγούμενες γενεές στις
επόμενες. Εύστοχες είναι αν και κουραστικά επαναλαμβανόμενες οι ρηματικές του
μεταφορές που απλώνονται καταναλωτικά μέσα στο έργο του. Υπάρχουν στίχοι που
λεηλατούνται από λεκτικούς κώδικες που σκοτεινιάζουν το ύφος τους αποκτούν μια
απροσδιοριστία ποιητικής υφής που ξενίζει τον αναγνώστη. Στίχοι που χάνονται
από ένα εμβόλιμο λεκτικό φορτίο νοηματικής ασάφειας. Το Σαρανταρικό ύφος
γίνεται εύκολα αναγνωρίσιμο, χωρίς αναμενόμενες εκπλήξεις, ο ποιητής γνωρίζει
ποιος είναι ο στόχος του, ανεξάρτητα αν δεν κατορθώνει πάντοτε να μας τον
δείξει με την πρέπουσα ποιητική σαφήνεια, γιατί ο ίδιος φιλοσοφεί με έναν
ποιητικό τρόπο που δεν ταιριάζει σε τέτοιες μεγαλόπνοες απόψεις, ο ποιητικός
πυρήνας της σύνθεσής του δεν αντέχει τόσο μεγάλο φορτίο φιλοσοφικής ανάλυσης ή
ονειρικού φτερουγίσματος. Η ένταση, η επιβολή, η συγγενική αναφορά, η
χρησμολογία άλλοτε, κάτι που θυμίζει την πολυσήμαντη και υποβλητική φωνή της
Σεφερικής τραγικότητας, η θαυματοποιός λειτουργία του ονείρου, αρκετές φορές
εξανεμίζονται από την προσπάθεια επένδυσης του στίχου με έναν άκαιρο φιλοσοφικό
στοχασμό μια ανολοκλήρωτη ιδέα, έναν μετέωρο θρησκευτικό τόνο. Ο ποιητικός
πυρήνας πολλών ποιητικών μονάδων του Σαραντάρη, δεν κατορθώνει να
αποκρυσταλλώσει τις αποσπασματικές του θεωρίες, δεν μπορεί να αναδείξει ένα
ολοκληρωμένο σύστημα αποδεκτών υπαρξιακών αξιών. Το κάπως πολύπλοκο και θολό
σύστημα που πρεσβεύει δεν μπορεί να ενταχθεί μέσα στους ποιητικούς πυρήνες που
μας παραθέτει και έτσι, και η ορμή του παραμένει μετέωρη και το ποίημα
τσακίζεται καταστροφικά. Οι επιγραμματικές χρησμοδοτήσεις των παλαιών ποιητικών
φωνών με την ένστικτη σκέψη και την πυκνή διατύπωση που μας αναδείκνυαν τον
μυστικό ποιητή ή τον ποιητή προφήτη είναι μια πολύ δύσκολη υπόθεση, και
χρειάζεται πολύ μαεστρία για να την μεταφέρεις μέσα σε σύγχρονες ποιητικές φόρμες
και τόσο μα τόσο διαφορετικές ιστορικές και κοινωνικές συνθήκες. Ο Σαραντάρης
επαναλαμβάνω προσπαθεί μέσα από στίχους να εκφράσει ένα φιλοσοφικό σύστημα
αξιών, να διατυπώσει θεωρητικές αρχές που πολλές φορές τον ξεπερνούν και
σίγουρα δεν γίνονται κατανοητές από τους άλλους, όταν μάλιστα, έχουν άλλη άποψη
για την ποιητική λειτουργία σε μια τόσο κρίσιμη ιστορικά περίοδο για τον ίδιο
και την χώρα του. Τέλος, ο υπερβατικός τόνος της ποιητικής του φωνής οδηγεί
συνήθως σε ένα όχι τόσο μεταφυσικό, όσο σε ένα θεολογικό άπλωμα του ποιήματος
που μπορεί να μην απωθεί, αναμφισβήτητα όμως αποπροσανατολίζει τον καθ’ αυτό
ποιητικό στόχο, και λοξοδρομεί την ποιητική αίσθηση. Ή, για να είμαστε
δικαιότεροι εμείς οι νεότεροι, απέναντι στον πρώτο ποιητή που πρόσφερε την ζωή
του στον πόλεμο, όπως λέει με παρρησία ο Μήτσος Παπανικολάου-για την δική μας
ανεξαρτησία και αυτήν των πατεράδων μας, ίσως με την σύζευξη αυτή του ποιητικού με τον
φιλοσοφικό-υπαρξιακό λόγο, ο αυθεντικά τραγικός δημιουργός όπως υπήρξε ο
Γιώργος Σαραντάρης ήθελε να μας οδηγήσει σε μια νέα συνομιλία με την Ιστορία,
σε μια επαναδιαπραγμάτευση των ουσιωδών ερωτημάτων της ζωής του καθενός μας, ήθελε
να μας καταστήσει ενεργούς μετόχους της κοινής Ιστορικής μας μοίρας, όχι μόνο
της εποχής του αλλά και διαχρονικότερα. Μέσα από μια συγκεκριμένη θεματογραφία
ή ποιητική κατάσταση μας προσφέρει μια άλλη ατμόσφαιρα ζωής, μια εκλαϊκευμένη
υπαρξιστική οντολογία χωρίς ευτυχώς να καταφεύγει στην εύκολη λύση ενός
πληθωρικού συναισθηματικού λυρισμού, χωρίς να χρησιμοποιεί τα τόσο γνωστά σε
όλους μας θρησκευτικά διακοσμητικά σύμβολα αναφοράς.
Οι
παράξενες μονομέρειες του τον οδήγησαν σε αδιέξοδο, η γνώση και η κατάκτησή
της, δεν καταργείται με αποφατικές αοριστολογίες ούτε με μανιχαϊκά σχήματα του
τύπου «από εδώ ο καλός ορθόδοξος πολιτισμός και από εκεί ο κακός ευρωπαϊκός»,
αυτά είναι για μικρά προσκοπάκια που στέκονται παραστάτες στις διάφορες εθνικές
και θρησκευτικές τελετουργίες, και σίγουρα, είναι διαχρονικά προβλήματα
προσωπικής ή συλλογικής μας ταυτότητας σαν έθνος που χρειάζεται άλλου είδους
διαπραγμάτευση. Ένα από τα ουσιαστικά κριτήρια ερμηνείας που απουσιάζει από τον
ποιητή Γιώργο Σαραντάρη είναι η διαύγεια της πολιτικής σκέψης, η τεκμηριωμένη
πολιτειακή ανάλυση των ιστορικών δεδομένων, η αίσθηση της επαναδιαπραγμάτευσης
των παραδιδόμενων σε εμάς αληθειών είτε σε εθνικό είτε σε θρησκευτικό-θεολογικό
επίπεδο. Γιαυτό η πολιτική του ανάλυση είναι στατική, δεν εξελίσσεται,
αποδέχεται τα ιερά θέσφατα και πάνω σε αυτή την θέση στροβιλίζεται με πάθος
ειλικρίνεια και έντονη προσωπική δογματική αθωότητα. Το ασίγαστο πάθος του να
υπερβεί την πραγματικότητα που βίωνε τόσο σκληρά-όπως και άλλοι νέοι της εποχής
του-τον έκανε να χάσει αυτήν την ίδια χρονική πραγματικότητα, μεταθέτοντας μέσα
του στο επέκεινα την λύση των όποιων προβλημάτων. Το ενθάδε τον τυράννησε χωρίς
λυτρωτική επιστροφή. Και ούτε ασφαλώς, ο Σιόρεν Κίκεργκαρντ είναι η αρχή και το
τέλος της Δυτικής φιλοσοφίας, ενός ρεύματος μπορεί, αλλά όχι ο μόνος(τα
κινηματογραφικά έργα του Ίνγκμαρ Μπέργκμαν παραδείγματος χάρη ή του Ντράγιερ
είναι ένα πολύ χρήσιμο παράδειγμα για να αναφερθούμε σε σημερινά οικεία μας αναγνωρίσιμα
στίγματα). Ούτε επίσης η Ορθόδοξη παράδοση που τόσο υπερασπίστηκε είναι η
μοναδική παράδοση που ταιριάζει σε όλα τα Ευρωπαϊκά και όχι μόνο Έθνη, ή μπορεί
να προσφέρει λύσεις σε σύγχρονά μας προβλήματα, σε σύγχρονα προβλήματα των
μετά ιστορικών ανθρώπινων αγωνιών. Οι άνθρωποι δεν επαναπαύονται σε παλιές
πλέον παραμυθίες και μεταφυσικές αναφορές κρίσεως και αιώνιας δικαίωσης. Η
Ορθοδοξία στην οντολογική μεταφυσική της προοπτική, είναι μια παράδοση με
αρκετά κενά στην πρόσληψη σύγχρονων προβλημάτων και στην κατανόηση προσωπικών υπαρξιακών
αδιεξόδων, ιδιαζόντως συζευγμένη με την ελληνική πραγματικότητα μιας ορισμένης
ιστορικής στιγμής, όπως είναι η περίοδος της Βυζαντινής αυτοκρατορίας και η
κοινωνική της θεολογία, δεν συμβαδίζει πάντοτε με τις οντολογικές ή άλλες ανάγκες
των ανθρώπων. Μένει δέσμια μιας παλαιάς παράδοσης που δεν μπορεί να
διαχειριστεί τα σύγχρονα προβλήματα, είναι αγκυλωμένη σε ένα δογματικό πλαίσιο
εντελώς συγκεκριμένων αναφορών που ίσως να έλυνε προβλήματα φεουδαρχικών
κοινωνιών ή αγροτικών όχι όμως αστικών. Η ανάπτυξη της τεχνολογίας και της
επιστήμης αποψίλωσε την Ορθόδοξη οντολογία και την κοινωνική της ερμηνευτική
από τις μεταφυσικές της σταθερές, σταθερές που κανοναρχούσαν την ζωή των
ανθρώπων, όμως αυτό πάει μας πέρασε τουλάχιστον μετά από τους δύο μεγάλους
παγκόσμιους πολέμους στο δυτικό ημισφαίριο. Ο υπαρξισμός του Ζαν Πωλ Σαρτρ,
ήρθε και κάλυψε τα σύγχρονα οντολογικά αδιέξοδα, καλύτερα ίσως και από αυτόν
του Μάρτιν Χάιντεγκερ, δεν έλυσε τα κοινωνικά προβλήματα, όμως προχώρησε τον
Κόσμο ένα βήμα πιο μπροστά. Αλλά και η Ελλάδα έπαψε προ πολλού να είναι το
κέντρο του σύμπαντος, έγινε και αυτή μια μικρή υπανάπτυκτη βαλκανική χώρα μέσα
στην ευρύτερη περιφέρεια των ευρωπαϊκών κρατών. Η Ιστορία, δεν μπορεί να
συζευχθεί με την Θεολογία, και όποτε αυτό πραγματοποιήθηκε είχε ολέθρια
αποτελέσματα για τις κοινωνίες. Η θεολογική προσέγγιση του κόσμου και η
συνακόλουθη στάση των ανθρώπων ανάγεται
επαναλαμβάνω σε αγροτικές κοινωνίες των προηγούμενων χρονικά εποχών και όχι
στις σύγχρονες αστικές μεταμοντέρνες και μετακαπιταλιστικές κοινωνίες. Ο
ανθρώπινος χρόνος είναι πλέον αυστηρά ιστορικός ή πολιτικός και όχι θεολογικός,
το ανθρώπινο στίγμα είναι και πεπερασμένο και τυχαίο, όσο και αν δεν το θέλουν
αυτό οι παλαιές θρησκευτικές ή θεολογικές δοξασίες. Ο άνθρωπος όχι μόνο
αποχριστιανίστηκε αλλά και αποπλατωνίστηκε (αν στέκουν οι όροι), και αυτό δεν
είναι αποτέλεσμα ούτε του κακού διαφωτισμού ούτε της μάγισσας αναγέννησης, αλλά
αλλαγής των ιστορικών και πολιτικών συνθηκών, οι κοινωνίες δεν μπορεί να είναι
μεγάλα κοινοβιακά μοναστήρια, ούτε οι άνθρωποι είναι καλόγεροι, ευτυχώς η
κατάκτηση της επιστημονικής γνώσης όχι χωρίς θυσίες προς όφελος των ανθρώπων
ελευθέρωσε και ένα μεγάλο πληθυσμιακά τμήμα τουλάχιστον του δυτικού κόσμου.
Στο σύντομο διάστημα της ζωής του ο
ποιητής Γιώργος Σαραντάρης εξέδωσε ελάχιστες ποιητικές συλλογές, συνολικά
πέντε(5), που δεν είχαν την αναμενόμενη αποδοχή από τους συγχρόνους του, έστω
και αν μίλησαν θετικά και ζεστά για τον ίδιο. Οι άνθρωποι επίσης που τον
γνώρισαν από κοντά μιλούν περισσότερο για τα θετικά χαρακτηριστικά της
προσωπικότητάς του, παρά για το έργο του, μια και έβλεπαν μπροστά τους έναν φλέγοντα
νέο που κάλπαζε πάνω σε μια παιδικής αθωότητας οντολογική νεφέλη. Μίλησαν για
τις ιδεολογικές του παραξενιές παρά για το μπόλιασμα των νέων δημιουργών από το
έργο του.
Ορισμένες
παράγραφοι από τον δοκιμιακό του λόγο,-αυτό πρέπει να επισημανθεί-αν δεν
ερμηνευθούν σωστά ή μήπως όχι, αποπνέουν έντονα την ατμόσφαιρα ενός
«δικτατορικού» μεγαλείου, δες το κείμενό του «Η ηδονή και η πίστη». Η αγάπη του
για την περίοδο εκείνη της Ιταλικής κυριαρχίας ξενίζει. Ο Μπενίτο Μουσολίνι
ήταν ο κυρίαρχος δικτάτορας για να μην ξεχνιόμαστε. Αλλά και άλλα κείμενα του
Σαραντάρη δεν ερμηνεύονται εύκολα θετικά για έναν νέο που πρόσφερε την ζωή του
και επαναπαυόταν σε θρησκευτικούς αμπελώνες ζητώντας την υπαρξιακή αφύπνιση του
ανθρώπου.
Ο λογοτεχνικός χρόνος για ένα μεγάλο
διάστημα λησμόνησε τον ποιητή Γιώργο Σαραντάρη, παρότι η λογοτεχνική του
παραγωγή υπήρξε αρκετά μεγάλη σε σχέση πάντοτε με τον σύντομο βίο του.
Το 1961 ο προσωπικός του φίλος Γιώργος
Μαρινάκης εκδίδει τα «Άπαντά» του, σε εισαγωγή, σχόλια, επιμέλεια και
σημειώσεις του ίδιου του Γιώργου Μαρινάκη.
Είκοσι
έξι χρόνια μετά, το 1987 εκδίδεται η πεντάτομη έκδοση των «Απάντων» του από τις
εκδόσεις Gutenberg που περιλαμβάνει το σύνολο σχεδόν της συγγραφικής παρουσίας
του ποιητή. Έκδοση πολύτιμη και κοπιώδης που πραγματοποιήθηκε με πολύ μεράκι
και σεβασμό για τον ποιητή.
Σε μια νέα έκδοση του έργου προχωρεί
και η πρόωρα χαμένη Σοφία Σκοπετέα, η οποία εκδίδει τα «Έργα», τόμος 1ος
, τα δημοσιευμένα από το 1933 έως το 1942, το 2001 από την Βικελαία Δημοτική
Βιβλιοθήκη, και, το 2006 τα «Έργα» τόμος 2ος , κατάλοιπα 1932-1940
από τον ίδιο εκδοτικό οίκο. Με μια ενδιαφέρουσα και χρήσιμη εισαγωγή.
Τα φιλοσοφικά του δοκίμια εκδίδονται
συγκεντρωτικά για πρώτη φορά αυτοτελώς το 1970 από τις εκδόσεις Στούντιο Βόλου,
αριθμός 1, τυπωμένα στην «Άλφα Πρες» στην Αθήνα.
Επανεκδίδονται
το 1999 από το Αναλόγιο αριθμός 8 της Ευθύνης, των εκδόσεων των Εκδόσεων των
Φίλων.
Τα
τελευταία χρόνια παρά την πρόσκαιρη αναγνωστική λήθη όχι όμως και μουσική, ο
μελωδός των ονείρων μας Μάνος Χατζιδάκις τον συμπεριέλαβε στον δίσκο του στον
«Μεγάλο Ερωτικό» του, αλλά και άλλοι συνθέτες ασχολήθηκαν με το έργο του.
Το
ποιητικό του έργο ευτύχησε να ανθολογηθεί αρκετές φορές.
Το 1993 από τις εκδόσεις Χώρου ποίησης
Σικυώνιος εκδίδεται το βιβλίο «Η θάλασσα στην ποίηση του Γιώργου Σαραντάρη»,
την επιμέλεια είχε ο Γιώργος Βλαχιώτης, όπου ανθολογούνται 248 ποιήματα με θέμα την θάλασσα. Η έκδοση
αυτή από θεματικής απόψεως είναι προβληματική.
Το 1997 από τον εκδοτικό οίκο Ίκαρος εκδίδεται
ο τόμος «Στη δόξα των πουλιών», την εκλογή από το έργο του και τον τρισέλιδο
λυρικό και ευαίσθητο πρόλογο κάνει η ποιήτρια Ιουλίτα Ηλιοπούλου, ανθολογούνται
174 ποιήματά του.
Το 1999 από τον εκδοτικό οίκο Ερμής σε
επιμέλεια και ανθολόγηση της Μαρίας Ιατρού εκδίδεται το «Σαν πνοή του αέρα». Στην
εκτενέστατη εισαγωγή της η επιμελήτρια σχολιάζει και κριτικάρει τους κριτικούς
και τις κριτικές που γράφτηκαν για τον ποιητή όσο βρισκόταν στην ζωή,
χρησιμοποιώντας τον όρο «προσαρμοστικές παραναγνώσεις», ανθολογούνται περί τα
140 ποιήματα από όλες τις περιόδους του.
Το 2002 ο καθηγητής ιστορικός και
κριτικός της λογοτεχνίας και της λαογραφίας ο Μιχάλης Μερακλής μας προσφέρει
έναν ογκώδη τόμο με ανθολογημένα ποιήματα του ποιητή από τις εκδόσεις Τυπωθήτω,
με τίτλο «Γιατί τον είχαμε λησμονήσει…». Στην ενδιαφέρουσα και επαινετική και
γεμάτο αγάπη εισαγωγή του, σημειώνει μεταξύ άλλων και τα εξής:
«Ο
Γιώργος Σαραντάρης είναι ένας απ’ τους ειλικρινέστερους ανθρωπιστές της ποίησής
μας, απ’ τους ευγενέστερους και βαθύτερους κοινωνικούς ποιητές».
Το 2004 από την σειρά «εκ νέου» των
εκδόσεων Γαβριηλίδης, ο Βασίλης Ρούβαλης μας τον ξαναπαρουσιάζει με 57
ποιήματα, ξεκινώντας με την ερώτηση: «Πόσοι αναγνώστες της ποίησης γνωρίζουν
εμβριθώς τον Γιώργο Σαραντάρη σήμερα; Τώρα στο γύρισμα του αιώνα, συντρέχουν
λόγοι επαναπροσέγγισης επανεκτίμησης, και αποτίμησης…».
Παράλληλα με τις Ανθολογήσεις τα
λογοτεχνικά περιοδικά ξαναθυμήθηκαν τον ποιητή και του αφιέρωσαν τεύχη τους.
Το
1984, το περιοδικό «Γράμματα και τέχνες» του αφιερώνει το διπλό τεύχος νούμερο
31-32.
Το
1991 το περιοδικό το «νέο επίπεδο» του αφιερώνει το διπλό τεύχος του 11-12.
Το
1998 το περιοδικό «Αιολικά Γράμματα» του αφιερώνει το τεύχος 169.
Και
τέλος τον Μάϊο του 2008 το περιοδικό «Νέα Εστία» του αφιερώνει το τεύχος 1811.
Επίσης,
στα λογοτεχνικά περιοδικά «Διαγώνιος» του ποιητή Ντίνου Χριστιανόπουλου, το
περιοδικό «η λέξη» των ποιητών Θανάση Νιάρχου και Αντώνη Φωστιέρη, το περιοδικό
«Πλανόδιο» του ποιητή Γιάννη Πατίλη, το περιοδικό «Τομές» του συγχωρεμένου
ποιητή Δημήτρη Δούκαρη αλλά και άλλα μπορεί κανείς να συναντήσει κείμενα του
ποιητή και για τον ποιητή ο φιλέρευνος αναγνώστης της ποίησης.
Τ ο σύγχρονο όμως ενδιαφέρον για τον
ποιητή δεν σταματά εδώ, τέσσερεις μεγάλου μεγέθους τόμοι κυκλοφορούν για τον
ποιητή.
Η ποιήτρια Ολυμπία Καράγιωργα το 1995
από τις εκδόσεις Δίαυλος εξέδωσε το «Γιώργος Σαραντάρης-ο Μελλούμενος», μια
χρησιμότατη μελέτη με αυθεντικές και άμεσες πληροφορίες για τον ίδιο και το
έργο του βιβλίο απαραίτητο για τους ερευνητές του έργου του.
Η ποιήτρια και δοκιμιογράφος Ηρώ Τσαρνά το
1993 από τις εκδόσεις Διογένης, εκδίδει μια κατατοπιστικότατη εργασία για τον
ποιητήμε τίτλο «Η Επανάσταση του ρόδου ή Γιώργος Σαραντάρης-Ένας πρωτοπόρος
ποιητής στο περιθώριο της γενιάς του 1930». Το ενδιαφέρον και χρήσιμο αυτό
μελέτημα είναι η δικτατορική της διατριβή σε Πανεπιστήμιο του εξωτερικού.
Ο δοκιμιογράφος και ποιητής Ζήσιμος
Λορεντζάτος το 1997 από τις εκδόσεις Δόμος, εκδίδει το έργο «Διόσκουροι-Γιώργος
Σαραντάρης-Δημήτρης Καπετανάκης». Οι 340 από τις 370 συνολικά σελίδες του
ενδιαφέροντος αυτού βιβλίου είναι αφιερωμένες τον ποιητή. Και, είναι
αξιοπερίεργο που ο μελετητής
«συνεξετάζει ομού» δύο μεγάλες διαφορετικές ιδιοσυγκρασιακά λογοτεχνικές
προσωπικότητες.
Τέλος, το 2006 από τις εκδόσεις
Ίνδικτος κυκλοφορεί το μελέτημα του Σωτήρη Γουνελά με τίτλο «Ο ποιητικός
οραματισμός του Γιώργου Σαραντάρη», όπου όπως σημειώνει: «Ο Γιώργος Σαραντάρης
είναι ο άνθρωπος που στέκει ανάμεσα στον ανθρωποκεντρισμό και τον
θεοκεντρισμό».
Όπως διαπιστώνουμε τις τελευταίες
δεκαετίες το ενδιαφέρον για τον ευαίσθητο αυτόν ποιητή και τον πρώτο νεκρό
ποιητή για το Εθνικό Χρέος και την Ελευθερία έχει πολλαπλασιαστεί. Υπάρχει μια
τάση αγιοποιήσεώς του από την μία μεριά και μια άλλη άρνησής του. Η απόσταση
του χρόνου και οι νέες κοινωνικές και πολιτικές συνθήκες μας δίνουν την
δυνατότητα μιας πιο ψύχραιμης εποπτείας της ποιητικής του παρουσίας και των
σκέψεών του. Τα δημιουργικά του ίχνη είναι αποτυπωμένα στο έργο αρκετών νέων
δημιουργών.
Το να αποτυγχάνει κανείς στο δημιουργικό
του στόχο ή να επιτυγχάνει από την άλλη, δεν είναι εύκολη υπόθεση στο αβέβαιο
ταξίδι της ζωής, και ούτε είναι μικρό πράγμα. Και ούτε πάλι σημαίνει το
οτιδήποτε έγραψε κάποιος δημιουργός είναι ιερό θέσφατο. Ο μεσσιανισμός στον
χώρο του γραπτού λόγου είναι πολύ επικίνδυνη υπόθεση. Και ακόμα, έτσι και
αλλιώς οι εραστές του ποιητικού λόγου συνεχώς φθίνουν. Σιγά-σιγά, ο λόγος τους
χρησιμοποιείται μόνο για την εκπόνηση πανεπιστημιακών διατριβών, ή για τις
σχολικές εξετάσεις. Άλλες προτεραιότητες των ανθρώπων επικρατούν και σίγουρα
κάθε εποχή έχει τους δημιουργούς της, και τα σύμβολά της, τους μεταφυσικούς
ιδεοτύπους της, και η ίδια, επαναπροσδιορίζει την παράδοσή της και την
επανεντάσσει στον καθημερινό της ιστορικό χρόνο.
Η
Ιστορία συνεχίζεται πέρα από τις δικές μας ενστάσεις.
Σίγουρα ο ποιητής Γιώργος Σαραντάρης,
ο θυσιαστικά προσφερόμενος για την εθνική μας ελευθερία δεν πρόλαβε να χαρεί το
αποτέλεσμα της θυσίας του. Ο θάνατός του για άλλη μία φορά μας τονίζει το πόσο
αδιάφορη είναι αυτή η πατρίδα, εχθρική και δολοφονική απέναντι στα πιο αθώα
παιδιά της.
Το ποιητικό του όμως πρόσφορο κοινωνεί
τους όποιους πιστούς της Ποίησης.
Γιώργος
Χ. Μπαλούρδος
Πρώτη
δημοσίευση,
Περιοδικό
«Οδός Πανός», τεύχος 144/4,6,2009, σελίδες 54-62
Δεύτερη
γραφή, σήμερα, Πειραιάς, Τρίτη 24 Ιουνίου 2014.
Σημείωση:
Το 2008, κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Το Ροδακιό,
Το
βιβλίο «Γιώργος Σαραντάρης-Οι γνωριμίες και η φιλία» σημειώσεις για τις
Αναμνήσεις που δεν θα γράψω ποτέ. Σε μετάφραση Ζήσιμου Λορεντζάτου και
επιμέλεια-σημειώσεις της Σοφίας Σκοπετέα, που όπως σημειώνει:
«Οι
Γνωριμίες κατέχουν σημαντική θέση ανάμεσα στα ιταλικά γραπτά του Σαραντάρη.
Έργο δεν είναι ακόμα, είναι τμήμα πορείας ή προπόνηση με σκοπό το έργο. Στον
σκοπό αυτό συνέβαλαν, όπως και ο κάθε ιταλικός στίχος, ο οσοδήποτε αργός. Και η
φιλία παρέμεινε, οδηγός τώρα στην «ομιλία», σε μια χαρά «άλλην».
Πειραιάς,
Τρίτη, 24 Ιουνίου 2014
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου