Κυριακή 22 Ιουνίου 2014

ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ

Ο ποιητής Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης και οι Ανθολογίες

             «Γιατί ήμουνα θεοφοβούμενος και δίκαιος σ’ αυτήν εδώ την δόξα μ’ έχουν ανεβάσει που άλλη πεθυμιά δεν το μπορεί να τήνε ξεπεράσει: και τέτοια έχω στη γη ανάμνηση αφήσει, που οι άγριοι εκεί κάτω την παινεύουν, μα δεν την έχουν, με τα έργα τους ακολουθήσει».
                 Dante Alighieri, «Η Θεία Κωμωδία-Παράδεισος»
                  μετάφραση Ανδρέας Ριζιώτης, Τυπωθήτω 2002         

         Α.  Γενικά για το έργο του

               Σπάνια στη διαχρονική πορεία της ελληνικής γραμματείας ευτύχησε  συγγραφέας τέτοιας μεγάλης αποδοχής, και όχι άδικα. Ακόμα και οι μελετητές που απορρίπτουν πρωτεύοντα στοιχεία της δημιουργίας του ή στέκονται επιφυλακτικοί απέναντι στη θρησκεύουσα συνείδησή του και οραματική προσέγγιση του κόσμου και της κοινωνίας, που σαν λαίκός ζωγράφος ζωγραφίζει ή και σε ένα τμήμα του έργου του, θεωρούν χρέος τους τόσο τον σεβασμό στην σύνολη συγγραφική του προσφορά όσο και στον μονήρη και άτυχο βίο του.
         Πολλούς, ξενίζει η αρχαίζουσα καθαρεύουσά του, άλλοι μελετητές του μιλούν για έλλειψη τεχνικής στην διηγηματική του φόρμα, άλλοι θεωρούν ότι αρκετά διηγήματά του δεν έχουν θέμα, μερικοί, στέκονται στον στενό ορίζοντα της έμπνευσής του και στο στενάχωρο της θεματογραφίας του και των συγγραφικών του ενδιαφερόντων. Όχι επίσης, μικρή μερίδα των μελετητών του, αναφέρεται στην συντηρητική οπτική του και την πρακτική του έναντι των γεγονότων της εποχής του. Ορισμένοι σκεπτόμενοι σαν ιατροί μικροβιολόγοι, εξετάζουν τις ιδιωτικές στιγμές του βίου του, τις κοινωνικές του επιλογές και τις ατομικές του ιδιορρυθμίες(τα έτσουζε λιγάκι παραπάνω).
        Τον προσφώνησαν με τόσα επίθετα όσα ο ίδιος δεν έγραψε για τους ήρωές του, και τον συνέκριναν με τους σπουδαιότερους ξένους κυρίως συγγραφείς που λίγοι Έλληνες δημιουργοί ονειρεύτηκαν. Το έργο του, διάβασαν και ερεύνησαν οι πιο γνωστοί και όχι μόνο καταξιωμένοι συγγραφείς και ερευνητές μας πάνω από έναν αιώνα.
          Αν η γενιά του 1970-για να αναφερθώ στην προηγούμενη γενιά από την δικιά μας-είδε τον κόσμο και τα διάφορα σύμβολά του και τον ερμήνευσε μέσα κυρίως από την Σεφερική ματιά και το έργο του πρώτου Νομπελίστα μας ποιητή, σχεδόν όλες οι λογοτεχνικές γενιές της ελληνικής λογοτεχνίας προσπάθησαν να μιμηθούν συγγραφικά τον Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη-να γράψουν Παπαδιαμαντικά. Μόνο ο ποιητής Κωνσταντίνος Καβάφης είχε τέτοια καθολική αναγνώριση και αποδοχή. Και είναι μάλλον, ο μόνος έλληνας δημιουργός που υπερτερεί βιβλιογραφικά του κυρ Αλέξανδρου. Νομίζω, χωρίς να έχω τα ανάλογα στοιχεία, να συναγωνίζεται βιβλιογραφικά τον Κρητικό συγγραφέα Νίκο Καζαντζάκη.
        Ο ψαλμωδός της ορθόδοξης παράδοσης και του λαϊκού βίου, ο χαρτογράφος της νησιώτικης συνείδησης και του κοινωνικού ήθους της εποχής του, από πολύ νωρίς τυλίχτηκε από έναν μύθο, έναν αγιοποιητικό μύθο αναφοράς, που σύγχρονοί του αλλά και μεταγενέστεροι δημιουργοί διείδαν στον σίγουρα ασκητικό και όχι μόνο βίο του, αλλά και στα διάφορα μηνύματα της πνευματικής του δημιουργίας. Αρκετοί όμως έπλασαν(και ιδιαίτερα στους εκκλησιαστικούς συγγραφικούς κύκλους) έναν μύθο που εξυπηρετούσε αλλότρια προς τους σκοπούς της Τέχνης συμφέροντα. Έφτιαξαν ένα διηγηματογράφο που ταίριαζε στην δική τους φιλοσοφία για το τι είναι ελληνικό, τι ελληνικό κοινωνικό ήθος και τι ορθόδοξη παράδοση.
     Μια από τις σοβαρότερες και πιο ενδιαφέρουσες γυναικείες κριτικές φωνές της εποχής μας η Μαρύ Θεοδοσοπούλου, η οποία αγαπά πρωτίστως αλλά και μελετά τον κυρ Αλέξανδρο με πάθος και σε βάθος, στο σπονδυλωτό μελέτημά της «Μετ’ έρωτος και στοργής»-Κείμενα για τον Παπαδιαμάντη-, εκδόσεις Νεφέλη 2001, γράφει μεταξύ των άλλων κριτικάροντας την «Αλληλογραφία του»:
«Όσες υποσχέσεις αναφέρει για δουλειά που δεν τηρήθηκαν, θα πρέπει να διαβαστούν και ως αδυναμία προσαρμογής του Παπαδιαμάντη στα ήθη της εποχής του.
Μοναχικός, ελκύεται από τους ταπεινούς. Αισθάνεται άνετα και οικεία στα καφενεία ή τις ολονυχτίες των παρεκκλησίων-όπως και στο νησί του-μαζί με άτομα, που, τότε όπως και σήμερα, θα χαρακτηρίζονταν παρίες. Το παπαδιαμαντικό έργο να φανεί ο άνθρωπος που επηρεάστηκε από τη στέρηση, αλλά μάλλον όχι καθοριστικά. Ο Γ. Δημητριάδης, φίλος του αδελφού του, και αυτός εθελοντής στον θεσσαλικό αγώνα και ενεργός μέτοχος στα κοινά, του προσάπτει σε επιστολή του, το 1893, «Φυσική αδιαφορία». Και συνεχίζει η σημαντική αυτή γυναικεία κριτική φωνή-που τα κείμενά της στην εφημερίδα «Εποχή», είναι πολύτιμη παρακαταθήκη για όσους ασχολούνται με τα λογοτεχνικά πράγματα. «Πράγματι, ο τρόπος που ρύθμισε τη ζωή του ο Παπαδιαμάντης, οι επιλογές του, ελάχιστα αναγνωστικές ακόμη και τα ανέκδοτα που κυκλοφορούν για το άτομό του, δηλώνουν μια αδιαφορία, που γέρνει μάλλον προς την απάθεια. Δεν υπάρχει η έξαψη και το εσπευσμένο του πάθους ούτε στις κινήσεις του ούτε στη γραφή του. Υπάρχει μια αταραξία, περισσότερο φυσική παρά μεταφυσική, όπως προτίμησαν να την ερμηνεύσουν πολλοί από τους θαυμάζοντες αυτόν επιγόνους.».
Παρατηρήσεις εύστοχες και ουσιαστικές για όσους ασχολούνται με την Παπαδιαμαντική παρακαταθήκη.
         Ο κόσμος του, πλημμυρίζει από μια ατμόσφαιρα που είναι διάχυτο το λαϊκό θαύμα. Ο Παπαδιαμάντης έγινε ο ενοποιητικός αναφορικός πόλος μιας εθνικής ιδεολογίας μιας μικρής κακοτράχαλης χώρας με πολλές διαχρονικά ιστορικές ανατροπές και γεωγραφικές ανακατατάξεις, που από την  μία δικαίως επιθυμούσε να πολλαπλασιάσει τα γεωγραφικά της σύνορα και από την άλλη, εναγωνίως αναζητούσε να προσδιορίσει την ταυτότητά της σε πλείστους τομείς της κοινωνικής ζωής, πέρα από τις παραδοσιακές της φοβίες απέναντι στους ξένους και τους αλλόπιστους, και το γηγενές της άγχος και την επιφυλακτικότητα έναντι της Ευρωπαίκής παιδείας και πολιτισμού. Ας μην παραβλέπουμε την ιδεολογική και οραματική σκοποθεσία των έργων δημιουργών όπως ο Σπυρίδων Ζαμπέλιος, ο πατέρας της ελληνικής λαογραφίας Νικόλαος Πολίτης, αλλά επίσης και του πατριάρχη της νεότερης εθνικής μας ιστορικής αυτοσυνειδησίας Κωνσταντίνου Παπαρρηγόπουλου.
Μήπως, και το Παπαδιαμαντικό έργο στην γενικότερη σύλληψή του ή σε επιμέρους θέσεις του είναι και αυτό μια απάντηση στις γνωστές-ξεπερασμένες πλέον-απόψεις του Φαλμεράιερ;
         Οι ανήσυχοι πνευματικά άνθρωποι της εποχής του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη που δεν ακολούθησαν την πατριδολάτρη ποιητή και πολιτικό Αριστοτέλη Βαλαωρίτη, και δεν δέχτηκαν τον Αχιλλέα Παράσχο ως εθνικό υμνωδό και αρνήθηκαν την γοητεία των ρομαντικών τροβαδούρων, και επίσης, δεν κατανόησαν την φιλοδοξία της Σολωμικής ονειροπλασίας και φιλοσοφίας-έστω και σε σπαργανώδη μορφή- έμειναν μεταφυσικά και ιδεολογικά μετέωροι. Αλλά και εκείνοι, που στάθηκαν αμήχανα μπροστά στην πλημμυρίδα του Παλαμικού μεγαλείου και ότι αυτή καινούργιο κόμιζε τόσο στην ποίηση όσο και στον δοκιμιακό λόγο, και, την μοναχική και αιρετική ερωτική φωνή της περιφέρειας του Κωνσταντίνου Καβάφη, ανακάλυψαν στο έργο και την ατομική ιδιοσυγκρασία ζωής του κυρ Αλέξανδρου, τα μυστικά, τις ανάγκες, το κοινωνικό ήθος, και την εθνική ιδιοπροσωπία ενός κόσμου που ενώ ένιωθαν ότι χάνεται ανεπιστρεπτί, και ότι απειλείται πλέον δραματικά το ιστορικό τους παρελθόν, πίστεψαν ότι ήταν χρέος τους να τον αναστήσουν έστω και ως νοσταλγική υπόμνηση περασμένων αξιών αναφοράς και μαγευτικών προτύπων ζωής. Ήταν η εθνική μας αντιπρόταση απέναντι στη διαφορετική και αλλόπιστη χοάνη των Ευρωπαϊκών λαών.
          Η πτωχή πλην τιμία και ρακένδυτη Ελλάς, όφειλε να πληρώσει τα χρέη της Τρικουπικής αστικοποίησής της. Και το τίμημα δεν το πλήρωσε ούτε ο Μιχαήλ Μητσάκης, ούτε ο Εμμανουήλ Ροΐδης, ως μάλλον κύριοι εκφραστές της νέας αστικής συνείδησης. Ο ισορροπημένος λαίκός νατουραλισμός του έργου του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη  και η αναμφισβήτητος αγαθοποιός ματιά του, τουλάχιστον στα περισσότερα από τα 170 περίπου διηγήματά του και στα τέσσερα μεγάλα μυθιστορήματά του-στάθηκαν η γέφυρα για την αποδοχή του περασμένου μεγαλείου στην σύγχρονη πραγματικότητα του μισό-Βυζαντινού, μισό-Αρχαίου κράτους και της ταυτότητάς του. (ίσως χρειάζεται να το ερμηνεύσουμε παράλληλα με το έργο των αντιδραστικών κοινωνικά κολλυβάδων και του αιθεροβάμονα Απόστολου Μακράκη). Το συγγραφικό έργο του Σκιαθίτη που δεν τα πήγαινε καλά με τους γραμματιζούμενους, ο «ανώδυνος» εκπρόσωπος ενός κλειστού φεουδαρχικού κόσμου και μιας αγροτικής κοινωνίας που αναζητούσε ανάσα σωτηρίας για τον μετασχηματισμό της. Και η ζωοποιός πνοή ενός θνήσκοντος οργανισμού πέρα από κοινωνικά δόγματα ή ατομικές διαφοροποιήσεις υπήρξε ανέκαθεν η θρησκευτική πίστη και εθνική θεολογική ιδεολογία κάθε θρησκεύουσας ψυχής. Η συμβολοποιημένη πίστη όχι ενός ατόμου ή μιας μικρής ή μεγάλης ομάδας αλλά ενός ολόκληρου Έθνους που αναζητούσε το σύγχρονο στίγμα του και τον κοινωνικό και πολιτικό του καταλύτη στην σύγχρονη παγκοσμιοποιημένη πλέον πορεία του.
         Ο Παπαδιαμάντης δεν διακρίνονταν για τις μεταφυσικές του αγωνίες, δεν έκανε ποτέ του μεγάλα σχέδια, δεν αμφισβητούσε τα θρησκευτικά θέσφατα, ούτε είχε οραματικές «μεγαλομανίες», δεν διαπραγματεύτηκε ποτέ του τα θρησκευτικά του όρια, όπως επώδυνα αναμφισβήτητα έπραξε ο μεγάλος Ρώσος θεολόγος Φιοντόρ Ντοστογιέφσκυ, ή ακόμα ο μυστικά τρυφερός Πωλ Κλωντέλ, αλλά και με τον ιδιαίτερο προσωπικό του τρόπο ο ξεχασμένος μάλλον σήμερα Αντρέ Ζιντ. Ο Διονύσιος Σολωμός του διηγήματος όπως τον αποκάλεσε ο Πειραιώτης-Αλεξανδρινός Τίμος Μαλάνος, είχε μία και μοναδική βεβαιότητα, την βαθειά και ουσιαστική του πίστη, την οποία ταύτισε με αυτήν του γενέθλιου χώρου του. Και αυτή η πολλή προσωπική ματιά, κάτω από τον ιδεολογικό ουρανό μιας ανατρεπτικής ιστορικά κοινωνικής καταιγίδας που ερχόταν από μακριά, εκφράστηκε στον Παπαδιαμάντη μέσω μιας ιερής τυπολατρείας, ασκητικής περιγραφικότητας και ενός χαλιναγωγημένου ερωτικού οίστρου.
      Η θρησκευτική λαίκή του προδιάθεση μύρωσε όχι μόνο τον γραπτό του λόγο αλλά και τον συναισθηματικό κόσμο των ηρώων του, πέρα από τον μακάβριο ρεαλισμό του. (Τόσοι φόνοι γυναικών στο έργο μιας αθώας ψυχής δεν συναντάμε συχνά στην παγκόσμια λογοτεχνία. Οι περισσότερες γραίες του αν δεν λαθεύω, είναι σαν «Έλληνιδες κίλλερ»). Οδήγησε επίσης, τον ίδιο ως συγγραφέα στην ανάπτυξη και επεξεργασία ενός εγκρατεύοντος λόγου και μιας μυστικοπαθούς συνείδησης και καθαρτήριας διάθεσης.
         Ο Παπαδιαμάντης που η μνημόνευσή του υποδεικνύεται από τον Νομπελίστα μας ποιητή Οδυσσέα Ελύτη ως παραδείσιο λογοτεχνικό διαπιστευτήριο, δεν πελαγοδρόμησε στον ωκεανό της οντολογικής ή φιλοσοφικής αμφιβολίας που τροπαιοφόρα κολύμπησε ο Νίκος Καζαντζάκης με τα μεγάλα του πνευματικά παγκόσμια ανοίγματα. Δεν αυτοαναλύθηκε σε θεομαχίες ή κριτικούς θρησκευτικούς αντιπερισπασμούς, ούτε ακολούθησε απεγνωσμένα τις ορθοπεταλιές ομοτέχνων του σε αμφισβήτησης μονοπάτια. Η Λευιτική του σεμνότητα, η έμφυτος δειλία του, η νηφάλια θλίψη του, αλλά προπάντων η ελεήμων συγκαταβατική του ματιά, τον βοήθησαν να διαπλάσει και να συνθέσει ένα ιδιότυπο ύφος γραφής άρρηκτα δεμένο με την προσωπική του θρησκευτική ιδιοσυγκρασία και, να αναδείξει, μια αφηγηματική ερμηνευτική -προτρεπτική, όχι διδακτική-απέναντι στην κοινωνία και τον κόσμο γενικότερα, που όχι μόνο ξεχωρίζει, αλλά και σημασιοδοτεί το στίγμα της διαχρονικής του παρουσίας και αποδοχής.
         Ο ποιητής του σκιόφωτος κατά τον ποιητή Μιλτιάδη Μαλακάση, αρνήθηκε να αποδεχθεί την αμαρτία-αστοχία, αρνήθηκε την οντολογική της διάσταση όπως θα έγραφε και ο εκκλησιαστικός συγγραφέας άγιος Ιωάννης Δαμασκηνός. Το κακό υπάρχει αν εσύ συνειδητά το αποδεχθείς. Αρνήθηκε την αστοχία όχι μόνο για τον εαυτό του, αλλά και για τους ήρωές του. Υιοθέτησε σε μια σύγχρονη ορολογία θα σημειώναμε, αυτό που ο κλεινός Μαξ Βέμπερ αποκαλεί «Συμπαθητική αναβίωση» για να ιχνογραφήσει όχι ένα ιδεατό ανθρωποσύμπαν, ή μια αγγελοανθρωποκεντρική κοινωνία, αλλά για να αναδείξει την κοινωνική διάσταση των προβλημάτων της εποχής του και τις συνειδησιακές διεργασίες των ανθρώπων από τις σχέσεις τους με την κοινωνία αυτή.
    Οι ήρωες του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη είναι ενταγμένοι σε μια κοινωνική ομάδα, αποτελούν κρίκους μιας ορισμένης κοινωνικής ερμηνευτικής, μιας κοινωνικής στάσης και άποψης, λειτουργούν σαν φορείς όχι μιας ατομικής συνείδησης τόσο, όσο μιας συλλογικής και εθνικής. Εύκολα μάλλον ανακαλύπτουμε τις ενέργειες των ηρώων του, οι τύποι του σκιαγραφούνται ως φόρμα με μεγάλη ευκολία, τους διακρίνει μια εξωτερικών στοιχείων ομοιογένεια. Ακόμα, πολλοί από αυτούς λειτουργούν σαν αρχέγονες λαϊκές συνειδήσεις ζωής. Καυτηριάζει ταυτόχρονα την εθιμική ηθική συντηρητική δυναμική της κοινωνίας και την αδράνειά της, μια ηθική που ποδηγέτησε ανθρώπινες συνειδήσεις της εποχής του. Μεγάλος μάστορας της διηγηματικής τέχνης και μεγάλος λαίκός παραμυθάς ο Παπαδιαμάντης χωρίς να ακολουθεί τυραννικά μια συγκεκριμένη τεχνική, ή να αποδέχεται άκριτα τους κανόνες της πεζογραφικής αφήγησης, διατυπώνει στο έργο του, αυτό που θα αποκαλούσαμε-αφηγηματική ποίηση μέσα στον πεζό λόγο, γνωστή τεχνική σε αρκετούς ξένους πεζογράφους της εποχής του. Η τεχνική αυτή του ανάδελφου πεζογράφου από την Σκιάθο, είναι και ενδιαφέρουσα και πρωτότυπη για τα ελληνικά διηγηματικά δεδομένα, το εύρος της αφηγηματικής του προοπτικής και η τεχνογνωσία της διηγηματικής του απεικόνισης, μας υποβάλλουν την αίσθηση με τον πιο κατηγορηματικό τρόπο ενός παλαιού ήθους ζωής. Ενός ήθους που το προβάλλει επικουρικά και το πρωτόπλασμα της ιδιοσυγκρασίας του και τροφοδοτεί το άλλο ήθος, αυτό της γραφής του, έστω και αν μας φαίνεται ότι δεν κρατά μια στάση μαχητική απέναντι στην ζωή, αλλά αυτή του σχολιαστή παρατηρητή. Άλλοτε πάλι, μας φανερώνει ένα πρόσωπο που σφύζει από ακόρεστη και «ακόλαστη» ανικανοποίητη επιθυμία για τις μικροχαρές της ζωής και τις ηδονικές αναλαμπές του βίου. Μια όχι πάντα λανθάνουσα επιθυμία που παραμένει ανεκπλήρωτη διότι η εθιμική πίστη των πατέρων του, τον καθηλώνει στο πεδίο της έμμεσης συμμετοχής και όχι της άμεσης υλοποίησης.
          Τα πολύοσμα ηδονικά μυρωδικά της ζωής του Αλεξανδρινού ποιητή από την Αλεξάνδρεια, είναι απαγορευμένα για τον κυρ Αλέξανδρο, αυτόν τον παρολίγον ασκητή του Άθω.
Η κριτική του γίνεται με αγαπητική διάθεση, με το μαστίγιο της αγάπης που θα έλεγε και ο Απόστολος Παύλος. Η ματιά του συμπονετική και παρηγορητική ακόμα και όταν βάζει να σχεδιάζουν και να υλοποιούν δολοφονίες οι διάφορες γραίες του. Θα σημειώναμε ότι σκέφτεται καρδιακά και σπανίως με τον νου και ίσως, εκεί να οφείλεται η απλοϊκότητά του και η αδυναμία μεγάλων και ρωμαλέων αντιθέσεων. Η ποιητική ατμόσφαιρα των κειμένων του θυμίζει έντονα πίνακες παραμυθιών από τον κόσμο των λαϊκών μοτίβων και δοξασιών. Έχει μια συγκρατημένη ανατολίτικη ατμόσφαιρα που θυμίζει ορισμένες εικόνες από τις αφηγήσεις της Χαλιμάς, εμποτισμένες φυσικά μέσα στην ορθόδοξη παράδοση και τελετουργία και τον ορθόδοξο τρόπο ζωής.
         Η συγγραφική του παραμυθία ξεχειλίζει τόσο ανεξέλεγκτα από τα πεζά του που δύσκολα διακρίνουμε κείμενά του χωρίς αυτό που ονομάζουμε ποιητική αίσθηση, πέρα από την ανιαρότητα ίσως της θεματικής του διαπραγμάτευσης και την επανάληψη των μοτίβων του και χαρακτηρολογικών του προτύπων. Στην δημιουργία του η λογική ερμηνεία υποχωρεί και αναδύεται ο σκοτεινός ή πολύχρωμος κόσμος των απλών ξεκάθαρων συναισθημάτων. Συναισθημάτων που σπονδυλώνουν τις διάφορες κοινωνικές σχέσεις των απλών ανθρώπων χωρίς αμφισβήτηση. Η ερμηνεία του κόσμου πολλές φορές μας υποδηλώνει και την ταυτόχρονη αποδοχή του. Αυτός ο κόσμος ο μικρός ο μέγας υπήρξε και θα παραμείνει πάντα έτσι, με τις σκούρες και λαμπερές αποχρώσεις του εκείνο που αλλάζει είναι το βλέμμα με το οποίο τον ερμηνεύουμε, η προαίρεση μας, κάτι σπάνιο και στην εποχή του και στις ημέρες περισσότερο.
         Ο Παπαδιαμάντης δεν σκανδαλίζεται εύκολα. Χωνευτήρι με μεγάλες αντοχές η πλούσια γλώσσα του και η γραφή του απεικονίζει τα πάντα με δεξιοτεχνία με τέτοιον τρόπο που δεν αφήνει περιθώρια «αρνητικής» προσέγγισης. Ο εαυτός του είναι οι άλλοι και αυτοί μιλούν για εκείνον λαμβάνοντας και το μέρος της ευθύνης που του αναλογεί. Εκείνος είναι ο συγγραφέας που κρύβεται πίσω από τα πρόσωπα των ηρώων του, χωρίς αυτά τα πρόσωπα που ήσαν υπαρκτά του χώρου και της εποχής του, να χάνουν την ετερότητά τους και την χαρακτηρολογική τους αυτονομία. Στα λαϊκά παραμύθια δεν υπάρχει υποκείμενο, παρά μόνο ο λαϊκός-«ανώνυμος» αφηγητής, δεν υφίσταται δηλαδή η αστική ματιά του συγγραφέα που σηκώνει το βάρος της όποιας ευθύνης των ηρώων του, πλαίσιο του κόσμου του είναι η πίστη του, η βαθειά του μεταφυσική πίστη. Ακριβέστερα η εμπιστοσύνη στο πρόσωπο Εκείνου που είναι η συγκεφαλαιωτική μορφή του ανθρώπινου εξαγνισμού. Δηλαδή του κεντρικού θρησκευτικού ιδεότυπου της Χριστιανικής θεολογίας και παράδοσης που είναι ο Χριστός. Ο Παπαδιαμάντης είναι πέρα και από την αγιότητα, είναι ο πιστός και ο λάτρης μιας χαροποιούς λαίκής μυθολογούσας αναφορικότητας που στηρίζεται διαχρονικά στην εμπιστοσύνη.
         Ο Ζήσιμος Λορεντζάτος από το δικό του «πνευματικό φτωχομάγαζο»,(δικές του οι λέξεις στο δοκίμιό του για τον κυρ Αλέξανδρο, δες «Μελέτες» τόμος πρώτος, εκδόσεις Δόμος 1994) γράφει ανάμεσα στα άλλα: «Ο Παπαδιαμάντης δεν είχε μόνο ώδε μένουσαν πόλιν (όπως ο κριτής του) και δεν πίστευε πως ο άνθρωπος είναι αυτοσκοπός, που φέρνει μέσα του μόνος και την εξήγησή του, ώστε με τη λύτρωση τη σωματική να τελειώσει και η λύτρωση γενικά του ανθρώπου. Η μεταφυσική παράδοση που εκείνος ακολουθούσε δεν σταματούσε στου κόσμου τούτου τους λυτρωμούς, που τους γνωρίζουμε καθημερινά(από πρώτο χέρι) εμείς οι στρατολογημένοι ή αστρατολόγητοι υποταχτικοί των λυτρωτάδων μας. Επιζητούσε «την μέλλουσαν πόλιν», εκείνη που ο Πλάτωνας έβλεπε πως εν ουρανώ ίσως παράδειγμα ανάκειται- και είχε λάβει στη ζωή του οριστικά την απόφαση πως τα γαρ ταύτης μόνης αν πράξειεν, άλλης δε ουδεμιάς (Πολιτεία 592b)».
Οι θέσεις αυτές του Ζήσιμου Λορεντζάτου που αναφέρονται σε ένα από τα δύο δοκίμιά του για τον Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη και συμπεριλαμβάνονται πλέον στα Μελετήματά του είναι ορθές όπως και άλλες που αναφέρεται στον Σκιαθίτη, όπως υπάρχουν και άλλες κάπως «ακραίες» ερμηνευτικές απόψεις του οι οποίες δεν στέκουν κατά την γνώμη μου, είναι αίολες μέσα στην σύνολη ερμηνευτική του αλλά, και για άλλους συγγραφείς, δες επίσης την μελέτη του για τον Άγγελο Σικελιανό, ασφαλώς έχει τις θέσεις του για το τι είναι ελληνική διαχρονικά παράδοση, και εντάσσει μέσα σε αυτό το πλαίσιο παράδοσης τον Παπαδιαμάντη που σίγουρα σαν άτομο του ταίριαζε και την ακολουθούσε. Όμως οι απόψεις του Λορεντζάτου δεν είναι άμοιρες της δικής του οικονομικής κατάστασης και ευημερίας, ο Παπαδιαμάντης δεν δικαιώνει οικονομικά θα γράφαμε, τον εξαθλιωμένο και τον πτωχό, συμπάσχει φυσικά και συμπαραστέκεται αλλά πάντα κρατώντας αλώβητες και αναλλοίωτες τις οικονομικές διαφορές μιας κοινωνίας ταξικής και εξακολουθητικά άδικης σε πολλούς τομείς. Ο πλούσιος στηλιτεύεται μεν αλλά παραμένει σταθερός στις θέσεις του, και από την άλλη ο φτωχός παραμένει φτωχός περιμένοντας την εξ ύψους παρηγοριά, αλλά οι κοινωνικές δομές παραμένουν οι ίδιες. Η ορθόδοξη παράδοση όπως η ιστορία μας διδάσκει όσο μεγαλειώδη και αν υπήρξε μέσα στο διάβα των αιώνων και χρήσιμη κοινωνικά μέσα στο ευρύτερο πλέγμα της Ελληνικής κοινωνίας και τόνωσε ουσιαστικά και αποτελεσματικά το εθνικό μας φρόνημα, δεν κατόρθωσε να άρει τις κοινωνικές αδικίες ούτε να εξαλείψει τις πάσης φύσεως κοινωνικές βαρβαρότητες του αδαμιαίου πολιτιστικά ατόμου-και του Έλληνα φυσικά. Θέλω να πω, χωρίς να μηδενίζω τον τεράστιο ρόλο που διαδραμάτισε η ορθόδοξη παράδοση στον τόπο μας, ότι ο Παπαδιαμάντης μεγαλωμένος μέσα σε ένα πλαίσιο συγκεκριμένο όπως ήταν αυτό της οικογένειάς του και του νησιώτικου περιβάλλοντός του, δεν μπορεί παρά να εκφράζει αυτήν την ατμόσφαιρα την οποία ακολουθεί με προσωπική αυταπάρνηση και θυσία, κάτι όμως, που δεν μπορούμε να το γενικεύσουμε ούτε σε όλο του το έργο-που είναι πλήρης έρωτος αλλά με την δική του στοχοθεσία, αλλά και στις άλλες πτυχές της ζωής του και της συγγραφικής του δραστηριότητας. Ας μην ξεχνάμε, ότι όταν για βιοποριστικούς λόγους πραγματοποιούσε μεταφράσεις ξένων συγγραφέων, αλλοίωνε συνειδητά τα κείμενα για να ταιριάξουν με τις δικές του μεταφυσικές οι άλλες κοινωνικές αρχές και αξίες. Αυτό επειδή πλέον γνωρίζουμε ότι το έπραττε συνειδητά σημαίνει κάτι, και αυτό δεν είναι προς μομφή της σύνολης διηγηματικής ή μυθιστορηματικής προσφοράς του, απλά έχουμε δικαίωμα και εμείς οι αναγνώστες να αναρωτηθούμε για τις μεταφραστικές ή άλλες μεροληψίες-θρησκευτικής συνήθως υφής-του κυρ Αλέξανδρου και να τον συγκρίνουμε με άλλους συγγραφείς της εποχής του. Δεν προερχόμαστε όλοι μας από αυτό το περιβάλλον ώστε να μπορούμε να κατανοήσουμε τις βαθύτερες αιτίες της Παπαδιαμαντικής ανθρώπινης ερμηνείας σε προσωπικό και κοινωνικά-εκκλησιαστικά ανθρώπινο επίπεδο. Οι άνθρωποι, οι καθημερινοί άνθρωποι του Παπαδιαμάντη με τα χιλιάδες αδιέξοδά τους και τα πολύπλοκα προβλήματά τους σίγουρα δεν είναι αγγελικές υπάρξεις, αλλά μεταφέρουν πολλοί από αυτούς και ιδιαίτερα το γυναικείο φύλλο, ένα τόσο αρνητικό βάρος που μόνο σαν κοινωνική καταγγελία των κακώς κειμένων της εποχής του μπορείς να το ερμηνεύσεις, όταν μάλιστα οι καθημερινοί αυτοί χαρακτήρες προέρχονται από ένα άτομο βαθειά πιστό και αθεράπευτα θυσιαστικό όσον αφορά τα νάματα και τις αξίες της παράδοσής του. Όμως οι κοινωνικές, οικονομικές, οι πολιτικές και οι ιστορικές συνθήκες έχουν αλλάξει, οι άνθρωποι δεν βλέπουν πλέον στατικά την ιστορία και τα διαδραματιζόμενα κοινωνικά γεγονότα τα οποία επικαλύπτονται από μια συγκεκριμένη ιστορικά μεταφυσική αρχή και παράδοση πίστης, το πλαίσιο αναφοράς των σύγχρονων ανθρώπων είναι διαφορετικό από εκείνο του προηγούμενου και του προπροηγούμενου αιώνα που έζησε ο Παπαδιαμάντης. Κάτω από την άποψη αυτή, οι απόψεις του Ζήσιμου Λορεντζάτου δέχονται μεγάλη αμφισβήτηση ή τουλάχιστον σίγουρα θέτουν ερωτήματα για τους πάσης φύσεως Παπαδιαμαντολόγους, και κανείς συγγραφέας ή κριτικός δεν κατέχει την μόνη και μοναδική αλήθεια και ερμηνεία τόσο της ζωής όσο και της γραφής. Υπάρχουν τόσες ερμηνείες όσες και οι αναγνώσεις.
Το βέβαιο είναι πάντως ότι πέρα από τους κατά καιρούς σχολαστικούς σοβαρούς ή μη σχολιαστές του έργου του κυρ Αλέξανδρου, η μεγάλη πλειοψηφία των αναγνωστών καταφεύγει στα ίδια τα κείμενα του κυρ Αλέξανδρου, τα διαβάζει με μεγάλη χαρά, νιώθει ουσιαστική αγαλλίαση ακόμα και αν δεν καταλαβαίνει ορισμένες λέξεις του, χαίρεται την μαγεία της Παπαδιαμαντικής γραφής, απολαμβάνει το θεσπέσιο οικείο ύφος του, και αφήνει πίσω της όλους εμάς-τους άλλους, που προσπαθώντας να ερμηνεύσουμε το δικό τους στίγμα αναζητούν και παλεύουν πάνω στα κείμενα του Σκιαθίτη ζητώντας να ανακαλύψουν το δικό του στίγμα, τις δικές του μεταφυσικές αναφορές και κοινωνικές ερμηνείες. Ένα κείμενο και ένας ουσιαστικός συγγραφέας, το μόνο που μπορεί να θέσει πέρα από την αισθητική απόλαυση είναι να θέτει ερωτήματα σε εμάς τους αναγνώστες και να μας παρέχει την δυνατότητα να του θέτουμε και εμείς ερωτήματα, ανεξάρτητα αν θα δοθούν ή θα ή όχι απαντήσεις. Το ταξίδι του στόχου είναι αυτό που έχει σημασία, ο στόχος είναι μια μεταβλητή του χρόνου στο διηνεκές, και το ταξίδι είναι πάντοτε αυστηρώς προσωπικό.

Β. Τα Ποιήματα

         Αυτός, ένας κατεξοχήν της ζωής ποιητής δεν μας άφησε παρά ελάχιστα αυτοτελή ποιήματά του σκορπισμένα στα διάφορα έντυπα και εφημερίδες με τα οποία συνεργαζόταν, και αρκετά άλλα τα οποία ενέταξε μέσα στο πεζογραφικό του έργο.
Ποιήματα μέσα στα μυθιστορήματα δεν ήταν κάτι το ξένο στην εποχή του τουλάχιστον στον Ευρωπαϊκό χώρο, ήταν μια ποιητική fons vitae μέσα στην πεζογραφική πεδιάδα. Ο Βίκτωρ Ουγκώ για να αναφέρω ενδεικτικά, και αρκετοί άλλοι πεζογράφοι εγκόλπωναν μέσα στο καθαρώς πεζογραφικό τους έργο στίχους, (σάτιρες, μπαλλάντες, ύμνους κ.λ.π….).
         Το πρόβλημα μιας φιλολογικής έκδοσης των ποιημάτων, με κριτικούς σχολιασμούς, αντιβολές με πρώτες δημοσιεύσεις, την σημασία τους μέσα στα συγκεκριμένα έργα, τις καταβολές τους, τις αναφορικές πηγές τους, τις δημοτικοφανείς φόρμες τους κ.λ.π., δεν έχει μάλλον ακόμα λυθεί. Παραμένει ανοιχτή η συγκομιδή του Παπαδιαμαντικού ποιητικού σώματος και του υμνογραφικού επίσης. Αξίζει ακόμα να διερευνηθούν οι διάφορες διασκευές του, οι κατά καιρούς διάφορες μεταφράσεις του και δεν αναφέρομαι ακόμα στις υπάρχουσες θεμιτές ορθογραφικές ή συντακτικές αβλεψίες των κατά καιρούς δημοσιεύσεών τους.
Ανεξάντλητη η Παπαδιαμαντική βιβλιογραφία, ελάχιστοι σχετικά ασχολήθηκαν με το καθαρώς ποιητικό του έργο.
         Ποίηση, η άλλη ματιά του Θεού, το ονειρικό θυμίαμα του θανάτου, το ψήλωμα του νου προς το αιώνιο τίποτα.
         Μια μικρή ενδεικτική αναφορά σε αυτούς που ασχολήθηκαν με τα ποιήματα ίσως ήταν χρήσιμη.
         Το 1931 από τις εκδόσεις Ζηκάκη, ο Ηλίας Βουτιερίδης εκδίδει ένα μικρού σχήματος βιβλίο με τον τίτλο «Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, Αλέξανδρος Μωραϊτίδης» και υπότιτλο «Η ζωή και το έργο τους». Η μελέτη αυτή είναι η ομιλία που είχε εκφωνήσει ο μελετητής στο Φιλολογικό Σύλλογο ΠΑΡΝΑΣΣΟ για τα ογδοντάχρονα της γέννησης του κυρ Αλέξανδρου. Ο συγγραφέας της ιστορίας της λογοτεχνίας μας και όχι μόνο Ηλίας Βουτιερίδης μιλά επαινετικότατα και για τους δύο Διόσκουρους της ελληνικής λογοτεχνίας όπως τους ονομάζει, αναλύει εν συντομία το έργο τους, παραθέτει εργογραφία και μας μιλά για το λεγόμενο κρητιδισμό, για εκείνους που δεν τους αρέσει το έργο των δύο Αλέξανδρων. Στο ολιγοσέλιδο αυτό βιβλίο μόλις 95 σελίδες, ο Παπαδιαμάντης παρουσιάζεται με δώδεκα(12) ποιήματα, αν προσθέσουμε και τις Δαυιδικές διασκευές του και εκείνη του Λόρδου Μπάιρον. Ο μελετητής, παρότι μας φανερώνει την αγάπη που τρέφει για τον κυρ Αλέξανδρο δεν ερανίζεται τα ποιήματα από τις πρώτες πηγές, αλλά από τις Ανθολογίες, και άλλα τα αντλεί από τα πεζά του. Αυτή είναι η πρώτη αυτοτελής καταγραφή συγκεντρωμένου του ποιητικού έργου. Αν και το βιβλίο αναφέρεται στην ευρύτερη Παπαδιαμαντική βιβλιογραφία, δεν μνημονεύεται από τους μεταγενέστερους ερευνητές της ποίησης του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη.
         Τα Χριστούγεννα του 1941 στο εκτενέστατο αφιέρωμα του περιοδικού Νέα Εστία, τεύχος 355, σελίδες (117-139) ο Γιώργος Βαλέτας, ένας από τους αναστηλωτές του Παπαδιαμαντικού έργου, δημοσιεύει εκτενή μελέτη και ανθολόγιο με πρόλογο-και σχόλια των ποιημάτων. Είναι η πρώτη αναλυτική αναφορά των ποιημάτων, αν και είχε προηγηθεί το κείμενο του συγγραφέα Άγγελου Δόξα το 1921, στο περιοδικό Ελληνική Επιθεώρηση. Ο Βαλέτας στέκεται κριτικά και με μεγάλη αγάπη και τα σχολιάζει με ενδιαφέρον, μνημονεύοντας 34 τίτλους μαζί με τα Σατιρικά και μία μετάφραση. Στις κατατοπιστικές του σημειώσεις τονίζει κάθε τίτλο ξεχωριστά. Στο ίδιο αφιέρωμα υπάρχει και ένα δισέλιδο αφιέρωμα του σημαντικού κριτικού Τέλλου Άγρα με τίτλο «Οι στίχοι του Παπαδιαμάντη». Ορθά συγκρίνοντας το διηγηματικό με το ποιητικό του έργο ο Τέλλος Άγρας μας μιλά για «εκφραστική βραδυγλωσσία», για «μισοτελειωμένες δοκιμές», για «σχεδιάσματα» και «αδυναμία στην σύνθεση». Εύστοχες παρατηρήσεις, ο Άγρας αντιμετωπίζει τα ποιήματα με κατανόηση και δικαιοκρισία.
         Αν εξαιρέσουμε τα Θεομητορικά και τους στίχους της Πρωτομαγιάς, τα άλλα είναι αδύνατης πνοής, με γλώσσα κάπως κακόηχη, χωρίς εσωτερικό ρυθμό, ή όπου υπάρχει διακόπτεται απότομα, παντελής έλλειψη μουσικότητας, το λεξιλόγιο είναι ισχνό, ακατέργαστο, χωρίς τη γνωστή λεκτική αισθαντικότητα και ζεστασιά των πεζών του.
         Διακρίνεται μια προσπάθεια ενός ποιητικού αναβαθμού χωρίς όμως επιτυχία και χωρίς γλωσσική δικαίωση. Στο τεύχος 362-364 του ίδιου περιοδικού-της Νέας Εστίας- το 1942 ο ποιητής Γιώργος Κοτζιούλας δημοσιεύει απάντηση σχόλιο για τις γραμματικές και άλλες αλλαγές του Γιώργου Βαλέτα στα ποιήματα, σελίδες 749-751. Πράγμα που το συνήθιζε ο μελετητής μάλλον στις διάφορες αναστυλώσεις του. Στην έκδοση των Παπαδιαμαντικών «Απάντων»από τον Βαλέτα το 1954, στον πέμπτο τόμο, με τον τίτλο «Τα ποιήματα», σελίδες 179-200, δημοσιεύονται είκοσι τίτλοι ποιημάτων, Τα Υμνογραφικά και τα Σατιρικά. Το απάνθισμα αυτό ακολουθεί τη δημοσίευση του περιοδικού της Νέας Εστίας.
         Ξαναδιαβάζοντας τα ποιήματα, αναγνωρίζουμε πως η ποιητική χορδή του Σκιαθίτη έχει σχέση με την διηγηματογραφική, είναι αρκετά χαλαρή, η ποιητική του αίσθηση χάνεται κάτω από το βάρος μιας ακατέργαστης λεκτικής υπερβολής, το συναίσθημα δεν κατορθώνει να μετουσιωθεί σε εξομολογητικό λυρισμό.
      Υπάρχει μια σπαραγματική ασυνδεσία του λόγου με την ποιητική αίσθηση και της αφήγησης με την σύνολη ατμόσφαιρα. Άλλοτε Βυζαντινίζει και όπου η γλώσσα πάει να αποκτήσει Δημοτική χροιά κάτι την σταματά πολλές φορές απότομα. Η τεχνική είναι χαλαρή και ο εσωτερικός ρυθμός της σύνθεσης όπου υπάρχει ακροβατεί μεταξύ πίστης και γλωσσικής εκφοράς της.
Ο Παπαδιαμάντης δεν πειραματίστηκε όσον αφορά το γλωσσικό ζήτημα-που ήταν τόσο έντονες οι διαμάχες στην εποχή του-δεν ξέφυγε από τα γλωσσικά δεσμά της καθαρεύουσας όπως και ο ποιητής Ανδρέας Κάλβος παλαιότερα και έτσι έχασε το παιχνίδι. Στα διηγήματά του και στα μυθιστορήματά του χρησιμοποιεί ασφαλώς όπου το απαιτεί η πλοκή την δημοτική και υιοθετεί και διάφορους τοπικούς και επαγγελματικούς ιδιωματισμούς, όχι όμως στις ποιητικές του αυτές απόπειρες. Η σύνολη ποιητική του ατμόσφαιρα θυμίζει τον ποιητή Δημήτριο Παπαρρηγόπουλο και το κλίμα του πεσιμισμού και της απαισιοδοξίας των Ρωμαντικών, αν και ο Παπαδιαμάντης είναι πιο στωικός τον τρόπο, πιο συγκαταβατικός, περισσότερο φυσικά εκκλησιαστικός.
         Την ίδια περίπου περίοδο 1952 και 1954 στο περιοδικό αφιέρωμα της Ελληνικής Δημιουργίας δημοσιεύονται τα κείμενα των Τ. Γριτσόπουλου και Μ. Ναουμίδη. Υπάρχουν επίσης σποραδικά ελάχιστα κείμενα για τα ποιήματα και δημοσιεύσεις ανέκδοτων ποιημάτων του σε περιοδικά παραδείγματος χάρη Ελληνικά Γράμματα του 1929, Αγγλοελληνική Επιθεώρηση του 1954, κ.λ.π.
Στην έκδοση των «Απάντων» του Παπαδιαμάντη το 1966 των εκδόσεων Φυτράκη-Κουτσουμπού, δημοσιεύονται 18 τίτλοι ποιημάτων ερανισμένα από διάφορα μέρη.
         Το 1988 εκδίδονται σε φιλολογική επιμέλεια του συγγραφέα Νίκου Δ. Τριανταφυλλόπουλου, από τον εκδοτικό οίκο Δόμος, η αρτιότερη, πληρέστερη και εγκυρότερη έκδοση των Απάντων του Παπαδιαμάντη. Μια έκδοση σταθμός στην Παπαδιαμαντική έρευνα. Ο Νίκος Δ. Τριανταφυλλόπουλος, αγαπά υπερβολικά τον Σκιαθίτη σε σημείο μάλλον πνιγμού. Οι παρατηρήσεις, τα σχόλια και οι σημειώσεις του που κατά διαστήματα δημοσιεύει στα διάφορα έντυπα και στα βιβλία που εκδίδει υποδηλώνουν τον κυρίαρχο ρόλο του στην Παπαδιαμαντική έρευνα και μελέτες, που είναι θα λέγαμε ο ρόλος του «Παύλου» στην Παπαδιαμαντική θρησκεία.
Στον πέμπτο τόμο της έκδοσης ο επιμελητής χωρίζει τα καθαρά ποιήματα από τα υμνογραφήματα και τα σατιρικά κ.λ.π. Αναφέρει συνολικά 16 ποιήματα επεξεργασμένα γλωσσικά και φιλολογικά.
         Ο ποιητικός λόγος του Παπαδιαμάντη παρότι δεν είναι μεγαλόστομος και θανατολάγνος όπως αρκετών Ρωμαντικών αλλά και Εκκλησιαστικών συγγραφέων, έχει μια ιερατική λαίκή μεγαλοπρέπεια και μια έφεση προς έναν μάλλον ψυχολογικής υφής θρησκευτικό «ενδοστρεφισμό». Είναι υπαινικτικά έως εντελώς διακριτικά ως προς τον εξομολογητικό τόνο και στην προτρεπτική τους διάθεση και ρέπουν περισσότερο προς την σχηματοποίηση της Βυζαντινής υμνογραφίας. (Μια σύγχρονη μας παρόμοια θέση εκφράζει και το υμνογραφικό έργο του Μικραγιαννανίτη στον Άθω. Άλλης περίπτωση είναι τα θρησκευτικά ποιήματα του αρχιεπισκόπου της Αυστραλίας κυρίου Στυλιανού Χαρκιανάκη). Σκοπός της ποιητικής αυτής κατάθεσης δεν είναι η αισθητική τέρψη του αναγνώστη, αλλά η έκφραση της βαθειάς πίστης του ποιητικού υποκειμένου. Το ιστορικό περιεχόμενο της ποίησης αυτής που την κυοφόρησε αναζητά διέξοδο όχι τόσο στην ηθική λύτρωση μέσω της περιγραφής, των εσωτερικών καταστάσεων όσο στην επιβεβαίωση της ίδιας της πίστης.
    Τα Σατιρικά επίσης γυμνάσματά του δεν είναι θα σημειώναμε αγκυλωμένα σε μια ηθική μεγαληγορία, αλλά τα διακρίνει ένας τόνος νεοκλασικισμού που την εντείνει όχι τόσο η αποτύπωση αρχαίων θεμάτων και παραστάσεων όσο το φυσικό τοπίο σαν διαμορφωτής συνείδησης και υπουργεί με τον δικό του τρόπο τα ατομικά συναισθήματα. Ορισμένα ποιήματα έχουν ένα ελεγειακό τόνο εξαιτίας του θέματος που διαπραγματεύονται. Οι Παναγίες του μας παρέχουν αρκετά ιστορικά στοιχεία για το νησί του.
Όσο για το ποίημα «Η κοιμάμενη βασιλοπούλα», μια σύγκριση με την ίδια διαπραγμάτευση του θέματος από τον Γεώργιο Βιζυηνό και τον Κώστα Κρυστάλλη-για να σταθώ σε αυτούς τους δύο συγγραφείς-θα μας παρουσιάσει όχι τόσο την θεματική ομοιότητα όσο την διαφορετική γλωσσική και υφολογική δυνατότητα του καθενός από τους τρεις αυτούς ποιητές. Εδώ ο Παπαδιαμάντης μάλλον χάνει στα ποιητικά σημεία.
         Την επόμενη χρονιά το 1989 από τον εκδοτικό οίκο Σικυώνιος εκδίδεται ένα μικρό βιβλίο εβδομήντα(70) σελίδων με τα ποιήματα και με σκίτσα του συγγραφέα. Συνολικά έχουμε μια παρουσίαση σαράντα(40) ποιητικών τίτλων.
Το βιβλίο διανθίζεται από κρίσεις παλαιότερων για τον δημιουργό, και ένα ποίημα του ποιητή Άγγελου Σικελιανού. Η έκδοση δεν έχει ούτε φιλολογικό χαρακτήρα ούτε επιστημονικό, απευθύνεται μάλλον σε ένα ευρύτερο κοινό που θέλει να γνωστοποιήσει αυτοτελώς την ποιητική πλευρά του Παπαδιαμάντη. Τα ποιήματα ερανίζονται από παλιότερες πηγές των Απάντων του συγγραφέα και όχι από εκείνη των εκδόσεων του Δόμου σε επιμέλεια του Νίκου Δ. Τριανταφυλλόπουλου. Το ποιητικό σώμα, η παρούσα έκδοση τα χωρίζει σε κατηγορίες: α. Θρησκευτικά-Υμνογραφικά, β. Λυρικά, γ. Σατυρικά τροπάρια, ε. Μεταφράσεις, και στ. Ελεγεία ένα.
         Κατανυκτικός τόνος, νοσταλγική ατμόσφαιρα, περιγραφική διάθεση διακρίνει τα ποιήματα. Ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης κρατά μακριά από το έργο του την προσωπική του ζωή και το δράμα του, με ότι αυτό συνεπάγεται. Στοιχεία της προσωπικής του ζωής βλέπουμε στην Αλληλογραφία του και στα Πεζά του, όπου σκιαγραφεί και τον εαυτό του. Ο θρησκευτικός ρεμβασμός με την αναπλαστική του μνήμη προσδιορίζουν το ποιόν της ποίησής του, καθώς και τα ψήγματα του λυρικού του σχολιασμού. Η ποίησή του εξαντλείται στα πεζογραφικά του έργα. Τα ποιήματα είναι πάρεργες καταθέσεις άδοξης γραφής, όπως επίσης, και τα παιδικά και απλοϊκότατα σκίτσα του.
          Το 1988 στο περιοδικό «Μολυβδοκονδυλοπελεκητής» στο τρίτο τεύχος η Δέσποινα Δρακοπούλου δημοσιεύει έναν κατάλογο εξήντα πέντε(65) τίτλων και πρώτων στίχων κοσμικών τραγουδιών και ποιημάτων, χωρίς άλλα σχόλια.
         Ενδεικτικά αναφέρω ακόμα, ορισμένα κείμενα που μας γράφτηκαν για τα Ποιήματα του κυρ Αλέξανδρου, όπως των: Τούλα Κορώνη στο περιοδικό Κ.Λ.Π. και Γράμματα και Τέχνες, Δημήτρη Πιστικού στο περιοδικό Δικηγορική Επικαιρότητα του Πειραιά, του Νικηφόρου Βρεττάκου στον αφιερωματικό τόμο των Τετραδίων του περιοδικού και εκδοτικού οίκου Ευθύνη, το εισαγωγικό κείμενο του Μιχάλη Περάνθη στην Ποιητική του Ανθολογία, και αυτό του Μέμου Παναγιωτόπουλου στην δική του Ανθολογία, καθώς και το λήμμα του συγγραφέα Γιάννη Χατζηφώτη στην Λογοτεχνία των Ελλήνων και την κριτική του Γιώργου Πετρόπουλου στο περιοδικό Νέα Εστία για την έκδοση της Σικυώνιος. Αξίζει να μνημονευθεί και η μελέτη του Θανάση Παπαθανασόπουλου στα Πρακτικά του Α΄ Διεθνούς Συνεδρίου για τον Παπαδιαμάντη από τις εκδόσεις Δόμος το 1966. Όπου εκτός από τις σποραδικές αναφορές στα Ποιήματα, υπάρχει ένα εκτενέστατο και κατατοπιστικό κείμενο του συγγραφέα για την ποιητική κατάθεση του Σκιαθίτη.
         Το ερώτημα όμως παραμένει, τι δεν κάνει τον διηγηματογράφο και πεζογράφο Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη ποιητή, αν φέρουμε στον νου μας τον Παύλο Νιρβάνα ως πεζογράφο και ως ποιητή, αν εξετάσουμε την περίπτωση του μυθιστοριογράφου Γεωργίου Βιζυηνού και εκείνη του Ζαχαρία Παπαντωνίου. Όμως και στον αγγλοσαξονικό χώρο δεν έχουμε την περίπτωση του Αμερικανού βάρδου Ουώλτ Ουίτμαν που αντί για την χρησιμοποίηση της ποιητικής φόρμας χρησιμοποιεί τον πεζό λόγο, ή ακόμα δεν έχουμε την περίπτωση της λυρικής πρόζας του Λωτρεαμόν.
         Παράξενα τα παιχνίδια της τύχης, ύπουλα τα τερτίπια της μοίρας απέναντι στους καλλιτέχνες και το έργο τους.
        Ο Παπαδιαμάντης, ο αθόρυβος αυτός Λευίτης της γραφής, δεν διασώθηκε όπως πλείστοι άλλοι σε Ανθολογίες ακόμα και σε εκείνες με καθαρά θρησκευτικό περιεχόμενο. Ελάχιστα είναι τα ποιήματά του, συνήθως είναι συγκεκριμένα και επαναλαμβάνονται.
Από τις 200 περίπου Ανθολογίες που έχω κατά διαστήματα ξεφυλλίσει περίπου τριάντα(30) περιλαμβάνουν ποιήματά του.
Περισσότερα είναι τα ποιήματα που του έχουν αφιερώσει άλλοι συγγραφείς και που βρίσκονται σκόρπια στα διάφορα περιοδικά και στις εφημερίδες, σε ατομικές ποιητικές συλλογές ή σε αυτοτελής ποιητικές εκδόσεις κ.λ.π.
         Ας αναφέρουμε τις Ποιητικές Ανθολογίες σαν επικουρική βιβλιογραφία στην Παπαδιαμαντική έρευνα.

Γ. Οι Ανθολογίες

1.    Δημήτριος Ταγκόπουλος, Νέα Λαϊκή Ανθολογία, 1899.
2.    Δημήτριος Κοκκινάκης, Πανελλήνιος Ανθολογία, 1902.
3.    Νέα Ελληνική Ανθολογία, εκδόσεις Ατλαντίδος, 1913.
4.    Τζ. Αμπελά Τερέντσιο, Η Ποίησή μας, στα Εκατό Χρόνια της, τόμος Α, εκδόσεις Κολλάρος 1934.
5.    Ανδρέας Κεραμύδας, Νεοελληνική Θρησκευτική Ανθολογία, εκδόσεις Αστήρ 1942.
6.    Μιχάλης Περάνθης, Το Βιβλίο της Αγάπης, εκδόσεις Γιοβάνης 1960.
7.    Π. Ράνος, Ποιητική Ανθολογία, εκδόσεις Ράνου 1963.
8.    Μιχάλης Περάνθης, Μεγάλη Ανθολογία της Ποιήσεως, τόμος Α.
9.    Ηρακλής Αποστολίδης, Ανθολογία, 8η έκδοση, εκδόσεις Εστία 1963.
10.                       Θ. Γιαννόπουλος, Νεώτερη Σχολική Ανθολογία, εκδόσεις Τεγόπουλος-Νίκας 1966.
11.                       Μ. Παναγιωτόπουλος, Νεοελληνική Ανθολογία, τόμος Α΄ Ε.Ε.Β. 1968.
12.  Πάνος Παναγιωτούνης, Ερωτική Ποιητική Ανθολογία, εκδόσεις Δωδεκάτη Ώρα 1969.
13.  Ρένος Αποστολίδης, Ανθολογία, τόμος Β΄ Τα Νέα Ελληνικά 1970.
14.  Μαρία Τσάκωνα, Ανθολογία για τον Πατέρα, εκδόσεις Μαρή 1971.
15. Ποιητική Ανθολογία Παπύρου, εκδόσεις Βίπερ 1971.
16. Ηλίας Σιμόπουλος, Αιγαιοπελαγίτικη Ποιητική Ανθολογία, Ε.Σ.Ε.Α. 1974.
17. Ανθολογία-Γραμματολογία, πρόλογος Δημήτρης Κωστελένος Αθήνα 1976.
18. εποπτεία Γιώργου Ζωγραφάκη, επιμέλεια Δημήτρη Σταμούλη: Ποιητική Ανθολογία τόμος Α΄ Θεσσαλονίκη 1976.
19. Μάρκος Αυγέρης-Θρασύβουλος Σταύρου-Βασίλης Ρώτας-Μιχάλης Παπαϊωάννου, Η Ελληνική Ποίηση Ανθολογημένη, τόμος Δ΄ Αθήνα 1977.
20. Κώστας Λουκάκης, Νεοελληνική Θρησκευτική Ανθολογία, 1978.
21. Βασίλης Βασιλικός, Λύρα Ελληνική, εκδόσεις Πλειάς 1993.
22. Σπύρος Κοκκίνης, Ανθολογία Νεοελληνικής Ποίησης, έκδοση Ε΄ εκδόσεις Εστία 1995.
23. Δημήτρης Χατζηπέτρος, Νεοελληνική Θρησκευτική Ανθολογία, εκδόσεις Αστήρ 1996.
24. Θανάσης Καστανιώτης-Θανάσης Νιάρχος, Τα ωραιότερα ποιήματα για τη Μάνα, εκδόσεις Καστανιώτη 1997.
25. Σωκράτης Σκαρτσής, Η Νεότητα της Ποίησης, εκδόσεις Ελληνικά Γράμματα 1999.
26. επιμέλεια Κατερίνα Λειβαδά, Ανθολογία Νεοελληνικής Ποίησης, τόμος Α΄ Αθήνα 1999.
27. Νεοελληνικά Ερωτικά Ποιήματα, εκδόσεις Μορφές χ.χ.
28. Γενική Ανθολογία, Φαίδωνος Μπουμπουλίδου, λογοτεχνικά άρθρα Σπύρου Μελά, εκδόσεις Γιοβάνης χ.χ.
29. Άρης Δικταίος, Μάνα-Ανθολογία, εκδόσεις Βασιλόπουλος 1968.

         Αυτές είναι σε γενικές γραμμές οι Ανθολογίες που κατά καιρούς ξεφύλλισα στις διάφορες βιβλιοθήκες και συνάντησα ποιήματα του κυρ Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη χωρίς να συνυπολογίσω και τις άλλες που δεν είδα, όπως του Δημήτρη Γιάκου και αρκετών άλλων.
         Το μέλλον της Παπαδιαμαντικής έρευνας είναι ακόμα λαμπρό.
 Όσοι πιστοί προσεύχεστε υπέρ ανάγνωσης του κυρ Αλέξανδρου.

Γιώργος Χ. Μπαλούρδος,
Πρώτη δημοσίευση,
Περιοδικό Οδός Πανός, τεύχος 120/4,6,2003, σελίδες 16-25.
Πειραιάς, Κυριακή, 22 Ιουνίου 2014, 
δεύτερη γραφή συμπληρωμένη.

                   

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου