Δεκαπενταύγουστος
Αύγουστος, δεκαπενταύγουστος, ο μήνας των
σταφυλιών και των σύκων, ο μήνας της ραστώνης και των θαλάσσιων λουτρών, των
ημίγυμνων σωμάτων πάνω στην καυτερή άμμο, την άμμο των κρυφών ερωτικών πόθων,
των ενστίκτων που δεν ελέγχονται, των παθιασμένων βλεμμάτων, της χαύνωσης και
των διαρκών ερεθισμάτων, των παφλασμών της μνήμης και των ακροδάχτυλων των
ηλιοκαμένων κορμιών, τα σώματα γυμνά και γυμνασμένα, μαυρισμένα και ερεθισμένα,
καιροφυλακτούν να ενδώσουν στους κρυφούς πόθους, τα μάτια παίζουν και ερευνούν,
οι παλάμες κλείνουν, οι φλέβες τεντώνονται, τα μπράτσα λυγίζουν, οι μηροί
σφίγγουν τους κρυφούς ερεθισμούς της θέασης, οι ρυθμοί της καρδιάς συμπορεύονται
με την ύστατη αναπνοή του άλλου, τα χείλη υγραίνουν χωρίς φόβο, χωρίς
υποκρισία, χωρίς αναστολές, τίποτα δεν εμποδίζει την ηδονή που φουσκώνει στα
στήθια, οδοιπόροι ερωτικών ονείρων, λαχειοπώλες του έρωτα των παραλιών, νίψον
ανομήματα, καμπανίζει ο δικαιοκριτής, μη μόναν όψιν.
Έστιν ουν οφθαλμός του έρωτα.
Έστιν ουν οφθαλμός του έρωτα.
Αύγουστος, Δεκαπενταύγουστος,
και οι καμπάνες χτυπούν χαρμολυπικά, για τον μήνα της Μεγάλης Μητέρας, της
Πότνιας των ερωτικών πόθων, της μελαγχολικής αρμπαρόριζας, της δακρυσμένης
σκοτεινής ορμής της μάνας γης. Οι Εκκλησίες γεμάτες μαυροφορεμένες υπάρξεις,
Παναγίες που δεν κλαίνε, που δεν ονειρεύονται, αλλά παρηγορούν, που παιανίζουν
τους λυγμούς των ανθρώπων, που ελεούν το ρίγος των παρθένων, που τραβούν τις
σαΐτες των τύψεων. Παναγίες σχεδίες ζωής
που κουβαλούν πάνω τους τις ανειρήνευτες εκστάσεις των ανθρώπων. Παναγίες που
καλμάρουν τις ορμητικές εκπλήξεις των πιστών. Παναγίες στο ρυθμό των ανθώνων
που λυγίζουν από τα αυγουστιάτικα μελτέμια. Παναγίες ασπροφορεμένες νυφούλες
εκκλησιές που λειτουργούνται κάθε δεκαπενταύγουστο, παραδομένες στις παράχθιες
όχθες του θείου πλου. Παναγίες που ροδίζουν πριν ο ήλιος φωτίσει την ξεραμένη
γη, χωρίς αποσκίαση, δίχως κατατριβή. Παναγίες πευκοβελονίτισσες που συνοδεύουν
την ιερή μελωδία των τζιτζικιών. Παναγίες πελαγίσιας συνείδησης ενός χρόνου γήινου,
που συνεχώς ανακυκλώνεται χωρίς σταματημό, που βαδίζει με αμεριμνησία και φωτίζει τους σκοτεινούς περιπάτους των
ψυχών, ενός χρόνου που μπουσουλάει στο άγνωστο που, σε κύκλους σκοτεινής
μαγείας, σε συνομιλίες με άγνωστες εκστάσεις, που αντιφωνεί το αιώνιο τίποτα.
Παναγιές
Κυκλαδίτισσες, που υφαίνουν ομού με την Ευρυδίκη, την Αντίκλεια, την Θέτιδα,
την Εκάβη, την Άτοσσα, την Ανδρομάχη, την Βεατρίκη, την Νεφέλη, την μάνα του
ανθρώπου, την μάνα κουράγιο, τον αργαλειό των εγκοσμίων.
•
ΩΡΕΣ ΔΕΚΑΠΕΝΤΑΥΓΟΥΣΤΟΥ
Εκκλησάκι
άσπρο σε γιορτή καλοκαιρινή
περνάς
την πόρτα τη μικρή
την
ταπεινή μα λαμπροφορεμένη
λιγοστοί
οι φιλέορτοι.
Η
Παναγιά δεητικά επιβλέπει
επιστατεί
του κόσμου, όλη μια προσευχή.
Κι
η θάλασσα δίπλα ασίγητο ύμνο
ριγηλά
στον Κύριό της αναπέμπει.
Πριν
ακόμη το κατώφλι του περάσει
ο
παπά-Θανάσης άρωμα θυμάρι ανασαίνει
και
μοσκοβολιά του θέρους, ω αιώνια χαρά.
Ο
κήπος μπρος στα πόδια μας κι αυτός γιορτάζει
Μια
μουσική απ’ τα τζιτζίκια χύνεται
-ω
εξαίσια συμφωνία-
ανάμεσα
από πεύκα, αγράμπελη και μυρτιά
της
Παρακλήσεως τον κανόνα
νυχτοήμερα
αντιφωνώντας.
Κώστας Γάλλος
•
ΕΛΑΤΕ ΟΛΕΣ ΜΑΖΙ
Ελάτε
όλες μαζί ν’ αγκαλιαστούμε στενά σ’ ένα σώμα
να
λικνίσουμε τ’ αγόρια μας στα στρογγυλά μας γόνατα
να
τους πούμε ένα νανούρισμα απ’ τη γαλάζια κι άσπρη
πηγή
της θηλυκότητάς μας
εμείς
που σαν κλείνουν τα μάτια τους ν’ αναπαυτούνε
γνωρίζουμε
πιο βαθιά πιο μυστικά τον καρπό της σποράς τους.
Της
μάνας γης η ανάσα χτυπάει στον ίδιο ρυθμό της καρδιάς μας,
κ’
η άσπρη μας κοιλιά όμοια ιερή σαλεύει με τους σκοτεινούς χυμούς
της
γονιμότητάς της.
Ελένη Βακαλό
•
ΘΕΟΤΗΤΑ ΤΟΥ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙΟΥ
Όνειρα
πιά, σκιά μου,
που
σου φοβίζαν τις νύχτες
δεν
θα ξανάρθουν, οι νύχτες
μικρύναν
κι’ αλαφρώσαν, κι’ εμείς,
δεν
το αισθάνθηκες ακόμη; -γινήκαμε
οι
ήρωες ενός καλού μεγάλου Ονείρου.
--
Και,
θα με θυμηθείς, με γρήγορα
φτερά
της θάρθει αυγή,
με
όλα τα κρόταλα θα ξυπνήσει
στ’
άψυχα τα όντα τη ζωή τους,
θα
δώσει πάλι μορφή στα χαλίκια
και
στη σκόνη του δρόμου
καθώς
θ’ απλώσει παντού η μέρα,
σπουδαία
θα γίνουν όλα τα μηδαμινά,
ποδιές
γεμάτες θ’ αφθονήσουν
τα
φλουριά, χρυσαφικό θα σβωλιάσει
στον
τοίχο του το κάθε σαμιαμίδι,
τα
μάτια του, πετράδια της ελπίδας,
το
κάθε χτυποκάρδι του,
απόκριση
στο σφύριγμα της χαράς μας.
--
Που
ξανακούστηκε, ο κάμπος ο ξερικός
να
γίνει μεσημεριάτικη θάλασσα;
Το
γεγονός αυτό και μόνο θα σημάνει
και
θ’ αλαλάξει, πως πετύχαν οι προβλέψεις
του
πιο ριψοκίνδυνου Αλχημιστή….
Τάκης Κ. Παπατσώνης
•
Η ΠΑΝΑΓΙΑ Η ΧΡΥΣΟΣΠΗΛΙΩΤΙΣΣΑ
Η
Παναγιά η Χρυσοσπηλιώτισσα
το
γιο της βουβή κοιτάζει.
Κι
αυτός στην αγκαλιά της γέρνοντας
της
λέει: Υπομονή.
Με
τον καιρό η εκκλησία σου
θα
γεμίσει ψαλμωδία και λιβανωτό,
με
τον καιρό θ’ αχολογήσουν τα καμπαναριά,
κι
άγια σου εικόνα θα ντυθεί λεμονανθούς και γιασεμιά.
Μάνα
μην κλαίς.
Οι
στράτες είναι πάντα ανοιχτές
για
όσους πονούν, μα ωστόσο περιμένουν.
Κλαίρη Αγγελίδου
•
Ω φωνή, ω μητέρα,
Ω
των πρώτων μου χρόνων
σταθερά
παρηγόρησις
όμματα
οπού μ’ εβρέχατε
με
γλυκά δάκρυα!
--
Και
συ, στόμα, οπού εφίλησα
τόσαις
φοραίς, με τόσην
θερμοτάτην
αγάπην,
πόση
άπειρος άβυσσος
μας
ξεχωρίζει!
Ανδρέας Κάλβος
•
ΔΕΗΣΙΣ
Η
θάλασσα στα βάθη της πήρ’ έναν ναύτη,
Η
μάνα του, ανήξερη, πηαίνει κι ανάφτει
στην
Παναγιά μπροστά ένα υψηλό κερί,
για
να επιστρέψει γρήγορα και ναν’ καλοί καιροί-
και
όλο προς τον άνεμο στήνει τ’ αυτί.
Αλλά
ενώ προσεύχεται και δέεται αυτή,
η
εικών ακούει, σοβρή και λυπημένη,
ξεύροντας
πως δεν θάλθει πια ο υιός που περιμένει.
Κωνσταντίνος Καβάφης
•
ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟΣ ΠΙΝΑΚΑΣ
Το
σπίτι κοιτάζει το δημόσιο δρόμο
και
τη θάλασσα
με
λογική τεσσάρων παραθύρων,
χαμογελώντας
στερεότυπα
μ’
ένα πλατύ πορτοκαλί
μπαλκόνι.
Σ’
αυτό το μπαλκόνι,
σ’
αυτό το χαμόγελο,
τ’
απογεύματα, η μάνα μου
το
δυσανάγνωστό της πρόσωπο
εκθέτει.
Ο
χρόνος το συνέγραψε
χωρίς
έξαρση,
από
νύχτα σε νύχτα,
σε
γλώσσα ρέουσα
γεμίζοντας
κατεβατά
φθοράς.
Κι
ούτε ένα λάθος γέλιου.
Κάθεται
άκρη-άκρη
στην καρέκλα
να
μην επιβαρύνη το απόγευμα
μ’
όλο το βάρος της κατάκοιτης καρδιάς της,
ίσα-ίσα
να υπάρχη
σταματημένη
μέσα στη ζωή της
από
μιάν άπνοια τύχης,
ίσα-ίσα
για ν’ αντέξη τώρα
της
έκπληξής της τον σπασμό:
«Υπάρχουν
θάλασσες,
καράβια
νευρικά,
που
σπρώχνουν λύσεις
στο
ανεμπόδιστο;
Και
άνεμοι που ξερριζώνουνε τα στάσιμα;
Κι
αυτά τα εύληπτα που πίνει χρώματα
το
αλκοολικό απόγευμα
υπάρχουν;»
Δεν το ‘ξερε.
Δεν
το ‘ξερεν η ζωή της.
Τώρα
αποτολμά
μια κίνηση παράξενη:
λίγο
το σώμα ρίχνει προς τα εμπρός,
το
ξαναφέρνει πίσω,
βαρειά
κωπηλασία μνήμης κάνει,
γιαλό-γιαλό
τα δάκρυά της.
Σιγά-σιγά
απόγευμα,
πρόσωπο και μπαλκόνι
από
το σούρουπο υποσκάπτονται.
Το
σχήμα τους παραφρονεί.
Σε
χώρους θάμπους κλείνονται,
να
μη μπορούν να μπουν άλλο τα μάτια μας.
Νυχτώνει.
Κική Δημουλά
•
ΤΑ ΕΡΗΜΟΚΛΗΣΙΑ
Είναι
στα ερημοκλήσια που γκρεμίζονται
Θλιμμένες
Παναγιές, χλωμές εικόνες,
Και
μονάχα αγαπάνε τα αγριολούλουδα:
Κρινάκια,
κυκλαμιές, σπάρτα, ανεμώνες.
--
Σα
θυμιατήρια αγροτικά κ’ εφήμερα.
Σκόρπια
ή δεμένα σ’ άτεχνο στεφάνι
Την
άνθινή τους την ψυχή σκορπίζουνε
Ψυχομαχώντας
σ’ άυλο λιβάνι.
--
Αχ!
όποιος πάει εκεί με τ’ αγριολούλουδα
Στο
πρώτον άγγιγμα του ανοίγει η πόρτα.
Που
ολόγυρα οι φωλιές την επλουμίσανε,
Της
λησμονιάς την κέντησαν τα χόρτα.
--
Ανοίγει
η πόρτα έτσι όπου συνήθισε
Να
την ανοίγει μόνον ο αγέρας,
Σάμπως
να την ανοίγει η Παναγιά
Με
την ανησυχία γλυκειάς μητέρας.
--
Χαροκαμένης
γριάς, που τη λησμόνησαν
Στο
έρμο φτωχικό της και προσμένει
Κάποιους
ναρθούνε πέρ’ από μια θάλασσα
Αιώνια
σκοτεινή, φουρτουνιασμένη…
Λάμπρος
Πορφύρας
•
ΙΟΚΑΣΤΗ
Ω
γιέ μου!-τη μορφή σου αγνάντεψα
στα
χίλια χρόνια, τέλος.
Ρίξε
τα χέρια ολόγυρα
στον
κόρφο της μητέρας
ρίξε,
στα μάγουλα και στο άτριχο
της
κεφαλής μου αλώνι,
τα
ολόμαυρα της κόμης σου πλοκάμια
να
ισκιώσης το λαιμό μου….
Ευριπίδης, «Φοίνισσες»
•
ΧΡΙΣΤΟΣ ΠΑΣΧΩΝ
Γιατί
ορφανή παράτησες τη μάνα
που
σε γέννησες, γιέ μου; Μετ’ εσένα
να ‘ταν κ’ εγώ να πέθαινα! Αχ, υγιέ μου,
νεκρός
εσύ, ποια πόλη θα μου ανοίξη
τις
πόρτες της; Ποιος ξενητής θα σώση
το
κορμί αυτό, μια στέγη δίνοντάς του
σίγουρη
και ζεστό άσυλο; Κανένας…..
Ανωνύμου
•
ΠΑΡΑΚΑΛΩ ΣΕ ΜΑΝΑ ΜΟΥ
Παρακαλώ
σε, μάνα μου, μια χάρη να μου κάμεις,
ποτέ
σου γέρμα του γηλιού μην πιάσεις μοιρολόγι,
γιατί
δειπνάει ο Χάροντας με τη Χαρόντισσά του.
Κρατώ
κερί και φέγγω τους, γυαλί και τους κερνάω,
κι
άκουσα τη φωνούλα σου και σπάραξε η καρδιά μου,
και
μου ραγίστη υο γυαλί και το κερί μου σβήστη,
και
στάζει η στάλα του κεριού μες στους αποθαμένους,
καίει
των νυφάδων τα χρυσά, των νιώνε τα στολίδια.
Θυμώνει
ο Χάρος με τα με, στη μαύρη γης με ρίχνει,
το
στόμα μ’ αίμα γιόμισε, τ’ αχείλι μου φαρμάκι.
Δημοτικό
Γιώργος
Χ. Μπαλούρδος
Πειραιάς,
Πέμπτη, 13 Αυγούστου 2015
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου