ΣΤΕΛΙΟΣ ΡΑΜΦΟΣ
«Η γλώσσα και η παράδοση»,
εκδόσεις Ελληνικό Λογοτεχνικό και Ιστορικό Αρχείο»-Αθήνα 1980.
εκδόσεις Ελληνικό Λογοτεχνικό και Ιστορικό Αρχείο»-Αθήνα 1980.
Το βιβλίο αυτό του Στέλιου Ράμφου,
αποτελείται από τρία μελετήματα που αφορούν το πρόβλημα της γλώσσας και της
παράδοσης, τα οποία έχουν κατά καιρούς δημοσιευθεί σε διάφορα περιοδικά με τα
οποία ο συγγραφέας συνεργάζεται.
Ο Στέλιος Ράμφος, είναι ένας πρόσωπο
αρκετά γνωστό στον Ελλαδικό πνευματικό και θρησκευτικό χώρο, γι’ αυτό και οι
απόψεις και οι θέσεις του που συχνά εκφράζει πάνω σε προβλήματα γλώσσας,
εκπαίδευσης, παιδείας γενικότερα, εκκλησιαστικής παράδοσης και ελληνικής
αυτοσυνειδησίας προκαλούν συχνά ανάμικτα συναισθήματα.
Οι παροικούντες στην Ελληνική
Ιερουσαλήμ τον εντάσσουν στο κίνημα των Νεορθόδοξων μαζί με τον Χρήστο
Γιανναρά, τον Κώστα Ζουράρη, και άλλους διανοούμενους, οι οποίοι αν δεν κάνω
λάθος προσπάθησαν να βρουν δρόμους παράλληλους μεταξύ της ανανεωτικής αριστεράς
και της εκκλησιαστικής παράδοσης. Φιλοδόξησαν να επανεύρουν τις αυθεντικές
ρίζες της Ορθόδοξης παράδοσης και πίστης, και να απαγκιστρώσουν την Εκκλησία
από τις διάφορες παραεκκλησιαστικές οργανώσεις που την δυνάστευαν για χρόνια.
Το κίνημα των Νεορθόδοξων, κάλυψε
αρκετά κενά στην σύγχρονη εξερεύνηση της Ελληνικής αυτοσυνειδησίας και
αναζήτηση της Νεοελληνικής ταυτότητας.
Δυστυχώς όπως συμβαίνει εδώ και
χρόνια σε αυτή την δύσμοιρη πατρίδα, οι συντηρητικές και αντιδραστικές δυνάμεις
και από τις δύο πλευρές εμπόδισαν και την νέα αυτήν προσπάθεια, προτιμώντας να
παραμείνει η Ελληνική κοινωνία βαλτωμένη στην αγραμματοσύνη, την αδιαφορία για
κάτι το καινούργιο και ουσιαστικά ριζοσπαστικό, και την τουρκοβλαχομπαρόκ θέση,
των φυλάρχων-ηγετών πνευματικών καθοδηγητών σε όλα τα πολιτικά, θρησκευτικά,
εκκλησιαστικά, ιδεολογικά διοικητικά επίπεδα.
Οι θεματικοί και εννοιολογικοί
άξονες του μελετητή στο παρόν βιβλίο είναι δύο:
Από την μία η γλώσσα και η κοινωνική
της λειτουργικότητα, ενταγμένη μέσα στον χώρο της Ελληνικής παράδοσης και ζωής,
και από την άλλη, η διαφορά ιδιοσυγκρασίας του Ανατολίτη Έλληνα από τον Δυτικό
άνθρωπο.
Η Ελληνολατρεία και χριστιανολατρεία
όμως του συγγραφέα είναι τόση, που, ορισμένες φορές, χωρίς να το επιδιώκει,
δημιουργεί στον αναγνώστη των κειμένων του αντίθετα συναισθήματα από ότι ο
ίδιος θα επιθυμούσε.
Στο πρώτο κείμενο με τίτλο «η
προδοσία της μεταφράσεως», ο Στέλιος Ράμφος αναφέρει ότι:
«η Γαλλική γλώσσα διαθέτει πλαστική
εκφραστικότητα και αποδίδει τα νοούμενα με ακρίβεια, εν αντιθέσει προς την
Ελληνική, που είναι ακόμα ασχημάτιστη, αναλυτική, δύσκαμπτη και αδιάθετη στις
λεπτές αποχρώσεις του πνεύματος».
Ακόμα, ανάγει την δυσκολία της
όποιας μεταφραστικής προσπάθειας σε προδοσία, και, τονίζει, όχι τόσο τα τεχνικά
σημεία του θέματος (σύνταξη, γραμματική,) όσο την διαφορά τρόπου σκέψεως και
ζωής του Έλληνα, και μάλιστα του Ορθόδοξου Έλληνα με τον άνθρωπο της Δύσης.
Νομίζω ότι μέσα από την συγκεκριμένη
οπτική γωνία που αντιμετωπίζει και ερμηνεύει το πρόβλημα-θέμα ο έμπειρος
συγγραφέας, τέτοιου είδους συγκρίσεις μάλλον είναι παρακινδυνευμένες για να μην
πω επικίνδυνες. Θα ήθελα ακόμα να προσθέσω, το εξής, ότι αν ο μεταφραστής είναι
προδότης (αυτού) του οράματος που ο δημιουργός δημιουργεί και πλάθει με τις
λέξεις και τους συμβολισμούς των, μήπως αναπότρεπτα και ο ίδιος ο δημιουργός είναι προδότης
του οράματός του στην προσπάθεια της καταγραφής του;
Στο δεύτερο μελέτημά του με τίτλο
«Η πρόκληση της μοίρας» ο Ράμφος πατώντας γερά πάντα πάνω στις ράγες του
Ελληνοχριστιανικού πολιτισμού, ( ο Σπυρίδων Ζαμπέλιος είναι εκείνος που
εισήγαγε πρώτος τον όρο), αντιδιαστέλλει τις πολιτικές και τεχνικές επιλογές
της Δύσης από εκείνες της Ανατολής. Το βάρος και εδώ, πέφτει πάνω στην
Εκπαίδευση, και τονίζει τα πλεονεκτήματα της πνευματικής παιδείας έναντι της
τεχνικής μόρφωσης. Είναι το πρόβλημα αυτό ένα σημαντικό και διαχρονικό κεφάλαιο
μέσα στην γενικότερη ιστορική πορεία του Ευρωπαίου ανθρώπου ως σκεπτόμενου
ατόμου και ως ενεργού πολίτη. Οι παγκόσμιες φοβάμαι εξελίξεις δείχνουν προς τα
πού γέρνει η πλάστιγγα με ότι αυτό θα συνεπάγεται για το μέλλον του ανθρώπου
καθώς βρισκόμαστε σχεδόν μια δεκαετία για να διαβούμε την νέα χιλιετία της
ανθρώπινης ιστορίας.
Το τέλος του κλασικού πολιτισμού με
ότι αυτό συνεπάγεται πάνω στην ίδια την ζωή και την μοίρα του ανθρώπου είναι
αναπόφευκτο. Είναι πολύ δύσκολο να απαντήσουμε δύο χιλιάδες χρόνια μετά, αν οι
Πλατωνικές ιδέες, ή οι Αριστοτελικές αρχές μπορούν ακόμα να καθοδηγούν την
ανθρώπινη συνείδηση και σκέψη επί τα βελτίω. Οι κοινωνικές, πολιτικές,
οικονομικές, ιστορικές συνθήκες έχουν αλλάξει τόσο πολύ και τόσο δραματικά
ανεπιστρεπτί, που είναι σχεδόν μάταιο να αναζητούμε την αναβίωσή τους με όποιο
τίμημα.
Ο κόσμος και οι κοινωνίες αλλάζουν
με ταχύτατους ρυθμούς και ο Δυτικός εν γένει άνθρωπος οδεύει σε πρωτόγνωρα και
άγνωστα μονοπάτια. Οι Επιστήμες και η Τεχνολογία, εξελίσσονται ραγδαία σε
τέτοιο βαθμό που συνηγορούν στο τέλος της Τραγωδίας όπως θα έγραφε και ένας
σύγχρονος στοχαστής.
Το βιβλίο τελειώνει με το μελέτημα
«Το νόημα της ζωής», το οποίο και καταλαμβάνει σε περιεχόμενο σελίδων και το
μεγαλύτερο χώρο του συνθετικού αυτού βιβλίου.
Με αφορμή το βιβλίο «Η λόγια παράδοσις
και ο Δημοτικισμός» του Κ. Δ. Καραβίδα, ο συγγραφέας αναπτύσσει τις απόψεις του
πάνω στο περιβόητο πια, γλωσσικό ζήτημα, κάνοντας μικρή αναφορά σε πρόσωπα και
καταστάσεις του πνευματικού χώρου τόσο της νεότερης όσο και της αρχαίας Ελλάδας
και του Βυζαντίου.
Με τόνο υπερβολικό καυτηριάζει τους
νεότερους, τους Δημοτικιστές, τον Διονύσιο Σολωμό…, και στρέφει την προσοχή του
προς τον «ένδοξό μας Βυζαντινισμό». Το πρόβλημα είναι, αν πρέπει ή δεν πρέπει η
Ελληνική συνείδηση να στηρίζεται σε πρότυπα και αν ναι, ποια πρότυπα
ενδείκνυνται.
Φοβάμαι ότι είναι αρκετά
παρακινδυνευμένο να συγκρίνουμε και να συσχετίζουμε τα θέματα της γλωσσικής
παράδοσης με τις όποιες θρησκευτικές απόψεις ή αντιλήψεις έχουμε και μάλιστα,
με τρόπο κάπως απόλυτο ας μου επιτραπεί η λέξη.
Το μεταφραστικό θέμα, το γλωσσικό
πρόβλημα, καθώς και το ζήτημα της παράδοσης και Ελληνικής ταυτότητας και
αυτοσυνειδησίας, θεωρώ ότι δεν θα πρέπει να συγχέεται με δοξασίες ασφαλώς
διαχρονικές, που επιεικώς θα ονομάζαμε ανεπίκαιρες.
Τέτοιου είδους και εμβέλειας θέματα
δεν πλησιάζονται με «κραυγαλέες» σιβυλλικές αποστροφές, αλλά με νηφαλιότητα,
την απαιτούμενη προσοχή που επιβάλει το θέμα, και προπαντός χωρίς απόλυτες και
δογματικές διαπιστώσεις.
Στον Ελληνικό χώρο και επικράτεια
εδώ και αιώνες μας έχουν διδάξει και
έχουμε συνηθίσει να σκεφτόμαστε και να ερμηνεύουμε τα πράγματα κάτω από μια
θρησκευτική οπτική. Κάτι που μας εμπόδιζε να δούμε πιο ξεκάθαρα τα πράγματα και
να τα ξανά ερμηνεύσουμε και να τα επαναπροσδιορίσουμε στις σύγχρονες ιστορικές
συνθήκες.
Στους Έλληνες είναι πιο βολικό να
μυθολογούν παρά να ιστορούν. Κόπτονται για τα μαθήματα πολιτικής ιστορίας και
μη που τους δίνει ο Θουκυδίδης, αλλά, θεωρούν ότι η Ελληνική πολιτική ιστορία
έχει θεόσταλτα χαρίσματα που δικαιωματικά ανήκουν στην Ελληνική φυλή.
Εν τέλει μήπως χρειαζόμαστε εμείς
οι ίδιοι επανεκπαίδευση αντί να μιλάμε για τα φώτα που δώσαμε στους άλλους;
Γιώργος Χ. Μπαλούρδος
Πρώτη δημοσίευση,
περιοδικό «Δαυλός», τεύχος 75/
Μάρτης 1988.
Πειραιάς 27 Ιουλίου 2013.
Σημείωση: Καθώς έχει πέσει η νύχτα
με τις αρίφνητες μνήμες και εικόνες της, και καθώς ξυπνούν οι αναμνήσεις της
σάρκας, σκέφτομαι τι έγραφα και τι προπάντων διάβαζα την περίοδο εκείνη πριν το
Βρώμικο 1989. Αξίζει κάποιος να ανατρέξει σε αυτήν την δύσκολη και πολιτικά
απαράδεκτη περίοδο, που, καθώς οι άλλοι λαοί ανακάλυπταν το Ίντερνετ και τα
άλλα σημαντικά επιτεύγματα της τεχνολογίας και η γηραιά ήπειρος ετοιμαζότανε να
γκρεμίσει το τείχος του Βερολίνου και να σημάνει το τέλος του ψυχρού πολέμου,
εμείς τυρβάζαμε περί ανέμων και υδάτων. Η κομματοκρατία και η συνακόλουθη
φαυλοκρατία ενός ολόκληρου λαού, που διασκέδαζε στα σκυλάδικα με τις χιλιάδες
γαρδενολουόμενες υπάρξεις και ανεχόταν το φαινόμενο του αυριανισμού, προετοίμαζαν
την σημερινή χρεοκοπία της χώρας μας. Η Δίκη στο Ειδικό δικαστήριο του τότε Πρωθυπουργού,
ήταν η τελευταία πολιτική πατροκτονία λίγο πριν το μοιραίο τέλος μας.
Οι Έλληνες, δηλαδή εμείς, και όχι
οι άλλοι, είμαστε εκείνοι που προετοιμάσαμε το τέλος της πατρίδας μας,
τουλάχιστον αυτής της πατρίδας που μας κληρονόμησαν αφιλοκερδώς και χωρίς
ανταλλάγματα οι παλαιότεροι κάτοικοι της.
Φοβάμαι ότι ακόμα και σήμερα μετά
Μνημονίων εποχή, οι Έλληνες, εμείς δηλαδή, δεν καταφέραμε να δούμε την απτή
πολιτική και οικονομική πραγματικότητα στην οποία βυθίσαμε τους εαυτούς μας,
γιαυτό εξακολουθούμε να τσιρίζουμε εναντίον των άλλων λαών της Ευρώπης, μη
δίνοντας το δικαίωμα και σε αυτούς τους λαούς να ενδιαφέρονται για την δική
τους και μόνο ευημερία και ανάπτυξη.
Και αυτό σημαίνει ότι βουλιάξαμε
και χρεοκοπήσαμε πνευματικά και πολιτιστικά
πρωτίστως.
Και το φρικτότερο ιστορικά είναι,
ότι είχαμε μάλλον όλες τις προδιαγραφές για το αντίθετο, ή μήπως όχι;
Είναι νυξ, και η φύσις ησυχάζει,
στο ραδιόφωνο η χαρισματική φωνή της Χαρούλας άδει: «απόψε θέλω να πιω, όλους
και όλα να τα διαγράψω, μέσα στους καπνούς να εξαφανιστώ… ανάβω με τσιγάρα,
σβήνω με ποτά, τώρα που πήρα την λαχτάρα στάχτη να γίνουν όλα πια ».
Αυτά και άλλα που έπονται 25 χρόνια
μετά.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου