ΧΡΗΣΤΟΣ ΓΙΑΝΝΑΡΑΣ
« Ελληνότροπος πολιτική»,
εκδόσεις Ίκαρος-Αθήνα 1996
Ποτέ άλλοτε ιστορικά οι
κάτοικοι αυτής της χώρας δεν αντιμετώπισαν τόσα πολυποίκιλα προβλήματα. Ίσως
γιατί, «ποτέ» δεν είχαν διανοηθεί, ότι θα έρθει κάποτε η ιστορική στιγμή της
ενηλικίωσής τους.
Η αρχαία κλασική σοφία και
ο τρόπος του σκέπτεσθαι, η γαλανή γαλήνη του τοπίου, η ορθόδοξη παραμυθία του
λόγου και του θνήσκειν, η σιγουριά της εθνικής υπερηφάνειας, το σίγουρο της
γηγενούς ομοιότροπης παράδοσης, το επισφαλές αλλά από τύχη ακέραιο γεωγραφικό
τοπίο δράσης τους, τους, προσφέρανε μια μυθολογούσα αναφορά για τα παιδικά τους
όνειρα και τις εθνικές τους μεγαλαυχίες.
Ο Ελλαδικός χώρος ήταν ένας
τρόπος να ανιχνεύουν τον εσωτερικό τους κόσμο, μια αφορμή να αναγνωρίσουν τα
πάθη και τα λάθη του έσω κόσμου τους.
Ο χώρος ήταν αντανάκλαση
του δικού τους κόσμου, η ψυχή τους τροφοδοτούνταν από αυτόν. Μια απροσδιόριστη
αλλά τόσο κατανοητή σε αυτούς ιστορική πορεία, που τους βοηθούσε να κυλήσουν
μέσα στον χρόνο παραμένοντας παιδιά, αφελή, κουτοπόνηρα, και κακομαθημένα.
Η δραματική τους ιστορική
διαδρομή, είναι πλήρης ηρωικών χειρονομιών, αταβιστικές πολλές φορές
χειρονομίες που εκφράζουν είτε τη χαρισματική τους φυσιογνωμία είτε την οιονεί
επαιτεία τους απέναντι στους αλλόφυλους βαρβάρους. Γι’ αυτό αρχιτεκτόνησαν μια
αρχοντιά μέσα στην απλότητα της έκφρασής της- μια περήφανη ελληνότροπο
ταυτότητα που αγνόησε τις ιδιαιτερότητες της ιστορικής εξελικτικής διαδικασίας
του Δυτικού κόσμου.
Οι Έλληνες ως αεί παίδες
κατά τους αρχαίους ιερείς της Αιγύπτου, αντί να επιβιβαστούν ως ισότιμοι
ενήλικες μαζί με τους άλλους Ευρωπαίους στο τρένο της Ιστορίας και να
απολαύσουν το ταξίδι της πολιτιστικής ανέλιξης του συνόλου του Ευρωπαϊκού
χώρου, προτίμησαν να παίξουν πάνω στις ράγες του τρένου της ιστορίας με τα διάφορα
απαραίτητα μόνο γι’ αυτούς μυθικά είδωλά τους, αποχαιρετώντας με αρκετή δόση
νοσταλγίας τους ετέρους της γηραιάς Ηπείρου. Αυτούς, που με τόση έπαρση και
αλαζονεία κομπάζουν ότι τους προσέφεραν τα φώτα, όταν ακόμα δεν είχε εφευρεθεί
ο ηλεκτρισμός.
Παραγνωρίζοντας για μια
ακόμα φορά, ότι μετά από εκατοντάδες χρόνια, τα ίδια θα λένε και τα παιδιά των
Ευρωπαίων για εμάς.
Όμως οι καιροί άλλαξαν και
τα αιώνια της Ελλάδος παιδιά συνειδητοποίησαν ότι έμειναν μόνα και έρημα μέσα
σε έναν κόσμο «λωτοφάγων». Και ακόμα, ότι ο ομιλών κινηματογράφος έχει πλέον
εφευρεθεί και δεν γίνεται πλέον με σλάιτς να προβάλεις την ιστορία σου, όσο
αιματοβαμμένη και αν είναι. Κατάλαβαν ξαφνικά, ότι είχαν μείνει στο περιθώριο
της εξέλιξης και οι ίδιοι και η πτωχή αλλά τιμία πατρίδα τους που τόσο
υπεραγαπούσαν. Και άρχισαν να αναρωτιούνται για το ποιος πταίει, ή τις πταίει
και πτωχεύσαμεν όχι μόνο οικονομικά αλλά και πολιτιστικά.
Και από αυτήν την στιγμή
αρχίζει το τραγικό για τον νεοέλληνα πρόβλημα.
Τι πρέπει να γίνει ή πως
μπορεί να διασώσει την ταυτότητά του; Τώρα που ηθελημένα ή όχι, πρέπει να πάψει
να θεωρεί τον εαυτό του Βαλκάνιο και, να ακολουθήσει την ιστορική μοίρα των
άλλων Ευρωπαίων. Να ενηλικιωθεί μη εισερχόμενος όμως σε έναν νέο Μεσαίωνα,
διατηρώντας την ετερότητά του.
Και αυτήν την αντιφατική
όσο και διχαστική για την προσωπικότητά του πορεία του σύγχρονου κατοίκου αυτής
της χώρας αποπειράται να ιχνομυθίσει ο στοχαστής Χρήστος Γιανναράς.
Ο Χρήστος Γιανναράς είναι
ένας γνωστότατος διανοούμενος, που ο λόγος του, δεν περνά απαρατήρητος. Πλούσιος
σε δοκιμασίες και τραγικά ερωτήματα, ακολουθεί μια πολύ προσωπική πορεία στοχεύοντας
στην ανασηματοδότηση της Ελληνικής παράδοσης, επισημαίνοντας τα καίρια και τα
ουσιώδη στοιχεία της Ελληνικής ιδιοπροσωπίας.
Ο Χρήστος Γιανναράς όπως και
άλλοι στοχαστές όμορων με αυτόν απόψεων φρονούν ότι το μέχρι τώρα ζητούμενο του
πολιτισμού μας το αφετηριακό και τελικό του σημείο είναι, η ανανοηματοδότηση
της ζωής του Έλληνα, και η μεταστοιχείωση της ύπαρξής του.
Ο Έλληνας σαν άλλος Άμλετ,
κρατώντας στα χέρια του το κρανίο της δικής του ιστορικής ταυτότητας θα το
ρωτούσε: «Ποιος είσαι, το γνωρίζω εγώ και το μαντεύεις εσύ».
Όμως το θέμα είναι αν ο
Έλληνας νιώθει τόσο υπερβολικά Ευρωπαίος και αφάνταστα αυτάρκης μέσα στην
παράδοσή του ώστε να μην αντέχει κανενός είδους εντάξεις.
Το βιβλίο χωρίζεται σε
πέντε θεματικές ενότητες όχι κατανάγκη αυτόνομες η μία από την άλλην.
Ο επιφυλλιδογραφικός λόγος
των κειμένων δεν αναιρεί την μεστότητα και σοβαρότητα των γραφομένων του
μελετητή. Ένας λόγος που δεν στεγανοποιεί τα νοήματά του και τις αποχρώσεις του
ύφους του, που επιτρέπει την διάχυση της αγωνίας του μελετητή έξω από τον
αυτιστικό εαυτόν του. Κάτι που δεν συμβαίνει με τον αντικομφορμιστικό μεν και
ρηξικέλευθο λόγο του Γιώργου Βέλτσου. Ένας Γιανναρικός λόγος που, προεκτείνει
το μήνυμά του ως την ψυχή του αναγνώστη ανεξάρτητα αν συμφωνεί ή διαφωνεί κανείς
με τα γραφόμενα του συγγραφέα.
Εδώ οφείλουμε να
παρατηρήσουμε ότι ο Χρήστος Γιανναράς, ο στοχαστής, ο δάσκαλος, ο συγγραφέας
είναι καλύτερος όταν δεν κηρύττει τις πεπαλαιωμένες θέσεις του σχετικά με την
«ηθική» του κάθε προσώπου, ή εκφράζει την υπεροπτική του απαρέσκεια για άλλες
φιλοσοφικές σχολές, όντας ό ίδιος σιτιζόμενος από τον δημόσιο κορβανά.
Ένας λόγος λοιπόν που πονά
την Ελληνότροπη παράδοση αυτού του τόπου, γι΄ αυτό επανέρχεται συνεχώς στα
ίδια. Ίσως για να κοσκινίσει ξανά και ξανά τα ζώπυρα της αλήθειας της και να τα
διαφυλάξει από την σκόνη της αγελαίας κερδοσκοπίας των σύγχρονων τσιφτετελοελλήνων.
Ο λόγος του στοχαστή αγωνιά
θα λέγαμε περισσότερο από τον ίδιο τον στοχαστή. Αυτονομείται για να κατορθώσει να περιγράψει
το πρόβλημα, να θέσει ερωτήματα, να αφουγκραστεί ανησυχίες, να δεχθεί
απαντήσεις, να εκτεθεί στην άρνηση.
Μπορεί ο συγγραφέας με τις
όχι και τόσο εύστοχες πάντα τηλεεμφανίσεις του να δείχνει ότι αγωνίζεται να
θεμελιώσει μια πρόταση ζωής, όμως, ορισμένα κείμενά του τον υπερσκελίζουν και
τροφοδοτούν την σκέψη και τις αισθήσεις μας με καίρια ερωτήματα.
Το κεντρικό ερώτημα του
συγγραφέα στο συγκεκριμένο βιβλίο είναι, το πώς θα κατορθώσουμε εμείς οι
σύγχρονοι κάτοικοι αυτής της χώρας με τις όποιες αστοχίες μας, να μην
βυθιστούμε αμετάκλητα μέσα στην παρακμή και το τέλμα.
Πως μπορούμε να
επανανακαλύψουμε την είσοδο που θα μας οδηγήσει έξω από το σπήλαιο της
σύγχρονης Κίρκης, που μαγεμένοι από άγνοια ή επιπολαιότητα ακολουθήσαμε τα
χνάρια άλλων λαών πιο έμπειρων στα καπιταλιστικά παιχνίδια της διαφθοράς,
αγνοώντας την πνευματική παράδοση του τόπου των προγόνων μας.
Στο η ταυτότητα ή η
ραχοκοκαλιά της πολιτικής, εξετάζει το πρόβλημα της Ελληνικής αυτοσυνειδησίας,
στηλιτεύοντας τόσο τους προοδευτικούς όσο και τους συντηρητικούς διανοούμενους.
Διακρίνει επίσης τον Εθνικισμό από τον πατριωτισμό.
Η Ελληνική καθολικότητα
σελίδα 30, είναι από τα ωραιότερα της θεματικής ενότητας, αντίθετα με άλλα επί
προσωπικού που ξενίζουν.
Στο διπλωματία διαχείρισης
πολιτισμού, με καυστικό ύφος ανατέμνει και διεκτραγωδεί την αβελτηρία των
ηγητόρων της εξωτερικής μας πολιτικής και υπεύθυνους του εξευτελισμού των
Ελλήνων.
Το αμερίμνως εμπόλεμοι
σελίδα 57, προκαλεί ανησυχία και ερωτήματα. Αν η σπαρτιατική πρόταση πολιτισμού που
προτείνει είναι η ενδεδειγμένη για τα αδιέξοδα της κρατικής μας καχεξίας.
Το δεινόν άθλημα της
πολιτικής, είναι μια θεματική ενότητα που δικαίως καταφέρεται κατά της βάρβαρης
κομματικοποίησης των πάντων, όχι μόνο από τα δύο μεγάλα κόμματα, αλλά και τα
μικρότερα της αντιπολίτευσης.
Ίσως δεν θα ήταν άστοχο αν
σημειώναμε ότι μετά τον εμφύλιο, η συντηρητική παράταξη κυβέρνησε με δικτατορικό
τρόπο την χώρα, αλλά από την άλλη μεριά η λεγομένη προοδευτική, επέβαλε μια
ιδεολογική-πολιτιστική δικτατορία.
Τελικά, εκείνο που μας
δίδαξε η Ιστορία είναι, ότι εκεί που συμφωνούν ο καπιταλισμός με τον μαρξισμό
είναι στο ότι πιστεύουν ότι πρέπει να είναι κάτω η λίμπιντο των ανθρώπων και
πάνω η παραγωγικότητά τους. Ουχί το αντίθετον.
Ο κυβερνητικός εκπρόσωπος,
σελίδα 92, είναι από τα πιο εύστοχα της ενότητας.
Η πολιτική προτεραιότητα
της παιδείας, είναι μια ενότητα αρκετά σύνθετη και πολύμορφη, ώστε να μην είναι
εύκολη η αφοριστική αποδοχή ή απόρριψή της
Το σίγουρο πάντως είναι,
ότι είμαστε ένας λαός μάλλον απαίδευτος, βαυκαλιζόμενος γιαυτό, νιώθουμε
υπερήφανοι γιατί δεν κατέχουμε τα στοιχειώδη συστατικά της παράδοσής μας και το
τραγικότερο, δεν μας ενδιαφέρει ούτε η παιδεία στην ευρύτερη έννοιά της, ούτε η
κοινωνική αγωγή μας, αφού και τα δύο δεν είναι κερδοφόρα.
Οι Έλληνες είμαστε ένας
εγωπαθής και ατομιστής λαός που, εφηύραμε στην πράξη την καπιταλιστική
πρακτική, πριν την ιδεολογική εδραίωσή του.
Τέλος στο
πόλις-πολιτική-πολιτισμός, εξετάζει τα πολύ σύγχρονα επίκαιρα λιμοθνή φαινόμενα
της καθημερινής μας παθογένειας.
Το να είσαι «αριστερός»
σήμερα, σελίδα 159, ξεχωρίζει για την μεστότητα της πρότασής του.
Από τότε που ο Ζήσιμος
Λορεντζάτος μίλησε για το χαμένο κέντρο, ο Κωνσταντίνος Καβάφης πρόβαλε τον
Ελληνισμό της διασποράς, ο Νίκος Καζαντζάκης διατύπωσε την σκέψη-εικόνα της
Ελλάδας σαν ένα καζάνι μούστος που συνεχώς βράζει…., έχουν περάσει αρκετά
χρόνια.
Η αποθηριωμένη ιδιοτέλεια
είναι το νέο σύμβολο των Νεοελλήνων, ο αυξανόμενος καιροσκοπισμός και
αχαλίνωτος εκχυδαϊσμός είναι ο νέος τρόπος συμπεριφοράς τους.
Ο εγωκεντρικός
κερδοσκοπισμός, είναι το κύριο ενδιαφέρον για τα «προπετή βλαχαδερά» που με
προσκοπική αφέλεια κόπτονται για το πρόβλημα των Σκοπίων.
Οι σημερινοί κάτοικοι αυτού
του τόπου, δηλαδή όλοι εμείς, χάσαμε την πολιτιστική μας ιδιοφυία, εκφυλίσαμε
την φιλοσοφική μας σκέψη, ευτελίσαμε το ήθος μας, εκπέσαμε ανθρωπολογικά.
Αυτοδιαφημίζουμε τον εκφυλισμό μας τον εκφυλισμό μας χωρίς αίσθηση του γελοίου,
και με φιλάρεσκη απρέπεια αγνοούμε τους ήρωες, τους άγιους, τους ποιητές, τους
μοναχικούς πρωτοπόρους, όλους αυτούς που αποτελούν τους στυλοβάτες της
παράδοσής μας.
Υπάρχει διέξοδος ή είμαστε
υποχρεωμένοι να ακολουθήσουμε την θανάτου μοίρα μας και αυτήν των άλλων μικρών
πληθυσμιακά λαών;
Πόσο προφητικός είναι ο
λόγος του Χέρμπερτ Μαρκούζε, η του Λεμπόν, οι οποίοι έκαναν λόγο για τον
σύγχρονο Μαζάνθρωπο και την ψυχολογία του;
Αυτόν που τόσο εύκολα
συναντάμε στις ημέρες μας.
Ο ανεξάρτητος πολίτης της
αρχαίας Ελλάδας, το ελεύθερο πνεύμα της Ορθόδοξης παράδοσης, ο κοινοτικός της
Μεσαιωνικής, ο λεβεντάνθρωπος της Επανάστασης του 1821, ο αρχοντικός της
Νησιωτικής περιφέρειας ανήκουν πλέον στο χρονοντούλαπο της Ιστορίας των
Ελλήνων;
Μπορούμε να ανανοηματοδοτήσουμε
όχι την πορεία αυτού του τόπου, όχι το σύνολο των κατοίκων του, όχι όλους τους
φελαχοέλληνες, αλλά μια μικρή μαγιά ανθρώπων που αποπειρώνται να νιώσουν των
εκείνων θάνατο, που δεν θέλουν να πεθάνουν πριν τον βιολογικό τους αφανισμό,
αυτών που θα διασώσουν μέσα από τις αστοχίες τους την πολιτισμική ταυτότητα των
παλιών κατοίκων αυτού του δύσμοιρου τόπου που αποκαλούσαν Έλληνες, όχι για να
σώσουν κανένα κράτος, αλλά μόνο για να κρατήσουν την μνήμη άσβεστη.
Να φυλάξουν την αγαθή μνήμη
της αισθητικής και του ήθους των παλαιών κατοίκων αναμμένη.
Η Ελληνότροπος πολιτική του
συγγραφέα και καθηγητή Χρήστου Γιανναρά, ίσως είναι μία αφετηρία ενός
επανερχόμενου σε ώρες αγωνίας προβληματισμού για μερικούς Σαλούς της Ομορφιάς,
και όχι ένα ακόμα ανάγνωσμα της φιλάρεσκης πολυμάθειάς μας.
Γιώργος Χ. Μπαλούρδος
Πρώτη δημοσίευση,
εφημερίδα «Η Φωνή του
Πειραιώς», 4/ Φεβρουαρίου 1997, σελίδα 5,7.
.
Ξημερώματα Κυριακής, καθώς
ο καύσων σκεπάζει την πόλη του Πειραιά, και το ρολόι σταματά σε ξένα όνειρα.
Τελικά, ένα πεδίο μαχών,
παθών και λαθών είναι η ζωή μας.
Πειραιάς 28/ Ιουλίου 2013.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου