ΚΩΣΤΑΣ ΒΛΑΧΟΣ
«Πειραιάς…. Εκείνα τα χρόνια…», Πειραιάς 1988.
Αν η μητέρα είναι για το παιδί ο
σημαντικός εκείνος παράγοντας που θα το βοηθήσει να στηριχθεί στις δικές του
δυνάμεις και να ατενίσει το μέλλον με σιγουριά, η γενέθλιος πόλη είναι η μεγάλη
τροφός που θα μπολιάσει τα παιδικά χρόνια με πρωτόγνωρες εμπειρίες, πολύχρωμες
αισθήσεις, πολυποίκιλες ατομικές σχέσεις, κοινωνικές συζεύξεις, και πολύτροπες
αισθητικές απολαύσεις. Μια που στην μεγάλη πέτρινη αγκαλιά της θα ανδρωθεί το
παιδί και στις δικές της κρυφές γωνιές θα ερμηνεύσει τα πρώτα του υπαρξιακά και
ερωτικά σκιρτήματα. Γι’ αυτό και οτιδήποτε χάνεται από τον γεωγραφικό χάρτη, επανανακαλύπτεται
μέσα στην προσωπική και συλλογική μνήμη. Εκεί που ο άνθρωπος κρατά τα πρώτα του
όνειρα ακέραια και αθώα και θα τα ξαναθυμηθεί λίγο πριν το τέλος της ζωής του.
Το βιβλίο του Κώστα Βλάχου,
«Πειραιάς…. εκείνα τα χρόνια», είναι ένα μικρό οδοιπορικό στις πνευματικές
αλάνες, τα ηθικά σοκάκια, τις λιμοκτονούσες γειτονιές, και τα καλντερίμια του
Πειραιά, των κατοίκων του και των γύρω συνοικισμών στην ανθρωπολέτειρα εκείνη
εποχή.
Ένας Πειραιάς που δεν γνωρίσαμε
εμείς οι νεότεροι Πειραιώτες. Άλλη ατμόσφαιρα, άλλες εμπειρίες, άλλες οσμές και
ηχοχρώματα, άλλα ανθρώπινα βιώματα. Ο κοινωνικός του παλμός χτυπούσε σε άλλα
μήκη κύματος.
Και όπως οι τότε κάτοικοί του
αγωνίζονταν να επανεύρουν την ταυτότητά τους μέσα από τα συντρίμμια που άφησε ο
τελευταίος παγκόσμιος πόλεμος και ο βομβαρδισμός του Πειραιά, έτσι και ο χώρος
άρρηκτα δεμένος με το έμψυχο υλικό του προσπαθούσε να απεγκλωβιστεί από τα χαμένα
οράματα των κατοίκων του και να παραδοθεί στις νεόπλουτες σκιές των νέων
εποίκων του.
Ο συγγραφέας αναθυμάται τα χρόνια
της εφηβείας του που συνέπεσαν με την περίοδο του πολέμου, της κατοχής, του
εμφυλίου. Όταν η ανέχεια, ο φόβος, οι αρρώστιες, η πείνα, η στερήσεις, η
ανασφάλεια, οι διώξεις των νικητών, οι διάφορες πολιτικές δυσχέρειες και
κοινωνικές διώξεις των ηττημένων, τροφοδοτούσαν τις άγουρες μνήμες τόσο του
ίδιου όσο και των άλλων παιδιών της ηλικίας του εκείνη την περίοδο.
Ο λόγος του είναι λιτός, απλός, το
ύφος του αγγίζει τις παρυφές της απλοϊκότητας.
Ένα ύφος σκιζιάρικο ορισμένες φορές
έτσι όπως το απαιτεί η θύμηση της νιότης του και το καταγράφει η γραφίδα της
ανάμνησής του. Μια γραφή που συνηγορεί των περιγραφόμενων αναμνήσεων.
Αφηγείται με ειλικρίνεια και
αμεσότητα τα διάφορα περιστατικά της ζωής του χωρίς να καταφεύγει σε ρομαντικές
εξιδανικεύσεις ή άλλες ηρωοοποιήσεις. Τα προσωπικά του όνειρα συναντώνται με τα
λαβωμένα όνειρα και τα διαψευσμένα οράματα των άλλων εφήβων και βρίσκουν την
εκπλήρωσή τους μέσω των κοινωνικών και άλλων διεργασιών της λαϊκής συνείδησης
και την προσωπική ωριμότητα του κάθε ατόμου ξεχωριστά.
Ο Κωστής, ο Θοδωρής, το Μαράκι, ο
Γιάννης, και ένα σωρό άλλα ξυπόλητα μορτάκια και Πειραϊκά αλάνια, συναποτελούν
τον κόσμο του βιβλίου και όχι μόνο.
Υπάρξεις αγνές, έντιμες λόγω
ηλικίας, αθώες μέσα στην ανεμελιά τους, καλοκάγαθες, περήφανες που είναι
Έλληνες και Πειραιώτες, ηρωικές ψυχές που ο πόλεμος τις τύλιξε αλύπητα με
ρακένδυτη και αιματοβαμμένη εσθήτα.
Χαμογελά ο αναγνώστης με τον άδοξο
έρωτα του Μπισμπίκη και τα φίλαρχα πετάγματα του Διόπου.
Μελαγχολεί με την μοίρα του Βαρελά,
του Παυλάκη ή του άγνωστου γέροντα με το παρατσούκλι ο «κατάσκοπος».
Σαλτάρει και μηχανορραφεί μαζί με
τους θαρραλέους σαλταδόρους και χαίρεται με την ντομπροσύνη και την λαϊκή
λεβεντιά του Μηνά του Αράπη.
Μέσα από τα μικρά κεφάλαια του
βιβλίου αναδύεται μια εποχή που η εξωτερική σήψη και το διογκωμένο από τις
κοινωνικές αντιθέσεις περιβάλλον, περιόριζε τους ορίζοντες των Νέων και
εξωθούσε τα μικρά αυτά χαμίνια στην φυσική τους εξόντωση.
Μπορεί ο Πόλεμος και οι μετέπειτα
μεταπολεμικές και μετεμφυλιακές συνθήκες που ακολούθησαν να εξόντωσαν αθώα κορμιά
και να τσάκισαν χιλιάδες όνειρα, όμως τον εσώτερο πυρήνα της ανθρώπινης ύπαρξης δεν κατάφεραν να τον αλλάξουν….
Γιατί η όντως ζωή, είναι ένας
συνεχής αγώνας γιομάτος μικρούς θανάτους και όχι ένας χαμένος παράδεισος.
Και αντιλαμβανόμαστε ότι η
ζωή με μια τερατώδη μανία, αρκετές φορές ασυναίσθητα ίσως, κατασπαράσσει τα
ίδια της τα σπλάχνα και ο άνθρωπος με ακαταλόγιστους τρόπους και συμπεριφορές
και φαιδρές πρακτικές να αυτοκαταστρέφεται μαζί με τον περιβάλλοντα χώρο μέσα
στον οποίο κινείται και ζει.
Όμως πάντοτε και πάλι έρχεται το
πλήρωμα του χρόνου που καταλαγιάζει ο φονικός κουρνιαχτός, υποχωρεί έστω και
προσωρινά η φθορά, εξαλείφεται το νείκος από τα μητρώα της ανθρώπινης μοίρας
και επικρατεί το μέτρο της αισιοδοξίας και η νηνεμία της ειρήνης.
Και ο άνθρωπος ναυαγός πάνω
στην σχεδία των ονείρων του αποπλέει για ανεξερεύνητα μνήμης λιμάνια με πυξίδα
την ιστορική του συνείδηση.
Γιώργος Χ. Μπαλούρδος
Πρώτη δημοσίευση, εφημερίδα, «Εξόρμηση» 8-Οκτωβρίου 1989
Πειραιάς 30 Ιουλίου 2013
Σημείωση: Ο Πειραιάς, η γενέθλιος
πόλη μας που τόσο αγαπήσαμε και προσπαθήσαμε να τον κρατήσουμε ζωντανό και
πνευματικά ακμαίο, δεν υπάρχει πια. Του έμεινε μόνο η παλαιά αίγλη, και η φθαρμένη
μνήμη ενός κόσμου μεγάλης ηλικίας που φεύγει, οι οποίοι πολλοί από αυτούς
έκαναν οτιδήποτε περνούσε από το χέρι τους και την ακαταλόγιστη συμπεριφορά
τους για να οδηγήσουν την Πόλη αυτή στον μαρασμό, την μιζέρια, την πνευματική
φτώχεια, και την γενικευμένη αδιαφορία. Η παθογένεια αυτή έχει ονοματεπώνυμο για
αρκετά πρόσωπα του Πειραιά, δυστυχώς όμως μέχρι σήμερα, παρότι πάρα πολλές έχω
δημοσιεύσει κείμενα για αυτήν την κατάσταση, δεν προσπάθησε να αλλάξει κάτι,
δεν ήθελαν να αλλάξει γιατί τους βόλευε και τους βολεύει αυτή η λιμνάζουσα
κατάσταση. Τώρα πια, το παιχνίδι έχει φοβάμαι χαθεί ανεπιστρεπτί. Τα ουσιαστικά
πνευματικά παιδιά του, του γύρισαν την πλάτη για πάντα.
Δυστυχώς η ιστορική του μνήμη
χάθηκε από υπαιτιότητα συγκεκριμένων πρακτικών και κοινωνικών συμπεριφορών. Οι
ίδιοι και τα ίδια, ήμουνα νιος και γέρασα.
Αλλά και από την άλλη, και οι
Δημοτικές αρχές έδειξαν την ανάλογη αδιαφορία και ωχαδερφισμό για τα πρόσωπα
που εργάστηκαν φανερά και όχι παρασκηνιακά, ουσιαστικά και όχι με ιδιοτέλεια,
Πειραιολατρικά και όχι συντροφικά παρτάκικα.
Finis Piraeus.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου