ΘΩΜΑΣ ΓΚΟΡΠΑΣ
‘Ένας Ρεμπέτης Ποιητής
Τι είναι αλήθεια ο Θωμάς Γκόρπας.
Είναι ένας ρεμπέτης ποιητής ή ένας
εξεγερμένος προλετάριος που καταθέτει με στιχουργικό τρόπο το αν-ιδεολογικό του
ουτοπικό μανιφέστο.
Είναι ένας ανάδελφος επαναστάτης ή
ένας ποιητής της Β΄ Μεταπολεμικής γενιάς, που αγνοεί-αστόχαστα-τους
στοιχειώδεις κανόνες της ποιητικής τεχνικής.
Είναι μια μοναχική, χωρίς ταυτότητα φυσιογνωμία
ή ένας σκόρπιος ψυχικά ανατροπέας κάθε αρχής και κανόνα(ακόμα και της ποίησης),
που αυτοεξορίστηκε σ’ ένα δικό του κόσμο, αρνούμενος να αποδεχθεί και να
ενταχθεί στις νέες κοινωνικές συνθήκες που κυοφορήθηκαν στην μεταπολεμική
Ελλάδα.
Είναι ένας ονειροπόλος αναρχικός,
που ποιητικοποιεί τον προφορικό του λόγο ή ένας τραυματισμένος συνειδησιακά
δημιουργός που υποσκάπτει ακόμα και την ίδια την λειτουργία της ποιητικής
μαρτυρίας.
Είναι ένας παράτολμος και
ρηξικέλευθος ρεμπέτης ποιητής ή ένας προχειρολόγος ευαίσθητος γραφιάς.
Άπιστος διάκονος της ποίησης ο Θωμάς
Γκόρπας αποτελεί ποιητικό παράδοξο στα Ελληνικά γράμματα.
Η αναρχικότητά του δεν συγγενεύει
ούτε με την «εγκεφαλική»φυσιογνωμία του Ρένου, ούτε με την λαϊκότροπη δημιουργική
κατάθεση του Λεωνίδα Χρηστάκη ή την λούμπεν λαογραφική συνήθως μαρτυρία του
Ηλία Πετρόπουλου.
Είναι μια ιδιάζουσα μοναχική
περίπτωση στην Ελληνική γραμματεία.
Ο λόγος του, ( στην σύνολη
δημιουργία του-ποίηση, μυθιστόρημα, ανθολόγιο, μελετήματα) έχει μια πηγαία
αμεσότητα και αυθεντικότητα που, κάτω από άλλους προσδιορισμούς θυμίζει την
αμεσότητα του Νίκου Καρούζου.
Υπήρξε ένας οργίλος, «ερωτίλος»
ποιητής, αχειραγώγητος κοινωνικά απρόβλεπτος πολιτικά, αμεθοδολόγητος
καλλιτεχνικά, που, ενδιαφερόταν περισσότερο για το Είναι της ιστορικής
διάψευσης των προσδοκιών του, παρά για το Φαίνεσθαι του κοινωνικού και
ποιητικού γεγονότος.
Με τις λεκτικές του αταξίες, τις
συντακτικές του αποσπονδυλώσεις, τις άγαρμπες συχνά φράσεις του, την κενή
παράταξη λέξεων, τις κραυγαλέες ασύνδετες εικόνες του, την θρυμματισμένη ομιλία
του, τις μετέωρες νοηματικά εκφράσεις του τις όχι και τόσο εύστοχες πάντα
παρομοιώσεις του, τους τολμηρούς λεκτικούς ακροβατισμούς του, το κυνικότατο
ύφος του, την επαναλαμβανόμενη αντιποιητική του αμετροέπεια, τον συνειδητά
ναρκοθετημένο αποχρωματισμό των λεκτικών του κωδίκων, την αθώα και αυθεντική
παραδοξότητά του, και την οργισμένη του θλίψη, ( η λέξη οργή και αγάπη συνήθως
εκφέρονται μαζί), αποκρυσταλλώνει και μας κοινοποιεί την αβάσταχτη οδύνη του εκμαυλισμένου
κόσμου γύρο του, και το σπάσιμο του καθρέπτη μέσα του.
Εικονογραφεί την ατομική του αλήθεια
με παιδική αφέλεια και γυμνότητα.
Σκιαγραφεί την πολτοποίηση των
ιδεολογικών οραμάτων της γενιάς του, διαμαρτύρεται για την ισοπέδωση των
κοινωνικών αξιών της εποχής του, την διαστρέβλωση των μηνυμάτων των πολιτικών
θεωριών, και ιδιαίτερα της αριστεράς, αυτής της λαϊκής μυθολογίας και παραμυθίας
των μεγάλων προλεταριακών μαζών.
Την απέλπιδα προσπάθεια των
σπαρακτικά μοναχικών ατόμων που, προσπαθούν να ξαναγράψουν την ιστορία όχι του
παρελθόντος αλλά, του παρόντος βίου τους μέσα από τις διαψεύσιμες προσδοκίες
τους.
Με υπερήφανη αναποτελεσματικότητα
όσον αφορά την ποιητική του γλώσσα, έντονα αντιρυθμική, μεγαλόπρεπη στην
διάλυση των προσωπικών του μύθων, με αιχμηρές κορυφώσεις συγκίνησης και με μια
εντυπωσιακή ελεήμονα διάθεση κρυφού λυρισμού. Χαρμολυπικά εξομολογητική και
ευδιάκριτα αυτοδραματική, σίγουρη για τις προθέσεις και τους στόχους της,
μετεωρίζεται μεταξύ ενός ακατέργαστου ποιητικού υλικού και ενός έκδηλα
κακοχωνεμένου ποιητικού μεγαλείου.
Η συνειδητή καταστροφή του ποιητικού
υλικού, η σκόπιμη αποδιάρθρωση της φόρμας, μας δηλώνουν τον όχι και τόσο κρυφό,
ηττημένο ποιητικό οραματικό του στόχο. Μιας κυνικής ερμηνευτικής προβληματικής
των γεγονότων, και ανικανοποίητης άναρχης ευαισθησίας που αρέσκεται στην
απολέπιση των λέξεων για να μας αποκαλυφθεί η χλευαστική τους ειλικρίνεια που σοκάρει.
Ο λόγος του αυτονομείται ενίοτε τόσο
από την αναγκαία δραματικότητα των ιστορικών συμφραζομένων που καταγράφει, όσο
και από τα ακραία όρια της μνημονικής αναφοράς που τροφοδοτούν την ποίησή του.
Μελετώντας ο αναγνώστης τον
συγκεντρωτικό τόμο των ποιημάτων του με τίτλο «Τα ποιήματα»
(1957-1983),εκδόσεις Γαβριηλίδη Αθήνα 1995, και τα άλλα σκόρπια μεταγενέστερα
ποιήματά του τα δημοσιευμένα στα διάφορα κατά καιρούς έντυπα, (ποιητικές του
συλλογές έχει εκδώσει επίσης ο εκδοτικός οίκος Πορεία, ή Έξοδος και άλλοι, διαπιστώνει ότι έχει μπροστά του το έργο ενός
αθώου, αταξινόμητου μάλλον προχειρολόγου δημιουργού.
΄Εχει εμπρός του ένα ποιητικό
παλαιοπωλείο.
Διαβάζει μια γλώσσα που απεκδύεται
το αναγκαίο βάρος της λυρικότητάς της. Αναγνωρίζει λέξεις που αντιστρατεύονται
νοηματικά η μία την άλλη. Διαισθάνεται την οδυνηρή φωνή ενός έργου αισθητικά
λοβοτομημένου. Που, αντανακλά την πικραμένη, οργισμένη, κοχλάζουσα διαμαρτυρία
όχι ενός ατόμου με τα ιδιαίτερά του χαρακτηριστικά, αλλά μιας ομάδας, της
γενιάς του, που ίσως δεν θα γράψουν ποτέ τους ποίηση, δεν θα διαβάσουν ποίηση,
και που συμβολοποιείται στο έργο του Θωμά Γκόρπα.
Γίνεται το μοιραίο και καθοριστικό
σύμβολο μέσα στο έργο του.
Είναι η απεικόνιση ενός κόσμου που
ψάχνει την ιστορική του εαυτότητα έστω και για να την καταστρέψει. Αναζητά την
ηρωική του διέξοδο από το κοινωνικό τέλμα και την ατομική του απραξία. Ενώ γύρο
του ο κόσμος δραματικά αλλάζει ραγδαία, οι σκέψεις βαλτώνουν σε παλαιά
συντηρητικά σχήματα, τα όνειρα διαψεύδονται κάτω από το βάρος μιας αβάστακτης
εικονικής πραγματικότητας, τα οράματα μένουν επετειακές υπομνηματίσεις, σχέδια
ασκήσεων επί χάρτου.
Ο Θωμάς Γκόρπας νιώθει ότι ούτε και
η ποίηση είναι πια ικανή να βοηθήσει τους ανθρώπους, να ξυπνήσει την ναρκωμένη επαναστατικότητά
τους, να τους προσφέρει την αναγκαία της ζωής παραμυθία και ανάταση.
Πεθαίνοντας οι μεγάλοι οντολογικοί
μύθοι της ανθρωπότητας, αχρηστεύτηκε μάλλον και ο ρόλος της ποίησης.
Η καρυωτακική φωνή διαμαρτυρίας του
προπολεμικού κόσμου και της «παλαιάς» ποίησης, στον Γκόρπα μετατρέπεται σε
οργισμένη άρνηση κάθε πολιτισμικής αναφοράς.
Η σεφερική σιγαλόφωνη και
συγκρατημένη μη αποδοχή του κατεστραμμένου κόσμου της εποχής μας, στον Γκόρπα,
γίνεται φωνακλάδικη καταστροφική μανία, άρνηση όλων των κοινωνικών συμβάσεων,
απαξίωση κάθε είδους αρχής και συμβόλων.
Ο Γκόρπας αρνείται τα κοινωνικά
σύμβολα, όχι για να οικοδομήσει καινούργια στην θέση των παλαιών, αλλά για να
βαδίσει ο ελεύθερος άνθρωπος, μόνος, αυτεξούσιος, άναρχος, ρέμπελος, μοιραίος,
αλλά και πολλαπλά τραυματισμένος πάνω στα ερείπια των δικών του αδυνατοτήτων.
Η ποίησή του τροφοδοτείται από το
Ελληνικό αυτό ρεύμα διάψευσης και διαμαρτυρίας της προπολεμικής εποχής.
Η ποιητική του φωνή είναι ίσως η
τελευταία εκβολή της καρυωτακικής ποιητικής διαμαρτυρίας πριν αυτή εκβάλλει
στις σκόρπιες και φυγόκεντρες απορφανισμένες ποιητικές δυνάμεις της Γ΄
μεταπολεμικής γενιάς ή της γενιάς του 1970. Της πρώτης γενιάς χωρίς ουσιαστικό
κέντρο αναφοράς και πρόδρομου εκπροσώπου της.
Ο Γκόρπας πιστεύει ότι
χρησιμοποιώντας συνειδητά μια αντιποιητική τεχνολογία εκφραστικών μέσων θα
λυτρωνόταν από αυτό που αρνιόταν. Την αισθητική της αστικής τάξης με ότι αυτό
συνεπάγεται για τον εξόριστο Μεσολογγίτη και το έργο του.
Η ποιητική του ατεχνικότητα, θυμίζει
τους ποιητικούς πειραματισμούς του Μιχάλη Κατσαρού, παρά την Αμερικάνικη γενιά
των Μπιτ.
Η γενιά των Μπιτ που είναι αμιγώς
Αμερικάνικη, αυτή η πολυσύνθετη και πολυσυλλεκτική ομάδα διαμαρτυρίας των νέων
δημιουργών, είχε συγκεκριμένους στόχους, σαφείς ορατές ποιητικές βλέψεις,
ξεκάθαρους ατομικούς οραματισμούς και πολιτικές επιλογές. Πρέσβευε την απεγκλώβιση
των νέων ποιητικών φωνών από την παραδοσιακή ακαδημαϊκή σχολή της
αγγλοσαξονικής παράδοσης (Πάουντ, Έλιοτ κ.λ.π.) Φιλοδοξία της ήταν να ορθώσει
την δική της φωνή διαμαρτυρίας, να σχηματίσει το δικό της ποιητικό πρόσωπο, να
αλλάξει τους γλωσσικούς ποιητικούς κώδικες, να αλλοιώσει τους κοινά αποδεκτούς
μέχρι τότε ποιητικούς κανόνες.
Οι αναφορές των Μπιτ δεν έχουν τόσο
ιστορικής σημασίας προθέσεις, ο Αμερικάνικος εμφύλιος πόλεμος παραδείγματος
χάριν απουσιάζει σχεδόν από το έργο τους. Έστω και σαν μακρινή ανάμνηση από
αυτόν οι Μπιτ στέκονται συνήθως στις κοινωνικές προεκτάσεις του εμφυλίου και
στις κοινωνικές επιπτώσεις του. Η θεματική τους εστιάζεται σε προβλήματα
υπαρξιακά που αφορούν αυτούς τους ίδιους. Τους ενδιαφέρει η ερωτική τους
ετερότητα, η σεξουαλική τους ταυτότητα και η αποδοχή της από το ευρύ κοινό,
στηλιτεύουν τον Αμερικάνικο πουριτανισμό, ανακαλύπτουν τον Σίγκμουντ Φρόιντ και
την Ψυχανάλυση, τον Βίλχελμ Ράιχ και την αποδέσμευση από τα κοινωνικά στερεότυπα,
είναι έντονα εναντίον της εξωτερικής
Αμερικάνικης πολιτικής και ασφαλώς ειρηνιστές και ενάντια στους
υπερπόντιους πολέμους που διεξήγαγε εκείνη την περίοδο η Αμερική, περίοδο του
ψυχρού πολέμου.
Όμως, η σωματική και ερωτική τους
αυτοδιάθεση είναι το κύριο συστατικό της ποιητικής τους παρουσίας και φωνής
διαμαρτυρίας.
Αντίθετα στον Γκόρπα και στην
ευρύτερη ποιητική πραγματικότητα της Ελληνικής παράδοσης, τα θέματα αντλούνται κυρίως
από τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, την Κατοχή και τις συνέπειές της, τον τραυματικό
και αδελφοκτόνο Εμφύλιο που άργησαν να επουλωθούν οι πληγές του, τα
διαψευσθέντα πολιτικά οράματα μιας μεγάλης μερίδας των Ελλήνων, τις διάφορες
κατά καιρούς στρατιωτικές δικτατορίες και τον αγώνα της αριστεράς στην μετά τον
πόλεμο, εποχή, και τις άλλες εσωτερικές πολιτικές και κοινωνικές διαμάχες.
Σε μια κοινωνία αρκετά συντηρητική
και κλειστή όπως είναι η Ελληνική κοινωνία, είναι αμιγώς τα ιστορικά γεγονότα
που τροφοδοτούν και καθορίζουν ως εφιαλτική μνήμη το ποιητικό σώμα των
δημιουργών και τους κρατούν δέσμιους σε μια ιστορική παρελθοντολογία που πολλές
φορές δεν έχει κοινωνικό αντίκρισμα στις νεότερες γενεές.
Οι Μπιτ αμφισβητούν τα πάντα σε
προσωπικό επίπεδο, ο αγώνας τους είναι ατομικός και ταυτόχρονα συλλογικός,
παλεύουν για τα ατομικά τους δικαιώματα θαρραλέα και αποφασιστικά σε ένα
κοινωνικό περιβάλλον που αλλάζει, σε μια κοινωνία που αγωνίζεται να αποδεχθεί
το εντελώς διαφορετικό από τις αρχές της. Πέρα από χρώμα, φυλή, εθνότητα,
σεξουαλικές προτιμήσεις, θρησκευτικές δοξασίες, ιστορικές καταβολές.
Οι Έλληνες πάλι, έχοντας έντονα την
συναίσθηση της κοινωνικής συνείδησης και συλλογικής παρουσίας, και έντονα
πολιτικοποιημένοι αλλά και με ένθερμο ζήλο κομματικοποιημένοι, θεωρούν το
πνευματικό τους έργο σαν μια δυναμική έκφραση αντίδρασης μιας συλλογικής
συνείδησης και παράδοσης, μιας κοινής μοίρας, παρά μιας ατομικής τους
αυτοδιάθεσης.
Η αστοχία του Θωμά Γκόρπα, δεν είναι
τόσο η συγκεκριμένη ποιητική ατραπός που επέλεξε, αλλά ότι αρνήθηκε τους
κανόνες του ποιητικού παιχνιδιού. Αυτούς τους αναγκαίους ρυθμιστικούς κανόνες
στην διαχρονική αποδοχή του ποιητικού παιχνιδιού και των θέσεών του.
Χωρίς αυτό να σημαίνει ότι στο
σύνολο έργο του δεν συναντάμε αξιόλογες, άρτιες και, ολοκληρωμένες ποιητικές
μονάδες που μας καθηλώνουν με την οργάνωση του ποιητικού υλικού τους, και την
στέρεα δομή της φόρμας τους.
Όπως παραδείγματος τα εξής ποιήματα:
«ο θάνατος του πατέρα» σελίδα 43,
«το κορίτσι της ταβέρνας» σελίδα 31, «Ένα σπουδαίο αγόρι» σελίδα 17, «Οδύνη»
σελίδα 230, «η άλλη ξενητία» σελίδα 246, «Ποίηση» σελίδα 135, «το λάθος» σελίδα
92, «το Μεσολόγγι» σελίδα 193 και άλλα δίστιχα μικρά ποιητικά διαμαντάκια, που
διασώζουν την σύνολη ποιητική μαρτυρία του ποιητή.
Επίσης αξίζει να επισημανθεί το
αριστουργηματικό μυθιστόρημά του «Ισιδώρα, Ισιδώρα» εκδόσεις Γαβριηλίδης 1995,
η πολύ αξιόλογη δίτομη έκδοση του «νεοελληνικό αφήγημα» με τίτλο «περιπετειώδες
κοινωνικό και μαύρο νεοελληνικό αφήγημα» εισαγωγή-βιογραφικά-ανθολόγηση (1850-1950),
τόμοι δύο εκδόσεις Σίσυφος 1981.
Στην ποιητική του παρουσία ακόμα,
ξεχωρίζουν ορισμένες ποιητικές του συνθέσεις που είναι αφιερωμένες σε
ομοτέχνους του, καθώς και ορισμένες φωνακλάδικες ρήσεις του, τα, κοινωνικά του
μίνιμα μοράλια που συγκεφαλαιώνουν την βιοθεωρία του.
Άλλες φορές πάλι φλυαρεί
ακατάπαυστα, πεζολογεί αδικαιολόγητα. Επίσης, υπάρχουν κομμάτια του που
θυμίζουν περισσότερο στίχους τραγουδιών παρά ποιήματα, όπως είναι τα: «Για
γέλια και για κλάματα» σελίδα 243, «η άλλη ξενητιά» σελίδα 246, και άλλα.
Τέλος δεν κρύβει την αγάπη του για
τον Γάλλο ποιητή και στιχουργό Ζακ Πρεβέρ, αλλά και Έλληνες λαίκούς συνθέτες
και ρεμπέτες, και ιδιαίτερα τον Βασίλη Τσιτσάνη, ένα όνομα που, καθώς
ρεμπετολογεί ο Γκόρπας αναφέρει αρκετές φορές στο έργο του. Είναι μάλλον ο
δεύτερος ποιητής αν δεν λαθεύω που μνημονεύει με αγάπη τον Τρικαλινό συνθέτη
και βάρδο Βασίλη Τσιτσάνη μέσα στο έργο του, ο άλλος είναι ο Θεσσαλονικιός
ποιητής και ακάματος εργάτης του πνεύματος Ντίνος Χριστιανόπουλος.
Η ποίηση του Γκόρπα, ανήκει και αυτή
παρόλες τις θρυμματισμένες προσχώσεις της στην ιστορία της ποιητικής μας
παράδοσης. Προσπορίζοντας μας την αμεσότητα ενός λόγου, την ελευθεριότητα μιας
έκφρασης, τον λυρικό κυνισμό ενός ύφους, την ατέλεια μιας γραφής που δεν
συναντάμε εύκολα στην ποίησή μας.
Ο Γκόρπας δεν είναι ποιητής της
πόλης, ούτε της υπαίθρου, αλλά μάλλον των σκοτεινών κουτουκιών, των λαϊκών
ταβερνών.
Δεν φιλοδόξησε να οικοδομήσει τον
νεότερο ποιητικό μύθο της Ελλάδος, ούτε άλλωστε άλλοι ομότεχνοι της γενιάς του.
Η Παλαμική εποχή έχει περάσει ανεπιστρεπτί, στους μεταγενέστερους έμεινε ο
ρόλος του σχολιαστή, και θρηνητικού αοιδού της Ιστορίας.
Ο απροσποίητος κόσμος του Γκόρπα,
μας υπενθυμίζει το αυθεντικό ήθος και την αθώα ακατέργαστη ματιά των απλών
ανθρώπων, μιας άλλης Ελλάδας, και όχι την λεκτική μαγεία της αγιογράφησής της.
Σημειώνει ο ίδιος: «Πρέπει να βασανίζονται
να ταπεινώνονται οι ωραίες λέξεις, όπως οι μοιραίες γυναίκες μπας κι αγαπηθούν
στο τέλος».
Κι αυτή είναι όντος μια βασανιστική
αγάπη μιας αιώνιας αληθινής ποίησης και ενός ήθους ζωής που μας υπενθυμίζει η
αθώα ματιά του ποιητή Θωμά Γκόρπα.
Γιώργος Χ. Μπαλούρδος
Πρώτη δημοσίευση περιοδικό
«Μανδραγόρας» τεύχος 33/ Απρίλιος 2005, σελίδες 80-81.
Σημείωση: δυστυχώς και εδώ ο δαίμων
του τυπογραφείου, θέλω να πιστεύω και όχι άλλος δάκτυλος, έκοψε το κείμενο και
φαγώθηκαν αρκετές σειρές. Εδώ το μεταφέρω αυτούσιο όπως έχει διασωθεί στα
χειρόγραφά μου.
Πειραιάς 21 Ιουλίου 2013.
Πολύ ζέστη, δροσερό αεράκι της
ποίησης και αρκετή ερημιά.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου