Λίγες σκέψεις για την ποίηση του
Μανόλη Αναγνωστάκη
Η επιγραμματική ποίηση του
Αναγνωστάκη είναι ο σχολιασμός των παλίντυχων προσώπων της γενιάς του. Ο
Αναγνωστάκης ανήκει στους μεγάλους ποιητές της αριστερής διανόησης που η ζωή
τους είναι ασφυκτικά συνυφασμένη με την πολιτική τους ιδεολογία. Ο «αυχμηρός»
πολλές φορές πεζολογικός λόγος του, με την δωρική του μεγαλοπρέπεια συμβαδίζει
με τα ιστορικά γεγονότα της γενιάς του. Η ιστορική ατμόσφαιρα της εποχής του
διαπλάθει και οριοθετεί την ποιητική του φόρμα. Ο «άνθρωπος που γλίτωσε απ’ το
λοιμό» σελίδα 119 είναι συναιρέτης, ο υποβολέας όπως θα έλεγε και ο Γιάννης
Δάλλας του πολιτικού προβλήματος της εποχής του.
«Ο τελευταίος αναντίρρητα μιας
παρακμής» σελίδα 62. Ο απομυθοποιητικός και αποσπασματικός λόγος του,
«ενοποιείται» κάτω από τον μανδύα της ιστορίας. Η πυκνή και μονόηχη γραφή του
ανακαλύπτει τον Στόχο της μάλλον την Εποχή κατά την οποία η ποιητική
γραφή γίνεται συναιρέτης των ατομικών και ιστορικών συμβάντων. Όταν η
λειτουργικότητα του ποιητικού λόγου «καθορισθεί από τον συσχετισμό ανάμεσα στην
απόσταση λόγω ιστορικής καταβολής του και την προσέγγιση λόγω των επίκαιρων
μορφολογικών στοιχείων που παρεμβάλλει ο ποιητής».
Η αναγωγή των ατομικών γεγονότων σε
ποιητικό επίπεδο προϋποθέτει κατά κάποιον τρόπο την αποστασιοποίηση του
μετέχοντος στην ιστορία υποκειμένου, όχι τόσο από την ιστορική, όσο από την
συγκεκριμένη πολιτική ερμηνεία της εποχής του. Ο Αναγνωστάκης υποβάλλει τα
ιστορικά συμβάντα σε μια τέτοιας έντασης ποιητική επεξεργασία που στόχο έχει να
αποκαλύψει τον υποδειγματικό και μοναδικό τους χαρακτήρα. Ενώ ταυτόχρονα τα
αποσυνδέει από την ατομική και μερική αφηγηματική περιπτωσιολογία και τα
καθιστά σημείο ιδεολογικής αναφοράς ολόκληρης της γενιάς του και της εποχής
του.
Σε αντίθεση από τον μεγάλο σύντροφό
του ποιητή Γιάννη Ρίτσο, ο Αναγνωστάκης δεν αγιοποιεί τα ιστορικά γεγονότα
(τους αγώνες και τα πρόσωπα της αριστεράς),ούτε «διογκώνει» τις πολιτικές τους
προεκτάσεις. Αλλά, με σπαρτιατικό λακωνικό λόγο, περιγράφει τις οριακές
καταστάσεις των ανθρώπων που συνειδητά επέλεξαν την μαρξιστική ιδεολογία-και
όχι συναισθηματικά, ή μιμούμενοι το γύρω περιβάλλον τους, ανεξάρτητα αν θα
έβγαιναν από την αναμέτρησή τους με το αστικό καθεστώς νικητές ή ηττημένοι.
Ατόμων που γνώριζαν, ότι, σκέπτομαι Μαρξιστικά, σημαίνει αλλάζω, για να
παραφράσω την εύστοχη ρήση του Μπέρτολτ Μπρεχτ.
Η «ιστορικοποίηση»της ποίησης έτσι
όπως την διδαχθήκαμε από τον Κωνσταντίνο Καβάφη, προσφέρει στο ποιητικό γεγονός
την ιδεολογική του διάσταση και το εντάσσει σε μια ιστορικά προδιαγεγραμμένη
προοπτική. Η λειτουργικότητά του ορίζεται κυρίως από τον κοινωνικό του ρόλο.
Οδηγεί επίσης την ποιητική γραφή σε
έναν συσχετισμό με μια συγκεκριμένη ιστορική και κοινωνική οπτική του
αναγνώστη.
Υπάρχει δηλαδή μια αλληλοπεριχώρηση
των κοινωνικών βιωμάτων του αναγνώστη με εκείνων του δημιουργού.
Χωρίς να αναιρείται ο έντονος
ιδεολογικός πολιτικός χρωματισμός του ποιητικού γεγονότος ή του ιστορικού, μέσα
από την ιχνογράφησή του. Και όταν αναφερόμαστε στην Ιδεολογία, δεν εννοούμε
μόνο ένα κλειστό σύστημα συγκεκριμένων ιδεών ενός πολιτικού φορέα, όπως
πρέσβευαν οι «κομματικοποιημένοι»ταγοί, με τους επικίνδυνα απλουστευτικούς
δογματικούς συλλογισμούς τους. Που, εξαγίαζαν μέχρι πρόσφατα απάνθρωπες κοινωνικές
δομές και πολιτικά συστήματα με μαρξιστικοφανή σοφίσματα. Μαρξιστές που
πίστευαν σε συγκεκριμένα καθεστώτα μόνο και μόνο για να μην μιλούν γι’ αυτά.
Αλλά, για να επανέλθω, ένα δομημένο
σύνολο εικόνων, αναπαραστάσεων, γεγονότων, μύθων και άλλων θεμάτων που
καθορίζουν ορισμένους τύπους συμπεριφοράς, πρακτικών, συνηθειών και,
λειτουργούν σαν ένα αληθινό ασυνείδητο.
Έτσι όπως μας ανέπτυξε τις θέσεις
του για την Ιδεολογία ο Λουϊ Αλτουσέρ.
Κάτω από αυτό το εύοσμο αεράκι της
Ιδεολογίας, ο άνθρωπος της Ιστορίας είναι μια ανοιχτή Οντότητα, μια ιδιαίτερη
προσωπικότητα, και το σύνολο άθροισμα όλων ανεξαιρέτων των σχέσεών του.
Επιδιώκοντας μια «σύγκρουση»
ανάμεσα στην ποίηση και την πολιτική-όπως τόσο απερίσκεπτα και αστόχαστα
έπραξαν οι δημιουργοί εκείνοι που ακολούθησαν χωρίς επίσκεψη και χωρίς αιδώ το
ρεύμα του σοσιαλιστικού ρεαλισμού-ή μία επιβολή της πολιτικής (και ιδιαίτερα
της δογματικής λενινιστικής άποψης) πάνω στην ποίηση, η επιλογή της ποίησης θα
ισοδυναμούσε με απάρνηση της Ιστορίας.
Της μόνης μάλλον κινητήριας δύναμης
που διαθέτει ο άνθρωπος. Αποδεχόμενος επίσης αξιωματικά, ότι η ποίηση είναι ο
Λόγος της Ιστορίας.
Ο Αναγνωστάκης αποφεύγει συνειδητά
και εύστοχα τη λανθασμένη αυτή κίνηση, αυτήν την ψευτοδιαμάχη. Σαν ευαίσθητος
στοχαστής, κατανοεί, ότι ο ποιητικός λόγος, ο μνημονικός ακριβέστερα είναι
αναγνωρίσιμος στο βαθμό που μπορεί να διακριθεί μέσα στην «Ιδεολογική»
διαλεκτική κίνησή του. Για τον ποιητή, μάλλον, εκείνο που έχει καθοριστική
σημασία δεν είναι τόσο το ίδιο το ποιητικό σώμα, ούτε οι διάφοροι μηχανισμοί της
γλώσσας, αλλά, η ιδεολογία της ποιητικής λειτουργίας.
Γράφει: «Γιατί η ποίηση δεν είναι ο
τρόπος να μιλήσουμε. Αλλά ο καλύτερος τοίχος να κρύψουμε το πρόσωπό μας» σελίδα
105.
Μιας ιδεολογίας όμως που δεν
λειτουργεί δεσμευτικά πάνω στη γλώσσα, αλλά που της προσδίδει ένα ήθος.
Μιας ιδεολογίας που απορρέει
πρωτίστως από την στάση ζωής, τους προσωπικούς αγώνες και το ατομικό και
κοινωνικό ήθος του δημιουργού, μάλλον παρά από την ερμηνεία της ποιητικής
ανάγνωσης. Ή τουλάχιστον σε έναν συνδυασμό.
Εκείνο που προτείνει ο Μανόλης
Αναγνωστάκης δεν είναι μια άλλη μέθοδο ανάγνωσης της ποιητικής γραφής, αλλά ένα
ιδεολογικό «εργαλείο» που αναδύεται από τον ποιητικό λόγο ερμηνείας της
πολιτικής ιστορίας που τόσο ασφυκτικά ζήσαμε.
Εκείνο που διαπιστώνει κανείς
μελετώντας την ποίησή του, που δεν είναι και τόσο μεγάλη σε όγκο, ο
Αναγνωστάκης ολιγογράφος από την φύση του, είναι χωρίς άλλους συνειρμούς
(κατάγονται και οι δύο από την Θεσσαλονίκη),η «περίπτωση του συγγραφέα Κώστα
Ταχτσή» στην ποίηση. Είναι μια εξελικτική αλλαγή στον τρόπο παρατήρησής του,
ενώ παραμένουν σταθερές οι μορφικές επιπτώσεις στην σύνολη αισθητική του
εργασία.
Από τον ένδοξο Αλεξανδρινό,
Κωνσταντίνο Καβάφη ο ποιητής Μανόλης Αναγνωστάκης δανείστηκε το πεζολογικό του
στοιχείο, το αποφλοιωμένο από λυρισμό ύφος, τον εντελώς προσωπικό ρυθμό, την μη
μουσικότητα αρκετών ποιημάτων. Τον τρόπο με τον οποίον ο Καβάφης αντιμετώπισε
την Ιστορία, δανείστηκε την στωική ματιά του, την μηδενιστική του ορισμένες
φορές διάθεση, τους άλλοτε σαρκαστικούς και άλλοτε πικρούς μονολόγους του. Και
μάλλον και την έντονη θεατρικότητα της Καβαφικής ποιητικής ματιάς.
Εκείνο που άφησε παγερά αδιάφορο
τον Αναγνωστάκη, είναι ο καθαρευουσιάνικος γλωσσικός μανδύας της Καβαφικής
ποίησης, και, η τόσο προσωπική, και «απαγορευμένη» για την εποχή του Καβάφη
αισθητική του.
Αν και, όπως εύκολα μπορεί κανείς
να παρατηρήσει στο ποιητικό έργο του Θεσσαλονικιού ποιητή, απουσιάζει παντελώς
το γυναικείο σώμα, αλλά θα έλεγα ακόμα και η αίσθησή του. Ή όπου αμυδρά
διαφαίνεται, είναι για να εντείνει την απουσία του.
Στο έργο του δεν υπάρχει τόνος
ερωτικός, δεν συναντάμε καν την γυναικεία εικόνα, ούτε και ως μνημονική
προσωπική παράσταση. Το ενδιαφέρον του αγγίζει μόνο το πολιτικό πεδίο.
Την ποίηση του Αναγνωστάκη
οφείλουμε να επισημάνουμε ότι την διακρίνει μια έντονα φορτισμένη «ηθικιστική»
διάθεση.
Μια έντονη επιθυμία για επιστροφή
στην πρώτη παιδική αθωότητα, χωρίς το σώμα ή το πνεύμα να προλάβει να γευτεί τα
ηδονικά μυρωδικά της ζωής ή της φύσης γενικότερα.
Ο έντονος διανοητισμός του και η
έμφυτη διστακτικότητά του αποτρέπουν τα γλωσσικά ολισθήματα προς μία πιο διαυγή
νότα της ίδιας της ζωής. Εκείνο που προεξάρχει, είναι η ιδεολογία.
Οι αριστερόξαντοι αυτοί ποιητές
θυσίασαν το παρόν τους εν ονόματι ενός αβέβαιου και δικαιότερου μέλλοντος. Έστω
και αν ο ίδιος είχε προφητικότατα προβλέψει το τέλος της ιδεολογίας και του
λόγου.
«Πάψαν τα λόγια πια να αποτελούν
χρησμούς. Οι δυνατοί οι στίχοι προφητείες» σελίδα 132.
Ο πολιτικοποιημένος ποιητής πολύ
ενωρίς υποψιάστηκε ότι οι επίγονοι, σελίδα 132, θα έχουν μια «επιστροφή σ’ ένα
κενό χωρίς διέξοδο» σελίδα 82.
Η ποίηση του ευαίσθητου και
κοινωνικοποιημένου ποιητή, μάλλον μοιάζει σαν την αίσθηση που σου αφήνουν τα
τελευταία Καλοκαιρινά Σινεμά μιας άλλης εποχής και ατμόσφαιρας.
Από την άλλη η σύνολη ιδεολογική
της ατμόσφαιρα, και το πολιτικό μήνυμά της δεν περιορίζεται από τα όρια του
λόγου που την περιγράφει, αλλά εμπλουτίζεται, μπολιάζεται και τροφοδοτείται από
τα προσωπικά σε μια συνεχή ροή πολιτικά βιώματα του ποιητή.
Η ποίηση της ιδεολογίας του Μανόλη
Αναγνωστάκη λειτουργεί με τέτοιον τρόπο, ώστε όχι μόνο δραστηριοποιείται ο
συναισθηματικός κόσμος του αναγνώστη αλλά, οξύνεται και η κριτική του
διαδικασία ανάλυσης και ερμηνείας των ιστορικών γεγονότων,-μέσα από μια ποίηση
«ντοκουμέντο»- μέσα από μία «ενεργητική ιδεολογία» των ανθρώπων εκείνων που
συνειδητά την επέλεξαν, την υπηρέτησαν και προσφέρθηκαν οι ίδιοι σαν θυσιαστικό
πρόσλημμα στον Κόσμο και την Ιστορία του.
--------------------------------------
Υ. Γ. Μανόλη Αναγνωστάκη, «Τα
ποιήματα» (1941-1971) εκδόσεις Πλειάς 1975.
Γιώργος Χ. Μπαλούρδος
Πρώτη δημοσίευση, περιοδικό,
«Γραφή» τεύχος 23-24/
Καλοκαίρι-Φθινόπωρο 1993, σελίδες 16-18.
Πειραιάς 21 Ιουλίου 2013.
Σημείωση: Άραγε τι θα έλεγε σήμερα
αν ζούσε ο ψηλός και έντονα στρατευμένος στην αριστερά ποιητής για την σημερινή
πολιτική πραγματικότητα της Ελλάδας, αλλά και σαν γιατρός ακτινολόγος για το
σημερινό κατάντημα του Εθνικού Συστήματος Υγείας, και την ευθύνη των συναδέλφων
του.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου